Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

Ελληνική Οικονομία





Όμως αυτή είναι η «ομορφιά» για το πολυεθνικό κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό σήμερα. Είναι για πρώτη φορά σε θέση να δημιουργεί τέτοιες συνθήκες καθολικής ιμπεριαλιστικής εξάρτησης επιπέδου αποικίας ή ημιαποικίας, ακόμη και για χώρες μέσου επιπέδου ανάπτυξης, όπως είναι η Ελλάδα, χωρίς, ταυτόχρονα, να είναι υποχρεωμένος να αναλαμβάνει το ρίσκο της πολιτικής διαίρεσης του κόσμου σε ανταγωνιστικά μπλοκ που αναζητούν σφαίρες τοποθέτησης κεφαλαίων και αγορές. Σήμερα η προσάρτηση των οικονομιών δεν γίνεται κυρίαρχα με όρους πολιτικής, αλλά πρωταρχικά με όρους οικονομικούς, με όρους κίνησης κεφαλαίου, επενδύσεων και εξαγωγικού προσανατολισμού. Σ’ αυτή τη βάση στηρίζεται σήμερα και η πολιτική προσάρτηση, η απεμπόληση της εθνική κυριαρχίας και αυτοδιάθεσης για τις «αναδυόμενες αγορές». Ο ιμπεριαλισμός της πρώτης περιόδου πρότασσε την πολιτική διαίρεση, ώστε να διευκολύνει την οικονομική διαίρεση των μονοπωλίων. Σήμερα, συμβαίνει το αντίστροφο.
  
 να ‘χει ανάγκη να επιβάλλει την απεμπόληση της τυπικής εθνικής κυριαρχίας μιας εξαρτημένης χώρας, όπως συνέβαινε παλιά με τις αποικίες και ημιαποικίες.
Επομένως, η ιμπεριαλιστική εξάρτηση του ελληνικού καπιταλισμού όχι μόνο παραμένει ένα θεμελιακό οργανικό του γνώρισμα, αλλά έχει βαθύνει κι έχει καθολικοποιηθεί σ’ απίστευτο βαθμό ακόμη και σε σχέση με προηγούμενες περιόδους. Έτσι, η ιμπεριαλιστική εξάρτηση δεν αποτελεί πλέον απλά και μόνο μια εσωτερική διαλεχτική δύναμη ανάπτυξης, αλλά και τραγικής καθυστέρησης του ελληνικού καπιταλισμού, όπως υπήρξε απ’ την εποχή της ιστορικής του γένεσης. Σήμερα έχει μετατραπεί και σε μια ανελέητη δύναμη καταστροφής, παραγωγικής υποβάθμισης και γενικής αποσάθρωσης του ελληνικού καπιταλισμού.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι επιδόσεις ανάπτυξης της τελευταίας ιδίως δεκαετίας του ελληνικού καπιταλισμού, είναι απ’ τις σαθρότερες της ιστορίας του. Κι αυτό ανεξάρτητα απ’ τους φαινομενικά υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Έτσι σε συνθήκες χρόνιων φαινομένων υπερπαραγωγής, μαζικής ανεργίας και σχετικά χαμηλού βαθμού αξιοποίησης του παραγωγικού δυναμικού, η ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού βασίστηκε:
Πρώτο, στην έξωθεν επιδότηση απ’ τα «διαρθρωτικά ταμεία» της ΕΕ, η οποία ανέρχεται στο 6-7% του ΑΕΠ της χώρας. Πρόκειται για την πιο πρωτόγονη μορφή ιμπεριαλιστικής εξάρτησης που ΄χει γνωρίσει η χώρα μετά την επιβολή του Διεθνή Οικονομικού Ελέγχου το 1897 και του δόγματος Τρούμαν το 1946.
Δεύτερο, στην διαρκή εξωτερική υπερχρέωση, η οποία συνεχίζει ν’ αυξάνει με αλματώδεις ρυθμούς κάθε χρόνο, έστω κι αν η κυβέρνηση έχει καταφέρει κυρίως με λογιστικές αλχημείες να εμφανίσει μια μικρή σχετική μείωση του εξωτερικού χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ. Παρόλα αυτά το εξωτερικό χρέος κινείται γύρω στο 109% του ΑΕΠ της χώρας.
Τρίτο, στις τρομακτικά υψηλές άμεσα καταναλωτικές δαπάνες του κράτους στην Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η χώρα μπορεί να βρίσκεται στον πάτο της ΕΕ όσον αφορά τις συνολικές της κοινωνικές δαπάνες, αλλά όσον αφορά κρατικές λειτουργικές δαπάνες και κρατικές προμήθειες, βρίσκεται στην κορυφή. Σ’ αυτό βέβαια παίζουν σοβαρό ρόλο και τα διάφορα «μεγάλα έργα», οι κρατικές εργολαβίες κάθε είδους, που αποτελούν μια άμεση επιδότηση της κερδοφορίας του ιδιωτικού κεφαλαίου, ντόπιου και ξένου.
Τέταρτο, στην έξαρση της εσωτερικής υπερχρέωσης, ειδικά της τρομακτικής καταναλωτικής υπερχρέωσης του μέσου νοικοκυριού στην Ελλάδα. Πράγμα εντελώς πρωτοφανές για την ελληνική κοινωνία. Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, για κάθε χιλιάρικο διαθέσιμου εισοδήματος, το μέσο νοικοκυριό στην χώρα χρειαζόταν να δανείζεται για καταναλωτικούς λόγους, για να ικανοποιεί τις καταναλωτικές του ανάγκες, μόλις 10 δρχ. το 1991. Ενώ σήμερα έχει καταντήσει να δανείζεται πάνω από 600 δρχ., μέσα από πιστωτικές κάρτες, καταναλωτικά δάνεια, κοκ.! Μ’ αυτόν τον τρόπο, κατορθώθηκε μια σχετική αύξηση της γενικής ζήτησης σε συνθήκες άγριας μονόπλευρης λιτότητας. Με τραγικά, όμως, αδιέξοδα για το τωρινό, αλλά και για το μελλοντικό διαθέσιμο εισόδημα του μέσου νοικοκυριού στην Ελλάδα.
Πέμπτο, στην ανάπτυξη κατεξοχήν παρασιτικών τομέων της οικονομίας, όπως είναι ο τομέας των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και το εμπόριο. Έτσι η οικονομία του ελληνικού καπιταλισμού όχι μόνο δεν απαλλάχθηκε, αλλά βάθυνε περισσότερο ο μεταπρατικός και «συμπληρωματικός» της χαρακτήρας σε σχέση με την παγκόσμια οικονομία. Πράγμα που έχει οδηγήσει σ’ εκρηκτικά επίπεδα την παραγωγική και τεχνολογική της εξάρτηση απ’ το πολυεθνικό κεφάλαιο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η εισαγωγική διείσδυση σε βιομηχανικά προϊόντα και προϊόντα τεχνολογικής αιχμής από 35% που ήταν στα μέσα της δεκαετίας του ’80, σήμερα έχει εκτιναχθεί στο 56%! Τέτοια επίπεδα εισαγωγικής διείσδυσης έχει να γνωρίσει η ελληνική οικονομία απ’ τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.
Κατά συνέπεια, παρά τους σχετικά υψηλούς ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ, δεν είναι καθόλου παράξενο γιατί η οικονομία της χώρας υποχώρησε στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, υποβαθμίστηκε παραγωγικά ακόμη περισσότερο. Την εποχή όπου η βιομηχανία κατακτά πλέον έναν απόλυτα καθοριστικό ρόλο στο παγκόσμιο εμπόριο –  απ’ το 35% των αρχών του αιώνα, στο 50% της δεκαετίας του ’70 και στο 75% σήμερα – δεν είναι καθόλου παράξενο το γεγονός ότι το ειδικό βάρος της Ελλάδας υποχωρεί απ’ το 0,4% του παγκόσμιου εμπορίου στην δεκαετία του ’80, στο 0,3% σήμερα. Και μάλιστα ακριβώς την περίοδο που επιβάλλεται άνωθεν κι ο «εξαγωγικός προσανατολισμός» της ελληνικής οικονομίας.
Τι σημαίνουν όλα αυτά για την συνολική κατάσταση και τις προοπτικές του ελληνικού καπιταλισμού; Όλα αυτά υποδηλώνουν ότι ο ελληνικός καπιταλισμός όχι μόνο δεν κατόρθωσε να μπει στο «κλαμπ των ισχυρών», αλλά η απόστασή που τον χωρίζει απ’ τον «σκληρό πυρήνα» του ιμπεριαλισμού, μεγάλωσε ακόμη πιο πολύ, με ακόμη πιο δυσοίωνες προοπτικές. Η έξωθεν επιδοτούμενη κι άκρως κερδοσκοπική οικονομία-φούσκα, πάνω στην οποία βασίστηκε η μεγέθυνσή του ελληνικού καπιταλισμού τα τελευταία χρόνια, δεν έχει καμμιά απολύτως προοπτική. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που όλες οι πολιτικές της κυβέρνησης, όλα τα «μεγάλα έργα», όλες οι μεγάλες επενδύσεις, όλοι οι μεγαλεπήβολοι επιχειρηματικοί σχεδιασμοί, σταματούν στην Ολυμπιάδα του 2004. Αυτή είναι κι η τελευταία μεγάλη ευκαιρία κερδοσκοπικής λεηλασίας της χώρας. Απ’ εκεί και πέρα, το χάος.
Αυτός είναι κι ο βαθύτερος λόγος της σημερινής διεθνοποίησης του ντόπιου κεφαλαίου. Το ντόπιο μονοπωλιακό κεφάλαιο αφού πρώτα προσεταιριστεί ξένα μονοπωλιακά συμφέροντα, δεν εξορμά με ιμπεριαλιστικό ορμητήριο την χώρα, αλλά βιάζεται να συμμετάσχει στην κερδοσκοπική λεηλασία τόσο της χώρας του, όσο και της γύρω περιοχής, όπου έτσι ή αλλιώς βασικός πρωταγωνιστής είναι το πολυεθνικό κεφάλαιο. Η διεθνοποίησή του ντόπιου μονοπωλιακού κεφαλαίου επιχειρείται όχι «αυτόβουλα», ούτε κύρια πάνω στην δική του «αυτοτελή» βάση συμφερόντων, αλλά κάτω απ’ την ασφυκτική πίεση της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και την ραγδαία «απορρόφηση» των δικών του μεριδίων αγοράς στο εσωτερικό της χώρας απ’ το πολυεθνικό κεφάλαιο. Το ντόπιο μονοπωλιακό κεφάλαιο αναζητά μέσα απ’ την συνάρθρωση του με το πολυεθνικό κεφάλαιο, όχι να διεκδικήσει την δική του προνομιακή ένταξη στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, ούτε «καλύτερη θέση» στον μονοπωλιακό ανταγωνισμό, αλλά την μακροπρόθεσμη κερδοσκοπική του επιβίωση σε συνθήκες όπου ο ελληνικός καπιταλισμός στο σύνολο του αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα προοπτικής.    
Σ’ αυτήν ακριβώς την ασφυκτική ιμπεριαλιστική εξάρτηση οφείλεται και η πλήρης ταύτιση της κυβέρνησης και γενικά του δικομματισμού, με τους «ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς». Κι είναι σ’ αυτήν ακριβώς που στηρίζεται και η καταστροφική εμπλοκή της χώρας στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς. Επομένως, η ακόμη πιο ενεργητική ένταξη της κυβέρνησης σε ιμπεριαλιστικούς τυχοδιωκτισμούς, συμβαίνει όχι γιατί η άρχουσα τάξη της χώρας είναι ένα είδος «συνεταίρου» του ιμπεριαλισμού, αλλά γιατί διακρίνεται για την οργανική της εξάρτηση, την εθελοδουλία και υποτέλειά της. Μια εθελοδουλία και υποτέλεια που αποκτά πλέον ακόμη και ιστορικά παρωχημένες μορφές, όπως φαίνεται κι απ’ την συστηματική κατεδάφιση της εθνικής κυριαρχίας, τόσο μέσα στα πλαίσια της ΕΕ, όσο κι απέναντι στους υπόλοιπους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς.
Το πρόβλημα της εξάρτησης στις σημερινές συνθήκες μετεξελίσσεται για την Ελλάδα, από καταστροφικός συνδυασμός ανάπτυξης και υπανάπτυξης, όπως ήταν εξυπαρχής ιδρύσεως του νεοελληνικού κράτους, σε κεντρικό πρόβλημα επιβίωσης για τη χώρα και το λαό της. Περιθώρια για αυταπάτες δεν υπάρχουν πια.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου