Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

Η «λαϊκή οικονομία» ως ψευδώνυμο ενός σοσιαλισμού του στρατώνα




Η Αλέκα Παπαρήγα σε μια επίσκεψή της στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο (πρώην ΑΣΟΕΕ) μας έδωσε με την ομιλία της μια σπάνια ευκαιρία να διαπιστώσουμε ποιο είναι το συγκεκριμένο περιεχόμενο της πρότασής της περί «λαϊκής οικονομίας». Ο Ριζοσπάστης (24/3/05) συμπύκνωσε την κεντρική ιδέα της ομιλίας ως εξής: «Μια οικονομία όπου ότι παράγεται από το μόχθο των εργαζομένων θα αποτελεί λαϊκή περιουσία, όπου θα υπάρχει κεντρικός επιστημονικός και δημοκρατικός σχεδιασμός και, φυσικά, λαϊκός κοινωνικός έλεγχος, μια κοινωνία αντίστοιχα που θα καλλιεργεί ηθικές, πολιτιστικές, φιλοσοφικές αξίες που θα υπηρετούν τον άνθρωπο», περιέγραψε η Αλέκα Παπαρήγα ως «λαϊκή οικονομία».


Ο σοσιαλισμός του βούρδουλα
Καταρχήν αυτό που κάνει εντύπωση είναι ότι η «λαϊκή οικονομία» περιγράφεται ως μια ήδη έτοιμη, διαμορφωμένη, παγιωμένη κατάσταση της οικονομίας και της κοινωνίας, σε αντιδιαστολή με τον καπιταλισμό γενικά. Στην ουσία της αποτελεί την αποκάλυψη της αλήθειας, του λογικού και του δίκαιου, δηλαδή έχει όλα τα τυπικά προσόντα των σεχταριστικών ουτοπιών. «Ο σοσιαλισμός για όλους αυτούς – έγραφε ο Ένγκελς για τους εκπροσώπους των σεχταριστικών ουτοπιών – είναι η εκδήλωση της απόλυτης αλήθειας, του λογικού και της δικαιοσύνης και αρκεί να τον ανακαλύψουμε για να καταχτήσει τον κόσμο χάρη στη δύναμή του. Κι ως απόλυτη αλήθεια είναι ανεξάρτητη από το χρόνο, τον τόπο και την ιστορική εξέλιξη των ανθρώπων, ενώ το που και το πως θα γίνει η ανακάλυψή της είναι καθαρή τύχη»[1]. Έτσι αντιλαμβάνεται και περιγράφει τη «λαϊκή οικονομία» η Α. Παπαρήγα. Μάλιστα η αντιπαράθεση με τον καπιταλισμό είναι τόσο αφηρημένη και απόλυτη, που δεν έχει καμμιά σημασία αν μιλάμε για την Ελλάδα, ή για κάποια άλλη χώρα, ούτε αν μιλάμε για τον καπιταλισμό του σήμερα, του 19ου αιώνα, ή του 20ου.
Δεν υπάρχει ούτε νύξη για ιστορική διαδικασία μετάβασης. Όλα συνδέονται με ένα απευθείας πέρασμα σε μια ριζικά νέα κατάσταση. Αρκεί να αντικατασταθεί η εξουσία και η συνταγή είναι ετοιμοπαράδοτη και άμεσα εφαρμόσιμη. Κατά την Α. Παπαρήγα τα πράγματα είναι εξαιρετικά απλά: «Λαϊκή οικονομία σημαίνει: Ότι παράγεται, ότι αναπτύσσεται, ότι γίνεται το απολαμβάνει ο λαός, η εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα. Πλήρης απασχόληση, δωρεάν Παιδεία, δωρεάν Υγεία. Δεν συνυπάρχει κεφάλαιο με την Παιδεία και την Υγεία» Και συνεχίζει: «Σημαίνει ότι ο πλούτος που υπάρχει σ’ αυτή τη χώρα, που έχει διαμορφωθεί με τη μορφή του ΟΤΕ, της ΔΕΗ, με τη μορφή των εργοστασίων ενέργειας, βιομηχανικών εγκαταστάσεων, λιμανιών, αεροδρομίων, επιχειρήσεων φυσικού αερίου, ο ορυκτός πλούτος, τα ψάρια, οι θάλασσες με ότι βγάζουν κτλ., όλα αυτά θα γίνουν λαϊκή ιδιοκτησία, λαϊκή περιουσία. Ότι έχει αναπτύξει ο καπιταλισμός – γιατί υπάρχει καπιταλιστική ανάπτυξη – θα γίνουν λαϊκή περιουσία…όλα τα βασικά μέσα παραγωγής και τα συγκεντρωμένα κι ο πλούτος γίνονται λαϊκή περιουσία».
Το πρόβλημα σ’ αυτή την περιγραφή δεν είναι απλά και μόνο η υπερβολή, που ομολογουμένως θυμίζει τις λογικές των μικροαστών οπαδών της «κοινοχτημοσύνης»,  οι οποίοι την επαύριο της Οχτωβριανής ζητούσαν την «κοινωνικοποίηση» των πάντων, μαζί και των κοτετσιών, των κατοικίδιων, των άγριων ζώων, των ψαριών στη θάλασσα, τις λίμνες και τα ποτάμια, κοκ., ακόμη και την «κοινωνικοποίηση» του γάμου, όπου η «συζυγική αποκλειστικότητα» απαγορευόταν με διάταγμα του τοπικού σοβιέτ, ώστε οι σύζυγοι, ιδίως οι γυναίκες, να είναι στη διάθεση των αναγκών της κομμούνας. Η αχαριστία του προλεταριάτου, που απάντησε χειροδικώντας δίχως έλεος και η αυστηρότητα των επαναστατικών δικαστηρίων, λύτρωσαν πολύ γρήγορα την επανάσταση από αυτούς τους λάτρεις της «κοινωνικοποίησης».
Όμως, η υπερβολή της Παπαρήγα έχει μια πολύ πιο άμεση πολιτική χρησιμότητα. Η «λαϊκή οικονομία» δεν ταυτίζεται απλά με το σοσιαλισμό, αλλά με μια πλήρως ανεπτυγμένη σοσιαλιστική κοινωνία, κατά το ιδεατό πρότυπο του «ανεπτυγμένου σοσιαλισμού» της ΕΣΣΔ στη δεκαετία του ’70. Κι αυτό όχι τυχαία. Όσο περισσότερο εντείνονται οι πιέσεις από την ίδια την πραγματικότητα της ταξικής πάλης για ενδιάμεσα ή μεταβατικά αιτήματα συσπείρωσης του λαού, που θα απαντούν άμεσα στα πιο ζωτικά προβλήματα των εργαζομένων στο έδαφος του σήμερα, ανοίγοντας το δρόμο για την υπέρβαση του συστήματος, τόσο περισσότερο η «λαϊκή οικονομία» απογειώνεται στο υπερπέραν ενός σοσιαλιστικού ιδανικού. Τόσο περισσότερο μετατρέπεται σε μια δογματική περιγραφή γενικών αρχών και αξιών, «η οποία – όπως έλεγε o Ένγκελς για ανάλογης ποιότητας επαναστατικές προτάσεις – σ’ αυτό το επίπεδο γενικότητας έχει περίπου την ίδια αξία με τις μελέτες των σχολαστικών για την Παρθένο Μαρία. Σ’ αυτή τη διαδικασία, η ίδια ‘η Επανάσταση’ μετατρέπεται σ’ ένα είδος θρησκείας και η όλη συζήτηση διεξάγεται όχι σε terra firma [στέρεο έδαφος], αλλά στο νεφελώδη ουρανό της γενικότητας»[2].
Με αυτόν τον τρόπο η επινόηση της «λαϊκής οικονομίας» δεν αποτελεί απλά μια ουτοπία, που μπορεί να υπάρξει μόνο στο «νεφελώδη ουρανό της γενικότητας», αλλά και μια αντιδραστική ερμηνεία της ίδιας της έννοιας του σοσιαλισμού. Τα όνειρα μιας απόλυτα «κοινωνικοποιημένης» οικονομίας και κοινωνίας, όπου τα πάντα είναι «λαϊκή περιουσία» και η συνολική κοινωνική δράση διευθύνεται άνωθεν, δεν έχουν καμμιά σχέση με την εργατική τάξη ακόμη κι όταν οι πιο φωτισμένοι εκπρόσωποί της αρκούνταν να κατασκευάζουν ουτοπικά σχέδια της μελλοντικής κοινωνίας. Μόνο στις αντιδραστικές ουτοπίες του χρεοκοπημένου μικροαστού, ο σοσιαλισμός είναι ένα είδος αυστηρής συλλογικής πειθαρχίας που επιβάλλεται στην κοινωνία. Αυτός ο μικροαστικός σοσιαλισμός δεν έχει να κάνει με την κοινωνική απελευθέρωση, με την κατάκτηση του «βασιλείου της ελευθερίας», αλλά με την «τελική κρίση» και τη «θεία τιμωρία» με την ίδια έννοια που μιλά η χριστιανική «αποκάλυψη». Ο σοσιαλισμός αυτός δεν είναι παρά ένα καθαρτήριο, όπως περίπου το φαντάστηκε ο Δάντης, όπου η ψυχή και το σώμα της κοινωνίας πρέπει να καθαρθεί υπό αυστηρή επιτήρηση, για να εισέλθει τελικά στον παράδεισο του κομμουνισμού.
Ένας τέτοιος σοσιαλισμός δεν μπορεί παρά να οδηγεί σε λογικές στρατώνα και ανελέητου διοικητικού αυταρχισμού, πάνω ακριβώς στην «κοινωνικοποίηση» και τη σχεδιοποιημένη ανάπτυξη. «Τι θαυμάσιο μοντέλο κομμουνισμού του στρατώνα! – σχολίαζαν ειρωνικά ο Μαρξ κι ο Ένγκελς γι αυτές τις μικροαστικές ουτοπίες γενικευμένης «κοινωνικοποίησης» – Εδώ τα έχεις όλα: κοινωνικοποιημένο φαγητό, κοινωνικοποιημένο ύπνο, ελεγκτές και υπηρεσίες ελέγχου της εκπαίδευσης, της παραγωγής, της κατανάλωσης, με μια λέξη όλης της κοινωνικής δραστηριότητας και ως επιστέγασμα των πάντων our committee [η επιτροπή μας κατά λέξη, αλλά εδώ οι Μαρξ κι Ένγκελς μιλούν για την ‘ανώτατη αρχή’ του κόμματος και της κοινωνίας], ανώνυμη και απρόσιτη σε όλους, ως ο ανώτατος ιθύνων νους»[3]. Με αυτή την έννοια η «λαϊκή οικονομία» δεν ταυτίζεται απλά με το σοσιαλισμό γενικά, αλλά με ένα σοσιαλισμό του στρατώνα, του βούρδουλα, της σιδερένιας πυγμής.



Η καθοριστική σημασία της μετάβασης
Η μοναδική εξαίρεση, κατά την Α. Παπαρήγα, σ’ αυτή την ουτοπία γενικευμένης «κοινωνικοποίησης» είναι η εξής: «Στην Ελλάδα έχουμε μια ιδιομορφία σε σχέση με άλλες χώρες: Έχουμε μικρή παραγωγή και μικρή ιδιοκτησία, μικρό κλήρο. Εμείς δε λέμε ότι όλα θα απαλλοτριωθούν. Οι μικροϊδιοκτήτες στην αγροτική παραγωγή και σε ορισμένους άλλους τομείς δε θα απαλλοτριωθούν, αλλά θα διαμορφώσουμε δίπλα στον κοινωνικοποιημένο τομέα έναν άλλο ατελή κοινωνικοποιημένο τομέα με τη μορφή των συνεταιρισμών, όπου εκεί συνδυάζεται ο ατομικός παραγωγός με τη συλλογική παραγωγή στα πλαίσια του συνεταιρισμού». Και συνεχίζει: «Εμείς μιλάμε για μια συνεταιριστική ιδιοκτησία που την εφοδιάζει ο κοινωνικοποιημένος τομέας παραγωγής, το κράτος, με μηχανήματα, με εφόδια καλλιεργητικά, με έρευνα και δε λειτουργεί ανταγωνιστικά προς τη συλλογική κρατική κοινωνικοποιημένη ιδιοκτησία, αλλά ως συνεταίρος». 
Εδώ το πράγμα αγγίζει τα όρια του αστείου. Η Α. Παπαρήγα δεν προτίθεται να απαλλοτριώσει, δηλαδή να «κοινωνικοποιήσει» σύμφωνα με τη λογική της, τη μικρή ιδιοκτησία, αλλά θα την εντάξει σε έναν άλλο «ατελή κοινωνικοποιημένο τομέα», τους συνεταιρισμούς, ως «συνεταίρους» του κράτους. Τώρα το ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στην «κοινωνικοποίηση» μέσω της απαλλοτρίωσης και στο κλειδώνω τους μικροϊδιοκτήτες σε συνεταιρισμούς, που τους επιβάλλω κιόλας να ‘ναι «συνεταίροι» του κράτους, αυτό το γνωρίζουν μόνο όσοι έχουν οργιώδη φαντασία. Φαίνεται, όμως, ότι με βάση τη λογική της Παπαρήγα η διαφορά ανάμεσα στην «κοινωνικοποίηση»-απαλλοτρίωση και τη συνεταιριστική «ατελή κοινωνικοποίηση» έγκειται απλά στις μεθόδους άνωθεν επιβολής και εξαναγκασμού. Κάτι βέβαια απολύτως φυσιολογικό για όποιον ονειρεύεται σοσιαλισμούς του στρατώνα.
Δεν πρόκειται να ασχοληθούμε με την άποψη που θεωρεί τους συνεταιρισμούς στο σοσιαλισμό ως «συνεταίρους» του κράτους. Θα αρκεστούμε να σημειώσουμε μόνο ότι η άποψη αυτή είναι αρκετά παλιά και κατάγεται από τους «συνεταιρισμούς με κρατική βοήθεια» του Φ. Λασσάλ. Συνδέεται επίσης και με τη σύγκρουση στο κόμμα των μπολσεβίκων τη δεκαετίας του ’20 σχετικά με την αναγκαιότητα μιας «πρωταρχικής σοσιαλιστικής συσσώρευσης», όπου οι θιασώτες της υποστήριζαν την αναγκαστική συνεταιριστικοποίηση της μικρής ιδιοκτησίας, ώστε να εξαναγκαστούν να γίνουν «συνεταίροι» της κρατικής σοσιαλιστικής εκβιομηχάνισης. Η λογική αυτή υιοθετήθηκε αργότερα από τη νέα κομματική ηγεσία υπό τον Στάλιν και οδήγησε στη γνωστή βίαιη κολεκτιβοποίηση, αλλά και στην πορεία μαρασμού των κολχόζ στην ΕΣΣΔ.
Ο συνεταιρισμός στο σοσιαλισμό δεν είναι «συνεταίρος», αλλά ανταγωνιστής του κράτους. Ένας ανταγωνιστής, όχι με όρους αγοράς, αλλά μέσα στα πλαίσια του σοσιαλιστικού σχεδιασμού και με στόχο την πληρέστερη και καλύτερη ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών. Συνιστά προϊόν της πρωτοβουλίας και της αυτενέργειας των ίδιων των εργαζομένων. Μόνο έτσι ο συνεταιρισμός δεν γίνεται εξάρτημα του κράτους και ανοίγει ο δρόμος στη βάση της σχεδιοποίησης για τη μετεξέλιξή του σε ανώτερες μορφές οργάνωσης της παραγωγής. Όμως όλα αυτά αφορούν τη συζήτηση για την ιστορική πορεία του προλεταριακού σοσιαλισμού και δεν έχουν καμμιά σχέση με τις ουτοπίες ενός γραφειοκράτη, που αντιλαμβάνεται την κοινωνική δράση ως προϊόν άνωθεν εντολών. Αρκεί οι κορυφές να αποφασίσουν τι είναι «καλό» για τον κόσμο, τι θα τον κάνει ευτυχισμένο, τι θα τον λυτρώσει και η κοινωνία δεν έχει παρά να συμμορφωθεί. Άλλωστε, όπως έλεγε κι ο Μαρξ, «για το γραφειοκράτη, ο κόσμος δεν είναι παρά ένα απλό αντικείμενο του τρόπου μεταχείρισής του»[4].
Γι αυτό και η Α. Παπαρήγα ούτε που διανοείται ότι μπορεί να υπάρξει οικονομία εκτός «κοινωνικοποιημένου», ή «ατελούς κοινωνικοποιημένου» τομέα. Ούτε που διανοείται ότι υπάρχει η ιστορική πιθανότητα η μικρή ιδιοκτησία να μην αποδέχεται την ένταξη στους συνεταιρισμούς και μάλιστα ως «συνεταίρος» του κράτους. Να μη συμμορφώνεται με τις άνωθεν υποδείξεις και επιταγές. Ούτε που διανοείται ότι, ιδίως λόγω της εκτεταμένης μικρής ιδιοκτησίας, είναι αναγκαία μια μακρά περίοδος – οι κλασσικοί μιλούσαν για ολόκληρη ιστορική εποχή – συμβίωσης, δηλαδή ενότητας και πάλης, του «κοινωνικοποιημένου» και του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας στα πλαίσια μιας διαδικασίας μετάβασης. Αυτή ακριβώς η έννοια της μετάβασης, η οποία εκφράζεται είτε με την μορφή των μεταβατικών αιτημάτων στην πορεία της πάλης για την εξουσία, είτε με την αναγκαία μεταβατική περίοδο προς το σοσιαλισμό, φαίνεται πως έχει ποινικοποιηθεί από τη σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ.
Ο σοσιαλισμός δεν είναι μια πράξη επιβολής «από τα πάνω» στην κοινωνία και την οικονομία. Αντίθετα πρόκειται για επαναστατική διαδικασία που αγκαλιάζει μια ολόκληρη ιστορική εποχή και η οποία προϋποθέτει μια περίοδο μετάβασης. Ποιο είναι το κυρίαρχο περιεχόμενο αυτής της μετάβασης; Η συνύπαρξη διαφορετικών μορφών και σχέσεων ιδιοκτησίας, η ενότητα και η πάλη ανάμεσά τους μέσα στα πλαίσια μιας μεταβατικής οικονομίας. «θεωρητικά – έγραφε ο Λένιν – δεν χωράει αμφιβολία πως ανάμεσα στον καπιταλισμό και στον κομμουνισμό υπάρχει μια ορισμένη μεταβατική περίοδος. Η περίοδος αυτή δεν μπορεί παρά να συγκεντρώνει τα γνωρίσματα ή τις ιδιότητες και των δυο αυτών συστημάτων κοινωνικής οικονομίας. Η μεταβατική αυτή περίοδος δεν μπορεί παρά να είναι περίοδος πάλης ανάμεσα στον καπιταλισμό που πεθαίνει και στον κομμουνισμό που γεννιέται, ή με άλλα λόγια: ανάμεσα στον καπιταλισμό που ηττήθηκε, μα δεν εξοντώθηκε και στον κομμουνισμό που γεννήθηκε, μα που ακόμη είναι πολύ αδύνατος»[5].  
Στη διάρκεια αυτής της μεταβατικής περιόδου ο σοσιαλισμός για να επικρατήσει, να νικήσει ως σύστημα, είναι υποχρεωμένος να αποδείξει πρωταρχικά στο πεδίο της οικονομίας, με οικονομικούς όρους και μέσα, μέσα από τον οικονομικό ανταγωνισμό, ότι είναι πράγματι ανώτερος από τις διάφορες μορφές καπιταλισμού. Κι αυτό για να το κάνει προϋποθέτει μια νέα μορφή εξουσίας, μια επαναστατική εξουσία, που μπορεί να εξασφαλίζει την κινητοποίηση, την άμεση συμμετοχή και τον αποφασιστικό ρόλο του συνόλου της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζόμενων στρωμάτων στην πορεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού.
Οι πρώτοι που μίλησαν για την αναγκαιότητα αυτής της μεταβατικής περιόδου είναι οι ιδρυτές του επιστημονικού σοσιαλισμού. Πρόκειται για πολιτική επινόηση; Ή μήπως για αναγκαίο κακό; Η ζωτική σημασία της μεταβατικής περιόδου πηγάζει απευθείας από τον τρόπο που κατανοούσαν οι κλασσικοί την ίδια την έννοια της προλεταριακής επανάστασης και του σοσιαλισμού. Γι αυτούς ο σοσιαλισμός δεν ήταν μια έτοιμη συνταγή, μια έτοιμη φόρμουλα, που η επαναστατική πρωτοπορία θα κληθεί την κατάλληλη στιγμή να επιβάλει στην κοινωνία. Αντίθετα είναι μια ολόκληρη ιστορική διαδικασία που ξεπηδά μέσα από τον ίδιο τον καπιταλισμό. Η εργατική τάξη δεν περιμένει θαύματα, σημείωνε ο Μαρξ: «Δεν πρόκειται να εισάγει έτοιμες, επεξεργασμένες ουτοπίες par decrét du peuple [με λαϊκά διατάγματα]. Γνωρίζει ότι για να πετύχει τη δική της απελευθέρωση και μαζί μ’ αυτήν να πραγματοποιήσει την ανώτερη εκείνη μορφή ζωής, προς την οποία τείνει ακατάσχετα η παρούσα κοινωνία μέσα από την οικονομική της δράση, η εργατική τάξη πρέπει να περάσει μέσα από μια μακρά περίοδο αγώνων, μέσα από μια σειρά ιστορικών διαδικασιών, ώστε να μετασχηματιστούν οι συνθήκες και οι άνθρωποι. Δεν πρόκειται να πραγματοποιήσει ιδανικά, αλλά να απελευθερώσει μόνο τα στοιχεία της νέας κοινωνίας που εγκυμονεί ήδη η παλιά αστική κοινωνία που καταρρέει. Έχοντας πλήρη συνείδηση της ιστορικής της αποστολής και με την ηρωική απόφαση να σταθεί στο ύψος της, η εργατική τάξη μπορεί να απαντήσει με περιφρονητικό χαμόγελο στο χυδαίο υβρεολόγιο των λακέδων της πένας και του μελανοδοχείου, αλλά και στη δασκαλίστικη κηδεμονία των καλοθελητών αστών δογματικών, που κηρύσσουν με ύφος αλάνθαστου επιστημονικού χρησμού ανίδεες κοινοτοπίες και σεχταριστικές παραξενιές»[6].
Τι κάνει λοιπόν τη μεταβατική περίοδο αναγκαία και αναπόφευκτη; Τρία βασικά γνωρίσματα του ίδιου του προλεταριακού σοσιαλισμού.
Πρώτο, ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να γεννηθεί όπως η Αθηνά από το κεφάλι του Δία, αλλά είναι υποχρεωμένος να ενσωματώσει, να κινητοποιήσει και να αξιοποιήσει τις «κατακτήσεις του ανθρώπινου πολιτισμού», που ενυπάρχουν και συσσωρεύονται στον καπιταλισμό. Δεν ξεκινάει από το μηδέν, αλλά από την ήδη διαμορφωμένη υλική, πνευματική και κοινωνική βάση που δημιουργεί και αναδημιουργεί ο ίδιος ο καπιταλισμός. Κι αυτό δεν μπορεί να συμβεί παρά μόνο υιοθετώντας μορφές, σχέσεις και καταστάσεις από τον ίδιο τον καπιταλισμό, όχι για να υποταχθεί σ’ αυτές, αλλά για να δημιουργήσει προοδευτικά τις προϋποθέσεις για την οριστική τους υπέρβαση. Όταν ο Μαρξ μιλούσε για την κομμουνιστική κοινωνία «όχι όπως έχει εξελιχθεί πάνω στη δική της βάση, μα αντίθετα όπως ακριβώς προβάλλει από την κεφαλαιοκρατική κοινωνία, με μια κομμουνιστική κοινωνία, λοιπόν, που από κάθε άποψη, οικονομικά, ηθικά, πνευματικά, είναι γεμάτη με τα σημάδια της παλιάς κοινωνίας, που από τους κόλπους της βγήκε» θεωρούσε ότι αναπόφευχτα η ισότητα θα «μπαίνει πάντα σ’ έναν αστικό περιορισμό»[7]. Η γνωστή θεμελιώδης αρχή «στον καθένα ανάλογα με την εργασία του», δεν ήταν για τον Μαρξ παρά έκφραση της κυριαρχίας του «αστικού δικαίου» και στο σοσιαλισμό έως ότου «θα μπορέσει να ξεπεραστεί ολότελα ο στενός ορίζοντας του αστικού δικαίου και θα γράψει η κοινωνία στη σημαία της: Από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του!»[8]. Η κυριαρχία αυτή του «αστικού δικαίου» μέσα σε μια «συντροφική κοινωνία, τη θεμελιωμένη στην κοινοχτημοσύνη των μέσων παραγωγής» αποτελεί τη βασική εσωτερική αντίφαση του σοσιαλισμού, η οποία κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, ακόμη κι αν λείπουν οι «εξωτερικές απειλές», μπορεί να αποκτήσει ανταγωνιστικό χαρακτήρα και να οδηγήσει στην αποξένωση της εξουσίας από την εργαζόμενη κοινωνία, της κοινωνικής ιδιοκτησίας από τα τυπικά αφεντικά της, της εργατικής τάξης από το ίδιο το σύστημά της. Η όξυνση αυτής της βασικής αντίφασης – κι όχι απλά τα λάθη της ηγεσίας, η καπιταλιστική περικύκλωση και η δράση των εχθρών της επανάστασης – είναι που σε τελευταία ανάλυση αναγέννησε τους ανταγωνισμούς στο εσωτερικό του υπαρκτού σοσιαλισμού και την αντεπανάσταση στις κορυφές του κράτους και του κόμματος.
Δεύτερο, ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να οικοδομηθεί από μια πρωτοπορία, μόνο από τους κομμουνιστές και όσους συντάσσονται γύρω τους, αλλά από το σύνολο της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζομένων. Ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να οικοδομηθεί από τους «αντιπροσώπους» της εργατικής τάξης, αλλά από την ίδια την εργατική τάξη σε συμμαχία με τους υπόλοιπους εργαζομένους. Κι αυτό σημαίνει ότι πρέπει να τραβηχτούν στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού το σύνολο των ποικίλων και διαφορετικών στρωμάτων της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζομένων στη βάση των πιο άμεσων προσωπικών τους συμφερόντων και ενδιαφερόντων, των ήδη διαμορφωμένων ιδιαίτερων κοινωνικών τους προσδοκιών, αλλά και του επίπεδου κοινωνικής συνείδησης που έχουν κατακτήσει. Δίχως έξωθεν καταναγκασμούς, δίχως διοικητική, ή κατασταλτική επιβολή, δίχως «αποφασίζουμε και διατάσσουμε» παρά ή  ενάντια στις διαθέσεις του λαού. Μόνο έτσι ο σοσιαλισμός μπορεί να γίνει πρακτική υπόθεση των ίδιων των εργαζομένων στο σύνολό τους, θα συνδεθεί με μια πορεία εξύψωσης και κοινωνικής απελευθέρωσης του κόσμου της δουλειάς και δεν θα καταντήσει ένα μίζερο σύστημα «δωρεάν παροχών» μιας αρτηριοσκληρωτικής, απρόσωπης και κοινωνικά αποξενωμένης εξουσίας προς τους «υφισταμένους» της. Όπως είδαμε άλλωστε να συμβαίνει στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Τρίτο, ο σοσιαλισμός έρχεται να απαντήσει όχι γενικά και αφηρημένα στον καπιταλισμό, αλλά πρώτα και κύρια στις πιο οξυμένες υπαρκτές αντιθέσεις του μέσα στις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες που γεννιέται η επανάσταση. Αυτός είναι κι ο λόγος που οι κλασσικοί αρνιόντουσαν πεισματικά να διατυπώσουν γενικούς κανόνες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Όταν στα 1881 ένας από τους ηγέτες των Ολλανδών σοσιαλιστών, τις παραμονές ενός προγραμματικού συνεδρίου στη Ζυρίχη, ενημέρωσε τον Μαρξ ότι το βασικό ερώτημα που θα απασχολήσει το συνέδριο είναι το ποια κύρια μέτρα πρέπει να υιοθετηθούν αμέσως μετά την κατάκτηση της εξουσίας, η αντίδραση που εισέπραξε ήταν χαρακτηριστική: «Το ‘ερώτημα’ που αναφέρεις ότι θα απασχολήσει το επερχόμενο Συνέδριο της Ζυρίχης, μου φαίνεται λανθασμένο. Αυτό που πρέπει να γίνει και μάλιστα αμέσως σε μια δοσμένη, συγκεκριμένη στιγμή στο μέλλον, εξαρτάται φυσικά εξολοκλήρου και αποκλειστικά από τις πραγματικές ιστορικές συνθήκες μέσα στις οποίες θα κληθεί να δράσει κανείς. Όμως το ερώτημα για το οποίο γίνεται λόγος, έτσι όπως τίθεται στη σφαίρα του αφηρημένου, στην πραγματικότητα θέτει το πρόβλημα λανθασμένα και γι αυτό η μόνη δυνατή απάντηση είναι η κριτική του ίδιου του ερωτήματος. Δεν μπορούμε να λύσουμε μια εξίσωση που δεν εμπεριέχει στους όρους της τα στοιχεία για τη λύση της…Η δογματική και αναγκαστικά φανταστική προσδοκία ενός μελλοντικού προγράμματος δράσης της επανάστασης εξυπηρετεί μόνο την απόσπαση από τη σημερινή πάλη»[9].
Γι αυτό και για τον Μαρξ αυτό που είχε άμεση και πρακτική σημασία για την ταξική πάλη ήταν η διεκδίκηση συγκεκριμένων «μεταβατικών μέτρων» ενάντια στον καπιταλισμό και όχι η αναζήτηση μιας «σοσιαλιστικής πανάκειας»[10]. Με άλλα λόγια καμμιά σοσιαλιστική διέξοδος δεν μπορεί να υπάρξει, κανενός είδους σοσιαλισμός δεν είναι εφικτός αν δεν δοκιμαστεί πρώτα στην καθημερινή πάλη της εργατικής τάξης μέσα στον καπιταλισμό με την μορφή άμεσων και μεταβατικών αιτημάτων του εργατικού κινήματος. Με αυτή την έννοια ο Λένιν συνήθιζε να τονίζει σε όσους θεωρούσαν ότι «όλα θα τα λύσει η σοσιαλιστική επανάσταση!» τα εξής απλά: «Ο σοσιαλισμός δεν είναι ένα έτοιμο σύστημα, με το οποίο κάνουν ευτυχισμένη την ανθρωπότητα. Ο σοσιαλισμός είναι η ταξική πάλη του σημερινού προλεταριάτου, που στο όνομα του τελικού σκοπού σήμερα πραγματοποιεί αυτόν τον στόχο, αύριο εκείνον και κάθε μέρα πλησιάζει όλο και πιο πολύ τον κύριο σκοπό»[11].
Γι αυτό και η προσεχτική αποστείρωση της «λαϊκής οικονομίας» από κάθε έννοια μεταβατικών αιτημάτων χρησιμεύει στο να αποσπάσει πλήρως την προσοχή από την καθημερινή πάλη, από τα άμεσα μέτωπα, ώστε να μεταβληθεί σε μια δογματική, φανταστική απεικόνιση ενός ουτοπικού μέλλοντος, αρκούντως ικανοποιητική όχι για συνειδητούς αγωνιστές της τάξης, αλλά για πιστούς οπαδούς. Μπορεί «το όνειρο του επικείμενου τέλους του κόσμου [να] ενέπνευσε την πάλη των πρώτων Χριστιανών ενάντια στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και τους [να] έδωσε εμπιστοσύνη στη νίκη»[12], όμως στην περίπτωση της «λαϊκής οικονομίας», η φυγή στο «όνειρο» γίνεται για να αποβλακώσει, να ευνουχίσει και να αποπροσανατολίσει. Αυτό άλλωστε φαίνεται και από την προκλητική κατάχρηση και διαστροφή της έννοιας της κοινωνικοποίησης.

Η διαστροφή της έννοιας της κοινωνικοποίησης
Στην προβληματική της Α. Παπαρήγας η έννοια της κοινωνικοποίησης συνδέεται με δυο κύρια στοιχεία: αφενός με την μετατροπή των μέσων παραγωγής και γενικά του κοινωνικού πλούτου σε «λαϊκή περιουσία» και αφετέρου με την απαλλοτρίωση. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτού του τύπου η κοινωνικοποίηση δεν είναι παρά μια πολιτική πράξη επιβολής της νέας εξουσίας, που δεν ξεφεύγει από τα πλαίσια της εθνικοποίησης και της μεταβατικής κρατικοποίησης. Γιατί λοιπόν επιχειρείται αυτή η σύγχυση ανάμεσα στην κοινωνικοποίηση και την εθνικοποίηση; Γιατί αυτή η εμμονή στον όρο «κοινωνικοποίηση» σε απόλυτη αντιδιαστολή με την κρατικοποίηση και την εθνικοποίηση; Ιδίως μάλιστα από τη στιγμή που ως κοινωνικοποίηση εννοείται η εθνικοποίηση.
Για τους κλασσικούς, η απαλλοτρίωση των μέσων παραγωγής από το κράτος, την επαναστατική εξουσία, και η μετατροπή τους σε «λαϊκή περιουσία», δεν αποτελούσε σοσιαλιστικό μέτρο, αλλά δημοκρατικό, μεταβατικό προς το σοσιαλισμό. «Το κράτος αποτελούσε ανέκαθεν – έγραφε ο Ένγκελς – τον επίσημο εκπρόσωπο ολόκληρης της κοινωνίας, την ενσάρκωση της κοινωνίας σε ένα ορατό σώμα. ¨Όμως αυτό συνέβαινε μόνο στο βαθμό που ήταν το κράτος εκείνης της τάξης η οποία, σε κάθε εποχή, αντιπροσώπευε ολόκληρη την κοινωνία… Όταν τέλος γίνει πραγματικός εκπρόσωπος ολόκληρης της κοινωνίας, τότε καταντά αμέσως περιττό… Η πρώτη πράξη με την οποία το κράτος θα εμφανισθεί σαν πραγματικός εκπρόσωπος ολόκληρης της κοινωνίας είναι με το να πάρει στην κατοχή του τα μέσα παραγωγής εν ονόματι της κοινωνίας,– αυτή η πράξη θα είναι ταυτόχρονα και η τελευταία του ανεξάρτητη πράξη σαν κράτους. Η επέμβαση της κρατικής εξουσίας στις κοινωνικές σχέσεις θα γίνεται περιττή στον ένα τομέα ύστερα από τον άλλο και στο τέλος θα απονεκρωθεί από μόνη της… Το κράτος δεν ‘καταργείται’, απονεκρώνεται»[13]. 
Επομένως, η απαλλοτρίωση των μέσων παραγωγής εν ονόματι της κοινωνίας, δεν μετατρέπει αυτόματα το κράτος σε επαναστατικό, προλεταριακό, ή πολύ περισσότερο σοσιαλιστικό, αλλά σε «πραγματικό εκπρόσωπο ολόκληρης της κοινωνίας», δηλαδή από πολιτικό φορέα της τυπικής δημοκρατίας, σε πολιτικό εκφραστή της αυθεντικής δημοκρατίας του λαού. Η σοσιαλιστική κοινωνικοποίηση ξεκινά από αυτό ακριβώς το σημείο, δηλαδή με αφετηρία την απαλλοτρίωση των μέσων παραγωγής, χωρίς όμως να ταυτίζεται μ’ αυτήν. Δεν έχει σχέση τόσο με την κυριαρχία του κράτους στην οικονομία γενικά, έστω κι αν τώρα πρόκειται για τον «πραγματικό εκπρόσωπο ολόκληρης της κοινωνίας», όσο με την άμεση πρακτική οικοδόμηση της κυριαρχίας απευθείας της ίδιας της κοινωνίας πάνω στα μέσα, τους όρους και τις συνθήκες της παραγωγής. Κι αυτό τη συνδέει οργανικά με την ιστορική διαδικασία απονέκρωσης του κράτους.
Ήδη από την εποχή του Μανιφέστου, οι Μαρξ και Ένγκελς ξεκαθάριζαν ότι «το πρώτο βήμα στην εργατική επανάσταση είναι η ανύψωση του προλεταριάτου σε κυρίαρχη τάξη, η κατάχτηση της δημοκρατίας. Το προλεταριάτο θα χρησιμοποιήσει την πολιτική του κυριαρχία για να αποσπάσει βαθμιαία από την αστική τάξη όλο το κεφάλαιο, για να συγκεντρώσει όλα τα εργαλεία παραγωγής στα χέρια του κράτους… Αυτό φυσικά στην αρχή μπορεί να γίνει μονάχα με δεσποτικές επεμβάσεις στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας και στις αστικές σχέσεις παραγωγής, δηλαδή με μέτρα που οικονομικά φαίνονται ανεπαρκή και αστήριχτα, αλλά που στην πορεία του κινήματος ξεπερνούν τον εαυτό τους και γίνονται αναπόφευκτα το μέσο για να ανατραπεί ολόκληρος ο τρόπος παραγωγής»[14]. Οι εθνικοποιήσεις δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτές οι «δεσποτικές επεμβάσεις στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας και στις αστικές σχέσεις παραγωγής», ώστε κάτω από προϋποθέσεις να προετοιμάσουν το έδαφος, να ανοίξουν το δρόμο για τους σοσιαλιστικούς μετασχηματισμούς, για τη σοσιαλιστική κοινωνικοποίηση της παραγωγής. Με την εθνικοποίηση η κυρίαρχη εργατική τάξη κατακτά πολιτικά και τυπικά το δικαίωμα να είναι ο συλλογικός ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής, όμως αυτό απέχει πολύ από το να την μετατρέψει και σε πραγματικό ιδιοκτήτη.
Η κοινωνικοποίηση είναι ακριβώς η μετατροπή του τυπικού δικαιώματος σε πραγματικό, η απόδοση της αναγκαίας κοινωνικο-οικονομικής ουσίας στις νέες πολιτικές μορφές κυριαρχίας της εργατικής τάξης, καθώς και η αντιστοίχηση των πολιτικών διακηρύξεων με την καθημερινή πραγματικότητα στην οικονομία και την κοινωνία. Με αυτή την έννοια, η κοινωνικοποίηση αποτελεί μια μακρά ιστορική διαδικασία μετασχηματισμού συνθηκών, σχέσεων και ανθρώπων. Επικεντρώνεται κυρίως σε δυο θεμελιώδεις διαδικασίες: Αφενός, στην οικοδόμηση ενός συστήματος σχεδιοποιημένης και ισόρροπης οικονομίας, προσανατολισμένης στην ολόπλευρη ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών, στην ορθολογική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας και τη ραγδαία άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας. Κι αφετέρου, στη δημιουργία των απαραίτητων συνθηκών για την αποφασιστική κινητοποίηση και συμμετοχή του απλού εργαζόμενου στον πρακτικό καθημερινό έλεγχο και διεύθυνση των δημόσιων υποθέσεων σε όλα τα επίπεδα.
Έτσι η κοινωνικοποίηση συνδέεται οργανικά με την κατάκτηση μιας νέου τύπου δημοκρατίας, μιας προλεταριακής δημοκρατίας, η οποία δεν είναι μια απλή πολιτική μορφή του σοσιαλισμού, αλλά το αναγκαίο πολιτικό υπόβαθρο του σοσιαλισμού. Η προλεταριακή δημοκρατία δεν αρνείται την τυπική, ή αντιπροσωπευτική δημοκρατία, αλλά την υπερβαίνει. Η δημοκρατία δεν ασκείται πια απλά από αντιπροσώπους στο όνομα της κοινωνίας, αλλά κατ’ εντολή και απευθείας από την ίδια την κοινωνία. Στα πλαίσιά της το σύστημα αντιπροσώπευσης εξαρτάται άμεσα και πρακτικά από την κοινωνική του βάση. Δεν βασίζεται στην εναλλαγή κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών και μειοψηφιών, αλλά στο τράβηγμα όλων, της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας, της εκάστοτε συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης, στην άμεση πρακτική διαχείριση των κρατικών υποθέσεων. Γι αυτό και έχει ανάγκη τη μετατροπή των αντιπροσωπευτικών θεσμών σε κυρίαρχα εργαζόμενα σώματα, όπου στον έλεγχό τους περνά το σύνολο της κρατικής διοίκησης. Στα πλαίσια αυτά ακόμη και η κυβέρνηση χάνει τον πολιτικό της χαρακτήρα και μετατρέπεται σε επιτελική επιτροπή διεύθυνσης και προώθησης του συνολικού έργου του πανεθνικής συνέλευσης των λαϊκών αντιπροσώπων. Τέλος, η δημοκρατία αυτή δεν είναι μια τυπική «σύνθεση των αντιθέσεων» και «συναίνεση» των κορυφών, αλλά το προνομιακό πεδίο ανοιχτής και ελεύθερης διαπάλης έως το τέλος των αντιθέσεων που γεννά αντικειμενικά η πολιτική και η κοινωνία.
Επομένως η ταύτιση της κοινωνικοποίησης με τη «λαϊκή περιουσία» και την απαλλοτρίωση εξυπηρετεί αφενός στον εξοβελισμό της έννοιας της εθνικοποίησης, που κι αυτή έχει μπει στη μαύρη λίστα της σημερινής ηγεσίας του ΚΚΕ. Κι αφετέρου στην αποθέωση των «δεσποτικών επεμβάσεων», της λογικής των απαλλοτριώσεων και του κρατικού ελέγχου στην κοινωνία και την οικονομία. Έτσι ταυτίζεται το τυπικό με το ουσιώδες, η εξουσία στο όνομα της τάξης με την εξουσία της ίδιας της τάξης, οι διακηρύξεις με την πραγματοποίησή τους, το νομικό επιφαινόμενο με το περιεχόμενό του στην πράξη, η επωνυμία του σοσιαλισμού με το τι θα πρέπει να σημαίνει για τον εργαζόμενο λαό στην καθημερινή ζωή.
Η ταύτιση αυτή έχει επίσης μεγάλη σημασία για τη δημιουργία της εντύπωσης ενός απευθείας περάσματος στην «κοινωνικοποίηση» της «λαϊκής οικονομίας» και του σοσιαλισμού, δίχως τα αναγκαία μεταβατικά αιτήματα ή μέτρα στην πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας, αλλά και μετά. Τι σημασία έχει αν ολόκληρη η εμπειρία της Οχτωβριανής, μαζί και η θεωρία των κλασσικών, βοούν ενάντια σε μια τέτοια λογική; «Η απαλλοτρίωση – σημείωνε ο Λένιν – των τσιφλικάδων και των καπιταλιστών μας έδωσε μόνο τη δυνατότητα να οργανώσουμε τις πιο πρωτόγονες μορφές του σοσιαλισμού»[15]. Σε άλλη περίπτωση τόνιζε: «Μόνο με τη δήμευση δεν πετυχαίνεις τίποτε, γιατί η δήμευση δεν περιέχει στοιχεία οργάνωσης, υπολογισμού μιας σωστής κατανομής»[16]. Ενώ στην πολεμική του ενάντια στους «αριστερούς κομμουνιστές», που μπέρδευαν την εθνικοποίηση με την κοινωνικοποίηση και θεωρούσαν τη δεύτερη ως προϊόν της «αποφασιστικότητας» της νέας εξουσίας, έγραφε τα εξής: «Τι σημαίνει τούτο δω: ‘η πιο αποφασιστική κοινωνικοποίηση’; Μπορεί να είναι κανείς αποφασιστικός ή αναποφάσιστος στο ζήτημα της εθνικοποίησης, της δήμευσης. Εδώ όμως είναι η ουσία, ότι δεν αρκεί ακόμη και η μεγαλύτερη ‘αποφασιστικότητα’ στον κόσμο για το πέρασμα από την εθνικοποίηση και τη δήμευση στην κοινωνικοποίηση…η κοινωνικοποίηση ακριβώς κατά τούτο ξεχωρίζει από την απλή δήμευση: ότι μπορούμε να δημεύσουμε με μόνη την ‘αποφασιστικότητα’ χωρίς να έχουμε την ικανότητα να καταγράφουμε σωστά και να κατανέμουμε σωστά, δεν μπορούμε όμως να κοινωνικοποιήσουμε, αν δεν έχουμε αυτή την ικανότητα»[17].
Από την άποψη της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, το κύριο πρόβλημα που αντιμετώπισε ευθύς εξαρχής η Οχτωβριανή και στην πορεία στοίχειωσε ολόκληρο τον υπαρκτό σοσιαλισμό, είναι αυτή η αντίληψη του άμεσου περάσματος με άνωθεν διατάγματα. Ο Λένιν κάνοντας αυτοκριτική σημείωνε ότι αμέσως μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους μπολσεβίκους, «όταν εκτιμούσαμε την πιθανή εξέλιξη, ξεκινούσαμε κυρίως,… από τις προϋποθέσεις του άμεσου περάσματος στη σοσιαλιστική οικοδόμηση… Τότε τραβούσαμε για την πραγματοποίηση του περάσματος στο σοσιαλισμό χωρίς προκαταρκτική περίοδο που να προσαρμόζει την παλιά οικονομία στη σοσιαλιστική οικονομία. Πιστεύαμε πως, μια και δημιουργήσαμε κρατική παραγωγή και κρατική κατανομή των προϊόντων, περάσαμε κιόλας κατευθείαν με τον τρόπο αυτό σε διαφορετικό, σχετικά με το προηγούμενο, οικονομικό σύστημα παραγωγής και κατανομής»[18].
Η λογική αυτή συνεπικουρούμενη από τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες της εποχής οδήγησε στην πιο ακραία εκδοχή της, στον «πολεμικό κομμουνισμό», που στην ουσία του δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας κομμουνισμός του στρατώνα. Την περίοδο αυτή χαρακτήρισε ο Α. Λουνατσάρσκι ως εποχή «εφόδου και σφοδρής επίθεσης», όπου τα πάντα έπρεπε να προσκυνήσουν τη σιδερένια πειθαρχία και τη θέληση της πρωτοπορίας: «Τα πάντα παρασύρθηκαν από έναν ορμητικό χείμαρρο επαναστατικού ενθουσιασμού… Πρώτα απ’ όλα έπρεπε να διακηρύξουμε τα ιδανικά μας στο σύνολό τους και να καταστρέψουμε ανελέητα οτιδήποτε δεν μας βόλευε. Εκείνη την εποχή ήταν δύσκολο να μιλά κανείς για ημίμετρα, για στάδια, για προσέγγιση βήμα το βήμα προς ένα τέτοιο ιδανικό. Αυτό εκλαμβανόταν ως οπορτουνισμός, ακόμη κι ανάμεσα στους πιο ‘προσεχτικούς’ ανθρώπους»[19]. Ο σοσιαλισμός, ο κομμουνισμός, μετατράπηκε σε ένα ιδανικό που μπορούσε να εφαρμοστεί άμεσα με διατάγματα. «Λογαριάζαμε – ή ίσως θα είναι πιο σωστό να πούμε: υποθέταμε χωρίς να υπολογίζουμε αρκετά – πως μπορούμε να οργανώσουμε με άμεσες προσταγές του προλεταριακού κράτους την παραγωγή και την κατανομή των προϊόντων από το κράτος με κομμουνιστικό τρόπο μέσα σε μια μικροαγροτική χώρα. Η ζωή μας έδειξε το λάθος μας. Χρειάστηκαν μια σειρά μεταβατικά σκαλοπάτια: κρατικός καπιταλισμός και σοσιαλισμός, για να προετοιμάσουμε – με μια μακρόχρονη δουλιά – το πέρασμα στον κομμουνισμό. Όχι άμεσα με τον ενθουσιασμό, αλλά με τη βοήθεια του ενθουσιασμού που γέννησε η μεγάλη επανάσταση, στηριζόμενοι στο προσωπικό συμφέρον, στο προσωπικό ενδιαφέρον, στην ιδιοσυντήρηση, προσπαθείστε να φτιάξετε πρώτα τις στέρεες γεφυρούλες, που σε μια μικροαγροτική χώρα οδηγούν μέσω του κρατικού καπιταλισμού στο σοσιαλισμό… Αυτά μας είπε η ζωή. Αυτά μας είπε η αντικειμενική πορεία της ανάπτυξης της επανάστασης»[20].
Το χειρότερο, όμως, απ’ όλα ήταν το γεγονός ότι υιοθετήθηκε ευρέως η άποψη ότι ο «εξωοικονομικός κρατικός καταναγκασμός» δεν είναι μόνο απόλυτα αναγκαίος κατά τη μεταβατική περίοδο προς το σοσιαλισμό, αλλά και βασικός μοχλός οικοδόμησης της νέας κοινωνίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν ο Ν. Μπουχάριν διατύπωσε ξεκάθαρα αυτή την άποψη στο βιβλίο του Η Οικονομία της Μεταβατικής Περιόδου (1920), που αποτέλεσε το ευαγγέλιο του «πολεμικού κομμουνισμού», ο Λένιν υποδέχτηκε το κεφάλαιο για τον «εξωοικονομικό καταναγκασμό στη μεταβατική περίοδο» με τα πιο ευμενή σχόλια[21]. Η άποψη αυτή στην ουσία της θεωρούσε ότι η εργατική τάξη είναι ανίκανη στο σύνολό της να αποτελέσει το φορέα οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Αυτόν το ρόλο τον επεφύλασσε η ιστορία μόνο για την πρωτοπορία για εκείνη τη συνειδητή μειοψηφία που παίρνει στα χέρια της την εξουσία. Η ίδια η έννοια της δικτατορίας του προλεταριάτου έπαυε όλο και περισσότερο να είναι το συνώνυμο της κυριαρχίας της εργατικής τάξης συνολικά και μεταλλασσόταν σε δικτατορία της συνειδητής πρωτοπορίας, σε δικτατορία του κόμματος της εργατικής τάξης. Εκθειάστηκαν οι δικτατορικές μέθοδοι, η καταστολή, η στρατιωτική πειθαρχία στο κόμμα και εκτός, η σιδερένια πυγμή και η άσκηση δικτατορίας γενικά, σε βάρος της αναγκαίας «κατάχτησης της δημοκρατίας». Έτσι η ανάγκη μεταβλήθηκε σε αρετή, το προσωρινό σε μόνιμο, το ιστορικό δυστύχημα σε ιστορική νομοτέλεια, το επουσιώδες και δευτερεύον σε κάτι περισσότερο από ουσιώδες και πρωτεύον.
Είχε απόλυτο δίκιο η Ρ. Λούξεμπουργκ όταν προειδοποιούσε: «‘Ως Μαρξιστές’, γράφει ο Τρότσκι, ‘δεν υπήρξαμε ποτέ ειδωλολάτρες της τυπικής δημοκρατίας’. Σίγουρα, δεν υπήρξαμε ειδωλολάτρες ούτε του σοσιαλισμού ή του Μαρξισμού. Μήπως συνεπάγεται από αυτό ότι μπορούμε να πετάμε το σοσιαλισμό στα σκουπίδια, όπως οι Κουνόφ, Λένς και Πάρβους, όποτε δεν μας βολεύει; Ο Τρότσκι και ο Λένιν αποτελούν τη ζωντανή άρνηση σ’ αυτό το ερώτημα. ‘Δεν υπήρξαμε ποτέ ειδωλολάτρες της τυπικής δημοκρατίας’. Αυτό σημαίνει μόνο ότι εμείς πάντα διαχωρίζαμε την κοινωνική ουσία από την πολιτική μορφή της αστικής δημοκρατίας. Πάντα αποκαλύπταμε το σκληρό πυρήνα της κοινωνικής ανισότητας και της έλλειψης ελευθερίας που κρύβεται κάτω από το γλυκό περίβλημα της τυπικής ισότητας και ελευθερίας – όχι για να απορρίψουμε το τελευταίο, αλλά για να παρακινήσουμε την εργατική τάξη να μην ικανοποιείται με το περίβλημα, αλλά με την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας να δημιουργήσει μια σοσιαλιστική δημοκρατία που θα αντικαταστήσει την αστική δημοκρατία κι όχι να εξαφανίσει τη δημοκρατία γενικά. Όμως η σοσιαλιστική δημοκρατία δεν είναι κάτι που ξεκινά μόνο στη γη της επαγγελίας αφού δημιουργηθούν τα θεμέλια της σοσιαλιστικής οικονομίας. Δεν έρχεται σαν ένα είδος χριστουγεννιάτικου δώρου για τους άξιους, οι οποίοι εντωμεταξύ έχουν πιστά υποστηρίξει μια χούφτα σοσιαλιστές διχτάτορες. Η σοσιαλιστική δημοκρατία αρχίζει ταυτόχρονα με την απαρχή κατάλυσης της ταξική κυριαρχίας και οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Αρχίζει ακριβώς τη στιγμή της κατάληψης της εξουσίας από το σοσιαλιστικό κόμμα. Είναι ταυτόσημη με τη δικτατορία του προλεταριάτου. Ναι με τη δικτατορία! Όμως αυτή η δικτατορία έγκειται στον τρόπο εφαρμογής της δημοκρατίας και όχι στην κατάλυσή της. Έγκειται στις δραστικές, αποφασιστικές επιθέσεις ενάντια στα καλά κατοχυρωμένα δικαιώματα και οικονομικές σχέσεις της αστικής κοινωνίας, χωρίς τις οποίες δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός. Κι αυτή η δικτατορία πρέπει να είναι έργο της τάξης, όχι μιας μικρής ηγετικής μειοψηφίας στο όνομα της τάξης – με άλλα λόγια, πρέπει να προχωρά βήμα το βήμα μέσα από την ενεργή συμμετοχή των μαζών, πρέπει να βρίσκεται κάτω από την άμεση επιρροή τους, να υποτάσσεται στον πλήρη δημόσιο έλεγχο. Πρέπει να είναι προϊόν της αναπτυσσόμενης πολιτικής διαπαιδαγώγησης της μάζας του λαού»[22].    
Καθώς η επανάσταση άφηνε πίσω της την ηρωική εποχή, τόσο περισσότερο οι σεχταριστικές απόψεις της πρώτης περιόδου γίνονταν το καταφύγιο και το λίκνο μιας αναπτυσσόμενης σοβιετικής γραφειοκρατίας, η οποία αναδεικνυόταν ακριβώς για να καλύψει το έλλειμμα ανάμεσα στην τυπική και την πραγματική κοινωνικοποίηση. Το ομώνυμο περιοδικό της ΚΔ στα 1921 προειδοποιούσε ότι γινόταν της μόδας ανάμεσα στους κομμουνιστές «να περιγράφονται οι πιο απεχθείς μορφές της γραφειοκρατίας ως δημοκρατικός συγκεντρωτισμός» και ότι η γραφειοκρατικοποίηση του κόμματος και των εργατικών οργανώσεων στη Σοβιετική Ρωσία «έχει οδηγήσει αναπόφευχτα σ’ ένα σεχταρισμό ο οποίος συνδέεται πολύ στενά με τη γραφειοκρατία και στην πραγματικότητα αποτελεί το νεότερο αδελφό της»[23]. Ο υπαρκτός σοσιαλισμός με πρώτη την ΕΣΣΔ έπασχε ως το τέλος του από ένα τραγικό και διαρκώς διευρυνόμενο έλλειμμα σοσιαλιστικής κοινωνικοποίησης στην πράξη, που όχι μόνο δεν μπόρεσε να το αντιμετωπίσει, αλλά αποτέλεσε και την βασική αιτία της χρεοκοπίας και τελικά της ανατροπής του. 
Από όλα αυτά η Α. Παπαρήγα ενδιαφέρεται μόνο «για την ανάγκη ύπαρξης πανεθνικού σχεδιασμού, που θα εξειδικεύεται ανά κλάδο και περιοχή», μένοντας έτσι σε μια οικονομικοτεχνική ερμηνεία, που αντιλαμβάνεται το σχεδιασμό ως εργαλείο ελέγχου της οικονομίας από το κράτος «ώστε να υπάρχει πραγματική ανάπτυξη», ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται πρώτα και κύρια για την πάλη να δεσμευτούν οι οικονομικές λειτουργίες του κράτους στην υπηρεσία των πιο άμεσων και επιτακτικών κοινωνικών αναγκών. Με άλλα λόγια, η σχεδιοποίηση αποτελεί το σπουδαιότερο μέσο ελέγχου του κράτους από το σύνολο της εργαζόμενης κοινωνίας, έχοντας ως προϋπόθεση ότι καταρτίζεται και υλοποιείται με την αποφασιστική συμμετοχή των ίδιων των εργαζομένων.
Γενικά μιλώντας, για την Α. Παπαρήγα ο ρόλος των εργαζομένων σ’ αυτό που ονομάζει «λαϊκή οικονομία», δεν υφίσταται εκτός από την περίπτωση του εργατικού και κοινωνικού ελέγχου, σε κάθε τόπο δουλιάς, επισημαίνοντας ότι «όπου αδυνάτισε ο εργατικός κοινωνικός έλεγχος ή έγινε γραφειοκρατικός και τυπικός, στις συνθήκες του σοσιαλισμού, τότε γίνανε λάθη». Το ενδιαφέρον σ’ αυτή την τοποθέτηση είναι ότι ο εργατικός κοινωνικός έλεγχος έχει αποκοπεί παντελώς από κάθε έννοια δημοκρατίας. Λες και μπορεί να υφίσταται δίχως την πάλη για την «κατάκτηση της δημοκρατίας», τόσο στα πλαίσια του καπιταλισμού, όσο και στα πλαίσια του σοσιαλισμού. Η έννοια της δημοκρατίας έχει κι αυτή ποινικοποιηθεί από τη σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ. Βλέπετε, η δημοκρατία στον καπιταλισμό δεν είναι παρά συνώνυμο της κυριαρχίας του κεφαλαίου και άρα μη αποδεκτή, ενώ στη «λαϊκή οικονομία» και το σοσιαλισμό είναι μάλλον περιττή!
Στην πραγματικότητα η «λαϊκή οικονομία» δεν είναι παρά άλλοθι για τον εξοστρακισμό πολιτικά μάχιμων εννοιών και μετώπων της ταξικής πάλης. Δεν μιλάμε για σοσιαλισμό, αλλά για «λαϊκή οικονομία», δεν μιλάμε για εθνικοποιήσεις, αλλά για κοινωνικοποιήσεις, δεν μιλάμε για δημοκρατία, αλλά για δικαιώματα και ανάγκες γενικά, δεν μιλάμε για προλεταριακή δημοκρατία, αλλά για εργατικό κοινωνικό έλεγχο, κοκ. Το αν και κατά πόσο επιδιώκει μια πολιτική δύναμη το σοσιαλισμό, το τι σόι σοσιαλισμό ονειρεύεται, καθώς και το αν είναι πράγματι επαναστατική δύναμη κρίνεται από σήμερα, μέσα από τη συνέπεια της πάλης για τις πιο άμεσες και ζωτικές διεκδικήσεις, μέσα από την πάλη για την κατάκτηση της δημοκρατίας, δηλαδή της λαϊκής κυριαρχίας και της εθνικής ανεξαρτησίας, την άμεση «δεσποτική επέμβαση» στις σχέσεις ιδιοκτησίας μέσα από δημοκρατικές εθνικοποιήσεις και την εφαρμογή ενός δημοκρατικού προγραμματισμού προς όφελος του λαού, μέσα από την πάλη για την άμεση βελτίωση των συνθηκών ζωής και του εισοδήματος των εργαζομένων. Κάθε άλλη συζήτηση για το σοσιαλισμό και την επανάσταση γενικά στην καλύτερη περίπτωση δεν είναι τίποτε περισσότερο από «μια καλή άσκηση της σκέψης»[24] και στη χειρότερη μια φυγή στον κόσμο του αφηρημένου και του φανταστικού, μακριά από τις πραγματικές επιταγές της ταξικής πάλης, χρήσιμη μόνο για το φανατισμό των όποιων πιστών.


Σημειώσεις


[1] Φρ. Ένγκελς, Ουτοπικός και Επιστημονικός Σοσιαλισμός. Collected Works, τ. 24, σ. 296.
[2] Φρ. Ένγκελς, Η Εμιγκρέδικη Φιλολογία. Collected Works, τ. 24, σ. 25.
[3] Κ. Μαρξ & Φρ. Ένγκελς, Η Συμμαχία της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας και η Διεθνής Ένωση των Εργατών. Collected Works, τ. 23, σ. 543.
[4] Κ. Μαρξ, Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου. Collected Works, τ. 3, σ. 48.
[5] Β. Ι. Λένιν, Η Οικονομία και η Πολιτική στην εποχή της Δικτατορίας του Προλεταριάτου. Άπαντα, τ. 39, ΣΕ, 1982, σ. 271.
[6] Κ. Μαρξ, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία. Collected Works, τ. 22, σ. 335-6.
[7] Κ. Μαρξ, Κριτική του Προγράμματος της Γκότα. ΣΕ, 1979, σ.13-4.
[8] Ο. Π., σ. 15.
[9] Επιστολή του Μαρξ στον Νιουενχάους, 22/2/1881. Collected Works, τ. 46, σ. 66-7.
[10] Βλ. πχ. επιστολή του Μαρξ στο Ζόργκε, 20/6/1881. Collected Works, τ. 46, σ. 98-101
[11] Γκιόργκι Άτσιλ, Ο Κανόνας της Ελευθερίας. ΣΕ, 1982, σ. 12.
[12] Επιστολή του Μαρξ στον Νιουενχάους, 22/2/1881. Collected Works, τ. 46, σ. 67.
[13] Φ. Ένγκελς, Αντι-Ντύρινγκ. Collected Works, τ. 25, σ. 267-8.
[14] Κ. Μαρξ & Φρ. Ένγκελς, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος. ΣΕ, 1980, σ. 46.
[15] Β. Ι. Λένιν, Εισήγηση για τα Κομ. Σάββατα στη Συνδ/ψη Μόσχας του ΚΚΡ (μπ.). Collected Works, τ. 30, Progress, 1965, σ. 285.
[16] Β. Ι. Λένιν, Θα κρατήσουν άραγε οι Μπολσεβίκοι την κρατική εξουσία; Άπαντα, τ. 34, σ. 309.
[17] Β. Ι. Λένιν, Για τα «Αριστερά» Παιδιαρίσματα και το Μικροαστισμό. Άπαντα, τ. 36, σ. 293-4.
[18] Β. Ι. Λένιν, Η VII κομματική συνδιάσκεψη του κυβερνείου της Μόσχας. Άπαντα, τ. 44, σ. 197, 199.
[19] Α. Λουνατσάρσκι, Εισήγηση του Λαϊκού Επιτροπάτου της Εκπαίδευσης στο Ένατο Συνέδριο των Σοβιέτ. Μόσχα, 1921, σ. 4.
[20] Β. Ι. Λένιν, Η Τέταρτη Επέτειος της Οχτωβριανής Επανάστασης. Άπαντα, τ. 44, σ. 151.
[21] Β. Ι. Λένιν, Παρατηρήσεις στο βιβλίο του Ν. Ι. Μπουχάριν «Η Οικονομία της Μεταβατικής Περιόδου». ΣΕ, 1999, σ. 67-75.
[22] Ρόζα Λούξεμπουργκ, Η Ρώσικη Επανάσταση. Ann Arbor, 1961, σ. 77-8.
[23] Λενινιστική Συλλογή, τ. 36, σ. 257, 260.
[24] Κ. Κάουτσκι, Η Κοινωνική Επανάσταση. Παπαζήσης, 1985, σ. 142.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου