Η κ. Παντελάκη στη κοινοβουλευτική συζήτηση για την πρόταση-νόμου του ΣΥΝ σχετικά με το «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα» θεώρησε καλό ως εκπρόσωπος του ΚΚΕ να ισχυριστεί: «εμείς δεν μπορούμε σε καμμιά περίπτωση να θέσουμε το ζήτημα να έχει πρόσβαση ο εργαζόμενος στον πλούτο. Εμείς λέμε ότι ο πλούτος ανήκει σ’ αυτόν... ποιος παράγει τον πλούτο. Τον παράγουν οι εργαζόμενοι, αυτοί πρέπει να τον καρπώνονται.» (Πρακτικά, 1/12/05). Πέρα από τις τραγικές πολιτικές επιπτώσεις που έχει η πρόταξη μιας τέτοιας θέσης, αξίζει να κάνουμε και ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά με το θεωρητικό υπόβαθρο αυτής της αντίληψης.
Βέβαια, μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι παίρνουμε πολύ «τοις μετρητοίς» ένα απλοϊκό ρητορικό σχήμα, που χρησιμοποιήθηκε εκ του προχείρου στη Βουλή. Ένας τέτοιος ισχυρισμός είναι τουλάχιστον αφελής. Όχι μόνο γιατί υποτιμά το θεωρητικό-επιστημονικό υπόβαθρο της πολιτικής, αλλά και γιατί αγνοεί ότι οι ταξικές μάχες πριν φτάσουν να δοθούν με όρους μαζικού κινήματος στην πράξη διεξάγονται πρώτα και κύρια στο επίπεδο της θεωρίας. Όποιος υποτιμά ή αγνοεί αυτήν την αλήθεια, τότε είναι από χέρι καταδικασμένος να σέρνεται πίσω από τα γεγονότα και να συμπεριφέρεται όπως περίπου ο οπαδός μιας παραθρησκευτικής οργάνωσης. Να διαδηλώνει, δηλαδή, την πίστη του και να ασκεί ηθικολογική κριτική στην υπάρχουσα κατάσταση.
Ομολογουμένως το σύνθημα «όλος ο πλούτος στον εργαζόμενο» προσφέρεται για μια τέτοια συμπεριφορά. Γι’ αυτό και τελευταία η ηγεσία του ΚΚΕ φαίνεται πως της αρέσει ιδιαίτερα να επαναλαμβάνει αυτό το κλισέ. Για παράδειγμα στην Ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου της ΚΕ του ΚΚΕ με αφορμή την καταγγελία της επαίσχυντης ΕΓΣΣΕ που υπέγραψε η ΓΣΕΕ κατέληγε ως εξής: «Το ΚΚΕ καλεί την εργατική τάξη να απορρίψει αυτήν τη συμφωνία. Να διεκδικήσει αυτά που της ανήκουν, τον πλούτο που παράγει!» (Ριζοσπάστης, 4/4/2006). Η ίδια η Αλέκα Παπαρήγα στη συνέντευξη που έδωσε με την ίδια αφορμή έφτασε στο σημείο να ισχυριστεί «ότι σήμερα οι εργαζόμενοι για να έχουν μια έστω σχετική και απόλυτη βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου, πρέπει να διεξάγουν έναν πολύ δυνατό πολιτικό αγώνα, που πρέπει να θέτει επί τάπητος το εξής ζήτημα: ο πλούτος παράγεται από τους εργαζόμενους και τον διεκδικούμε. Αν φύγεις από αυτή τη θέση, να το πούμε καθαρά, ‘έχεις τελειώσει’.» (Ριζοσπάστης, 6/4/2006) Η αλήθεια είναι ότι «έχει τελειώσει» όποιος εγκλωβιστεί σ’ αυτή τη θέση. Κι αυτό γιατί υποκαθιστά τα πραγματικά αιτήματα του εργατικού κινήματος με ένα ηθικολογικό σύνθημα. Αφορίζει τον αναγκαίο αγώνα για τα οικονομικά αιτήματα της εργατικής τάξης με προσευχές στους Θεούς της πολιτικής για μια διαφορετική διανομή του κοινωνικού πλούτου.
Είναι αλήθεια ότι στις μέρες μας είναι πολύ δύσκολο να πάρει κανείς στα σοβαρά, ή «τοις μετρητοίς» τις αποστροφές, την τρέχουσα ρητορεία, ακόμη και τις θέσεις που διατυπώνουν στον πολιτικό τους λόγο οι διάφοροι εκπρόσωποι του ΚΚΕ, αρχής γενομένης από την κ. Παπαρήγα. Η απίστευτη προχειρότητα, η πολιτική αμετροέπεια, η αντικατάσταση της συγκροτημένης και εύστοχης επιχειρηματολογίας με την ευκολία της γενικής συνθηματολογίας, δίχως να νοιάζεται κανείς για τις πολιτικές προεκτάσεις αυτής της ταχτικής, ούτε για την επιστημονική ή θεωρητική ουσία των «αναλύσεων» που υιοθετούνται κάθε φορά, αποτελεί πραγματικά το «σήμα κατατεθέν» του κεντρικού πολιτικού λόγου του ΚΚΕ σήμερα. Κι είναι όλα αυτά που αδυνατίζουν, στρεβλώνουν και «αδειάζουν» ακόμη και τις σωστές – από τη σκοπιά των εργαζομένων – θέσεις, που ορισμένες φορές υιοθετεί στην πολιτική του το ΚΚΕ. Αυτό που ενδιαφέρει τους επίσημους εκπροσώπους του είναι απλά να πετούν συνθήματα τα οποία φαντάζουν εντόνως ριζοσπαστικά, αντικαπιταλιστικά και «ταξικά», φορτισμένα με όλη τη δέουσα ηθική αγανάκτηση ενάντια στο κεφάλαιο και την πολιτική του, έστω κι αν δεν έχουν καμμιά σχέση με την επιστήμη της ταξικής πάλης, τη θεωρία του μαρξισμού και την πολιτική της εργατικής τάξης.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της τακτικής είναι και το παραπάνω σύνθημα, το οποίο μάλιστα προβάλλεται και ως κεντρική θέση του ΚΚΕ. Μόνο που η άποψη ότι «οι εργαζόμενοι παράγουν τον πλούτο, οπότε σ’ αυτούς ανήκει» δεν έχει καμμιά σχέση με το μαρξισμό, ούτε με το εργατικό κίνημα. Το σχήμα αυτό κατάγεται από τους Άγγλους σοσιαλιστές μαθητές του Ρικάρντο των αρχών του 19ου αιώνα, το οποίο υιοθέτησαν και μερικοί μικροαστοί ριζοσπάστες διανοητές, όπως ήταν οι Προυντόν και Λασσάλ, αλλά απέρριψαν και πολέμησαν οι Μαρξ και Ένγκελς. Με το σύνθημα αυτό συσκοτίζεται από επιστημονική σκοπιά η ουσία της εκμετάλλευσης του εργάτη στον καπιταλισμό, η οποία δεν βρίσκεται στο ποιος καρπώνεται το προϊόν της εργασίας του, αλλά στην παραγωγή και ιδιοποίηση υπεραξίας σε συνθήκες κυριαρχίας της αγοράς. Κι έτσι υποκαθιστά την οικονομική ανάλυση των πραγματικών κεφαλαιοκρατικών σχέσεων στην παραγωγή με δηλώσεις ηθικού ή ηθικολογικού χαρακτήρα. «Η παλιότερη εφαρμογή της θεωρίας του Ρικάρντο», έγραφε σχετικά ο Ένγκελς, «που δείχνει στους εργάτες πως το σύνολο της κοινωνικής παραγωγής, που είναι δικό τους δημιούργημα, τους ανήκει γιατί αυτοί είναι οι πραγματικοί δημιουργοί του, οδηγεί ολόισια στον κομμουνισμό. Μα κι αυτή, όπως μας κάνει ο Μαρξ να το προσέξουμε, είναι καθαρά λαθεμένη μιλώντας οικονομικά, γιατί είναι μια απλή εφαρμογή της ηθικής στην οικονομία. Σύμφωνα με τους νόμους της αστικής οικονομίας, το μεγαλύτερο μέρος απ’ τα προϊόντα δεν ανήκει στους εργάτες που τα δημιούργησαν. Αν λοιπόν πούμε: αυτό είναι άδικο, αυτό δεν πρέπει να γίνεται, αυτό δεν έχει καμμιά σχέση με την οικονομία. Λέμε μονάχα πως αυτό το οικονομικό γεγονός, βρίσκεται σ’ αντίφαση με το ηθικό μας αίσθημα. Να γιατί ο Μαρξ δε θεμελίωσε ποτέ τις κομμουνιστικές του διεκδικήσεις πάνω σ’ αυτό, μα πιο πολύ πάνω στην αναγκαστική κατάρρευση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, που πραγματοποιείται κάτω απ’ τα μάτια μας, κάθε μέρα όλο και πιο πολύ. Αρκείται να πει πως η υπεραξία δημιουργείται από απλήρωτη εργασία: αυτό είναι ένα καθαρό κι απλό γεγονός.»1 Και όπως ήταν φυσικό διαβεβαίωνε ότι «πουθενά ο Μαρξ δεν απαιτεί ‘το δικαίωμα στα πλήρη αποτελέσματα της εργασίας’ και δεν διατυπώνει κανένα νομικό επιχείρημα κανενός είδους στα θεωρητικά του έργα.»2
Επομένως το σύνθημα αυτό, που στην καλύτερη περίπτωση δεν υποδηλώνει τίποτε άλλο πέρα από μια ηθική αγανάκτηση για την «αδικία» σε βάρος των εργατών, μεταθέτει το συνολικό κοινωνικό πρόβλημα από τον τρόπο παραγωγής, από τον τρόπο που πρέπει να αντιπαλέψει η εργατική τάξη τους όρους της εκμετάλλευσής της στην παραγωγή, στον τρόπο ηθικής ή «δίκαιης» κατανομής του πλούτου. Κι έτσι οδηγεί σ’ έναν ηθικολογικό «χυδαίο σοσιαλισμό», όπως τον χαρακτήριζε ο Μαρξ, ο οποίος «κληρονόμησε από τους αστούς οικονομολόγους την αντίληψη να θεωρεί και να χειρίζεται τη διανομή ανεξάρτητα από τον τρόπο παραγωγής, και έτσι να παρουσιάζει το σοσιαλισμό σαν να περιστρέφεται κυρίως γύρω στη διανομή.»3 Όμως, πέρα από αυτόν τον ηθικολογικό εκχυδαϊσμό του σοσιαλισμού, η υιοθέτηση αυτού του συνθήματος εξυπηρέτησε ορισμένους και στο να αρνηθούν την ίδια την ταξική πάλη της εργατικής τάξης στο έδαφος του καπιταλισμού. Αν το όλο πρόβλημα είναι πρωτίστως ο ανήθικος και άδικος τρόπος κατανομής του κοινωνικού προϊόντος στον καπιταλισμό, τότε η πάλη της εργατικής τάξης για τη βελτίωση της θέσης της, για τη διεκδίκηση μιας έστω περιορισμένης αναδιανομής εισοδημάτων και κοινωνικής μεταρρύθμισης των όρων παραγωγής εντός του καπιταλισμού, αποτελεί κάτι εξίσου ανήκουστο και ηθικά επιλήψιμο γιατί την απομακρύνει από το κύριο και της δημιουργεί αυταπάτες για τον ίδιο τον καπιταλισμό. Θέτει, δηλαδή, «το ζήτημα να έχει πρόσβαση ο εργαζόμενος στον πλούτο, [ενώ] εμείς λέμε ότι ο πλούτος ανήκει σ’ αυτόν», σύμφωνα με τα λόγια της ίδιας της κ. Παντελάκη.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι πιο συνεπείς οπαδοί του δόγματος που ήθελε τον πλούτο να τον «παράγουν οι εργαζόμενοι, [και] αυτοί πρέπει να τον καρπώνονται», πρόβαλαν το «σιδερένιο νόμο των μισθών», που προκύπτει από τη θεωρία της αξίας του Ρικάρντο για να αποδείξουν ότι είναι αδύνατο για την εργατική τάξη να διεκδικήσει την καλυτέρευση της θέσης της εντός του καπιταλισμού. Ο Λασσάλ ένας από τους ακραιφνείς οπαδούς αυτού του δόγματος έλεγε σε μια διάλεξη προς τους οπαδούς του: «Ο σιδερένιος οικονομικός νόμος που καθορίζει τους μισθούς υπό τις σημερινές συνθήκες, κάτω από τον έλεγχο της προσφοράς και της ζήτησης για εργασία, είναι ο εξής: ο μέσος μισθός παραμένει πάντα συρρικνωμένος στο αναγκαίο επίπεδο της επιβίωσης, που οι εθνικές συνθήκες απαιτούν για τη συνέχιση της ζωής και την αναπαραγωγή... Αυτός ο νόμος είναι αναμφισβήτητος. Για να τον αποδείξω μπορώ να παραθέσω οποιοδήποτε μεγάλο και φημισμένο όνομα της επιστήμης της πολιτικής οικονομίας. Μπορώ να παραθέσω από την ίδια τη Φιλελεύθερη σχολή, μιας και ήταν αυτή ακριβώς η σχολή που ανακάλυψε και παρουσίασε το νόμο... Έτσι μπορώ να δώσω σε ‘σας και σ’ ολόκληρη την εργατική τάξη μια αλάνθαστη μέθοδο με βάση την οποία μια και καλή μπορείτε να αποφύγετε την εξαπάτηση και τον αποπροσανατολισμό. Όταν κάποιος σας μιλά για την καλυτέρευση της θέσης των εργατών, ρωτήστε τον πρώτα – Αναγνωρίζει αυτόν το νόμο ή όχι; Αν όχι, τότε θα πρέπει να συνάγετε, ότι αυτός είτε θέλει να σας εξαπατήσει, είτε είναι οικτρά ανίδεος περί πολιτικής οικονομίας.»4 Δεν είναι τυχαίο ότι ο Λασσάλ και οι οπαδοί του ήταν ενάντια στα συνδικάτα, ενώ αναγνώριζαν ως «οργάνωση της εργατικής τάξης» μόνο εκείνη που αντιπροσώπευε τις ιδέες τους και τους αναγνώριζε ως ηγέτες της. Τι έμενε τότε για την εργατική τάξη; Να ακολουθεί κατά πόδας τον «πατερούλη» της, τους επιφανείς «ηγέτες» της, να τους ψηφίζει στη Βουλή και όταν έρθει η ώρα να οικοδομήσει, κάτω φυσικά από το άγρυπνο βλέμμα τους και τις οδηγίες τους, μια άλλη «δίκαιη» κοινωνία. Ήταν τόσο «ξετρελαμένοι με τους εαυτούς τους, ώστε τους ήταν παντελώς αδύνατο να αντιληφθούν την ιδέα ότι οι εργάτες μπορεί στην πραγματικότητα να θέλουν κάτι περισσότερο από την τιμή να τους αντιπροσωπεύουν αυτοί.»5 Η ομοιότητα με τους σημερινούς οπαδούς των «ταξικών πόλων» είναι κάθε άλλο παρά τυχαία.
Απατεώνας και ανίδεος ήταν φυσικά ο Μαρξ – έστω κι αν δεν εννοούσε αυτόν ο Λασσάλ όταν έλεγε τα παραπάνω – μιας και ήταν ο μόνος που υποστήριζε τότε, όχι λόγω κάποιου αισθήματος δικαιοσύνης, αλλά ως προϊόν της δικής του οικονομικής ανάλυσης των σχέσεων κεφαλαίου-εργασίας, ότι όχι μόνο μπορούσε να καλυτερεύσει η θέση των εργατών στον καπιταλισμό, χωρίς να είναι ανάγκη να ανατραπεί πρώτα το σύστημα, αλλά ότι η «τελική λύση» της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού περνά αναγκαστικά μέσα από αυτή τη διεκδίκηση καλύτερης θέσης για την εργατική τάξη, δηλαδή μέσα από την πάλη για καλύτερους μισθούς, για βελτίωση των όρων εργασίας και για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις στα πλαίσια του υπάρχοντος συστήματος. Για τον Μαρξ οι οικονομικοί νόμοι του καπιταλισμού δεν είναι «σιδερένιοι», ούτε «σφουγγαρένιοι»6, με την έννοια ότι σε κάθε βήμα τους αναγεννούν και ισχυροποιούν την αναίρεσή τους, πρώτα και κύρια με τη μορφή των κοινωνικών δυνάμεων εκείνων που από τη θέση τους είναι υποχρεωμένες να αντιδράσουν έμπρακτα σ’ αυτούς. Κι έτσι μέσα από αυτή την αντίδραση, την πάλη εναντίον της ίδιας της εσωτερικής λογικής τους, αλλά και των κατακτήσεων αυτής της πάλης, προετοιμάζεται η τελική επαναστατική υπέρβαση ολόκληρου του συστήματος νόμων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Γι αυτό και ο Μαρξ χαιρέτησε τις πρώτες κοινωνικές κατακτήσεις των εργατών ως «νίκη της πολιτικής οικονομίας του προλεταριάτου» απέναντι στους «σιδερένιους νόμους» της αστικής πολιτικής οικονομίας.
Από τότε η λαθραία εισαγωγή των «σιδερένιων νόμων» της αστικής οικονομικής στη σκέψη και την πολιτική του κινήματος δεν εκφράστηκε μόνο με μεγαλεπήβολα ρεφορμιστικά σχέδια βελτίωσης του καπιταλισμού ως σύστημα και όχι της θέσης της εργατικής τάξης σ’ αυτόν, αλλά και με την άρνηση της πάλης για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις με πρόφαση κάθε φορά τους αρνητικούς συσχετισμούς δύναμης της περιόδου, την ταξική φύση του καπιταλισμού, την άβυσσο που τον χωρίζει από τις ανάγκες των εργατών και επιβάλει δήθεν το άμεσο πέρασμα στο σοσιαλισμό δίχως ενδιάμεσους σταθμούς και μεταβατικές φάσεις. Σε μια τέτοια αστική ερμηνεία του μαρξισμού, που τον ήθελε να αντιλαμβάνεται τον καπιταλισμό απλά ως αντίποδα του σοσιαλισμού και το πέρασμα από τον πρώτο στο δεύτερο με τη «μορφή μιας απότομης κατάπτωσης, κατάρρευσης του καπιταλισμού», λόγω της «αβύσσου» που χωρίζει τα δυο κοινωνικά καθεστώτα και δεν επιτρέπει μια «ολόκληρη σειρά από περάσματα» μέσα από την πάλη για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, απαντούσε πολύ εύστοχα και από πολύ νωρίς ο ίδιος ο Λένιν: «Δεν μπορούμε καθόλου να παραδεχτούμε για σωστό αυτό το πράγμα... Η πάλη για μεταρρυθμίσεις δε δείχνει καθόλου ότι έγινε «διόρθωση» [στη θεωρία του Μαρξ], δε διορθώνει καθόλου τη διδασκαλία της αβύσσου και της απότομης κατάπτωσης, γιατί η πάλη αυτή διεξάγεται με ανοιχτό και καθαρά αναγνωρισμένο σκοπό: να φτάσει ακριβώς στην «κατάπτωση». κι ότι για να γίνει αυτό χρειάζεται «ολόκληρη σειρά από περάσματα» – από μια φάση της πάλης σε άλλη, από μια βαθμίδα της σε άλλη – αυτό το αναγνώρισε κι ο Μαρξ στη δεκαετία 1840-1850, λέγοντας στο «Μανιφέστο» ότι το κίνημα για ένα καινούργιο καθεστώς δεν μπορεί να χωρίζεται από το εργατικό κίνημα (και συνεπώς από την πάλη για μεταρρυθμίσεις), και διατύπωσε ο ίδιος στο τέλος μια σειρά πραχτικά μέτρα.»7
Σε χαλεπούς καιρούς, όπως οι σημερινοί, η τυφλή πίστη του οπαδού προσφέρει σε ορισμένους ένα βολικό καταφύγιο προσωπικής ασφάλειας, παρηγοριάς και αυτοϊκανοποίησης. Ιδίως μπροστά στην έμφυτη αβεβαιότητα, τις μεγάλες δυσκολίες και τις ιδιαίτερα αυξημένες απαιτήσεις της ταξικής πάλης. Γι’ αυτούς, λοιπόν, τους πιστούς όλα τα παραπάνω δεν είναι παρά «λεπτομέρειες» χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Άλλωστε, δεν ήταν ποτέ δυνατός ο «διάλογος» με την τυφλή πίστη ενός οπαδού με όρους επιστήμης, θεωρίας και κοινής λογικής. Στην πραγματικότητα, όμως, τα παραπάνω υποδηλώνουν κάτι πολύ σημαντικό για την κατάσταση του ίδιου του ΚΚΕ σήμερα. Την εποχή που η ηγεσία του θέλει να εμφανίζεται ως η πιο «συνεπής» με τη «θεωρία του κόμματος», όπως έλεγε η κ. Παπαρήγα σε μια πρόσφατη συνέντευξή της στην κ. Παναγιωταρέα, έχει πάρει τέτοιες αποστάσεις από το μαρξισμό και μεταχειρίζεται τη θεωρία με τόσο άθλιο και χυδαίο τρόπο, που πολύ δύσκολα θα βρει κανείς ανάλογο προηγούμενο ακόμη και στις πιο σκοτεινές περιόδους της ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος.
Αυτή η πρακτική προσιδιάζει σε μια ηγεσία που αναζητά να ηγηθεί όχι σε αγωνιστές, με συγκροτημένη και ανεξάρτητη πολιτική προσωπικότητα, με ξεκάθαρη συνείδηση και βαθιά γνώση, με υψηλές απαιτήσεις για το ίδιους και το κόμμα τους, με μάχιμες απόψεις και στρατευμένη δράση στο πλευρό της εργατικής τάξης, αλλά σε δυστυχείς οπαδούς, απλά εξαρτήματα ενός μηχανισμού, που δεν γνωρίζουν πολλά, ούτε τους ενδιαφέρει να μάθουν, ξέρουν μόνο να προσκυνούν προφήτες, να ακολουθούν χωρίς πολλά λόγια το «αλάθητο» των εκάστοτε ηγετών και να ψηφίζουν χωρίς να σκοτίζονται για τις «λεπτομέρειες» της πολιτικής και της θεωρίας, που έτσι κι αλλιώς ανήκουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της «ανώτατης αρχής». Μια τέτοια ηγεσία δεν νοιάζεται για το ΚΚΕ ως «κόμμα της εργατικής τάξης», αλλά ως γραφειοκρατικό μηχανισμό κοινοβουλευτικής επιβίωσης, δεν ζει για το κίνημα, αλλά από το κίνημα, δεν υπάρχει για το κόμμα, αλλά σε βάρος του κόμματος. Οι θεωρητικές, ταξικές και ιστορικές αναφορές της, όπως και οι όποιες αγωνιστικές εκδηλώσεις της, είναι χρήσιμες μόνο στο βαθμό και όσο καιρό τρέφει την ελπίδα ότι μπορούν να της εξασφαλίσουν την απαραίτητη εκλογική πελατεία και ένα μερίδιο στην πολιτικά αγοραία «κοινή γνώμη». Γι αυτό και μια τέτοια ηγεσία μπορεί να επιβιώνει μόνο μέσα από την οπαδοποίηση της κομματικής της βάσης, μέσα από διαρκείς «εκπτώσεις» σε επίπεδο επιστήμης, αρχών και αξιών λόγω ανώτερων σκοπιμοτήτων, μέσα από τη συστηματική καλλιέργεια της αδιαφορίας, της μετριότητας, της προχειρότητας, της κολακείας του συναισθήματος και της αναγωγής ως ύψιστου «ταξικού» και κομματικού προσόντος, ιδίως για την αναρρίχηση στην ιεραρχία της καθοδήγησης, του τραγικά χαμηλού επίπεδου στη θεωρία και την πολιτική δράση.
Σημειώσεις
1. Φ. Ένγκελς, Πρόλογος στην Αθλιότητα της Φιλοσοφίας του Κ. Μαρξ, Αναγνωστίδης, σελ. 10-11.
2. F. Engels, “Lawyer’s Socialism”, Collected Works, vol. 26, Μόσχα, 1990, σελ. 607.
3. Κ. Μαρξ, Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, Σύγχρονη Εποχή, 1979, σελ. 15-16.
4. R. C. K. Ensor, Modern Socialism, Λονδίνο, 1904, σελ. 38-40.
5. Edward Bernstein, Ferdinand Lassale, Λονδίνο, 1893, σελ. 14.
6. Βλέπε Κ. Μαρξ, Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, Σύγχρονη Εποχή, 1979, σελ. 19.
7. Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τομ. 1ος, Σύγχρονη Εποχή, 1983, σελ. 459-460.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου