Γιατί αυτή η αντιδραστική στροφή στις παγκόσμιες εξελίξεις;
H 11η του Σεπτέμβρη σηματοδότησε την είσοδο σε μια απ’ τις πιο κρίσιμες κι επικίνδυνες περιόδους παγκόσμια. Γιατί συνέβη αυτό; Μήπως είναι μια απολύτως «φυσική συνέπεια» ενός ειδεχθούς πολιτικού εγκλήματος με χιλιάδες αθώα θύματα, αυτού που συνέβη στην Νέα Υόρκη και την Ουάσινγκτον; Ή μήπως πρόκειται για μια σκοτεινή πολιτική συνωμοσία του Λευκού Οίκου για να παρασύρει την υφήλιο στα τάρταρα του πολέμου;
Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει τίποτε το «φυσικό», ή το «φυσιολογικό» στις πρακτικές αντεκδίκησης ενός μεγάλου κράτους, εκτός κι αν αναζητηθούν τα κίνητρα του, όχι στην υπερβατική σφαίρα της ψυχολογίας ή της αστυνομικής σεναριογραφίας, αλλά στον πραγματικό κόσμο των ιδιοτελών οικονομικο-πολιτικών συμφερόντων. Μάλιστα, η συγκεκριμένη απάντηση στο γιατί συμβαίνουν όλα αυτά; – δεν μπορεί να βρεθεί κυρίως στην σφαίρα της πολιτικής, αλλά κατά πρώτο λόγο στην σφαίρα της οικονομίας.
Το υπόβαθρο της παγκόσμιας εκτροπής
Μέσα από ένα ιστορικά πρωτοφανές όργιο εξαγορών, συγχωνεύσεων και συμμαχιών, ιδίως τις δυο τελευταίες δεκαετίες, αναδύθηκε ένα νέο κυρίαρχο «οικονομικό υποκείμενο» στην παγκόσμια οικονομία του καπιταλισμού. Κι αυτό είναι το σύγχρονο πολυεθνικό-πολυκλαδικό μονοπώλιο.
Έτσι, η παγκόσμια αγορά σήμερα έχει γεννήσει πολυεθνικές εταιρείες με μεγέθη, που συναγωνίζονται ή και ξεπερνούν σε σημασία και ρόλο ακόμη και τις μεγάλες εμποροκρατικές εταιρείες των Δυτικών κι Ανατολικών Ινδιών του 18ου αιώνα. Μόνο που στην εποχή του μερκαντιλισμού αυτές οι εταιρείες-μονοπώλια ήταν προϊόντα της συγχώνευσης των συμφερόντων του πρώιμου εμπορικού κεφαλαίου και του μοναρχικού κράτους, ενώ τα σημερινά πολυεθνικά μονοπωλιακά μεγαθήρια είναι γέννημα-θρέμμα της ίδιας της παγκόσμιας αγοράς.
Τα σημερινά μονοπωλιακά συγκροτήματα επεκτάθηκαν πέρα απ’ τα όρια των εθνικών οικονομιών στην κατεύθυνση, τόσο της «κάθετης», όσο και της «οριζόντιας» πολυκλαδικής τους ολοκλήρωσης. Το αποτέλεσμα ήταν να προκύψει το πολυεθνικό-πολυκλαδικό μονοπώλιο σαν μια νέα συνάρθρωση του τραπεζικού και του βιομηχανικού κεφαλαίου σε διεθνή βάση. Ένα τέτοιο τυπικό συγκρότημα είναι καταρχήν σε απόλυτους όρους τεράστιο, μεγαλύτερο σε οικονομική δύναμη από μια μεσαίου μεγέθους χώρα, είτε ακόμη κι από ομάδα κρατών.
Το σύγχρονο αυτό πολυκλαδικό-πολυεθνικό μονοπώλιο μπορεί να διαμορφώνει για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό στην ιστορική εξέλιξη του παγκόσμιου καπιταλισμού, έναν εσωτερικό διακλαδικό καταμερισμό εργασίας και να τον επιβάλλει διεθνώς στις χώρες, αλλά και σ’ ολόκληρες περιοχές. Ασκεί τεράστια επίδραση στις τάσεις συσσώρευσης του κεφαλαίου σε διεθνή κλίμακα κι έτσι μπορεί για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση, να διαλύει ή να ρευστοποιεί κλάδους σε μια χώρα και να τους μεταφέρει αλλού, να σβήνει «οικονομικά θαύματα» σε κάποιες περιοχές και να δημιουργεί την επίφαση τέτοιων πρόσκαιρων «θαυμάτων» σ’ άλλες περιοχές.
Το κεφάλαιο δεν εξορμά πλέον με ορμητήριο τις μονοπωλιακές εθνικές αγορές των ισχυρών κρατών, για να κατακτήσει τις παγκόσμιες αγορές με όπλο την τεχνολογία, τις φτηνές τιμές των εμπορευμάτων και το πλεονάζον χρήμα. Αντίθετα σήμερα παρατηρούμε μια κατεξοχήν αντίστροφη κίνηση. Το κεφάλαιο – αφού μετατράπηκε σε πολυεθνικό μονοπωλιακό κεφάλαιο μ’ εξαιρετικά ανεπτυγμένο πολυκλαδικό χαρακτήρα – με βάση πια την ίδια την παγκόσμια αγορά κεφαλαίου και εμπορευμάτων, εξορμά να αναδιανείμει και να καρπωθεί τα οφέλη από τα νέα «συγκριτικά πλεονεκτήματα» και τα «φιλέτα» των εθνικών και περιφερειακών οικονομιών, ιδίως εκεί όπου συγκεντρώνονται οι πιο απαραίτητες κι έτοιμες προϋποθέσεις για την παραγωγή και την πραγματοποίηση της μεγαλύτερης δυνατής προστιθέμενης αξίας.
Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι με στόχο να αντιμετωπιστούν τα χρόνια παραγωγικά πλεονάσματα, η χρόνια υπερπαραγωγή και η χρόνια χαμηλή αξιοποίηση του παραγωγικού δυναμικού, οι πολυεθνικές μετατρέπονται σ’ όλο και περισσότερο ευέλικτα επιχειρηματικά πολυκλαδικά συγκροτήματα σε παγκόσμιο επίπεδο, ώστε να εξασφαλίζουν υψηλά περιθώρια κέρδους ακόμη κι όταν ο βαθμός αξιοποίησης του παραγωγικού δυναμικού βυθίζεται ακόμη και κάτω απ’ το 80%. Για να επιτευχθεί αυτό η πολυεθνική επιχείρηση όλο και περισσότερο έπαψε να είναι Αμερικάνικη, Βρετανική, Γερμανική, Γαλλική ή Ιαπωνική και διαμορφώνεται σαν ένα τεράστιο δίκτυο θυγατρικών, συνεργαζόμενων, συμμαχικών, υπεργολαβικών, κοκ. επιχειρήσεων με πραγματικά διεθνοποιημένη παραγωγή.
Αυτή η ευέλικτη διεθνής παραγωγική δικτύωση επιτρέπει με το μικρότερο δυνατό κόστος να μετακυλίσει η παραγωγή από το ένα έθνος στο άλλο, από την μια περιοχή στην άλλη, απ’ την μια ήπειρο στην άλλη, μεγιστοποιώντας τα περιθώρια κέρδους, αξιοποιώντας συνεχώς τα καλύτερα «συγκριτικά πλεονεκτήματα» που προσφέρει η κάθε αγορά, με όρους ζήτησης, τιμών, κόστους κεφαλαίου και εργασίας, γενικότερης κοινωνικο-πολιτικής κατάστασης. Η λειτουργία αυτή σε παγκόσμιο επίπεδο επιβάλλεται από την ανάγκη οι πολυεθνικές να βρίσκονται σε συνεχή ετοιμότητα να θυσιάσουν, να «ακρωτηριάσουν» εάν χρειαστεί ακόμη και σημαντικούς τομείς της συνολικής τους επιχειρηματικής δράσης, ακόμη και την χώρα όπου έχουν την έδρα τους, έστω προσωρινά, για να αντιμετωπίσουν τον οξυμένο διεθνή μονοπωλιακό ανταγωνισμό, αλλά και τα κύματα γενικευμένης αστάθειας των αγορών, δίχως να επηρεαστούν σοβαρά τα περιθώρια κέρδους.
Ο νέος χαρακτήρας ενός παλιού φαινομένου
Μια τέτοια μονοπωλιακή διάρθρωση του σύγχρονου παγκόσμιου καπιταλισμού έχει επιφέρει σοβαρές τροποποιήσεις στον τρόπο που εκδηλώνεται και συγκροτείται ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός.
Μια εξαιρετικά σημαντική εξέλιξη είναι η αλλαγή των όρων και των συνθηκών πάλης για νέες αγορές και σφαίρες τοποθέτησης κεφαλαίων. Στις συνθήκες μιας διεθνοποιημένης παραγωγής υπό τον άμεσο έλεγχο του πολυεθνικού κεφαλαίου, η πάλη για την αναδιανομή παλιών και νέων αγορών έχει μετατραπεί σε μια διαρκή προσπάθεια όχι μονοπωλιακής «προσάρτησης» συγκεκριμένων αγορών, αλλά εξασφαλισμένης «πρόσβασης» στις αγορές παγκόσμια. Αυτό που ενδιαφέρει το πολυεθνικό κεφάλαιο σήμερα δεν είναι η «αποκλειστική σχέση» με μια αγορά, όπως συνέβαινε την εποχή της αποικιοκρατίας, αλλά η όσο το δυνατόν πιο απρόσκοπτη δυνατότητα εισόδου κι εξόδου από μια αγορά.
Οι εποχές που το μονοπωλιακό κεφάλαιο αναζητούσε κυρίως απ’ τις εξαρτημένες χώρες φτηνές πρώτες ή ενδιάμεσες ύλες, φτηνό εργατικό δυναμικό κι αγοραστική ζήτηση για την παραγωγή του, έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Σήμερα πια δεν του αρκεί αυτό. Αυτό που επιδιώκει είναι, αφενός, η όσο το δυνατόν πιο άμεση, ολόπλευρη κι επί τόπου αξιοποίηση των πιο αξιόλογων κι έτοιμων μεριδίων της ντόπιας αγοράς. Κι αφετέρου, η δυνατότητα εύκολης μετακύλισης της παραγωγής και του κεφαλαίου σ’ άλλες αγορές ή επιχειρηματικούς τομείς ανά τον κόσμο, με το μικρότερο δυνατό κόστος.
Όπως είναι φυσικό, τις καλύτερες απ’ αυτές τις συνθήκες το πολυεθνικό κεφάλαιο τις βρίσκει κυρίως στις ανεπτυγμένες οικονομίες του καπιταλισμού. Γι αυτό κι απ’ τα μέσα της δεκαετίας του ’80 έχει παρουσιαστεί μια συνολική στροφή στην διεθνή κίνηση κεφαλαίου, όπου ο κύριος όγκος – γύρω στο 70% – των ξένων παγίων επενδύσεων παγκόσμια δεν κατευθύνεται πια στις εξαρτημένες χώρες, όπως γινόταν παλιότερα έως την δεκαετία του ’70, αλλά στις πιο ανεπτυγμένες οικονομίες του καπιταλισμού, με πρώτη και κύρια τις ΗΠΑ. Η ανάγκη, λοιπόν, να παραμένουν πάση θυσία «ανοικτές» και «διαθέσιμες» – με, όσο το δυνατόν, ενιαία συμπιεσμένο κόστος κεφαλαίου κι εργασίας – οι αγορές κι οι οικονομίες πρωταρχικά του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, αλλά και παγκόσμια, είναι άνευ προηγουμένου ζωτικής σημασίας για το πολυεθνικό κεφάλαιο.
Γι αυτό κι ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός δεν βασίζεται στην δημιουργία «κλειστών αγορών» και «κλειστών οικονομιών», όπως γινόταν παλιά μέσα από αποικιοκρατικές αυτοκρατορίες ή εχθρικά ιμπεριαλιστικά μπλοκ, αλλά στην συλλογική εξασφάλιση, με κάθε μέσο και τρόπο, «ανοιχτών θυρών» σ’ όλες τις αγορές κι όλες τις οικονομίες. Έτσι, το ζητούμενο σήμερα για τον ιμπεριαλισμό δεν είναι η εξασφάλιση ξεχωριστών «προνομιακών αγορών» για το μονοπωλιακό κεφάλαιο κάθε ισχυρού ιμπεριαλιστικού κράτους, αλλά η δημιουργία «ανοιχτών οικονομιών και κοινωνιών» παντού μέσα από την δυναστική επικυριαρχία συλλογικών ιμπεριαλιστικών οργανισμών, που έχουν ως κύρια αποστολή την επιβολή κοινών πλαισίων, κανόνων κι όρων λειτουργίας για όλες τις αγορές, τις οικονομίες, τις κοινωνίες και τα κράτη. Απ’ αυτήν ακριβώς την βαθύτερη ανάγκη πηγάζει η τρομακτική ισχύς, η διόγκωση κι η διάρκεια των συλλογικών ιμπεριαλιστικών μορφών, τόσο πολιτικο-στρατιωτικής ρύθμισης των διεθνών σχέσεων, όπως είναι το ΝΑΤΟ, αλλά όπως εξελίχθηκε κι ο σημερινός ΟΗΕ, όσο και παγκόσμιας οικονομικο-αναπτυξιακής «παρέμβασης», όπως είναι το ΔΝΤ, ο ΠΟΕ, η Παγκόσμια Τράπεζα και η ΕΕ.
Ιμπεριαλισμός και πόλεμος στις νέες συνθήκες
Οι εξελίξεις αυτές μπορεί να έχουν περιορίσει σε σημαντικό βαθμό μια πιθανή κλιμάκωση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών σε γενικευμένες πολεμικές αναμετρήσεις ανάμεσα σ’ ισχυρά κράτη, όπως εκείνες που υπήρξαν στο παρελθόν κι οδήγησαν στην έκρηξη των δυο παγκοσμίων πολέμων. Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να τις αποκλείσει εντελώς και για πάντα. Η απειλή ενός παγκόσμιου ολοκληρωτικού πολέμου ενυπάρχει πάντα στην ίδια την οργανική συγκρότηση του ιμπεριαλισμού, έστω κι αν δεν πάρει αναγκαστικά, τουλάχιστον στην αρχή, την μορφή μιας απευθείας, ανοικτής πολεμικής αναμέτρησης ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικά κράτη ή συνασπισμούς.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, την τελευταία δεκαετία καταβλήθηκε συστηματική προσπάθεια να εξοικειωθεί ολόκληρη η ανθρωπότητα με τον πόλεμο ως αποδεκτό μέσο άσκησης διεθνούς πολιτικής, στο όνομα ανώτερων αρχών κι ιδανικών. Μια προσπάθεια που δεν έμεινε μόνο στα λόγια, μόνο στο επίπεδο της προπαγάνδας, αλλά βρήκε πεδίο πρακτικής εφαρμογής πολλές φορές. Μ’ αυτή την έννοια, δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι, ειδικά την τελευταία δεκαετία, γνωρίσαμε μια εντυπωσιακή έξαρση συλλογικών ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων απανταχού γης, όχι προς όφελος συγκεκριμένων ιμπεριαλιστικών κρατών, ή για την αναδιάταξη των «διεθνών ισορροπιών» ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Κι αυτό γιατί οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις δεν έχουν πλέον ως βασικό στόχο την δημιουργία «ζωτικών χώρων» για κάθε ξεχωριστό ιμπεριαλιστικό κράτος, κέντρο, ή συνασπισμό, αλλά τον εκβιασμό βίαιων κοινωνικο-πολιτικών κι οικονομικών αναπροσαρμογών. Σύμφωνα όχι με τα ιδιαίτερα συμφέροντα κάποιου ιμπεριαλιστικού κράτους, αλλά με τις εκάστοτε συλλογικές ανάγκες του πολυεθνικού κεφαλαίου και τις στρατηγικές συγκεκριμένων διεθνών κρατικομονοπωλιακών ομίλων. Αυτό που πρυτανεύει πια είναι πρωταρχικά οι γενικότερες ανάγκες μιας «ανοιχτής οικονομίας της αγοράς», ως το κατάλληλο πατρόν για να κοπούν και να ραφτούν στα μέτρα της όλες οι περιοχές του πλανήτη. Αυτή αποτελεί άλλωστε και την κοινωνικο-οικονομική πεμπτουσία του σύγχρονου επίσημου ανθρωπισμού, που στο όνομά του κυριολεκτικά ισοπεδώνονται χώρες, λιμοκτονούν λαοί και αστυνομεύονται με πολεμικά μέσα ολόκληρες περιοχές του πλανήτη.
Αυτός είναι ο λόγος που επικράτησε κι επικρατεί μια εντυπωσιακή συλλογική ομοψυχία ανάμεσα στους δράστες αυτών των επεμβάσεων, όχι γιατί ο Λευκός Οίκος «πειθαναγκάζει» τους Ευρωπαίους ηγέτες, αλλά γιατί απηχούν κυρίαρχα συλλογικά συμφέροντα του ιμπεριαλισμού γενικά. Κι έτσι είδαμε να ξεφυτρώνουν ξανά, για πρώτη φορά μετά τον μεσοπόλεμο, επίσημα προτεκτοράτα κι «εθνικά κράτη» υπό επίσημη κηδεμονία, όχι όμως αυτή τη φορά υπέρ συγκεκριμένων ιμπεριαλιστικών κρατών ή συνασπισμών, αλλά στο όνομα της «διεθνούς κοινότητας» κι υπό την ανοιχτή πλέον κηδεμονία των συλλογικών ιμπεριαλιστικών οργανισμών.
Μια «ιδανική ευκαιρία» για τον ιμπεριαλισμό
Σ’ αυτό ακριβώς το ιμπεριαλιστικό περιβάλλον προέκυψε η 11η του Σεπτέμβρη.
Ο ολοκληρωτικός πόλεμος ενάντια στην συνολική κατάσταση της εργατικής τάξης, που διεξάγεται ανελλιπώς την τελευταία δεκαετία, εξάντλησε κάθε μέσο και τρόπο ειρηνικής διευθέτησης των αντιθέσεων του παγκόσμιου καπιταλισμού. Το πέρασμα σε μια νέα φάση ολοκληρωτικού πολέμου ενάντια στην εργαζόμενη κοινωνία, έγινε αναγκαίο όχι λόγω μιας πολιτικής συνωμοσίας του ιμπεριαλισμού, αλλά λόγω συσσωρευμένων θεμελιακών διαρθρωτικών αδιεξόδων, που εκδηλώθηκαν την τελευταία ιδιαίτερα περίοδο. Ποια ήταν αυτά;
Καταρχήν, τόσο η αμερικανική, όσο και η παγκόσμια οικονομία αντιμετωπίζει ήδη απ’ τα μέσα του προηγούμενου χρόνου μια σοβαρή κλιμακούμενη κρίση. Το βασικό γνώρισμα αυτής της ύφεσης είναι η έξαρση των παραγωγικών πλεονασμάτων ιδιαίτερα στους τομείς τεχνολογικής αιχμής, που συνιστούν τις «ατμομηχανές» της παγκόσμιας οικονομίας την τελευταία δεκαετία. Αυτό εκφράστηκε με μια σοβαρή επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης, όπου για τις ΗΠΑ υπήρχαν εκτιμήσεις ήδη απ’ την άνοιξη του 2001, ότι θα «διολισθήσει» απ’ το συνηθισμένο ετήσιο 4-5% των τελευταίων ετών, κοντά στο 1%. Αυτήν ακριβώς την εκρηκτική παραγωγική υπερσυσσώρευση στους κλάδους της «νέας οικονομίας» φανερώνει και το γεγονός ότι ο δείκτης νέας τεχνολογίας του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης (NASDAQ) – ο οποίος, παρεμπιπτόντως, αποκαλείται στους χρηματιστικούς κύκλους κι ως «ατμομηχανή» της κεφαλαιαγοράς – έχασε μέσα σε λίγους μήνες το 75% της αξίας του σε σχέση μ’ ότι είχε κερδίσει απ’ το 1991. Κι όλα αυτά πριν το χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου.
Αυτό, λοιπόν, που κατατρόμαξε την κρατικομονοπωλιακή ολιγαρχία στις ΗΠΑ, αλλά και διεθνώς, είναι ότι η κρίση αυτή την φορά δεν αφορούσε κυρίως αυτό που παραπειστικά αποκαλούν «παλιά οικονομία», ούτε ξεκίνησε από κάποιον «αδύνατο κρίκο» της παγκόσμιας αγοράς, όπως έγινε στα 1999 με την κατάρρευση των «ασιατικών τίγρεων». Αυτή τη φορά πυροδοτήθηκε απ’ την ίδια την «νέα οικονομία» και βασικός της φορέας είναι η «ραχοκοκαλιά» της παγκόσμιας αγοράς, οι ΗΠΑ. Μην ξεχνάμε ότι οι ΗΠΑ συνιστούν κοντά στο 60% της παγκόσμιας κίνησης κεφαλαίου σε αξίες, αλλά και σε ξένες πάγιες επενδύσεις στο σύνολο των ανεπτυγμένων χωρών, όπως και πάνω απ’ το 50% του παγκόσμιου εμπορίου εμπορευμάτων και υπηρεσιών τεχνολογικής αιχμής. Επομένως, αυτή τη φορά η ύφεση χτύπησε τα ίδια τα θεμέλια της παγκόσμιας οικονομίας του καπιταλισμού, πάνω στα οποία έχει οικοδομηθεί την τελευταία δεκαετία.
Το γεγονός ότι αυτή η ύφεση προήλθε απ’ τον ίδιο τον «σκληρό πυρήνα» της σύγχρονης παγκόσμιας οικονομίας του καπιταλισμού, εκ των πραγμάτων, περιόρισε δραστικά την απόδοση των όποιων «αντίμετρων» κι αναπροσαρμογών επιχείρησε το πολυεθνικό κεφάλαιο για την διευθέτησή της. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι δραστικές περικοπές κόστους των πολυεθνικών στις ΗΠΑ και την Δυτ. Ευρώπη – που οδήγησαν την άνοιξη και το καλοκαίρι που πέρασε τις μαζικές απολύσεις σε ύψος ρεκόρ για ολόκληρη την μεταπολεμική ιστορία του ανεπτυγμένου καπιταλισμού – δεν στάθηκαν ικανές να βελτιώσουν στο ελάχιστο τις άσχημες προοπτικές. Το ίδιο συνέβη και με τις εξαγορές-συγχωνεύσεις, οι οποίες ήδη έφτασαν ν’ απορροφούν περίπου το 90% – ποσοστό ρεκόρ για ολόκληρη την ιστορία του καπιταλισμού – των παγκόσμιων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου. Απ’ την άλλη, το γνωστό μονεταριστικό «κόλπο» της ραγδαίας διεύρυνσης της χρηματοπιστωτικής ρευστότητας σε συνθήκες χαμηλών επιτοκίων και νομισματικής σταθερότητας, φαίνεται ότι αυτή την φορά δεν έπιασε, για μια σειρά σοβαρούς διαρθρωτικούς λόγους.
Όλα αυτά μετέτρεψαν την κρίση αυτή, από μια περιοδική κρίση υπερπαραγωγής, σε μια βαθύτατη γενικευμένη «κρίση ρύθμισης» της παγκόσμιας οικονομίας, ενώ για πρώτη φορά μετά τα τέλη της δεκαετίας του ’80, τα μέσα ποσοστά απόδοσης κεφαλαίου στις ανεπτυγμένες οικονομίες του καπιταλισμού, παρουσιάζουν σημάδια σοβαρής υποχώρησης. Απ’ ότι φαίνεται, όλα εκείνα τα μέσα, οι συνθήκες και τα μέτρα που εξασφάλισαν την συνεχή άνοδο της μέσης απόδοσης κεφαλαίου για περίπου μια δεκαπενταετία, δεν είναι πλέον επαρκή και ικανά για ν’ αντιδράσουν σε μια επικείμενη πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους στις ΗΠΑ, αλλά και στις άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες.
Επομένως, το πολυεθνικό κεφάλαιο και οι εκπρόσωποί του στην πολιτική, βρέθηκαν ξαφνικά να τους στοιχειώνει μια εξαιρετικά δυσάρεστη και δυσοίωνη προοπτική: Η κρίση αυτή δεν ήταν απλά μια συγκυριακή ύφεση, μια περιοδική «αυτόματη αναπροσαρμογή» μιας διαρκώς διαστελλόμενης οικονομίας, όπως είχαν θεωρήσει στην αρχή.
Πώς θα έπρεπε ν’ αντιδράσουν; Μήπως αρκούμενοι στους παλιότερους ρυθμούς αναπροσαρμογών του πολυεθνικού κεφαλαίου και τις δοσμένες «κοινωνικο-πολιτικές ισορροπίες»; Προφανώς, όχι. Χρειάζονταν επειγόντως νέα πιο δραστικά, πιο άμεσα και πιο καθολικά μέτρα αναπροσαρμογής. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο κι ως «μάνα εξ ουρανού» ήρθε η 11η του Σεπτέμβρη.
Επομένως, ανεξάρτητα απ’ το ποιος συνέλαβε, σχεδίασε και διέπραξε την μαζική πολιτική δολοφονία της 11ης του Σεπτέμβρη, αυτό το ειδεχθές πολιτικό έγκλημα αποτέλεσε μια «ιδανική ευκαιρία» στην πιο κατάλληλη στιγμή για ν’ απαλλαγεί το πολυεθνικό κεφάλαιο κι οι πολιτικοί του εκπρόσωποι από κάθε κοινωνικο-πολιτικό περιορισμό ή όριο, από κάθε κοινωνικο-πολιτική αναστολή ή δέσμευση για την άμεση και δραστική αντιμετώπιση αυτής της ιδιότυπης κλιμακούμενης ύφεσης. Κι αυτό μπορεί να γίνει μόνο καταφεύγοντας σε μέσα και μεθόδους μιας πολεμικής οικονομίας και πολιτικής. Η ανεπάρκεια των διαθέσιμων μέσων και όρων στήριξης της κερδοφορίας του πολυεθνικού κεφαλαίου, οδηγεί αναγκαστικά τον διεθνή νεοφιλελευθερισμό σε νέα μονοπάτια και πιο συγκεκριμένα στο μονοπάτι του πολέμου.
Σ’ αυτές τις συνθήκες ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός έρχεται ν’ αναμετρηθεί με τα συσσωρευμένα του αδιέξοδα, ν’ αντιμετωπίσει τις εσωτερικές του αντιθέσεις, όχι μέσα από την πολεμική σύγκρουση ιμπεριαλιστικών συνασπισμών, αλλά μέσα απ’ την κήρυξη του πολέμου στον ίδιο τον εαυτό του. Αυτό που αντιλαμβάνεται ως «αόρατο εχθρό», δεν είναι φυσικά η όποια «τρομοκρατία», αλλά οι αντιθέσεις και τα αδιέξοδα που ο ίδιος συσσωρεύει κι αδυνατούν πλέον ν’ αποτυπωθούν στο πρόσωπο ενός συγκεκριμένου κι ορατού εχθρού, όπως έχει συμβεί στο παρελθόν.
Ποιες είναι οι βασικές κυρίαρχες επιδιώξεις;
Αυτό που οδήγησε στην κήρυξη αυτού του ιδιότυπου παγκόσμιου πολέμου, είναι η βαθύτερη ανεπάρκεια του σύγχρονου παγκόσμιου συστήματος διευθέτησης και ρύθμισης των κρισιακών φαινομένων. Αυτό που επιδιώκει ο ιμπεριαλισμός δεν είναι η άμεση εμπλοκή ισχυρών και λιγότερο ισχυρών χωρών σ’ ένα κυκεώνα γενικευμένης πολεμικής αναμέτρησης – αν και θα ‘ταν ανόητο κανείς ν’ αποκλείσει κάθε τέτοιο ενδεχόμενο, μιας κι ο πόλεμος έχει πάντα την δική του, μη ελεγχόμενη, δυναμική. Ούτε αναγκαστικά την μετατροπή της πολεμικής βιομηχανίας και των εξοπλισμών σ’ «ατμομηχανή» της οικονομίας και της ανάπτυξης του παγκόσμιου καπιταλισμού.
Τι έχει ανάγκη άμεσα ο ιμπεριαλισμός;
Πρώτο, μια άμεση τεχνητή διεύρυνση της αγοράς γενικά, μέσα απ’ την διόγκωση της κρατικής καταναλωτικής δαπάνης. Κι αυτό δεν αφορά μόνο τις δαπάνες για εξοπλισμούς, αλλά το σύνολο των προμηθειών του κράτους, οι οποίες κινητοποιούνται ανοιχτά πλέον για να τονώσουν την αγορά. Σ’ αυτό οφείλεται και η έντονη φιλολογία γύρω απ’ την ανάγκη επανεξέτασης του οικονομικού ρόλου του κράτους, καθώς και οι φωνές για την ανάγκη όχι μιας οικονομικά «ουδέτερης κυβέρνησης», όπως συνιστούσε παλιότερα ο νεοφιλελευθερισμός, αλλά μιας «παρεμβατικής κυβέρνησης», όπου ενεργά θα παρεμβαίνει στην οικονομία με όπλο τις αυξημένες κρατικές δαπάνες.
Δεύτερο, την απευθείας στήριξη της κερδοφορίας του πολυεθνικού κεφαλαίου, μέσα απ’ έναν συνολικό αναπροσανατολισμό της κρατικής οικονομικής διαχείρισης. Αυτές τις μέρες περνούν απ’ το Κογκρέσο απανωτά προκλητικά μέτρα φορολογικής ασυλίας των κεφαλαιακών αποδόσεων, που μια ολόκληρη δεκαετία αδυνατούσαν να προωθηθούν λόγω πολλών αντιδράσεων.
Τρίτο, την οικονομικο-πολιτική θωράκιση των κεφαλαιαγορών μέσα απ’ την επιτάχυνση των διαδικασιών ενοποίησης των «οικονομικών χώρων» πρωταρχικά σε Ευρωατλαντικό επίπεδο (NAFTA+ONE). Ήδη ένα απ’ τα κύρια θέματα στην ατζέντα των συζητήσεων ανάμεσα σε ΗΠΑ κι ΕΕ είναι η ταχύτατη προώθηση αυτού που έχει ονομαστεί «ενιαίος ευρω-ατλαντικός χώρος» οικονομίας κι άμυνας.
Τέταρτο, το άμεσο «ξεσκαρτάρισμα» της αγοράς, από «προβληματικά» χαρτιά, επιχειρήσεις και λειτουργίες, έστω κι αν κάτι τέτοιο θα σημάνει την ερήμωση ολόκληρων τομέων της οικονομίας. Πρόκειται γι αυτό που οι χρηματιστικοί κύκλοι ονομάζουν χαριτωμένα «δημιουργική καταστροφή» και κανείς δεν αρνείται πλέον ότι θα συνοδευτεί, τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στην ΕΕ, από ένα νέο κύμα μαζικής ανεργίας και συμπίεσης του «εργατικού κόστους».
Πέμπτο, την βίαιη αναδιανομή των διαθέσιμων κοινωνικών πόρων. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτές τις μέρες η κυβέρνηση των ΗΠΑ κατόρθωσε επιτέλους να βάλει στο χέρι το «χρηματοκιβώτιο» – όπως αποκαλείται – του ταμείου κοινωνικής ασφάλισης, για να «πληρωθεί» ο νέος πόλεμος. Το «χρηματοκιβώτιο» αυτό τροφοδοτείται από το 1935 με ειδικό κρατικό κονδύλι για να πληρώνονται συντάξεις κι απαγορεύεται ρητά να χρησιμοποιηθεί για οποιονδήποτε άλλο σκοπό. Πολλές κυβερνήσεις λιγουρεύτηκαν τα παχυλά αποθέματα του «χρηματοκιβωτίου», αλλά καμμιά δεν μπόρεσε να το βάλει στο χέρι, ακόμη κι επί Ρέιγκαν, λόγω ισχυρών κοινωνικών αντιστάσεων. Με την κήρυξη, όμως, της νέας παγκόσμιας πολεμικής σταυροφορίας, το πολύτιμο «χρηματοκιβώτιο» πήγε «υπέρ πίστεως και πατρίδος».
Δίχως τους όρους και τις συνθήκες μιας πολεμικής οικονομίας και πολιτικής, είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιχειρηθούν άμεσα και καθολικά αυτές οι συνολικές αναπροσαρμογές. Η κήρυξη του πολέμου, λοιπόν, είναι κάτι πολύ περισσότερο και πολύ βαθύτερο από μια απλή πολιτική συνωμοσία του ιμπεριαλισμού. Στην ουσία πρόκειται για την ορμητική είσοδο σε μια νέα εποχή όπου ο παγκόσμιος καπιταλισμός δεν μπορεί πλέον ν’ «αυτορυθμιστεί», παρά μόνο στα πλαίσια ενός διαρκούς, αδιόρατου κι ανορθόδοξου, αλλά καθ’ όλα υπαρκτού κι ολοκληρωτικού, παγκόσμιου πολέμου.
Δημοσιεύτηκε στο ΕΜΠΡΟΣ, Νοέμβριος, 2001
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου