Όταν μιλάμε για κρίση σήμερα στην Ελλάδα, είτε το θέλουμε, είτε όχι, είμαστε υποχρεωμένοι να μιλήσουμε πρώτα απ’ όλα για το δημόσιο χρέος. Αν δεν απαντήσεις σήμερα στο πρόβλημα του δημόσιου χρέους, δεν μπορείς να απαντήσεις πειστικά σε τίποτε, ούτε στα εργασιακά, ούτε στα μισθολογικά, ούτε στα ασφαλιστικά, ούτε στο ξεπούλημα των πάντων. Κι αυτό γιατί όλα αυτά, αλλά κι αυτά που έρχονται, πηγάζουν από το πρόβλημα του δημόσιου χρέους. Η ίδια η κρίση έχει επικεντρωθεί στην κατάσταση του χρέους.
Υπάρχει πρόβλημα με το δημόσιο χρέος ή όλα όσα λέγονται αποτελούν πρόσχημα, μπλόφα ή φόβητρο; Σαφώς και υπάρχει. Η εξυπηρέτηση του δημόσιου δανεισμού έχει φτάσει να αποτελεί το 35% του ΑΕΠ το 2009. Πράγμα που ισοδυναμεί σχεδόν το σύνολο των μισθών που πληρώνει κάθε χρόνο η ελληνική οικονομία. Ισοδυναμεί με πάνω από το 140% των δημοσίων εσόδων και σχεδόν με το διπλάσιο των εισπράξεων της χώρας από τις εξαγωγές της. Καμιά άλλη χώρα στον κόσμο δεν έχει φτάσει σ’ αυτό το έσχατο σημείο εξυπηρέτησης του δημόσιου δανεισμού της.
Η χώρα εδώ και χρόνια έχει οδηγηθεί σε μια κατάσταση όπου η επιβίωσή της εξαρτάται από το αν και κατά πόσο μπορεί να βρει δάνεια για να εξυπηρετήσει το χρέος της. Την τελευταία δεκαετία η χώρα δανείστηκε κοντά στα 490 δις ευρώ από τα οποία το 97% πήγε στην εξυπηρέτηση παλιότερων δανείων, ενώ μόνο το 3% πήγε στην κάλυψη του δημοσιονομικού ελλείμματος. Με άλλα λόγια δανειζόμαστε για να ξεπληρώνουμε παλιότερα χρέη.
Τέλος η δυναμική του δημόσιου δανεισμού είναι τέτοια που είναι αδύνατον να αποπληρωθεί ότι κι αν γίνει. Είναι χαρακτηριστικό ότι την τελευταία δεκαετία η συνολική εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους στοίχισε γύρω στα 450 δις ευρώ, δηλαδή τα έσοδα 8 προϋπολογισμών του 2009. Παρόλα αυτά αντί το δημόσιο χρέος να αναχαιτιστεί, να μειωθεί ή τέλος πάντων να σταθεροποιηθεί, αυτό αυξήθηκε κατά 155 δις ευρώ.
Κι όχι μόνο αυτό.
Με βάση τις προβλέψεις του «μνημονίου» που ψήφισε η κυβέρνηση και με την προϋπόθεση ότι όλοι οι στόχοι που έχουν τεθεί από την «τρόικα» θα επιτευχθούν, το δημόσιο χρέος της χώρας όχι μόνο δεν θα συγκρατηθεί, αλλά θα αυξηθεί σημαντικά και θα φτάσει μετά το τέλος της τριετίας στο 167% του ΑΕΠ, από 125% που είναι σήμερα. Με άλλα λόγια ο λαός και η χώρα ρίχνεται στον καιάδα του ΔΝΤ και της ΕΕ με μόνο σίγουρο αποτέλεσμα την ακόμη μεγαλύτερη αύξηση του δημόσιου χρέους.
Τότε ποιος είναι ο στόχος αυτού του καθεστώτος κατοχής; Να τεθεί η χώρα σε μια ιδιότυπη «καραντίνα» για να μην επεκταθεί η αποκαλούμενη «μόλυνση» και στις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης. Το κύριο ενδιαφέρον της «τρόικας» δεν είναι η αποκατάσταση της οικονομίας της χώρας, αλλά η προστασία των μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών και του ευρώ.
Γιατί; Διότι οι μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες κατέχουν πάνω από το 75% των ελληνικών ομολόγων και δεν θέλουν ν’ ακούσουν λέξη για τυχόν αδυναμία της Ελλάδας να συνεχίσει να πληρώνει τα χρέη της.
Επομένως, η ΕΕ και το ΔΝΤ ήρθε για να εξασφαλίσει ότι η Ελλάδα δεν θα σταματήσει να πληρώνει τα χρέη της, έστω κι αν πεινάσει ο λαός της, έστω κι αν η χώρα διαλυθεί και ξεπουληθεί στο σύνολό της.
Σήμερα δεν χρειάζεται κανείς να επιχειρηματολογήσει για την επικείμενη χρεωκοπία του συστήματος με θεωρητικά και πολιτικά επιχειρήματα. Δεν χρειάζεται να είναι αριστερός για να την αντιληφθεί.
Μπροστά στα μάτια όλων το σύστημα – όπως κι αν το αντιλαμβάνεται κανείς – χρεωκοπεί με τόσο επιδεικτικό τρόπο που αναγκάζει ακόμη και τους πιο επίσημους εκπροσώπους της άρχουσας τάξης να το παραδεχτούν. Δεν αφήνει κανένα περιθώριο ακόμη και στον πιο αδιάφορο εργαζόμενο να μην αντιληφθεί ότι για να σωθεί αυτός και η χώρα, πρέπει να ξεμπερδέψει όχι απλά με την μια ή με την άλλη πολιτική του κεφαλαίου, αλλά με ολόκληρο το σύστημα ως τέτοιο.
Εδώ βρίσκεται η μεγάλη δυσκολία, αλλά ταυτόχρονα και η μεγάλη ευκαιρία της περιόδου που διανύουμε.
Παρόλα αυτά υπάρχει μέσα στην αριστερά μια τεράστια προσπάθεια να υποβαθμιστεί το ζήτημα του δημόσιου χρέους, να θεωρηθεί ως ένα από τα πολλά ζητήματα της κρίσης. Κι έτσι έχουμε τόσο από την κυρίαρχη προπαγάνδα, όσο και από μέρος της αριστεράς μια ουσιαστικά ταυτόσημη προσέγγιση στο ζήτημα του δημόσιου χρέους, που το αντιλαμβάνεται ως ένα απλό παράγωγο της πολιτικής του κράτους ή γενικά του καπιταλισμού.
Έτσι η μεν κυβέρνηση ζητάει θυσίες για να αντιμετωπισθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα, ενώ κάποιοι στην αριστερά συζητούν μόνο για την αποτροπή της επίθεσης στο λαϊκό και εργατικό εισόδημα, στις συντάξεις και τις εργασιακές σχέσεις. Όλα τα υπόλοιπα αφήνονται σε γενικόλογες καταγγελίες του συστήματος δίχως πρακτικό αντίκρισμα.
Το αποτέλεσμα είναι μια αντιπαράθεση δεξιάς-αριστεράς κυρίως για τα μέτρα και τις συνέπειές τους κι όχι για την ταμπακέρα, δηλαδή για το δημόσιο χρέος και το καθεστώς χρεωκοπίας.
Όταν όμως μιλάμε για δημόσιο χρέος θα πρέπει να ξεκαθαρίζουμε σε τι πράγμα αναφερόμαστε.
Δεν είναι όλα τα χρέη ίδια. Άλλο το ιδιωτικό χρέος και άλλο το δημόσιο χρέος, που ορισμένοι συνηθίζουν δυστυχώς να τα βάζουν στο ίδιο τσουβάλι και να βγάζουν ότι πιο παράδοξο συμπέρασμα θέλουν.
Δεν είναι επίσης όλα τα δημόσια χρέη ίδια. Άλλο το δημόσιο χρέος που το μεγαλύτερο μέρος του είναι εσωτερικό και εκφρασμένο σε εθνικό νόμισμα και άλλο το δημόσιο χρέος που κατά κύριο λόγο είναι εξωτερικό και εκφρασμένο σε σκληρό ξένο νόμισμα. Το μεν πρώτο είναι γενικά διαχειρίσιμο, το δε δεύτερο είναι εκείνο που κατά κανόνα οδηγεί τα κράτη στην χρεωκοπία.
Δεν είναι τα δημόσια χρέη όλων των χωρών ίδια. Άλλο το δημόσιο χρέος μιας μεγάλης ιμπεριαλιστικής χώρας, όπως των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας, της Βρετανίας, με δεσπόζουσα θέση και κυρίαρχο ρόλο στην παγκόσμια οικονομία. Και άλλο το δημόσιο χρέος μιας χώρας εξαρτημένης και περιθωριακής στην παγκόσμια οικονομία σαν της Ελλάδας. Άλλη σημασία έχει το δημόσιο χρέος μιας χώρας με μεγάλα πλεονάσματα στην οικονομία της κι άλλη σημασία έχει το δημόσιο χρέος για μια χώρα με τρομακτικά παραγωγικά ελλείμματα στην οικονομία της, όπως είναι της Ελλάδας.
Τέλος, δεν είναι όλοι τρόποι δανεισμού του δημοσίου ίδιοι. Άλλο πράγμα είναι ο δανεισμός μέσα από μια διακρατική σύμβαση ή μέσα από μια δανειακή σύμβαση με έναν τραπεζικό όμιλο και εντελώς άλλο πράγμα είναι ο δανεισμός μέσα από τη διεθνή αγορά ομολόγων. Η δανειακή σύμβαση με μια τράπεζα είναι εκ φύσεως διαπραγματεύσιμη, ενώ το ομόλογο χρέους είναι απρόσωπο και εξαργυρώσιμο άμα τη εμφανίσει, όπως π.χ. μια επιταγή. Το ομόλογο λοιπόν είναι διαπραγματεύσιμο μόνο στη διεθνή αγορά ομολόγων και μόνο με τους όρους που επιβάλει αυτή η αγορά. Γι’ αυτό και αυτή η μορφή δανεισμού είναι η χειρότερη για ένα κράτος, η πιο τοκογλυφική, η πιο ανελαστική.
Γιατί τα λέμε όλα αυτά; Διότι για να διατυπώσει κανείς αίτημα και πολιτική που απαντά στο πρόβλημα του χρέους και της χρεωκοπίας από τη σκοπιά των συμφερόντων του λαού και των εργαζομένων οφείλει να ξέρει επακριβώς τι αντιμετωπίζει. Οφείλει να ξέρει με τι έχει να κάνει. Διαφορετικά η απάντησή του θα εκφράζει στην καλύτερη περίπτωση το αγαθό των προθέσεών του και τίποτε περισσότερο.
Επομένως όταν σήμερα μιλάμε για απάντηση στο δημόσιο χρέος και κάποιοι προτάσσουν ως μετριοπαθές μέτρο την αναδιαπραγμάτευση του χρέους με ή χωρίς παύση πληρωμών, έναντι της πιο ριζοσπαστικής υποτίθεται λύσης της απευθείας άρνησης και ακύρωσης της πληρωμής του χρέους, όπως προτείνει ο υποφαινόμενος, στην καλύτερη περίπτωση δεν ξέρουν γιατί μιλάνε.
Η πολιτική της κυβέρνησης του κ. Παπανδρέου ξεκινά από τη βασική παραδοχή ότι οφείλουμε να πληρώσουμε τα χρέη, που έτσι ή αλλιώς δεν μπορούν να αποπληρωθούν, που έτσι ή αλλιώς τα έχουμε χρυσοπληρώσει ήδη. Με όλη την τακτική της οδήγησε την χώρα να είναι κυριολεκτικά έρμαιο των αγορών και των κερδοσκόπων.
Από την πρώτη στιγμή φρόντισε να εξασφαλίσει όχι μόνο το φόρο αίματος προς τους δανειστές τοκογλύφους συνθλίβοντας εργατικά και λαϊκά εισοδήματα, δικαιώματα και κατακτήσεις, αλλά να υποθηκεύσει κυριολεκτικά ολόκληρη την χώρα στην ΕΕ και το ΔΝΤ, προκειμένου η διεθνής χρηματιστική ολιγαρχία να είναι σίγουρη ότι θα συνεχιστεί η απομύζηση της Ελλάδας.
Σε αυτές τις συνθήκες και μάλιστα υπό καθεστώς κατοχής από την ΕΕ, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ κάθε προσπάθεια επαναδιαπραγμάτευσης του χρέους αν δεν είναι ουτοπική, είναι σίγουρα καταστροφική γιατί παραδίδει ολοκληρωτικά τη χώρα στους δανειστές της.
Όπως είμαστε σήμερα κάθε επιχείρηση διαπραγμάτευσης του χρέους θα οδηγήσει αναγκαστικά σε όλο και ακόμη μεγαλύτερες πιέσεις, σε χειρότερους εκβιασμούς από τις αγορές και κυρίως από εκείνους τους κερδοσκόπους που ξέρουν πώς να εκμεταλλεύονται μια χώρα υπό χρεωκοπία και στη διεθνή ορολογία ονομάζονται επενδυτικά κεφάλαια γύπες. Διαπραγμάτευση του χρέους υπό αυτές τις συνθήκες σημαίνει οικιοθελή παράδοση στους γύπες των διεθνών αγορών.
Σ’ αυτήν άλλωστε την αναδιαπραγμάτευση του χρέους σέρνεται και η κυβέρνηση. Κι από ότι φαίνεται η όλη υπόθεση είναι πολύ κοντά.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι η αναδιάρθρωση του χρέους – πρόκειται για έναν όρο που θα τον ακούτε όλο και πιο συχνά – δεν γίνεται ποτέ προς όφελος του οφειλέτη, αλλά πάντα προς όφελος του δανειστή. Απλά ο οφειλέτης παίρνει μια παράταση χρόνου για να πληρώσει τα χρέη του, αφού φορτωθεί με πρόσθετους τόκους και αποζημιώσεις «πιστωτικού κινδύνου» υπέρ του δανειστή.
Αυτό το παραδέχεται ανοιχτά και η κυβέρνηση που εμφανίζεται σήμερα να μην θέλει επουδενί την αναδιαπραγμάτευση και αναδιάρθρωση του χρέους – εκτός κι αν της το επιβάλλουν οι συνθήκες – γιατί το θεωρεί καταστροφή για τη χώρα. Και δεν έχει άδικο. Με μια μόνη διαφορά. Η κυβέρνηση έχει ήδη ξεκινήσει την αναδιαπραγμάτευση του χρέους και η τρόικα – κυρίως το ΔΝΤ – επεξεργάζεται ήδη σχέδια αναδιάρθρωσης και επιμήκυνσης του χρόνου της εξυπηρέτησής του. Με όλες τις επιπλέον καταστροφικές συνέπειες για το λαό, τους εργαζόμενους και τη χώρα. Γι’ αυτό και η κυβέρνηση επιχειρεί να αποποιηθεί της ευθύνης, να εμφανιστεί ότι αυτή η πολιτική «δεν είναι δική της», αλλά της επιβάλλεται εξ ανάγκης. Ότι ακριβώς ισχυρίζεται και για την εφαρμογή του αντιδραστικού «μνημονίου».
Αυτός που έχει αναλάβει εργολαβικά την προπαγάνδα αυτής της πολιτικής είναι εκείνο το κομμάτι της αριστεράς που έχει προτάξει το ζήτημα της αναδιαπραγμάτευσης του χρέους, με ή χωρίς παύση πληρωμών, ως δήθεν αριστερή απάντηση. Όσοι σήμερα προτάσσουν την αναδιαπραγμάτευση του χρέους και μάλιστα εντός του ευρώ, είτε το θέλουν, είτε όχι, αποτελούν αντικειμενικά τα βαποράκια της πολιτικής και των σχεδίων της τρόικας. Είναι οι μόνοι που σήμερα έχουν υιοθετήσει ανοιχτά ως πολιτική θέση αυτό που σχεδιάζουν άμεσα για τη χώρα οι διεθνείς τραπεζίτες και κερδοσκόποι. Κι αυτό δεν πρόκειται να το ξεχάσουν οι λαϊκές μάζες και οι εργαζόμενοι, ιδίως όταν γευτούν στην πράξη τα αποτελέσματα και τις συνέπειες αυτής της πολιτικής θέσης.
Τα λέμε όλα αυτά γιατί το χρέος της Ελλάδας δεν αντιμετωπίζεται με αναδιαπραγμάτευση. Είναι τέτοιο το χρέος και βρίσκεται σε τέτοια χέρια που δεν ξεμπερδεύει εύκολα κανείς με απειλές και διαπραγματεύσεις, ακόμη κι αν δεχτεί ότι αυτοί που το προτείνουν έχουν τις καλύτερες των προθέσεων.
Αν λοιπόν δεν είναι λύση η αναδιαπραγμάτευση του χρέους, τότε τι πρέπει να κάνουμε;
Μόνη λύση είναι η άρνηση της πληρωμής του χρέους, η οποία δεν είναι ένα επαναστατικό ή σοσιαλιστικό μέτρο, αλλά ένα βαθιά λαϊκό δημοκρατικό μέτρο που απαντά όχι μόνο στην αδυναμία της αποπληρωμής του σημερινού δημόσιου χρέους της χώρας, αλλά και στον χαρακτήρα αυτού του χρέους.
Αυτό που φοβάμαι ότι διαφεύγει ακόμη κι από όσους υποστηρίζουν την άρνηση της πληρωμής του χρέους είναι ότι το καίριο ζήτημα δεν είναι η παύση πληρωμών, αλλά η αναγνώριση η μη του χρέους. Από την στιγμή που θα κάνεις το λάθος να το αναγνωρίσεις, είτε προχωρήσεις σε παύση πληρωμών και διαπραγμάτευση, είτε σε μερική ή ολική διαγραφή του χρέους, την έχεις πατήσει. Γιατί αναγνώριση του χρέους σημαίνει αναγνώριση των έννομων δικαιωμάτων των ομολογιούχων πάνω στη χώρα σου. Σημαίνει ότι τους αναγνωρίζεις το δικαίωμα να σε κυνηγάνε εσαεί για τα ομόλογα που έχουν στα χέρια τους. Σημαίνει ότι απεμπολείς το όπλο του "απεχθούς χρέους" με βάση το διεθνές δίκαιο, καθώς και το θεμελιώδες δικαίωμα του λαού σου στη δική του αυτοδιάθεση και κυριαρχία, η οποία δεν μπορεί να απειλείται από καμμιά ξένη δύναμη, οικονομική, πολιτική, ή στρατιωτική.
Τέλος, η άρνηση πληρωμής του χρέους είναι μόνο η αρχή, η αναγκαία αφετηρία για μια άλλη ριζικά διαφορετική πορεία που απαιτεί:
1. Απαλλαγή της χώρας από το καθεστώς της νέας κατοχής από την ΕΕ και το ΔΝΤ, κατάργηση του άθλιου «μνημονίου» που έχει υπογράψει και νομοθετήσει η κυβέρνηση.
2. Άνοιγμα όλων των δημόσιων λογαριασμών του κράτους ώστε να δούμε τι έγιναν τα λεφτά, τι κρύβουν οι συμβάσεις δανεισμού και ποιος επωφελήθηκε από αυτές.
3. Κατάργηση κάθε έννοιας παραγραφής και ασυλίας για όλους όσους διαχειρίστηκαν και διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα. Και μάλιστα με αναδρομική ισχύ. Όποιος πολιτικός ή επιχειρηματίας, κόμμα ή επιχείρηση, έβαλε χέρι ή συνέργησε στη λεηλασία του δημόσιου πλούτου θα πρέπει να αντιμετωπίσει τη δικαιοσύνη και η περιουσία του να δημευθεί.
4. Έξοδο από τη ζώνη του ευρώ. Όσο η χώρα βρίσκεται μέσα στην ΟΝΕ είναι εκτεθειμένη σε κάθε είδους πιέσεις, στους εκβιασμούς και στις επιδρομές της διεθνούς κερδοσκοπίας και λειτουργεί ως αναλώσιμο είδος για τα διευθυντήρια της ευρωζώνης.
5. Εθνικοποίηση των μεγάλων τραπεζών με πρώτη την Τράπεζα της Ελλάδας για να έχουμε τον έλεγχο της οικονομίας, να ξεριζώσουμε τον σαράφικο και τοκογλυφικό χαρακτήρα της πιστωτικής πολιτικής και να επιβάλλουμε αυστηρούς ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων.
6. Ανάδειξη του κράτους σε βασικό μοχλό της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης της χώρας με πρώτη την εθνικοποίηση των παλιών ΔΕΚΟ και των υπηρεσιών που ιδιωτικοποιήθηκαν. Ένα κράτος που πρέπει να πάψει να αποτελεί φέουδο μιας παρασιτικής οικονομικής και πολιτικής ολιγαρχίας η οποία σήμερα κυβερνά τη χώρα.
7. Παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας μέσα από μια γενναία αναδιανομή πλούτου και εισοδημάτων υπέρ των εργαζομένων, των ατομικών παραγωγών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
8. Την αλλαγή του μονομερούς προσανατολισμού της χώρας και την απαλλαγή της από τα δεσμά που της έχουν επιβληθεί. Χρειάζεται η χώρα και ο λαός να ανοιχτούν επιτέλους στη διεθνή ζωή, να αξιοποιήσουν δυνατότητες και ευκαιρίες μέσα από την αναζήτηση νέων διεθνών ερεισμάτων, επαφών και σχέσεων με όλους τους λαούς της Ευρώπης και του κόσμου, δίχως ανισότιμες σχέσεις, δίχως καταναγκασμούς, επιβολές και μονοπωλιακές εξαρτήσεις.
Η μάχη που καλείται να δώσει σήμερα ο εργαζόμενος, ο αγρότης, ο μικρομεσαίος, ο επαγγελματίας, ο νέος δεν είναι μόνο ή απλά της δικής του προσωπικής επιβίωσης. Κανείς δεν μπορεί να τη βγάλει καθαρή από μόνος του. Ειδικά στις σημερινές συνθήκες. Κανείς δεν μπορεί να γλυτώσει από αυτό που έρχεται. Σήμερα κανένας δεν μπορεί να διασώσει το βιοπορισμό του δίχως να παλέψει για τη σωτηρία συνολικά της χώρας. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Δεν υπάρχουν πια άλλα περιθώρια για το «άσε πρώτα να δούμε τι θα γίνει και ύστερα βλέπουμε.» Ή οι εργαζόμενοι και ολόκληρος ο λαός παίρνει την υπόθεση στα χέρια του και αναλαμβάνει δράση για τη διάσωση της χώρας, ή θα ζήσουμε καταστάσεις που έχουμε γνωρίσει μόνο στις πιο σκοτεινές σελίδες της ιστορίας μας.
Ήδη η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο. Κάθε ημέρα που αφήνουμε να περνάει τόσο περισσότερο η χώρα βυθίζεται στο απόλυτο τέλμα που την έχει δρομολογήσει το καθεστώς κατοχής και οι ντόπιοι σύγχρονοι δωσίλογοι.
Η διάσωση της χώρας δεν μπορεί να επιτευχθεί με τον λαό στον «γύψο» ούτε με «οικουμενικές» ή «υπερκομματικές» κυβερνήσεις εκφασισμού της πολιτικής ζωής. Η διέξοδος από την κρίση απαιτεί περισσότερη και όχι λιγότερη δημοκρατία.
Απαιτεί τον λαό στο προσκήνιο, όχι θεατή και θύμα των εξελίξεων.
Απαιτεί μια νέα εξουσία με τον λαό στα κέντρα των αποφάσεων και όχι ένα διεφθαρμένο σύστημα κυβερνητικής απολυταρχίας.
Απαιτεί την κατάκτηση της δημοκρατίας μέσα από την αυθεντική κατοχύρωση της λαϊκής κυριαρχίας και της εθνικής ανεξαρτησίας.
Ποιος μπορεί να το κάνει αυτό;
Μόνο με τη δημιουργία ενός μεγάλου κοινωνικοπολιτικού μετώπου ολόκληρου του λαού για τη διάσωση της χώρας μπορούμε να ξεφύγουμε από τον καταθλιπτικό μονόδρομο της καταστροφής, της λεηλασίας και της υπερχρέωσης.
Ένα τέτοιο μέτωπο δεν είναι υπόθεση απλώς και μόνο ορισμένων οργανώσεων, ή κομμάτων, αλλά αφορά το σύνολο του λαού πέρα και πάνω από κομματικές τοποθετήσεις και εξαρτήσεις. Ένας ενωμένος και αποφασισμένος λαός δεν έχει να φοβηθεί τίποτε και κανέναν, δεν μπορεί να τον σταματήσει καμμιά απειλή, κανένα αντίποινο των αγορών. Όποτε ο λαός αποφάσισε να ενωθεί και να διεκδικήσει τα δίκαιά του δεν υπήρξε καμμιά αντιξοότητα, καμμιά δύναμη που να στάθηκε εμπόδιο στο δρόμο του.
Αντίθετα οι αγορές, οι τραπεζίτες, οι κερδοσκόποι και το πολιτικό τους προσωπικό είναι εκείνοι που έχουν κάθε λόγο να φοβούνται. Και είναι αλήθεια ότι τρέμουν σήμερα στην ιδέα μιας αυθεντικής λαϊκής αφύπνισης. Όχι μόνο γιατί ένας αποφασισμένος και ενωμένος λαός δεν υπήρξε ποτέ εύκολος αντίπαλος για την αντίδραση, αλλά γιατί ξέρουν πολύ καλά ότι ένας τέτοιος αγωνιστής λαός δεν θα βρεθεί μόνος του, απομονωμένος, αλλά σχεδόν αμέσως θα σταθούν δίπλα του, σύμμαχοι και συναγωνιστές, και οι άλλοι λαοί της Ευρώπης, οι Πορτογάλοι, οι Ισπανοί, οι Γάλλοι, οι Γερμανοί και οι υπόλοιποι που στενάζουν το ίδιο κάτω από την μπότα της υπερεθνικής χρηματιστικής απολυταρχίας.
Τώρα είναι η ώρα για να οικοδομηθεί ένα νέο ΕΑΜ. Μόνο έτσι μπορεί να γεννηθεί μια καινούργια μορφή διακυβέρνησης, μια νέα μορφή εξουσίας που θα βασίζεται απευθείας στους ίδιους τους εργαζομένους, τους νέους, τους μικρομεσαίους, τους αγρότες, δηλαδή στο σύνολο του λαού και θα εκφράζει την πάλη του για μια άλλη, ριζικά διαφορετική πορεία αυτού του τόπου.
Ευχαριστώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου