Για ποιον δημόσιο τομέα;
Η ανάγκη για έναν νέου τύπου οικονομικό ρόλο του κράτους, που δεν θα είναι συμπληρωματικός της αγοράς, αλλά βασικός μοχλός μιας ριζικά διαφορετικής ανάπτυξης με κριτήριο τις άμεσες ανάγκες και τα συμφέροντα της εργαζόμενης κοινωνίας.
Σήμερα, τα εργατικά κινήματα σε πολλές χώρες ξανακαλύπτουν την αξία κλασσικών αιτημάτων που είχαν σαν στόχο να ενισχύσουν τον ρόλο του κράτος στην οικονομία και την παροχή ζωτικών υπηρεσιών για την κοινωνία. Η πείρα αποδεικνύει ότι κανένα συνδικάτο, καμμιά μάχιμη οργάνωση της εργατικής τάξης, καμμιά σοβαρή πάλη για επίκαιρα εργατικά αιτήματα (εργασιακά, μισθολογικά, κοκ) δεν μπορεί ν’ αναπτυχθεί σε γερές μαζικές βάσεις με πλατύ αγωνιστικό ορίζοντα και δυνατότητες επιτυχίας, αν δεν απαντά άμεσα και πρακτικά σ’ ένα θεμελιακό ερώτημα: ποιος πρέπει να είναι ο οικονομικός ρόλος του κράτους, απ’ την σκοπιά των συμφερόντων της εργαζόμενης κοινωνίας;
Όσο το εργατικό κίνημα θα προσπαθεί να αποφύγει αυτό το θεμελιακό ερώτημα λόγω του πανικού των εκπροσώπων του μπροστά στην φαινομενική παντοδυναμία της αγοράς, θα συνεχίσει να παραδίδει σιδεροδέσμια την εργατική τάξη, όλους τους εργαζόμενους στη μιζέρια του άνωθεν προκαθορισμένου εφικτού. Ενώ καταδικάζει τον εαυτό του σε απεγνωσμένες προσπάθειες διαχείρισης των ολέθριων συνεπειών, σε απελπισμένες μάχες οπισθοφυλακής πολλές φορές για την τιμή των όπλων, είτε για τις δημόσιες σχέσεις των ηγεσιών του, συμβιβασμένων ή «ταξικών».
Το εργατικό κίνημα δεν μπορεί να αποδεχτεί το πλαστό δίλημμα «κρατικός ή ιδιωτικός τομέας». Κι αυτό γιατί φορείς της ανάπτυξης δεν είναι ούτε οι ιδιώτες γενικά, ούτε το κράτος γενικά, αλλά κοινωνικές τάξεις με συγκεκριμένα συμφέροντα και ανάγκες. Παρά το γεγονός ότι το κράτος εμφανιζόταν ανέκαθεν ως επίσημος εκπρόσωπος ολόκληρης της κοινωνίας, ως «ορατή ενσάρκωση της κοινωνίας σε ένα ενιαίο σώμα»[1] – όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο Φρήντριχ ΄Ενγκελς – δεν ήταν ποτέ «ουδέτερο», ούτε ασκούσε ρόλο «επιδιαιτητή» αντιτιθέμενων «κοινωνικών ομάδων». Η «ουδετερότητα» του κράτους υπήρξε ανέκαθεν ένας εξαιρετικά βολικός μύθος για να συγκαλύψει την άμεση εξαγορά και τη διαφθορά του απ’ τα κυρίαρχα οικονομικά συμφέροντα. Ενώ το ίδιο το κράτος αποτελούσε πάντα πολύτιμο έπαθλο για τους εκάστοτε επαγγελματίες της πολιτικής.
Επομένως το βασικό ζητούμενο για το εργατικό κίνημα είναι να εξαναγκάσει το κράτος να μεταβληθεί από εικονικό, σε πραγματικό εκπρόσωπο της κοινωνίας και μάλιστα εκείνων των κοινωνικών δυνάμεων που η επιβίωσή τους εξαρτάται απ’ την προσωπική τους εργασία. Ειδικά σε μια περίοδο άγριου ανταγωνισμού στις αγορές το κράτος δεν μπορεί να εμφανίζεται «ουδέτερο», ούτε να «απέχει» απ’ την άμεση παραγωγική διαδικασία. Αντίθετα, πρέπει να εξαναγκαστεί σε σαφή τοποθέτηση και αυτή είναι με την πλευρά των αδυνάτων, των χαμένων του παιχνιδιού, των ανθρώπων του μόχθου, που στέκουν ανίσχυροι μπροστά στους επιχειρηματικούς γίγαντες. Και για να γίνει αυτό, το κράτος πρέπει να εξυγιανθεί, να κόψει τους δεσμούς του με τα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα, να γίνει εγγυητής των συλλογικών δικαιωμάτων και των άμεσων αναγκών των εργαζόμενων τάξεων και να αναδειχθεί σε βασικό, στρατηγικό μοχλό ανάπτυξης της οικονομίας συνολικά.
Για την εργατική τάξη, λοιπόν, δεν υπάρχουν προκαθορισμένοι τομείς και κλάδοι της οικονομίας που το κράτος εκ προοιμίου «επιτρέπεται» ή «δεν επιτρέπεται» να δραστηριοποιείται επιχειρηματικά. Οι ενδεχόμενες συγχωνεύσεις, καταργήσεις και επεκτάσεις της κρατικής επιχειρηματικής δράσης, καθώς και η δημιουργία νέων δραστηριοτήτων του δημόσιου τομέα στο σύνολό του, υπαγορεύονται όχι από ιδεοληψίες, προκαταλήψεις και ταμπού σχετικά με το ρόλο ή το μέγεθος του κράτους, αλλά απ’ τις παρακάτω θεμελιώδεις ανάγκες:
1. Την ανάγκη παραγωγικής ανασυγκρότησης της οικονομίας σε όφελος της εργαζόμενης κοινωνίας και όχι των κυρίαρχων της αγοράς.
Το κράτος και πιο συγκεκριμένα η κρατική επιχειρηματική δράση αποτελούν βασικό μοχλό και αναντικατάστατο μέσο για την ορθολογική και ισόρροπη ανάπτυξη της οικονομίας, ιδίως στους τομείς της ενέργειας, των αναπτυσσόμενων τεχνολογιών αιχμής, της διευρυμένης παραγωγής κοινωνικών αγαθών και υπηρεσιών, καθώς και για την ισότιμη παραγωγική ένταξη της χώρας στο διεθνή καταμερισμό της εργασίας. Ωστόσο η αναγκαία επέκταση της κρατικής επιχειρηματικής δραστηριότητας πρέπει να πληροί ορισμένες βασικές προϋποθέσεις:
Πρώτο: Την εφαρμογή δημοκρατικού σχεδιασμού. Στα πλαίσιά του το σύνολο των κοινωνικο-οικονομικών λειτουργιών του κράτους, θα πρέπει να αποκτήσουν διαφάνεια, αναπτυξιακό προσανατολισμό και φιλολαϊκό περιεχόμενο. Ο δημοκρατικός σχεδιασμός δεν είναι ένα ακόμη όργανο διοικητικής-γραφειοκρατικής κηδεμόνευσης της οικονομίας και της κοινωνίας απ’ το κράτος. Αντίθετα αποτελεί προνομιακό πεδίο δέσμευσης και ελέγχου πρωταρχικά του ίδιου του δημόσιου τομέα με γνώμονα την επιδίωξη της παραγωγικής ανασυγκρότησης, την ορθολογική αξιοποίηση του φυσικού και κοινωνικού πλούτου, καθώς και την ικανοποίηση των πιο άμεσων κοινωνικών αναγκών.
Δεύτερο: Την εξασφάλιση πρόσθετων παραγωγικών πόρων και μέσων. Η διεύρυνση και η ανασυγκρότηση της παραγωγικής βάσης της οικονομίας απαιτεί τη μεταφορά σημαντικών πόρων από παρασιτικές και αντιπαραγωγικές χρήσεις προς παραγωγικές επενδύσεις, αναγκαίες υποδομές, έρευνα και τεχνολογία, παιδεία, υγεία. Κατά συνέπεια η επιχειρηματική παρέμβαση του κράτους δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο σε κοινωνικά ευαίσθητους ή παραγωγικά ελλειμματικούς τομείς, ούτε μόνο σε «παραδοσιακούς κλάδους», αλλά πρέπει να επεκτείνεται αποφασιστικά και σε τομείς υψηλής κερδοφορίας και απόδοσης, όπως π.χ. είναι οι τομείς τεχνολογικής αιχμής, που θα επιτρέψουν εκτός των άλλων και την σημαντική αύξηση των μη φορολογικών δημοσίων εσόδων. Αυτή η αναγκαία αύξηση των μη φορολογικών δημοσίων εσόδων – μαζί με την επιτακτική ανάγκη μιας δημοκρατικής φορολογικής μεταρρύθμισης στη βάση της προστασίας του λαϊκού εισοδήματος και την κοινωνικά δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών – αποτελεί βασική συνθήκη για να πάψουν ακόμη και οι κοινωνικά αναγκαίες κρατικές πολιτικές να μεταφράζονται σε υπέρογκη φορολογία και δυσβάσταχτα χρέη.
Τρίτο: Την επίτευξη των αναγκαίων «οικονομιών κλίμακας». Πρόκειται για τον αναγκαίο βαθμό συγκέντρωσης που πρέπει να διέπει την κρατική επιχειρηματική δραστηριότητα σε κάθε τομέα και κλάδο με βάση την εξασφάλιση του χαμηλότερου παραγωγικού κόστους κατά μονάδα προϊόντος, της πιο ορθολογικής αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού, των συνόλου εισροών και της επένδυσης. Μόνο με μεγάλης κλίμακας και υψηλού βαθμού συγκέντρωσης κρατική επιχειρηματική δράση μπορεί να εξασφαλιστεί η ευρύτατη εφαρμογή σύγχρονης τεχνολογίας, η συστηματική βελτίωση της οργάνωσης της εργασίας, η αξιοποίηση νέων ευκαιριών για έρευνα και ανάπτυξη, η κατάκτηση υψηλής παραγωγικότητας της εργασίας και η εξασφάλιση υψηλής κερδοφορίας σε συνθήκες χαμηλού κόστους και ουσιαστικής εξοικονόμησης σε υλικά και δαπάνες. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία σε χώρες σαν την Ελλάδα, μιας και μόνο το κράτος μπορεί να κατακτήσει επίπεδα συγκέντρωσης τέτοια που να ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες της παραγωγής, δίχως το σχετικά μικρό μέγεθος της εγχώριας αγοράς να αποτελεί ανυπέρβλητο εμπόδιο, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του ιδιωτικού κεφαλαίου.
Τέταρτο: Την επιβολή νέου συστήματος κοινωνικο-οικονομικής διαχείρισης. Το σύστημα αυτό δεν θα στηρίζεται σε κυκλώματα «ημετέρων», δεν θα αναπαράγει στεγανά, ούτε θα λειτουργεί ερήμην και σε βάρος των εργαζομένων. Αντίθετα προϋποθέτει την απαλλαγή από την ασφυκτική κυβερνητική κηδεμονία και έχει ανάγκη την οικονομική αυτοτέλεια των δημόσιων επιχειρήσεων στα πλαίσια ενός δημοκρατικού προγράμματος, καθώς και σταθερών κατευθύνσεων πολιτικής για τις διοικήσεις τους με βάση τις οποίες θα κρίνεται η απόδοση και η αποτελεσματικότητα τους. Γι αυτό και οργανικό στοιχείο αυτής της διαχείρισης δεν είναι καταπάτηση των δικαιωμάτων και της προσωπικότητας των εργαζομένων, αλλά η ανάδειξη του εργατικού ελέγχου σε βασικό λειτουργικό γνώρισμα της δημόσιας επιχείρησης. Αυτό το σύστημα διαχείρισης δεν υιοθετεί ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια της αγοράς, που κατ’ ουσία υπαγορεύονται από τα μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα. Αντίθετα, βασίζεται στην επιχειρηματική αξιοποίηση των «συγκριτικών πλεονεκτημάτων» του κράτους (μέγεθος, βαθμός συγκέντρωσης, απόδοση, σχεδιασμός, κοκ), ανταγωνιστικά προς τις κυρίαρχες δυνάμεις της αγοράς.
2. Την ανάγκη δημιουργίας της απαραίτητης υλικής βάσης για μια νέου τύπου δημοκρατία κοινωνικής συμμετοχής.
Στα 1786 ένας απ’ τους πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους του δόγματος της «ελεύθερης αγοράς», ο Τζόζεφ Τάουνσεντ, έγραφε: «Φαίνεται να συνιστά νόμο της φύσης το γεγονός ότι οι φτωχοί πρέπει να είναι ως ένα βαθμό δίχως προστασία… Όταν κάποιος αισθάνεται ή φοβάται την πείνα, η επιθυμία να κερδίσει το ψωμί του προδιαθέτει ήσυχα το νου να αντιμετωπίσει τις πιο μεγάλες δοκιμασίες και γλυκαίνει ακόμη και την πιο σκληρή δουλειά»[2]. Πειθάρχηση των εργαζομένων με όπλο την πείνα, αυτή είναι η φύση της «ελεύθερης αγοράς» απ’ τον 18ο αιώνα έως σήμερα. Γι αυτό και η δημοκρατία που βασίζεται σε τέτοιους «φυσικούς νόμους», δεν μπορεί παρά να «αποτελεί το ίδιο και το αυτό με την πλουτοκρατία», όπως έγραφε στα 1918 ο Γερμανός φιλελεύθερος Οσβαλντ Σπένγκλερ[3].
Επομένως η διεκδίκηση του δημόσιου τομέα ως βασικού μοχλού της ανάπτυξης, αποτελεί θεμελιώδης προϋπόθεση της πάλης για μια νέου τύπου δημοκρατία, όχι τυπική κοινοβουλευτική που συγκαλύπτει την ταξική ανισότητα και την κυριαρχία του χρήματος στην πολιτική, αλλά κοινωνική και λαοκρατική, η οποία αναδεικνύει τις εργαζόμενες τάξεις στα κέντρα άσκησης της εξουσίας. Για την εργατική τάξη η αποφασιστική ενίσχυση του δημόσιου τομέα, η άμεση εμπλοκή του στην παραγωγική διαδικασία, καθόλου δεν σημαίνει ότι πρόκειται να αναθέσει στο κράτος «εν λευκώ» και εργολαβικά τη μοίρα της, ούτε να αφεθεί μοιρολατρικά σε κάποια «πεφωτισμένη ηγεσία». Η πάλη για ένα νέο διευρυμένο οικονομικό ρόλο του κράτους, παραγωγικό, ανορθωτικό και αναδιαρθρωτικό, συνδέεται αδιάρρηκτα με τον αγώνα για τον εκδημοκρατισμό της κοινωνικής ζωής σε όλες τις εκδηλώσεις της, για την κατάκτηση νέων τρόπων και πρακτικών διακυβέρνησης σ’ αντίθεση με την κυρίαρχη λογική της αυταρχικής, συγκεντρωτικής και γραφειοκρατικής άσκησης της εξουσίας. Συνδέεται επίσης αδιάρρηκτα με την καθιέρωση της πλήρους διαφάνειας στη θέση των καθεστωτικών στεγανών και απορρήτων, καθώς και με τον κοινωνικό έλεγχο σ’ όλους ανεξαιρέτως τους τομείς του κράτους και της δημόσιας ζωής. Συνδέεται επίσης με την κατάκτηση της εθνικής αυτοδιάθεσης, με την διεκδίκηση και εδραίωση της εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας
3. Την ανάγκη αντιμετώπισης της πολιτικής των εκβιασμών και των πιέσεων που ασκούνται στο εσωτερικό και το εξωτερικό.
Τα προβλήματα της οικονομίας δεν αποτελούν απλά και μόνο πεδίο οικονομικο-τεχνικής προσέγγισης. Αντίθετα, αποτελούν προνομιακό πεδίο ανοιχτής σύγκρουσης κοινωνικο-ταξικών συμφερόντων και ανταγωνισμών. Ενώ η αντιμετώπισή τους προς την μια ή την άλλη κατεύθυνση εξαρτάται καθοριστικά απ’ το κυρίαρχο «ισοζύγιο» οικονομικο-πολιτικής ισχύος. Αυτός που διαθέτει την απαραίτητη ισχύ, πρώτα και κύρια την πολιτική δύναμη, επιβάλλει και τις δικές του λύσεις. Κάτι που ισχύει τόσο στο εσωτερικό μιας χώρας, όσο και στο «διεθνές περιβάλλον». Όσο πιο οξυμένα είναι τα προβλήματα, όσο αυξάνονται οι οικονομικοί περιορισμοί που πηγάζουν απ’ τον εσωτερικά άνισο, εξαρτημένο και κερδοσκοπικό τρόπο ανάπτυξης της αγοράς, όσο πιο μεγάλη ανάγκη υπάρχει από μέσα και πόρους που βρίσκονται υπό τον έλεγχο του ιδιωτικού κεφαλαίου, τόσο περισσότερο η χώρα, η ίδια η κοινωνία και η πολιτική της είναι αιχμάλωτη των πιέσεων, των εκβιασμών και της διαπλοκής που επιβάλλουν τα ισχυρά συμφέροντα.
Η δυνατότητα μιας χώρας, μιας κοινωνίας να αντέχει τις πιέσεις, τους εκβιασμούς και την ανελέητη επιβολή του νόμου του ισχυρού, δεν εξαρτάται απ’ την εντιμότητα, τον πατριωτισμό και τα εθνικά συναισθήματα των κυβερνώντων, αλλά από την οικονομική και πολιτική της ικανότητά να καθορίζει και να υλοποιεί τις δικές της προτεραιότητες και ιεραρχήσεις με βάση τις δικές της πιο επείγουσες ανάγκες. Εξαρτάται απ’ την δυνατότητά της να υποστηρίξει με υλικά και παραγωγικά μέσα ένα αναπτυξιακό διεκδικητικό πλαίσιο στόχων, που την απεγκλωβίζει από τους περιορισμούς, τις δεσμεύσεις, τα εμπόδια και τα αδιέξοδα που αναπαράγουν τα καθεστώτα της αγοράς, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Κι αυτό μπορεί να γίνει μόνο στον βαθμό που οικοδομείται ένας διευρυμένος παραγωγικός και αναπτυξιακός ρόλος του κράτους στην βάση ενός δημοκρατικού προγραμματισμού και της άσκησης μιας πολιτικής με κριτήριο τις ζωτικές ανάγκες των εργαζομένων και της ελληνικής κοινωνίας.
4. Την ανάγκη αναπτυξιακής κινητοποίησης και επιβολής νέων πλαισίων δράσης του ιδιωτικού κεφαλαίου και της αγοράς.
Η ανάγκη αποτελεσματικού χτυπήματος της κερδοσκοπίας, της ασυδοσίας, των μονοπωλιακών καταστάσεων, αλλά και της βιομηχανίας του «μαύρου χρήματος», που ανέκαθεν συνοδεύουν την άνθηση της «ελεύθερης αγοράς», δεν μπορεί να γίνει με μέτρα, νόμους και ρυθμίσεις αστυνομικού χαρακτήρα. Μόνο το «αντίπαλο δέος» ενός ισχυρού, παραγωγικά και αναπτυξιακά προσανατολισμένου, δημόσιου τομέα μπορεί να επιβάλει νέα πλαίσια ιδιωτικής επιχειρηματικής δράσης, έτσι ώστε να εκσυγχρονιστεί ο ιδιωτικός τομέας και να κινητοποιηθεί προς τους στόχους και τις ιεραρχήσεις της αναγκαίας παραγωγικής ανασυγκρότησης της οικονομίας. Τα πλαίσια αυτά επιβάλουν τη διαφάνεια και τον έλεγχο στις χρηματοδοτήσεις, αλλά και στο σύνολο των συναλλαγών κράτους-επιχειρήσεων. Όπως επίσης και τη ριζική αναμόρφωση του συστήματος των κινήτρων και των επιδοτήσεων, ώστε να πάψουν να τροφοδοτούν την κρατικοδίαιτη κερδοσκοπία του μεγάλου κεφαλαίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου