Μια κρίση ταυτότητας και προοπτικής που αντανακλά τα γενικότερα αδιέξοδα της αριστεράς
Πολλοί αναλυτές, εντός κι εκτός αριστεράς, επιμένουν να παρουσιάζουν το σημερινό ΚΚΕ ως ένα αρχαϊκό, μονολιθικό, μονοδιάστατο κόμμα της «παραδοσιακής αριστεράς», που παραμένει ίδιο κι απαράλλαχτο για δεκαετίες. Ένα είδος, δηλαδή, «πολιτικού απολιθώματος» που επιμένει να επιβιώνει σε μια εποχή εκσυγχρονισμού και πολιτικής ρευστότητας. Απ’ την άλλη, είναι αρκετοί εκείνοι στην εξωκοινοβουλευτική αριστερά, που ενώ διατυμπανίζουν την «ταξικότητα» της σκέψης τους, απέναντι στο ΚΚΕ επιδεικνύουν μια προκλητικά αταξική προσέγγιση. Έτσι, το μόνο που ξέρουν να κάνουν είναι να επαναλαμβάνουν – με σταλινικές ή αντι-σταλινικές κορώνες – τις γνωστές παλιές λογικές του «σοσιαλφασισμού» του μεσοπολέμου, μόνο που αυτή την φορά ο «κύριος εχθρός» είναι μονίμως το ΚΚΕ. Η εμμονή αυτή δεν βασίζεται σε καμμιά νηφάλια κι αντικειμενική μελέτη της εξέλιξης του ΚΚΕ. Αντίθετα, βοηθά να συντηρείται μια συμπλεγματική προσέγγιση, όπου πρυτανεύουν δεισιδαιμονικοί αφορισμοί και ύποπτες σκοπιμότητες.
Δεν είναι λοιπόν ν’ απορεί κανείς γιατί η κρίση που έχει εκδηλωθεί μπροστά στο 16ο συνέδριο αποτελεί για ορισμένους ένα ακόμη προνομιακό πεδίο άνθησης των συμπλεγμάτων που τρέφουν από πολύ παλιά για το ΚΚΕ, ενώ για άλλους ιστορική ευκαιρία προβολής των δικών τους ιδιοτελών «πολιτικών σχεδίων» για την αριστερά γενικά. Έτσι, παρατηρούμε αρκετή κινητικότητα σε πολλά πολιτικά ερείπια, σ’ αρκετούς περιώνυμους «πολιτικούς παράγοντες», που επιχείρησαν να ηγηθούν, αλλά και δοκιμάστηκαν σε μαζικά σχήματα και κόμματα της αριστεράς τα προηγούμενα χρόνια κι απέτυχαν οικτρά. Όλοι αυτοί ελπίζουν πως η σημερινή πορεία εκφυλισμού του ΚΚΕ αποτελεί προνομιακό πεδίο προσωπικής καπηλείας. Μπας κι αποκτήσουν επιτέλους καινούργια πελατεία τα δικά τους «μαγαζάκια», που ήδη φυτοζωούν κι επιβιώνουν υπό προθεσμία. Γι αυτό και δεν είναι λίγοι εκείνοι που τρέφουν την ελπίδα – κρυφά ή φανερά – της διάλυσης του ΚΚΕ. Άλλοι γιατί πιστεύουν πως έτσι θα τους δοθεί η ευκαιρία να «επανιδρύσουν της Αριστερά», κάτω απ’ την δική τους ηγεμονική ομπρέλα κι άλλοι για να κλείσουν τους «ανοιχτούς λογαριασμούς» που η πολιτική τους ψυχοπαθολογία νιώθει ότι άφησαν οι διασπάσεις του ’68 και του ’91.
Η βαθιά κρίση του κομμουνιστικού κινήματος
Το βασικό πρόβλημα της σημερινής κατάστασης στο ΚΚΕ δεν βρίσκεται στις διαγραφές και τους αποκλεισμούς απόψεων, έστω κι αν πρόκειται για εκδήλωση ανοικτού φραξιονισμού της ΚΕ εναντίον του υπόλοιπου κόμματος. Ούτε είναι αποκλειστικά πρόβλημα ηγεσίας ή αυταρχικής πρακτικής της ηγετικής ομάδας. Κι αυτό θέλουμε να το τονίσουμε ιδιαίτερα, γιατί και οι δυό πλευρές της τωρινής σύγκρουσης – τόσο ο ηγετικός μηχανισμός, όσο και οι τέσσερις προσφάτως διαγραφέντες – έμειναν κυρίως στο τυπικό της διαμάχης, δηλαδή στο ποιος παραβίασε ή όχι το καταστατικό, ποιος θέλει πραγματικά ή όχι την «ενότητα του κόμματος». Γι αυτό και γίναμε μάρτυρες μιας ανούσιας διαμάχης όπου περίσσευε απ’ την μια πλευρά η χυδαία προδοτολογία κι απ’ την άλλη οι καταγγελίες για αυταρχισμό, μακριά απ’ την «ταμπακέρα»: το παρόν και το μέλλον του ΚΚΕ, αλλά και συνολικά του κομμουνιστικού κινήματος.
Η αλήθεια, όμως, είναι ότι οι αιτίες της κρίσης που διέρχεται το ΚΚΕ δεν αφορούν απλά την εσωκομματική του συγκρότηση, ούτε τις τρέχουσες πολιτικές του επιλογές. Γι αυτό και δεν μπορεί ν’ απαντηθεί απλά με «περισσότερη δημοκρατία» και «ανοίγματα» στην ευρύτερη αριστερά και την κοινωνία – όπως φαίνεται να πιστεύουν ορισμένοι. Ούτε πολύ περισσότερο με απλή αλλαγή φρουράς στον Περισσό. Η σημερινή κρίση αντλεί τις ρίζες της στην βαθύτατη κρίση ιδεολογικο-πολιτικής ταυτότητας, που ακολούθησε την τραγική ήττα του ’91, την χρεοκοπία και διάλυση του υπαρκτού σοσιαλισμού, και η οποία συνεχίζει να κατατρέχει το ΚΚΕ, όπως κι ότι απόμεινε απ’ το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα. Η ουσία της κρίσης αυτής δεν αφορά απλά την ήττα του άλλοτε «νικηφόρου σοσιαλισμού». Αυτό ήταν, θα μπορούσαμε να πούμε, η τελευταία πράξη ενός δράματος που είχε ξεκινήσει πολύ πιο πριν.
Η ουσία βρίσκεται στο γεγονός ότι σε μια περίοδο – ιδίως στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 – ισχυρότατων και παρατεταμένων κρισιακών κλονισμών του καπιταλισμού, σε μια περίοδο όπου ο καπιταλισμός στην προσπάθειά του ν’ ανασυγκροτηθεί αναγκάστηκε να ξεγυμνωθεί απ’ τα κύρια κοινωνικο-πολιτικά και ιδεολογικά ταμπού, που αποκοίμιζαν για δεκαετίες τους υπεξούσιους, το κομμουνιστικό κίνημα δεν μπόρεσε να αυτοεπιβεβαιωθεί σαν επαναστατική δύναμη, σαν πρωτοπόρα δύναμη κοινωνικής ανατροπής. Δεν μπόρεσε τελικά να δώσει το σύγχρονο πρόσωπο της κοινωνικής επανάστασης, της επαναστατικής διεξόδου προς την νέα κοινωνία.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ο παγκόσμιος καπιταλισμός έμπαινε σε μια νέα ιστορική περίοδο γενικευμένης διαρθρωτικής κρίσης, ή αλλιώς – για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία, με την οποία η Κομμουνιστική Διεθνής συνήθιζε να περιγράφει την δεκαετία του ’20 ανάλογες ιστορικές περιόδους – σε μια νέα «εποχή γενικευμένης ανισορροπίας»[1]. Ποιο ήταν ανέκαθεν το θεμελιακό γνώρισμα αυτών των εποχών; Το γεγονός ότι φέρνουν αντικειμενικά στην ημερήσια διάταξη την ανάγκη ανατροπής του υφιστάμενου κοινωνικού καταμερισμού εργασίας και μαζί του ολόκληρου του οικοδομήματος των παραγωγικών και κοινωνικο-ταξικών σχέσεων, που χαρακτήριζαν έως τότε τον καπιταλισμό. Εξαναγκάζουν, δηλαδή, τόσο το κεφάλαιο, όσο και τις εργαζόμενες τάξεις ν’ απαντήσουν με όρους οξύτατης ταξικής πάλης στο τι θα πρέπει να διαδεχθεί την ακόμη και με καπιταλιστικούς όρους χρεοκοπημένη υφιστάμενη κοινωνικο-οικονομική διάρθρωση. Γι αυτό και οι εποχές αυτές μπορούν να γεννήσουν μεγάλα επαναστατικά κινήματα, αλλά ταυτόχρονα και την πιο μαύρη «αντίδραση σ’ όλη τη γραμμή».
Το κομμουνιστικό κίνημα ξεπήδησε κι ανδρώθηκε μέσα από μια τέτοια «εποχή γενικευμένης ανισορροπίας», που ξεκίνησε λίγο πριν την απαρχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου κι έληξε λίγα χρόνια μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Σ’ αυτή την εποχή η ανθρωπότητα ολόκληρη συνταράχθηκε όχι μόνο από το ορμητικό επαναστατικό κύμα που γέννησε η Οκτωβριανή, τις ιστορικά πρωτοφανείς διαστάσεις της πάλης για κοινωνική απελευθέρωση, αλλά κι απ’ την απίστευτη βαρβαρότητα των δυό παγκόσμιων πολεμικών συρράξεων του ιμπεριαλισμού, τον φασισμό και τον ναζισμό. Αντίθετα, στην νέα ιστορική περίοδο «γενικευμένης ανισορροπίας», που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’70 και ολοκληρώθηκε στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90 – αν κι απ’ ότι φαίνεται μόνο ως προς την πρώτη φάση της, μιας και πολλά διαρθρωτικά της χαρακτηριστικά συνεχίζουν να επιμένουν έως σήμερα – είδαμε σε μια κατεξοχήν επαναστατική εποχή να εξαντλείται η επαναστατική δυναμική και να κυριαρχεί η «κοινωνική ρεβάνς» του κεφαλαίου.
Η κατάσταση αυτή αιφνιδίασε το κομμουνιστικό κίνημα, το οποίο βρέθηκε σε πλήρη αδυναμία να διοχετεύσει την κοινωνική ενέργεια που απελευθέρωνε η γενικευμένη διαρθρωτική κρίση του καπιταλιστικού κόσμου σ’ επαναστατικό δρόμο. Κι αυτό καθόλου τυχαία, μιας και η κατάσταση του κομμουνιστικού κινήματος αυτής της περιόδου έχει σοβαρές ιστορικές αναλογίες με την κατάσταση που βρέθηκε η σοσιαλδημοκρατία στις αρχές του 20ου αιώνα. Για μια ακόμη φορά τα επαναστατικά κόμματα βρίσκονταν εγκλωβισμένα στα αδιέξοδα των «εθνικών δρόμων» για τον σοσιαλισμό, όπου η αποθέωση του «εθνικού επιπέδου» ανάπτυξης της ταξικής πάλης, οδήγησε το κάθε κόμμα να «πάρει τον δρόμο του», να γυρίζει την πλάτη νόμιμα και κατά το δοκούν μπροστά στις επαναστατικές εκδηλώσεις της εποχής του, να κατακερματίζει την θεωρία και την επαναστατική πάλη ανακαλύπτοντας «εθνικούς μαρξισμούς» και να συνθηκολογεί με την «δική του» άρχουσα τάξη στο όνομα της «εθνικής ιδιομορφίας».
Για μια ακόμη φορά υπήρχε ένα βαθύ ρήγμα στο εσωτερικό τους, ανάμεσα στη μαζική ταξική τους βάση και σε μια ισχυρή ηγετική γραφειοκρατία, πού όπως και στην εποχή της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας, δεν ζούσε «για το κίνημα, αλλά από το κίνημα. Οπως όλοι οι γραφειοκράτες ήταν κι αυτοί περήφανοι γι αυτό που έκαναν, και μάλιστα για κάθε μικροεπιτυχία που είχαν μέσα στα συνηθισμένα πλαίσια της από καιρό δοκιμασμένης ρουτίνας. Έτσι η οργάνωση του κινήματος είχε μεταβληθεί γι αυτούς, από κίνητρο για δράση, σε αυτοσκοπό. Ασυναίσθητα είχαν κάνει σύγχυση του σκοπού με τα μέσα. Η κάστα αυτή εμφανιζόταν κάθε φορά επιφυλακτική για κάθε δραστηριοποίηση των μαζών, που ξέφευγε από τα «νόμιμα πλαίσια» και έθετε σε κίνδυνο τη νομιμότητα του κινήματος ή έστω αμφισβητούσε τη δοκιμασμένη ρουτίνα. Μ’ αυτόν τον τρόπο υποχρεώνονταν οι γραφειοκράτες να δεχτούν και να ανεχτούν το γεγονός το κόμμα να ελπίζει για καιρό ακόμα ότι μια μέρα θα νικιόταν ο καπιταλισμός και το εργατικό κίνημα θα τον διαδεχόταν. Γιατί μια τέτοια ελπίδα ήταν ακόμα ένα σπουδαίο μέσο για τον προσεταιρισμό νέων στρωμάτων της εργατικής τάξης στο κόμμα και άρα αύξησης του αριθμού των μελών και των εκλογέων της οργάνωσης»[2].
Για μια ακόμη φορά η επαναστατική θεωρία είχε μεταβληθεί σε «παραδουλεύτρα της πράξης», όπως έλεγε ο Γκράμσι. Για μια ακόμη φορά ο εκλεκτικισμός, η απολογητική και ο δογματισμός αποτέλεσαν τα αναγκαία μέσα για τη θεμελίωση μιας επίσημης «ειδωλολατρίας της Αρχής», που για να θυμηθούμε τον Μάρξ, αποτελούσε ανέκαθεν τη βασική πεποίθηση της εκάστοτε γραφειοκρατίας[3]. Μια ειδωλολατρία, που σ’ αντίθεση με το διαλεκτικό υλισμό της «ανελέητης κριτικής όλων όσων υπάρχουν, ανελέητης τόσο με την έννοια ότι δεν φοβάται σε ποια συμπεράσματα θα καταλήξει, όσο και με την έννοια ότι εξίσου δεν φοβάται να συγκρουστεί με τις όποιες κατεστημένες εξουσίες»[4] οδηγεί πάντα σ’ έναν «χυδαίο υλισμό, στον υλισμό της παθητικής υποταγής, της τυφλής πίστης στην εξουσία, του μηχανισμού μιας καθορισμένης τυπικής δραστηριότητας, καθορισμένων αρχών, απόψεων και παραδόσεων»[5].
Για μια ακόμη φορά αυτός ο χυδαίος υλισμός επέτρεψε την μετατροπή της προλεταριακής επανάστασης, από λυτρωτική επιδίωξη – τόσο για το άτομο όσο και για την κοινωνία συνολικά – σε απλή φράση, σε άλλοθι αναβίωσης γραφειοκρατικών κακέκτυπων του αστικού κράτους στο εσωτερικό του επαναστατικού κινήματος. Σε άλλοθι συγκέντρωσης νέων προνομίων στην κορυφή, απαίτησης παθητικής υποταγής και τυφλής πίστης στην εξουσία, όχι βέβαια στο όνομα του αστικού κοινοβουλευτισμού – όπως συνέβη στην περίπτωση της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας – αλλά τώρα πια στο όνομα του προλεταριάτου και των ιστορικών του καθηκόντων. Δεν είναι τυχαίο που ο Μαξίμ Γκόργκι έγραφε στα 1926 αναφερόμενος σε ορισμένα κορυφαία στελέχη των μπολσεβίκων πως «είναι αδύνατον να αισθανθώ ‘ένα’ με ανθρώπους που λένε, ‘Εμείς είμαστε προλετάριοι’ με τα ίδια αισθήματα που κάποιοι άλλοι άνθρωποι πριν απ’ αυτούς συνήθιζαν να λένε, ‘Εμείς είμαστε ευγενείς’»[6].
Όμως, στις συνθήκες της γενικευμένης διαρθρωτικής κρίσης, η δοκιμασμένη ρουτίνα δεν ήταν πλέον ικανή ούτε για μικροεπιτυχίες. Με τις δυνάμεις του κεφαλαίου σε μια όλο και πιο ανελέητη επίθεση για την «κοινωνική ρεβάνς», η γραφειοκρατική μονολιθικότητα οδήγησε στον γενικευμένο πανικό, την ιδεολογική σύγχυση, την παραίτηση, την ηττοπάθεια, την γενική συνθηκολόγηση. Κι αυτό δεν συνέβη μόνο στα κομμουνιστικά κόμματα που ήταν στην αντιπολίτευση, αλλά και σ’ αυτά που ήταν στην εξουσία. Όταν η κρατική και κομματική γραφειοκρατία διαπίστωσε ότι αυτό που είχε ταυτιστεί με την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, δηλαδή η μίζερη γραφειοκρατική διαχείριση των υλικών όρων διατήρησης των βασικών κοινωνικών κατακτήσεων και δικαιωμάτων, που αντιπροσώπευε ο υπαρκτός σοσιαλισμός, όχι μόνο δεν επαρκούσε πλέον, αλλά αποτελούσε και παράγοντα ραγδαίας επιδείνωσης της συνολικής κατάστασης του πληθυσμού, σήκωσε ψηλά τα χέρια. Κάτω απ’ την όλο και πιο έντονη πίεση του ιμπεριαλισμού βρήκε πιο εύκολο, πιο συμβατό με την ταξική της ιδιοσυγκρασία, να επιχειρήσει όχι βέβαια την επαναστατική τομή στην πορεία του σοσιαλισμού, ώστε ν’ ανοίξουν νέοι δρόμοι προς την κομμουνιστική προοπτική, αλλά την μετεξέλιξή της σ’ αληθινή άρχουσα τάξη μέσα απ’ την παλινόρθωση της «οικονομίας της αγοράς».
Το κομμουνιστικό κίνημα γεννήθηκε ως διαλεκτική άρνηση της γραφειοκρατικής αποσύνθεσης της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας, που την οδήγησε στην συνθηκολόγηση ακόμη και με τις πιο ακραίες καθεστωτικές πρακτικές του καπιταλισμού. Παρόλα αυτά και οι κομμουνιστές κατέληξαν τελικά ν’ αναπαράγουν τις ίδιες κληρονομικές ιδεολογικο-πολιτικές αγκυλώσεις, τα ίδια γραφειοκρατικά σύνδρομα, που γεννήθηκαν για να καταπολεμήσουν. Εδώ βρίσκεται και η πραγματική ουσία της κρίσης ιδεολογικο-πολιτικής ταυτότητας και προοπτικής του κομμουνιστικού κινήματος των τελευταίων δεκαετιών πριν την ιστορική ήττα του ’90, όπου η διάλυση του υπαρκτού σοσιαλισμού οδήγησε στην άτακτη υποχώρηση.
Επιστροφή στο παρωχημένο παρελθόν
Η συντριβή του πάλαι ποτέ κραταιού κομμουνιστικού κινήματος, συμπαρέσυρε και κάθε κίνημα γνήσιας αριστερής αμφισβήτησης της διχτατορίας του κεφαλαίου. Κι αυτό καθόλου τυχαία, μιας και καμμιά άλλη εκδοχή της «ριζοσπαστικής αριστεράς» δεν μπόρεσε ούτε να κατανοήσει, αλλά κι ούτε ν’ ανταποκριθεί στις πραγματικές επαναστατικές απαιτήσεις της νέας «εποχής γενικευμένης ανισορροπίας», που εξακολουθεί να διέρχεται ο καπιταλισμός. Αντίθετα, παρατηρούμε, ως τυπική «απάντηση» στην κρίση, την επιστροφή στο παρωχημένο παρελθόν, σε ιδεολογικά θέσφατα, μορφές οργάνωσης και τρόπους πολιτικής δράσης από τις προϊστορικές περιόδους της αριστεράς.
Γι αυτό κι ολόκληρη η αριστερά ταλανίζεται όχι μόνο από την γενίκευση της ήττας και της παραίτησης, τη μαζική αποστράτευση, την ιδεολογική κατάπτωση και την πολιτική αφομοίωση, αλλά κι από πολλούς επίδοξους «αναμορφωτές» ή «ανανεωτές» της, που γεμάτοι έπαρση αναζητούν την «επανίδρυση» ή την «ανασύνθεση» ολόκληρης της αριστεράς με φθαρμένα υλικά από παρωχημένες αντιλήψεις και ιδεολογικο-πολιτικές «αιρέσεις» που χρεοκόπησαν, κατέληξαν στο περιθώριο κι αποσυντέθηκαν πολύ καιρό πριν χρεοκοπήσει και διαλυθεί ο υπαρκτός σοσιαλισμός.
Οι λογικές αυτές έγινε προσπάθεια να επιβληθούν ως «διέξοδος» και στην κρίση του κομμουνιστικού κινήματος, ήδη απ’ την εποχή του ’89 και ’91, όπως φάνηκε μέσα απ’ την φραξιονιστική σύγκρουση κορυφής στο ΚΚΕ, που οδήγησε στις δυό απανωτές διασπάσεις της εποχής. Κοινό χαρακτηριστικό και των δυό ιδεολογικο-πολιτικών ρευμάτων που αποσπάστηκαν απ’ το ΚΚΕ εκείνη την εποχή, ήταν η άτακτη υποχώρηση σε λογικές που ταλάνιζαν ολόκληρη την αριστερά, πριν την εμφάνιση του κομμουνιστικού κινήματος. Έστω κι αν η υποχώρηση αυτή εκδηλώθηκε με δυό φαινομενικά αντιθετικούς τρόπους:
Απ’ την μια, με την διεκδίκηση της ιδεολογικο-πολιτικής καθαρότητας με τους ίδιους όρους μ’ εκείνους των παλιών «μυστικών εταιριών» και σοσιαλιστικών ομάδων που κατά τον Ένγκελς δεν έκαναν τίποτε άλλο απ’ το να «διακηρύσσουν την πολιτική του Χαλίφη Ομάρ όταν αυτός έκαψε την βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας: είτε αυτά τα βιβλία είναι αντίθετα στο Κοράνι, οπότε είναι επιζήμια, είτε περιλαμβάνουν το ίδιο πράγμα, οπότε είναι περιττά – όλα στην φωτιά!»[7]. Μόνο που στην εποχή του Ένγκελς οι λογικές αυτές ήταν εκδήλωση της ανωριμότητας του κινήματος, ενώ σήμερα φαινόμενο σήψης κι αποσύνθεσης, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς εύκολα παρατηρώντας την ιδεολογία και την πολιτική του ΝΑΡ.
Κι απ’ την άλλη, με την προσπάθεια αφομοίωσης των κομμουνιστών μέσα σ’ ένα πολυσυλλεκτικό κόμμα της ευρύτερης αριστεράς, όπου θα συνυπάρχουν όλες οι τάσεις, από την κεντροαριστερά έως τη ριζοσπαστική αριστερά. Έτσι εισπράξαμε τον σημερινό ΣΥΝ ως πολιτικό έκτρωμα μιας παλαιολιθικής λογικής – που κατάγεται απ’ την εποχή εμφάνισης της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας – η οποία κατανοούσε την ανάγκη της «ενότητας» των κοινωνικο-πολιτικών δυνάμεων που στρατεύονται στον χώρο της αριστεράς, μέσα από «έναν και μοναδικό φορέα» της αριστεράς. Ένα κόμμα-φεντερασιόν, όπου υπάρχει χώρος για όλους: Για όσους φλερτάρουν ανοικτά με τον δικομματισμό κι ότι αυτός αντιπροσωπεύει, αλλά και για όσους υποτίθεται ότι τον αντιστρατεύονται. Όσους ψηφίζουν το Μάαστριχ και αρέσκονται να λειτουργούν ως «βασιλικότεροι του βασιλέως», μ’ όσους φαίνεται να το μάχονται. Όσους έχουν προ πολλού παραιτηθεί κι ονειρεύονται την νομή της εξουσίας, μ’ όσους υποστηρίζουν ότι εξακολουθούν να οραματίζονται την αντικαπιταλιστική αναγέννηση της αριστεράς.
Αυτές οι δυό εκδοχές της ίδιας αποσυνθετικής λογικής είχαν κάνει την εμφάνιση τους στο εσωτερικό του ΚΚΕ σαν οργανωμένες φράξιες κορυφής, αρκετά πριν εκδηλωθεί ο ανοικτός ανταγωνισμός τους. Η βασική τους προσπάθεια ήταν να εκμεταλλευθούν τις αναζητήσεις της κομματικής βάσης, τις αυταπάτες και τα αδιέξοδα της περιόδου για να επιβάλουν την δική τους εσωκομματική δικτατορία[8].
Τα λέμε όλα αυτά γιατί είδαμε προσφάτως ορισμένους απ’ τους πρωταγωνιστές της διάσπασης του ’91, ν’ αποδίδουν ότι συνέβη σ’ «ακραίες θέσεις», σε υπερβολές και σε παρεξηγήσεις. Έτσι, ο κ. Δραγασάκης σε πρόσφατη συνέντευξή του έλεγε για την διάσπαση μετά το 13ο Συνέδριο: «Δεν κάναμε ότι έπρεπε για να διασκεδάσουμε τις φοβίες της παλαιάς φρουράς. Όλοι αυτοί, μαζί κι ο Χαρίλαος, νόμιζαν ότι εμείς θα καταργήσουμε το σφυροδρέπανο και την ιστορία τους. Τροφή τους έδιναν και διάφοροι δικοί μας με ακραίες θέσεις»[9]. Τι απίστευτη υποκρισία! Ακόμη και η προφανής σκοπιμότητα του κ. Δραγασάκη να ψαρέψει στα θολά νερά που συντηρεί η σημερινή κατάσταση του ΚΚΕ, δεν δικαιολογεί αυτά τα «κενά μνήμης». Η αλήθεια είναι ότι αυτό που αντιπροσώπευε τότε ο κ. Δραγασάκης και οι «δικοί του», δεν ήταν η «ανανέωση» του ΚΚΕ, αλλά η αφομοίωσή του μέσα στον ΣΥΝ, που ήδη είχαν ξεκινήσει να τον μετατρέπουν σε «μαζικό κόμμα της αριστεράς». Ξεχνά φαίνεται ότι ο ίδιος και οι «δικοί του» είχαν πρωτοστατήσει στην μετατροπή του ΣΥΝ από ανοιχτή αριστερή συμμαχία δυνάμεων και κινημάτων, σε κλειστό κλαμπ δυό προνομιακών εταίρων, όπου βασίλευε το παρασκήνιο κορυφής, τα αριστήνδην και ο παραγοντισμός. Σ’ αυτές τις συνθήκες επιχείρησαν να επιβάλουν σ’ ολόκληρο το κόμμα το δίλημμα: αφομοίωση μέσα στον ΣΥΝ ή διάλυση του ΚΚΕ. Γι αυτό και θέλει πραγματικά μεγάλο θράσος να εμφανίζεται ένας θιασώτης του «τέλους του κομμουνισμού», απ’ εκείνους που όσο ήταν μέσα, αλλά κι όταν βρέθηκε εκτός, συστρατεύθηκε σ’ όλους τους «ιερούς πολέμους» του κατεστημένου εναντίον των συμβόλων, της ιστορίας και της ιδεολογίας, που υποτίθεται ότι δεν ήθελε να καταργήσει, ως αδικημένος «ανανεωτής» του κομμουνιστικού κινήματος. Έκτός κι αν στον περίεργο ανεστραμμένο κόσμο της παραίτησης και της αποστράτευσης, η ανανέωση ταυτίζεται με την διάλυση και την αφομοίωση.
Σαφώς πιο ειλικρινής ο κ. Ανδρουλάκης διατύπωνε το μεγάλο του παράπονο λέγοντας: «Ο Χαρίλαος είχε τα όριά του. Η στάση του άλλαξε μέσα σ’ ένα βράδυ. Αφορμή ήταν η κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Αφού το παγκόσμιο φρούριο κατέρρευσε, ας κρατήσουμε εδώ το δικό μας οχυρό και βλέπουμε. Αυτή ήταν η σκέψη του»[10]. Η ειλικρίνεια αυτού του θλιβερού παράπονου βρίσκεται στο γεγονός ότι πραγματικά οι μεθοδεύσεις και οι συγκρούσεις που οδήγησαν στην διάσπαση του ’91 έγινε σκόπιμη προσπάθεια να διεξαχθούν στους σκοτεινούς διαδρόμους της κορυφής, μακριά από μια ανοιχτή ιδεολογικο-πολιτική αντιπαράθεση μπροστά σ’ ολόκληρο το κόμμα. Κανείς δεν έδινε δεκάρα τσακιστή για την κομματική βάση, την οποία όλες οι φράξιες που δρούσαν τότε σ’ επίπεδο ηγεσίας δεν της έτρεφαν καμμιά εμπιστοσύνη και την αντιμετώπιζαν αποκλειστικά και μόνο ως αντικείμενο χειραγώγησης. Τα πάντα ήταν αντικείμενο «κομπρεμί» και διαπραγμάτευσης «κεκλεισμένων των θυρών», ανάμεσα στην παλαιά φρουρά και στις νέες φρουρές, που διεκδικούσαν τα ηνία απ’ τους «γέρους», για δικούς της λόγους η καθεμιά.
Είναι αλήθεια ότι το δημόσιο «άδειασμα» του κ. Ανδρουλάκη και του σιναφιού του απ’ τον Χαρίλαο Φλωράκη, έπαιξε σημαντικό ρόλο στο προς τα που θα γείρει η παλάντζα στην κορυφή. Οπως είναι επίσης αλήθεια ότι αυτό που κέρδισε στην αναμέτρηση μέσα στο ΚΚΕ την εποχή εκείνη ήταν κυρίως η ενστικτώδης αντίδραση μεγάλου μέρους της κομματικής βάσης ενάντια στις λογικές αφομοίωσης και διάλυσης του κόμματος, που αντιπροσώπευαν τότε οι περιφερόμενοι ως «ανανεωτές». Το δυστύχημα, όμως, βρίσκεται στο γεγονός ότι αυτή η αντίδραση ήταν κυρίως ενστικτώδης και κατά βάση συναισθηματική. Πρυτάνευσε, δηλαδή, η λογική του «φρουρίου», που επικαλείται ο κ. Ανδρουλάκης.
Αυτό έδωσε την ευκαιρία ν’ αναρριχηθεί στην κορυφή η σημερινή ηγετική ομάδα, η οποία παρά το γεγονός ότι δρούσε από πολύ παλιά σαν φράξια με τον ηγετικό της πυρήνα στην ΕΠ της ΚΟΑ επί γραμματείας Αλέκας Παπαρήγα, ακολουθούσε τακτική «χαμηλού προφίλ» με στόχο να προσελκύει τους «δυσαρεστημένους» από την ανοιχτή φραξιονιστική διαπάλη των «μορμόνων» – κατόπιν ΝΑΡ – και των «ανανεωτών». Η φράξια αυτή την εποχή που μπήκε επί τάπητος το παρών και το μέλλον του ΚΚΕ, αντιτάχθηκε στους «ανανεωτές» μόνο για λόγους σκοπιμότητας. Σ’ επίπεδο ιδεολογίας και πολιτικής είχε προ πολλού συνθηκολογήσει. Γι αυτό και πριν η «παλιά φρουρά» δείξει τις πραγματικές της διαθέσεις, οι σημερινοί «πούροι επαναστάτες» του Περισσού διατελούσαν εν πλήρη συγχύσει. Απ’ αυτή την άποψη είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση της Αλέκας Παπαρήγα στις παραμονές του 13ου συνεδρίου: «Είμαι μέλος της ΚΕ από το ’78 και του ΠΓ από το 1986. Με δυό φράσεις χαρακτηρίζω την απόδοσή μου, «βασανιστική προσπάθεια προσφοράς και ανάπτυξης» από τη μια και «εμφανής αποτυχία» από την άλλη. Ευθύνομαι για την όλη κατάσταση που βρίσκεται σήμερα το κόμμα, σε όλους τους τομείς, σαν γραμματέας της ΚΟΑ και σαν μέλος του ΠΓ»[11]. Λίγο μετά απ’ αυτή την δήλωση η Αλέκα Παπαρήγα εκλέχτηκε γραμματέας του κόμματος, ανοίγοντας τον δρόμο ανάδειξης στα νέα κεντρικά όργανα του κόμματος με κριτήριο όχι βέβαια την ικανότητα, αλλά την «εμφανή αποτυχία». Αρκεί μόνο να δηλώνει κανείς πιστός στην εκάστοτε Ανώτατη Αρχή.
Βέβαια, η υποκριτικά μηδενιστική «αυτοκριτική» της Παπαρήγα έχει μεγαλύτερη δόση αλήθειας απ’ ότι πίστευε η ίδια όταν την έκανε. Κι αυτό γιατί αν κάνει κανείς τον κόπο να διαβάσει τι έγραφαν τότε όλοι οι σημερινοί «προδοτο-φάγοι» και «πούροι επαναστάτες» του Περισσού, θα διαπιστώσει πως ελάχιστες διαφορές επί της ουσίας τους χώριζαν απ’ τους «ανανεωτές» εκείνης της εποχής. Ακόμη και στα πιο σκαμπρόζικα ζητήματα της τρέχουσας πολιτικής του κόμματος. Έτσι η Αλέκα Παπαρήγα μιλώντας στην Ολομέλεια της ΚΕ μετά την πανωλεθρία των δημοτικών εκλογών του ’90, που το ΚΚΕ λόγω της τυχάρπαστης πολιτικής του ΣΥΝ – ελέω Ανδρουλάκη και Σία – μ’ αποκορύφωμα την τυχοδιωκτική συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ, έχασε πάνω απ’ τους μισούς δήμους στην Αττική, θα περίμενε κανείς να «βροντά και ν’ αστράφτει». Αντίθετα, όμως, έλεγε: «Η απώλεια δήμων γενικά και ιδιαίτερα στην Αθήνα, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η μη επίτευξη καθολικής(!) συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ είναι η βασική αιτία της μείωσης των θέσεων του ΣΥΝ»[12]. Ενώ ένας άλλος όψιμος «μεγάλος επαναστάτης», ο Μ. Μαίλης, έδινε εκπληκτικά δείγματα πολιτικής διαλεκτικής: «Η τακτική της συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ, έστω όπως τελικά εξελίχθηκε και παρά την έκταση που πήρε, λαθεμένα κατά την γνώμη μου, δημιούργησε δυνατότητες. Άνοιξε ρωγμή στην πόλωση, που υπήρξε τα τελευταία χρόνια, ανάμεσα στον κόσμο του ΠΑΣΟΚ και του Συνασπισμού»[13]. Η ήττα που «δημιουργεί δυνατότητες», η τυχοδιωκτική συνεργασία που «ανοίγει ρωγμές στην πόλωση». Εκπληκτικά πράγματα.
Ακριβώς γι αυτό τον λόγο και η αντιπαράθεση με τους «ανανεωτές» δεν γινόταν ως όφειλε σε ιδεολογικό επίπεδο, αλλά σ’ επίπεδο καταστατικού και συμβόλων. Η αντι-πρόταση στην λογική αφομοίωσης και διάλυσης των οπαδών της μετεξέλιξης του ΣΥΝ σε κόμμα, ήταν η τυπική «ενότητα του κόμματος με βάση το καταστατικό», όπου η συμφωνία θα περιοριζόταν απλά στην διατήρηση των συμβόλων. Το γεγονός ότι μια τέτοια «συμφωνία κορυφής» δεν επετεύχθη, οφείλεται κυρίως στους «ανανεωτές», οι οποίοι υποτίμησαν την ιστορική αντοχή του ΚΚΕ και πίστεψαν τις διαβεβαιώσεις των μηχανισμών εξουσίας – π.χ. των γνωστών συγκροτημάτων ΜΜΕ – ότι λόγω της ήττας και χάρις στις πιέσεις τους το κόμμα θα εξαφανιστεί μια και καλή απ’ την πολιτική ζωή της χώρας. Αν οι κύριοι αυτοί ήταν λίγο περισσότερο ιστορικά μορφωμένοι κι επέλεγαν να παραμείνουν στο κόμμα στα πλαίσια της τυπικής ενότητας που τους προτεινόταν, τότε σήμερα είναι πολύ πιθανό ότι δεν θα υπήρχε πλέον ΚΚΕ, ή θα είχαμε ένα κόμμα σαν το ΚΚ Γαλλίας. Και σ’ αυτή την πορεία να είναι όλοι σίγουροι ότι θα ακολουθούσε συντεταγμένα και η πλειοψηφία της τωρινής φρουράς του Περισσού. Απ’ αυτή την σκοπιά είναι δικαιολογημένο το παράπονο του Δραγασάκη και του Ανδρουλάκη.
Τι μέλλει γενέσθαι;
Οπως καταλαβαίνει ο ευφυής αναγνώστης, το γεγονός ότι το ΚΚΕ διεσώθη όπως-όπως μετά το ’91, δεν σημαίνει ότι γλύτωσε κι απ’ τις συμπληγάδες που συνεχίζουν να συνθλίβουν ότι απέμεινε απ’ το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα. Κι αυτές οι συμπληγάδες που εξακολουθούν ν’ απειλούν είναι, απ’ την μια, η προοπτική της σέκτας – όπως δυστυχώς έχει καταλήξει να είναι η πλειοψηφία των σημερινών κομμουνιστικών κομμάτων – κι απ’ την άλλη, η αφομοίωση – μετά ή άνευ συμβόλων – μέσα σε γενικά σχήματα της αριστεράς, όπου τα πάντα είναι δυνατά, όπως δείχνει η περίπτωση του ΚΚ Γαλλίας και της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης στην Ιταλία.
Πως αναμετρήθηκε η σημερινή ηγετική ομάδα του ΚΚΕ μ’ αυτή την πραγματικότητα; Πέρα από την χυδαία προδοτολογία, που πάντα ήταν κι είναι το ασφαλές αποκούμπι, όσων έχουν τρομακτική δυσκολία ν’ αναμετρηθούν στο πεδίο της ιδεολογίας και της πολιτικής. Διατήρησε την φραξιονιστική της συγκρότηση, έπνιξε κάθε ίχνος σοβαρής ιδεολογικής και θεωρητικής αναζήτησης και βάλθηκε σε μια συστηματική αναθεώρηση όλων των θεμελιακών προγραμματικών αρχών και αξιών, που είχε κατακτήσει το κομμουνιστικό κίνημα στην ιστορική του πορεία. Αμέσως μετά το 14ο συνέδριο άρχισε η «αποψίλωση» του κόμματος απ’ όσους κομμουνιστές πίστευαν όχι μόνο στην ανάγκη ύπαρξης του ΚΚΕ, αλλά και στην δραματικά αναγκαία επαναστατική του ανανέωση, ανακαλύπτοντας ξανά τις αληθινές μπολσεβίκες παραδόσεις του κινήματος, ώστε ν’ ανασυγκροτηθεί το κόμμα όχι ως κακέκτυπο του εαυτού του, αλλά ως ένα σύγχρονο επαναστατικό «κόμμα νέου τύπου».
Η ανάγκη ανοικτής ιδεολογικο-πολιτικής ζύμωσης για το παρών και μέλλον του κομμουνιστικού κινήματος ποινικοποιήθηκε, ενώ μέγιστο προσόν αναδείχθηκε η πνευματική οκνηρία και η τυφλή πίστη στη δοσμένη ηγεσία. Έτσι, άνοιξε ο δρόμος, με την μέθοδο της διολίσθησης να οικοδομηθεί ένα νέο κόμμα που μοιάζει με το παλιό μόνο ως προς τα σύμβολα και τους συμβολισμούς που καπηλεύεται. Στο διάστημα έως το 15ο συνέδριο αναθεωρήθηκε ο τρόπος κατανόησης του παγκόσμιου και του ελληνικού καπιταλισμού. Αναθεωρήθηκε εκ βάθρων ο χαρακτήρας και οι όροι της επικείμενης επανάστασης. Η πολιτική συμμαχιών κατάντησε μια χυδαία επιλεκτική προσέγγιση όχι μ’ αριστερές δυνάμεις και κινήματα, αλλά με παράγοντες και παραγοντίσκους δίχως αρχές και όρια. Πετάχτηκε στα σκουπίδια η κλασσική προσέγγιση των κομμουνιστών στα συνδικάτα και το μαζικό κίνημα, για ν’ αντικατασταθεί με την αναρχοσυνδικαλιστική λογική των ταξικών και μη συνδικάτων. Ποδοπατήθηκε κάθε έννοια δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, όπου ταυτίστηκε πλέον με την υποχρεωτική πειθαρχία στην δοσμένη ηγεσία, με τους ίδιους όρους που υπάρχει και στα αστικά κόμματα.
Το 16ο Συνέδριο δεν είναι παρά η τελευταία πράξη μιας γενικευμένης κρίσης που από ‘δώ και μπρος θα θέτει όλο και περισσότερο σε δοκιμασία την ίδια την ύπαρξη του κόμματος. Ο κ. Ανδρουλάκης και το σινάφι του, μπορούν να αισθάνονται «δικαιωμένοι»: ότι δεν κατόρθωσαν αυτοί στις αρχές της δεκαετίας του ’90, έχει βαλθεί να το καταφέρει η σημερινή ηγετική ομάδα.
Επάνω σ’ αυτή την κατάσταση επιχειρούν ορισμένοι να ψαρέψουν σε θολά νερά για μια ακόμη φορά. Προσπαθούν να επιβάλουν για ακόμη φορά στους κομμουνιστές το πλαστό δίλημμα: Είτε φυγή προς μια λογική σέκτας, είτε απογείωση στον νεφελώδη ουρανό της «ενότητας της αριστεράς». Όσοι ονειρεύονται ότι θα εξαργυρώσουν τον εκφυλισμό του ΚΚΕ για τα δικά τους πολιτικά παιχνίδια, απλά τους λέμε ότι λογαριάζουν δίχως τον ξενοδόχο. Κι ο ξενοδόχος είναι οι χιλιάδες κομμουνιστές, είτε βρίσκονται μέσα στο ΚΚΕ, είτε βρίσκονται εκτός, που διεκδικούν του κόμμα τους, όχι ως μουσειακό κειμήλιο, όχι ως γραφειοκρατικό κακέκτυπο του χθες – όπως το θέλει η σημερινή φρουρά του Περισσού – αλλά ως μια σύγχρονη επαναστατική δύναμη, ως ένα πραγματικό «κόμμα νέου τύπου», ικανό να κάνει πράξη τις μπολσεβίκικες παρακαταθήκες που ξεχάστηκαν ή πετάχτηκαν στα σκουπίδια και ν’ ανοίξει νέους δρόμους στην πάλη για την κοινωνική απελευθέρωση. Από δω και μπρος αυτό είναι το βασικό καθήκον με το οποίο πρέπει ν’ αναμετρηθεί όποιος επιμένει να θεωρεί τον εαυτό του κομμουνιστή. Κι αυτό αποτελεί το θεμελιακό κριτήριο εντιμότητας των «πολιτικών σχεδίων» οποιουδήποτε θέλει ν’ αντιπαλέψει τον σημερινό εκφυλισμό του κόμματος και του κινήματος.
28/11/2000
Δημήτρης Καζάκης
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εργατική Πολιτική
Y.Γ. Το άρθρο είχε ζητηθεί απ’ το περιοδικό Μανιφέστο για να συμπεριληφθεί σ’ ένα υποτιθέμενο αφιέρωμά του για τις εξελίξεις στην Αριστερά. Ωστόσο, μετά την παραλαβή του, η ΣΕ του συγκεκριμένου περιοδικού απαγόρευσε την δημοσίευσή του διότι περιείχε «υβριστικές εκφράσεις». Στην συνεδρίαση της ΣΕ που συζητήθηκε το συγκεκριμένο άρθρο ζητήθηκε απ’ το συγγραφέα του ν’ αφαιρεθούν ως «υβριστικά», όλα όσα αναφέρονται γι αυτούς που τρέφουν βαθιές ψυχώσεις για το ΚΚΕ, ότι δεν κολακεύει την νεοσύστατη «επανίδρυση της Αριστεράς», τον ΣΥΝ, τον Δραγασάκη, τον Ανδρουλάκη, καθώς και όσα αναφέρονται για την τακτική των «ανανεωτών» στην διάσπαση του ’91.
Μάλιστα ηγετικά στελέχη του λεγόμενου «αριστερού ρεύματος» του ΣΥΝ απειλούσαν ότι εάν δημοσιευτεί το συγκεκριμένο άρθρο, θα αποσύρουν την υποστήριξή τους απ’ το περιοδικό! Δεν θέλησαν να συζητήσουν ούτε καν την δυνατότητα να δημοσιεύσουν αυτούσιο το άρθρο, μαζί με δική τους απάντηση, πράγμα που θα έδινε την δυνατότητα ν’ ανοίξει ένας διάλογος για την ουσία των εκτιμήσεων και την αλήθεια όσων αναφέρονται και χαρακτηρίζονται ως «υβριστικά». Αυτό που έθιξε ιδιαίτερα την γνωστή «δημοκρατική ευαισθησία» των κυρίων αυτών είναι η ακροτελεύτια παράγραφος του άρθρου για την ανάγκη οικοδόμησης ενός πραγματικού «κόμματος νέου τύπου». Έτσι αναγκάστηκαν να αποποιηθούν τις προφάσεις περί «ύβρεων» και να θέσουν θέμα «πειθαρχίας» για όποιον κάνει το θανάσιμο λάθος να υποστηρίξει ακόμη και την απλή δημοσίευση του συγκεκριμένου άρθρου.
Οτιδήποτε αντιστρατεύεται την πολιτική θολούρα, τη σκόπιμη καλλιεργούμενη σύγχυση, τη στημένη πόλωση ανάμεσα σε Σκύλα και Χάρυβδη, τις γενικές αναφορές του «όλοι αριστεροί είμαστε» – ακόμη κι όσοι αναμασούν τα ιδεολογικο-πολιτικά θέσφατα της κεντροαριστεράς και νιώθουν υποχρεωμένοι να χειροκροτούν κάθε πολεμική ή πραξικοπηματική επέμβαση του ιμπεριαλισμού στην περιοχή – πρέπει να ποινικοποιηθεί και να διωχθεί. Η κατάσταση αυτή ανάγκασε τους δυό κομμουνιστές της ΣΕ του περιοδικού να παραιτηθούν και να διακόψουν κάθε σχέση μ’ αυτή την κλίκα. Το γεγονός ότι δεν τόλμησε κανένας άλλος απ’ την ΣΕ, να διαφοροποιηθεί ανοικτά απ’ αυτή την κατάσταση – παρά την κατ’ ιδίαν «ηθική συμπαράσταση» απ’ ορισμένους – δείχνει το πολιτικό επίπεδο ακόμη κι όσων, τόσο απ’ το «αριστερό ρεύμα», όσο κι απ’ αλλού, θέλουν να εμφανίζονται πιο αριστεροί κι ολίγον από κομμουνιστές. Οπως πάντα, οι πολιτικές σκοπιμότητες είναι πάνω απ’ τις επιταγές της συνείδησης και τις αφειδώς διακηρυσσόμενες αρχές.
[1] Βλέπε τις αναλύσεις για την «διεθνή κατάσταση και τις προοπτικές της παγκόσμιας επανάστασης» στα πρακτικά του 3ου και 4ου Παγκόσμιου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς, στο Congress Reports 1921-22, Report of Meetings held at Moscow June 22nd – July 12th, 1921 & at Petrograd &Moscow Nov. 7 – Dec.3, 1922 by “Moscow” the daily organ of the World Congress.
[2] Βολφγκανγκ Αμπεντρότ, Κοινωνική Ιστορία του Ευρωπαϊκού Εργατικού Κινήματος, Οδυσσέας (Αθήνα, 1976), σελ. 62. Η περιγραφή αυτή αφορά την ηγετικό μηχανισμό της σοσιαλδημοκρατίας του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα. Ωστόσο, απεικονίζει με μεγάλη ακρίβεια και την κατάσταση των κομμουνιστικών κομμάτων, ιδίως τις 2 ή 3 τελευταίες δεκαετίες πριν την ιστορική ήττα του ’90.
[3] Κ. Μαρξ: Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου, Παπαζήσης (Αθήνα 1978), σελ. 85.
[4] K. Μάρξ: Γράμματα στα Γερμανο-Γαλλικά Χρονικά, στο K. Marx & F. Engels, Collected Works, v. 3 (1843-1844) International Publishers (New York 1975), σελ. 142.
[5] Κ. Μαρξ: Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου, Παπαζήσης (Αθήνα 1978), σελ. 85.
[6] Γράμμα του Μαξίμ Γκόργκι στον Γκλαντκόφ το 1926. Αναφέρεται στο Roy Medvedev, Leninism & Western Socialism, Verso (London, 1981), p. 65.
[7] Γράμμα του Φρ. Ένγκελς στον Πωλ Λαφάργκ, 22/8/1894, Correspondence, vol. 3, 1891-1895, Foreign Languages Publishing House (Moscow, 1959), σελ. 338.
[8] Για την ιδεολογική οριοθέτηση των «τάσεων» αυτών στο εσωτερικό του ΚΚΕ, βλ. Δημήτρη Καζάκη, Η ανασυγκρότηση του πολιτικού σκηνικού και η Αριστερά, Κομμουνιστική Επιθεώρηση, τεύχος 12, Δεκέμβρης 1989, σελ. 21-27. Για την ιστορία πρέπει να ομολογήσουμε ότι η «τρίτη τάση» που περιγράφει το άρθρο, αλλά και γενικότερα η φιλοσοφία του, απασχολούσε τότε μόνο μια μικρή ομάδα «οργανικών διανοουμένων» του κεντρικού μηχανισμού, οι οποίοι ήταν και οι μόνοι που είχαν τα κότσια να παρουσιάσουν ολοκληρωμένη «πλατφόρμα» για το τι σημαίνει πραγματική επαναστατική ανανέωση στο ΚΚΕ. Απ’ την πολυσέλιδη εκείνη «πλατφόρμα» δημοσιεύτηκε αργότερα μόνο ένα σύντομο κομμάτι που αναφερόταν στην κρίση του κομμουνιστικού κινήματος, βλ. Δημ. Καζάκη, Η ουσία της κρίσης του κομμουνιστικού κινήματος, Κομμουνιστική Επιθεώρηση, τεύχος 7-8/Ιούλης-Αύγουστος 1991, σελ. 26.
[9] Ελευθεροτυπία, 28-29/10/2000.
[10] Στο ίδιο.
[11] Ριζοσπάστης, 5/2/1991.
[12] Ριζοσπάστης, 24/11/1990.
[13] Στο ίδιο.
Τι νόημα έχει μια κοινωνία χωρίς υγιείς ανθρώπους; Την κατάθλιψη. Δηλαδή την εκμετάλλευση έχει ως σκοπό. Θα ντρεπόμουνα να είμαι κομουνιστής στο ΚΚΕ και να σκέφτομαι σαν Παπαρήγα και σαν Μαΐλης και σαν τους άλλους. Δηλαδή να λέω "φέρ' ειπείν" όπως ο Βουτσάς στην ταινία με τον Φωτόπουλο και το δίκανο.
ΑπάντησηΔιαγραφή