Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη, με ένα απλό ναι ή με ένα απλό όχι. Κι αυτό γιατί κάθε φαινόμενο, οποιοδήποτε κι αν είναι αυτό, που αναπτύσσεται στο έδαφος του καπιταλισμού, αποτελεί τελικά συγκεκριμένη ιστορική έκφραση των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει και πολλά. Αν μείνει κανείς σ’ αυτό το επίπεδο γενικότητας κάθε προσπάθεια ανάλυσης, κατανόησης και πολύ περισσότερο άντλησης συμπερασμάτων για την ταξική πάλη είναι καταδικασμένη σ’ ένα φαύλο κύκλο ταυτολογίας.
Επομένως το να πει κανείς ότι η ΕΕ αποτελεί έκφραση της καπιταλιστικής διεθνοποίησης, είναι το ίδιο με το να πει ότι και η αποικιοκρατία ήταν έκφραση της καπιταλιστικής διεθνοποίησης, όπως και οι ιμπεριαλιστικοί συνασπισμοί των αρχών του 20ου αιώνα και του μεσοπολέμου, οι ίδιοι οι παγκόσμιοι πόλεμοι, οι «παγκόσμιοι οργανισμοί» σήμερα, τα διεθνή συστήματα ρύθμισης της παγκόσμιας αγοράς, κοκ.
Το ίδιο το εθνικό κράτος είναι έκφραση και δημιούργημα της καπιταλιστικής διεθνοποίησης, της κυριαρχίας της παγκόσμιας αγοράς, του διεθνούς ανταγωνισμού για αγορές και ευκαιρίες επένδυσης κεφαλαίου. Η παγκόσμια αγορά συνέτριψε τα κλειστά, στατικά συστήματα αυτάρκειας, που χαρακτήριζαν τους παλιότερους τρόπους παραγωγής και εμπόδιζαν την εμφάνιση των σύγχρονων εθνών, ξύπνησε βίαια από το μεσαιωνικό λήθαργο και τράβηξε αναγκαστικά στη δύνη της παγκόσμιας ιστορίας όλους τους λαούς και τις χώρες της υφηλίου. Μόνο που δεν τους τράβηξε ισόμετρα, αρμονικά, ειρηνικά και πολιτισμένα, αλλά μέσα από την επιβολή ενός διεθνούς καθεστώτος άγριας εκμετάλλευσης, βάρβαρης καταπίεσης και ανελέητης επίδειξης ισχύος των ισχυρών κάθε εποχής πάνω στους οικονομικά και πολιτικά αδύναμους. Κι έτσι το εθνικό κράτος τελεί διαρκώς υπό αίρεση από τις ίδιες δυνάμεις της παγκόσμιας αγοράς που το γέννησαν, όπως ακριβώς η επιχείρηση, γέννημα-θρέμα του ανταγωνισμού, τελεί διαρκώς υπό αίρεση από αυτόν τον ίδιο τον ανταγωνισμό. Όλα τα παραπάνω αποτελούν αναγκαίες και αντικειμενικές μορφές εκδήλωσης της καπιταλιστικής διεθνοποίησης σε κάθε ιστορική εποχή. Τι καθορίζει όμως το πέρασμα από τη μια έκφραση στην άλλη, από τη μια μορφή της καπιταλιστικής διεθνοποίησης στην άλλη; Τι προσδιορίζει τα ιστορικά όρια του αντικειμενικού και του αναγκαίου; Όπως η κάθε μορφή είναι αντικειμενική και αναγκαία, έτσι και το πέρασμα από τη μια στην άλλη, δεν εξαρτάται απλά από τις εκάστοτε άνωθεν «επιλογές» του κεφαλαίου. Αυτό που εκφράζει κάθε μορφή είναι, πρώτο, το ιδιαίτερο σύστημα ανταγωνιστικών σχέσεων και αντιθέσεων που εμπεριέχει η καπιταλιστική διεθνοποίηση σε κάθε ιστορική εποχή. Δεύτερο, την ιστορική πορεία εκδήλωσης της ταξικής πάλης σε διεθνές επίπεδο. Τρίτο, τις κοινωνικές δυνάμεις και τάξεις που κυρίαρχα διευθύνουν και καθορίζουν την ταυτότητα κάθε συγκεκριμένης μορφής. Τέταρτο, τον τρόπο αντίδρασης που προκαλεί αναγκαστικά στις αντίπαλες κοινωνικές τάξεις. Αν λοιπόν μιλά κανείς για αναγκαίο και αντικειμενικό χωρίς να ξεκαθαρίζει ταυτόχρονα ποιες ανταγωνιστικές σχέσεις εκφράζει στη συγκεκριμένη ιστορική εποχή, ποια ακριβώς τάξη καθορίζει αυτή την αναγκαιότητα, σε ποιες ανάγκες της ταξικής πάλης απαντά και με ποιους τρόπους είναι υποχρεωμένες να αντιδράσουν οι άλλες τάξεις, τότε πέφτει στην παγίδα του αντικειμενισμού.
Ο αντικειμενιστής αρέσκεται να διαπιστώνει την αναγκαιότητα ενός δοσμένου φαινομένου, μιας συγκεκριμένης ιστορικής διαδικασίας, να αποδεικνύει τον αντικειμενικό χαρακτήρα μιας δοσμένης αλληλουχίας ιστορικών γεγονότων και καταστάσεων, να μιλά για «ακατανίκητες τάσεις» στην ιστορική εξέλιξη, στον ίδιο τον καπιταλισμό και να οχυρώνεται πίσω από την διατύπωση «σιδερένιων νομοτελειών», που καθορίζουν πάντα στενούς μονόδρομους στην πορεία της κοινωνίας και των κοινωνικών συγκρούσεων. Ο αντικειμενιστής αρκείται να αποδείξει το αναπόφευκτο και την αναγκαιότητα ενός φαινομένου, μιας διαδικασίας ή μιας κατάστασης, αλλά αρνείται να αντιληφθεί ότι σε κάθε συγκεκριμένη ιστορική εκδήλωση αυτού του φαινομένου, σε κάθε ιδιαίτερη φάση αυτής της διαδικασίας ή κατάστασης, προσιδιάζει και αντιστοιχεί μια συγκεκριμένη μορφή της ταξικής πάλης. Ο αντικειμενισμός αναγνωρίζει τον αντικειμενικό χαρακτήρα των διαδικασιών του καπιταλισμού γενικά, αλλά όχι την αντικειμενική βάση του κοινωνικού και ταξικού ανταγωνισμού, που μέσα από τις συγκρούσεις του προσδιορίζονται, μορφοποιούνται και πορεύονται αναγκαστικά αυτές οι διαδικασίες.
Αυτή η διαπίστωση αναγκαιοτήτων και νομοτελειών μπορεί να φαντάζει πολύ «επιστημονική» και υλιστική προσέγγιση της κοινωνικής πραγματικότητας, αλλά στην ουσία της πρόκειται για τη μεταφυσική αποδοχή του κάθε φορά «τετελεσμένου», για την απολογητική των κυρίαρχων ταξικών συμφερόντων, για την υποταγή στις εκάστοτε κυρίαρχες επιλογές και τους άνωθεν προκαθορισμένους μονόδρομους. Απέναντι σ’ αυτήν τη νομοτελειακή εκδοχή της αντικειμενικότητας, οι απόκληροι της κοινωνίας καλούνται κάθε φορά είτε να «προσαρμοστούν» πάραυτα, είτε να καταφύγουν στο δικό τους «ιδανικό», τη δική τους «ιδανική κοινωνία», τα δικά τους ιδεατά πρότυπα, τη δική τους αντικειμενική και νομοτελειακή πανάκεια για το μέλλον, που όπως έλεγε κι ο Μαρξ, «εξυπηρετεί μόνο την απόσπαση από τη σημερινή πάλη» (Επιστολή του Μαρξ στον Νιουενχάους, 22/2/1881), δηλαδή τη φυγή από τα άμεσα καθήκοντα της ταξικής πάλης στο όνομα του «τελικού σκοπού».
Από την εποχή που έγινε η επιστημονική ανακάλυψη ότι η ταξική πάλη όχι μόνο καθορίζει την ιστορική αναγκαιότητα, αλλά αποτελεί βασική κινητήρια δύναμη της ίδιας της ιστορίας, έγινε δυνατή η λύτρωση της πολιτικής σκέψης και δράσης του εργατικού κινήματος από τις αφηρημένες αναγκαιότητες. Ο Μαρξ εξηγούσε τη διαφορά της δικής του μεθόδου μ’ αυτήν των αντικειμενιστών επισημαίνοντας με αφορμή την ιστορική ανάλυση του πραξικοπήματος του Λουδοβίκου Βοναπάρτη (2 Δεκεμβρίου 1852), τα εξής: «Ο Προυντόν, από τη μεριά του, επιδιώκει να παρουσιάσει το coup d’etat [πραξικόπημα] ως αποτέλεσμα όλης της προηγούμενης ιστορικής ανάπτυξης. Απαρατήρητα όμως η ιστορική έκθεση του coup d’etat [πραξικοπήματος] μετατρέπεται σε απολογητική για τον ήρωά του. Πέφτει έτσι στο λάθος που κάνουν οι λεγόμενοι αντικειμενικοί ιστορικοί μας. Εγώ, αντίθετα, παρουσιάζω το πως η ταξική πάλη στη Γαλλία δημιούργησε τις συνθήκες και τις σχέσεις εκείνες που έδωσαν τη δυνατότητα σε μια γελοία μετριότητα να παίξει το ρόλο του ήρωα.» (Πρόλογος στη 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη).
Συνεπώς το βασικό πρόβλημα με την ΕΕ δεν είναι αν και σε ποιο βαθμό εκφράζει την καπιταλιστική διεθνοποίηση, αλλά το τι σημαίνει από τη σκοπιά της ταξικής πάλης, το αν και κατά πόσο επιδεινώνει δραματικά τους όρους διεξαγωγής της πάλης σε βάρος των εργαζομένων, το αν προσφέρει δυνατότητες ανάπτυξης προς όφελος των λαών, το αν συνιστά πρόοδο ή οπισθοδρόμηση σε σχέση με την κατακτημένη κοινωνική θέση και τα δικαιώματα της εργατικής τάξης. Κι επομένως με ποιον τρόπο είναι υποχρεωμένοι να αντιδράσουν οι εργαζόμενοι; Να την απορρίψουν και να διεκδικήσουν άμεσα τον απεγκλωβισμό τους απ’ αυτήν ώστε να διευκολύνουν άμεσα την πάλη τους για τα καθημερινά προβλήματα και την προοπτική της χώρας τους; Ή να την αποδεχτούν ως «νέο πεδίο ταξικής πάλης» και να υπομένουν καρτερικά πότε θα «αλλάξει χαρακτήρα η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση», πότε θα υπάρξει η «Ευρώπη των λαών», ή πότε θα έρθει η ώρα να ξεμπερδέψουν με ολόκληρο το καπιταλιστικό σύστημα ως τέτοιο; «Τρίτος δρόμος» δεν μπορεί να υπάρξει: Αποδέσμευση εδώ και τώρα από την ΕΕ, ή υποταγή σ’ αυτήν ότι κι αν επικαλείται κανείς με όρους «ευρωπαϊσμού» και «αντικαπιταλισμού».
Από την εποχή της ΕΟΚ ο πιο συνηθισμένος τρόπος «αντικειμενικής» απολογητικής ήταν η παρουσίασή της ως νομοτελειακή «έκφραση της διεθνοποίησης της παραγωγής και των παραγωγικών δυνάμεων» στον καπιταλισμό. Με αυτόν τον τρόπο αντιστρεφόταν η ίδια πραγματικότητα. Το αποτέλεσμα εμφανιζόταν ως αιτία, η υλική παρενέργεια της συγκεκριμένης ιστορικής διαδικασίας του καπιταλισμού εμφανιζόταν ως αυτοσκοπός και κινητήρια δύναμη. Φορέας της καπιταλιστικής διεθνοποίησης δεν είναι η «άνοδος των παραγωγικών δυνάμεων», αλλά το ίδιο το κεφάλαιο μέσα από μια διαρκή αναζήτηση νέων αγορών και ευκαιριών επένδυσης σε διεθνές επίπεδο. Ο διεθνής αυτός οικονομικός επεκτατισμός του κεφαλαίου εκδηλώνεται με τρεις τρόπους: Με το παγκόσμιο εμπόριο εμπορευμάτων και υπηρεσιών, με την εξαγωγή χρηματοπιστωτικού και επενδυτικού κεφαλαίου, με τη δημιουργία μιας παγκόσμιας αγοράς της εργατικής δύναμης. Κι όλα αυτά στη βάση μιας ανισόμετρης διαδικασίας ανάπτυξης και κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης, που αποτελεί οργανικό γνώρισμα του παγκόσμιου καπιταλισμού από την εποχή της πρώτης ιστορικής του εμφάνισης. Ο επεκτατισμός αυτός, η ζωτική ανάγκη του κεφαλαίου για εξωτερικές αγορές, ο πυρετός για νέες κερδοφόρες επενδύσεις στο εξωτερικό, οδηγεί αυθόρμητα τελικά στη διεθνοποίηση της παραγωγής και στην άνοδο των παραγωγικών δυνάμεων διεθνώς, αλλά μόνο στοιχειακά, ανισότιμα, επιλεκτικά, μέσα από τη δημιουργία μεγαλύτερων αναπτυξιακών αδιεξόδων από αυτά που «λύνει» και τη συσσώρευση περισσότερων καταστροφών από όσες ξεπερνά.
Η αποικιοκρατία, ο προστατευτισμός, το ελεύθερο εμπόριο, οι διεθνείς συμφωνίες και οργανισμοί, κοκ, οικοδομήθηκαν κάθε φορά στη βάση των συγκεκριμένων ιστορικών αναγκών επεκτατισμού του κεφαλαίου και όχι στη βάση της διεθνοποίησης της παραγωγής, ή του καπιταλισμού γενικά. Αποτελούν τη συγκεκριμένη αρχιτεκτονική διαχείρισης της παγκόσμιας οικονομίας του κεφαλαίου σε κάθε ιστορική εποχή. Όλες αυτές οι μορφές αποτελούν το εποικοδόμημα της παγκόσμιας αγοράς και έχουν πρωταρχικά χρηστική, πραγματιστική αξία για το κεφάλαιο. Καμμιά από αυτές δεν είναι ταυτισμένη με τον παγκόσμιο καπιταλισμό και η αναγκαιότητά τους, ή ίδια η ύπαρξή τους, εξαρτάται άμεσα από την ίδια την πορεία της ταξικής πάλης, από τους αγώνες των λαών και τις κοινωνικές αντιδράσεις που ξεσηκώνουν.
Το ίδιο συμβαίνει με την ΕΟΚ παλιότερα και την ΕΕ σήμερα. Αποτελούν συγκεκριμένες ιστορικές μορφές εκδήλωσης της διεθνοποίησης όχι της παραγωγής, αλλά του κεφαλαίου και μάλιστα του πολυεθνικού μονοπωλιακού κεφαλαίου. Η Δυτική Ευρώπη συγκροτήθηκε ως ενιαίο περιφερειακό κέντρο κρατικομονοπωλιακής ανάπτυξης του ιμπεριαλισμού όχι τόσο στη βάση οικονομικών αναγκαιοτήτων, αλλά ως αναγκαία απάντηση στις κοινωνικο-πολιτικές προκλήσεις που γέννησε ο 2ος παγκόσμιος πόλεμος για τον παγκόσμιο καπιταλισμό, ειδικά στο έδαφος της Δ. Ευρώπης. Η ανάγκη δημιουργίας της ΕΟΚ προέκυψε πρώτα απ’ όλα από τον ανεπανόρθωτο κλονισμό και την κατοπινή κατάρρευση της αποικιοκρατίας, που αποτελούσε έως τότε το κύριο μέσο ιμπεριαλιστικής ισχύος των ισχυρών χωρών της Δυτικής Ευρώπης, αλλά και οικονομικής δύναμης του Δυτικοευρωπαϊκού μονοπωλιακού κεφαλαίου στον παγκόσμιο ανταγωνισμό για αγορές και ευκαιρίες επένδυσης. Δεύτερο, από τις αυξημένες απαιτήσεις δημοκρατικής, κοινωνικής και οικονομικής αναδιοργάνωσης των ευρωπαϊκών χωρών με βάση τα αιτήματα και τις ανάγκες των λαών και των εργαζομένων, που μετά τον πόλεμο αποτέλεσαν αυτό που ο ιμπεριαλισμός ορθά αντιλήφθηκε ως άμεση «κομμουνιστική απειλή». Τρίτο, από την αδυναμία του κεφαλαίου και των πολιτικών του εκπροσώπων, ακόμη και των πιο ανεπτυγμένων χωρών της Δ. Ευρώπης, να αντιμετωπίσουν σε εθνικά πλαίσια σοβαρές κοινωνικο-οικονομικές κρίσεις, όπως αυτή του 1947, δίχως να θέσουν σε άμεσο κίνδυνο την κυριαρχία τους, δίχως να προχωρήσουν σε σοβαρές υποχωρήσεις προς το εργατικό και λαϊκό κίνημα στην κατεύθυνση μιας σχεδιομετρικής ανάπτυξης της οικονομίας με εθνικοποιημένους τους βασικούς μοχλούς και τους πόρους της, κυρίως στην παραγωγή, που εκ των πραγμάτων αμφισβητεί τον κυρίαρχο ρόλο της αγοράς και του κεφαλαίου. Τέταρτο, από την πλήρη αδυναμία να ανασυγκροτηθεί οικονομικά και πολιτικά ο κατεστραμμένος μεταπολεμικά καπιταλισμός, ιδίως στις μεγάλες χώρες της Δ. Ευρώπης, δίχως την άμεση συνδρομή, στήριξη και εξάρτηση από τις ΗΠΑ, όπως εκδηλώθηκε αρχικά με το σχέδιο Μάρσαλ, χωρίς το οποίο θα ήταν αδύνατη η δημιουργία της ΕΟΚ.
Γι αυτό και η ΕΟΚ δεν ήταν ποτέ μια απλή διακρατική οικονομική συμφωνία ανάμεσα σε καπιταλιστικές χώρες, όπως για παράδειγμα ήταν εξαρχής η κατεξοχήν οικονομικού χαρακτήρα «Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών» (ΕΖΕΣ - EFTA). Αποτέλεσε, δηλαδή, εξ ιδρύσεως κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή διακρατική ζώνη ελεύθερου εμπορίου. Ευθύς εξαρχής κυριάρχησε το πολιτικό στοιχείο στην όλη διαδικασία, μιας και επρόκειτο για ένα «κοινό μέτωπο» κρατικομονοπωλιακών μηχανισμών εξουσίας με σκοπό τη συγκρότηση μιας νέας βάσης ιμπεριαλιστικής ισχύος στη Δυτική Ευρώπη απέναντι στην «κομμουνιστική απειλή» στο εσωτερικό και το εξωτερικό των χωρών, αλλά και απέναντι στις νεοαπελευθερωμένες, πρώην αποικιακές χώρες, τους λαούς των εξαρτημένων χωρών, που διεκδικούσαν νέο ρόλο και θέση στη διεθνή οικονομική και πολιτική πραγματικότητα. Αυτή υπήρξε η ταξική αφετηρία της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης».
Σε μια εποχή δραματικής υποχώρησης των εξωτερικών οικονομικών ερεισμάτων και στηριγμάτων του δυτικοευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, η ΕΟΚ απάντησε με τη προσπάθεια δημιουργίας μιας κοινής, λίγο ως πολύ, «εσωτερικής αγοράς» εμπορευμάτων, κεφαλαίου και εργασίας, η οποία είχε σκοπό να διευκολύνει την ταχύτερη συσσώρευση στις κορυφές του μονοπωλιακού κεφαλαίου στη Δυτική Ευρώπη και να εξασφαλίσει νέες δυνατότητες οικονομικής διείσδυσης στην παγκόσμια αγορά και κυρίως στις πρώην αποικίες της. Στην αδυναμία κεφαλαιοκρατικής ανασυγκρότησης και το φόβο του κεφαλαίου για ραγδαία επιδείνωση των κρισιακών αναστατώσεων σε εθνικό επίπεδο, αντέταξε τον υπερεθνικό συντονισμό των οικονομικών πολιτικών, πρώτα στο επίπεδο της βιομηχανικής παραγωγής, έπειτα στο επίπεδο των εμπορικών συναλλαγών και τέλος στην αγροτική παραγωγή και τα νομισματικά. Στον αναπτυσσόμενο αγώνα της εργατικής τάξης για κοινωνική ευημερία στη βάση της παραγωγικής ανασυγκρότησης της εθνικής οικονομίας προς όφελος των εργαζομένων και με κριτήριο τις ανάγκες τους, αντέταξε την «ευημερία όλων των ευρωπαίων» μέσω του ανταγωνισμού στην αγορά και του ελεύθερου εμπορίου σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Και μ’ αυτή την έννοια αποτέλεσε το οικονομικό και πολιτικό προπύργιο της «ελεύθερης οικονομίας της αγοράς», σε μια εποχή όπου σ’ όλες τις χώρες της Δ. Ευρώπης βρίσκονταν σε άνθηση λαϊκά και εργατικά αιτήματα για εθνικοποιήσεις βασικών τομέων της οικονομίας και για κεντρική σχεδιοποιημένη ρύθμιση των εθνικών οικονομιών. «Είμαστε αποφασισμένοι», έλεγε στα 1958 ο Βάλτερ Χάλσταϊν, πρόεδρος της Επιτροπής της ΕΟΚ, «να μην πέσουμε σε στασιμότητα. Έχουμε αποφασίσει ότι τα εθνικά σύνορα δεν θα μας περιορίζουν πια οικονομικά. Θέλουμε να ανοίξουμε δρόμους – κι έτσι να προσφέρουμε σε 168 εκατ. Ευρωπαίους ένα καλύτερο μέλλον ώστε να κερδίσουμε ένα μεγαλύτερο πλεονέκτημα για ολόκληρο τον ελεύθερο κόσμο στην ιδεολογική και οικονομική σύγκρουση με τον μπολσεβικισμό.»
Σε μια εποχή όπου οι λαοί στη Δ. Ευρώπη αμφισβητούσαν τον παραδοσιακό ιμπεριαλιστικό σωβινισμό, διεκδικούσαν την ανασυγκρότηση των εθνών τους στη βάση της λαϊκής κυριαρχίας, απαιτούσαν νέες ελεύθερες διεθνείς σχέσεις με όλους τους λαούς της υφηλίου, στη βάση του σεβασμού της εθνικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας όλων, δίχως πολεμικές αναμετρήσεις και επεμβάσεις, δίχως χώρες πρώτης και δεύτερης κατηγορίας, η ΕΟΚ απάντησε με ένα νέου τύπου ιμπεριαλιστικό σωβινισμό, τον «ευρωπαϊκό πατριωτισμό» την «ευρωπαϊκή ιδέα» και τον «ευρωπαϊσμό». Τον ίδιο ακριβώς «ευρωπαϊσμό», που οι παλιοί αποικιοκράτες είχαν επινοήσει για να εμφανίσουν την Ευρώπη ως «κοιτίδα του πολιτισμού» και τη δική τους βάρβαρη εξόρμηση ως αναγκαίο «εκπολιτιστικό έργο», μόνο που τώρα οι λαοί της κάθε χώρας-μέλους έπρεπε να εγκαταλείψουν τη διεκδίκηση της κυριαρχίας στη χώρα τους για να μετατραπούν σ’ ένα συνοθύλευμα «ευρωπαίων πολιτών». Στη διεθνή πάλη, που φούντωσε αμέσως μετά τον πόλεμο, για το άνοιγμα των αγορών και της διεθνούς παραγωγής προς όφελος όλων και πολύ περισσότερο των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών, αντέταξε την προσάρτηση και το δραστικό περιορισμό του διεθνούς ορίζοντα των εξαρτημένων χωρών.
Ταυτόχρονα πρόσφερε το αναγκαίο πλαίσιο για τη διαμόρφωση μιας στέρεης οικονομικής βάσης για την στρατιωτικο-πολιτική συμμαχία με επικεφαλής τις ΗΠΑ, για την εδραίωση του ΝΑΤΟ, παράλληλα με τη δημιουργία μιας νέας αγοράς μεγάλων ευκαιριών για το αμερικανικό κεφάλαιο. «Ο Αμερικανός επιχειρηματίας», όπως διευκρίνιζε ο Βάλτερ Χάλσταιν, «σύντομα θα αντιληφθεί ότι η Ευρώπη με κανένα τρόπο δεν επιθυμεί να είναι οικονομικά αυτάρκης. Τα εμπόδια στη μια ή στην άλλη από τις έξι εθνικές οικονομίες σύντομα θα υποχωρήσουν, μετά τα μεταβατικά στάδια (τα οποία είναι σίγουρο ότι πρόκειται να δυσκολέψουν πολλούς κλάδους της βιομηχανίας), προς όφελος μιας πιο υγιούς δομής η οποία θα έχει περισσότερες ευκαιρίες να επιβιώνει από τις αναταραχές της παγκόσμιας οικονομίας. Επιπλέον, η δυνατότητα μιας επιχειρηματικής δραστηριότητας να λειτουργεί με λιγότερα εμπόδια απ’ ότι προηγούμενα θα κάνει την Ευρώπη περισσότερο ελκυστική ως πόλος προσέλκυσης ξένου κεφαλαίου, ως αγορά για βιομηχανικές επενδύσεις. Οι Αμερικανικές εταιρείες που ήδη δραστηριοποιούνται στον παλιό κόσμο θα βρουν να τους ανοίγεται μια πλατύτερη αγορά και μεγαλύτερες ευκαιρίες πωλήσεων – κάτω από τις ίδιους όρους που ισχύουν για όλα τα Ευρωπαϊκά συγκροτήματα. Κι αυτές οι επιχειρήσεις θα αποφέρουν ακόμη μεγαλύτερες αποδόσεις στα κεφάλαια που έχουν επενδυθεί».
Στη βάση αυτή ξεκίνησε μια συστηματική προσπάθεια να πεισθούν οι λαοί και οι εργαζόμενοι, ότι η ΕΟΚ δεν ήταν αυτό που ευθύς εξαρχής φαινόταν, αλλά κάτι άλλο. Επρόκειτο για κάτι που ξεπηδούσε από τις βαθύτερες εσωτερικές ανάγκες της οικονομίας και της κοινωνίας γενικά και επομένως ξεπερνούσε την αναγκαιότητα ικανοποίησης των συγκεκριμένων αιτημάτων, που είχαν στοιχειοθετήσει και διεκδικούσαν τα εργατικά και λαϊκά κινήματα για τις χώρες τους. Έτσι γεννήθηκε η απολογητική αντίληψη περί «περιφερειακής ολοκλήρωσης», η οποία δοξάστηκε ως «νομοτελειακή έκφραση», ακόμη και ως «ανώτατη μορφή» της διεθνοποίησης και συνεπώς «αντικειμενικά» στεκόταν υπεράνω των εθνικών κρατών. Κι όλα αυτά σε μια εποχή όπου η ίδια η έννοια της «περιφερειακής ολοκλήρωσης», ερχόταν εξ ορισμού σε αντίθεση με την ίδια τη διεθνοποίηση. Σε μια περίοδο ανοίγματος των διεθνών συναλλαγών με την εμφάνιση νέων χωρών με σημαντικό οικονομικό και πολιτικό ρόλο διεθνώς, με τη ριζική ανατροπή του διεθνούς καταμερισμού εργασίας, μέσα από τη διάλυση της αποικιοκρατίας και την εμφάνιση του συστήματος του υπαρκτού σοσιαλισμού, η «περιφερειακή ολοκλήρωση» αποτελούσε μια αντιδραστική άρνηση όλων αυτών. Η «περιφερειακή» ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων δεν ερχόταν να ξεπεράσει τα «στενά όρια» των εθνικών κρατών, αλλά να αποδυναμώσει, να περιορίσει και να ελέγξει τις ευκαιρίες διεθνούς ανάπτυξης της παραγωγής προς όφελος όλων των χωρών. Ερχόταν να καταπολεμήσει τις νέες δυνατότητες διεθνοποίησης της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής, να τις ποδηγετήσει, να τις καθυποτάξει στον εξαιρετικά περιορισμένο ορίζοντα των κεντρικών επιλογών της ΕΟΚ και να τις μετατρέψει σε υπόθεση κορυφών της Δ. Ευρώπης και των ΗΠΑ. Σε συνθήκες όπου οι συναλλαγές κάθε είδους σε επίπεδο εμπορίου, παραγωγής και κοινωνικών αναγκών ανάμεσα σε όλες τις χώρες της υφηλίου γνώριζαν μια πραγματική άνθηση, η «περιφερειακή ολοκλήρωση» δεν ήταν τίποτε άλλο εκτός από ένα κλειστό καρτέλ κορυφής. Δεν ερχόταν να ανταποκριθεί, έστω κι από την πλευρά του καπιταλισμού γενικά, στις πραγματικές ανάγκες της διεθνοποίησης, αλλά αποτελούσε «οχυρό» των μονοπωλίων εναντίον τους. Το δικαίωμα του λαού κάθε χώρας να αποφασίζει ελεύθερα για τις τύχες του και να απολαμβάνει τα αγαθά της διεθνούς ζωής, δίχως άνωθεν και έξωθεν περιορισμούς, δίχως να πληρώνει λύτρα στα διεθνή μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό, δεν αναγνωριζόταν ούτε τυπικά από την «περιφερειακή ολοκλήρωση», ενώ η ένταξη σ’ αυτήν είχε ως προϋπόθεση την άρνηση αυτού του δικαιώματος. Γι αυτό η «περιφερειακή ολοκλήρωση» δεν υπήρξε ποτέ η πύλη για τη διεθνοποίηση, αλλά αφενός η μοναδική διέξοδος – στις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες – για την εξασφάλιση των πιο ισχυρών μονοπωλιακών συμφερόντων στη Δ. Ευρώπη και αφετέρου η επιβολή νέων πρόσθετων ελέγχων και φραγμών στις δυνατότητες των λαών για διεθνή επαφή και συνεργασία σε αμοιβαία επωφελή βάση.
Η κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού που ξέσπασε στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και κορυφώθηκε στη δεκαετία του ’80, συγκλόνισε κυριολεκτικά την ΕΟΚ ως «περιφερειακή ολοκλήρωση» του μονοπωλιακού κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού. Η ανάγκη του μονοπωλιακού κεφαλαίου για την οικοδόμηση μιας νέας ενιαίας παγκόσμιας αγοράς, όπου οι εσωτερικές αγορές κάθε χώρας, κάθε περιοχής του πλανήτη, θα άνοιγαν διάπλατα και θα πρόσφεραν τους πόρους τους με τους ίδιους όρους «κόστους» και «κινήτρων» για τη δράση των πολυεθνικών, βρήκε στην ΕΟΚ ένα έτοιμο εργαλείο για την επιβολή μιας «ενιαίας αγοράς» σε όλο και περισσότερες χώρες. Έτσι στη δεκαετία του ’70 ξεκινά η πολιτική διεύρυνσης της «περιφερειακής ολοκλήρωσης». Το 1973 εντάσσονται η Βρετανία, η Δανία και η Ιρλανδία. Με την ένταξη αυτών των χωρών λήγει και η περίοδος ανταγωνισμού ανάμεσα στην ΕΟΚ και την ΕΖΕΣ, η οποία είχε ιδρυθεί το 1959 υπό την αιγίδα της Βρετανίας, για το ποια μορφή οικονομικού ιμπεριαλισμού θα ηγεμονεύσει στη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη. Με την επικράτηση της ΕΟΚ, χάρη στη συνδρομή και των ΗΠΑ, αρχίζει να οικοδομείται ο υπερεθνικός γραφειοκρατικός μηχανισμός της «περιφερειακής ολοκλήρωσης», όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Νομισματικής Συνεργασίας, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ευρωπαϊκό Αγροτικό Ταμείο, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάπτυξης, κοκ. Με τον μηχανισμό αυτό η ΕΟΚ ήταν σε θέση να ελέγχει ουσιαστικά όλους τους τομείς της οικονομίας των χωρών-μελών.
Έως το 1977 μέσα από μια σειρά συμφωνίες κατάργησης του προστατευτισμού και συνεργασίας ανάμεσα στην ΕΟΚ και τις χώρες της ΕΖΕΣ που ήταν ακόμη εκτός, όπως επίσης και με μια σειρά χώρες που βρίσκονταν έξω και από τις δυό ενώσεις, καθιστά ουσιαστικά ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη μια τεράστια ανοιχτή αγορά δίχως προστατευτισμούς και τελωνειακά σύνορα (με ελάχιστες εξαιρέσεις που κατά κύριο λόγο αφορούσαν τον αγροτικό τομέα). Ταυτόχρονα ξεκινά μια ευρύτατη οικονομικο-πολιτική εξόρμηση προς εξαρτημένες χώρες μέσα από συμφωνίες σύνδεσης ή «συνεργασίας», όπως με την Ελλάδα και την Τουρκία, με πρώην αποικίες και νεοαπελευθερωμένες χώρες με σκοπό την οικοδόμησης μια ευρύτατης σφαίρας επιρροής και προσάρτησης χωρών στην τροχιά της ΕΟΚ. Έτσι το 1975 κλείνεται η συμφωνία του Λομέ, με σκοπό την προσάρτηση 52 χωρών της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού στη ζώνη ελεύθερου εμπορίου της ΕΟΚ. Επίσης την περίοδο αυτή επεκτείνεται το καθεστώς σύνδεσης και σε όλες τις χώρες της Βρετανικής κοινοπολιτείας.
Ο επεκτατισμός αυτός δεν στόχευε μόνο σε εμπορικά και οικονομικά οφέλη για το ευρωπαϊκό μονοπωλιακό κεφάλαιο, αλλά και στην υπονόμευση των αιτημάτων εκ μέρους των εξαρτημένων χωρών για καθεστώς ισονομίας και ισοπολιτείας στις διεθνείς σχέσεις. Στη θέση του αιτήματος για μια «νέα διεθνή οικονομική τάξη» προς όφελος των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών, που διεκδικούσαν οι αδέσμευτοι και είχε έως τότε προσυπογράψει η μεγάλη πλειοψηφία των χωρών-μελών του ΟΗΕ – εκτός από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και λίγους δορυφόρους τους, όπως για παράδειγμα ήταν η Ελλάδα – η ΕΟΚ αντιπαρέθετε το «ελεύθερο εμπόριο» και τον οικονομικό ανταγωνισμό. Με δεδομένο ότι οι ΗΠΑ, ειδικά τη δεκαετία του ’70, αποτελούσαν για τις περισσότερες νεοαπελευθερωμένες χώρες, αλλά και τους λαούς ανά την υφήλιο, το «κόκκινο πανί», ο κύριος εκπρόσωπος του ιμπεριαλισμού των επεμβάσεων, των πραξικοπημάτων, της εξόντωσης ολόκληρων χωρών, η ΕΟΚ ακολουθούσε μια πιο ήπια πολιτική οικονομικής διείσδυσης με σκοπό να ανοίξει πιο εύκολα τις πόρτες αυτών των χωρών στον ιμπεριαλισμό. Κι επομένως λειτουργούσε συμπληρωματικά στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Την εποχή αυτή δημιουργήθηκε μια ιμπεριαλιστική μέγγενη με σκοπό να συνθλίψει τις αντιστάσεις χωρών και λαών. Από τη μια η δράση των ΗΠΑ και από την άλλη η διείσδυση της ΕΟΚ.
Δεν είναι τυχαίο ότι αυτήν ειδικά την εποχή αναπτύχθηκε ιδιαίτερα έντονα η απολογητική θεωρία του «εναλλακτικού πόλου», η οποία έβλεπε την ΕΟΚ ως δήθεν αντίπαλο των ΗΠΑ και που στην αριστερά έκανε την εμφάνισή της με τη μορφή των λεγόμενων ανταγωνιστικών «πόλων του ιμπεριαλισμού». Η προσπάθεια ήταν να εκμεταλλευθούν τα αντιαμερικανικά αισθήματα που αυθόρμητα γεννούσε η παγκόσμια δράση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και να τα μεταφράσουν με τους όρους ενός δοτού και αντιδραστικού «ευρωπαϊσμού». Έτσι η «Ευρώπη», δηλαδή η ΕΟΚ, εμφανιζόταν στον αντίποδα των ΗΠΑ, ως «δημοκρατική», «φιλειρηνική», «κοινωνική», κοκ. Οι ίδιες οι κατακτήσεις της πάλης των λαών και των εργαζομένων στις χώρες της Δ. Ευρώπης αποδόθηκαν με πρόστυχο τρόπο στην ΕΟΚ και στην «ιδιαιτερότητα της Ευρώπης». Έστω κι αν η ίδια η «περιφερειακή ολοκλήρωση» είχε ευθύς εξαρχής οικοδομηθεί ως ανάχωμα, ως αντίποδας, ως υπερεθνικό οχυρό της αντίδρασης και του κεφαλαίου σ’ αυτές τις λαϊκές και εργατικές κατακτήσεις.
Πίσω από αυτές τις θεωρίες δεν βρισκόταν μόνο η ανάγκη εξαπάτησης των λαών και των εργαζομένων εντός και εκτός ΕΟΚ, αλλά και η πραγματικότητα ενός ενδοιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού, ο οποίος εντοπιζόταν κυρίως στην προσπάθεια της Γαλλίας να διατηρήσει την αυτονομία της ως ιμπεριαλιστική δύναμη απέναντι στις ΗΠΑ. Ο Γαλλικός ιμπεριαλισμός έβλεπε στην ΕΟΚ το βασικό μοχλό του δικού του επεκτατισμού, της διεύρυνσης των δικών του σφαιρών επιρροής και διασφάλισης της θέσης του στην παγκόσμια οικονομία. Στη βάση αυτή ήταν που ειδικά στην πρώτη περίοδο της ΕΟΚ υπήρχε έντονη αντιπαλότητα με τις ΗΠΑ, η οποία είχε οδηγήσει και στην έξοδο της Γαλλίας από το ΝΑΤΟ. Πρόκειται για το δόγμα Ντεγκόλ, που εξέφραζε την ανάγκη του Γαλλικού ιμπεριαλισμού να οικοδομήσει εντός και εκτός της ΕΟΚ το δικό του «ζωτικό χώρο» στην πάλη για την παγκόσμια κυριαρχία. Δεν είναι τυχαίο ότι όλες αυτές οι θεωρίες περί «ευρωπαϊκής ιδιαιτερότητας», αντίπαλου «πόλου», κλπ. προέρχονται πρωτίστως από τη Γαλλία, ενώ οι ηγεσίες της αποτελούσαν το βασικό φορέα αυτών των αντιλήψεων σε επίπεδο πολιτικής της ΕΟΚ. Γι’ αυτό και στην ουσία τους, όλα τα ρεύματα «ευρωπαϊσμού» στους κόλπους της αριστεράς που εμφανίζονται την εποχή αυτή, δεν είναι παρά η μετάφραση των «ευρωπαϊκών οραμάτων» του Ντεγκολισμού και του Γαλλικού ιμπεριαλισμού στη γλώσσα των «αριστερών οραμάτων».
Με την είσοδο, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, της Ελλάδας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας, η ΕΟΚ αρχίζει να αλλάζει σιγά-σιγά χαρακτήρα. Καταρχήν ενισχύεται έμμεσα και άμεσα η επιρροή των ΗΠΑ στην ίδια τη δομή και τους προσανατολισμούς της ΕΟΚ, μιας και τα τρία νέα μέλη αποτελούν αδιαμφισβήτητα υποχείρια της Ουάσινγκτον. Μια διαδικασία που είχε ήδη ξεκινήσει με την είσοδο της Βρετανίας. Η ίδια η ΕΟΚ ως πολιτική οντότητα συνδέεται πιο στενά με το ΝΑΤΟ. Η παλιά φιλοσοφία της αποφυγής της «στασιμότητας» και της εξασφάλισης της «γενικής ευημερίας», αντικαθίσταται με την πιο επιθετική πολιτική αναγκαστικής άρσης των εμποδίων στην «εσωτερική αγορά» και της επιβολής «κοινών πολιτικών» σε όλες τις χώρες-μέλη. Βασικός φορέας της «ολοκλήρωσης» δεν ήταν πλέον το κράτος, αλλά η επιχείρηση, τα επιχειρηματικά συμφέροντα.
Η τυπική απόσταση που κρατούσαν έως τότε τα όργανα της ΕΟΚ από τον επιχειρηματικό κόσμο και τις πολυεθνικές, εξαφανίζεται μια για πάντα. Για παράδειγμα, το 1973 ο Επίτροπος για τη Βιομηχανία, Αλτιέρο Σπινέλι, εισηγήθηκε πρόταση με σκοπό «να αντιμετωπιστούν τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που προκύπτουν από τη δράση των πολυεθνικών», η οποία ουσιαστικά πρόβλεπε την εισαγωγή ενός συστήματος «αντι-τραστ» κανόνων. Την εποχή εκείνη την Επιτροπή απασχολούσε περισσότερο η κοινωνική σταθερότητα του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν ήταν καθόλου αρκετό τη δεκαετία του ’80 και κατόπιν. Το βασικό πρόβλημα της Επιτροπής ήταν πια το πως να ενισχύσει όσο μπορεί περισσότερο την ανταγωνιστική δύναμη των πολυεθνικών μονοπωλίων. Το πως να δημιουργήσει καλύτερους όρους κερδοφορίας και αγοράς σε συνθήκες διαρθρωτικής υπερσυσσώρευσης, χρόνιας υπερπαραγωγής και κρίσης.
Έτσι στη δεκαετία του ’80 είχαμε για πρώτη φορά την Επιτροπή και τους μηχανισμούς της ΕΟΚ να αναμιγνύονται ενεργά στην προώθηση στρατηγικών συμμαχιών ανάμεσα σε μονοπωλιακά συγκροτήματα στη βιομηχανία και να ενθαρρύνουν ανοιχτά την άμεση ανάμιξη των μεγάλων επιχειρήσεων και των πανευρωπαϊκών εργοδοτικών οργανώσεων και «λόμπι» στο πολιτικό οικοδόμημα των Βρυξελλών. Αυτή η άμεση «συμμαχία» της Επιτροπής με τον επιχειρηματικό κόσμο, τις πολυεθνικές, πρόσθεσε βαρύτητα στις πρωτοβουλίες των οργάνων της ΕΟΚ και ενίσχυσε τη θέση τους απέναντι στις κυβερνήσεις των χωρών-μελών. Δεν έφερε μόνο μια ανώτερη μορφή συνύφανσης επιχειρήσεων και πολιτικής, από αυτή που ήδη υπήρχε σε εθνικό επίπεδο, αλλά διευκόλυνε αποφασιστικά και μια νέα συνταύτιση των πιο ισχυρών μονοπωλιακών συμφερόντων με τις κορυφές της πολιτικής στα ίδια τα κράτη-μέλη.
Το πολιτικό σύστημα της ΕΟΚ, όπως και της ΕΕ σήμερα, είναι ένα ονειρεμένο μέρος για τους εκπροσώπους των επιχειρηματικών συμφερόντων να κάνουν δουλειές. Πρόκειται για τον παράδεισο των «λόμπι»: αποφάσεις με μακροπρόθεσμες συνέπειες παίρνονται πίσω από κλειστές πόρτες πολιτικών συμβουλίων και σε μυστικές επιτροπές γραφειοκρατών, αόρατες και εντελώς απρόσιτες από τους λαούς που τους αφορούν άμεσα. Σήμερα πάνω από διακόσιες από τις μεγαλύτερες πολυεθνικές του κόσμου, ανάμεσά τους Αμερικάνικες και Ιαπωνικές, διατηρούν στις Βρυξέλλες γραφεία προώθησης των συμφερόντων τους στα ευρωπαϊκά όργανα. Ενισχύονται από πεντακόσιους και πάνω επιχειρηματικούς ομίλους «λόμπι», που συμμετέχουν ενεργά στη διαμόρφωση των αποφάσεων και των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, του Συμβουλίου Κορυφής, του Ευρωκοινοβουλίου, κοκ. Όπως είναι φυσικό η απόλυτη διαφθορά βασιλεύει παντού. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1999 μια επιτροπή του ευρωκοινοβουλίου που ασχολήθηκε με το ζήτημα της «διαπλοκής» και της απάτης στο επίπεδο των οργάνων της ΕΕ, κατέληξε στο εκπληκτικό συμπέρασμα ότι είναι αδύνατο να βρεθεί έστω κι ένας «καθαρός» αξιωματούχος.
Το επίπεδο «λομπισμού», συνύφανσης επιχειρήσεων και πολιτικής, που υπάρχει στις κορυφές και τα όργανα των Βρυξελλών, μακριά από τα μάτια και την όποια παρέμβαση του «λαϊκού παράγοντα», ζηλεύουν ακόμη και οι ΗΠΑ, η πατρίδα των «λόμπι» και του χρηματισμού της πολιτικής. Γι’ αυτό και συνιστούσαν στους «ευρωπαίους εταίρους» να μην προχωρήσουν με το «ευρωσύνταγμα», που αναγκαστικά θα άνοιγε τις διαδικασίες της Ε.Ε. στη δυνατότητα παρέμβασης των λαών, αλλά να συνεχίσουν με τον ίδιο τρόπο που ασκούν πολιτική τόσα χρόνια: μέσα από αποφάσεις κλειστών διαδικασιών και οργάνων κορυφής. Η αλαζονεία των «ευρωπαίων» γραφειοκρατών, πολιτικών και επιχειρηματικών κύκλων και η ακλόνητη πεποίθησή τους ότι είχαν πια σαρώσει τις συνειδήσεις των λαών με τον «ευρωπαϊσμό» τους, τους οδήγησε στην προσπάθεια να εξαλείψουν με μια μονοκονδυλιά, μέσα από το «ευρωσύνταγμα», ότι προοδευτική κατάκτηση είχε απομείνει στην κοινωνική, συνταγματική και πολιτική συγκρότηση των κρατών-μελών.
Αυτό το υπερεθνικό γραφειοκρατικό οικοδόμημα συνύφανσης επιχειρήσεων και πολιτικής, μορφοποιήθηκε οριστικά στη διαδικασία διαμόρφωσης των περίφημων 300 βασικών ντιρεκτίβων, οι οποίες αποτέλεσαν το σκελετό της «ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς», στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και αρχές της δεκαετίας του ’90. Οι πολυεθνικές και οι χρηματιστές κερδοσκόποι βρήκαν σ’ αυτόν ένα θαυμάσιο μέσο για την επιβολή των επιδιώξεων και των επιλογών τους. Ένα θαυμάσιο πολιορκητικό κριό ενάντια σε κάθε εμπόδιο και φραγμό που υπήρχε στα συστήματα ρύθμισης των οικονομιών των χωρών-μελών. Έτσι στη δεκαετία του ’80 η ΕΟΚ επισήμως ανακοινώνει ότι στόχος της είναι η ανάδειξη των μεγαλύτερων επιχειρήσεων σε «Ευρωπαίους Πρωταθλητές», που θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν σε μέγεθος και ρόλο στην παγκόσμια αγορά τις Αμερικάνικες και Ιαπωνικές πολυεθνικές. Στη βάση αυτή η ΕΟΚ μεταβλήθηκε σε προνομιακό μοχλό απορύθμισης και απελευθέρωσης των αγορών, ιδιωτικοποιήσεων, επιβολής πολιτικών μονόπλευρης λιτότητας, δραστικού περιορισμού των κοινωνικών πολιτικών και συνολικής αναδιάρθρωσης της οικονομίας και της πολιτικής σύμφωνα με τις τρέχουσες ανάγκες των πιο ισχυρών μονοπωλιακών επιχειρήσεων.
Οι πολιτικές αυτές οδήγησαν σε μια βίαιη υπερεθνική μονοπώληση των αγορών και των οικονομιών της ΕΟΚ από μια χούφτα επιχειρηματικά συγκροτήματα. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 όλες οι κύριες αγορές της ΕΕ ελέγχονταν από 5 ή 6 γιγαντιαία μονοπώλια. Μπροστά σ’ αυτήν την μονοπώληση η έννοια της «εγχώριας αγοράς» έχασε το νόημα και τη σημασία που είχε παλιότερα για τη συσσώρευση του κεφαλαίου. Την αντικατέστησε η έννοια της «περιφέρειας». Η ΕΟΚ δεν ήταν πια μια ζώνη ελευθέρου εμπορίου ανάμεσα σε εγχώριες αγορές, ανάμεσα σε κράτη ή εθνικές οικονομίες, αλλά ένα σύστημα περιφερειών, όπου ορισμένες αποτελούν τα πιο ανεπτυγμένα βιομηχανικά και οικονομικά κέντρα, από τα οποία οι μεγάλες πολυεθνικές προμηθεύουν ολόκληρη την «ενιαία αγορά». Η αυστηρή περιφερειακή πολιτική της (που απαγορεύει τις εθνικές επιδοτήσεις, τις τοπικές ενισχύσεις, τις δημόσιες επενδύσεις και τις προνομιακές κατά τόπους πολιτικές από το εθνικό κράτος, κοκ) δεν οδήγησε απλά στην απόγνωση τις λιγότερο ευνοημένες περιφέρειες, αλλά και στην απευθείας εξάρτησή τους από τις κεντρικές χρηματοδοτήσεις και πολιτικές της ΕΟΚ, που είχαν σαν στόχο να μην αφήσουν καμμιά άλλη εναλλακτική επιλογή οικονομικής ανάπτυξης σ’ αυτές, εκτός από το να γίνουν ελκυστικές σε διεθνείς επενδυτές, δηλαδή σε πολυεθνικές και κερδοσκόπους της παγκόσμιας αγοράς. Έτσι άρχισε να ξοδεύει τεράστια ποσά για τη δημιουργία μιας πανευρωπαϊκής υποδομής μεταφορών ταχείας κυκλοφορίας, με σκοπό να διευκολυνθεί παραπέρα η συγκέντρωση της παραγωγής σε λίγα κέντρα που ελέγχονται από τα πιο ισχυρά μονοπώλια και από εκεί διοχετεύουν σ’ ολόκληρη την Ευρώπη και τον κόσμο την παραγωγή και τις υπηρεσίες τους. Μόνο που αυτή η πολιτική χειροτερεύει δραματικά τις περιφερειακές ανισότητες και δεν αφήνει αναπτυξιακά περιθώρια στις λιγότερο ευνοημένες περιφέρειες παρά μόνο ως πηγές φτηνής εργατικής δύναμης, φτηνών πόρων και φτηνών υπηρεσιών κατανάλωσης.
Όλα αυτά οδήγησαν στην αποδιάρθρωση και αποσάθρωση των κρατικών δομών των χωρών-μελών. Σε μια άκρως μονοπωλημένη «ενιαία αγορά» που αναπτύσσεται μέσα από κύματα συγχωνεύσεων και εξαγορών ανάμεσα στους «πρωταθλητές», που με αυτόν τον τρόπο απορροφούν ή αναπλάθουν μερίδια αγοράς, διοχετεύουν νέα προϊόντα και υπηρεσίες, δημιουργούν νέες ευκαιρίες επένδυσης, χωρίς αναγκαστικά να επεκτείνουν την παραγωγική βάση της οικονομίας ή να απορροφούν την υπάρχουσα χρόνια υπερπαραγωγή, δεν υπάρχει χώρος για την παραδοσιακή κρατική παρέμβαση, για την ίδια την παραδοσιακή διάρθρωση του εθνικού κράτους. Η σημερινή «υπέρβαση» του εθνικού κράτους στα πλαίσια της ΕΕ γίνεται στη βάση όχι της διεθνοποίησης, αλλά μιας πρωτοφανούς διεθνούς μονοπώλησης των αγορών, περιφερειακής ανισότητας και περιθωριοποίησης όλο και περισσότερων λαών και χωρών.
Όσο οι λαοί διεκδικούσαν τη διεθνοποίηση, οι νεοαπελευθερωμένες χώρες απαιτούσαν μια «νέα διεθνή οικονομική τάξη» και ο υπαρκτός σοσιαλισμός υπήρχε ως εναλλακτικός πόλος διεθνών σχέσεων, το μονοπωλιακό κεφάλαιο και ο ιμπεριαλισμός απαντούσε με «περιφερειακές ολοκληρώσεις», με κλειστά περιφερειακά κλαμπ. Σήμερα, μετά την υποχώρηση των εργατικών και λαϊκών κινημάτων, τη συντριβή του «αντίπαλου δέους» και την πλήρη υποταγή των εξαρτημένων χωρών στην παγκόσμια αγορά, απαντούν με το ξεπέρασμα της «περιφερειακής ολοκλήρωσης», με την αποφασιστική της διεύρυνση εντός και εκτός ορίων της Ευρώπης με μοναδικό κριτήριο την ένταξη όλων και περισσότερων χωρών υπό το καθεστώς μιας υπερεθνικής απολυταρχικής εξουσίας.
Η ΕΕ σήμερα δεν αποτελεί μια απλή συνέχεια της ΕΟΚ, αλλά την υπέρβασή της σύμφωνα με τις νέες ανάγκες του παγκόσμιου ανταγωνισμού. Σήμερα η ΕΕ δεν είναι πλέον μια «περιφερειακή ολοκλήρωση», ούτε καν μια απλή «ενιαία αγορά» εμπορευμάτων, κεφαλαίου και εργατικής δύναμης. Καθώς ο αγώνας για εξαγορές και συγχωνεύσεις στις κορυφές των μονοπωλίων έχει ήδη ξεπεράσει τα όρια της «ενιαίας αγοράς» και χαρακτηρίζεται κατά κύριο λόγο από εξαγορές και συγχωνεύσεις ανάμεσα σε ευρωπαϊκές και αμερικανικές επιχειρήσεις (που το 2001 ξεπέρασαν σε αξία το 50% των συνολικών συγχωνεύσεων και εξαγορών εντός της ΕΕ), η ΕΕ μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε μια διακριτή οντότητα ενός ενιαίου υπερεθνικού συστήματος παγκόσμιας κυριαρχίας, όπου τα ηνία κρατούν οι ΗΠΑ. Μετατρέπεται σε υπερεθνικό μηχανισμό εξωοικονομικού και οικονομικού καταναγκασμού, απαλλοτρίωσης εθνών, κρατών και λαών. Όλο και περισσότερο η ΕΕ όχι μόνο αποβάλει τον χαρακτήρα της «περιφερειακής ολοκλήρωσης», αλλά χάνει και την «ευρωπαϊκή» της ταυτότητα προς όφελος ενός ενιαίου «ευρωατλαντικού χώρου» υπό την κυριαρχία των ΗΠΑ. Γι’ αυτό και η διεύρηνσή της δεν γίνεται με κανόνες αγοράς, ούτε προς αναζήτηση αγορών, αλλά με κανόνες προσάρτησης, μέσα από την ενσωμάτωση χωρών και λαών σε ένα ενιαίο σύστημα καταναγκασμού και απολυταρχίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου