Από τον ανύπαρκτο σοσιαλισμό, στον εφιάλτη του πιο άγριου εξαρτημένου καπιταλισμού
Ο Κινέζος πρόεδρος Ζιάνγκ Ζεμίν δήλωσε κατά τη διάρκεια της πέμπτης επετείου της «επιστροφής του Χονγκ Κονγκ στη Μητέρα Πατρίδα» τα εξής: «Τα προηγούμενα πέντε χρόνια από την επιστροφή του Χονγκ Κονγκ στη μητέρα πατρίδα είδαν το ‘μια χώρα, δυό συστήματα’ να μεταφράζεται από επιστημονική σύλληψη σε ζωντανή πραγματικότητα» (Λαϊκή Ημερησία, 1/7/2002). Αυτό το «μία χώρα, δυο συστήματα», δηλαδή η συνύπαρξη στην ίδια χώρα δυό υποτίθεται διαφορετικών συστημάτων, του σοσιαλιστικού και του καπιταλιστικού, αποτελεί το νέο δόγμα της κινεζικής ηγεσίας και έχει ως μοναδικό σκοπό να δικαιολογήσει την αδυσώπητη προσαρμογή στις επιταγές ενός άγριου και άκρως κερδοσκοπικού καπιταλισμού. Το δόγμα αυτό αντικατέστησε τις συνήθεις παλιότερα, αν και πλαστές αναφορές στην «οικοδόμηση του σοσιαλισμού». Ενώ το περιεχόμενό του είναι καθαρά χρηστικό και εκφράζει αποκλειστικά τις τρέχουσες άνωθεν σκοπιμότητες, γι αυτό και δεν αξίζει ιδιαίτερα να ασχοληθεί κανείς με το θεωρητικό του περιεχόμενο.
Ωστόσο, όχι μόνο η «συνύπαρξη» με ένα κατεξοχήν κερδοσκοπικό κέντρο της παγκόσμιας οικονομίας, όπως παραμένει το Χονγκ Κονγκ έως σήμερα, αλλά κυρίως τα καταστροφικά μποφόρ που φυσούν στην οικονομία και την κοινωνία της Κίνας ιδίως μετά την είσοδό της στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ), μετέφρασαν το δόγμα «μια χώρα, δυο συστήματα» σε μια άκρως ζοφερή πραγματικότητα για εκατοντάδες εκατομμύρια εργαζόμενους της υπαίθρου και της πόλης. Κερδισμένοι είναι βασικά οι πολυεθνικές και οι σύμμαχοί τους εντός της χώρας. Σήμερα δεν υπάρχει κανένας σημαντικός κλάδος οικονομικής δραστηριότητας στην Κίνα, όπου οι πολυεθνικές να μην παίζουν κυρίαρχο ρόλο. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και το μεγαλύτερο μέρος του χρέους των περισσοτέρων κρατικών επιχειρήσεων, έχει εξαγοραστεί πια από την Μέριλ Λίντς και μερικούς άλλους διεθνείς χρηματιστικούς ομίλους. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι σχεδόν το σύνολο των 500 μεγαλύτερων εταιρειών της Κίνας που ελέγχουν το 42,4 % (2001) όλων των εξαγωγών και εισαγωγών της, είτε ανήκουν απευθείας σε πολυεθνικές, είτε είναι «υπεργολάβοι» τους (Λ. Η., 28/5/2002).
Η κατάσταση αυτή μαζί με την πολιτική μαζικής ιδιωτικοποίησης και αναγκαστικής πτώχευσης των κρατικών επιχειρήσεων, που εφαρμόζει η κινέζικη ηγεσία, ιδίως μετά την είσοδό της στον ΠΟΕ, έχει πυροδοτήσει ένα άνευ προηγουμένου κύμα κινητοποιήσεων της εργατικής τάξης. Από τον περασμένο Σεπτέμβριο, σχεδόν δεν υπάρχει εβδομάδα δίχως εξεγέρσεις, απεργίες, μαχητικές διαδηλώσεις και συγκρούσεις κυρίως εργοστασιακών εργατών με τις δυνάμεις ασφαλείας σε όλα τα σημαντικά βιομηχανικά κέντρα της ενδοχώρας, αλλά και της παράκτιας Κίνας. Τα αιτήματα αφορούν κυρίως το σταμάτημα των ιδιωτικοποιήσεων και των μαζικών απολύσεων, κατοχύρωση θεμελιακών εργατικών δικαιωμάτων και συνδικαλιστικών ελευθεριών, εξασφάλιση αξιοπρεπών μισθών και συνθηκών εργασίας, κοκ.
Το κλίμα γενικά είναι τόσο εύφλεκτο, που αρκεί μια σπίθα για να ξεσπάσει ολόκληρη πυρκαγιά. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της εξέγερσης 15 και πλέον χιλιάδων εργατών στο ιδιωτικό εργοστάσιο υφαντουργίας Νανξουάν στα τέλη Ιουνίου. Για μια ολόκληρη βδομάδα οι δυνάμεις ασφαλείας του εργοστασίου, η αστυνομία και ειδικές μονάδες καταστολής ταραχών συγκρούονταν με χιλιάδες εργάτες. Αφορμή στάθηκε ο ξυλοδαρμός «απείθαρχων» εργατών από ασφαλίτες του εργοστασίου, που αρχικά προκάλεσε την κάθοδο σε απεργία των συναδέλφων τους. Η απάντηση της εργοδοσίας ήταν να στείλει τους ασφαλίτες της να ξυλοκοπήσουν με σιδηρολοστούς και μεταλλικούς σωλήνες τους απεργούς. Οι εργάτες απάντησαν με εξέγερση, που γρήγορα εξαπλώθηκε και στα γύρω εργοστάσια. Το αποτέλεσμα ήταν κοντά 100 τραυματίες εργάτες από τις δυνάμεις καταστολής, αλλά και συγκρότηση ημιπαράνομης συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργατών.
Η περίπτωση αυτή δεν είναι μοναδική. Η εργατική τάξη στην Κίνα αγωνίζεται για τα πιο στοιχειώδη. Ειδικά στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, ξένες και ντόπιες, οι συνθήκες θυμίζουν 18ο αιώνα. Στους εργάτες δεν αναγνωρίζεται κανένα συνδικαλιστικό, ούτε φυσικά πολιτικό δικαίωμα. Είναι υποχρεωμένοι να ζουν εντός του εργοστασίου, ή σε ειδικά καταλύματα που παρέχει η εργοδοσία. Τα γκέτο στα οποία αναγκάζονται να ζουν οι εργάτες θυμίζουν στρατόπεδα εργασίας. Η συνηθισμένη διάρκεια της εργασίας φτάνει τις 12-14 ώρες την ημέρα, εφτά ημέρες την εβδομάδα. Συχνά οι εργάτες αναγκάζονται να συμπληρώνουν 90 εργάσιμες ώρες την βδομάδα, ενώ άλλοι εξαναγκάζονται να δουλεύουν 30ωρες βάρδιες. Οι συνθήκες υγιεινής, εργασίας και ασφάλειας είναι πρωτόγονες έως ανύπαρκτες, με αποτέλεσμα τα θανατηφόρα και μη εργατικά ατυχήματα, αλλά και οι επαγγελματικές ασθένειες να γνωρίζουν τεράστια έξαρση. Σύμφωνα με τα ατελή επίσημα στοιχεία – που στηρίζονται σε καταγγελίες – από το Υπουργείο Υγείας της Κίνας τα εργατικά ατυχήματα και οι επαγγελματικές ασθένειες αυξάνουν με ετήσιο ρυθμό 13% τα τελευταία χρόνια.
Ένα σημαντικό προνόμιο που διαθέτει η εργοδοσία στις μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις είναι το δικαίωμα διατήρησης ιδιωτικών δυνάμεων ασφαλείας. Οι ασφαλίτες αυτοί, συχνά στρατολογημένοι από τον υπόκοσμο, ή το περιθώριο, έχουν κάθε δικαίωμα βιαιοπραγίας εναντίον των εργατών της επιχείρησης σε περίπτωση «απειθαρχίας».Τα περιστατικά ξυλοδαρμού εργαζομένων για ψύλλου πήδημα, είναι σχεδόν καθημερινό φαινόμενο στον ημερήσιο τύπο της Κίνας. Σε μια ιδιωτική οικονομία όπου οι μισθοί πείνας, που τις περισσότερες περιπτώσεις δεν υπερβαίνουν τα 2 δολ. την ημέρα, δεν εξασφαλίζουν την επιβολή εργασιακής πειθαρχίας και καταναγκασμού μέσω προστίμων, ο ξυλοδαρμός, η κάθε είδους βιαιοπραγία ενάντια στους εργάτες είναι στην ημερήσια διάταξη. Από το να κρατηθεί η ουρά στην καντίνα της επιχείρησης, έως τον αναγκαίο σωφρονισμό «ατίθασων» εργατών.
Η δυνατότητα του ιδιωτικού τομέα να εφαρμόζει τόσο στυγνές συνθήκες εργασίας, οφείλεται όχι μόνο στην εγκληματική ανοχή και στήριξη του κράτους, αλλά και στα τεράστια αποθέματα φτηνού εργατικού δυναμικού, που προέρχονται κυρίως από την ύπαιθρο. Η Κίνα διαθέτει περίπου 900 εκατομμύρια αγροτικό πληθυσμό, που ανέκαθεν πολύ δύσκολα συντηρούσε. Έτσι αναπτύχθηκε ένα είδος «εσωτερικής μετανάστευσης», όπου εκατομμύρια εξαθλιωμένων κατοίκων της υπαίθρου αναζητούν μια καλύτερη τύχη στα μεγάλα βιομηχανικά και επιχειρηματικά κέντρα της Κίνας. Έως τα μέσα του 2001 αυτή η «εσωτερική μετανάστευση» αριθμούσε γύρω στα 80 εκατομμύρια εξαθλιωμένους νομάδες. Με την είσοδό της Κίνας στον ΠΟΕ και το άνοιγμα της αγροτικής οικονομίας στον διεθνή ανταγωνισμό, εκτιμάται ότι περίπου τα 500 εκατομμύρια αγροτικού πληθυσμού πλέον «περισσεύουν»! Ενώ στο πρώτο τετράμηνο του 2002 η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της χώρας ανεβάζει ήδη τους εξαθλιωμένους νομάδες από την ύπαιθρο σε 170 εκατομμύρια ανθρώπους!
Συγκριτικά καλύτερες συνθήκες αντιμετώπιζαν οι εργαζόμενοι στις κρατικές επιχειρήσεις. Όμως οι μαζικές αναγκαστικές πτωχεύσεις κρατικών επιχειρήσεων οδήγησαν μεγάλες μάζες εργατών της πόλης στην ανεργία. Επίσημα η Κίνα αποδέχεται ένα 3% ανεργία. Ωστόσο, πρόσφατα το Κέντρο Έρευνας και Ανάπτυξης του Κρατικού Συμβουλίου της Κίνας ανεβάζει την ανεργία ανάμεσα στους εργάτες της πόλης σε 10% και έως το τέλος του έτους θα υπερβεί το 15%, λόγω κυρίως των επιπτώσεων από την εισδοχή της χώρας στον ΠΟΕ (China Economic News Bulletin, 5/4/2002).
Τα δεδομένα αυτά κάνουν να ηχεί μάλλον περίεργη η πρόβλεψη της κινεζικής ηγεσίας για πάνω από 7% άνοδο του ΑΕΠ το 2002. Με δεδομένο το μαγείρεμα των στοιχείων στην Κίνα, αλλά και την διεθνή ύφεση στις χρηματαγορές, πολλοί αναλυτές κάνουν πλέον λόγο για πραγματικούς ρυθμούς επέκτασης που δεν πρέπει να κινούνται πολύ πάνω απ’ το 3%. Ενώ δεν είναι λίγοι εκείνοι που βάσιμα ανησυχούν ότι το ολοκληρωτικό άνοιγμα της Κίνας στις ορέξεις του πολυεθνικού κεφαλαίου και τις ιδιοτροπίες της παγκόσμιας αγοράς, θα μετατρέψει την ταχύτερα αναπτυσσόμενη οικονομία του πλανήτη, σε έναν ακόμη νέο «μεγάλο ασθενή» της παγκόσμιας οικονομίας, μια νέα ατομική βόμβα στα θεμέλια της. Όπως και να ‘χει, η κινεζική εργατική τάξη, τόσο της πόλης, όσο και της υπαίθρου, βιώνει και μάχεται ενάντια σ’ έναν απ’ τους πιο άγριους και πρωτόγονους εξαρτημένους καπιταλισμούς, που αναπτύσσεται ραγδαία υπό την υψηλή προστασία ενός πρόστυχου, διεφθαρμένου, εκτρωματικού κομμουνισμού και σοσιαλισμού.
ΕΜΠΡΟΣ, ΤΧ. 6Ο, 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου