Η τερατώδης πολεμική μηχανή των ΗΠΑ και των συμμάχων-συνενόχων τους έχει τεθεί ήδη σε κίνηση. Στόχος της για μια ακόμη φορά είναι το Ιράκ. Τα γεράκια της Ουάσινγκτον και των Βρυξελλών εξαπολύουν ακόμη μια θρασύδειλη επίθεση ενάντια σ’ ένα λαό που βιώνει τη μαζική του εξόντωση για πάνω από μια δεκαετία, λόγω των συνεπειών της «καταιγίδας της ερήμου», αλλά και του αιμοσταγούς εμπάργκο. Πάνω από μισό εκατομμύριο παιδιά του Ιράκ πλήρωσαν και εξακολουθούν να πληρώνουν με τη ζωή τους τον «ανθρωπισμό» του ΟΗΕ και της «διεθνούς κοινότητας».
Όχι στη νέα άνανδρη, θρασύδειλη και αρπακτική πολεμική επιδρομή εναντίον του Ιράκ
Το πολιτικό και στρατιωτικό κατεστημένο στις δυό όχθες του Ατλαντικού βιάζεται να καταχωρήσει στο ενεργητικό του ακόμη μια άνανδρη πολεμική επιδρομή. Αυτή τη φορά για να ρημάξει και να διαμελίσει το Ιράκ, να αφανίσει και να κατακερματίσει το λαό του, να λεηλατήσει ξεδιάντροπα τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους της περιοχής. Το «διεθνές δίκαιο» των ισχυρών απαιτεί, όπως διατυπώνουν ανοικτά τα σχέδια του Λευκού Οίκου για τη μεταπολεμική «ανοικοδόμηση» της κατεστραμμένης χώρας, τη διάσπαση του Ιράκ σε 3 ως 7 μίζερα, άθλια κρατίδια υπό «διεθνή κηδεμονία», όπου η ισχυρή στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ θα εξασφαλίζει τον έλεγχο της περιοχής και φυσικά των κοιτασμάτων πετρελαίου.
Τα πρώτα τραγικά θύματα ενός πολέμου είναι η συνείδηση, ο κοινός νους και φυσικά η νοημοσύνη. Πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για έναν τόσο βρώμικο και αρπακτικό πόλεμο, που πρέπει να καθαγιαστεί ως «ανθρωπιστικός» και «δίκαιος». Οι κυβερνήσεις που έχουν αυτοανακηρυχθεί εκπρόσωποι του «πολιτισμού» ενάντια στη «βαρβαρότητα» του Σαντάμ, έχουν επιδοθεί σ’ έναν ανελέητο αγώνα για την κινητοποίηση των πιο απολίτιστων, ποταπών και ρατσιστικών απωθημένων της «κοινής γνώμης» των χωρών τους. Το καθεστώς Σαντάμ Χουσείν, προϊόν κι αυτό της ψυχροπολεμικής στρατηγικής των ΗΠΑ για την «ανάσχεση της σοβιετικής απειλής», παρουσιάζεται ως η προσωποποίηση του απόλυτου κακού, έτοιμο να εξαπολύσει πυρηνικά και βιοχημικά όπλα μαζικής καταστροφής για να σπείρει την καταστροφή και τον όλεθρο στον πλανήτη. Κι αυτό το ισχυρίζεται πρωτίστως η κυβέρνηση των ΗΠΑ, δηλαδή το μοναδικό κράτος έως σήμερα που δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει σε πρωτοφανή μαζική κλίμακα εναντίον αμάχων, πυρηνικά και βιοχημικά όπλα. Ένα κράτος που ζηλότυπα διατηρεί τα μεγαλύτερα αποθέματα εν ενεργεία πυρηνικών και βιοχημικών όπλων μαζικής καταστροφής. Ένα κράτος που διακηρύττει αλαζονικά ότι δεν δεσμεύεται από καμμιά παρελθούσα διεθνή συνθήκη για το δραστικό περιορισμό του πυρηνικού και στρατηγικού οπλοστασίου. Ένα κράτος που αρνείται ακόμη και φραστικά να αποκηρύξει το δόγμα του «πρώτου πυρηνικού πλήγματος», αλλά και την πιθανότητα πολεμικής χρήσης πυρηνικών και άλλων όπλων μαζικής καταστροφής. Ένα κράτος που ιδίως τον τελευταίο καιρό έχει εντείνει τις προσπάθειές του για τη δημιουργία μιας νέας γενιάς πυρηνικών και στρατηγικών οπλικών συστημάτων, που θα κάνουν εφικτό το παλιό όνειρο των γερακιών της Ουάσινγκτον για «επιλεγμένα στρατηγικά πλήγματα» και «περιορισμένο πυρηνικό πόλεμο».
Κι ενώ το καθεστώς Σαντάμ Χουσείν κατηγορείται για την πιθανότητα ανάπτυξης και χρήσης όπλων μαζικής καταστροφής, η «διεθνής κοινότητα» κι ο ΟΗΕ δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει εναντίον του λαού του Ιράκ το εμπάργκο, δηλαδή ένα από τα πιο απεχθή και απάνθρωπα όπλα μαζικής καταστροφής εναντίον αμάχων, όπως το χαρακτηρίζουν οι διεθνείς συνθήκες ήδη από τη δεκαετία του 1920. Δεν δίστασε να καλύψει και να δικαιολογήσει ακόμη και τα πιο απεχθή εγκλήματα πολέμου εναντίον του άμαχου πληθυσμού του Ιράκ, όπως η μαζική δολοφονία αμάχων από τις «έξυπνες βόμβες» των Νατοϊκών συμμάχων, η σκόπιμη καταστροφή του δικτύου υδροδότησης και άλλων υποδομών της χώρας.
Όμως, πίσω απ’ όλες τις επίσημες δικαιολογίες, τις προφάσεις και τα προσχήματα, το εξουθενωμένο Ιράκ θεωρείται ένας ακόμη «εύκολος στόχος» για την τροφοδότηση του «παγκόσμιου πολέμου εναντίον της τρομοκρατίας», που κήρυξε η κυβέρνηση των ΗΠΑ κατά πάντων. Η εκδικητική μανία που ισοπέδωσε το Αφγανιστάν, στοίβαξε δεκάδες χιλιάδες νεκρούς και παρέδωσε τη χώρα και το λαό της στη βαρβαρότητα της νέας ευνοούμενης κλίκας των ντόπιων πολέμαρχων και φυλάρχων, χρειάζεται επειγόντως νέα θύματα. Η ναζιστικού τύπου μαζική σφαγή των Παλαιστινίων από τις «αντιτρομοκρατικές» δυνάμεις κατοχής του Ισραήλ, δεν επαρκεί. Ο νέος παγκόσμιος πόλεμος πρέπει να γενικευτεί και να πάρει ακόμη πιο ολοκληρωτικό χαρακτήρα. Κανείς δεν πρέπει να αισθάνεται ασφαλής, καμμιά χώρα και κανένας λαός δεν πρέπει να μείνει στο απυρόβλητο.
Ο πόλεμος μαζικής καταστροφής ήταν και παραμένει μια ιστορική καινοτομία της παγκόσμιας αγοράς
Ο πόλεμος ήταν και παραμένει το πιο ύπουλο μέσο με το οποίο η εξουσία προσπαθεί να στραγγαλίσει τις λαϊκές ελευθερίες και να ποδοπατήσει ακόμη και τα πιο στοιχειώδη κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα. Γι αυτό και ο «παγκόσμιος πόλεμος εναντίον της τρομοκρατίας» πρέπει οπωσδήποτε να φανεί αντάξιος της πιο απεχθούς επίθεσης από την εποχή του φασισμού, που δέχονται σήμερα οι λαϊκές ελευθερίες και τα πιο στοιχειώδη δημοκρατικά δικαιώματα. Πρέπει να φανεί αντάξιος της θεσμοθετούμενης ασυδοσίας των κατασταλτικών μηχανισμών, της ανοικτής επιβολής μεθόδων και μέσων υποτέλειας απέναντι στην εξουσία, της αναβίωσης των στρατοπέδων συγκέντρωσης, αλλά και των βασανιστηρίων ως δόκιμο μέσο ανάκρισης και τιμωρίας. Πρέπει πρωτίστως να φανεί αντάξιος της ολοκληρωτικής παράδοσης της κοινωνίας και της οικονομίας στις κερδοσκοπικές ορέξεις των πιο αρπακτικών κύκλων του διεθνούς κεφαλαίου.
Ο γενικευμένος ολοκληρωτικός πόλεμος υπήρξε μια ακόμη ιστορική καινοτομία της παγκόσμιας αγοράς, απ’ την εποχή της δημιουργίας της, αναγκαία προέκταση των επιχειρηματικών συμφερόντων των νέων ιπποτών και βαρόνων της βιομηχανίας, του εμπορίου και του χρήματος, αλλά και της αέναης προσπάθειάς τους να κερδίσουν καλύτερες θέσεις σε βάρος του ανταγωνισμού. Ο καπιταλισμός, η «οικονομία της αγοράς», δεν ανέδειξε μόνο τη μαζική παραγωγή, αλλά και τη μαζική καταστροφή σε κλίμακα που δεν γνώρισε ποτέ άλλοτε η ιστορία της ανθρωπότητας. Έτσι, η κυριαρχία της αγοράς έφερε μαζί της μια ολόκληρη ιστορική περίοδο πρωτοφανέρωτων σε αγριότητα γενικευμένων συγκρούσεων, όπου ολόκληροι πληθυσμοί περιοχών και ηπείρων του πλανήτη, αποτέλεσαν το μέσο, αλλά και το θύμα πολέμων μαζικής καταστροφής.
Γι αυτό και ο σύγχρονος πόλεμος απ’ τη γέννησή του ήταν για τις κοινωνικο-πολιτικές δυνάμεις της εξουσίας συνυφασμένος με «υψηλά ιδανικά» και δόκιμο μέσο άσκησης πολιτικής. Μάλιστα όσο πιο άγριος γινόταν, όσο περισσότερους τραβούσε στη δύνη του, όσο πιο εκδικητικός, αρπακτικός και καταστροφικός αποδεικνυόταν, τόσο περισσότερο εμφανιζόταν αναγκαίος για την επιβίωση του πολιτισμού, της δημοκρατίας και της ελευθερίας. Απ’ αυτή την άποψη δεν διαφέρουν στο παραμικρό και οι τελευταίοι «ανθρωπιστικοί» πόλεμοι των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Μόνο τα μέσα, οι προφάσεις και οι δικαιολογίες αλλάζουν κατά περίσταση.
Την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα καταβλήθηκε συστηματική προσπάθεια από τη «διεθνή κοινότητα» να εξοικειωθεί ολόκληρη η ανθρωπότητα, η διεθνής «κοινή γνώμη» με τον πόλεμο ως αποδεκτό μέσο άσκησης διεθνούς πολιτικής, στο όνομα του πολιτισμού και του «ανθρωπισμού». Μια προσπάθεια που δεν έμεινε μόνο στα λόγια, μόνο στο επίπεδο της προπαγάνδας, αλλά βρήκε πεδίο πρακτικής εφαρμογής πολλές φορές. Έτσι, αυτή τη δεκαετία είχαμε τις περισσότερες πολεμικές επιδρομές και συρράξεις, συχνά και τις πιο αιματηρές ειδικά για τους αμάχους, σε σχέση με ότι συνέβη όλες τις προηγούμενες δεκαετίες μετά το τέλος του 2ου παγκοσμίου πολέμου. Φαίνεται ότι τελικά το πολυδιαφημισμένο τέλος του «ψυχρού πολέμου» αποτέλεσε την αυλαία για μια νέα περίοδο έξαρσης θερμών πολέμων, με αποκορύφωμα φυσικά τον παγκόσμιο πόλεμο που κήρυξε ο Λευκός Οίκος με πρόσχημα το έγκλημα της 11ης του Σεπτέμβρη.
Ο πόλεμος αυτός είναι κάτι πολύ περισσότερο και πολύ βαθύτερο από μια απλή πολιτική συνωμοσία για πετρέλαια και γεωπολιτική κυριαρχία
Το πέρασμα σε έναν διαρκή γενικευμένο και ολοκληρωτικό πόλεμο έγινε αναγκαίο όχι απλά λόγω μιας πολιτικής συνωμοσίας του Λευκού Οίκου και των πετρελαϊκών συμφερόντων. Ολόκληρη την προηγούμενη περίοδο οικοδομήθηκε μια διεθνής οικονομία βασισμένη όχι στην ανάπτυξη των χωρών και των λαών του πλανήτη – ακόμη και σε αγοραία, καπιταλιστική, ανισόμετρη και εξαρτημένη βάση – αλλά στην αναπτυξιακή δυναμική των μεγάλων πολυεθνικών μονοπωλίων, που έφτασε η οικονομική τους επιφάνεια να επισκιάζει ακόμη και τα ισχυρά κράτη. Στο βωμό της μεγιστοποίησης του κέρδους αυτών των πολυεθνικών γιγάντων άνοιξαν όλες οι αγορές και οι οικονομίες για να υποταχθούν σε μια ρευστή διεθνή δικτύωση, που επιτρέπει με το μικρότερο δυνατό κόστος για τις πολυεθνικές να εκμεταλλεύονται τα καλύτερα μερίδια κάθε αγοράς και να μετακυλύουν την παραγωγή και την διάθεση προϊόντων και υπηρεσιών από τη μια περιοχή στην άλλη, ανάλογα με τη συγκυρία. Αφήνοντας στις τοπικές οικονομίες να διαχειριστούν μόνο τις ζημιές και τα κόστη αυτής της στρατηγικής των «ανοιχτών θυρών». Στη βάση αυτή, αλλά και για τη διευκόλυνση της παγκόσμιας κίνησης του κεφαλαίου, αναδείχθηκε μέσω των χρηματαγορών ένα τρομακτικό και ιστορικά πρωτότυπο διεθνές σύστημα αγυρτείας και απάτης με μετοχές, νομίσματα και χρέη, όπου όχι μόνο το πλουτοπαραγωγικό δυναμικό, αλλά και η μιζέρια, η δυστυχία και τα αναπτυξιακά αδιέξοδα λαών, χωρών και περιοχών μπορούσαν πλέον να γίνουν τροφή της πιο προκλητικής και ασύδοτης κερδοσκοπικής μανίας.
Έτσι, υποκαταστάθηκε η πραγματική ισορροπία και σταθερότητα της οικονομίας, που απαιτεί πρώτα και κύρια την κοινωνική ισορροπία και σταθερότητα, από την εικονική σταθερότητα των νομισμάτων και των χρηματαγορών. Τα πάντα μπορούσαν και έπρεπε να ρευστοποιηθούν προς όφελος αυτής της εικονικής κερδοσκοπικής σταθερότητας των επιτοκίων, των συναλλαγματικών ισοτιμιών, των επιχειρηματικών προσδοκιών. Η πραγματική ανάπτυξη σε όφελος της πλειοψηφίας του λαού, των εργαζομένων, των αδυνάτων, υποκαταστάθηκε από την εικονική ανάπτυξη ορισμένων δεικτών υπέρ του πλασματικού κεφαλαίου, των σπεκουλαδόρων και των πολυεθνικών. Τα κράτη και οι κυβερνήσεις έπρεπε πλέον να μετατραπούν ανοικτά σε μεσίτες κερδοσκόπων και πολυεθνικών, να απογυμνωθούν από κάθε λειτουργία υπέρ της κοινωνίας και των εργαζομένων, να αποστεωθούν σε εκτρωματικά διογκωμένους μηχανισμούς αστυνόμευσης και καταστολής του «κακομαθημένου» λαού. Η μάχη κατά της κοινωνικής ανισότητας, της ανέχειας και της φτώχειας, παραδόθηκε στη φιλανθρωπία της αριστοκρατίας του χρήματος και στις καθόλα ύποπτες σκοπιμότητες των διεθνών παρεμβατικών οργανισμών υπέρ του κεφαλαίου. Ενώ ακόμη και τα πιο αυτονόητα εργασιακά δικαιώματα και κατακτήσεις των εργαζομένων δέχθηκαν την πιο ανελέητη επίθεση προς όφελος της «απορύθμισης» και της «ευλυγισίας της αγοράς εργασίας».
Ωστόσο, ολόκληρο αυτό το οικοδόμημα δεν θεμελιώθηκε μόνο πάνω σε σαθρό έδαφος, πάνω στα ερείπια χωρών, οικονομιών, λαών, εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων, αλλά αποδείχτηκε σαθρό και το ίδιο. Εδώ και δυό χρόνια τουλάχιστον η νεόκοπη παγκόσμια οικονομία βρίσκεται στην τροχιά μιας βαθύτατης κρίσης, η οποία ούτε συγκυριακή είναι, αλλά ούτε μια απλή περιοδική «συστολή» μιας γενικά διαστελλόμενης οικονομίας. Ο τρόπος επέκτασης της παγκόσμιας οικονομίας στη βάση της χρηματιστικής κερδοσκοπίας, της πλασματικής ανάπτυξης και της ασυδοσίας του πολυεθνικού κεφαλαίου, εξάντλησε κάθε μέσο και τρόπο ειρηνικής διευθέτησης των υποθέσεών του. Οι συνηθισμένες ρυθμιστικές δικλείδες, τόσο στο επίπεδο της πολιτικής, όσο και της οικονομίας, όχι μόνο δεν φαίνεται να αποδίδουν, αλλά ενισχύουν μια κατάσταση πρωτοφανούς γενικευμένης αστάθειας και διαρκούς ύφεσης. Η ανεπάρκεια των διαθέσιμων μέσων στήριξης και διεύρυνσης της κερδοφορίας του πολυεθνικού κεφαλαίου και των χρηματαγορών διεθνώς, οδηγεί αναγκαστικά την οικονομική και πολιτική ολιγαρχία σε νέα πιο αδίστακτα μονοπάτια και πιο συγκεκριμένα στο μονοπάτι του πολέμου. Ο νεοφιλελευθερισμός της αγοράς μεταλλάσσεται σε νεοφιλελευθερισμό του πολέμου.
Την προηγούμενη δεκαετία γνωρίσαμε τον πόλεμο, τις πολεμικές επεμβάσεις και επιδρομές, ως την πιο βίαιη, βάρβαρη και ακραία μορφή επιβολής των πολιτικών της «απορύθμισης» και της «απελευθέρωσης των αγορών» μέσα από τη διάλυση, τη συντριβή, ακόμη και τη φυσική εξόντωση ολόκληρων χωρών και λαών. Η αιματηρή επιβολή κατάστασης προτεκτοράτων, στρατιωτικής κατοχής και «διεθνούς» κηδεμονίας στους λαούς των Βαλκανίων αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της τακτικής. Σήμερα επιχειρείται το επόμενο βήμα. Να μετατραπεί ο πόλεμος σε μια γενικευμένη κατάσταση, που δεν αφορά μόνο κάποιες «προβληματικές περιοχές» του πλανήτη, αλλά το σύνολο των χωρών και των λαών του κόσμου. Να μετατραπεί ο πόλεμος σ’ ένα ζωτικό, οργανικό στοιχείο της οικονομίας και της πολιτικής κάθε λαού και κάθε χώρας. Να μετατραπεί ο πόλεμος σε μια διαρκή πραγματική απειλή, που διαχωρίζει χώρες και λαούς σε «καλούς» και «κακούς», σε «πολιτισμένους» και «βάρβαρους», σε φυσικούς «συμμάχους» και προαιώνιους «εχθρούς».
Η λαϊκή κυριαρχία, η δημοκρατία, η εργασία, η κοινωνία στο σύνολό της δέχονται νέα ακόμη πιο συντριπτικά πλήγματα Δίχως τους όρους και τις συνθήκες μιας πολεμικής οικονομίας και πολιτικής είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιχειρηθούν αυτά τα νέα πλήγματα. Η πολεμική κλιμάκωση που επιδιώκουν οι ΗΠΑ μέσα από το νέο «παγκόσμιο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» είναι κάτι πολύ περισσότερο και πολύ βαθύτερο από μια απλή πολιτική συνωμοσία για πετρέλαια και γεωπολιτική κυριαρχία. Στην ουσία πρόκειται για την ορμητική είσοδο σε μια νέα εποχή όπου ο παγκόσμιος καπιταλισμός δεν μπορεί πλέον να «αυτορυθμιστεί», παρά μόνο στα πλαίσια ενός διαρκούς, αδιόρατου και ανορθόδοξου, αλλά καθ’ όλα υπαρκτού και ολοκληρωτικού πολέμου. Ο πόλεμος δεν αποτελεί πια μια απλή προέκταση της γενικής πολιτικής με άλλα μέσα, αλλά οργανικό στοιχείο του οικονομικού κύκλου της παγκόσμιας οικονομίας του κεφαλαίου, ένα από τα πιο σημαντικά μέσα άμεσης διαχείρισης της νέας μακρόχρονης ύφεσης.
Μόνο ένα μαχητικό, ανεξάρτητο και μαζικό κίνημα της εργατικής τάξης μπορεί να εμποδίσει την πολεμική κλιμάκωση
Ο χαρακτήρας του πολέμου και της επιχειρούμενης κλιμάκωσής του, επιβάλει να μην αντιμετωπίζεται σαν ένα απλό ζήτημα γενικού ανθρωπισμού και ηθικής καταδίκης. Η πάλη εναντίον του δεν μπορεί να περιορίζεται σε μια απλή υπόθεση καταγγελίας του πολέμου και αλληλεγγύης στον κάθε φορά δοκιμαζόμενο λαό. Αντίθετα, πρέπει να αποτελέσει οργανικό κομμάτι της συνολικής πάλης της εργατικής τάξης, του οργανωμένου εργατικού κινήματος ενάντια στις πολιτικές της «απορύθμισης» και της «διαρθρωτικής προσαρμογής». Πρέπει να δεθεί οργανικά με την πάλη της εργατικής τάξης για τα κοινωνικά και εργασιακά της δικαιώματα.
Η ιστορία διδάσκει ότι μόνο μια κοινωνικο-πολιτική δύναμη σε διεθνές επίπεδο είναι σε θέση να αποτρέψει, να εμποδίσει πολέμους μαζικής καταστροφής. Μόνο, δηλαδή, όταν η υπόθεση της πάλης κατά του πολέμου γίνει υπόθεση του συνόλου της εργατικής τάξης και των μαζικών της οργανώσεων. Κι αυτό γιατί η εργατική τάξη είναι το πρώτο θύμα κάθε πολέμου, όχι μόνο γιατί είναι η πρώτη που θα κληθεί να σκοτωθεί ή να πληγωθεί στο πεδίο της μάχης, αλλά γιατί είναι εκείνη η τάξη που θα πληρώσει περισσότερο από κάθε άλλον το υπέρογκο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό τίμημα του πολέμου, θα εξαναγκαστεί βίαια να παραιτηθεί από το δίκαιο αγώνα της για καλύτερες συνθήκες ζωής και δουλειάς, διευκολύνοντας έτσι τον εφιάλτη της ανέχειας και της μιζέριας να στοιχειώσει κάθε εργατική οικογένεια. Ενώ κύρια ενάντια σ’ αυτή την τάξη είναι που ο διογκωμένος στρατιωτικός μηχανισμός θα χρησιμοποιηθεί ως διαρκής και άμεση απειλή.
Απέναντι, λοιπόν, στη νέα πολεμική κλιμάκωση που επιχειρείται με την προετοιμαζόμενη επιδρομή εναντίον του Ιράκ, κάθε αγωνιστής του εργατικού κινήματος, ή ίδια η εργατική τάξη και οι μαζικές της οργανώσεις, πρέπει να πάρουν σαφή θέση και να ξεκαθαρίσουν τις εξής απλές αλήθειες:
1. Δεν υπήρξαν ποτέ και δεν μπορούν να υπάρχουν «ανθρωπιστικοί» και «δίκαιοι» πόλεμοι. Κανένας πόλεμος, καμμιά πολεμική επιδρομή, κανένα πολεμικό μέσο δεν μπορεί να νομιμοποιηθεί στο όνομα «υψηλών ιδανικών», ούτε μπορεί να αποτελέσει δόκιμο μέσο για την αντιμετώπιση διεθνών, η περιφερειακών προβλημάτων. Η χρήση, ή η απειλή χρήσης πολεμικής βίας υπήρξε ανέκαθεν η πιο αυταρχική επιχείρηση επιβολής των πιο ιδιοτελών ταξικών, οικονομικών και γεωπολιτικών συμφερόντων. Η εργατική τάξη, οι εργαζόμενοι και οι λαοί του κόσμου δεν έχουν κανένα λόγο για πολεμικές αναμετρήσεις ανάμεσά τους, δεν έχουν τίποτε να μοιράσουν, δεν έχουν καμμιά διαφορά που μπορεί να λυθεί στο πεδίο της μάχης, ούτε κάποιο όφελος από τον αφανισμό του όποιου «εχθρού». Αντίθετα, έχουν έναν κοινό εχθρό, το τέρας της κοινωνικής αδικίας και εκμετάλλευσης, της ανισότητας και της υποτέλειας, που καταδικάζει τη μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων σε «πλούσιες» και «φτωχές» χώρες στο κοινωνικό περιθώριο, στην ανέχεια και στη βιοποριστική αβεβαιότητα. Μόνο ο πόλεμος ενάντια σ’ αυτό το τέρας μπορεί να είναι ιερός, ανθρωπιστικός και δίκαιος. Μόνο αυτόν τον πόλεμο έχει καθαγιάσει η ιστορία από την εποχή της πάλης του δούλου εναντίον της δουλείας, του πληβείου εναντίον της πλουτοκρατίας, του χωρικού εναντίον της δουλοπαροικίας. Μόνο αυτόν τον πόλεμο αναγνωρίζουν οι εργαζόμενοι ολόκληρου του κόσμου ως ηθικό και νόμιμο.
2. Ποτέ η παγκόσμια ειρήνη δεν υπήρξε υπόθεση της «διεθνούς κοινότητας» και των διαφόρων διαβουλίων κορυφής. Η ειρήνη είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήσουν οι εργαζόμενοι και οι λαοί του κόσμου στις κυβερνήσεις, στις συνόδους κορυφής, στα διπλωματικά παζάρια του παρασκηνίου και στις ηγεσίες οργανισμών της «διεθνούς κοινότητας» με ύποπτα κίνητρα και ακόμη πιο προκλητική πρακτική. Άλλωστε, η «διεθνής κοινότητα» υπήρξε ευθύς εξαρχής το ψευδώνυμο των παλιών αποικιοκρατών, των παραδοσιακών ιμπεριαλιστών και των μεγάλων δυνάμεων κάθε εποχής, στην προσπάθειά τους να εμφανίσουν τη υστεροβουλία τους και τα πιο ιδιοτελή τους συμφέροντα, ταυτισμένα με το «κοινό καλό» όλων των χωρών και των λαών του πλανήτη. Η μοναδική εγγύηση για την απομάκρυνση της απειλής του πολέμου είναι η απόφαση του συνόλου της εργατικής τάξης και του λαού να φρενάρουν, να μπλοκάρουν, να υπονομεύσουν την πολεμική μηχανή, να την εκτροχιάσουν, να της δημιουργήσουν ανυπέρβλητα εμπόδια στην κίνησή της. Κι αυτό μπορεί να γίνει μόνο όταν το οργανωμένο εργατικό κίνημα τεθεί επικεφαλής των αντιπολεμικών κινήσεων και αξιοποιήσει κάθε δόκιμη μορφή μαζικής πάλης, που θα δυσκολέψει αποφασιστικά την άμεση κινητοποίηση και δράση της πολεμικής μηχανής.
3. Η προσπάθεια διασφάλισης της παγκόσμιας ειρήνης ξεκινά πρώτα απ’ όλα με το σεβασμό της εθνικής αυτοδιάθεσης, της εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας κάθε λαού. Σ’ έναν κόσμο όπου στο όνομα μιας απόκοσμης, εκτρωματικής και απάνθρωπης «παγκόσμιας διακυβέρνησης» των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, διαλύονται κράτη, ισοπεδώνονται περιοχές, επιβάλλονται προτεκτοράτα, κατασκευάζονται άθλια κρατίδια υπό «διεθνή κηδεμονία», τα οποία κατόπιν δίνονται προίκα σε ευνοούμενους τοπικούς εγκάθετους και σε συμμορίες πλιατσικολόγων, δεν μπορεί να υπάρξει κανενός είδους ειρήνη. Η θεμελιώδης ζωτική ανάγκη κάθε λαού να είναι αφεντικό στον τόπο του, να αποφασίζει για τις τύχες του, να απαιτεί αμοιβαίο όφελος από τις διεθνείς σχέσεις, να θέτει και να επιδιώκει ελεύθερα τις δικές του προτεραιότητες, να μην υπόκειται σε κανενός είδους «υψηλή κηδεμονία» και να μην επιτρέπει την ανάμιξη κανενός στις εσωτερικές του υποθέσεις, αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο, αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για τη λύση κάθε διεθνούς και περιφερειακού προβλήματος.
Πρέπει να δυναμώσει και να γίνει υπόθεση πρωταρχικά της εργατικής τάξης η πάλη ενάντια στον πόλεμο, ενάντια σ’ όλες τις δυνάμεις που νομιμοποιούν, στο όνομα των όποιων υψηλών ιδανικών, ή του «διεθνούς δικαίου», ως μέσο άσκησης πολιτικής τις πολεμικές επιδρομές. Καμμιά ευημερία, σταθερότητα και ειρήνη δεν μπορούν να υπάρξουν για κανένα λαό και κανένα κράτος, όσο ισοπεδώνονται χώρες και λαοί και στη θέση τους ξεφυτρώνουν χώρες προτεκτοράτα, χώρες υπό τη στρατιωτική κατοχή, χώρες υπό υψηλή κηδεμονία, χώρες σε καθεστώς ασφυκτικής εξάρτησης. Γι’ αυτό και η πάλη ενάντια στις πολιτικές της «ελαστικοποίησης» της εργασίας, της ιδιωτικοποίησης και του ξεπουλήματος των πάντων, της κατεδάφισης της κοινωνικής ασφάλισης, της αναίρεσης όλων των θεμελιακών εργασιακών και κοινωνικών κατακτήσεων, περνά πρώτα και κύρια μέσα από την πάλη της εργατική τάξης, ενάντια στην πιο βάρβαρη και αυταρχική εκδοχή της «απελευθέρωσης των αγορών» μέσω του πολέμου.
Αθήνα, 15 Ιανουαρίου 2003
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου