«Τέσσερις βασικές επιλογές αντιμετωπίζουν οι Κύπριοι στο διαμελισμένο τους νησί. Είτε οι Έλληνες και οι Τούρκοι που ζουν σ’ αυτό συμφωνούν να συμβιώσουν μαζί σ’ ένα εξαιρετικά χαλαρό ομοσπονδιακό κράτος. Ή συμφωνούν να διαχωριστούν κανονικά μέσα σε δικαιότερα σύνορα. Ή το παρών εκρηκτικό αδιέξοδο παραμένει με τις δυο πλευρές να γρυλίζουν απειλητικά η μια στην άλλη, εκατέρωθεν του συρματοπλέγματος. Ή το διεθνώς αναγνωρισμένο Ελληνικό τμήμα εισέρχεται το ταχύτερο δυνατό στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παραμερίζοντας το Τουρκικό κομμάτι έως ότου οι ηγέτες του επιλέξουν να επανέλθουν για να διαπραγματευθούν. Όλες αυτές οι επιλογές έχουν μειονεκτήματα. Όμως η πρώτη – η χαλαρή ομοσπονδία – αποτελεί το μικρότερο κακό».
Έτσι καθόριζε το Economist (1/12/01) το περιεχόμενο του «διαλόγου» Κληρίδη-Ντενκτάς. Αυτό είναι άλλωστε και το πλαίσιο «επιλογών» που έχει εκ των προτέρων καθορίσει η «διεθνής κοινότητα» της Ουάσινγκτον και των Βρυξελλών και το οποίο έχει αποδεχτεί πλήρως η Ελληνική και η Κυπριακή κυβέρνηση. Η επιλογή, φυσικά, που παρουσιάζεται ως εντελώς αδιανόητη είναι η ενιαία, δημοκρατική, ανεξάρτητη Κύπρος, δίχως ξένους στρατούς – κατοχικούς, «συμμαχικούς» και «ειρηνευτικούς» – και ξένες στρατιωτικές βάσεις. Έστω κι αν αυτή η επιλογή ήταν εξαρχής και παραμένει η μοναδική δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού ζητήματος.
Απ’ το 1974 η μεγάλη επιδίωξη των «υπερατλαντικών συμμάχων» ήταν ο εκφυλισμός του Κυπριακού ζητήματος, από πρόβλημα στρατιωτικής εισβολής και κατοχής εδάφους ενός ανεξάρτητου κράτους, σε διένεξη δυο «εθνικών κοινοτήτων». Κι αυτό γιατί μόνο έτσι μπορούσε να δικαιολογηθεί η αφ’ υψηλού επιδιαιτησία των ΗΠΑ και η μετατροπή του νησιού σε προτεκτοράτο για τις ανάγκες του ΝΑΤΟ στην ευρύτερη περιοχή. Οι εθνικοπατριωτικές φανφάρες των ελληνικών κυβερνήσεων, που ανέκαθεν έκρυβαν μια προκλητική ξενοδουλεία, οδήγησαν τελικά το Κυπριακό στα τραγικά αδιέξοδα που βιώνει εδώ και 28 χρόνια.
Μέσα απ’ αυτά τα αδιέξοδα ξεπήδησε και η περίφημη «διαδικασία ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ», η οποία ήλθε να νομιμοποιήσει και τυπικά τον διαμελισμό του νησιού. Κι αυτό γιατί μέσα από μια «επίσημη διεθνή διαδικασία» για πρώτη φορά η Κύπρος αντιμετωπίστηκε όχι ως ένα ενιαίο κράτος μ’ ένα εδαφικό του κομμάτι υπό παράνομη στρατιωτική κατοχή, αλλά ως δυο κοινότητες, δυό ζώνες, με τις δικές τους ιδιαιτερότητες, επιλογές και προσανατολισμούς. Έτσι το μόνο πρόβλημα που έμενε ήταν να βρεθούν οι «όροι συνύπαρξης» όχι βέβαια στη βάση μιας δημοκρατικής, ενιαίας και ανεξάρτητης Κύπρου, αλλά στη βάση ενός διαμελισμένου νησιού, που επιβλήθηκε σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους με την ισχύ των όπλων και την στρατιωτική κατοχή.
Ο «διάλογος» Ντεκτάς-Κληρίδη δεν είναι παρά το κερασάκι της τούρτας, ίδιου χαρακτήρα και σκοπιμοτήτων με τον «διάλογο» των φυλάρχων του Αφγανιστάν, που έστησαν λίγο πριν οι αμερικανο-ευρωπαίοι στο Βερολίνο. Ο στόχος είναι φυσικά ο ίδιος, δηλαδή να επιβληθούν άνωθεν «λύσεις» ανάλογες μ’ εκείνες που επιβλήθηκαν παλιότερα στη Βοσνία, πιο πρόσφατα στο Κόσοβο και τελευταία στο Αφγανιστάν. Το βασικό σενάριο είναι παντού το ίδιο, μόνο το σκηνικό, οι πρωταγωνιστές και οι κομπάρσοι αλλάζουν.
Όσο κι αν επιχαίρεται η κυβέρνηση Σημίτη γι αυτές τις εξελίξεις, δεν αλλάζει το γεγονός ότι έρχεται πλέον ανοιχτά να ολοκληρώσει αυτό που ξεκίνησε η χούντα το 1973. Για να επιβεβαιώσει ακόμη μια φορά ότι ένα απ’ τα καθοριστικά γνωρίσματα της ταξικής συνάφειας ανάμεσα σε χουντικές και «δημοκρατικές» κυβερνήσεις της χώρας αποτελεί το καθεστώς υποτέλειας και εξάρτησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου