H EE και κυρίως η ευρωζώνη βρίσκεται μπροστά σε ιστορική καμπή. Πολλοί είναι εκείνοι που εκτιμούν ότι η κρίση που συνταράσσει την οικονομία και την πολιτική της ευρωζώνης θα είναι από κάθε άποψη καταληκτική. Με άλλα λόγια, είναι πλέον διάχυτη η εκτίμηση ότι το ευρώ, τουλάχιστον με την μορφή και την αρχιτεκτονική που το γνωρίζαμε μέχρι σήμερα, δεν θα επιβιώσει αυτής της κρίσης. Ήδη οι ισχυροί της ευρωζώνης έχουν ξεκινήσει την πορεία μετεξέλιξης μέσα από τρεις βασικές μεταβολές:
Πρώτο: την «οικονομική διακυβέρνηση» που σημαίνει ότι το σύνολο της δημοσιονομικής πολιτικής των κρατών-μελών ανατίθεται επισήμως στα όργανα της ευρωζώνης. Στην πράξη το κράτος-μέλος χάνει ουσιαστικά το δικαίωμα κατάρτισης ανεξάρτητου προϋπολογισμού, ενώ το εθνικό κοινοβούλιο δεν έχει πια παρά μόνο ένα καθήκον, να συμμορφώνεται με τις υποδείξεις των κεντρικών οργάνων της ευρωζώνης. Σε κάθε άλλη περίπτωση προβλέπονται ποινές και κυρώσεις.
Δεύτερο: την υιοθέτηση ενός μόνιμου υπερκρατικού μηχανισμού διαχείρισης πτωχεύσεων. Απ’ ότι φαίνεται θα στηθεί γύρω από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Στήριξης. Το Ταμείο αυτό αποχτά μόνιμο χαρακτήρα και μάλλον θα συνδυαστεί με την έκδοση ενός κοινού ομολόγου, ευρωομόλογο, το οποίο θα αντικαταστήσει την έκδοση κρατικών ομολόγων για τον δανεισμό των κυβερνήσεων. Με τον τρόπο αυτό χάνεται και το τελευταίο έρεισμα οικονομικής κυριαρχίας των κρατών-μελών, δηλαδή η δυνατότητα ανεξάρτητου δανεισμού.
Τρίτο: η συνεχιζόμενη κρίση, όπως και οι τεράστιες ανάγκες χρηματοδοτικής στήριξης των ευρωπαϊκών τραπεζών και των κρατών-μελών σπρώχνουν όλο και περισσότερο στην υιοθέτηση ενός συστήματος παράλληλων νομισμάτων μέσα στην ευρωζώνη. Αν τελικά αποφασιστεί η έκδοση του ευρωομολόγου εκτιμάται ότι δρόμος θα ανοίξει για την μετάβαση σε ένα σύστημα που θα επιτρέπει την παράλληλη ύπαρξη με το σκληρό ευρώ και μια σειρά άλλων παραλλαγών του ευρώ, μαλακών ευρώ, για τις χώρες εκείνες που βιώνουν πιο έντονα την κρίση χρέους. Η υιοθέτηση αυτού του μαλακού ευρώ δεν θα σημάνει την έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη, μιας και η ισοτιμία αυτού του νομίσματος θα καθορίζεται επίσης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Οι εξελίξεις αυτές εκ των πραγμάτων θέτουν ένα σοβαρό ερωτηματικό για τη θέση όχι μόνο της Ελλάδας μέσα στην ευρωζώνη και την ΕΕ, αλλά και όλων των χωρών, ιδίως εκείνων που βιώνουν έναν εκρηκτικό συνδυασμό κρίσης χρέους και χρόνιας ύφεσης. Όταν η Γερμανία, η πιο ισχυρή χώρα της Ε.Ε. και η πιο ωφελημένη οικονομία από το ευρώ, αναρωτιέται στα σοβαρά για το τι πρέπει να κάνει, για το αν θα πρέπει να μείνει ή να φύγει, τότε η Ελλάδα τι οφείλει να κάνει; Αν με την μέχρι σήμερα πορεία της εντός της ευρωζώνης έχει οδηγηθεί στην χρεοκοπία και σε καθεστώς ελεγχόμενης πτώχευσης, τότε τι καλό μπορεί να περιμένει από τις εξελίξεις που περιγράψαμε; Τι καλό θα βγάλει η επιβολή της «οικονομικής διακυβέρνησης», ο μηχανισμός πτωχεύσεων και το παράλληλο μαλακό ευρώ, εκτός από το να διαιωνίσουν τη χρεοκοπία και την ύφεση της χώρας στο διηνεκές;
Η ουτοπία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης
Για να κατανοήσουμε γιατί η ευρωζώνη και η Ε.Ε. βιώνει αυτή την κρίση πρέπει να ρίξουμε μια σύντομη ματιά στην ιστορική πορεία της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης».
Η ΕΟΚ παλιότερα και η Ε.Ε. σήμερα αποτελούν πολύ συγκεκριμένες ιστορικές μορφές εκδήλωσης της περιφερειακής διεθνοποίησης όχι της παραγωγής αλλά του κεφαλαίου και μάλιστα του πολυεθνικού μονοπωλιακού κεφαλαίου. Η Δυτική Ευρώπη συγκροτήθηκε ως ενιαίο περιφερειακό κέντρο κρατικομονοπωλιακής ανάπτυξης όχι τόσο στη βάση οικονομικών αναγκαιοτήτων, αλλά ως αναγκαία απάντηση στις κοινωνικοπολιτικές προκλήσεις που γέννησε ο 2ος παγκόσμιος πόλεμος για τον παγκόσμιο καπιταλισμό, ειδικά στο έδαφος της Δ. Ευρώπης.
Η ανάγκη δημιουργίας της ΕΟΚ προέκυψε πρώτα απ’ όλα από τον ανεπανόρθωτο κλονισμό και την κατοπινή κατάρρευση της αποικιοκρατίας, που αποτελούσε έως τότε το κύριο μέσο ιμπεριαλιστικής ισχύος των ισχυρών χωρών της Δυτικής Ευρώπης, αλλά και οικονομικής δύναμης του δυτικοευρωπαϊκού μονοπωλιακού κεφαλαίου στον παγκόσμιο ανταγωνισμό για αγορές και ευκαιρίες επένδυσης.
Δεύτερο, από τις αυξημένες απαιτήσεις δημοκρατικής, κοινωνικής και οικονομικής αναδιοργάνωσης των ευρωπαϊκών χωρών με βάση τα αιτήματα και τις ανάγκες των λαών και των εργαζομένων, που μετά τον πόλεμο αποτέλεσαν αυτό που ο ιμπεριαλισμός ορθά αντιλήφθηκε ως άμεση «κομμουνιστική απειλή».
Τρίτο, από την αδυναμία του κεφαλαίου και των πολιτικών του εκπροσώπων, ακόμη και των πιο ανεπτυγμένων χωρών της Δ. Ευρώπης, να αντιμετωπίσουν σε εθνικά πλαίσια τις σοβαρές κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές κρίσεις μετά την λήξη του 2ου παγκοσμίου πολέμου, δίχως να θέσουν σε άμεσο κίνδυνο την κυριαρχία τους, δίχως να προχωρήσουν σε σοβαρές υποχωρήσεις προς το εργατικό και λαϊκό κίνημα στην κατεύθυνση μιας σχεδιομετρικής ανάπτυξης της οικονομίας με εθνικοποιημένους τους βασικούς μοχλούς και τους πόρους της, κυρίως στην παραγωγή, που εκ των πραγμάτων αμφισβητεί τον κυρίαρχο ρόλο της αγοράς και του κεφαλαίου.
Τέταρτο, από την πλήρη αδυναμία να ανασυγκροτηθεί οικονομικά και πολιτικά ο κατεστραμμένος μεταπολεμικά καπιταλισμός, ιδίως στις μεγάλες χώρες της Δ. Ευρώπης, δίχως την άμεση συνδρομή, στήριξη και εξάρτηση από τις ΗΠΑ, όπως εκδηλώθηκε αρχικά με το σχέδιο Μάρσαλ, χωρίς το οποίο θα ήταν αδύνατη η δημιουργία της ΕΟΚ.
Γι’ αυτό και η ΕΟΚ δεν ήταν ποτέ μια απλή διακρατική οικονομική συμφωνία ανάμεσα σε καπιταλιστικές χώρες, όπως για παράδειγμα ήταν εξαρχής η κατεξοχήν οικονομικού χαρακτήρα Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ-EFTA). Αποτέλεσε, δηλαδή, εξ ιδρύσεως κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή διακρατική ζώνη ελεύθερου εμπορίου. Ευθύς εξαρχής κυριάρχησε το πολιτικό στοιχείο στην όλη διαδικασία, μιας και επρόκειτο για ένα «κοινό μέτωπο» κρατικομονοπωλιακών μηχανισμών εξουσίας με σκοπό τη συγκρότηση μιας νέας βάσης ιμπεριαλιστικής ισχύος στη Δυτική Ευρώπη απέναντι στην «κομμουνιστική απειλή» στο εσωτερικό και το εξωτερικό των χωρών της περιοχής, αλλά και απέναντι στις νεοαπελευθερωμένες, πρώην αποικιακές χώρες, τους λαούς των εξαρτημένων χωρών, που διεκδικούσαν νέο ρόλο και θέση στη διεθνή οικονομική και πολιτική πραγματικότητα. Αυτή υπήρξε η αφετηρία της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης».
Σε μια εποχή δραματικής υποχώρησης των εξωτερικών οικονομικών ερεισμάτων και στηριγμάτων του δυτικοευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, η ΕΟΚ απάντησε με τη προσπάθεια δημιουργίας μιας κοινής, λίγο ως πολύ, «εσωτερικής αγοράς» εμπορευμάτων, κεφαλαίου και εργασίας, η οποία είχε σκοπό να διευκολύνει την ταχύτερη συσσώρευση στις κορυφές του μονοπωλιακού κεφαλαίου στη Δυτική Ευρώπη και να εξασφαλίσει νέες δυνατότητες οικονομικής διείσδυσης στην παγκόσμια αγορά και κυρίως στις πρώην αποικίες της. Στην αδυναμία κεφαλαιοκρατικής ανασυγκρότησης και στο φόβο του κεφαλαίου για ραγδαία επιδείνωση των οφειλόμενων σε κρίσεις αναστατώσεων σε εθνικό επίπεδο, η ΕΟΚ αντέταξε τον υπερεθνικό συντονισμό των οικονομικών πολιτικών, πρώτα στο επίπεδο της βιομηχανικής παραγωγής, έπειτα στο επίπεδο των εμπορικών συναλλαγών και τέλος στην αγροτική παραγωγή και τα νομισματικά.
Στον αναπτυσσόμενο αγώνα των εργατικών και λαϊκών κινημάτων για κοινωνική ευημερία στη βάση της παραγωγικής ανασυγκρότησης της εθνικής οικονομίας τους προς όφελος των εργαζομένων και με κριτήριο τις ανάγκες τους, η ΕΟΚ αντέταξε την «ευημερία όλων των Ευρωπαίων» μέσω του ανταγωνισμού στην αγορά και του ελεύθερου εμπορίου σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Και μ’ αυτή την έννοια αποτέλεσε το οικονομικό και πολιτικό προπύργιο της «ελεύθερης οικονομίας της αγοράς», σε μια εποχή όπου σ’ όλες τις χώρες της Δ. Ευρώπης βρίσκονταν σε άνθηση πολιτικά αιτήματα για εθνικοποιήσεις βασικών τομέων της οικονομίας και για κεντρική σχεδιοποιημένη ρύθμιση των εθνικών οικονομιών. «Είμαστε αποφασισμένοι», έλεγε στα 1958 ο Βάλτερ Χάλσταϊν, πρόεδρος της Επιτροπής της ΕΟΚ, «να μην πέσουμε σε στασιμότητα. Έχουμε αποφασίσει ότι τα εθνικά σύνορα δεν θα μας περιορίζουν πια οικονομικά. Θέλουμε να ανοίξουμε δρόμους – κι έτσι να προσφέρουμε σε 168 εκατομμύρια Ευρωπαίους ένα καλύτερο μέλλον, ώστε να κερδίσουμε ένα μεγαλύτερο πλεονέκτημα για ολόκληρο τον ελεύθερο κόσμο στην ιδεολογική και οικονομική σύγκρουση με τον μπολσεβικισμό.»
Την εποχή όπου οι λαοί στη Δ. Ευρώπη αμφισβητούσαν τον παραδοσιακό ιμπεριαλιστικό σωβινισμό των δυο παγκόσμιων πολέμων, διεκδικούσαν την ανασυγκρότηση των εθνών τους στη βάση της λαϊκής κυριαρχίας, απαιτούσαν νέες ελεύθερες και δημοκρατικές διεθνείς σχέσεις με όλους τους λαούς της υφηλίου στη βάση του σεβασμού της εθνικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας όλων, δίχως πολεμικές αναμετρήσεις και επεμβάσεις, δίχως χώρες πρώτης και δεύτερης κατηγορίας, η ΕΟΚ απάντησε με έναν νέου τύπου ιμπεριαλιστικό σωβινισμό, τον «ευρωπαϊκό πατριωτισμό», την «ευρωπαϊκή ιδέα» και τον «ευρωπαϊσμό». Τον ίδιο ακριβώς «ευρωπαϊσμό» που οι παλιοί αποικιοκράτες είχαν επινοήσει για να εμφανίζουν την Ευρώπη ως «κοιτίδα του πολιτισμού» και τη δική τους βάρβαρη εξόρμηση ως αναγκαίο «εκπολιτιστικό έργο». Μόνο που αυτή τη φορά οι λαοί της κάθε χώρας-μέλους έπρεπε να εγκαταλείψουν τη διεκδίκηση της κυριαρχίας στη χώρα τους για να μετατραπούν σ’ ένα αληθινό συνονθύλευμα «Ευρωπαίων πολιτών».
Στη διεθνή πάλη, που φούντωσε αμέσως μετά τον πόλεμο, για το άνοιγμα των αγορών και της διεθνούς παραγωγής προς όφελος όλων των χωρών και πολύ περισσότερο των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών, η ΕΟΚ αντέταξε την προσάρτηση και το δραστικό περιορισμό του διεθνούς ορίζοντα των εξαρτημένων χωρών.
Ταυτόχρονα πρόσφερε το αναγκαίο πλαίσιο για τη διαμόρφωση μιας στέρεης οικονομικής βάσης για την στρατιωτικοπολιτική συμμαχία με επικεφαλής τις ΗΠΑ, για την εδραίωση του ΝΑΤΟ, παράλληλα με τη δημιουργία μιας νέας αγοράς μεγάλων ευκαιριών για το αμερικανικό κεφάλαιο. «Ο Αμερικανός επιχειρηματίας», όπως διευκίνιζε ο Βάλτερ Χάλσταϊν, «σύντομα θα αντιληφθεί ότι η Ευρώπη με κανέναν τρόπο δεν επιθυμεί να είναι οικονομικά αυτάρκης. Τα εμπόδια στη μια ή στην άλλη από τις έξι εθνικές οικονομίες σύντομα θα υποχωρήσουν μετά τα μεταβατικά στάδια (τα οποία είναι σίγουρο ότι πρόκειται να δυσκολέψουν πολλούς κλάδους της βιομηχανίας) προς όφελος μιας πιο υγιούς δομής, η οποία θα έχει περισσότερες δυνατότητες να επιβιώνει από τις αναταραχές της παγκόσμιας οικονομίας. Επιπλέον, η δυνατότητα της επιχειρηματικής δραστηριότητας να λειτουργεί με λιγότερα εμπόδια απ’ ό,τι προηγουμένως θα κάνει την Ευρώπη περισσότερο ελκυστική ως πόλο προσέλκυσης ξένου κεφαλαίου, ως αγορά για βιομηχανικές επενδύσεις. Οι αμερικανικές εταιρείες που ήδη δραστηριοποιούνται στον Παλιό Κόσμο θα βρουν να τους ανοίγονται μια πλατύτερη αγορά και μεγαλύτερες ευκαιρίες πωλήσεων –υπό τους ίδιους όρους που ισχύουν για όλα τα ευρωπαϊκά συγκροτήματα. Και αυτές οι επιχειρήσεις θα αποφέρουν ακόμη μεγαλύτερες αποδόσεις στα κεφάλαια που έχουν επενδυθεί.»
Στη βάση αυτή ξεκίνησε μια συστηματική προσπάθεια να πειστούν οι λαοί και οι εργαζόμενοι ότι η ΕΟΚ δεν ήταν αυτό που ευθύς εξαρχής φαινόταν αλλά κάτι άλλο. Επρόκειτο για κάτι που ξεπηδούσε από τις βαθύτερες εσωτερικές ανάγκες της οικονομίας και της κοινωνίας γενικά και επομένως ξεπερνούσε την αναγκαιότητα ικανοποίησης των συγκεκριμένων αιτημάτων που είχαν στοιχειοθετήσει και διεκδικούσαν τα εργατικά και λαϊκά κινήματα για τις χώρες τους. Έτσι γεννήθηκε η απολογητική αντίληψη περί «περιφερειακής ολοκλήρωσης», η οποία δοξάστηκε ως «νομοτελειακή έκφραση», ακόμη και ως «ανώτατη μορφή» της διεθνοποίησης και συνεπώς «αντικειμενικά» στεκόταν υπεράνω των εθνικών κρατών. Και όλα αυτά σε μια εποχή κατά την οποία η ίδια η έννοια της «περιφερειακής ολοκλήρωσης» ερχόταν εξ ορισμού σε αντίθεση με την ίδια τη διεθνοποίηση.
Σε μια περίοδο ανοίγματος των διεθνών συναλλαγών με την εμφάνιση νέων χωρών με σημαντικό οικονομικό και πολιτικό ρόλο διεθνώς, με τη ριζική ανατροπή του διεθνούς καταμερισμού εργασίας, μέσα από τη διάλυση της αποικιοκρατίας και την εμφάνιση του συστήματος του υπαρκτού σοσιαλισμού, η «περιφερειακή ολοκλήρωση» αποτελούσε μια αντιδραστική άρνηση, βρισκόταν στον αντίποδα όλων αυτών. Η «περιφερειακή» ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων δεν ερχόταν να ξεπεράσει τα «στενά όρια» των εθνικών κρατών, αλλά να αποδυναμώσει, να περιορίσει και να ελέγξει τις ευκαιρίες διεθνούς ανάπτυξης της παραγωγής προς όφελος όλων των χωρών. Ερχόταν να καταπολεμήσει τις νέες δυνατότητες διεθνοποίησης της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής, να τις ποδηγετήσει, να τις καθυποτάξει στον εξαιρετικά περιορισμένο ορίζοντα των κεντρικών επιλογών της ΕΟΚ και να τις μετατρέψει σε υπόθεση κορυφών της Δ. Ευρώπης και των ΗΠΑ.
Σε συνθήκες όπου οι συναλλαγές κάθε είδους σε επίπεδο εμπορίου, παραγωγής και κοινωνικών αναγκών ανάμεσα σε όλες τις χώρες της υφηλίου γνώριζαν μια πραγματική άνθηση, η «περιφερειακή ολοκλήρωση» δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα κλειστό καρτέλ κορυφής. Δεν ερχόταν να ανταποκριθεί, έστω και από την πλευρά του καπιταλισμού γενικά, στις πραγματικές ανάγκες της διεθνοποίησης, αλλά αποτελούσε «οχυρό» των μονοπωλίων εναντίον τους. Το δικαίωμα του λαού κάθε χώρας να αποφασίζει ελεύθερα για τις τύχες του και να απολαμβάνει τα αγαθά της διεθνούς ζωής, δίχως άνωθεν και έξωθεν περιορισμούς, δίχως να πληρώνει λύτρα στα διεθνή μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό, δεν αναγνωριζόταν ούτε τυπικά από την «περιφερειακή ολοκλήρωση», ενώ η ένταξη σ’ αυτήν είχε ως προϋπόθεση την άρνηση αυτού του θεμελιώδους δικαιώματος. Γι’ αυτό η «περιφερειακή ολοκλήρωση» δεν υπήρξε ποτέ η πύλη, ή ο δρόμος για τη διεθνοποίηση, αλλά αφενός η μοναδική διέξοδος –στις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες– για την εξασφάλιση των πιο ισχυρών μονοπωλιακών συμφερόντων στη Δ. Ευρώπη και αφετέρου η επιβολή νέων πρόσθετων περιορισμών, ελέγχων και φραγμών στις δυνατότητες των λαών για διεθνή επαφή και συνεργασία.
Προς την επιβολή μιας «ενιαίας αγοράς»
Η κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού που ξέσπασε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και κορυφώθηκε στη δεκαετία του 1980 συγκλόνισε κυριολεκτικά την ΕΟΚ ως «περιφερειακή ολοκλήρωση». Η ανάγκη του μονοπωλιακού κεφαλαίου να οικοδομήσει μια νέα ενιαία παγκόσμια αγορά, στην οποία οι εσωτερικές αγορές κάθε χώρας, κάθε περιοχής του πλανήτη θα άνοιγαν διάπλατα και θα πρόσφεραν τους πόρους τους με τους ίδιους όρους «κόστους» και «κινήτρων» για τη δράση των πολυεθνικών, βρήκε στην ΕΟΚ ένα έτοιμο εργαλείο για την επιβολή μιας «ενιαίας αγοράς» σε όλο και περισσότερες χώρες. Έτσι στη δεκαετία του 1970 ξεκινά η πολιτική διεύρυνσης της «περιφερειακής ολοκλήρωσης». Το 1973 εντάσσονται η Βρετανία, η Δανία και η Ιρλανδία. Με την ένταξη αυτών των χωρών λήγει και η περίοδος ανταγωνισμού ανάμεσα στην ΕΟΚ και την ΕΖΕΣ –η οποία είχε ιδρυθεί το 1959 υπό την αιγίδα της Βρετανίας— για το ποια μορφή οικονομικού ιμπεριαλισμού θα ηγεμονεύσει στη Δυτική και την Κεντρική Ευρώπη. Με την επικράτηση της ΕΟΚ, χάρη και στη συνδρομή των ΗΠΑ, αρχίζει να οικοδομείται και ο υπερεθνικός γραφειοκρατικός μηχανισμός της «περιφερειακής ολοκλήρωσης», όπως είναι η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Νομισματικής Συνεργασίας, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ευρωπαϊκό Αγροτικό Ταμείο, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάπτυξης, κοκ. Με το μηχανισμό αυτό η ΕΟΚ ήταν σε θέση να ελέγχει ουσιαστικά όλους τους τομείς της οικονομίας των χωρών-μελών.
Έως το 1977 μέσα από μια σειρά συμφωνίες κατάργησης του προστατευτισμού και συνεργασίας ανάμεσα στην ΕΟΚ και στις χώρες της ΕΖΕΣ, που ήταν ακόμη εκτός ΕΟΚ, καθώς και με μια σειρά χώρες που βρίσκονταν έξω και από τις δυο ενώσεις, ουσιαστικά ολόκληρη η Δυτική Ευρώπη καθίσταται μια τεράστια ανοιχτή αγορά δίχως προστατευτισμούς και τελωνειακά σύνορα (με ελάχιστες εξαιρέσεις οι οποίες αφορούσαν κατά κύριο λόγο στον αγροτικό τομέα). Ταυτόχρονα ξεκινά μια ευρύτατη οικονομικοπολιτική εξόρμηση προς τις εξαρτημένες χώρες μέσα από συμφωνίες σύνδεσης ή «συνεργασίας» –όπως συνέβη με την Ελλάδα και την Τουρκία— και με πρώην αποικίες με σκοπό την οικοδόμηση μια ευρύτατης σφαίρας επιρροής και προσάρτησης χωρών στην τροχιά της ΕΟΚ. Έτσι το 1975 κλείνεται η συμφωνία του Λομέ, με σκοπό την προσάρτηση 52 χωρών της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού στη ζώνη ελεύθερου εμπορίου της ΕΟΚ. Επίσης την περίοδο αυτή επεκτείνεται το καθεστώς σύνδεσης και σε όλες τις χώρες της Βρετανικής Κοινοπολιτείας.
Ο επεκτατισμός αυτός δεν στόχευε μόνο σε εμπορικά και οικονομικά οφέλη για το ευρωπαϊκό μονοπωλιακό κεφάλαιο, αλλά και στην υπονόμευση των αιτημάτων εκ μέρους των εξαρτημένων χωρών για καθεστώς ισονομίας και ισοπολιτείας στις διεθνείς σχέσεις. Στη θέση του αιτήματος για μια «νέα διεθνή οικονομική τάξη» προς όφελος των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών, το οποίο διεκδικούσαν οι αδέσμευτοι και έως τότε είχαν προσυπογράψει οι περισσότερες χώρες-μέλη του ΟΗΕ, εκτός από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και τους λίγους δορυφόρους τους, όπως για παράδειγμα ήταν η Ελλάδα, η ΕΟΚ αντιπαρέθετε το «ελεύθερο εμπόριο» και τον οικονομικό ανταγωνισμό.
Με δεδομένο ότι οι ΗΠΑ, ειδικά τη δεκαετία του 1970, αποτελούσαν για τις περισσότερες νεοαπελευθερωμένες χώρες αλλά και για τους λαούς ανά την υφήλιο το «κόκκινο πανί», τον κύριο εκπρόσωπο του ιμπεριαλισμού των επεμβάσεων, των πραξικοπημάτων, της εξόντωσης ολόκληρων χωρών, η ΕΟΚ ακολουθούσε μια ήπια πολιτική οικονομικής διείσδυσης, με σκοπό να ανοίξει τις πόρτες αυτών των χωρών στον ιμπεριαλισμό και την εξάρτηση. Λειτουργούσε δηλαδή συμπληρωματικά στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Την εποχή αυτή δημιουργήθηκε μια ιμπεριαλιστική μέγγενη, με σκοπό να συνθλίψει τις αντιστάσεις χωρών και λαών: από τη μια η ανοιχτή επεμβατική δράση των ΗΠΑ και από την άλλη η διείσδυση της ΕΟΚ.
Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή ειδικά την εποχή αναπτύχθηκε έντονα η απολογητική θεωρία του «εναλλακτικού πόλου», η οποία έβλεπε την ΕΟΚ ως δήθεν αντίπαλο των ΗΠΑ και που στην αριστερά έκανε την εμφάνισή της με τη μορφή των λεγόμενων ανταγωνιστικών «πόλων του ιμπεριαλισμού». Προσπαθούσαν να εκμεταλλευθούν τα αντιαμερικανικά αισθημάτα, που αυθόρμητα γεννούσε η παγκόσμια δράση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, και να τα μεταφράσουν με τους όρους ενός δοτού, ύπουλου και αντιδραστικού «ευρωπαϊσμού». Έτσι η «Ευρώπη», δηλαδή η ΕΟΚ, εμφανιζόταν στον αντίποδα των ΗΠΑ ως δήθεν πιο δημοκρατική, φιλειρηνική, κοινωνική, κοκ. Οι ίδιες οι κατακτήσεις της πάλης των λαών και των εργαζομένων στις χώρες της Δ. Ευρώπης χρησιμοποιήθηκαν με πρόστυχο τρόπο στην ΕΟΚ ως ένα δήθεν «ευρωπαϊκό μοντέλο», παρότι η ίδια η ιδέα της «περιφερειακής ολοκλήρωσης» είχε ευθύς εξαρχής οικοδομηθεί ως ανάχωμα, ως αντίποδας, ως υπερεθνικό όχημα της αντίδρασης και του κεφαλαίου ενάντια σ’ αυτές τις λαϊκές και εργατικές κατακτήσεις.
Πίσω από αυτές τις θεωρίες δεν βρίσκονταν μόνο η ανάγκη εξαπάτησης των λαών και των εργαζομένων εντός και εκτός ΕΟΚ, αλλά και η πραγματικότητα ενός ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού, ο οποίος εντοπιζόταν κυρίως στην προσπάθεια της Γαλλίας να διατηρήσει την αυτονομία της ως ιμπεριαλιστική δύναμη απέναντι στις ΗΠΑ. Ο γαλλικός ιμπεριαλισμός έβλεπε στην ΕΟΚ το βασικό μοχλό του δικού του επεκτατισμού, της διεύρυνσης των δικών του σφαιρών επιρροής και της διασφάλισης της θέσης του στην παγκόσμια οικονομία. Στη βάση αυτή ειδικά στην πρώτη περίοδο της ΕΟΚ υπήρξε έντονη αντιπαλότητα με τις ΗΠΑ. Αντιπαλότητα η οποία οδήγησε και στην έξοδο της Γαλλίας από το ΝΑΤΟ. Πρόκειται για το δόγμα ντε Γκολ, που εξέφραζε την ανάγκη του γαλλικού ιμπεριαλισμού να οικοδομήσει εντός και εκτός της ΕΟΚ το δικό του «ζωτικό χώρο» στην πάλη για την παγκόσμια κυριαρχία. Δεν είναι τυχαίο ότι όλες αυτές οι θεωρίες περί «ευρωπαϊκής ιδιαιτερότητας», αντίπαλου «πόλου», κλπ. προέρχονταν πρωτίστως από τη Γαλλία, ενώ οι ηγεσίες αυτής της χώρας αποτελούσαν το βασικό φορέα αυτών των αντιλήψεων σε επίπεδο πολιτικής της ΕΟΚ. Γι’ αυτό και στην ουσία τους, όλα τα ρεύματα «ευρωπαϊσμού» στους κόλπους της αριστεράς που εμφανίζονται την εποχή αυτή δεν είναι παρά η μετάφραση των «ευρωπαϊκών οραμάτων» του γκολισμού και του γαλλικού ιμπεριαλισμού στη γλώσσα των «αριστερών οραμάτων».
Η αμερικανική «ηγεμονία»
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, με την είσοδο της Ελλάδας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας, η ΕΟΚ αρχίζει να αλλάζει σιγά-σιγά χαρακτήρα. Καταρχήν ενισχύεται έμμεσα και άμεσα η επιρροή των ΗΠΑ στην ίδια τη δομή και τους προσανατολισμούς της ΕΟΚ, μιας και τα τρία νέα μέλη αποτελούν αδιαμφισβήτητα υποχείρια της Ουάσινγκτον. Αυτή η διαδικασία είχε ξεκινήσει με την είσοδο της Βρετανίας. Η ίδια η ΕΟΚ ως πολιτική οντότητα συνδέεται πιο στενά με το ΝΑΤΟ. Η παλιά φιλοσοφία της αποφυγής της «στασιμότητας» και της εξασφάλισης της «γενικής ευημερίας» αντικαθίσταται από μια πιο επιθετική πολιτική για την αναγκαστική άρση των εμποδίων στην «εσωτερική αγορά» και για την επιβολή «κοινών πολιτικών» σε όλες τις χώρες-μέλη. Βασικός φορέας της «ολοκλήρωσης» δεν ήταν πλέον το κράτος και οι πολιτικές του, αλλά η επιχείρηση, τα επιχειρηματικά συμφέροντα.
Η τυπική απόσταση την οποία κρατούσαν έως τότε τα όργανα της ΕΟΚ από τον επιχειρηματικό κόσμο και τις πολυεθνικές εξαφανίζεται μια για πάντα. Για παράδειγμα, το 1973 ο Επίτροπος για τη Βιομηχανία, Αλτιέρο Σπινέλι, εισηγήθηκε πρόταση με σκοπό «να αντιμετωπιστούν τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που προκύπτουν από τη δράση των πολυεθνικών», η οποία ουσιαστικά προέβλεπε την εισαγωγή ενός συστήματος «αντι-τραστ» κανόνων. Την εποχή εκείνη την Επιτροπή απασχολούσε περισσότερο η κοινωνική σταθερότητα του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Κάτι τέτοιο όμως δεν αρκούσε με κανέναν τρόπο από τη δεκαετία του 1980 και μετά. Το βασικό πρόβλημα της Επιτροπής ήταν πια πώς να ενισχύσει όσο μπορούσε περισσότερο την ανταγωνιστική δύναμη των πολυεθνικών μονοπωλίων, πώς να δημιουργήσει καλύτερους όρους κερδοφορίας και αγοράς σε συνθήκες διαρθρωτικής υπερσυσσώρευσης, χρόνιας υπερπαραγωγής και κρίσης.
Έτσι στη δεκαετία του 1980 για πρώτη φορά η Επιτροπή και οι μηχανισμοί της ΕΟΚ αναμειγνύονται ενεργά στην προώθηση στρατηγικών συμμαχιών ανάμεσα σε μονοπωλιακά συγκροτήματα στη βιομηχανία και ενθαρρύνουν ανοιχτά την άμεση ανάμειξη των μεγάλων επιχειρήσεων και των πανευρωπαϊκών εργοδοτικών οργανώσεων και «λόμπι» στο πολιτικό οικοδόμημα των Βρυξελλών. Αυτή η άμεση «συμμαχία» της Επιτροπής με τον επιχειρηματικό κόσμο και τις πολυεθνικές πρόσθεσε βαρύτητα στις πρωτοβουλίες των οργάνων της ΕΟΚ και ενίσχυσε τη θέση τους απέναντι στις κυβερνήσεις των χωρών-μελών. Όχι μόνο οδήγησε σε μια μορφή συνύφανσης επιχειρήσεων και πολιτικής ανώτερη από εκείνη που υπήρχε ήδη σε εθνικό επίπεδο, αλλά και διευκόλυνε αποφασιστικά μια νέα συνταύτιση των πιο ισχυρών μονοπωλιακών συμφερόντων με τις κορυφές της πολιτικής στα ίδια τα κράτη-μέλη.
Το πολιτικό σύστημα της ΕΟΚ, όπως και της ΕΕ σήμερα, είναι ένα ονειρεμένο μέρος για τους εκπροσώπους των επιχειρηματικών συμφερόντων. Πρόκειται για τον παράδεισο των «λόμπι»: Αποφάσεις με μακροπρόθεσμες συνέπειες παίρνονται πίσω από κλειστές πόρτες πολιτικών συμβουλίων και σε μυστικές επιτροπές γραφειοκρατών, αόρατες και εντελώς απροσπέλαστες από τους λαούς τους οποίους αφορούν άμεσα αυτές οι αποφάσεις. Σήμερα πάνω από διακόσιες πολυεθνικές από τις μεγαλύτερες του κόσμου, ανάμεσά τους αμερικανικές και ιαπωνικές, διατηρούν στις Βρυξέλλες γραφεία προώθησης των συμφερόντων τους στα ευρωπαϊκά όργανα. Ενισχύονται από πεντακόσιους και πάνω επιχειρηματικούς ομίλους «λόμπι», που συμμετέχουν ενεργά στη διαμόρφωση των αποφάσεων και των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, του Συμβουλίου Κορυφής, του Ευρωκοινοβουλίου, κοκ. Όπως είναι φυσικό, η απόλυτη διαφθορά βασιλεύει παντού. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1999 μια επιτροπή του ευρωκοινοβουλίου, που ασχολήθηκε με το ζήτημα της «διαπλοκής» και της απάτης στο επίπεδο των οργάνων της ΕΕ, κατέληξε στο εκπληκτικό συμπέρασμα ότι είναι αδύνατο να βρεθεί έστω κι ένας «καθαρός» αξιωματούχος.
Ακόμη και οι ΗΠΑ, η πατρίδα των «λόμπι» και του χρηματισμού της πολιτικής, ζηλεύουν το επίπεδο «λομπισμού», συνύφανσης επιχειρήσεων και πολιτικής που υπάρχει στις κορυφές και τα όργανα των Βρυξελλών, μακριά από τα μάτια και την όποια παρέμβαση του «λαϊκού παράγοντα». Γι’ αυτό και συνιστούσαν στους «Ευρωπαίους εταίρους» να μην προχωρήσουν με το «ευρωσύνταγμα», διαδικασία που θα είχε ως αποτέλεσμα την ενεργοποίηση της αντίδρασης των λαών, αλλά να συνεχίσουν με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ασκούν πολιτική τόσα χρόνια: μέσα από αποφάσεις κλειστών διαδικασιών και οργάνων κορυφής. Η αλαζονεία των «Ευρωπαίων» γραφειοκρατών και πολιτικών και των ευρωπαϊκών επιχειρηματικών κύκλων και η ακλόνητη πεποίθησή τους ότι είχαν πια σαρώσει με τον «ευρωπαϊσμό» τους τις συνειδήσεις των λαών τους οδήγησαν στην προσπάθεια να εξαλείψουν με μια μονοκονδυλιά, μέσα από το «ευρωσύνταγμα», την όποια προοδευτική κατάκτηση είχε απομείνει στην κοινωνική, συνταγματική και πολιτική συγκρότηση των κρατών-μελών.
Αυτό το υπερεθνικό γραφειοκρατικό οικοδόμημα συνύφανσης επιχειρήσεων και πολιτικής μορφοποιήθηκε οριστικά με τη διαδικασία διαμόρφωσης των περίφημων 300 βασικών ντιρεκτίβων, οι οποίες αποτέλεσαν το σκελετό της «ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς», στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Οι πολυεθνικές και οι χρηματιστές κερδοσκόποι βρήκαν σ’ αυτόν ένα θαυμάσιο μέσο για την επιβολή των επιδιώξεων και των επιλογών τους. Ένα θαυμάσιο πολιορκητικό κριό ενάντια σε όλα τα εμπόδια και τους φραγμούς που υπήρχαν στα συστήματα ρύθμισης των οικονομιών των χωρών-μελών. Έτσι στη δεκαετία του 1980 η ΕΟΚ ανακοινώνει επισήμως ότι στόχος της είναι η ανάδειξη των μεγαλύτερων επιχειρήσεων σε «Ευρωπαίους Πρωταθλητές», που θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν σε μέγεθος και σε ρόλο στην παγκόσμια αγορά τις αμερικανικές και ιαπωνικές πολυεθνικές. Στη βάση αυτή η ΕΟΚ μεταβλήθηκε σε προνομιακό μοχλό απορρύθμισης και απελευθέρωσης των αγορών, ιδιωτικοποιήσεων, επιβολής πολιτικών μονόπλευρης λιτότητας, δραστικού περιορισμού των κοινωνικών πολιτικών και συνολικής αναδιάρθρωσης της οικονομίας και της πολιτικής σύμφωνα με τις τρέχουσες ανάγκες των πιο ισχυρών μονοπωλιακών επιχειρήσεων.
Οι πολιτικές αυτές οδήγησαν στη βίαιη υπερεθνική μονοπώληση των αγορών και των οικονομιών της ΕΟΚ από μια χούφτα επιχειρηματικά συγκροτήματα.
Η παντοδυναμία των μονοπωλίων
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 όλες οι κύριες αγορές της ΕΕ ελέγχονταν από 5 ή 6 γιγαντιαία μονοπώλια. Μπροστά σ’ αυτή τη μονοπώληση η έννοια της «εγχώριας αγοράς» έχασε το νόημα και τη σημασία που είχε παλιότερα για τη συσσώρευση του κεφαλαίου. Την αντικατέστησε η έννοια της «περιφέρειας». Η ΕΟΚ δεν ήταν πια μια ζώνη ελευθέρου εμπορίου ανάμεσα σε εγχώριες αγορές, ανάμεσα σε κράτη ή εθνικές οικονομίες αλλά ένα σύστημα περιφερειών, στο οποίο ορισμένες περιφέρειες αποτελούν τα πιο ανεπτυγμένα βιομηχανικά και οικονομικά κέντρα, από τα οποία οι μεγάλες πολυεθνικές προμηθεύουν ολόκληρη την «ενιαία αγορά». Η αυστηρή περιφερειακή πολιτική της ΕΟΚ (που απαγορεύει τις εθνικές επιδοτήσεις, τις τοπικές ενισχύσεις, τις δημόσιες επενδύσεις και τις προνομιακές κατά τόπους πολιτικές από το εθνικό κράτος, κοκ) δεν οδήγησε απλώς και μόνο στην απόγνωση τις λιγότερο ευνοημένες περιφέρειες αλλά και στην απευθείας εξάρτησή τους από τις κεντρικές χρηματοδοτήσεις και πολιτικές της ΕΟΚ, που είχαν ως στόχο να μην αφήσουν καμιά άλλη εναλλακτική επιλογή οικονομικής ανάπτυξης σ’ αυτές, εκτός από το να γίνουν ελκυστικές σε διεθνείς επενδυτές, δηλαδή σε πολυεθνικές και κερδοσκόπους της παγκόσμιας αγοράς. Έτσι η ΕΟΚ άρχισε να ξοδεύει τεράστια ποσά για τη δημιουργία μιας πανευρωπαϊκής υποδομής μεταφορών ταχείας κυκλοφορίας, με σκοπό να διευκολυνθεί παραπέρα η συγκέντρωση της παραγωγής σε λίγα κέντρα, τα οποία ελέγχουν τα πιο ισχυρά μονοπώλια και από αυτά διοχετεύουν σ’ ολόκληρη την Ευρώπη και τον κόσμο την παραγωγή και τις υπηρεσίες τους. Μόνο που αυτή η πολιτική χειροτερεύει δραματικά τις περιφερειακές ανισότητες και δεν αφήνει αναπτυξιακά περιθώρια στις λιγότερο ευνοημένες περιφέρειες παρά μόνο ως πηγές φθηνής εργατικής δύναμης, φθηνών πόρων και φθηνών υπηρεσιών κατανάλωσης.
Όλα αυτά οδήγησαν στην αποδιάρθρωση και αποσάθρωση των κρατικών δομών των χωρών-μελών. Σε μια άκρως μονοπωλημένη «ενιαία αγορά», που αναπτύσσεται μέσα από κύματα συγχωνεύσεων και εξαγορών ανάμεσα στους «πρωταθλητές», οι οποίοι με αυτόν τον τρόπο απορροφούν ή αναπλάθουν μερίδια αγοράς, διοχετεύουν νέα προϊόντα και υπηρεσίες, δημιουργούν νέες ευκαιρίες επένδυσης, χωρίς αναγκαστικά να επεκτείνουν την παραγωγική βάση της οικονομίας ή να απορροφούν την υπάρχουσα χρόνια υπερπαραγωγή, δεν υπάρχει χώρος για την παραδοσιακή κρατική παρέμβαση, για την ίδια την παραδοσιακή διάρθρωση του εθνικού κράτους. Η σημερινή «υπέρβαση» του εθνικού κράτους στα πλαίσια της ΕΕ γίνεται στη βάση όχι της διεθνοποίησης αλλά μιας πρωτοφανούς διεθνούς μονοπώλησης των αγορών, περιφερειακής ανισότητας και περιθωριοποίησης όλο και περισσότερων λαών και χωρών.
Όσο οι λαοί διεκδικούσαν τη διεθνοποίηση, οι νεοαπελευθερωμένες χώρες απαιτούσαν μια «νέα διεθνή οικονομική τάξη» και ο υπαρκτός σοσιαλισμός υπήρχε ως εναλλακτικός πόλος διεθνών σχέσεων, το μονοπωλιακό κεφάλαιο και ο ιμπεριαλισμός απαντούσαν με «περιφερειακές ολοκληρώσεις», με κλειστά περιφερειακά κλαμπ. Σήμερα, μετά την υποχώρηση των εργατικών και λαϊκών κινημάτων, τη συντριβή του «αντίπαλου δέους» και την πλήρη υποταγή των εξαρτημένων χωρών στην παγκόσμια αγορά, απαντούν με το ξεπέρασμα της «περιφερειακής ολοκλήρωσης», με την αποφασιστική της διεύρυνση εντός και εκτός ορίων της Ευρώπης με μοναδικό κριτήριο την ένταξη όλο και περισσότερων χωρών υπό το καθεστώς μιας υπερεθνικής απολυταρχικής εξουσίας.
Σήμερα η ΕΕ δεν αποτελεί μια απλή συνέχεια της ΕΟΚ αλλά την υπέρβασή της σύμφωνα με τις νέες ανάγκες του παγκόσμιου ανταγωνισμού. Σήμερα η ΕΕ δεν είναι πλέον μια «περιφερειακή ολοκλήρωση», ούτε καν μια απλή «ενιαία αγορά» εμπορευμάτων, κεφαλαίου και εργατικής δύναμης. Καθώς ο αγώνας για εξαγορές και συγχωνεύσεις στις κορυφές των μονοπωλίων έχει ξεπεράσει ήδη τα όρια της «ενιαίας αγοράς» και χαρακτηρίζεται κατά κύριο λόγο από εξαγορές και συγχωνεύσεις ανάμεσα σε ευρωπαϊκές και αμερικανικές επιχειρήσεις (που το 2001 ξεπέρασαν σε αξία το 50% των συνολικών συγχωνεύσεων και εξαγορών εντός της ΕΕ), η ΕΕ μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε μια διακριτή οντότητα ενός ενιαίου υπερεθνικού συστήματος παγκόσμιας κυριαρχίας, στο οποίο τα ηνία κρατούν οι ΗΠΑ. Μετατρέπεται σε υπερεθνικό μηχανισμό εξωοικονομικού και οικονομικού καταναγκασμού, απαλλοτρίωσης εθνών, κρατών και λαών. Όλο και περισσότερο η ΕΕ όχι μόνο αποβάλλει τον χαρακτήρα της «περιφερειακής ολοκλήρωσης», αλλά χάνει και την «ευρωπαϊκή» της ταυτότητα προς όφελος ενός ενιαίου «ευρωατλαντικού χώρου» υπό την κυριαρχία των ΗΠΑ. Γι’ αυτό και η διεύρυνσή της δεν γίνεται ούτε με κανόνες αγοράς ούτε προς αναζήτηση αγορών αλλά με κανόνες προσάρτησης, μέσα από την ενσωμάτωση χωρών και λαών σε ένα ενιαίο σύστημα καταναγκασμού και απολυταρχίας.
Αυτός ακριβώς ο μηχανισμός ολοκληρωτικής απαλλοτρίωσης οικονομιών, χωρών, λαών και εθνών βρίσκεται σε βαθιά κρίση. Ολόκληρη η αρχιτεκτονική του καταρρέει, ενώ η τακτική των ισχυρών εκατέρωθεν του Ατλαντικού είναι μία και μόνη: να σφίξουν ακόμη περισσότερο τα λουριά, να κάνουν ακόμη πιο ασφυκτικό τον έλεγχο και πιο ολοκληρωτική την απαλλοτρίωση. Μπορεί να επιβιώσει μια χώρα που της έχουν στερήσει τα μέσα και τον τρόπο επιβίωσης. Οι κυβερνώντες θέλουν να μας πείσουν ότι αυτό που πρέπει να μας νοιάζει πρωτίστως είναι η επιβίωση του ευρώ και της Ε.Ε.. Η αλήθεια είναι ότι όταν καταρρέει ένα οικοδόμημα, δεν περιμένεις να δεις άμα σε πλακώσει πώς θα νιώσεις, αλλά τρέχεις αμέσως να βγεις από το κοντινότερο άνοιγμα. Στην θέση της εγκληματικής μυωπίας του λεβαντινοραγιαδισμού, δεξιού και αριστερού, οφείλουμε να δούμε καθαρά την μόνη εναλλακτική που έχουμε σαν χώρα και σαν λαός. Κι αυτή είναι η έξοδος από το ευρώ και η αποδέσμευση από την Ε.Ε. Εδώ και τώρα, πριν να είναι πολύ αργά.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Hellenic Nexus, τεύχος 49, Φεβρουάριος 2011.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου