Η θεωρία του «πολιτικού διαμεσολαβητή», αν και σήμερα έχει πολλούς οπαδούς στην αριστερά, κατάγεται από τις θεωρίες του παλαιού και νέου κορπορατισμού, που θεωρούν το κόμμα ως θεσμό του κράτους. Ο λαός δεν μπορεί να εκφράσει μόνος του τα συμφέροντά του, μέσα από τα δικά του κινήματα, τις δικές του οργανώσεις και δράσεις. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσα από μια «διαμεσολάβηση». Τον 18ο αιώνα ήταν η «διαμεσολάβηση» του μονάρχη ή της απολυταρχίας της «ενιαίας θέλησης», ενώ αργότερα μέσα από τα θεσμοθετημένα κόμματα του επίσημου κράτος, ενώ σήμερα μέσα από τις «ομάδες πίεσης» και τα «οργανωμένα συμφέροντα» Εδώ ακριβώς βρίσκεται όλο το πρόβλημα.
Η αριστερά λειτούργησε και λειτουργεί ως «πολιτικός διαμεσολαβητής» ανάμεσα στην κοινωνία και την εξουσία. Και ως τυπικός «πολιτικός διαμεσολαβητής» αντιμετώπισε τους εργαζόμενους και την κοινωνία ως πολιτική πελατεία, ως αντικείμενο εκλογικής ψηφοθηρίας. Γι’ αυτό και έχασε τους όποιους δεσμούς είχε οικοδομήσει ιστορικά με την εργατική τάξη και το λαό. Το ζητούμενο δεν ήταν ποτέ και δεν είναι πολύ περισσότερο σήμερα μια αριστερά «πολιτικός διαμεσολαβητής», ούτε ο λαός και η εργατική τάξη έχει ανάγκη από μια τέτοια αριστερά. Χρειάζεται μια μάχιμη αριστερά που να εκφράζει στην πράξη – δηλαδή με όρους ταξικής πάλης – τα πιο ζωτικά συμφέροντα και τα πιο άμεσα αιτήματα των εργαζομένων. Τα εκφράζει σήμερα; Το ερώτημα αυτό το προσπερνά ο κ. Γεωργούλας. Έτσι η συγκεκριμένη πρωτοβουλία ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να συζητήσει τα πάντα από την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση και την σοσιαλιστική προοπτική έως την παύση πληρωμών και τη διαγραφή του χρέους, την εθνικοποίηση τραπεζών, αλλά και την υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Και μέχρι να τα συζητήσει όλα αυτά και πολύ περισσότερο μέχρι να καταλήξει σε διεργασίες κοινής δράσης των δυνάμεων της αριστεράς, κάτι πρέπει να κάνουν και οι εργαζόμενοι. Τι; Χαρακίρι; Ή μήπως είναι καταδικασμένοι να ζουν μέσα στην απόγνωση μέχρις ότου, ως άλλος από μηχανής θεός, θα έρθει να τους σώσει η «ενωμένη αριστερά»;
Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι είναι πολλοί στην αριστερά που – πίσω από τον όποιο αντικαπιταλιστικό βερμπαλισμό τους – τρέμουν το αίτημα της άρνησης του χρέους και της ρήξης που συνεπάγεται με τον «σκληρό πυρήνα» του κυρίαρχου συστήματος. Γνωρίζουμε επίσης ότι είναι πολλοί εκείνοι που θεωρούν αμάρτημα καθοσιώσεως ακόμη και το να τεθεί θέμα ευρώ ή ΕΕ. Γι’ αυτό άλλωστε και απουσιάζει ακόμη και ως θέμα συζήτησης της εν λόγω πρωτοβουλίας. Υπάρχει μόνο η γενική αναφορά για «αντιμετώπιση θεσμικών μορφών καπιταλιστικής ολοκλήρωσης», όπου πολύ βολικά μπορούν να χαθούν τα πάντα. Ενώ άλλοι προτιμούν να ξεφύγουν από την σκληρή άκρως αντιδραστική πραγματικότητα της ΕΕ με όνειρα για Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης. Δικαίωμά τους. Γιατί όμως η συζήτηση θα πρέπει να κατέβει σ’ αυτό το επίπεδο; Γιατί θα πρέπει να διεξαχθεί από μηδενική βάση και όχι στη βάση των άμεσων αιτημάτων του κινήματος;
Και το ερώτημα που τίθεται είναι απλό: Μπορεί σήμερα να υπάρξει οποιαδήποτε κίνηση προς τα εμπρός, οποιαδήποτε προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η επίθεση, αν δεν ξεκινά από τα ελάχιστα, δηλαδή από την άρνηση του χρέους και την έξοδο από το ευρώ με όλα τα συνοδευτικά μέτρα που έχουν διατυπωθεί και τεκμηριωθεί; Τι σόι συζήτηση ή διάλογος είναι αυτός που αντί να έχει ως αφετηρία του το πώς πρέπει αυτά τα άμεσα και επείγοντα αιτήματα να εξειδικευτούν και να προωθηθούν με όρους μαζικού κινήματος, τα θέτει υπό αμφισβήτηση; Τι εξυπηρετεί κάτι τέτοιο, εκτός από τη σύγχυση και τον αποπροσανατολισμό; Γιατί αυτός ο διάλογος θα πρέπει να νομιμοποιήσει ως αριστερές ή προοδευτικές εκείνες τις απόψεις που αντιπαλεύουν τα βασικά αυτά αιτήματα μέσα στο κίνημα; Μήπως γιατί μιλούν κι αυτές εξ ονόματος της αριστεράς και του σοσιαλισμού; Είναι κάτι τέτοιο επαρκές κριτήριο;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου