Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

Σημείωμα 1:




Ας δούμε καταρχήν τα στοιχεία όπως δημοσιεύονται από τον επίσημο Προϋπολογισμό του 2010: Το σύνολο των αποδοχών και συντάξεων που πληρώνει το δημόσιο ανήλθαν για το 2009 στα 25,5 δις ευρώ, δηλαδή στο 43,2% των πρωτογενών δαπανών (=σύνολο δαπανών μείον τόκοι και χρεολύσια) του Προϋπολογισμού τον ίδιο χρόνο και στο 10,6% του ΑΕΠ. Σ’ αυτά τα επίπεδα, περίπου, κινούνται οι δαπάνες για αποδοχές και συντάξεις του δημοσίου όλα τα χρόνια. Το ενδιαφέρον είναι ότι όλοι αυτοί που ξεσκίζονται να φωνάζουν για τους δημόσιους υπαλλήλους δεν κάνουν τον κόπο να συγκρίνουν το επίπεδο αποδοχών και συντάξεων που πληρώνει το δημόσιο στην Ελλάδα, με το αντίστοιχο επίπεδο στην ΕΕ και στην ευρωζώνη. Και δεν το κάνουν για έναν πολύ απλό λόγο. Το επίπεδο στην Ελλάδα κινείται λίγο πιο κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ, το οποίο το 2009 βρέθηκε στο 10,8% του ΑΕΠ των χωρών μελών της και στο 10,9% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης. Αν λοιπόν οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων φταίνε για το έλλειμμα και τον υπερδανεισμό της Ελλάδας, τότε γιατί δεν έχουν χρεωκοπήσει και χώρες όπως η Βρετανία, η Γερμανία, η Γαλλία που αποδίδουν το ίδιο με την Ελλάδα ποσοστό του ΑΕΠ τους στους δημόσιους υπαλλήλους τους; Γιατί δεν χρεωκοπούν χώρες όπως η Δανία, η Νορβηγία, η Σουηδία, κ.ά., που αποδίδουν πάνω από 12% του ΑΕΠ τους στους δημόσιους υπαλλήλους τους;


Το να προσθέτει κανείς αυθαίρετα νούμερα, όπως συνηθίζει ο Ανδριανόπουλος, του επιτρέπει να βγάζει ότι συμπέρασμα θέλει. Αν οι δημόσιοι υπάλληλοι φταίνε για το δανεισμό, ας φτιάξουν ένα κράτος δίχως υπαλλήλους, ή ας προσλάβουν δούλους. Επειδή ο Ανδριανόπουλος και οι ομοϊδεάτες του πάσχουν από μια ιδιαίτερη μορφή νεύρωσης που αποκαλείται «για όλα φταίει το μεγάλο σπάταλο κράτος», αρνούνται να δουν ότι συνολικά ο δημόσιος τομέας στην Ελλάδα είναι από τους μικρότερους σε μέγεθος στο ΑΕΠ μέσα στην ΕΕ των 27 και στην Ευρωζώνη. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με το Yearbook, 2009 της Eurostat, το σύνολο των δημοσίων εσόδων έχουν φτάσει έως στο 41% του ΑΕΠ και το σύνολο των δημοσίων δαπανών έως το 44%, όταν στην ΕΕ των 27 τα αντίστοιχα ποσοστά είναι κατά μέσο όρο 45% και 46% και στην Εωρωζώνη γύρω στο 46%. Αν λοιπόν το μεγάλο σπάταλο κράτος της Ελλάδας φταίει για όλα, τότε τι να πει η Σουηδία που τα έσοδα και οι δαπάνες αντίστοιχα υπερβαίνουν το 55% του ΑΕΠ της χώρας. Τι να πει η Δανία με αντίστοιχα ποσοστά. Τι να πει η Γαλλία με ποσοστά που ξεπερνούν το 50% του ΑΕΠ της χώρας, κοκ.

Γιατί όλοι αυτοί που κόπτονται για τις δαπάνες του κράτους μένουν μόνο στις αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων και δεν τους προβληματίζει π.χ. το γεγονός ότι οι κρατικές προμήθειες στην Ελλάδα (σύμφωνα με το Yearbook, 2009 της Eurostat) βρίσκονται σε επίπεδα άνω του 5,5% του ΑΕΠ της χώρας, όταν ο μέσος όρος της Ευρωζώνης κινείται λίγο πάνω από το 2%. Μήπως γιατί μέσω των κρατικών προμηθειών βολεύονται οι «ημέτεροι» της Siemens και οι υπόλοιποι στυλοβάτες του πολιτικού συστήματος, που θησαυρίζουν από το ελληνικό δημόσιο; Πώς γίνεται και δεν βλέπουν το γεγονός ότι η Ελλάδα κατέχει ρεκόρ λειτουργικών δαπανών του κράτους με ποσοστό στο ΑΕΠ που ξεπερνά επίσημα το 4,5%, όταν ο μέσος όρος της Ευρωζώνης δεν ξεπερνά το 3%; Πώς γίνεται και δεν βλέπουν ότι ταυτόχρονα η Ελλάδα δαπανά τα μικρότερα ποσοστά σε υγεία και παιδεία στην Ευρωζώνη, με την υγεία να κινείται κάτω από το 5% του ΑΕΠ όταν ο μέσος όρος της ευρωζώνης κινείται πάνω από το 6,5% του ΑΕΠ και με την παιδεία να κινείται λίγο πάνω από το 2% όταν ο μέσος όρος της ευρωζώνης υπερβαίνει το 5% του ΑΕΠ.

Βέβαια αν σκαλίσει κανείς πολλές από τις δαπάνες που εμφανίζονται στον Προϋπολογισμό ως κοινωνικές, θα διαπιστώσει ότι πρόκειται για έμμεσες επιδοτήσεις σε ιδιωτικά συμφέροντα, όπως π.χ. προς τις φαρμακευτικές που λυμαίνονται τις προμήθειες των δημόσιων νοσοκομείων και ταμείων.

Οι κυβερνήσεις εδώ και χρόνια για να αποφύγουν την αλγεινή εντύπωση στην κοινή γνώμη που δημιουργεί η εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους, έχουν καθιερώσει να εξαιρούν από τις καθαυτό δαπάνες του δημοσίου τις πληρωμές για τόκους και χρεολύσια. Έτσι όταν μιλάνε οι εκάστοτε κυβερνητικοί για δημόσιες δαπάνες αναφέρονται μόνο στις λεγόμενες πρωτογενείς δαπάνες του δημοσίου οι οποίες δεν συμπεριλαμβάνουν τους τόκους και τα χρεολύσια. Ο στόχος τους είναι απλός: να δείξουν ότι η κύρια επιβάρυνση του κράτους είναι οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων και οι κοινωνικές δαπάνες. Άρα το τσεκούρι πρέπει να πέσει σ’ αυτές τις δυο κατηγορίες.

Αυτό που κρύβουν επιμελώς είναι ότι η επιβάρυνση της εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους όχι μόνο ξεπερνά κάθε άλλη δαπάνη του κράτους, αλλά αποτελεί ένα βάρος που συνθλίβει κράτος και οικονομία συνολικά. Τα στοιχεία του Πίνακα που παραθέτω στο άρθρο μου είναι τα επίσημα που προέρχονται από τις Εισηγητικές Εκθέσεις των Προϋπολογισμών των τελευταίων ετών και από τους Εθνικούς Λογαριασμούς, όσον αφορά το ΑΕΠ, τις συνολικές δαπάνες και έσοδα του δημοσίου.

Για να δούμε τι πραγματικά σημαίνει βάρος εξυπηρέτησης δημόσιου χρέους, αρκεί να δούμε τα στοιχεία της Εισηγητικής Έκθεσης του Προϋπολογισμού 2010. Σ’ αυτήν (σ. 60) οι εκτιμήσεις πραγματοποιηθέντων πρωτογενών δαπανών για το 2009 ανέρχονται σε 59,1 δις ευρώ. Σ’ αυτά δεν συμπεριλαμβάνονται οι τόκοι, οι οποίοι ανέρχονται σε 12,3 δις ευρώ για το 2009 και τα χρεολύσια, τα οποία ανέρχονται σε 29,1 δις ευρώ για τον ίδιο χρόνο. Σύνολο τοκοχρεολυσίων 41,4 δις ευρώ! Επειδή όμως οι κυβερνήσεις έχουν οδηγήσει την εξυπηρέτηση του χρέους σε τέτοια ύψη ώστε να μην μπορούν να δανειστούν με ομόλογα του ελληνικού δημοσίου ολόκληρο το ποσό που χρειάζονται, έχουν βρει και μια επιπλέον πηγή άντλησης δανεικών: τους βραχυπρόθεσμους τίτλους. Αυτός ο δανεισμός λειτουργεί όπως η προσφυγή ενός ιδιώτη στην πιστωτική του κάρτα όταν δεν βρίσκει τα λεφτά για να πληρώσει τις δόσεις για τα δάνεια του από τις τράπεζες. Οι κυβερνήσεις όμως για να μειώσουν τεχνητά τις πραγματικές δανειακές τους ανάγκες, τον βραχυπρόθεσμο δανεισμό δεν τον εμφανίζουν πουθενά στα δημόσια έσοδα και έξοδα. Η δικαιολογία είναι ότι αυτός αναχρηματοδοτείται διαρκώς με νέους βραχυπρόθεσμους τίτλους και δεν καλύπτεται με «ζεστό χρήμα» από το δημόσιο ταμείο. Με άλλα λόγια για να τον αποπληρώσουν χρησιμοποιούν συνεχώς την πιστωτική κάρτα του δημοσίου, που αποκαλείται Euro Commercial Paper. Αυτό εξηγεί και την εντυπωσιακή του εκτίναξη τα τελευταία χρόνια. Από τα ψιλά γράμματα της Εισηγητικής Έκθεσης του Προϋπολογισμού μαθαίνουμε ότι οι δαπάνες για βραχυπρόθεσμους τίτλους του δημοσίου, ειδικές εκδόσεις ομολόγων και βραχυπρόθεσμη ταμειακή διευκόλυνση ανήλθαν στο ποσό των 42,7 δις ευρώ, οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στις δημόσιες δαπάνες! Οι λόγοι είναι καθαρά πολιτικοί. Από αυτές χρησιμοποίησα στον Πίνακα εξυπηρέτησης μόνο τις εξοφλήσεις των βραχυπρόθεσμων τίτλων, που ανέρχονται σε 36 δις ευρώ περίπου για το 2009, μιας και μόνο γι’ αυτές υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για όλα τα χρόνια.

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Κάτι πολύ απλό: ενώ το ελληνικό δημόσιο δαπάνησε συνολικά 59,1 δις ευρώ σε αποδοχές και συντάξεις δημοσίων υπαλλήλων, σε ασφάλιση, περίθαλψη, κοινωνική προστασία, σε λειτουργικές δαπάνες, κοκ, για εξυπηρέτηση του χρέους δαπάνησε συνολικά 41,4 σε τοκοχρεολύσια και 42,7 σε δαπάνες για βραχυπρόθεσμους τίτλους του δημοσίου, ειδικές εκδόσεις ομολόγων και βραχυπρόθεσμη ταμειακή διευκόλυνση. Σύνολο εξυπηρέτησης 84,1 δις ευρώ, δηλαδή 142% των πρωτογενών δαπανών του δημοσίου ή πάνω από 3 φορές τις δαπάνες για αποδοχές και συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων! Για να καταλάβουμε τι σημαίνει αυτή η επιβάρυνση και πόσο ανατροφοδοτεί την έξαρση του δημόσιου χρέους, αρκεί να πούμε το εξής: Την τελευταία δεκαετία (2000-2009) το ελληνικό δημόσιο πλήρωσε στους δανειστές του περίπου 297 δις ευρώ μόνο σε τοκοχρεολύσια. Παρ’ όλα αυτά το δημόσιο χρέος της χώρας όχι μόνο δεν συγκρατήθηκε, αλλά αυξήθηκε την ίδια δεκαετία κατά 160 δις ευρώ!

Αυτός είναι ο λόγος που δεν μπορεί να υπάρξει άλλη πολιτική, αν δεν αντιμετωπιστεί πρώτα απ’ όλα ο βρόγχος του δανεισμού και δεν ξεφύγει η χώρα από τη θανάσιμη λαβή που της έχουν εφαρμόσει οι δανειστές της με την συνεπικουρία της ΕΕ. Όσο για το ποιος φταίει για την κατάσταση, δεν έχει παρά να κοιτάξει κανείς τα στοιχεία των ελλειμμάτων στην παραγωγή, στο εμπορικό ισοζύγιο, αλλά και τη τεράστια διαφυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2008 (με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του ΔΝΤ) έχουν βγει από την Ελλάδα γύρω στα 123 δις δολ. που έχουν τοποθετηθεί σε κάθε είδους κερδοσκοπία (μετοχές, ομόλογα, παράγωγα, κλπ.) του εξωτερικού! Ποιοι τα έβγαλαν από την Ελλάδα; Οι δημόσιοι υπάλληλοι; Κι από πού βγήκαν αυτά; Προφανώς από τη λεηλασία της χώρας, από τα υπερκέρδη των μονοπωλίων, καρτέλ και τραστ, που φρόντισαν να διογκώσουν με τις πολιτικές των ιδιωτικοποιήσεων, των ανοιχτών αγορών και της απορρύθμισης όλες οι κυβερνήσεις.

Μάλιστα, σύμφωνα με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, στα τέλη του 2009 υπήρχαν ως καταθέσεις Ελλήνων ιδιωτών στις τράπεζες του εξωτερικού 15 δις ευρώ. Αναλογικά με το οικονομικό μέγεθος της χώρας, η Ελλάδα είναι μια από τις χώρες με τις περισσότερες καταθέσεις κατοίκων της σε τράπεζες του εξωτερικού. Οι ιδιοκτήτες αυτών των λογαριασμών δεν είναι περισσότεροι από 3.000. Αν είχαμε την ευκαιρία να ακτινοσκοπήσουμε τους λογαριασμούς αυτούς θα ανακαλύπταμε την αφρόκρεμα του επιχειρηματικού και πολιτικού κόσμου της χώρας. Πρόκειται για μια οικονομική και πολιτική ολιγαρχία που δεν της καίγεται καρφί για το τι θα απογίνει η χώρα.

Όταν μιλάμε για κέρδη και υπερκέρδη, αρκεί να πούμε ότι σύμφωνα με τους National Accounts της Eurostat, σε κάθε 1000 ευρώ νέα προϊόντα και υπηρεσίες (δηλαδή προστιθέμενη αξία) που παρήγαγε ετήσια η ελληνική οικονομία την τελευταία δεκαετία, τα 560 ευρώ μετατράπηκαν σε επιχειρηματικό κέρδος και μόλις τα 350 σε αποζημίωση των εργαζομένων. Στην ΕΕ η αντίστοιχη κατανομή είναι 360 υπέρ του επιχειρηματικού κέρδους και 550 υπέρ της εργασίας! Η Ελλάδα κατέχει την υψηλότερη θέση μέσα στην ΕΕ ως προς το μερίδιο της προστιθέμενης αξίας που νέμεται το επιχειρηματικό κέρδος, το οποίο το 2008 (για το οποίο διαθέτουμε στοιχεία) έφτασε στο ύψος ρεκόρ του 59,5%. Πίσω της ακολουθεί η Βουλγαρία, η Ουγγαρία, η Τσεχία, η Ιρλανδία, κοκ.

Από τα στοιχεία γίνεται φανερό ότι για να γλυτώσει η χώρα από τη σημερινή κρίση πρέπει, αφενός, να μην επιτρέψει άλλο στους δανειστές της να της ρουφούν το αίμα και, αφετέρου, να δρομολογήσει μια ριζικά διαφορετική αναπτυξιακή πορεία, η οποία δεν θα στηρίζεται στο κέρδος των κερδοσκόπων επενδυτών, των κρατικοδίαιτων επιχειρηματιών, των μεγαλοεργολάβων και των μονοπωλίων, αλλά στις ανάγκες και το εισόδημα του εργαζόμενου. Μόνο έτσι μπορεί να ορθοποδήσει η οικονομία, να ανασυγκροτηθεί σε παραγωγική βάση η εγχώρια αγορά και να οικοδομηθεί ένα ριζικά διαφορετικό κράτος από το σημερινό.

Δημήτρης Καζάκης.       

Σημείωμα 2:

Καταρχάς τα στοιχεία που παραθέτω δεν είναι δικά μου, αλλά του επίσημου Προϋπολογισμού. Όταν συντάχθηκε ο Πίνακας εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους στο άρθρο «Υπάρχει θέμα χρεωκοπίας για την Ελλάδα;» η εκτίμηση του ΑΕΠ ήταν στα 240, 5 δις. Σήμερα η εκτίμηση του ΑΕΠ για το 2009 έχει διαμορφωθεί πιο χαμηλά, στα 240, 2 δις ευρώ. Επιπλέον το στοιχείο των δημοσίων δαπανών, όπως και των δημοσίων εσόδων, που χρησιμοποιώ στον Πίνακα είναι το Εθνικολογιστικό στοίχειο, το οποίο χρησιμοποιεί και η Τράπεζα της Ελλάδας (βλ. Στατιστικό Δελτίο Οικονομικής Συγκυρίας, Τεύχος 126, Ιανουάριος 2010) Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στα στοιχεία της Εισηγητικής Έκθεσης του Προϋπολογισμού και τα Εθνικολογιστικά, που παρακολουθεί το λογιστήριο του κράτους. Η διαφορά οφείλεται σε καθαρά διαφορετικές τεχνικές εκτίμησης. Θα μου πείτε, τι κράτος είναι αυτό που διαφορετικές υπηρεσίες έχουν διαφορετικές τεχνικές προσέγγισης των ίδιων στοιχείων; Δυστυχώς, αν και παράλογο, αποτελεί καθεστώς, έτσι ώστε η κάθε κυβέρνηση να μαγειρεύει τα στοιχεία όπως της αρέσουν. Επειδή στο δικό μου Πίνακα παρουσιάζονται στοιχεία για μια δεκαετία (2000-2009) και επειδή από τις Εισηγητικές Εκθέσεις είναι δύσκολο να βγάλει κανείς άκρη για το ποιο είναι τελικά το κατασταλαγμένο δεδομένο, μιας και σε κάθε Εισηγητική Έκθεση παρατίθενται διαφορετικές εκτιμήσεις, γι’ αυτό και για μεγάλες χρονολογικές σειρές συνηθίζεται να χρησιμοποιούνται τα Εθνικολογιστικά στοιχεία, που αποδέχεται και η Τράπεζα της Ελλάδας και κατά κανόνα είναι και πιο αξιόπιστα. Αυτό και έκανα. Πρέπει να σημειώσουμε ότι στις Εθνικολογιστικές δημόσιες δαπάνες περιλαμβάνονται οι πρωτογενείς δαπάνες και οι τόκοι (όχι τα χρεολύσια). Σύμφωνα με το Στατιστικό Δελτίο Οικονομικής Συγκυρίας της Τραπέζης της Ελλάδος, η οποία ήταν και η πιο πρόσφατη πηγή στοιχείων την εποχή σύνταξης του Πίνακά μου, οι πρωτογενείς δαπάνες του προϋπολογισμού διαμορφώνονταν στα 72,5 δις έναντι των 59,1 που εκτιμούσε η Εισηγητική Έκθεση για το 2009, ενώ οι συνολικές δαπάνες στα 84,8 δις ευρώ.

Τα στοιχεία που σας έστειλα τελευταία είναι «εκτιμήσεις πραγματοποιήσεων» για το 2009 της Εισηγητικής Έκθεσης του Προϋπολογισμού για το 2010. Οι εκτιμήσεις αυτές από την εποχή που έγιναν για την Εισηγητική Έκθεση έχουν ήδη τροποποιηθεί. Π.χ. η Εισηγητική Έκθεση εκτιμούσε το συνολικό ύψος του δημόσιου χρέους γύρω στα 303 δις ευρώ για το 2009. Τελικά, όμως, έκλεισε στα 298,7 δις για το 2009. Το ίδιο περίπου συμβαίνει για όλες τις εκτιμήσεις της Εισηγητικής. Ο δικός μου Πίνακας αξιοποίησε ότι νεότερο υπήρχε σε εκτιμήσεις την εποχή που συντάχθηκε. Για τα στοιχεία εξυπηρέτησης που αφορούν τοκοχρεολύσια και βραχυπρόθεσμους τίτλους, χρησιμοποίησα τους ειδικούς πίνακες υπολογισμού που παρατίθενται στην Εισηγητική Έκθεση. Για τα τοκοχρεολύσια στους πίνακες αυτούς προστίθενται και κάποιες παράπλευρες δαπάνες, που στις επίσημα καταγραφόμενες δαπάνες τοκοχρεολυσίων στον Προϋπολογισμό δεν συμπεριλαμβάνονται. Εξού και η οριακή διαφορά. Όσο για τους βραχυπρόθεσμους τίτλους υπάρχει ξεχωριστός ειδικός πίνακας για τις εξοφλήσεις, αλλά και στα ψιλά γράμματα του Προϋπολογισμού, κυρίως σε λεζάντες άλλων πινάκων, δίνονται διαφορετικά νούμερα για το σύνολο των δαπανών τους. Όπως έχω ήδη αναφέρει, στη σ. 60 της Εισηγητικής Έκθεσης οι συνολικές δαπάνες για βραχυπρόθεσμους τίτλους, ειδικές εκδόσεις ομολόγων και βραχυπρόθεσμη ταμειακή διευκόλυνση ανήλθαν στο ποσό των 42,7 δις ευρώ. Όμως αυτό το στοιχείο παρατίθεται περιστασιακά στη λεζάντα ενός πίνακα και δεν αναλύεται περεταίρω. Αντίθετα η μόνη ανάλυση που υπάρχει και μάλιστα με χρονολογική σειρά είναι οι εξοφλήσεις των βραχυπρόθεσμων τίτλων, οι οποίες για το 2009 ανέρχονται στα 35,9. Γι’ αυτό χρησιμοποίησα και τα στοιχεία μόνο για τις εξοφλήσεις βραχυπρόθεσμων τίτλων.

Αυτά ως προς τις εμφανιζόμενες διαφορές. Τώρα όσον αφορά στο κατά πόσο είναι σωστό να προσθέτουμε τους τόκους με τα χρεολύσια και τις εξοφλήσεις βραχυπρόθεσμων τίτλων, έχω να πω τα εξής: Πρώτο, αυτή η τριχοτόμηση της εξυπηρέτησης είναι πρωτοφανής από καθαρά λογική άποψη και γίνεται μόνο για πολιτικούς λόγους, με την κάλυψη φυσικά της Eurostat. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ΗΠΑ, οι οποίες έχουν την αρτιότερη καταγραφή στατιστικών στοιχείων (και για το χρέος τους) στον κόσμο, δεν προσφεύγουν σε κανένα τέτοιο τρικ. Με την ενθάρρυνση της Eurostat, η Ελλάδα αποφεύγει συστηματικά να εκδίδει αναλυτική στατιστική χρέους, η οποία δεν περιορίζεται μόνο στα συνολικά ποσά δανεισμού και εξυπηρέτησης, αλλά και στο ποιος κατέχει τι από ομόλογα, ποιος τα διαχειρίζεται στην αγορά και με ποιο όφελος, τι αποκομίζουν οι τράπεζες που αποτελούν τους βασικούς διαπραγματευτές των ελληνικών τίτλων, ποιες οι συγκεκριμένες σειρές ομολόγων, οι ειδικές εκδόσεις, οι ταμειακές διευκολύνσεις, με ποιους τις έχει κάνει το δημόσιο, υπό ποιους όρους και στα χέρια ποιών κατέληξαν, κοκ Αν υπήρχε τέτοια στατιστική, την οποία οι ΗΠΑ δημοσιεύουν κάθε εξάμηνο και ετήσια, θα βλέπαμε απίθανα πράγματα για τις δοσοληψίες του δημοσίου με τους κερδοσκόπους που θα έκαναν το σκάνδαλο της Siemens και του Βατοπεδίου μαζί, να μοιάζει με ψίχουλα. Σήμερα ότι ξέρουμε γι’ αυτά είναι κάτι ελάχιστα χάρις σε «δημοσιογραφικές πληροφορίες».

Δεύτερο, είδα κι εγώ ορισμένους (ανώνυμους) σε κάποια βlog να σχολιάζουν το άρθρο μου για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους ως «ασυναρτησίες» διότι προσθέτω τους τόκους με τα χρεωλύσια και αυτά τα δύο με την εξυπηρέτηση των βραχυπρόθεσμων τίτλων. Εγώ το μόνο που έχω να πω είναι ότι όταν ένα νοικοκυριό δανείζεται και καλείται να αποπληρώσει τα δάνειά του, δεν πληρώνει ποτέ μόνο τόκους. Οι δόσεις των δανείων του συνθέτουν αυτό που λέμε τοκοχρεολύσιο. Γιατί για το δημόσιο να είναι διαφορετικά; Επειδή έτσι γουστάρει η εκάστοτε κυβέρνηση; Ή επειδή μπορεί να κάνει διάφορα παιχνίδια με τα χρεωλύσια, όπως είναι τα γνωστά swaps; Τα swaps και τα συναφή συνάπτονται από μια κυβέρνηση με στόχο να μετατεθεί στο μέλλον κάποιο μέρος από τα χρεωλύσια, ώστε να απαλλαγεί από την πληρωμή τους προσωρινά. Με τον τρόπο αυτό το όλο πρόβλημα μετατίθεται στο μέλλον και μάλιστα ακόμη πιο οξυμμένο γιατί επιβαρύνεται με πρόσθετους τόκους. Αυτή την τακτική ακολούθησε κατά κόρο η κυβέρνηση Σημίτη, γι’ αυτό και στα χρόνια της εμφανιζόταν σχετικά μειωμένη η πληρωμή χρεωλυσίων. Όταν, όμως, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και πλέον έπρεπε να πληρωθούν τα μετατεθέντα χρεωλύσια μαζί με τους πρόσθετους τόκους των swaps, το δημόσιο έπαθε συμφόρηση. Τότε αναζήτησε εναγωνίως νέες πηγές δανεισμού και τις βρήκε στις ειδικές εκδόσεις ομολόγων (π.χ. τα γνωστά δομικά ομόλογα) και στους βραχυπρόθεσμους τίτλους. Πόσα και πώς δανείζεται από αυτές τις πηγές το δημόσιο δεν το ξέρουμε αναλυτικά, διότι πολύ απλά δεν δημοσιοποιείται από τις κυβερνήσεις. Το μόνο που ξέρουμε είναι οι εξοφλήσεις των βραχυπρόθεσμων, που αν προσέξατε το 2007 κάνουν ένα άλμα. Οι τραβηχτικές από την Euro Commercial Paper (βραχυπρόθεσμοι τίτλοι) γίνονται τους τελευταίους μήνες του έτους και έχουν σαν στόχο να καλύψουν τις τρέχουσες δημοσιονομικές τρύπες του προϋπολογισμού. Ποιο είναι το ακριβές μέγεθος βραχυπρόθεσμων τίτλων που χρησιμοποιούμε για να δανειστούμε, ή όπως λέει η κυβέρνηση, να «διευκολυνθούμε ταμειακά» και τι μας κοστίζει επακριβώς δεν γνωρίζουμε γιατί δεν δημοσιεύονται στοιχεία. Πηγές της αγοράς ανεβάζουν το χρέος των βραχυπρόθεσμων τίτλων γύρω στα 75 δις ευρώ το 2009, για το οποίο χρειάστηκε το δημόσιο να δαπανήσει για την εξυπηρέτησή του τα 35,9 δις ευρώ που αναφέρει ο Προϋπολογισμός. Αυτό που χρειάζεται να ξέρει κάποιος σχετικά με τους βραχυπρόθεσμους τίτλους (ECP) είναι ότι ο καθένας τους έχει διάρκεια κατά μέσο όρο στις 182 ημέρες. Όταν εκδίδεται ένας τέτοιος τίτλος με ονομαστική αξία, ας πούμε, 1000 ευρώ, ο εκδότης του εισπράττει από την πώλησή του τα 800 και αναλαμβάνει την υποχρέωση να πληρώσει στον κομιστή του μετά το πέρας των 182 ημερών ολόκληρο το ποσό των 1000 ευρώ. Όταν έρχεται η ώρα να πληρωθεί ο κάτοχος του ECP και το δημόσιο δεν έχει τα λεφτά, τότε εκδίδει άλλον τίτλο ECP αξίας, ας πούμε, 1200 ευρώ για να εισπράξει τα 1000 ευρώ και να πληρώσει την ληξιπρόθεσμη οφειλή του. Και πάει λέγοντας. Αυτός είναι ο λόγος που ο βραχυπρόθεσμος δανεισμός είναι πλήρως ανατροφοδοτούμενος, έστω και αν δεν εμφανίζεται στα τρέχοντα έσοδα και έξοδα του δημοσίου.

Όταν ένα νοικοκυριό χρωστά γιατί έχει πάρει ένα δάνειο κατοικίας, έχει επίσης συνάψει ένα καταναλωτικό δάνειο για να αγοράσει αυτοκίνητο και επιπλέον έχει άνοιγμα στις πιστωτικές του κάρτες, ποιος είναι αυτός που στα σοβαρά θα του πει ότι κάνει λάθος να συνυπολογίζει στις δαπάνες εξυπηρέτησης τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από όλες τις πηγές δανεισμού του; Όποιος το ισχυριστεί αυτό δεν στερείται απλά σοβαρότητας, δεν έχει καν την αίσθηση της πραγματικότητας. Το πώς βρίσκει τελικά τα λεφτά να πληρώσει αυτές του τις υποχρεώσεις είναι ένα άλλο ζήτημα. Αν το νοικοκυριό έχει δικά του εισοδήματα, που μάλιστα αυξάνουν με ρυθμό μεγαλύτερο από αυτόν της συνολικής εξυπηρέτησης των δανείων του, τότε έχει καλώς. Αν όμως δεν του φτάνουν και προσφεύγει σε νέο δανεισμό για να πληρώσει τις τρέχουσες υποχρεώσεις του, τότε το νοικοκυριό αυτό έχει χρεωκοπήσει είτε το θέλει, είτε όχι. Στις ΗΠΑ, όπου υπάρχει ένα πολύ αυστηρό και απάνθρωπο ιδιωτικό πτωχευτικό δίκαιο, σε περιπτώσεις όπου οι δανειστές διαπιστώσουν ότι ο οφειλέτης δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του κινούν μονομερώς διαδικασίες και τον κηρύττουν σε πτώχευση.

Ο Πίνακας του άρθρου μου καταγράφει τι πληρώνει συνολικά το δημόσιο για εξυπηρέτηση του δανεισμού του από όλες τις πηγές. Και για να κάνω σαφές το δυσθεώρητο ύψος που έχουν οδηγηθεί οι δαπάνες εξυπηρέτησης συνολικά, το συγκρίνω με το σύνολο των δημόσιων εσόδων, των γενικά αποδεχτών δημόσιων δαπανών και το ΑΕΠ. Τα ποσά εξυπηρέτησης είναι απολύτως πραγματικά ανεξάρτητα από το αν καταγράφονται επίσημα στις δημόσιες δαπάνες ή όχι. Αν οι κυβερνήσεις ήταν στοιχειωδώς ειλικρινείς και κατέγραφαν το σύνολο των εξόδων του δημοσίου (μαζί με το κόστος εξυπηρέτησης) τότε οι πραγματικές δαπάνες θα διαμορφώνονταν (με βάση τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος) για το 2009 στις 156,6 δις ευρώ και θα εκτίναζαν το δημόσιο έλλειμμα στα 101,2 δις ευρώ! Δηλαδή στο 42,1% του ΑΕΠ, το οποίο αν θέλουμε να είμαστε σοβαροί συνιστά και τις πραγματικές δανειακές ανάγκες του ελληνικού δημοσίου.

Η σύγκριση στον Πίνακα που παραθέτω στο άρθρο μου γίνεται με μοναδικό στόχο να αποδείξω ότι είναι αδύνατο να αντιμετωπιστεί η εξυπηρέτηση του δανεισμού ούτε από τα έσοδα του δημοσίου – όσο κι αν αυξηθούν – ούτε και από την όποια μείωση των δημοσίων δαπανών. Όσο συνεχίζεται αυτή η εξυπηρέτηση του δανεισμού, τόσο περισσότερο το δημόσιο χρειάζεται να προσφεύγει σε νέο δανεισμό. Και μάλιστα με διαρκώς μεγαλύτερο κόστος και επαχθέστερους όρους, γιατί πολύ απλά ο δανεισμός του δημοσίου από την αγορά γίνεται όλο και πιο επισφαλής.

Δυστυχώς, η τρομοκρατία των αριθμών από τους κυβερνώντες είναι τέτοια που έχει υπονομεύσει ακόμη και την ανεξαρτησία σκέψης. Έτσι, είναι πολύ σπάνιο να δούμε μια ανάλυση της πραγματικής κατάστασης με τους όρους που απαιτεί η κοινή λογική και η αλήθεια. Αντίθετα βλέπουμε διαρκώς να αναπαράγονται απόψεις και αναλύσεις, ακόμη και στην ίδια την αριστερά, που υιοθετούν τα ίδια κλισέ και τις ίδιες σκοπιμότητες με τους κυβερνώντες. Ότι αποκρύπτει ή παραποιεί η κυβέρνηση σε επίπεδο στοιχείων ή δεδομένων, θεωρείται από πολλούς καλά καμωμένο και πέρα από κάθε αμφισβήτηση. Αυτός είναι κι ο λόγος που σύσσωμες οι πολιτικές ηγεσίες της αντιπολίτευσης, μαζί και της αριστεράς, έχουν υιοθετήσει την κεντρική λογική της κυβέρνησης που θεωρεί ότι το όλο πρόβλημα επικεντρώνεται στο κόστος δανεισμού και όχι στο ύψος της εξυπηρέτησης του δανεισμού. Κι έτσι η μεν κυβέρνηση (και οι ομογάλακτοί της στην ηγεσία της ΝΔ και του ΛΑΟΣ) ισχυρίζονται απλά ότι αρκεί να πέσουν τα επιτόκια σε λογικά επίπεδα για να συνεχίσει η χώρα να δανείζεται και να καλύπτει τις υποχρεώσεις της. Πράγμα που μπορεί να γίνει μόνο όταν εξευμενιστούν οι αγορές με μέτρα σαν κι αυτά που παίρνει η κυβέρνηση. Οι δε ηγεσίες της αριστεράς θεωρούν ότι το όλο ζήτημα είναι ένα παραμύθι που σκαρφίστηκαν ο δικομματισμός και οι αγορές για να επιβάλουν τις πολιτικές που θέλουν και γι’ αυτό περιορίζονται να καλούν σε ανατροπή των μέτρων. Ενώ στο ερώτημα των «άδειων ταμείων» που θέτει κάθε τόσο η κυβέρνηση, η αριστερά απαντά με το πάρτε τα από το μεγάλο κεφάλαιο. Δηλαδή, ζητά κατ’ ουσία από την κυβέρνηση να τα πάρει από το ντόπιο μεγάλο κεφάλαιο και να τα δώσει στο διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο που δανείζει το ελληνικό δημόσιο. Κι αυτό χαρακτηρίζεται από ορισμένους αντικαπιταλιστική πολιτική. Η μόνη αυθεντικά αριστερή, αληθινά πατριωτική και ταυτόχρονα ταξική απάντηση που μπορεί να δοθεί εδώ και τώρα στο αν πρέπει να συνεχίσουμε να πληρώνουμε τους δανειστές και να θάβουμε τη χώρα και τους εργαζόμενους, είναι μία: ‘Άμεση στάση πληρωμών ώστε να διασώσουμε τους πόρους που καρπώνονται σήμερα οι διεθνείς τοκογλύφοι και κερδοσκόποι προκειμένου να δρομολογήσουμε μια άλλου τύπου ανάπτυξη της χώρας. Ως προς αυτό ετοιμάζω ένα νέο άρθρο που θα στηρίξω με πιο συγκεκριμένο τρόπο αυτή την πρόταση.

Δημήτρης Καζάκης.  


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου