Τα πολιτικά μηνύματα για το σύνολο της αριστεράς δεν είναι καθόλου καλά. Δεν είναι η πίεση που ασκεί ο δικομματισμός, αλλά η τραγική απόσταση, το χάσμα, που χωρίζει το σύνολο των δυνάμεων της αριστεράς από τα προβλήματα, τις αγωνίες και τις προσδοκίες των εργαζομένων. Τρανό παράδειγμα είναι και οι πιο πρόσφατες κινητοποιήσεις μια σειράς κλάδων εργαζομένων για τα πιο στοιχειώδη. Εν μέσω ενός πολύ σημαντικού απεργιακού κύματος, τα κόμματα της «ανανεωτικής» και «ταξικής» αριστεράς ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με προεκλογικές μεθοδεύσεις. Καμμιά πολιτική πρωτοβουλία συντονισμού και διεύρυνσης της συνδικαλιστικής πάλης των εργαζομένων, καμμιά προσπάθεια να στηριχθούν και να βαθύνουν οι μαζικοί αγώνες, καμμιά ενέργεια προβολής και ανάδειξης των δίκαιων αιτημάτων, καμμιά συλλογική ανησυχία για το πώς αυτή η πάλη θα έχει συνέχεια με όρους μαζικού οργανωμένου κινήματος, θα βοηθήσει στην άμεση αντιμετώπιση των πιο ζωτικών προβλημάτων των εργαζομένων, θα ανατρέψει τελικά την κυβερνητική πολιτική.
Όλα αυτά δεν είναι παρά φτηνές λεπτομέρειες, δεν είναι παρά εντελώς τριτεύοντα και τεταρτεύοντα ζητήματα και έχουν νόημα μόνο στο βαθμό που αφορούν την εκλογική επιβίωση των κομμάτων της αριστεράς. Μια επιβίωση που απολύτως δικαιολογημένα γίνεται όλο και πιο προβληματική, όλο και πιο επισφαλής. Έτσι, όσο πιο αγκυλωμένες, δυσκίνητες και απαξιωτικές εμφανίζονται οι ηγεσίες του ΚΚΕ και του ΣΥΝ, όταν πρόκειται για τις κινητοποιήσεις των ίδιων των εργαζόμενων, τόσο πιο ανοικτές, διαλλακτικές και γεμάτες ενέργεια δείχνουν όταν πρόκειται να πάρουν πρωτοβουλίες «διαλόγου» και «κοινής δράσης», που υποθέτουν ότι θα μετρήσουν θετικά στην κάλπη. Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε στην πολιτική ιστορία της αριστεράς, ζούμε την περίοδο του πιο απόλυτου «κοινοβουλευτικού κρετινισμού», όπου ύψιστο μέτρο της όποιας συλλογικής δράσης είναι η τελική συγκομιδή ψηφοδελτίων για την επιβίωση κομματικών μηχανισμών, επιφανών παραγόντων και παραγοντίσκων.
Αυτή ακριβώς η τραγική κατάσταση έχει φέρει ξανά στο προσκήνιο το ζήτημα της «ενότητας της αριστεράς», ή της «κοινής δράσης» των δυνάμεών της, που πολλοί θεωρούν και ως το μοναδικό της σωσίβιο. Πλήθος οι νονοί, οι μεσάζοντες και οι μεταπράτες αυτής της «ενότητας». Σωρεία οι παρασκηνιακές συναντήσεις, τα διάφορα δούναι-λαβείν και οι στημένες εκδηλώσεις «πολιτικού διαλόγου». Ποιο είναι το ζητούμενο; Το ομολογεί αρκετά καθαρά η ΚΟΕ (πρώην α/συνέχεια), ένας από τους πολλούς μεταπράτες της «ενότητας της αριστεράς»: «Σήμερα, όπου ο πολίτης», μας πληροφορεί το «κείμενο υπογραφών» για την κοινή δράση της αριστεράς, «και τα δικαιώματά του όχι μόνο τσαλαπατιούνται καθημερινά, αλλά βρίσκονται στο απόσπασμα της όποιας εξουσίας, είναι αδιανόητο οι πολιτικές δυνάμεις της Αριστεράς να αδιαφορούν αγωνιώντας ταυτοχρόνως να περάσουν το κατώφλι του 3% για να εισέλθουν στη Βουλή… είναι παράλογο οι εκπρόσωποι της Αριστεράς να επιμένουν να καταμετρούν τα ποσοστά τους στα δάχτυλα του ενός χεριού και να μη συνεργάζονται. Διάχυτη είναι η θέληση όλων των πολιτών που επιθυμούν και εύχονται αυτή τη συνεργασία… για να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα που δημιουργεί η νεοφιλελεύθερη πολιτική τους, και με τις εναλλακτικές μας προτάσεις επιτέλους να δώσουμε πνοή και πίστη στο λαό για μια ριζική αντικαπιταλιστική αλλαγή… Είμαστε υπέρ της συνεργασίας της Αριστεράς, υπέρ της ενότητας του λαού, υπέρ της απλής αναλογικής και προπαντός υπέρ της ενεργοποίησης των πολιτών και της συμμετοχής τους στα κέντρα λήψης των αποφάσεων» (Αριστερά, 20/9/03).
Το μήνυμα είναι εξαιρετικά απλό. Για να ξεφύγει η αριστερά – η οποία φυσικά ως φετίχ θα πρέπει πάντα να φέρει «α» κεφαλαίο – από το εκλογικό στρίμωγμα θα πρέπει να συνεργαστεί. Δώστε και σώστε την αριστερά. Στην εκλογική επιβίωση της αριστεράς θα πρέπει να υποταχτούν τα πάντα. Δεν υπάρχει πια εργατική τάξη και εργαζόμενοι με οργανώσεις, αιτήματα και διεκδικήσεις, αλλά μόνο πολίτες και λαός που η φυσική τους λειτουργία είναι η γενική διαμαρτυρία και προπαντός η ψήφος. Δεν υπάρχει ανάγκη για συγκεκριμένες απαντήσεις στα πολύ οξυμένα προβλήματα και στις πιο ζωτικές ανάγκες των εργαζομένων, αλλά μόνο γενικές κορώνες περί «ριζικής αντικαπιταλιστικής αλλαγής», «ενεργοποίησης των πολιτών και της συμμετοχής τους στα κέντρα λήψης των αποφάσεων». Το τι θέση έχει όμως αυτή η περίφημη «κοινή δράση της αριστεράς» για το ΝΑΤΟ, την ΕΕ, το ευρωσύνταγμα, το ευρώ, το καθεστώς εξάρτησης γενικά, αλλά και την άμεση ζωτική ανάγκη για μια φιλολαϊκή ανάπτυξη της χώρας, μένουν επτασφράγιστα μυστικά, απωθούνται στην άκρη σαν απλές λεπτομέρειες δίχως καμμιά σημασία. Ο δυστυχής «πολίτης» καλείται σε μια υπόθεση, την κοινή δράση της αριστεράς, ως τυπικός «κοψοχέρης», ο οποίος μόνο κατόπιν εορτής θα μάθει γι αυτά που τον αφορούν άμεσα. Έως τότε το μόνο που έχει να κάνει είναι να χορταίνει με γενικές καταγγελίες εναντίον της νέας τάξης, του δικομματισμού, της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και του κακού καπιταλισμού.
Όμως, ο πνιγμένος πάντα από τα μαλλιά του πιάνεται, χωρίς να μπορεί τελικά να σωθεί. Το αληθινό πρόβλημα σήμερα δεν είναι στο τι κάνει, ή τι μπορεί να κάνει η αριστερά, αλλά στο τι αντιπροσωπεύει κοινωνικά, πολιτικά, ιδεολογικά. Η σημερινή τραγική κατάσταση της αριστεράς δεν οφείλεται τόσο στην έλλειψη «ενότητας», ή «κοινής δράσης», αλλά στην τρομακτική απόσταση, στο αληθινό χάσμα, που τη χωρίζει από το λαϊκό αίσθημα, από τις πιο ζωτικές ανάγκες, προσδοκίες και διαθέσεις των εργαζόμενων τάξεων, από τα πιο ζωτικά προβλήματά τους. Οφείλεται πρωτίστως στην άσκηση πολιτικής ερήμην και συχνά σε βάρος των εργαζομένων, έστω κι αν γίνονται πλήθος αναφορές σ’ αυτούς. Γι αυτό ακόμη κι αν υπάρξει «κοινή δράση της αριστεράς», ακόμη κι αν κατέβει σύσσωμη σε «ενιαίο ψηφοδέλτιο», το μόνο που θα συμβεί είναι να επιταχυνθεί η φθορά και η αποσύνθεση, συμπαρασύροντας ότι έχει απομείνει από αληθινούς αγωνιστές της τάξης και του κινήματος.
Απάντηση στο δικομματισμό δεν ήταν ποτέ και ούτε είναι σήμερα η όποια ψήφος στην αριστερά, δεν είναι το ψηφοδέλτιο κανενός «αριστερού», ή «ταξικού» πόλου. Αν οι εκλογές μπορούσαν από μόνες τους να απειλήσουν την κυρίαρχη πολιτική, θα τις είχαν καταργήσει. Η μόνη πραγματικά απειλητική απάντηση στο δικομματισμό είναι η οργανωμένη πάλη των ίδιων των εργαζομένων, της ίδιας της εργατικής τάξης, στη βάση της ικανοποίησης των πιο άμεσων ζωτικών αναγκών και διεκδικήσεων. Η ψήφος μετρά θετικά, λειτουργεί προωθητικά, μόνο όταν εκφράζει μια συνολική προσπάθεια, εκτός και εντός βουλής, να ενισχυθούν αποφασιστικά οι μαζικοί αγώνες των εργαζομένων, να οργανωθεί παραπέρα το σύνολο της εργατικής τάξης και να αναδειχθούν τα πιο ζωτικά αιτήματα της εργαζόμενης κοινωνίας σε κυρίαρχα μέτωπα πάλης για την ανατροπή της πολιτικής οικονομίας του δικομματισμού.
Ποια από τις υπάρχουσες πολιτικές δυνάμεις της αριστεράς έχει θετική συμβολή στην οργάνωση της πάλης των εργαζομένων; Το μόνο που τους ένοιαζε κάθε φορά που ξεσπούσε ένα μαζικό κίνημα ήταν η προσέλκυση πελατείας για τα μαγαζάκια τους. Άλλωστε τι είναι η εργατική τάξη για τα κόμματα της αριστεράς σήμερα, εκτός από πολιτική πελατεία, αντικείμενο διαχείρισης, απλό αποδέχτη της πολιτικής τους; Τι έκαναν για να αναδείξουν το οργανωμένο εργατικό κίνημα σε βασικό φορέα και υποκείμενο της πολιτικής τους; Απολύτως τίποτε. Ακόμη χειρότερα, κατασκεύασαν εκτρωματικά υποκατάστατα για να εξυπηρετήσουν δικούς τους ιδιοτελείς σκοπούς. Από τη μια, ο ΣΥΝ με το «χώρο διαλόγου» και το «κοινωνικό φόρουμ» και απ’ την άλλη το ΚΚΕ με το ΠΑΜΕ και τις εκάστοτε «ταξικές συσπειρώσεις».
Στήσανε το σκηνικό, κινητοποίησαν του πλασιέ τους και τώρα ζητάνε από κάθε αγωνιστή να επιλέξει: Σκύλα, ή Χάρυβδη; Περισσός, ή Κουμουνδούρου;
Μια αριστερά που δεν θέλει, ή δεν μπορεί να βαδίσει μαζί με το μαζικό κίνημα των εργαζομένων, που δεν έχει ούτε καν το πιο στοιχειώδες σθένος να υπερασπιστεί τις οργανώσεις, τα αιτήματα και τις διεκδικήσεις του εργατικού κινήματος, που υποκαθιστά το πραγματικό κίνημα με την εικονική πραγματικότητα της «κοινωνίας των πολιτών», του «κόσμου της Αριστεράς» και των «ταξικών συσπειρώσεων», τότε δεν αξίζει να διασωθεί, ούτε εκλογικά, ούτε πολιτικά. Το πραγματικό πρόβλημα των κομμάτων της αριστεράς σήμερα δεν είναι απλά η εκλογική τους επιβίωση, αλλά ότι έχουν καταδικαστεί σε μια καλπάζουσα διαδικασία αποσύνθεσης. Μια αποσύνθεση που απειλεί να συμπαρασύρει οτιδήποτε υγιές έχει εναπομείνει στα ίδια τα κόμματα, αλλά και γενικότερα στο κίνημα.
Τα πολιτικά κόμματα μπαίνουν σε διαδικασία κρίσης και αποσύνθεσης, όχι λόγω λαθών, παραλείψεων, ή κακών ηγεσιών, αλλά μόνο όταν ο ιστορικός τους κύκλος έχει κλείσει τελεσίδικα. Δεν υπάρχει ούτε ένα ιστορικό παράδειγμα που πολιτικό κόμμα, ή κίνημα να χάθηκε, χωρίς να του αξίζει να χαθεί, χωρίς η ιστορική ημερομηνία λήξης του να μην έχει παρέλθει. Αντίθετα, υπάρχουν πλήθος παραδείγματα ιστορικά παρωχημένων μορφωμάτων, που επέμεναν ότι το «μέλλον τους ανήκει», ότι την «επόμενη φορά θα τα καταφέρουν καλύτερα», ότι η πολυπόθητη «ανάκαμψη μας περιμένει στην επόμενη στροφή», για να καταλήξουν γραφικές, γελοίες καρικατούρες αλλοτινών και περασμένων «μεγαλείων». Όπως είναι φυσικό οι απανωτές ήττες, οι απογοητεύσεις, οι ταπεινώσεις διαδέχονται η μια την άλλη. Κι έτσι, η πορεία τους συνεχίζεται, όχι τώρα πια σαν τραγωδία όπως υπήρξε η ιστορία τους πριν, αλλά σαν μια γελοία και κακόγουστη φάρσα.
Η ιστορία έχει αποδείξει πολλές φορές, ότι οι τελευταίοι που αντιλαμβάνονται την αμετάκλητη καταδίκη, είναι εκείνοι που τους αφορά άμεσα. Η προσπάθεια να διατηρηθούν στην επιφάνεια, να παραταθεί τεχνητά η ζωή τους, καταφεύγοντας στο συναίσθημα και στις γενικές, συγκεχυμένες προσδοκίες της «κοινής γνώμης» της αριστεράς, το μόνο που κατορθώνει είναι να επιταχύνει τη διαδικασία διάλυσης, να περιορίζει δραστικά την όποια δυνατότητα ιδεολογικο-πολιτικής και οργανωτικής ανασυγκρότησης. Κι όλα αυτά στο όνομα της επικίνδυνης ψευδαίσθησης ότι έτσι μπορεί τάχα «να αναχαιτιστεί η αποστράτευση της βάσης».
Φυσικά πάντα υπάρχουν εκείνοι που αρνούνται να αποδεχτούν τη σκληρή αλήθεια, αρνούνται να πιστέψουν στα μάτια τους, αρνούνται να συμβουλευτούν τη λογική τους. Εκείνοι που ακόμη κι όταν ο πάλαι ποτέ μεγαλοπρεπής Τιτανικός καλείται να τελειώσει οριστικά το ιστορικό του ταξίδι στα σκοτεινά βάθη του ωκεανού, μένουν με την ελπίδα ότι να, όπου να ‘ναι θα τον δουν να αναδύεται ξανά στην επιφάνεια, ως εκ θαύματος. Ολόκληρη η ιστορία των κοινωνικών κινημάτων από τις θρησκευτικές σέκτες του 15ου αιώνα, έως την ιστορική ήττα του κομμουνιστικού κινήματος, είναι γεμάτη από θλιβερές υπάρξεις, που αρνούνται να θάψουν τους νεκρούς και συνεχίζουν να στοιχειώνονται απ’ τα φαντάσματα του «ηρωικού παρελθόντος».
Ο καθένας έχει δικαίωμα στις αυταπάτες του, αλλά υπάρχει ο έντιμος και ο ανέντιμος τρόπος να αποφύγεις την αλήθεια: Μπορείς να πεις καθαρά ότι είναι αδύνατον οι ώμοι μου να σηκώσουν τέτοιο βαρύ καθήκον, όπως είναι η ανασυγκρότηση. Ή να θεωρείς ότι είναι αδύνατον κάτι τέτοιο, «γιατί ο κόσμος δεν θέλει». Ο κόσμος δεν θέλει, ο κόσμος θα φοβηθεί, ο κόσμος θα παρεξηγήσει. Πως γίνεται όμως κι ενώ κυριαρχεί αυτή η λογική ο κόσμος συνεχίζει να αποστρατεύεται και να γυρίζει επιδεικτικά την πλάτη στην αριστερά; Μήπως αυτή η στάση του κόσμου είναι μια απολύτως υγιής αντίδραση ενάντια σ’ όλους αυτούς που αξιοποιούν τις φοβίες, τις αναστολές και τους δισταγμούς του ως άλλοθι απραξίας, αναβολής και συνενοχής;
Πηγή τρομακτικής ανηθικότητας και διαφθοράς στην πολιτική υπήρξε ανέκαθεν η λογική του «λιγότερου κακού». Γι αυτό και είναι άκρως προσβλητικό να την βλέπουμε σήμερα να ανθεί μέσα στις ίδιες τις γραμμές της αριστεράς. Σήμερα ζούμε μια αριστερά όχι ανατροπής, όχι οραμάτων και ιδανικών, όχι αφοσιωμένης υπεράσπισης των πιο ζωτικών συμφερόντων των καταπιεσμένων, αλλά μια αριστερά του «λιγότερου κακού», μια αριστερά εξαιρετικά συγκαταβατικής πολιτικής ηθικής, μια αριστερά παραποίησης και ποδοπάτησης ιδανικών, αρχών, οραμάτων, μια αριστερά δίχως καμμιά ιστορική προοπτική. Κι αυτό ισχύει τόσο για το ΚΚΕ, όσο και για το ΣΥΝ, αν και για διαφορετικούς λόγους το καθένα. Απέναντι σε μια τέτοια αριστερά δεν χωρούν αυταπάτες, ούτε ψευτοδιλήμματα.
Δημήτρης Καζάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου