Το αν μπορεί να επιβιώσει η εθνική οικονομία και ως εκ τούτου η χώρα, υπό τις υπάρχουσες κυρίαρχες συνθήκες, δεν είναι κάτι που απασχολεί μόνο το κεφάλαιο, αλλά πρώτα και κύρια τον εργαζόμενο λαό. Κι αυτό γιατί η εργατική τάξη και ο λαός δεν έχει κανένα άλλο τρόπο να αντλήσει τα προς το ζην, δεν διαθέτει κανένα άλλο μέσο στήριξης και βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου του, εκτός από την διασφάλιση της βιωσιμότητας της εθνικής οικονομίας και ανάπτυξής της για δικό του όφελος. Σε αντίθεση με τις μονοπωλιακές κορυφές του κεφαλαίου που διαθέτουν δυνατότητες διεθνούς επέκτασης και άντλησης κερδών από το εξωτερικό και την παγκόσμια αγορά. Το μόνο «κέρδος» που η εργατική τάξη και ο λαός μπορεί να περιμένει από την κατάρρευση της εθνικής οικονομίας, κάτω από τις συνθήκες του εντεινόμενου παγκόσμιου ανταγωνισμού, είναι η εξαθλίωση και η οικονομική προσφυγιά.
Υπάρχει ενδεχόμενο κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας; Φυσικά και υπάρχει. Η χρεοκοπία χωρών σαν την Αργεντινή, η ξαφνική εμφάνιση «οικονομικών θαυμάτων» και η ακόμη πιο ξαφνική ολοκληρωτική κατάρρευσή τους, όχι μόνο δεν αποτελούν μεμονωμένα παραδείγματα, αλλά συνιστούν οργανικό στοιχείο του ανταγωνισμού στη σύγχρονη παγκόσμια αγορά. Η επιβολή από το πολυεθνικό κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό όρων «ανοιχτής οικονομίας» και «εξαγωγικού προσανατολισμού», μετέτρεψε τις εθνικές οικονομίες σε έρμαια των συνθηκών της παγκόσμιας αγοράς, υπονόμευσε ανεπανόρθωτα τα όποια συστήματα ρύθμισης διέθεταν παραδοσιακά οι εθνικές οικονομίες για να «προστατεύονται» από τις θύελλες του παγκόσμιου ανταγωνισμού. Η κατάσταση αυτή μετέτρεψε το ενδεχόμενο της χρεοκοπίας και της κατάρρευσης σε πραγματική άμεση απειλή ιδιαίτερα για τις ιμπεριαλιστικά εξαρτημένες χώρες, ως λογική απόρροια όχι μιας γενικευμένης κρίσης της παγκόσμιας οικονομίας του καπιταλισμού, όπως συνέβαινε σε παλιότερες εποχές, αλλά της ίδιας της «ομαλής» λειτουργίας της παγκόσμιας αγοράς.
Η όλο και μεγαλύτερη στήριξη ιδίως των εξαρτημένων χωρών, στην άντληση κεφαλαίων από την παγκόσμια αγορά για επενδύσεις, υποδομές και μεγέθυνση, δεν τις μετέτρεψε απλά σε «ασφαλή καταφύγια» υψηλής κερδοφορίας για το πολυεθνικό κεφάλαιο και τα διεθνή κυκλώματα χρηματιστικής κερδοσκοπίας, αλλά ενίσχυσε ταυτόχρονα τις διαδικασίες κοινωνικής και παραγωγικής ερήμωσης, αποσύνθεσης και αποσάθρωσης των οικονομιών τους. Η παγκόσμια οικονομία του καπιταλισμού σήμερα έχει οικοδομηθεί έτσι ώστε το πολυεθνικό κεφάλαιο και η διεθνής χρηματιστική κερδοσκοπία να καρπώνονται μέχρις εξαντλήσεως την «αφρόκρεμα» των πόρων και των κερδών από όλες τις χώρες, αφήνοντας πίσω τους τις ζημιές, τη μιζέρια, τις καταστροφές και τα θύματα στην αρμοδιότητα της εθνικής οικονομίας. Γι αυτό και παρατηρούμε διαρκώς να «βουλιάζουν» εθνικές οικονομίες κάτω από το δυσβάσταχτο βάρος των συνεπειών της εσωτερίκευσης του παγκόσμιου ανταγωνισμού. Μπροστά σ’ αυτή την απειλή οι σημερινές εθνικές κυβερνήσεις των κυρίαρχων τάξεων, ιδίως των εξαρτημένων χωρών με χαμηλό επίπεδο παραγωγής και παραγωγικότητας, αδυνατούν να απαντήσουν, στέκουν ανήμπορες να την αντιμετωπίσουν, δεν είναι σε θέση να την αποτρέψουν πάνω στο έδαφος του σύγχρονου μονοπωλιακού καπιταλισμού. Κι αυτό γιατί η θωράκιση της εθνικής οικονομίας σήμερα απέναντι στο διεθνή ανταγωνισμό, ακόμη κι αν γίνεται από τη σκοπιά της προστασίας του ντόπιου κεφαλαίου, προϋποθέτει στην πράξη την αμφισβήτηση των σύγχρονων κυρίαρχων δυνάμεων της παγκόσμιας αγοράς, των κανόνων «απορύθμισης» και «ανοιχτής οικονομίας» που επιβάλουν. Αυτός είναι κι ο λόγος που το μονοπωλιακό κεφάλαιο και οι πολιτικοί του εκπρόσωποι, ιδίως στις χώρες υπό καθεστώς ιμπεριαλιστικής εξάρτησης, εναποθέτουν όλες τους τις ελπίδες στη στενή τους πρόσδεση με τους υπάρχοντες υπερεθνικούς ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς παρέμβασης, όπως είναι το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα, αλλά και η ΕΕ.
Επομένως το πρόβλημα της βιωσιμότητας της εθνικής οικονομίας αποτελεί σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, κορυφαίο ζήτημα της ταξικής πάλης. Από τον τρόπο που απαντά στο ζήτημα αυτό καθεμιά από τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις καθορίζεται η ταξική ταυτότητα και ο προσανατολισμός της. Η άρχουσα τάξη στην Ελλάδα έχει συνδέσει ιστορικά τη βιωσιμότητα της χώρας με την εξάρτησή της από το ξένο κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό. Από την εποχή των «χρυσοκάνθαρων» και των «χαβιαρόχανων» του 19ου αιώνα έως σήμερα, κυριαρχεί με διάφορες παραλλαγές η θεωρία της «ψωροκώσταινας» με βάση την οποία η χώρα δεν διαθέτει τα μέσα και τους πόρους για μια ανεξάρτητη πορεία, δεν διαθέτει τα «εφόδια» των μεγάλων χωρών για να αντισταθεί στη λαίλαπα της παγκόσμιας αγοράς και στις κυρίαρχες δυνάμεις της. Οπότε, ένας ήταν πάντα ο «μονόδρομος»: η υποταγή στις εκάστοτε απαιτήσεις του ξένου κεφαλαίου, των μεγάλων δυνάμεων και του ιμπεριαλισμού. Αυτό το καθεστώς εξάρτησης και υποτέλειας υπήρξε ανέκαθεν το κύριο στήριγμα της οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας της αστικής τάξης στην Ελλάδα.
Υπάρχει σήμερα καθεστώς εξάρτησης και υποτέλειας του ελληνικού καπιταλισμού; Μόνο η άγνοια των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών δεδομένων θα οδηγούσε κάποιον να απαντήσει αρνητικά. Σήμερα το ξένο κεφάλαιο που εισάγεται ετήσια στην χώρα με τη μορφή δανείων, τοποθετήσεων στην εγχώρια χρηματοπιστωτική αγορά και των άμεσων επιχειρηματικών επενδύσεων, έχει συνολική αξία που ισοφαρίζει το ΑΕΠ της χώρας. Στην πράξη το εισαγόμενο ξένο κεφάλαιο «αγοράζει» και «πουλά» σε ετήσια βάση ολόκληρη την ελληνική οικονομία. Από το ελληνικό χρηματιστήριο – κι ως εκ τούτου ολόκληρη την ελληνική χρηματαγορά – έως τη χρηματοδότηση του ελληνικού κράτους, τα πάντα ελέγχονται πρωτίστως από το ξένο κεφάλαιο. Είναι δύσκολο να βρεθεί άλλη ιστορική εποχή του ελληνικού καπιταλισμού, ακόμη και την εποχή του ιμπεριαλιστικού «διεθνούς οικονομικού ελέγχου», που το ξένο κεφάλαιο να παίζει τόσο καθοριστικό ρόλο. Για λόγους σύγκρισης μπορούμε να αναφέρουμε ότι το επενδυτικό κεφάλαιο που εξάγεται από τη χώρα δεν ξεπερνά σε ετήσια βάση το 10% του ΑΕΠ της. Η τρομακτική αυτή ψαλίδα είναι που έχει μεταβάλει όχι μόνο τα πιο ισχυρά ντόπια μονοπώλια, αλλά και το ίδιο το κράτος σε άμεσο εξάρτημα των κερδοσκοπικών επιδιώξεων του ξένου, πολυεθνικού κεφαλαίου.
Η εμπορική εξάρτηση της χώρας δεν παρουσιάζει καλύτερη εικόνα. Ενώ τη δεκαετία του ’80 η εισαγωγική διείσδυση ξένων προϊόντων και υπηρεσιών δεν ξεπερνούσε το 40% της συνολικής εγχώριας ζήτησης, σήμερα ξεπερνά το 56%. Αντίθετα η εξαγωγική επίδοση της ελληνικής οικονομίας και παρά τον «εξαγωγικό προσανατολισμό» της, κατρακυλά διαρκώς από το 29% των αρχών του ’90 στο 25% σήμερα. Αυτό υποδηλώνει και μια σοβαρή υποχώρηση του ειδικού βάρους της χώρας στο παγκόσμιο εμπόριο, που σήμερα κυριαρχείται κατά 75% (έναντι 40% της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου) από τα προϊόντα και τις υπηρεσίες της σύγχρονης βιομηχανίας. Ο περίφημος «εξαγωγικός προσανατολισμός» της χώρας δεν την μετέτρεψε απλά σε εμπορική αποικία, αλλά την οδήγησε σε μια ακόμη πιο περιθωριακή θέση στα πλαίσια της παγκόσμιας αγοράς.
Ο ξένος δανεισμός υπήρξε εξυπαρχής ιδρύσεως του ελληνικού κράτους ένας από τους κύριους και κατά εποχές ο κυριότερος μοχλός εξάρτησης της χώρας. Σήμερα το δημόσιο χρέος αν και επισήμως κινείται γύρω στο 110% του ΑΕΠ της χώρας, στην πραγματικότητα με την πρόσθεση και τα «κρυφών χρεών» ξεπερνά το 170%. Όμως το κυριότερο είναι το γεγονός ότι ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των τοκοχρεολυσίων ξεπερνά ήδη κατά πολύ, σχεδόν στο διπλάσιο, τον ετήσιο ρυθμό ανόδου του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι στην πράξη η χώρα δεν είναι απλά υπερχρεωμένη στο ξένο χρηματιστικό κεφάλαιο, αλλά αντιμετωπίζει άμεσα το φάσμα της χρεοκοπίας, μιας και είναι αδύνατο με τους σημερινούς όρους και συνθήκες εξάρτησης να αντιμετωπιστεί αυτή η υπερχρέωση, ακόμη κι αν στραγγιστεί μέχρι τελευταίας ρανίδας ο λαός και η χώρα. Με άλλα λόγια, το εξωτερικό χρέος θέτει από μόνο του θέμα βιωσιμότητας της ελληνικής οικονομίας. Ειδικά μετά την έλευση του «ευρώ» η διόγκωση του δημόσιου χρέους έχει γίνει ένα από τα πρωτεύοντα θέλγητρα εισροής ξένου κεφαλαίου με στόχο την κερδοσκοπία με κρατικά έντοκα γραμμάτια. Το «ευρώ», δηλαδή, έχει μετατρέψει το δημόσιο χρέος σε μια αυτοτροφοδοτούμενη κερδοσκοπική επιχείρηση για τους μεγάλους «θεσμικούς επενδυτές» του εξωτερικού, δίχως την παραμικρή δυνατότητα αντιστροφής αυτής της τάσης υπό τις υπάρχουσες συνθήκες εξάρτησης.
Το συμπέρασμα είναι ότι η οικονομική εξάρτηση ήταν και παραμένει το κυρίαρχο γνώρισμα του ελληνικού καπιταλισμού. Μάλιστα το βάθεμα της εξάρτησης σήμερα έχει πάρει χαρακτηριστικά, κυρίως μετά την ένταξη στην ΟΝΕ και την αποδοχή του «ευρώ», που σε άλλες εποχές χαρακτήριζαν ημιαποικίες και αποικίες. Η χώρα σήμερα δεν έχει δικό της νόμισμα, ούτε καν είναι σε θέση να διαχειριστεί με τους δικούς της εσωτερικούς όρους και προτεραιότητες τα δημοσιονομικά της. Πόσο μάλλον να σχεδιάσει και να ασκήσει δική της αυτόβουλη πολιτική, ακόμη κι από τη σκοπιά της ντόπιας αστικής τάξης. Αυτό που επιδιώκουν σήμερα οι ντόπιες μονοπωλιακές κορυφές και οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι είναι να αναδειχθούν σε προτιμώμενους «υπεργολάβους» και ευνοούμενους «σέμπρους», που αξιοποιεί για τις βρομοδουλειές του στην ευρύτερη περιοχή ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ και το «διευθυντήριο» της ΕΕ. Ανάλογη περίοδος υποτέλειας δύσκολα θα βρεθεί σ’ ολόκληρη την περίοδο του ελληνικού κράτους από την εποχή της «πράξης υποταγής» του Κωλλέτη (1826).
Τι σημαίνουν όλα αυτά για την κατάσταση και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας; Η Ελλάδα αντιμετωπίζει τον άμεσο κίνδυνο οικονομικής και κοινωνικής κατάρρευσης. Η συνολική οικονομική πολιτική της κυβέρνησης της ΝΔ, όπως και των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ παλιότερα, πέρα από τον βάρβαρα αντιλαϊκό τους χαρακτήρα, αποτελούν στην ουσία τους μια κυνική ομολογία ότι ο κυρίαρχος συνασπισμός εξουσίας αδυνατεί πλήρως να αντιμετωπίσει έστω και προσωρινά το γενικό ξεχαρβάλωμα και τη συνολική αποδιάρθρωση της οικονομίας. Έτσι σε μια παρακμάζουσα οικονομία, η οποία όλα τα προηγούμενα χρόνια στηρίχτηκε στην επέκταση της καταναλωτικής δαπάνης, η κυβέρνηση αναγκάζεται να πάρει μέτρα που επιδρούν άμεσα και δραστικά στην κατανάλωση. Μια κατανάλωση που έτσι κι αλλιώς δεν στηρίχτηκε καθόλου στην ανάπτυξη της παραγωγής βάσης της οικονομίας, ούτε στην ενίσχυση της πραγματικής ζήτησης στην εγχώρια αγορά. Γι αυτό κι εξαρχής ήταν παρασιτική, πλασματική και βαθιά αντιπαραγωγική.
Η πολιτική αυτή της κυβέρνησης δεν είναι αποτέλεσμα σχιζοφρένιας, αλλά πρώτα και κύρια προϊόν των επιταγών στήριξης του συστήματος της ΟΝΕ και του ευρώ, που ήδη διέρχονται σοβαρή κρίση διαρκείας. Η ελληνική οικονομία και μαζί ο λαός της χώρας πρέπει να θυσιαστεί, να τεθεί σε τροχιά γενικευμένης δυσπραγίας και να μπει στο γύψο επ’ αόριστο, ώστε να αποδειχθεί οικονομικά βιώσιμο το «ισχυρό νόμισμα», το «σύμφωνο σταθερότητας» και τα γνωστά δημοσιονομικά «κριτήρια». Κι αυτό το λένε ανοικτά. Το παραδέχονται και το θεωρούν απολύτως φυσιολογικό.
Η επιβολή της ΟΝΕ και η υιοθέτηση του «ευρώ» υπήρξε, εκτός απ’ όλα τα άλλα, η κορύφωση μιας αντιδραστικής διαστροφής της συνολικής οικονομικής πολιτικής. Δεν έχει πια καμμιά σημασία η πραγματική οικονομία, οι υπαρκτές παραγωγικές της δυνάμεις, αλλά μόνο η διεστραμμένη τους απεικόνισή στο επίπεδο των νομισματικών και δημοσιονομικών μεγεθών. Η οικονομία έπαψε να εκφράζει ανάγκες, σχέσεις κι αντιθέσεις που σχετίζονται με πραγματικά κοινωνικά μεγέθη όπως κέρδη, μισθούς, απασχόληση, παραγωγή, κατανάλωση, φτώχεια. Έπρεπε μια για πάντα να κλειδωθεί ερμητικά στον εικονικό κόσμο των μεταβλητών του χρήματος, να αποστειρωθεί σ’ έναν κόσμο λογιστικών μεγεθών, όπου το μόνο που έχει σημασία είναι ότι επηρεάζει άμεσα την «αξιοποίηση» του χρήματος. Έτσι ο πληθωρισμός, τα δημοσιονομικά ελλείμματα και το ΑΕΠ – αυτός ο πιο εικονικός απ’ όλους τους γενικούς δείκτες μιας οικονομίας – αποτέλεσαν την «Αγία Τριάδα» της νέας οικονομικής θεολογίας.
Η λογική αυτή εκφράστηκε στην Ελλάδα με μια συνολική οικονομική πορεία, που διακρίθηκε για τις απανωτές «στενωπούς», την άγρια μονόπλευρη λιτότητα, που ουσιαστικά συνεχίζεται ανελλιπώς για δυο δεκαετίες, την απελευθέρωση των αγορών και της κερδοσκοπίας και τη θεοποίηση των ρυθμών του ΑΕΠ στη βάση μιας διαρκώς αυξανόμενης παραγωγικής υποβάθμισης. Όλα αυτά οδήγησαν σε μια οικονομία ακόμη περισσότερο σαθρή και ευάλωτη στην κρίση, με πιο οξυμένα τα παραδοσιακά της διαρθρωτικά προβλήματα, έρμαιο της παγκόσμιας αγοράς. Από αυτή την άποψη είναι χαρακτηριστικό ότι η ταχύρυθμη άνοδος του ΑΕΠ όχι μόνο δεν έλυσε το αναπτυξιακό πρόβλημα της χώρας, αλλά το επιδείνωσε δραματικά. Οι βασικοί παραγωγικοί τομείς της ελληνικής οικονομίας, είτε δεν παρουσιάζουν καμμιά ανάπτυξη – όπως ο πρωτογενής τομέας – είτε αναπτύσσονται μερικά, αποσπασματικά και με μεγάλη καθυστέρηση – όπως η μεταποίηση και γενικά η βιομηχανία. Η άνοδος του ΑΕΠ προέρχεται κατά κύριο λόγο από τομείς υπηρεσιών αγοράς που εξαρτώνται άμεσα από την επέκταση της εγχώριας καταναλωτικής δαπάνης. Έτσι οι κλάδοι του εμπορίου, των μεταφορών-επικοινωνιών, των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και των λοιπών υπηρεσιών συνέβαλαν από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 έως σήμερα κατά 53% στην αύξηση του ΑΕΠ, από 27% την προηγούμενη περίοδο. Ενώ οι βασικοί τομείς της πρωτογενούς παραγωγής και της μεταποίησης, που το 1995 συνεισέφεραν συνολικά το 22% του ΑΕΠ συνέβαλαν μόλις κατά 7% στην αύξησή του στην περίοδο 1995 έως σήμερα.
Η κατάσταση αυτή απεικονίζει και την ουσία του «προβλήματος ανταγωνισμού» που αντιμετωπίζει η χώρα στην παγκόσμια αγορά, αλλά και της ακόμη μεγαλύτερης περιθωριοποίησής της. Σε μια παγκόσμια οικονομία όπου σήμερα κυριαρχεί απόλυτα η βιομηχανία, μια οικονομία του εμπορίου και των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, μια οικονομία χαμηλής παραγωγικής εξειδίκευσης και παροχής υπηρεσιών κατανάλωσης, δεν μπορεί παρά να είναι εντελώς ανοχύρωτη απέναντι στις δυνάμεις ανταγωνισμού της παγκόσμιας αγοράς. Κάτι άλλωστε που φαίνεται κι από την τραγική κατάσταση του ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών. Η διαρκής επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου αποτελεί μια από τις πιο σοβαρές αναπτυξιακές πληγές της ελληνικής οικονομίας. Κι έχει βέβαια άμεση σχέση με την παραγωγική υποβάθμιση και τα αναπτυξιακά αδιέξοδα. Νέοι κλάδοι, νέα προϊόντα και αγορές δεν διαμορφώνονται κι αυτό διευκολύνει τη διείσδυση εισαγόμενων προϊόντων στην ελληνική αγορά. Αυτή η τραγική κατάσταση δεν έχει περιοριστεί μόνο στη μεταποίηση και τη βιομηχανία γενικότερα, αλλά ακόμη και στον αγροτικό τομέα, όπου κάποτε η Ελλάδα γνώριζε υπερεπάρκεια.
Σ’ αυτές τις συνθήκες οι κυβερνητικές πολιτικές έκαναν τα πάντα για να ενισχύσουν την κερδοσκοπική ασυδοσία των κάθε είδους «επενδυτών» και φυσικά του μεγάλου κεφαλαίου, ενώ για να στηρίξουν την πλασματική ανάπτυξη του ΑΕΠ οδήγησαν τη χώρα και το λαό της στη μέγγενη της υπερχρέωσης. Το χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό, έχει μεταβληθεί πια σε βασική προωθητική δύναμη του ελληνικού καπιταλισμού. Χαρακτηριστικό είναι ότι ιδίως μέσα στα τέσσερα τελευταία χρόνια η συνολική χρέωση έφτασε να αντιστοιχεί κοντά στο 50% του καθαρού διαθέσιμου εισοδήματος όλων των νοικοκυριών. Μετατρέποντας την υπερχρέωση σε πρωταρχικό εισοδηματικό πρόβλημα για τα περισσότερα εργατικά νοικοκυριά.
Οι κυβερνητικές πολιτικές δεν περιορίστηκαν στην τεχνητή τόνωση της τελικής καταναλωτικής δαπάνης, δημόσιας και ιδιωτικής, μέσω του χρέους, αλλά προχώρησαν και στη δημιουργία μιας εντελώς κρατικοδίαιτης αγοράς προμηθειών και «μεγάλων έργων» προς όφελος του ιδιωτικού κεφαλαίου. Η τρομακτική σε έκταση σπατάλη προς όφελος της ιδιωτικής κερδοσκοπίας αποτελεί και μέτρο για να κατανοήσει κανείς τη βαθύτερη αιτία και των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Όσο περισσότερο ενισχύονται οι διαδικασίες απορύθμισης του κράτους και ιδιωτικοποίησης της δημόσιας περιουσίας, τόσο περισσότερο ισχυροποιείται η εσωτερική δυναμική των κρατικών ελλειμμάτων, όσο κι αν οι φορολογικές επελάσεις και οι δρακόντειες περικοπές κοινωνικών δαπανών φαίνεται να «στρογγυλεύουν» συγκυριακά το φαινόμενο.
Παρόλα αυτά το ιδιωτικό κεφάλαιο δεν προχωρά σε σοβαρές επενδύσεις, ιδίως στην παραγωγική βάση της οικονομίας. Οι ασήμαντες ουσιαστικά επενδύσεις στην τεχνολογία παραγωγής, σε νέους τομείς και κλάδους υψηλής παραγωγικότητας, έχουν οδηγήσει, όπως είναι φυσικό στη διαρκή παραγωγική υποβάθμιση της ελληνικής οικονομίας. Κι αποτελούν φυσικά την εγγύηση για την παραπέρα διαιώνιση της μαζικής χρόνιας ανεργίας στην Ελλάδα. Από αυτή την άποψη είναι χαρακτηριστικό ότι ο βαθμός αξιοποίησης του παραγωγικού δυναμικού στην ελληνική οικονομία μόλις που κατορθώνει να υπερβεί το 70%, δηλαδή κινείται σε επίπεδο ναδίρ για τις τρεις τελευταίες δεκαετίες!
Τι φταίει γι αυτό; Η επίσημη προπαγάνδα μιλά για «αντικίνητρα», για «έλλειψη κερδών» και για «ανελαστικότητες της αγοράς». Στην πραγματικότητα συμβαίνει το ακριβώς ανάποδο. Το σύνολο των έμμεσων και άμμεσων επιδοτήσεων, των δανείων και των κερδών, που απαιτεί σήμερα για την επιχειρηματική δράση του το ιδιωτικό κεφάλαιο, αντιστοιχεί περίπου στο 75% του ΑΕΠ της χώρας, ενώ οι ιδιωτικές επενδύσεις δεν ξεπερνούν το 28%. Το τρομακτικό αυτό κόστος για την οικονομία και την κοινωνία κάνει απαγορευτική οποιαδήποτε σοβαρή επενδυτική προσπάθεια. Άλλωστε ποτέ το ιδιωτικό κεφάλαιο δεν ανταγωνίζεται τις τάσεις της αγοράς. Σε συνθήκες κυριαρχίας της κερδοσκοπικής αρπαχτής με τα «μεγάλα έργα», τις μετοχές, τα ομόλογα, τα κρατικά συμβόλαια και προμήθειες, το ιδιωτικό κεφάλαιο θα εξακολουθεί να κινείται στην τροχιά μιας κρατικοδίαιτης πλασματικής επέκτασης του ΑΕΠ στα πλαίσια μια οικονομίας χαμηλής εξειδίκευσης καταναλωτικών υπηρεσιών στη βάση φτηνής και «ευλύγιστης» εργασίας.
Η ελληνική οικονομία στην κατάσταση που έχει βρεθεί έχει εξαντλήσει πια τα περιθώρια και τις εφεδρείες που διέθετε. Η κρίση μέσα στην οποία έχει εμπλακεί όλο και περισσότερο μετατρέπεται σε μια πρωτοφανούς έκταση καταστροφή με αβέβαιη έκβαση και σίγουρα εξαιρετικά τραγικές επιπτώσεις για τον εργαζόμενο λαό. Το γνωρίζουν πολύ καλά οι κυβερνώντες. Γι αυτό και όλο και περισσότερο αξιοποιούν την ΕΕ ως μπαμπούλα και καταφεύγουν στο καταναγκαστικό της πλαίσιο για να επιβάλουν τις πολιτικές τους. Το ίδιο καλά το γνωρίζουν και οι μονοπωλιακές κορυφές του ντόπιου κεφαλαίου, οι οποίες έχουν επιδοθεί σ’ έναν αληθινό αγώνα δρόμου εξαγορών, συγχωνεύσεων, συμπράξεων και συμμαχιών όχι μόνο αναμεταξύ τους, αλλά πρωτίστως με το πολυεθνικό κεφάλαιο. Αγωνίζονται να κατοχυρώσουν τη θέση τους ως κρίκοι μεγάλων επιχειρηματικών αλυσίδων και συγκροτημάτων των πιο ισχυρών πολυεθνικών και ταυτόχρονα να ενισχύσουν το ποσοστό του τζίρου τους, άρα και των κερδών τους, που παράγεται στο εξωτερικό. Σήμερα, οι πιο ισχυροί εγχώριοι μονοπωλιακοί όμιλοι έχουν κατορθώσει να αντλούν πάνω από το 25% του συνολικού τους τζίρου από δραστηριότητες στο εξωτερικό, ενώ εξαντλούν κάθε δυνατότητα το ποσοστό αυτό να φτάσει στο άμεσο μέλλον και υπερβεί κατά πολύ το 50%, ώστε να απαγκιστρωθούν από την εσωτερική αγορά και να θωρακιστούν, όσο κάτι τέτοιο είναι δυνατό, από τις σεισμικές δονήσεις μιας ενδεχόμενης κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας.
Το να θεωρήσουμε, λοιπόν, ότι το πρόβλημα της βιωσιμότητας της ελληνικής οικονομίας δεν μας αφορά, γλιστράμε αναγκαστικά σε θεμελιώδεις παραδοχές της λογικής της «ψωροκώσταινας» και των άνωθεν επιβεβλημένων «μονόδρομων». Είναι σαν να αποδεχόμαστε ότι η εργατική τάξη και ο λαός δεν μπορεί να έχει λόγο για την τύχη της χώρας του, δεν μπορεί ούτε καν να παρέμβει στη συνολική πορεία που έχει χαράξει το μεγάλο κεφάλαιο και οι κυβερνήσεις του. Η μεγάλη αγωνία των εκπροσώπων του κεφαλαίου είναι να πείσουν τους εργαζόμενους ότι ως προς το συνολικό πρόβλημα της οικονομίας, τις αναπτυξιακές προοπτικές, το χαρακτήρα και το ρόλο των επενδύσεων, τον τρόπο προσδιορισμού της παραγωγής, της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας, δεν μπορούν να διαμορφώσουν καμμιά διαφορετική προσέγγιση εκτός από εκείνη που επιβάλουν οι ίδιοι. Γιατί αυτό θα πρέπει να το υιοθετήσουμε; Γιατί θα πρέπει να τους πιστέψουμε και να διαγράψουμε από τον πολιτικό προβληματισμό της εργατικής τάξης έννοιες όπως βιωσιμότητα, παραγωγικότητα, ανταγωνιστικότητα, ανάπτυξη, κοκ, ως «ιδεολογήματα» του κεφαλαίου. Αυτό δεν μας οδηγεί σε μια λογική φτηνού εργατισμού και στην αναβίωση ενός ιστορικά παρωχημένου τρεϊντγιουνισμού, που θεωρούσε ότι ο εργάτης πρέπει να ασχολείται αποκλειστικά με τους όρους πώλησης της εργατικής του δύναμης; Ποιος εργάτης σήμερα είναι τόσο καθυστερημένος και αμόρφωτος που να μην καταλαβαίνει άμεσα και πρακτικά ότι το μεροκάματό του, οι συνθήκες, οι όροι και οι προοπτικές της εργασίας του δεν εξαρτώνται στενότατα από τις τύχες της ελληνικής οικονομίας ως σύνολο; Και δεν είναι σ’ αυτήν ακριβώς τη βάση που η κυρίαρχη προπαγάνδα επιχειρεί να τον κερδίσει με το μέρος της;
Σήμερα, η θεωρία της «ψωροκώσταινας» είναι εξαιρετικά διαδεδομένη και στην ευρύτερη αριστερά, όσο ταξική ή επαναστατική κι αν εμφανίζεται. Μόνο που εκδηλώνεται μέσα από απόψεις που εκτιμούν ότι οι εργαζόμενοι και ο λαός δεν μπορεί να πάρει το τιμόνι στα χέρια του για να αλλάξει τη ρώτα της χώρας του, αν ταυτόχρονα δεν κριθεί η τύχη του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού σε διεθνές επίπεδο. Με άλλα λόγια, ο εργαζόμενος λαός δεν είναι σε θέση να επιβάλει μια διαφορετική πορεία στην χώρα του, γιατί η ΕΕ, οι ΗΠΑ, οι παντοδύναμες πολυεθνικές και γενικά η «σκοτεινή συνωμοσία» του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού δεν θα τον αφήσουν, θα τον πνίξουν, θα τον βομβαρδίσουν, θα τον συντρίψουν. Γι αυτό και μόνο μια λύση υπάρχει: να αναμένει πότε θα ξεσηκωθούν και οι άλλοι λαοί μέσα στην ΕΕ ή και παγκόσμια! Όμως κάτι τέτοιο καταδικάζει αναγκαστικά τον έλληνα εργαζόμενο, όπως και τους εργαζόμενους σε καθεμιά από τις χώρες της ΕΕ, αλλά και εκτός αυτής, σε μάχες οπισθοφυλακών, σε κινητοποιήσεις «συνειδητοποημένων» μειοψηφιών για την τιμή των όπλων και σε μαζικές εκρήξεις απόγνωσης και απελπισίας – όπως η πρόσφατη στη Γαλλία – ενάντια απλά στις συνέπειες των κυρίαρχων πολιτικών.
Οι απόψεις αυτές δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να ενισχύουν μια τεχνητά διογκωμένη εικόνα «παντοδυναμίας» του σύγχρονου καπιταλισμού για να σπάσει το ηθικό του λαού, να υπονομευτεί η εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του, η πίστη στον αγώνα του και στις δυνατότητες που προσφέρει η ανάπτυξη της ταξικής πάλης, ακόμη και σε εποχές ιδιαίτερα δυσμενών συσχετισμών δύναμης. Δεν υπάρχει περίπτωση να χειραφετηθεί ο λαός από την πολιτική επιρροή της αστικής τάξης και της εξουσίας της, αν δεν πειστεί ότι μπορεί στηριγμένος στις δικές του δυνάμεις, με τα δικά του χέρια να σφυρηλατήσει άμεσα μια άλλη προοπτική για τη χώρα του, να πάρει τον έλεγχο των εξελίξεων πρώτα και κύρια στην χώρα του και να διεκδικήσει έμπρακτα διεξόδους από τα αδιέξοδα και τους «μονόδρομους» του εξαρτημένου ελληνικού καπιταλισμού, δίχως να περιμένει την επαναστατική «επιφώτηση του αγίου πνεύματος», ούτε την έλευση της σοσιαλιστικής «βασιλείας του Θεού».
Το αν μπορεί να υπάρξει άλλη προοπτική έξω από την ΕΕ και σε αντιπαράθεση με τον ιμπεριαλισμό, εξαρτάται άμεσα από τον τρόπο που κατανοείται και προβάλλεται το πρόβλημα της βιωσιμότητας της ελληνικής οικονομίας. Από αυτή τη σκοπιά η συνειδητοποίηση ότι η ίδια η βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας ως σύνολο είναι ασυμβίβαστη σήμερα με την ΟΝΕ και το ευρώ, με την ΕΕ ως σύνολο και με το καθεστώς ιμπεριαλιστικής εξάρτησης, αποτελεί τη μοναδική αφετηρία για τον εργαζόμενο λαό να αντιληφθεί ότι δεν του μένει άλλος δρόμος εκτός από τον αγώνα για την αποδέσμευση από την ΕΕ, για την απαλλαγή από την υποτέλεια και την υποδούλωση στον ιμπεριαλισμό, για την οικοδόμηση ενός νέου τρόπου ανάπτυξης που βασίζεται στην ικανοποίηση των αναγκών του ίδιου του λαού. Δεν υπάρχει κανένας άλλος τρόπος να πεισθεί ο λαός μέσα από την ίδια του την πείρα ότι πρέπει να απαλλαγεί από τα δεσμά της ΕΕ, του ιμπεριαλισμού και συνολικά του καπιταλισμού. Και χωρίς αυτό το «πρέπει» δεν υπάρχει καμμιά πιθανότητα να δεχτεί να παλέψει για ένα ριζικά διαφορετικό τρόπο κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης.
Δημοσιεύτηκε στο ΕΜΠΡΟΣ
προσφέρει δάνεια σε κανέναν
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια όλες τις οικονομικές ανάγκες σας έρθει σε επαφή μαζί μου. Είμαι ειλικρινής και αξιόπιστος δανειστής. Η προσφορά μου κυμαίνεται από 3.600 € έως 620.000 €.
e-mail: stephannefillon@gmail.com