Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

Η ΑΝΑΓΚΗ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΚΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΗΣ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΈΝΩΝ




Η εργατική τάξη της χώρας μας δέχεται μια πρωτοφανή επίθεση όχι μόνο στο βιοτικό και εργασιακό της επίπεδο, αλλά στην ίδια την συγκρότησή της ως τάξης. Τίθεται υπό αμφισβήτηση η ίδια η ύπαρξή της. Από τη μάχη αυτή δεν θα κριθεί μόνο το μεροκάματο, η σύνταξη και η δουλειά της συντριπτικής πλειοψηφίας των εργαζομένων για μια ολόκληρη ιστορική εποχή, αλλά και η συνολική κατάσταση της κοινωνίας, η ίδια η πορεία της χώρας. Για πρώτη φορά οι τύχες της εργατικής τάξης και της χώρας είναι τόσο ολοφάνερα δεμένες. Η ίδια η επιβίωση της χώρας εξαρτάται από το αν θα καταφέρει η εργατική τάξη να αποκρούσει τις κυρίαρχες πολιτικές και τα σχέδια αποικιοποίησης που φαίνεται να έχουν τεθεί ήδη σε κίνηση.
Η εργατική τάξη δεν έχει να αντιπαλέψει απλώς και μόνο μια αντιλαϊκή πολιτική μονόπλευρης λιτότητας και δραστικής περικοπής των εργασιακών και κοινωνικών της δικαιωμάτων. Έχει να αντιμετωπίσει την καθολική χρεωκοπία ενός ολόκληρου συστήματος, του εξαρτημένου ελληνικού καπιταλισμού, του οποίου η οικονομική και πολιτική κατάρρευση απειλεί να συμπαρασύρει ολόκληρη τη χώρα και το λαό της. Η άρχουσα τάξη ανήμπορη να αντιμετωπίσει την κρίση και την χρεωκοπία του συστήματος κυριαρχίας της, έθεσε τη χώρα υπό την αποικιοκρατική κηδεμονία της ΕΕ και του ΔΝΤ. Η Ελλάδα από υποτελής χώρα μετατρέπεται γρήγορα σε αποικία των διεθνών οργάνων του ιμπεριαλισμού και της διεθνούς χρηματιστικής ολιγαρχίας.

Αυτό το νόημα έχει η ελεγχόμενη χρεωκοπία που προετοιμάζουν η ΕΕ, το ΔΝΤ, οι διεθνείς χρηματιστές και τραπεζίτες σε συνδυασμό με την ντόπια οικονομική και πολιτική ολιγαρχία. Με την επίσημη πτώχευση τόσο οι εργαζόμενοι όσο και η ίδια η χώρα τίθενται υπό καθεστώς κατάσχεσης και δήμευσης για να πληρωθούν τα τεράστια χρέη που συσσώρευσε η λεηλασία και το πλιάτσικο του μεγάλου κεφαλαίου και των πολιτικών του εκπροσώπων. Το λαϊκό εισόδημα, η εργασία, οι πόροι της οικονομίας ακόμη και η ακεραιότητα της χώρας έχουν ήδη τεθεί στη διάθεση των διεθνών αγορών και των οργάνων τους. Η ιστορική πρόκληση σήμερα για την εργατική τάξη δεν είναι η στενή υπεράσπιση των δικαίων της, αλλά η ανάγκη να αναδειχθεί σε ηγέτιδα δύναμη ενός ολόκληρου λαού που καλείται να δώσει τη μάχη για την επιβίωση του ενάντια στην αποικιοκρατική κατοχή από την ΕΕ και το ΔΝΤ.
Τα απανωτά «πακέτα μέτρων» για τον εξευμενισμό των διεθνών αγορών και η αποικιοκρατική κηδεμονία από την ΕΕ και το ΔΝΤ ανοίγουν λογαριασμούς με τους εργαζόμενους που δεν μπορούν να κλείσουν μόνο με διαμαρτυρίες και περιοδικές κινητοποιήσεις. Η μεγάλη πλειοψηφία της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων αρχίζει πλέον να συνειδητοποιεί αυτή την αλήθεια. Η ιδέα της κοινωνικής έκρηξης αρχίζει να κατακτά όλο και μεγαλύτερη αποδοχή. Όλο και πιο πλατιά στρώματα της εργαζόμενης κοινωνίας αντιλαμβάνονται ότι το αναγκαίο ξεκαθάρισμα των ανοιχτών λογαριασμών δεν αρκεί να γίνει με τις επιμέρους πολιτικές αλλά με το σύστημα ως σύνολο. Το επιβάλει η ίδια η ανάγκη επιβίωσης των εργαζομένων, του λαού και της χώρας. Από εδώ και μπρος κάθε μάχη που αναπτύσσεται, κάθε σύγκρουση, κάθε απεργία και κινητοποίηση, στο βαθμό που θα κατορθώνει να συσπειρώνει και να κινητοποιεί τις πιο πλατιές μάζες, θα τείνει να πάρει διαστάσεις τελικής αναμέτρησης με το υπάρχον σύστημα εξουσίας και τις δυνάμεις που το στηρίζουν.
   Επομένως, η άμεση και πρακτική ανάγκη για κλιμάκωση του αγώνα πρέπει να γίνει υπόθεση της μεγάλης πλειοψηφίας των εργαζομένων. Αυτός πρέπει να είναι ο άμεσος στόχος και το κεντρικό καθήκον για μια συνδικαλιστική πρωτοβουλία που επιδιώκει στ’ αλήθεια να διαδραματίσει θετικό ρόλο στην προσπάθεια συντονισμού των συνδικαλιστικών δυνάμεων και των σωματείων. Πώς μπορεί να γίνει αυτό;
1.               Η πάλη της εργατική τάξης και των συνδικάτων δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στη ανατροπή του «προγράμματος σταθερότητας», το οποίο έτσι ή αλλιώς έχει ήδη ανατραπεί προς το πολύ χειρότερο από την ίδια την κυβέρνηση. Η καρδιά του προβλήματος δεν βρίσκεται στα επιμέρους μέτρα και τις πολιτικές που εξαγγέλλονται και θα εξαγγέλλονται διαρκώς, αλλά σ’ αυτό καθαυτό το καθεστώς πτώχευσης που επιβάλλεται στη χώρα μας από την ΕΕ, το ΔΝΤ και τις διεθνείς αγορές. Πρέπει να ενδιαφέρει το εργατικό κίνημα η αποικιοκρατική κηδεμονία της χώρας ή του αρκεί απλώς να αντιτίθεται στις πολιτικές που εκπορεύονται από αυτήν; Η απάντηση σ’ αυτό το δίλημμα διαχωρίζει σήμερα καθαρά τις αυθεντικά ταξικές δυνάμεις του εργατικού κινήματος από όλες εκείνες που αυτοϊκανοποιούνται με το να μιλούν στο όνομά του. Εκτός κι αν θεωρεί κανείς στα σοβαρά ότι η χώρα είτε αποικία είτε όχι είναι το ίδιο και το αυτό. Μόνο που η εργατική τάξη δεν υπήρξε ποτέ τόσο κοντόφθαλμη ώστε να μην ενδιαφέρεται για τη χώρα της. Κι αυτό γιατί γνωρίζει πολύ καλά ότι η ίδια η ύπαρξή της δεν έχει νόημα ούτε αντίκρισμα σε μια χώρα που τίθεται υπό καθεστώς κατοχής και σε διαδικασία ξεπουλήματος. Συνεπώς τα αιτήματα του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος σήμερα πρέπει να ξεκινούν με την ανάγκη να σταματήσει άμεσα και να αποτραπεί κάθε απόπειρα, κάθε επιχείρηση επιβολής καθεστώτος επίσημης πτώχευσης και κηδεμονίας από την ΕΕ και το ΔΝΤ.
2.               Τι σημαίνει «ανυπακοή» απέναντι στις επιταγές της ΟΝΕ, της ΕΕ, του ΔΝΤ; Τι ακριβώς ζητά από τον εργάτη, από τον εργαζόμενο να κάνει η «ανυπακοή»; Τι ακριβώς πρέπει να παλέψει; Στην πράξη το κάλεσμα σε «ανυπακοή» είναι ένα καθαρά δημαγωγικό σύνθημα, το οποίο θεωρεί ως δεδομένο το καθεστώς που επιβάλλουν η ΟΝΕ, η ΕΕ και το ΔΝΤ, ενώ αρκείται απλώς να αντιπαρατίθεται στις εκάστοτε εντολές τους. Ταυτόχρονα δημιουργεί αυταπάτες στις μάζες, διότι αρνείται να δει ότι πίσω από τις διάφορες εντολές και τις ντιρεκτίβες υφίσταται ένα αδυσώπητο καθεστώς επικυριαρχίας, που θεμελιώνεται στις οικονομικές και πολιτικές σχέσεις της χώρας με την ΟΝΕ, την ΕΕ και το ΔΝΤ. Με αυτόν τον τρόπο οδηγείται στην απολογητική αυτών των μηχανισμών του ιμπεριαλισμού, μιας και αντιλαμβάνεται το όλο πρόβλημα μόνο στο επίπεδο των εντολών και των ντιρεκτίβων και όχι σ’ αυτό καθαυτό το καθεστώς της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης που επιβάλλουν στη χώρα και στον λαό της. Πολύ περισσότερο σήμερα που η υποταγή στο ευρώ, στην ΕΕ και στο ΔΝΤ αποδεικνύεται καταστροφική για τη χώρα και τους εργαζόμενους. Αντί λοιπόν για «ανυπακοή» οι εργαζόμενοι και το εργατικό κίνημα πρέπει να θέσουν ως άμεσο στόχο την απαλλαγή από το ευρώ και την ΟΝΕ στην προοπτική της αποδέσμευσης από την ΕΕ, όχι για να συρθεί η χώρα στο ΔΝΤ, αλλά για να αποτραπεί η πτώχευση και το ξεπούλημά της.
3.               Η προσπάθεια για την κλιμάκωση των κινητοποιήσεων εδώ και τώρα με κάθε μορφή αγωνιστικής δράσης, τόσο σε επίπεδο πρωτοβάθμιων σωματείων όσο και δευτεροβάθμιων και τριτοβάθμιων συνδικάτων, είναι απαραίτητη. Ωστόσο βασικό μέλημα αυτής της κλιμάκωσης πρέπει να είναι η εξασφάλιση της μεγαλύτερης δυνατής συμμετοχής και κινητοποίησης των εργαζομένων. Δίχως την αυξημένη συμμετοχή οι κινητοποιήσεις και οι απεργίες δεν συντελούν στην κλιμάκωση αλλά στην αποκλιμάκωση των αγώνων και στην αποθάρρυνση των πιο πλατιών μαζών. Γι’ αυτό τον λόγο θα πρέπει να βρίσκονται κάθε φορά οι πιο κατάλληλες μορφές πάλης που επιτρέπουν σε όλους, αν αυτό είναι δυνατό, τους εργαζομένους την ενεργό συμμετοχή τους στην κλιμάκωση του αγώνα. Δεν υπάρχουν περισσότερο ή λιγότερο «επαναστατικές» μορφές πάλης. Δεν υπάρχουν περισσότερο ή λιγότερο «ριζοσπαστικές» αγωνιστικές δράσεις. Ο ριζοσπαστισμός κάθε μορφής κινητοποίησης εξαρτάται πρώτα και κύρια από το μέγεθος και τον παλμό της συμμετοχής των πιο πλατιών μαζών.
4.               Ο αγώνας που βρίσκεται μπροστά στην εργατική τάξη και το κίνημά της είναι πολύ δύσκολος και απαιτητικός. Από την προσπάθεια για κοινή δράση όλων των εργαζομένων κανείς δεν περισσεύει. Ούτε καν ο Παναγόπουλος. Η μαζική απεργιακή κινητοποίηση όλων των εργαζομένων δεν μπορεί να γίνει χωρίς ή πολύ περισσότερο ενάντια στη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ. Πρέπει να εξαντλήσουμε κάθε δυνατότητα για να συνεχίσει η ηγεσία της ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ να βρίσκεται στους δρόμους. Δεν πρέπει να διευκολύνουμε την προσπάθεια της άρχουσας τάξης να οικοδομήσει το δικό της ενιαίο μέτωπο κυβέρνησης και κοινωνικών εταίρων. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να υποστείλουμε έστω και στο ελάχιστο την κριτική μας προς αυτές τις ηγεσίες ή να την κάνουμε πιο ήπια.  Όμως, το να σνομπάρει κανείς τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ αλλά και γενικότερα τα τριτοβάθμια σωματεία ή να τα ανταγωνίζεται στο όνομα της καταλυτικής κριτικής που πρέπει να ασκεί στις ηγεσίες τους οδηγούν αναγκαστικά στην υπονόμευση της κλιμάκωσης των αγώνων. Η ιστορία δείχνει ότι η οργάνωση της πάλης της εργατικής τάξης μπορεί να ξεκινά από τα πρωτοβάθμια σωματεία, αλλά δεν μπορεί να κλιμακωθεί παρά μόνο με τη συμμετοχή της πανεθνικής οργάνωσης της τάξης μέσα από τα τριτοβάθμια συνδικάτα. Μόνο έτσι μπορεί να εξασφαλιστεί η συμμετοχή και η κοινή πάλη όλων των εργαζομένων. Κλιμάκωση των αγώνων χωρίς την ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ δεν μπορεί να υπάρξει, τουλάχιστον όσον αφορά στο σύνολο της εργατικής τάξης. Διαφορετικά η όποια συνδικαλιστική πρωτοβουλία θα καταλήξει να είναι ένα ακόμη ΠΑΜΕ, που συμβάλλει όχι στην κλιμάκωση αλλά στην αποκλιμάκωση, στη διάσπαση και τον κατακερματισμό των δυνάμεων της εργατικής τάξης.
5.               Η ανάγκη κινητοποίησης των ευρύτερων δυνατών μαζών και περιφρούρησης του αγώνα έτσι ώστε να γίνει υπόθεση όλων των εργαζομένων επιβάλλει να απαιτήσουμε την άμεση αποβολή των κομματικών μπλοκ από τα συνδικάτα. Τα κόμματα και οι διάφορες πολιτικές συνιστώσες έχουν κάθε δικαίωμα να οργανώνουν τις δικές τους πορείες και κινητοποιήσεις. Όμως δεν έχουν κανένα δικαίωμα να διασπούν με τα δικά τους μπλοκ τις κινητοποιήσεις και τις πορείες των συνδικάτων. Αυτή η μόδα που καθιερώθηκε στη δεκαετία του ’90 και ενθαρρύνθηκε από την ίδια την ηγεσία της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, προκειμένου να ανταγωνιστεί τις κομματικές συναθροίσεις του ΠΑΜΕ, πρέπει επιτέλους να εκλείψει. Οι δυνάμεις των κομμάτων πρέπει να συμμετέχουν στα συνδικάτα με τον ίδιο τρόπο που συμμετέχουν όλοι οι υπόλοιποι εργαζόμενοι. Όσο διαρκεί αυτή η τραγωδία, στην οποία οι διάφορες πολιτικές και κομματικές παρατάξεις ανταγωνίζονται με τα μπλοκ τους για να κερδίσουν τις εντυπώσεις μέσα στις κινητοποιήσεις των συνδικάτων, τόσο μεγαλύτερη αποστροφή θα γεννούν στις πλατύτερες μάζες των εργαζομένων.
6.               Σε μια περίοδο όπου κυριαρχούν οι αναίτιες απολύσεις και οι διαρκείς διώξεις εργαζομένων και συνδικαλιστών, αυτό που κύρια θα κρίνει τις σχέσεις εμπιστοσύνης μιας συνδικαλιστικής πρωτοβουλίας, ενός συνδικάτου με τις μάζες των εργαζομένων είναι οι εκδηλώσεις αλληλεγγύης μ’ εκείνους που κάθε φορά την έχουν μεγαλύτερη ανάγκη. Ο αδικημένος εργαζόμενος, ο απολυμένος, ο διωκόμενος μπορεί και πρέπει να βρει στήριγμα σ’ ένα ενιαίο μέτωπο δράσης και αλληλεγγύης, ανεξάρτητα από το ποιος είναι αυτός ή σε τι πιστεύει. Ανεξάρτητα, δηλαδή, από το αν είναι «δικός μας» ή όχι. Το πώς στέκεται κανείς απέναντι σ’ αυτά τα «μικρά» καθημερινά προβλήματα των εργαζόμενων κρίνει τις σχέσεις εμπιστοσύνης και εγκαρδιότητας που οικοδομεί στην πράξη μια συνδικαλιστική πρωτοβουλία, ένα συνδικάτο. Διαφορετικά, ο συνδικαλιστής που αδιαφορεί ή κινητοποιείται μόνο για τους «δικούς του» ή τον απασχολούν μόνο τα «μεγάλα» ζητήματα της πολιτικής δεν διαφέρει σε τίποτε από έναν γραφειοκράτη εργατοπατέρα. Κι ας τονίζει όσο θέλει την ταξική του αναφορά.

Πρωτοβάθμια Συνδικάτα, Αθήνα, 20/3/2010      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου