Όταν μιλάμε για κρίση σήμερα στην Ελλάδα, είτε το θέλουμε, είτε όχι, είμαστε υποχρεωμένοι να μιλήσουμε πρώτα απ’ όλα για το δημόσιο χρέος.
Καταρχήν οφείλουμε να απαντήσουμε στο εξής ερώτημα: Υπάρχει πρόβλημα με το δημόσιο χρέος ή όλα όσα λέγονται αποτελούν πρόσχημα, μπλόφα ή φόβητρο; Σαφώς και υπάρχει. Η εξυπηρέτηση του δημόσιου δανεισμού έχει φτάσει να αποτελεί το 35% του ΑΕΠ, το 130% των δημοσίων εσόδων και σχεδόν το διπλάσιο των εισπράξεων της χώρας από τις εξαγωγές της. Καμιά άλλη χώρα στον κόσμο δεν έχει φτάσει σ’ αυτό το σημείο εξυπηρέτησης του δημόσιου δανεισμού. Η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη και από την περίοδο της τελευταίας επίσημης χρεωκοπίας της χώρας το 1932.
Η χώρα εδώ και χρόνια έχει οδηγηθεί σε μια κατάσταση όπου η επιβίωσή της εξαρτάται από το αν και κατά πόσο μπορεί να βρει δάνεια για να εξυπηρετήσει το χρέος της. Την τελευταία δεκαετία η χώρα δανείστηκε κοντά στα 490 δις ευρώ από τα οποία το 97% πήγε στην εξυπηρέτηση παλιότερων δανείων, ενώ μόνο το 3% πήγε στην κάλυψη του δημοσιονομικού ελλείμματος. Με άλλα λόγια δανειζόμαστε για να ξεπληρώνουμε παλιότερα χρέη.
Τέλος η δυναμική του δημόσιου δανεισμού είναι τέτοια που είναι αδύνατον να αποπληρωθεί ότι κι αν γίνει. Είναι χαρακτηριστικό ότι την τελευταία δεκαετία η συνολική εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους στοίχισε γύρω στα 450 δις ευρώ, δηλαδή τα έσοδα 8 προϋπολογισμών του 2009. Παρόλα αυτά αντί το δημόσιο χρέος να αναχαιτιστεί, να μειωθεί ή τέλος πάντων να σταθεροποιηθεί, αυτό αυξήθηκε κατά 155 δις ευρώ. Κι αυτό σε μια περίοδο χαμηλών σχετικά επιτοκίων δανεισμού για την Ελλάδα.
Με βάση τις προβλέψεις του «μνημονίου» που ψήφισε η κυβέρνηση και με την προϋπόθεση ότι όλοι οι στόχοι που έχουν τεθεί από την «τρόικα» θα επιτευχθούν, το δημόσιο χρέος της χώρας όχι μόνο δεν θα συγκρατηθεί, αλλά θα αυξηθεί σημαντικά και θα φτάσει στο τέλος της τριετίας το 167% του ΑΕΠ, από 125% που είναι σήμερα. Με άλλα λόγια ο λαός και η χώρα ρίχνεται στον καιάδα του ΔΝΤ και της ΕΕ με μόνο σίγουρο αποτέλεσμα την ακόμη μεγαλύτερη αύξηση του δημόσιου χρέους.
Τότε ποιος είναι ο στόχος αυτού του καθεστώτος κατοχής; Να τεθεί η χώρα σε μια ιδιότυπη «καραντίνα» για να μην επεκταθεί η αποκαλούμενη «μόλυνση» και στις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης. Το κύριο ενδιαφέρον της «τρόικας» δεν είναι η αποκατάσταση της οικονομίας της χώρας, αλλά η προστασία των μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών και του ευρώ.
Γιατί; Διότι οι μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες κατέχουν πάνω από το 75% των ελληνικών ομολόγων και δεν θέλουν ν’ ακούσουν λέξη για τυχόν αδυναμία της Ελλάδας να συνεχίσει να πληρώνει τα χρέη της.
Ενώ η δύναμη του ευρώ εξαρτάται άμεσα από τη δυνατότητα των μεγάλων τραπεζών και των επενδυτών στην ευρωζώνη να συνεχίσουν να κερδοσκοπούν με τα ομόλογα και τα παράγωγα χρέους, που ο όγκος τους για το 2009 ήταν σχεδόν διπλάσιος από το συνολικό ΑΕΠ της ευρωζώνης.
Επομένως, η ΕΕ και το ΔΝΤ ήρθε για να εξασφαλίσει ότι η Ελλάδα δεν θα σταματήσει να πληρώνει τα χρέη της, έστω κι αν πεινάσει ο λαός της, έστω κι αν η χώρα διαλυθεί και ξεπουληθεί στο σύνολό της.
Όσο οι διεθνείς αγορές ήταν ανοιχτές για την χρηματοδότηση του χρέους, όσο οι διεθνείς τράπεζες και οι επενδυτές επιδείκνυαν ασίγαστη όρεξη για αγορά ομολόγων κρατικού χρέους, η εκτίναξη του δημόσιου δανεισμού δεν απασχολούσε κανέναν. Ούτε κυβερνήσεις, ούτε «ειδικούς», ούτε τραπεζίτες, οι οποίοι κέρδιζαν τεράστια ποσά από την κερδοσκοπία με τα ομόλογα. Όλοι είχαν υιοθετήσει το νεοφιλελεύθερο δόγμα που ήθελε την αγορά των δανείων να αυτορυθμίζεται χωρίς να οδηγεί σε κρίσεις και κραχ. Μόνο κάποιες περιοδικές «διαστολές» και «συστολές» αναγνώριζαν, που όμως δεν ήταν ικανές να αντιστρέψουν την ανιούσα των αγορών. Το χρέος ήταν απλά μια ακόμη αγορά, η οποία στο βαθμό που κρατιόταν ελεύθερη από παρεμβάσεις και ελέγχους δεν είχε κανένα λόγο να οδηγήσει σε συντριβή. Κι επομένως δεν υπήρχε κανένας λόγος να απασχολείται κανείς με το ύψος και τη δυναμική του χρέους, παρά μόνο με το κόστος δανεισμού.
Αυτό πίστευαν οι ιεροκύρηκες της σύγχρονης οικονομικής θεολογίας. Και ήταν τόσο πειστικοί που κατόρθωσαν να πείσουν και αρκετούς στην αριστερά. Γι’ αυτό και βλέπουμε σήμερα τέτοια αμηχανία στην αριστερά απέναντι στο χρέος. Πολλοί μάλιστα, ακόμη και στην ριζοσπαστική αριστερά, πίστεψαν – τουλάχιστον στην αρχή – ότι πρόβλημα δημόσιου χρέους δεν υπάρχει, μόνο πρόβλημα επιτοκίων και όρων δανεισμού. Κι επομένως το γεγονός ότι καταλήξαμε στα νύχια του ΔΝΤ, της ΕΕ και του καθεστώτος κατοχής δεν ήταν παρά μια μεγάλη συνωμοσία της κυβέρνησης και της άρχουσας τάξης.
Ανεξάρτητα από τους σχεδιασμούς της ολιγαρχίας που σίγουρα υπήρξαν και υπάρχουν, το ελληνικό κράτος βρίσκεται υπό καθεστώς δημοσιονομικής χρεωκοπίας εδώ και χρόνια.
Η χώρα βρίσκεται ήδη από τις αρχές του 2009 υπό καθεστώς de facto χρεωκοπίας. Κι αυτό γιατί μαζί με την κορύφωση της παγκόσμιας κρίσης με το κραχ του φθινόπωρου του 2008 αποκαλύφθηκε η πλήρης αδυναμία του ελληνικού κράτους να αναχρηματοδοτήσει το χρέος του χωρίς να προσφύγει στη διεθνή αγορά ομολόγων.
Έτσι τον Ιανουάριο του 2009 η κυβέρνηση Καραμανλή αντιμετωπίζει έντονο πρόβλημα κάλυψης των νέων ομολόγων που εκδίδει για νέο δανεισμό. Οι διεθνείς αγορές μετά το κραχ δεν έδειχναν ενδιαφέρον για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα. Και πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι οι διεθνείς αγορές, κυρίως οι ευρωπαϊκές τράπεζες, κατέχουν πάνω από το 82% των ελληνικών ομολόγων.
Τότε ήταν που για πρώτη φορά η κυβέρνηση Καραμανλή πετά στα σκουπίδια το δόγμα της «ισχυρής Ελλάδας» που κληρονόμησε από τις κυβερνήσεις Σημίτη και άρχισε ξαφνικά να μιλά για «σοβαρή κρίση», για την «παγκόσμια κρίση που αρχίζει να πλήττει την Ελλάδα», κοκ.
Η αλήθεια, όμως, ήταν ότι η ελληνική οικονομία βρισκόταν ήδη στην τελευταία πράξη του δράματός της. Η κρίση που συντρίβει κυριολεκτικά την ελληνική οικονομία δεν ήρθε ξαφνικά από το εξωτερικό, δεν είναι εισαγόμενη, έστω κι αν έχει πια συνυφανθεί με την κρίση που πλήττει την παγκόσμια οικονομία του κεφαλαίου.
Η χώρα οδηγήθηκε συστηματικά στη χρεωκοπία όχι μέσα από κάποια σκοτεινή συνωμοσία, αλλά ως λογικό και αναπόφευκτο αποτέλεσμα ενός πολύ συγκεκριμένου τρόπου εξαρτημένης καπιταλιστικής ανάπτυξης. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 επιβλήθηκε στη χώρα ένα καταστροφικό μοντέλο «εξωστρεφούς» ανάπτυξης, ανοιχτό στις πιο ασύδοτες και μονοπωλιακές δυνάμεις των διεθνών αγορών. Ανοχύρωτη η χώρα και κλειδωμένη στον αυτόματο πιλότο της ΕΕ, οικοδόμησε μια παρασιτική οικονομία υπηρεσιών που αποτέλεσε και αποτελεί παράδεισο κερδοφορίας για το μεγάλο κεφάλαιο.
Η Ελλάδα ενώ αποτελεί το 2,7% του ΑΕΠ της ευρωζώνης, διαθέτει το χαμηλότερο δείκτη επενδύσεων, μόλις στο 0,3% των συνολικών επενδύσεων στην ευρωζώνης. Αντίθετα τα ιδιωτικά κέρδη που παράγει η οικονομία της Ελλάδας υπερβαίνουν τα 5 % του συνόλου των ιδιωτικών κερδών που παράγει η ευρωζώνη ως σύνολο.
Για να στηριχθεί λοιπόν η κερδοφορία του μεγάλου κεφαλαίου και να διατηρήσει αυτά τα εξωφρενικά επίπεδα μέσα σε μια χειμαζόμενη οικονομία, στην οποία η αγοραστική δύναμη και η παραγωγική ικανότητα της οικονομίας συμπιέζονταν διαρκώς, χρειάστηκε η εκρηκτική επέκταση του δανεισμού. Και μάλιστα σ’ όλα τα επίπεδα.
Έτσι φτάσαμε σήμερα το μέσο νοικοκυριό να χρωστά το 70% του διαθέσιμου εισοδήματός του, οι τράπεζες να έχουν εξωτερικό χρέος που ξεπερνά το 52% του ΑΕΠ της χώρας και το δημόσιο χρέος να βρίσκεται στο 125% του ΑΕΠ της χώρας για το 2009. Όλα αυτά ήταν το αναγκαίο αποτέλεσμα ενός ολόκληρου τρόπου ανάπτυξης, που υπέταξε τη χώρα σε μια πλασματική (κυρίως δανειακή) επέκταση της εσωτερικής ζήτησης, η οποία στηρίχθηκε κυρίως στα εξής:
Πρώτο, στην αναγωγή ενός ολόκληρου συστήματος αγυρτείας και απάτης σε βασικό μοχλό της οικονομίας, μέσα από την προνομιακή ενίσχυση της κερδοσκοπίας στις χρηματαγορές, στην πιστωτική και χρηματιστική αγορά.
Δεύτερο, στη ραγδαία καταναλωτική επέκταση του κράτους μέσα από την πολιτική προμηθειών, την εκποίηση δημόσιας περιουσίας, τις ιδιωτικοποιήσεις, τα «μεγάλα έργα» και τα γνωστά «κοινοτικά πλαίσια στήριξης».
Τρίτο, στην υπερδιόγκωση του τομέα των υπηρεσιών, ιδιαίτερα του εμπορίου και της χρηματοπιστωτικής αγοράς, εις βάρος της παραγωγικής βάσης της οικονομίας.
Την τραγική εικόνα της ελληνικής οικονομίας ήρθε να συμπληρώσει η είσοδος στην ΟΝΕ και η επιβολή του ευρώ. Μπορεί η ΟΝΕ και το ευρώ να μην αποτελούν τις αιτίες των προβλημάτων και των αδιεξόδων της χώρας, αλλά είναι πλέον πασιφανές ότι λειτούργησαν καταλυτικά στη δραματική επιδείνωση της συνολικής κατάστασης. Λειτούργησαν σαν ασφυκτικός «κορσές», που προκαλεί ασφυξία στην οικονομία και την κοινωνία, σαν θανάσιμος «βρόγχος» στο λαιμό μιας ήδη προβληματικής και εντελώς εξασθενημένης οικονομίας.
Η έλευση του ευρώ μαζί με τις πολιτικές που εφαρμόστηκαν και συνεχίζουν να εφαρμόζονται μετέτρεψαν τη χώρα σε παράδεισο χρηματοπιστωτικής αγυρτείας κυρίως από διεθνείς θεσμικούς επενδυτές και τράπεζες. Ενώ σε συνδυασμό με την απευθείας κρατική τόνωση της πιο απροκάλυπτης κερδοσκοπίας μέσα από την προώθηση επενδύσεων «κοινοτικής επιχορήγησης» και τις γνωστές εργολαβίες των «μεγάλων έργων», η οικονομία της χώρας έχει μεταβληθεί σε προνομιακή σφαίρα τοποθέτησης των πιο κερδοσκοπικών, των πιο παρασιτικών κεφαλαίων διεθνώς.
Ποιος ήταν ο κερδισμένος από την είσοδό μας στην ΟΝΕ; Μια μικρή οικονομική και πολιτική ολιγαρχία που είναι στενότατα συνδεδεμένη με διεθνείς κύκλους τραπεζικής και χρηματιστικής κερδοσκοπίας, η οποία με το ευρώ μπορούσε πια ελεύθερα να μεταφέρει στο εξωτερικό τον πλούτο που λεηλατούσε από τη χώρα και το λαό της.
Έτσι στα τέλη του 2009 το σύνολο των κεφαλαίων από κατοίκους της Ελλάδας που βρισκόταν σε κερδοσκοπικές τοποθετήσεις στο εξωτερικό (μετοχές, ομόλογα, παράγωγα, κλπ.) ανερχόταν στα 200 δις ευρώ, όταν το συνολικό δημόσιο χρέος της χώρας για την ίδια χρονιά ανήλθε σχεδόν στα 300 δις ευρώ. Κι όλα αυτά χωρίς να υπολογίζουμε τις καταθέσεις του εξωτερικού, ή τις λεγόμενες άμεσες επενδύσεις Ελλήνων στο εξωτερικό, ούτε φυσικά τον πλούτο που βρίσκεται κρυμμένος στις αρκετές χιλιάδες υπεράκτιες εταιρείες (offshore), κλπ., ελληνικών συμφερόντων.
Όλα αυτά οδήγησαν μεν μια πλασματική, εικονική άνοδο του ΑΕΠ, αλλά συνέτριψαν κυριολεκτικά την παραγωγική βάση της χώρας και την αγοραστική δύναμη των λαϊκών στρωμάτων. Πράγμα που οδήγησε την ελληνική οικονομία σε μια βαθιά κρίση που την έχει αγκαλιάσει ήδη από το 2001.
Όμως ο πιο κερδισμένος απ’ όλους ήταν φυσικά το διεθνές και κυρίως το ευρωπαϊκό χρηματιστικό κεφάλαιο, το οποίο χάρις στο ευρώ μπόρεσε να μετατρέψει το δημόσιο χρέος της χώρας από πρωτίστως εγχώριο και εκφρασμένο σε δραχμές, σε κυρίαρχα εξωτερικό και εκφρασμένο στο «ισχυρό ευρώ», δηλαδή στο νόμισμα των ευρωπαϊκών τραπεζών.
Η δυναμική του δημόσιου χρέους σήμερα είναι τέτοια που δεν μπορεί πια να αποπληρωθεί με κανέναν τρόπο. Αργά η γρήγορα οι ίδιοι οι δανειστές της χώρας με τα διεθνή τους όργανα, το ΔΝΤ, την ΕΚΤ και την ΕΕ, θα οδηγήσουν την χώρα στην επίσημη πτώχευση. Όχι όμως πριν την ξεζουμίσουν όσο δεν παίρνει άλλο, πριν κερδοσκοπήσουν σε βάρος της, πριν την πουλήσουν και την αγοράσουν αμέτρητες φορές.
Η πολιτική της κυβέρνησης του κ. Παπανδρέου ξεκινά από τη βασική παραδοχή ότι οφείλουμε να πληρώσουμε τα χρέη, που έτσι ή αλλιώς δεν μπορούν να αποπληρωθούν. Με όλη την τακτική της οδήγησε την χώρα να είναι κυριολεκτικά έρμαιο των αγορών και των κερδοσκόπων.
Από την πρώτη στιγμή φρόντισε να εξασφαλίσει όχι μόνο το φόρο αίματος προς τους δανειστές τοκογλύφους συνθλίβοντας εργατικά και λαϊκά εισοδήματα, δικαιώματα και κατακτήσεις, αλλά να υποθηκεύσει κυριολεκτικά ολόκληρη την χώρα στην ΕΕ και το ΔΝΤ, προκειμένου η διεθνής χρηματιστική ολιγαρχία να είναι σίγουρη ότι θα συνεχιστεί η απομύζηση της Ελλάδας.
Έτσι οδηγηθήκαμε στον «μηχανισμό στήριξης», ο οποίος το μόνο σίγουρο που υπόσχεται είναι, αφενός, συνθήκες κατοχής για το λαό και τη χώρα και, αφετέρου, νέα ακόμη μεγαλύτερα δημόσια χρέη.
Σε αυτές τις συνθήκες και μάλιστα υπό καθεστώς κατοχής από την ΕΕ, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ κάθε προσπάθεια επαναδιαπραγμάτευσης του χρέους αν δεν είναι ουτοπική, είναι σίγουρα καταστροφική γιατί παραδίδει τη χώρα στους δανειστές της.
Όπως είμαστε σήμερα κάθε επιχείρηση διαπραγμάτευσης του χρέους θα οδηγήσει αναγκαστικά σε όλο και ακόμη μεγαλύτερες πιέσεις, σε χειρότερους εκβιασμούς από τις αγορές και κυρίως από εκείνους τους κερδοσκόπους που ξέρουν πώς να εκμεταλλεύονται χώρα υπό χρεωκοπία και στη διεθνή ορολογία ονομάζονται επενδυτικά κεφάλαια γύπες. Διαπραγμάτευση του χρέους υπό αυτές τις συνθήκες σημαίνει οικιοθελή παράδοση στους γύπες των διεθνών αγορών.
Σ’ αυτήν άλλωστε την αναδιαπραγμάτευση του χρέους σέρνεται και η κυβέρνηση, αφού τσακιστεί κάθε αντίσταση ή αντίρρηση μέσα από το ξεπούλημα της χώρας.
Αν λοιπόν δεν είναι αυτή η λύση, τότε τι μπορούμε να κάνουμε;
Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο να αλλάξει το οτιδήποτε, δεν μπορεί να υπάρξει άλλη πολιτική, αν δεν αντιμετωπιστεί πρώτα απ’ όλα ο βρόγχος του δημόσιου δανεισμού, αν δεν ξεφύγει η χώρα από τη θανάσιμη λαβή των δανειστών της. Όποιος το αγνοεί αυτό απλά ονειροβατεί, εκτός κι αν είναι αβανταδόρος των τραπεζών και των κερδοσκόπων στην προσπάθειά τους να αποπροσανατολίσουν τον απλό κόσμο.
Μια ριζικά διαφορετική πολιτική που ξεκινά στη βάση των αληθινών συμφερόντων του λαού και της χώρας οφείλει να ξεκαθαρίζει ευθύς εξαρχής τα στοιχειώδη: Το χρέος δεν το δημιούργησε ο λαός.
Τα δανεικά δεν χρησιμοποιήθηκαν προς όφελος του λαού και της χώρας.
Ο δανεισμός χρηματοδότησε τη λεηλασία του τόπου και μια οικονομική και πολιτική ολιγαρχία που σήμερα ρίχνει τη χώρα και τον λαό της στον Καιάδα του ΔΝΤ.
Ο λαός δεν χρωστά, του χρωστάνε. Δεν μπορεί λοιπόν να του ζητιέται να πληρώσει τον «λογαριασμό του χρέους» που άλλοι δημιούργησαν και επωφελήθηκαν από αυτό.
Το αίτημα της άρνησης της πληρωμής του χρέους δεν είναι ένα επαναστατικό ή σοσιαλιστικό μέτρο, αλλά ένα βαθιά λαϊκό δημοκρατικό μέτρο που απαντά όχι μόνο στην αδυναμία της αποπληρωμής του σημερινού δημόσιου χρέους της χώρας, αλλά και στον χαρακτήρα αυτού του χρέους. Δηλαδή στο γεγονός ότι ανήκει – τουλάχιστον κατά 75% – σε διεθνείς κερδοσκόπους και τοκογλύφους κατόχους ομολόγων που δεν μπαίνουν σε καμμιά διαπραγμάτευση εκτός κι αν τους συμφέρει.
Αυτό δείχνει η εμπειρία 286 επίσημων χρεωκοπιών κρατών από το 1824 έως το 2009. Δεν υπήρξε ούτε μια περίπτωση που κάποιο κράτος να ανάγκασε σε συμβιβασμό τους ομολογιούχους του χρέους του μέσα από διαπραγματεύσεις και κραδαίνοντας την απειλή της παύσης των πληρωμών. Δεν υπήρξε ούτε μια περίπτωση που ένα κράτος να μπήκε σε διαδικασία αναδιαπραγμάτευσης του χρέους του και να την έβγαλε καθαρή. Να πέτυχε δηλαδή να απαλλαγεί από τα αρπακτικά που κατέχουν τα ομόλογα του χρέους του. Ούτε μία περίπτωση.
Γι’ αυτό και μου κάνει μεγάλη εντύπωση η ευκολία με την οποία κάποιοι – ακόμη και μέσα στην λεγόμενη ριζοσπαστική αριστερά – διολισθαίνουν στη λογική της αναδιαπραγμάτευσης.
Το καίριο ζήτημα δεν είναι η παύση πληρωμών, αλλά η αναγνώριση η μη του χρέους. Από την στιγμή που θα κάνεις το λάθος να το αναγνωρίσεις, είτε προχωρήσεις σε παύση πληρωμών και διαπραγμάτευση, είτε σε μερική ή ολική διαγραφή του χρέους, την έχεις πατήσει. Γιατί αναγνώριση του χρέους σημαίνει αναγνώριση των έννομων δικαιωμάτων των ομολογιούχων πάνω στη χώρα σου. Σημαίνει ότι τους αναγνωρίζεις το δικαίωμα να σε κυνηγάνε εσαεί για τα ομόλογα που έχουν στα χέρια τους. Σημαίνει ότι απεμπολείς το όπλο του "απεχθούς χρέους" με βάση το διεθνές δίκαιο, καθώς και το θεμελιώδες δικαίωμα του λαού σου στη δική του αυτοδιάθεση και κυριαρχία, η οποία δεν μπορεί να απειλείται από καμμιά ξένη δύναμη, οικονομική, πολιτική, ή στρατιωτική.
Αυτός είναι ο λόγος που, σύμφωνα με την άποψή μου, το κεντρικό ζήτημα της άρνησης της πληρωμής του χρέους δεν είναι η παύση πληρωμών και η διαπραγμάτευση ή μη, η μερική ή ολική διαγραφή του χρέους, αλλά η μη αναγνώριση του χρέους και των υποχρεώσεών του από τον λαό, ως χρέος "απεχθές", ως μοχλός κατάλυσης της κυριαρχίας της χώρας. Από εκεί και πέρα φυσικά μπορεί να δει κανείς κατά περίπτωση τι θα κάνει κατά περίπτωση. Με την προϋπόθεση βέβαια ότι καμιά απαίτηση δεν θα υπονομεύσει την πορεία του λαού, δεν θα υποθηκεύσει το μέλλον του και ούτε θα θέσει τη χώρα υπό καθεστώς ομηρίας.
Τέλος, η άρνηση πληρωμής του χρέους είναι μόνο η αρχή, η αναγκαία αφετηρία για μια άλλη ριζικά διαφορετική πορεία που απαιτεί:
1. Απαλλαγή της χώρας από το καθεστώς της νέας κατοχής από την ΕΕ και το ΔΝΤ, κατάργηση του άθλιου «μνημονίου» που έχει υπογράψει και νομοθετήσει η κυβέρνηση.
2. Μονομερής άρνηση της πληρωμής του χρέους ώστε να γλυτώσουμε από την επικείμενη πτώχευση – που προετοιμάζει η «τρόικα» και η κυβέρνηση – και να διασώσουμε μισθούς, συντάξεις και λαϊκές αποταμιεύσεις.
3. Άνοιγμα όλων των δημόσιων λογαριασμών του κράτους ώστε να δούμε τι έγιναν τα λεφτά, τι κρύβουν οι συμβάσεις δανεισμού και ποιος επωφελήθηκε από αυτές.
4. Κατάργηση κάθε έννοιας παραγραφής και ασυλίας για όλους όσους διαχειρίστηκαν δημόσιο χρήμα. Με αναδρομική ισχύ. Όποιος, νομικό ή φυσικό πρόσωπο, έβαλε χέρι ή συνέργησε στη λεηλασία του δημόσιου πλούτου θα πρέπει να αντιμετωπίσει τη δικαιοσύνη και η περιουσία του να δημευθεί.
5. Έξοδο από τη ζώνη του ευρώ. Όσο η χώρα βρίσκεται μέσα στην ΟΝΕ είναι εκτεθειμένη σε κάθε είδους πιέσεις, στους εκβιασμούς και στις επιδρομές της διεθνούς κερδοσκοπίας και λειτουργεί ως αναλώσιμο είδος για τα διευθυντήρια της ευρωζώνης.
6. Εθνικοποίηση των μεγάλων πιστωτικών ιδρυμάτων, με πρώτη και κύρια την τράπεζα της Ελλάδας, για τον έλεγχο της οικονομίας, τον επαναπροσανατολισμό της πιστωτικής πολιτικής και τον έλεγχο της κίνησης κεφαλαίων. Κατάργηση όλων των μορφών επιχειρηματικής «συγκάληψης», όπως οι υπεράκτιες εταιρείες (offshore), οι εταιρείες συμμετοχών (holding) κοκ.
7. Ανάδειξη του κράτους σε βασικό μοχλό της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης της χώρας με πρώτη την εθνικοποίηση των παλιών ΔΕΚΟ και υπηρεσιών που ιδιωτικοποιήθηκαν. Ένα κράτος που πρέπει να πάψει να αποτελεί φέουδο μιας παρασιτικής οικονομικής και πολιτικής ολιγαρχίας η οποία σήμερα κυβερνά τη χώρα.
8. Παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, η οποία δεν θα στηρίζεται σε ξένους και ντόπιους κερδοσκόπους επενδυτές, κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες και μονοπώλια, αλλά στις ανάγκες και στο εισόδημα των εργαζομένων, στη δυναμική και την πρωτοβουλία των ζωντανών παραγωγικών δυνάμεων του τόπου.
9. Την αλλαγή του μονομερούς προσανατολισμού της χώρας και την απαλλαγή της από τα δεσμά που της έχουν επιβληθεί. Χρειάζεται η χώρα και ο λαός να ανοιχτούν επιτέλους στη διεθνή ζωή, να αξιοποιήσουν δυνατότητες και ευκαιρίες μέσα από την αναζήτηση νέων διεθνών ερεισμάτων, επαφών και σχέσεων με όλους τους λαούς της Ευρώπης και του κόσμου, δίχως ανισότιμες σχέσεις, δίχως καταναγκασμούς, επιβολές και μονοπωλιακές εξαρτήσεις.
Η διάσωση της χώρας δεν μπορεί να επιτευχθεί με τον λαό στον «γύψο» ούτε με «εθνικές» ή «υπερκομματικές» κυβερνήσεις εκφασισμού της πολιτικής ζωής. Η διέξοδος από την κρίση απαιτεί περισσότερη και όχι λιγότερη δημοκρατία.
Απαιτεί τον λαό στο προσκήνιο, όχι θεατή και θύμα των εξελίξεων.
Απαιτεί μια νέα εξουσία με τον λαό στα κέντρα των αποφάσεων και όχι ένα διεφθαρμένο σύστημα κυβερνητικής απολυταρχίας.
Απαιτεί την κατάκτηση της δημοκρατίας μέσα από την αυθεντική κατοχύρωση της λαϊκής κυριαρχίας και της εθνικής ανεξαρτησίας.
Ποιος μπορεί να το κάνει αυτό;
Μόνο αν αφυπνιστεί και κινητοποιηθεί η μεγάλη πλειοψηφία του λαού, των εργαζομένων, των μικρομεσαίων και των νέων μπορεί να αποτραπεί η καταστροφή και χαραχτεί μια άλλη ριζικά διαφορετική πορεία. Είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου του ίδιου του λαού και της χώρας. Αυτή η αφύπνιση δεν μπορεί να είναι υπόθεση ενός κόμματος, ή μιας μόνο πολιτικής παράταξης. Χρειάζεται επειγόντως η δημιουργία ενός μεγάλου κοινωνικοπολιτικού μετώπου ολόκληρου του λαού για τη διάσωση της χώρας ώστε να ξεφύγουμε από το καταθλιπτικό μονόδρομο της καταστροφής, της λεηλασίας και της υπερχρέωσης.
Ένα τέτοιο μέτωπο δεν μπορεί να είναι υπόθεση απλώς και μόνο ορισμένων οργανώσεων, ή κομμάτων, αλλά αφορά όλες τις πολιτικές δυνάμεις που στρατεύονται στην υπόθεση των εργαζομένων, έχει ανάγκη το σύνολο των δυνάμεων του λαού πέρα και πάνω από κομματικές τοποθετήσεις και ιδεολογικές διαφορές.
Είναι το μέτωπο των εργαζομένων, των νέων, των μικρομεσαίων, των αγροτών, του συνόλου του παραγωγικού δυναμικού του λαού για μια ριζικά διαφορετική πορεία.
Είναι μέτωπο για την εθνική κυριαρχία και ανεξαρτησία ενάντια στην μετατροπή της χώρας σε αποικία του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου, ενάντια στο καθεστώς κατοχής από τους οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΔΝΤ και τις ντόπιες κυβερνήσεις των δωσιλόγων.
Ένα τέτοιο μέτωπο για τη σωτηρία της χώρας και την αναγέννηση της μπορεί και πρέπει να υπολογίζει στη συνδρομή των δοκιμαζόμενων λαών των υπολοίπων χωρών της Ευρώπης αλλά και του κόσμου.
Είναι χρέος όλων μας, πρώτα και κύρια όλων των δυνάμεων που θέλουν να μιλούν εξ ονόματος των αδικημένων αυτής της κοινωνίας, να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων και να ανταποκριθούμε στη ζωτική ανάγκη προώθησης ενός τέτοιου μετώπου με σκοπό τη σωτηρία του λαού και την αναγέννηση της χώρας.
Ευχαριστώ
Δημήτρης Καζάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου