Το ν’ αγαπάς την πατρίδα σου και να είσαι διατεθειμένος να θυσιαστείς και να πολεμήσεις γι αυτήν, αυτό είναι πατριωτισμός. Το να μην έχεις σπίτι, το να μην είσαι σε θέση να παρέχεις στον εαυτό σου και στους αγαπημένους σου τροφή, ρούχα και κατάλυμα, αυτό είναι φτώχεια.
Με μια πρώτη ματιά θα νόμιζε κανείς ότι κάποιος που πλήττεται απ’ την φτώχεια δεν θα μπορούσε ποτέ να ήταν πατριώτης. Δεν του ανήκει κανένα τμήμα καμιάς χώρας και πατριωτισμός σημαίνει αγάπη για την χώρα που σου ανήκει, όχι αγάπη για μια χώρα που ανήκει σ’ άλλους.
Τι σημασία έχει για τον πεινασμένο φτωχοδιάβολο, αν η χώρα στην οποία αυτός βρίσκεται πεινασμένος ανήκει σ’ αυτόν ή σ’ εκείνον τον επικυρίαρχο, απ’ την στιγμή που η μίζερη κατάστασή του δεν αλλάζει;
Όμως, βλέπουμε ότι η φτώχεια, αντί να συντρίβει τον πατριωτισμό, στην πραγματικότητα φαίνεται να τον παράγει. Ο στρατός που έφυγε χθες απ’ την Νέα Υόρκη για να πολεμήσει τους Κινέζους[‡] ήταν κυρίως άνδρες που δεν τους ανήκε τίποτε απ’ την άποψη της ιδιοκτησίας σ’ αυτή την χώρα. Δεν πρόκειται να πολεμήσουν απ’ αγάπη για την πατρίδα τους. Τέτοια δεν έχουν καμμιά. Η ίδια τους η φτώχεια γέννησε αυτό το μπάσταρδο πατριωτισμό του Εσσαίου.
Να ένα δείγμα διαλόγου ανάμεσα στους στρατιώτες και τις γυναίκες τους:
«Ω, γιατί πήγες και κατατάχτηκες, Τσάρλι; Και τώρα θα πρέπει να πας και ν’ αφήσεις εμένα και το παιδί μόνους», είπε μια νέα γυναίκα με δάκρυα στα μάτια, καθώς αγκάλιαζε τον γεροδεμένο στρατιώτη άνδρα της γύρω απ’ το λαιμό.
«Έπρεπε να γίνει, Λίζι» απαντά αυτός. «Το ξέρεις ότι δεν μπορούσα να βρω καμμιά άλλη δουλειά».
Οι εφημερίδες των κεφαλαιοκρατών που περιλαμβάνουν τον παραπάνω διάλογο, περιλαμβάνουν επίσης και την συνηθισμένη ανόητη φλυαρία για τον «πατριωτισμό των εθελοντών μας». Κι έτσι παρέχουν τις αποδείξεις για την πεποίθηση των σοσιαλιστών ότι η τάξη των κεφαλαιοκρατών είναι ταυτόχρονα ανίδεη και διεφθαρμένη. Ανίδεη γιατί δεν γνωρίζει ότι αυτός ο επί μισθώσει μπάσταρδος πατριωτισμός προοιωνίζει την καταδίκη της τάξης τους. Και διεφθαρμένη γιατί προσπαθεί να περάσει αυτό το κάλπικο αντικείμενο, ως αληθινό.
Ο καπιταλισμός επιτίθεται και καταστρέφει όλα τα πιο λεπτά συναισθήματα της ανθρώπινης καρδιάς. Με ανελέητο τρόπο σαρώνει τις παλιές παραδόσεις και τις ιδέες που αντιστέκονται στην δική του πρόοδο. Εκμεταλλεύεται και διαφθείρει όλα εκείνα που κάποτε θεωρούνταν ιερά.
Αντί για τον ελεύθερο αμερικανό που προστάζει την γυναίκα του να χαρεί γιατί αυτός πάει να πολεμήσει για την πατρίδα του, έχουμε τον μισθωτό σκλάβο που οδηγείται απ’ την πείνα να πολεμήσει για τα ψίχουλα μιας αμοιβής.
Αντί ν’ αποκρούσει έναν ξένο εχθρό, πηγαίνει να λεηλατήσει και να ρημάξει μια ειρηνική ράτσα, ώστε να γεμίσει τα χρηματοκιβώτια των δικών του καπιταλιστικών αφεντικών.
Ο πατριωτισμός που η φτώχεια παράγει είναι τόσο κίτρινος, όσο το χρυσάφι που την αγοράζει.
[*]Πρόκειται για πρωτοσέλιδο άρθρο της The Daily People, 26 Ιουλίου, 1900.
[†] Ο Ντάνιελ Ντελεόν ήταν ένας απ’ τους σημαντικότερους σοσιαλιστές ηγέτες του πρώιμου εργατικού κινήματος στις ΗΠΑ, ένας απ’ τους ιδρυτές του συνδικάτου Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου (IWW), ενός απ’ τα πιο ισχυρά κι αγωνιστικά συνδικάτα των αρχών του 20ου αιώνα. Μετανάστης ο ίδιος έφτασε στις ΗΠΑ απ’ τις Ολλανδικές Αντίλλες στα 1874 και πέθανε στην Νέα Υόρκη στις 11 Μαίου 1914.
[‡] Η στρατιωτική επιχείρηση στην οποία αναφέρεται το άρθρο, είναι η πολυεθνική εκστρατεία των Ευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων και των ΗΠΑ για να καταπνίξουν την «τρομοκρατική» αντιαποικιακή εξέγερση των Μπόξερς στην Κίνα στα 1900.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου