Με φόντο τη δραματική επιδείνωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, στήθηκε ένα παιχνίδι εξαπάτησης με συντελεστές τη κυβέρνηση, τη ΝΔ και τα λεγόμενα «κινήματα καταναλωτών». Έτσι, γεννήθηκαν τα αποκαλούμενα «μποϊκοτάζ των καταναλωτών». Μ’ αυτό τον τρόπο το πρόβλημα της ακρίβειας έγινε προσπάθεια να αποσπαστεί από την πραγματική του βάση, δηλαδή την «ελεύθερη αγορά» και την καταλυτική επίδραση του ευρώ, για να απογειωθεί στα νέφη της συνωμοσιολογίας. Απ’ την μια, είχαμε την κυβέρνηση που μιλούσε για αδικαιολόγητη επιδρομή αισχροκέρδειας από κάποιους σκοτεινούς κερδοσκόπους. Κι απ’ την άλλη, είχαμε τη ΝΔ η οποία θεωρούσε υπαίτιο το κράτος που «δημιουργεί πληθωρισμό».
Ο μύθος της «ελεύθερης αγοράς»
Τα «μποϊκοτάζ των καταναλωτών» τα αγκάλιασε ολόθερμα η κυβέρνηση. Κι αυτό όχι τυχαία Άλλωστε τα «καταναλωτικά κινήματα» υπήρξαν ανέκαθεν ένα βολικό άλλοθι για την άμβλυνση των αντιδράσεων των εργαζομένων, διατηρώντας ανέπαφη την ουσία της κατάστασης. Η μεταβολή του εργαζόμενου σε «καταναλωτή», έχει σαν στόχο να μετατρέψει τις πιο ζωτικές του διεκδικήσεις για συνολικά καλύτερους όρους ζωής, εργασίας και αμοιβής, σε αδέξιες και αδιέξοδες διαμαρτυρίες ενάντια στους «κακούς» της αγοράς. Αυτός είναι ο λόγος και της διατεταγμένης στράτευσης στο «καταναλωτικό κίνημα» του κ. Πολυζωγόπουλου, κορυφαίου εκπροσώπου του κυβερνητικού συνδικαλισμού.
Οι υπουργοί της κυβέρνησης έτρεξαν να δώσουν το στίγμα της όλης «κίνησης». Ο κ. Τσοχατζόπουλος σε δηλώσεις του (28/8/’02) ήταν αρκετά αποκαλυπτικός: «Η αγορά πρέπει να λειτουργήσει. Υποστηρίζουμε την ελεύθερη οικονομία της αγοράς. Απαιτούμε όμως υπεύθυνη συμμετοχή των πάντων σε αυτή την αγορά. Λέμε ναι, στην ελεύθερη αγορά, αλλά ακόμη πιο πολύ ναι λέμε στην δίκαιη αγορά, η οποία θα αντιλαμβάνεται ότι καθήκον της είναι, στην καλύτερη ποιότητα, στις καλύτερες τιμές να προσφέρει την μεγαλύτερη επάρκεια προϊόντων στον Έλληνα καταναλωτή. Στηρίζουμε το καταναλωτικό κίνημα που διευρύνεται αυτή την περίοδο πανελλαδικά. Και διεκδικεί την ποιότητα στις υπηρεσίες και στα προϊόντα. Που διεκδικεί φτηνές τιμές, που διεκδικεί επιπλέον ασφάλεια στα προϊόντα».
Η ιστορία του κατά πόσο μπορεί να υπάρξει «ελεύθερη» και «δίκαιη» αγορά και κατά πόσο μια «ελεύθερη αγορά» μπορεί να προστατευθεί από την κερδοσκοπία, είναι πολύ παλιά. Ίσως ο επιφανέστερος εκπρόσωπος του δόγματος της «ελεύθερης αγοράς», του οποίου το «αόρατο χέρι» έχει μετατραπεί σε θρησκευτικό δόγμα από τους απανταχού νεοφιλελεύθερους της αριστεράς και της δεξιάς, ο Άνταμ Σμιθ θεωρούσε αναπόφευκτο όσο περισσότερο «ελεύθερη» είναι η αγορά, τόσο περισσότερο ο εργαζόμενος είναι καταδικασμένος στην εξαθλίωση, μιας και «σε κάθε προοδευμένη και πολιτισμένη κοινωνία αυτή είναι η κατάσταση στην οποία η εργαζόμενη φτωχολογιά, δηλαδή, το μεγαλύτερο μέρος των ανθρώπων, πρέπει αναγκαστικά να ξεπέσει, εκτός κι αν η κυβέρνηση μπει στον κόπο να το εμποδίσει»1. Ένας άλλος ιδιαίτερα επιφανής λόγιος και τραπεζίτης της Βρετανίας των αρχών του 19ου αιώνα, ο Τζον Γκίλμπαρτ, όποτε άκουγε φλυαρίες για «ελεύθερη» και «δίκαιη» αγορά απαντούσε: «Καθετί που διευκολύνει τις συναλλαγές, διευκολύνει και την κερδοσκοπία. Η συναλλαγή και η κερδοσκοπία είναι σε πολλές περιπτώσεις τόσο στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους, που είναι δύσκολο να ειπωθεί, που σταματά η συναλλαγή και που αρχίζει η κερδοσκοπία»2.
Η ιστορία της «οικονομίας της αγοράς» από τον 19ο αιώνα έως σήμερα έχει επαληθεύσει επανειλημμένα την οργανική σχέση ανάμεσα στην «ελεύθερη αγορά» και την εξαθλίωση του εργαζόμενου, ανάμεσα στην «ελεύθερη αγορά» και την κερδοσκοπία. Το ίδιο συμβαίνει και στις μέρες μας. Οι πολιτικές απελευθέρωσης των αγορών τις «άνοιξαν» ακόμη περισσότερο στην κερδοσκοπία. Κι αυτό είναι το πρώτο πράγμα που τόσο η κυβέρνηση, όσο και η ΝΔ επιδιώκουν να ξεχάσουν οι εργαζόμενοι. Να ξεχάσουν πως οι τιμές διαμορφώνονται «ελεύθερα» στην αγορά, δηλαδή με βάση την οικονομική ισχύ, το μέγεθος και το μερίδιο αγοράς. Να ξεχάσουν πως η τιμολογιακή πολιτική των ΔΕΚΟ των συνεχών ανατιμήσεων είναι προϊόν της ιδιωτικοποίησής τους και της εφαρμογής των γνωστών ιδιωτικο-οικονομικών κριτηρίων. Να ξεχάσουν πως οι διαρκείς αυξήσεις στα τέλη και τους φόρους είναι το αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης κυβερνητικής πολιτικής για την αναδιανομή εισοδήματος σε βάρος των εργαζομένων με σκοπό την παροχή όλο και περισσότερο «κινήτρων» για το ιδιωτικό κεφάλαιο.
Η έξαρση της ακρίβειας
Η επιχείρηση «μποϊκοτάζ καταναλωτών» είχε και μια σειρά άμεσους πολιτικούς στόχους. Έγινε συστηματική προσπάθεια να επικεντρωθεί το όλο πρόβλημα στο λιανεμπόριο, κύρια στις λαϊκές αγορές, και όχι φυσικά στα μονοπωλιακά συμφέροντα που δεσπόζουν στην οικονομία. Κι αυτό καθόλου μιας και προωθείται σιωπηρά από την κυβέρνηση η κατάργηση ή η ιδιωτικοποίηση των λαϊκών αγορών, προς όφελος των μεγάλων αλυσίδων καταστημάτων και σούπερ μάρκετ.
Επιπλέον επέτρεψε στην κυβέρνηση την ίδια ώρα που κωφεύει επιδεικτικά στα δίκαια αιτήματα των μικρεμπόρων, λιανοπωλητών και μικροπαραγωγών, να συνάψει μια νέα «συμφωνία κυρίων» με το ΣΕΒ, στο όνομα της «συγκράτησης του πληθωρισμού». Έτσι μετά τη συνάντηση στις 2/9/’02 του ΣΕΒ με τον πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη, ο κ. Κυριακόπουλος πρόεδρος του ΣΕΒ δήλωσε έτοιμος να συμβάλει στην «αποκλιμάκωση του πληθωρισμού», εκφράζοντας την άποψη ότι «ο καλύτερος τρόπος ελέγχου του πληθωρισμού είναι ο ανταγωνισμός κυρίως και οι κανόνες της ελεύθερης αγοράς». Βέβαια η συζήτηση με τον πρωθυπουργό δεν περιστράφηκε γύρω από την ακρίβεια, αλλά γύρω από τη «φορολογική μεταρρύθμιση», που ως ΣΕΒ θεωρεί «ως το κύριο μέτρο που μπορεί να αλλάξει το επιχειρηματικό περιβάλλον στη χώρα μας». Νέα φορολογική ασυλία για τη μεγαλοεργοδοσία, είναι το ζητούμενο της «συμφωνίας κυρίων».
Στην πραγματικότητα η έξαρση της ακρίβειας που δοκιμάζει τον εργαζόμενο τον τελευταίο καιρό δεν αφορά μόνο κάποιους μεμονωμένους κερδοσκόπους, ούτε απλά τις «στρογγυλοποιήσεις» του ευρώ. Η έξαρση αυτή συνδέεται με δυό αποφασιστικούς παράγοντες:
Πρώτο: Το πρόβλημα της ακρίβειας για τον εργαζόμενο δεν είναι απλά ή κύρια ζήτημα τιμάριθμου, δηλαδή ζήτημα ρυθμού μεταβολής των τιμών. Αντίθετα, την ακρίβεια ο εργαζόμενος την εισπράττει πρωταρχικά ως αγοραστική δύναμη του εισοδήματός του. Γι αυτό και οι περισσότεροι εργαζόμενοι αντιλαμβάνονται την ακρίβεια μέσα από την εξάντληση του οικογενειακού εισοδήματος αρκετά πριν το τέλος του μήνα. Επομένως το πρόβλημα της ακρίβειας σήμερα είναι πρωταρχικά ζήτημα καθήλωσης των εργατικών εισοδημάτων και λεηλασίας τους από την κυβερνητική πολιτική και της συνθήκες διαβίωσής τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο μέσος πραγματικός διαθέσιμος μισθός βρίσκεται αισίως στο επίπεδο του 1985, ενώ αν αφαιρέσουμε απ’ αυτόν και την φορολογική επιβάρυνση, καταλήγει στο επίπεδο του 1981. Με άλλα λόγια με όρους πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος, ο εργαζόμενος βρίσκεται πίσω σχεδόν δυο δεκαετίες!
Στη βάση αυτή έχει εκδηλωθεί και η τρομακτική αύξηση της χρέωσης του μέσου νοικοκυριού. Σήμερα το μέσο χρέος του μέσου νοικοκυριού ανέρχεται σε πάνω από το 1/3 του διαθέσιμου εισοδήματός του. Μάλιστα σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, το 10% των νοικοκυριών έχει σε τέτοιο βαθμό υπερχρεωθεί που είναι αδύνατον να αντιμετωπίσει το συσσωρευμένο χρέος του. Απλά κινείται σ’ ένα φαύλο κύκλο αυξανόμενου χρέους. Αν σκεφτεί μάλιστα κανείς ότι οι τράπεζες θεωρούν το 20% του ΑΕΠ που αντιστοιχεί στην στεγαστική και καταναλωτική πίστη των νοικοκυριών θα συγκλίνει ταχύτατα προς το 50% του ΑΕΠ που αντιστοιχεί στον μέσο όρο της Ευρωζώνης, η κατάσταση θα επιδεινωθεί δραματικά. Έτσι η εξυπηρέτηση του χρέους μετεξελίσσεται για το μέσο εισόδημα μιας εργαζόμενης οικογένειας, σε μια απ’ τις κύριες αιμορραγούσες πληγές.
Δεύτερο: Η υιοθέτηση του ευρώ δεν έφερε απλά «στρογγυλοποιήσεις», αλλά και μια δραματική επιδείνωση των συνολικών συνθηκών της ελληνικής οικονομίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μείωση του κυκλοφορούντος νομίσματος από 7,5 δις ευρώ το 2001, σε 5,5 δις ευρώ το 2002, πυροδότησε μια κρίση ρευστότητας, που με τη σειρά της έχει προσθέσει στο κόστος χρήματος για τις επιχειρήσεις. Το κόστος αυτό οι μεγαλύτερες ιδίως επιχειρήσεις έχουν την ευχέρεια να το μετακυλύουν στην τελική τιμή των προϊόντων.
Όμως η πιο σημαντική επίδραση του ευρώ είναι η συμβολή του στην περαιτέρω επιδείνωση της εξωτερικής θέσης της χώρας, του ειδικού της βάρους στην παγκόσμια οικονομία, όπως εκφράζεται στα ισοζύγια εξωτερικών συναλλαγών. Έτσι το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου το πρώτο εξάμηνο του 2002 ανήλθε σε 11,1 δις ευρώ, το οποίο οφείλεται κατά κύριο λόγο στη συρρίκνωση των εξαγωγών κατά 12,2% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2001. Με δεδομένη τη «σκληρή ισοτιμία» του ευρώ, η υποβάθμιση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας εσωτερικεύεται, όχι μόνο με όρους αυξημένου κόστους παραγωγής, αλλά και με αυξημένες τιμές προϊόντων και υπηρεσιών. Το γεγονός αυτό οδηγεί τη χώρα να είναι πιο ακριβή από τις άλλες χώρες της ΕΕ σε αρκετά προϊόντα και υπηρεσίες. Αυτός είναι κι ο λόγος που το ευρώ αποτέλεσε έναν από τους αποφασιστικούς συντελεστές της φετινής πτώσης του τουρισμού στη χώρα.
Επομένως η αντιμετώπιση του προβλήματος της ακρίβειας συνδέεται με τα παρακάτω άμεσα ζητήματα: Αφενός με το εισοδηματικό πρόβλημα των εργαζομένων, το οποίο συνίσταται στην ανάγκη γενναίων μισθολογικών αυξήσεων για την αποκατάσταση των απωλειών, γνήσιο σύστημα τιμαριθμικής αναπροσαρμογής και φορολογικές ελαφρύνσεις. Κι αφετέρου με την ανάγκη για άμεσα μέτρα αντιμονοπωλιακού ελέγχου της αγοράς και των τιμών, που πρέπει να επικεντρωθούν στην καθιέρωση ελέγχου των τιμών των πρώτων υλών, του μηχανολογικού εξοπλισμού και των προϊόντων στις πηγές κόστους που διαμορφώνονται. Ταυτόχρονα πρέπει να παρθούν μέτρα επιλεκτικής ανταγωνιστικής προστασίας της ντόπιας παραγωγής και αγοράς από τις εισαγωγές και την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίου και επιχειρήσεων. Τέλος είναι ανάγκη να καταπολεμηθούν οι χονδρέμποροι-μεσάζοντες και να ενισχυθούν ουσιαστικά μορφές του λιανεμπορίου που φέρνουν πιο κοντά τον αγοραστή με το μικρό παραγωγό.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. A. Smith, The Wealth of Nations, vol. II, London, 1924, σελ. 264.
2. J. W. Gilbart, The history and principles of Banking, London, 1834, σελ. 63.
ΕΜΠΡΟΣ, ΤΧ. 7Ο, 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου