Του Δημήτρη Καζάκη
3/2/2011
Τις τελευταίες ημέρες οι συζητήσεις για την «τελική λύση», που προετοιμάζουν οι τράπεζες και το πολιτικό τους προσωπικό για την Ελλάδα και το σύνολο των υπό χρεοκοπία χωρών της Ε.Ε., κορυφώνονται στο παρασκήνιο των ηγετικών κύκλων της ευρωζώνης. Οι πιέσεις, οι εκβιασμοί, τα ποικίλα πάρε δώσε, τα πλασαρίσματα στην αγορά, οι διασυνδέσεις πολιτικής - κερδοσκόπων δίνουν και παίρνουν. Όμως η Ελλάδα δεν πρέπει να ανησυχεί, διότι έχει πολιτικούς εκπροσώπους που στέκονται υπεράνω όλων αυτών. Το απέδειξαν ακόμη μια φορά τόσο ο κ. Παπακωνσταντίνου όσο και ο πρωθυπουργός της χώρας κ. Παπανδρέου.
Έτσι, ενώ στις αγορές επικρατεί τρικυμία, είχαμε τον υπουργό Οικονομικών να δηλώνει στο Routers (28.1) ότι αξίζει να συζητηθεί η ιδέα για την επαναγορά των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου σε τιμές χαμηλότερες από τις ονομαστικές. Απαντώντας σε ερώτηση στο περιθώριο των εργασιών του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός σχετικά με την επαναγορά ομολόγων του Δημοσίου, ο κ. Παπακωνσταντίνου σημείωσε πως, για να γίνει κάτι τέτοιο, «χρειάζονται χρήματα και έτσι είναι μία από τις ιδέες που συζητούνται, όχι επίσημα». «Είναι» πρόσθεσε «μια ιδέα που αξίζει κάποια συζήτηση, όπως και άλλες».
Η δήλωση αυτή είναι η πρώτη επίσημη παραδοχή ότι η κυβέρνηση συζητά ή είναι ανοιχτή στην αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους της Ελλάδας. Και μάλιστα με «κούρεμα». Κάτι που μετά βδελυγμίας αρνείται επίσημα, π.χ., ο πρωθυπουργός της χώρας, ο οποίος σε συνέντευξη του στο CNN την ίδια ημέρα δήλωσε:
«Όσον αφορά την αναδιάρθρωση, οι απόψεις μας είναι σαφείς. Είμαστε στον σωστό δρόμο για να περιορίσουμε το χρέος μας. Μπορεί να αυξηθεί κατά τι, την επόμενη χρονιά, γιατί έχουμε ελλείμματα. Αλλά μετά θα έχουμε πρωτογενές πλεόνασμα. Αυτό σημαίνει περιορισμό του χρέους μας και η ανάπτυξη θα περιορίσει το χρέος μας. Υπάρχει κάτι που μπορεί να γίνει, όμως, και είναι πολύ σημαντικό. Το χρέος, το οποίο συσσωρεύεται, ή τα δάνεια από το ΔΝΤ και την Ευρωπαϊκή Ένωση θα επικηκυνθούν, ώστε η αποπληρωμή να γίνει σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και, ενδεχομένως, με καλύτερους όρους. Αυτό είναι πολύ σημαντικό».
Ο πρωθυπουργός είναι ενάντια στην αναδιάρθρωση του χρέους, αλλά είναι ανοιχτός στην επιμήκυνση τόσο του συνολικού χρέους όσο και του δανείου από το ΔΝΤ και την Ε.Ε. Αυτό που φαίνεται να καίει τον πρωθυπουργό δεν είναι αυτή καθαυτή η αναδιάρθρωση, αλλά το να μην υπάρξει «κούρεμα». Ποια συμφέροντα υπερασπίζεται ο πρωθυπουργός όταν δέχεται αφενός τη χειρότερη μορφή αναδιάρθρωσης, δηλαδή την επιμήκυνση, αλλά αρνείται ακόμη και ένα στοιχειώδες «κούρεμα»; θα το δούμε πιο κάτω.
Περίεργες δηλώσειςΈτσι, ενώ στις αγορές επικρατεί τρικυμία, είχαμε τον υπουργό Οικονομικών να δηλώνει στο Routers (28.1) ότι αξίζει να συζητηθεί η ιδέα για την επαναγορά των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου σε τιμές χαμηλότερες από τις ονομαστικές. Απαντώντας σε ερώτηση στο περιθώριο των εργασιών του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός σχετικά με την επαναγορά ομολόγων του Δημοσίου, ο κ. Παπακωνσταντίνου σημείωσε πως, για να γίνει κάτι τέτοιο, «χρειάζονται χρήματα και έτσι είναι μία από τις ιδέες που συζητούνται, όχι επίσημα». «Είναι» πρόσθεσε «μια ιδέα που αξίζει κάποια συζήτηση, όπως και άλλες».
Η δήλωση αυτή είναι η πρώτη επίσημη παραδοχή ότι η κυβέρνηση συζητά ή είναι ανοιχτή στην αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους της Ελλάδας. Και μάλιστα με «κούρεμα». Κάτι που μετά βδελυγμίας αρνείται επίσημα, π.χ., ο πρωθυπουργός της χώρας, ο οποίος σε συνέντευξη του στο CNN την ίδια ημέρα δήλωσε:
«Όσον αφορά την αναδιάρθρωση, οι απόψεις μας είναι σαφείς. Είμαστε στον σωστό δρόμο για να περιορίσουμε το χρέος μας. Μπορεί να αυξηθεί κατά τι, την επόμενη χρονιά, γιατί έχουμε ελλείμματα. Αλλά μετά θα έχουμε πρωτογενές πλεόνασμα. Αυτό σημαίνει περιορισμό του χρέους μας και η ανάπτυξη θα περιορίσει το χρέος μας. Υπάρχει κάτι που μπορεί να γίνει, όμως, και είναι πολύ σημαντικό. Το χρέος, το οποίο συσσωρεύεται, ή τα δάνεια από το ΔΝΤ και την Ευρωπαϊκή Ένωση θα επικηκυνθούν, ώστε η αποπληρωμή να γίνει σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και, ενδεχομένως, με καλύτερους όρους. Αυτό είναι πολύ σημαντικό».
Ο πρωθυπουργός είναι ενάντια στην αναδιάρθρωση του χρέους, αλλά είναι ανοιχτός στην επιμήκυνση τόσο του συνολικού χρέους όσο και του δανείου από το ΔΝΤ και την Ε.Ε. Αυτό που φαίνεται να καίει τον πρωθυπουργό δεν είναι αυτή καθαυτή η αναδιάρθρωση, αλλά το να μην υπάρξει «κούρεμα». Ποια συμφέροντα υπερασπίζεται ο πρωθυπουργός όταν δέχεται αφενός τη χειρότερη μορφή αναδιάρθρωσης, δηλαδή την επιμήκυνση, αλλά αρνείται ακόμη και ένα στοιχειώδες «κούρεμα»; θα το δούμε πιο κάτω.
Ωστόσο ο κ. Παπακωνσταντίνου έκανε ένα ακόμη βήμα: πυροδότησε επίσημα τη φημολογία περί επαναγοράς του χρέους, του κύριου δημόσιου χρέους της Ελλάδας, σε τιμές χαμηλότερες από τις ονομαστικές, δηλαδή με κούρεμα. Το γεγονός αυτό έφερε πανικό στην ίδια την κυβέρνηση, με τον κ. Πεταλωτή να δηλώνει: «Ο κ. Παπακωνσταντίνου είπε ότι υπάρχει η ιδέα για τη συζήτηση της επαναγοράς» συμπληρώνοντας πως «είναι μια δημόσια συζήτηση στην οποία εμείς δεν συμμετέχουμε αυτή τη στιγμή».
Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση πήρε αποστάσεις από τον κ. Παπακωνσταντίνου και προσπάθησε να υποβαθμίσει το όλο ζήτημα. «Υπάρχουν πολλά σενάρια (...) εμείς στη μόνη συζήτηση που συμμετέχουμε είναι η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του χρέους των 110 δισ. ευρώ και μένουμε εκεί» πρόσθεσε ο κ. Πεταλωτής.
Οι δηλώσεις αυτές δεν φαίνεται να πτόησαν ούτε να φρονημάτισαν τον κ. Παπακωνσταντίνου, ο οποίος, δυο ημέρες αργότερα, επανέλαβε την ίδια δήλωση στην αυστριακή «Der Standard» (30.1). Απαντώντας στην ερώτηση για το ενδεχόμενο επαναγοράς κρατικών ομολόγων, ο κ. Παπακωνσταντίνου διευκρινίζει πως πρόκειται για πρόταση που βρίσκεται επί τάπητος, δεν προέρχεται από την Ελλάδα και δεν υπάρχει επίσημα σχετική συζήτηση, αλλά συζητείται ως ιδέα, όπως και άλλες σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Με δυο λόγια, ο κ. Πεταλωτής επιβεβαιώνει αυτό που είναι ευρέως γνωστό. Δεν είναι η κυβέρνηση που αποφασίζει, αλλά οι «εταίροι», οι οποίοι διεξάγουν συζητήσεις για σενάρια και εναλλακτικές για την Ελλάδα ερήμην της. Η χώρα και ο λαός της θα κληθούν απλώς να πληρώσουν τις επιλογές που γίνονται ερήμην τους. Κι αυτό φυσικά ονομάζεται εθνικά υπερήφανη πολιτική, αντάξια των μελανότερων σελίδων του δωσιλογισμού που γέννησε αυτός ο τόπος.
Από την άλλη, ο κ. Παπακωνσταντινου φημίζεται για τις δηλώσεις του, τις οποίες η χώρα έχει πληρώσει πολύ ακριβά στα κερδοσκοπικά παιχνίδια της αγοράς, θυμηθείτε τις δηλώσεις του περί «Τιτανικού», περί όσων επενδύουν εναντίον της Ελλάδας, οι οποίοι «θα χάσουν τα πουκάμισα τους» κ.ο.κ. Δηλώσεις που γίνονταν πάντα σε τόσο καίριες στιγμές, ώστε πυροδοτούσαν άγριες κερδοσκοπικές εκρήξεις στις αγορές.
Το ίδιο επαναλαμβάνει και τώρα με τις δηλώσεις του περί επαναγοράς χρέους. Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε και το γεγονός ότι υπάρχουν κινήσεις ήδη από τραπεζικά και επιχειρηματικά συμφέροντα εντός της Ελλάδας να αγοράσουν στη δευτερογενή αγορά ομόλογα του Δημοσίου κοψοχρονιά, τότε οι δηλώσεις Παπακωνσταντίνου γεννούν πολλά, μα πάρα πολλά ερωτήματα. Φυσικά μόνο ο δημόσιος, ανοιχτός έλεγχος των δημοσιονομικών του κράτους, αλλά και της ίδιας της κυβέρνησης, μπορεί να δείξει ποιοι και πώς κερδοσκοπούν με την κατάσταση της χώρας σήμερα.
Ομως η κυβέρνηση, δια στόματος πρωθυπουρέχει ξεκαθαρίσει ποιον εκπροσωπεί και τίνος τα συμφέροντα υπερασπίζεται.
Πρωθυπουργικό πατατράκΜε άλλα λόγια, η κυβέρνηση πήρε αποστάσεις από τον κ. Παπακωνσταντίνου και προσπάθησε να υποβαθμίσει το όλο ζήτημα. «Υπάρχουν πολλά σενάρια (...) εμείς στη μόνη συζήτηση που συμμετέχουμε είναι η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του χρέους των 110 δισ. ευρώ και μένουμε εκεί» πρόσθεσε ο κ. Πεταλωτής.
Οι δηλώσεις αυτές δεν φαίνεται να πτόησαν ούτε να φρονημάτισαν τον κ. Παπακωνσταντίνου, ο οποίος, δυο ημέρες αργότερα, επανέλαβε την ίδια δήλωση στην αυστριακή «Der Standard» (30.1). Απαντώντας στην ερώτηση για το ενδεχόμενο επαναγοράς κρατικών ομολόγων, ο κ. Παπακωνσταντίνου διευκρινίζει πως πρόκειται για πρόταση που βρίσκεται επί τάπητος, δεν προέρχεται από την Ελλάδα και δεν υπάρχει επίσημα σχετική συζήτηση, αλλά συζητείται ως ιδέα, όπως και άλλες σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Με δυο λόγια, ο κ. Πεταλωτής επιβεβαιώνει αυτό που είναι ευρέως γνωστό. Δεν είναι η κυβέρνηση που αποφασίζει, αλλά οι «εταίροι», οι οποίοι διεξάγουν συζητήσεις για σενάρια και εναλλακτικές για την Ελλάδα ερήμην της. Η χώρα και ο λαός της θα κληθούν απλώς να πληρώσουν τις επιλογές που γίνονται ερήμην τους. Κι αυτό φυσικά ονομάζεται εθνικά υπερήφανη πολιτική, αντάξια των μελανότερων σελίδων του δωσιλογισμού που γέννησε αυτός ο τόπος.
Από την άλλη, ο κ. Παπακωνσταντινου φημίζεται για τις δηλώσεις του, τις οποίες η χώρα έχει πληρώσει πολύ ακριβά στα κερδοσκοπικά παιχνίδια της αγοράς, θυμηθείτε τις δηλώσεις του περί «Τιτανικού», περί όσων επενδύουν εναντίον της Ελλάδας, οι οποίοι «θα χάσουν τα πουκάμισα τους» κ.ο.κ. Δηλώσεις που γίνονταν πάντα σε τόσο καίριες στιγμές, ώστε πυροδοτούσαν άγριες κερδοσκοπικές εκρήξεις στις αγορές.
Το ίδιο επαναλαμβάνει και τώρα με τις δηλώσεις του περί επαναγοράς χρέους. Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε και το γεγονός ότι υπάρχουν κινήσεις ήδη από τραπεζικά και επιχειρηματικά συμφέροντα εντός της Ελλάδας να αγοράσουν στη δευτερογενή αγορά ομόλογα του Δημοσίου κοψοχρονιά, τότε οι δηλώσεις Παπακωνσταντίνου γεννούν πολλά, μα πάρα πολλά ερωτήματα. Φυσικά μόνο ο δημόσιος, ανοιχτός έλεγχος των δημοσιονομικών του κράτους, αλλά και της ίδιας της κυβέρνησης, μπορεί να δείξει ποιοι και πώς κερδοσκοπούν με την κατάσταση της χώρας σήμερα.
Ομως η κυβέρνηση, δια στόματος πρωθυπουρέχει ξεκαθαρίσει ποιον εκπροσωπεί και τίνος τα συμφέροντα υπερασπίζεται.
Στο πλαίσιο του Νταβός, ο αρχισυντάκτης των Financial Times, που συντόνιζε τη συζήτηση για την «Ευρώπη» (28.1), όπου συμμετείχαν οι Γ. Παπανδρέου, Nick Clegg, Jacob Wallenberg και Ζαν-Κλοντ Τρισέ, έκανε το λάθος να ρωτήσει τον Έλληνα πρωθυπουργό τα εξής:
"Ορισμένοι, όμως, θα μας ρωτήσουν: Γιατί τη στιγμή που ξαναγράφονται τα συμβόλαια, όπως π.χ. στον δημόσιο τομέα, που ο κόσμος χάνει τη δουλειά του και οι όροι των συνταξιοδοτικών συμβολαίων αλλάζουν, το συμβόλαιο αλλάζει, γιατί τελικά δεν θα αλλάξουν και οι όροι των συμβολαίων με εκείνους που αγοράζουν ομόλογα, ώστε να επομιστούν μέρος της ζημιάς;».
Με άλλα λόγια, ο δημοσιογράφος ρώτησε: Αφού τα συμβόλαια με τον εργαζόμενο και τον συνταξιούχο αλλάζουν μονομερώς από την κυβέρνηση εις βάρος τους, γιατί δεν μπορεί να γίνει το ίδιο και μετά συμβόλαια των ολογιούχων; Γιατί αυτοί δεν μπορούν να επωμιστούν μέρος της ζημιάς;
Ο κ. Παπανδρέου τα έχασε, άλλαξε χρώμα και ψέλλισε: «Το ερώτημα σας είναι θεωρητικό. Νομίζω ότι ο Ζαν-Κλοντ Τρισέ θα μπορούσε να σας απαντήσει».
Δηλαδή, το αν θα πρέπει να φροντίσει κυβέρνηση να πληρώσουν τουλάχιστον μέρος της ζημιάς και εκείνοι που είναι οι πιο έχοντες, οι πιο κερδισμένοι, από όλους τους έχοντες και κατέχοντες, είναι ερώτημα «θεωρητικό», που θα πρέπει να απαντήσει ο κ. Τρισέ, δηλαδή ο αρχιτραπεζίτης της ευρωζώνης.
«Σε αυτό τον επικοινωνιακό κοσμό, οι δηλώσεις που κάνουμε εμείς οι πολιτικοί είναι μερικές φορές ισχυρότερες απ' ό,τι χρειάζεται. Γι' αυτό οι απαντήσεις που δίνουμε πρέπει να είναι εποικοδομητικές» πρόσθεσε με τέτοια αμηχανία ο κ. Παπανδρέου, που έκανε τον δημοσιογράφο να τον ειρωνευτεί: «Είναι φιλοσοφική η ερώτηση».
Τα χάχανα από το ακροατήριο προκάλεσαν ακόμη μεγαλύτερη αμηχανία στον πρωθυπουργό, ο οποίος, αντί να απαντήσει στην ερώτηση, έβαλε να παίξει η γνωστή κασέτα: «Καθόλου, θα έλεγα, όμως, ότι έχουμε πάρει μια απόφαση, μια σαφή απόφαση, να ακολουθήσουμε έναν δρόμο. Μάλιστα, αυτή είναι μια απόφαση που έχει ήδη ληφθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση: η επιμήκυνση της αποπληρωμής του χρέους μας στο ΔΝΤ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Έγιναν συζητήσεις, επίσης, για τους όρους του δανείου. Βρίσκονται σε εξέλιξη».
Με άλλα λόγια, ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση του δεν χρειάζεται να προβληματίζονται για εναλλακτικές, απλώς ακολουθούν τον δρόμο που έχουν επιλέξει οι τραπεζίτες και οι Ευρωπαϊκή Ενωση. Δεν έχει καμιά σημασία που οδηγεί αυτός ο δρόμος ούτε αν υπάρχει άλλη εναλλακτική. Η κυβέρνηση έχει κάνει την επιλογή της. Πετά ο γάιδαρος, λέει η Ε.Ε. και οι τραπεζίτες. Πετά, απαντούν περιχαρείς ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση του. Κι αφού το λένε αυτοί, δεν έχει κανείς το δικαίωμα να το αμφισβητήσει. Ούτε η ίδια η πραγματικότητα. Αυτό σημαίνει «αξιοπιστία» στον διεστραμμένο κόσμο της σημερινής κυβερνητικής πρακτικής.
Προσωπικά αναρωτιέμαι: Πότε άλλοτε είχε η χώρα έναν τέτοιο πρωθυπουργό; Πότε άλλοτε υπήρχε τέτοια υποτέλεια και εθελοδουλία; Ο λόγος είναι απλός: Η σημερινή κυβέρνηση δεν διαπλέκεται απλώς με τα γνωστά επιχειρηματικά συμφέροντα, που νέμονται για δεκαετίες το κράτος, την οικονομία και την κοινωνία στην Ελλάδα. Δεν λειτουργεί απλώς ως εγγυητής των συμφερόντων των ισχυρών «εταίρων» μας.
Όχι. Με τη σημερινή κυβέρνηση, εγκαινιάζεται ένα νέο καθεστώς προς όφελος των πιο παρασιτικών και ληστρικών συμφερόντων της διεθνούς αγοράς, δηλαδή της τραπεζικής και χρηματιστικής ολιγαρχίας.Πρόκειται για συμφέροντα που δεν έχουν καμιά σχέση με την παραγωγή, αλλά ξέρουν να κερδίζουν υπέρογκα ποσά από τις χρεωστικές απαιτήσεις που συσσωρεύουν έναντι των οφειλετών τους, ιδιωτών και κρατών. Κι έτσι, με όπλο την τοκογλυφία, τις πολιτικές και οικονομικές εκδουλεύσεις έναντι δανείων, κερδίζουν αδρά, χωρίς τις επιβαρύνσεις και τα κόστη που συνδέονται με τις επενδύσεις στην παραγωγή.
Φαύλος κύκλος"Ορισμένοι, όμως, θα μας ρωτήσουν: Γιατί τη στιγμή που ξαναγράφονται τα συμβόλαια, όπως π.χ. στον δημόσιο τομέα, που ο κόσμος χάνει τη δουλειά του και οι όροι των συνταξιοδοτικών συμβολαίων αλλάζουν, το συμβόλαιο αλλάζει, γιατί τελικά δεν θα αλλάξουν και οι όροι των συμβολαίων με εκείνους που αγοράζουν ομόλογα, ώστε να επομιστούν μέρος της ζημιάς;».
Με άλλα λόγια, ο δημοσιογράφος ρώτησε: Αφού τα συμβόλαια με τον εργαζόμενο και τον συνταξιούχο αλλάζουν μονομερώς από την κυβέρνηση εις βάρος τους, γιατί δεν μπορεί να γίνει το ίδιο και μετά συμβόλαια των ολογιούχων; Γιατί αυτοί δεν μπορούν να επωμιστούν μέρος της ζημιάς;
Ο κ. Παπανδρέου τα έχασε, άλλαξε χρώμα και ψέλλισε: «Το ερώτημα σας είναι θεωρητικό. Νομίζω ότι ο Ζαν-Κλοντ Τρισέ θα μπορούσε να σας απαντήσει».
Δηλαδή, το αν θα πρέπει να φροντίσει κυβέρνηση να πληρώσουν τουλάχιστον μέρος της ζημιάς και εκείνοι που είναι οι πιο έχοντες, οι πιο κερδισμένοι, από όλους τους έχοντες και κατέχοντες, είναι ερώτημα «θεωρητικό», που θα πρέπει να απαντήσει ο κ. Τρισέ, δηλαδή ο αρχιτραπεζίτης της ευρωζώνης.
«Σε αυτό τον επικοινωνιακό κοσμό, οι δηλώσεις που κάνουμε εμείς οι πολιτικοί είναι μερικές φορές ισχυρότερες απ' ό,τι χρειάζεται. Γι' αυτό οι απαντήσεις που δίνουμε πρέπει να είναι εποικοδομητικές» πρόσθεσε με τέτοια αμηχανία ο κ. Παπανδρέου, που έκανε τον δημοσιογράφο να τον ειρωνευτεί: «Είναι φιλοσοφική η ερώτηση».
Τα χάχανα από το ακροατήριο προκάλεσαν ακόμη μεγαλύτερη αμηχανία στον πρωθυπουργό, ο οποίος, αντί να απαντήσει στην ερώτηση, έβαλε να παίξει η γνωστή κασέτα: «Καθόλου, θα έλεγα, όμως, ότι έχουμε πάρει μια απόφαση, μια σαφή απόφαση, να ακολουθήσουμε έναν δρόμο. Μάλιστα, αυτή είναι μια απόφαση που έχει ήδη ληφθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση: η επιμήκυνση της αποπληρωμής του χρέους μας στο ΔΝΤ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Έγιναν συζητήσεις, επίσης, για τους όρους του δανείου. Βρίσκονται σε εξέλιξη».
Με άλλα λόγια, ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση του δεν χρειάζεται να προβληματίζονται για εναλλακτικές, απλώς ακολουθούν τον δρόμο που έχουν επιλέξει οι τραπεζίτες και οι Ευρωπαϊκή Ενωση. Δεν έχει καμιά σημασία που οδηγεί αυτός ο δρόμος ούτε αν υπάρχει άλλη εναλλακτική. Η κυβέρνηση έχει κάνει την επιλογή της. Πετά ο γάιδαρος, λέει η Ε.Ε. και οι τραπεζίτες. Πετά, απαντούν περιχαρείς ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση του. Κι αφού το λένε αυτοί, δεν έχει κανείς το δικαίωμα να το αμφισβητήσει. Ούτε η ίδια η πραγματικότητα. Αυτό σημαίνει «αξιοπιστία» στον διεστραμμένο κόσμο της σημερινής κυβερνητικής πρακτικής.
Προσωπικά αναρωτιέμαι: Πότε άλλοτε είχε η χώρα έναν τέτοιο πρωθυπουργό; Πότε άλλοτε υπήρχε τέτοια υποτέλεια και εθελοδουλία; Ο λόγος είναι απλός: Η σημερινή κυβέρνηση δεν διαπλέκεται απλώς με τα γνωστά επιχειρηματικά συμφέροντα, που νέμονται για δεκαετίες το κράτος, την οικονομία και την κοινωνία στην Ελλάδα. Δεν λειτουργεί απλώς ως εγγυητής των συμφερόντων των ισχυρών «εταίρων» μας.
Όχι. Με τη σημερινή κυβέρνηση, εγκαινιάζεται ένα νέο καθεστώς προς όφελος των πιο παρασιτικών και ληστρικών συμφερόντων της διεθνούς αγοράς, δηλαδή της τραπεζικής και χρηματιστικής ολιγαρχίας.Πρόκειται για συμφέροντα που δεν έχουν καμιά σχέση με την παραγωγή, αλλά ξέρουν να κερδίζουν υπέρογκα ποσά από τις χρεωστικές απαιτήσεις που συσσωρεύουν έναντι των οφειλετών τους, ιδιωτών και κρατών. Κι έτσι, με όπλο την τοκογλυφία, τις πολιτικές και οικονομικές εκδουλεύσεις έναντι δανείων, κερδίζουν αδρά, χωρίς τις επιβαρύνσεις και τα κόστη που συνδέονται με τις επενδύσεις στην παραγωγή.
Σήμερα, πολύ περισσότερο από ποτέ, οι τράπεζες και τα επενδυτικά κεφάλαια αποτελούν την κυρίαρχη μορφή της παγκόσμιας οικονομίας, πολύ πιο ισχυρή και πολύτιμη από ό,τι τα ίδια τα κράτη. Είναι η κινητήρια δύναμη πίσω από την «παγκοσμιοποίηση» και την επιβολή της «παγκόσμιας διακυβέρνησης».
Το 2009 το ενεργητικό των τραπεζών ανήλθε σχεδόν στα 93 τρισ. δολ., όταν το παγκόσμιο ΑΕΠ έφτασε, σύμφωνα με το ΔΝΤ, στα 57,8 τρισ. δολ. Ειδικά στην Ε.Ε. και την ευρωζώνη, η κατάσταση είναι ακόμη εκρηκτική. Στην Ε.Ε. με ΑΕΠ το 2009 15,3 τρισ. δολ. το ενεργητικό των τραπεζών ανερχόταν σε 41,7 τρισ. δολ. Με άλλα λόγια, η οικονομική επιφάνεια των ευρωπαϊκών τραπεζών ήταν 2,7 φορές μεγαλύτερη από την οικονομική επιφάνεια των κρατών - μελών της Ε.Ε.
Έτσι, για να μπορέσει να υπάρξει ανάπτυξη σε μια οικονομία που βασίζεται σ' αυτά τα τεράστια ενεργητικά των τραπεζών, θα πρέπει οι τράπεζες να συνεχίσουν να δανείζουν και έτσι να διογκώνουν ακόμη περισσότερο τα ενεργητικά τους. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει τα κράτη και οι ιδιώτες να συνεχίσουν να αναζητούν δάνεια, δηλαδή να χρεώνονται ακόμη περισσότερο. Πώς είναι αυτό δυνατό στη σημερινή κατάσταση έκρηξης ιδιωτικού και δημοσίου χρέους;
Οι διεθνείς τοκογλύφοι και δανειστές δεν είναι η πρώτη φορά που επιβάλλουν καθεστώς πεονίας πάνω σε μια χώρα και στον λαό της με τη βοήθεια του ΔΝΤ.
Σύμφωνα με τον Μίλτον Φισκ, «το φαινόμενο της πεονίας του χρέους σημαίνει ότι οι εργάτες δαπανούν ένα σημαντικό μέρος της εργασίας τους όχι για την εθνική ανάπτυξη, αλλά για τις διεθνείς τράπεζες».
Τον Οκτώβριο του 1985 στη Νέα Υόρκη, σε μια διεθνή συνδιάσκεψη υπό την αιγίδα του ΟΗΕ με αντικείμενο «Δημοκρατία στις διεθνείς σχέσεις», έγινε ιδιαίτερη μνεία στην επιβολή καθεστώτων πεονίας στις υπερχρεωμένες χώρες. Ο Τζόρτζ Γουόρντ (Νόμπελ Ιατρικής, 1967) είχε πει στη συνδιάσκεψη τα εξής: «Όσο ζηλότυπα και αν τα υπερχρεωμένα έθνη αντιμετωπίζουν την ανεξαρτησία και την κυριαρχία τους, έχουν καταστεί λόγω της υπερχρέωσης τους κάθε άλλο παρά ανεξάρτητα ή κυρίαρχα. Βρίσκονται σε μια κατάσταση την οποία θεωρώ ως εθνική πεονία. Μια αποικία, όπως ένας δούλος, βρίσκεται υπό κατοχή λόγω ιδιοκτησίας, όμως ένας πεόν βρίσκεται υπό κατοχή λόγω χρέους. Πεονία σημαίνει δουλεία λόγω χρέους».
Κράτος-πεόνΣύμφωνα με τον Μίλτον Φισκ, «το φαινόμενο της πεονίας του χρέους σημαίνει ότι οι εργάτες δαπανούν ένα σημαντικό μέρος της εργασίας τους όχι για την εθνική ανάπτυξη, αλλά για τις διεθνείς τράπεζες».
Τον Οκτώβριο του 1985 στη Νέα Υόρκη, σε μια διεθνή συνδιάσκεψη υπό την αιγίδα του ΟΗΕ με αντικείμενο «Δημοκρατία στις διεθνείς σχέσεις», έγινε ιδιαίτερη μνεία στην επιβολή καθεστώτων πεονίας στις υπερχρεωμένες χώρες. Ο Τζόρτζ Γουόρντ (Νόμπελ Ιατρικής, 1967) είχε πει στη συνδιάσκεψη τα εξής: «Όσο ζηλότυπα και αν τα υπερχρεωμένα έθνη αντιμετωπίζουν την ανεξαρτησία και την κυριαρχία τους, έχουν καταστεί λόγω της υπερχρέωσης τους κάθε άλλο παρά ανεξάρτητα ή κυρίαρχα. Βρίσκονται σε μια κατάσταση την οποία θεωρώ ως εθνική πεονία. Μια αποικία, όπως ένας δούλος, βρίσκεται υπό κατοχή λόγω ιδιοκτησίας, όμως ένας πεόν βρίσκεται υπό κατοχή λόγω χρέους. Πεονία σημαίνει δουλεία λόγω χρέους».
Όμως, μέχρι σήμερα, αυτό το καθεστώς πεονίας πάνω σε κράτη και λαούς ήταν άτυπο. Με τη δανειακή σύμβαση της Ελλάδας, χάρη στο ευρώ και στους σχεδιασμούς της Ε.Ε. για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και την «οικονομική διακυβέρνηση», για πρώτη φορά το καθεστώς πεονίας που επιβάλλεται σ' έναν λαό είναι καθ' όλα θεσμοθετημένο. Αυτό το νόημα έχουν, αφενός, οι συζητήσεις για επιμήκυνση και, αφετέρου, οι προτροπές για αναθεώρηση του Συντάγματος.
Ένα κράτος - πεόν χρειάζεται και το αντίστοιχο Σύνταγμα. Το ενδιαφέρον λοιπόν δεν είναι γιατί ενεργεί έτσι η κυβέρνηση. Ούτε γιατί η αξιωματική αντιπολίτευση διαφωνεί μόνο με τον τρόπο διαχείρισης. Αλλά γιατί όλοι οι άλλοι στην Αριστερά συμπεριφέρονται λες και δεν συμβαίνει τίποτε σημαντικό. Λες και πρόκειται για μια από τα ίδια. Κι έτσι ασκούν την ίδια αντιπολίτευση όπως και πριν. Αρνούνται να δουν - σκοπίμως ή όχι, αδιάφορο - ότι έχουμε τη θεσμοθέτηση ενός πρωτοφανούς καθεστώτος πεονίας, δηλαδή μια δουλοπαροικία χρέους. Ποιον εξυπηρετεί αυτή η τύφλωση; Ποια συμφέροντα προάγει;
Το δίλημμα που από την ίδια τη φύση της σημερινής κρίσης έχει προκύψει είναι απλό: Ή διαγράφουμε τα χρέη ή διαγράφουμε τα κράτη. Αν διαγράψουμε τα χρέη, θα δεινοπαθήσουν οι τράπεζες και οι επενδυτές ομολόγων, αλλά είναι σίγουρο ότι θα σωθούν τα κράτη και οι λαοί. Αν διαγράψουμε τα κράτη, θα διαγράψουμε μαζί και τους λαούς αυτών των κρατών, θυσία στον βωμό της
ανάκαμψης των διεθνών αγορών κεφαλαίου και της διάσωσης του οικοδομήματος της «παγκόσμιας διακυβέρνησης». Τι προέχει;
Η κυβέρνηση, το ΔΝΤ, η Ε.Έ. και οι αρχιτραπεζίτες μεριμνούν για το δεύτερο. Όμως κι αυτό δεν είναι εύκολο. Για να διασφαλιστούν οι χρεωστικές απαιτησεις των τραπεζιτών και των επενδυτών, δεν αρκεί πια η επιβολή των πολιτικών λιτότητας, ιδιωτικοποίησης και δραστικών περικοπών που για δεκαετίες εφαρμόζει το ΔΝΤ ανά την υφήλιο. Χρειάζεται κάτι παραπάνω. Χρειάζεται η υποθήκευση του συνόλου της χώρας, των πλουτοπαραγωγικών πηγών της, του εισοδήματος και της εργασίας του λαού της. Στην πράξη, αυτό σημαίνει επιβολή καθεστώτος πεονίας (peonage) πάνω σε λαούς και χώρες.
Τι είναι το καθεστώς πεονίας;ανάκαμψης των διεθνών αγορών κεφαλαίου και της διάσωσης του οικοδομήματος της «παγκόσμιας διακυβέρνησης». Τι προέχει;
Η κυβέρνηση, το ΔΝΤ, η Ε.Έ. και οι αρχιτραπεζίτες μεριμνούν για το δεύτερο. Όμως κι αυτό δεν είναι εύκολο. Για να διασφαλιστούν οι χρεωστικές απαιτησεις των τραπεζιτών και των επενδυτών, δεν αρκεί πια η επιβολή των πολιτικών λιτότητας, ιδιωτικοποίησης και δραστικών περικοπών που για δεκαετίες εφαρμόζει το ΔΝΤ ανά την υφήλιο. Χρειάζεται κάτι παραπάνω. Χρειάζεται η υποθήκευση του συνόλου της χώρας, των πλουτοπαραγωγικών πηγών της, του εισοδήματος και της εργασίας του λαού της. Στην πράξη, αυτό σημαίνει επιβολή καθεστώτος πεονίας (peonage) πάνω σε λαούς και χώρες.
Πεονία ονομάζεται το καθεστώς όπου ο εργαζόμενος ασκεί ελάχιστο έως καθόλου έλεγχο στις συνθήκες και τους όρους της εργασίας του διότι είναι υπόχρεος στον δανειστή του. Σύμφωνα με τον ιστορικό Τζέιμς Ράσσελ, «ανάμεσα στους δυο πόλους της δουλείας και της ελεύθερης εργασίας υπάρχουν ενδιάμεσοι τύποι ανελεύθερης εργασίας - δουλοπαροικία, πεονία, καταναγκαστική εργασία... Οι πεόν ήταν αγρότες ή εργάτες γης δεμένοι με συγκεκριμένους γαιοκτήμονες ή εργοδότες λόγω των δανείων που τους χρωστούσαν. Στη θεωρία, ήταν υποχρεωμένοι να δουλέψουν μέχρι το χρέος να αποπληρωθεί. Στην πράξη, ο δανειστής παραποιούσε συχνά τους λογαριασμούς, ώστε το χρέος να μην αποπληρώνεται ποτέ και να συνεχίζει να αυξάνεται. Το χρέος μπορούσε να μεταβιβαστεί ως υποχρέωση και στα παιδιά του οφειλέτη...
Η πεονία υπήρχε από την αρχαιότητα έως, λίγο ως πολύ, τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα σε μεγάλο αριθμό χωρών». Σύμφωνα με το δίκαιο των ΗΠΑ, «πεονία είναι μια κατάσταση ή συνθήκη υποχρεωτικής υπηρεσίας-βασισμένη πάνω στο χρέος ενός προσώπου προς ένα άλλο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου