Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

Είναι το 2011 η καταληκτική χρονιά για την Ελληνική Οικονομία;




Του Δημήτρη Καζάκη

Η επίσημη πτώχευση της Ελλάδας είναι πλέον προ των πυλών. Το καθεστώς της χρεοκοπίας που έχει επιβληθεί με το μνημόνιο και κυρίως τη δανειακή σύμβαση του Μαΐου, έχει προετοιμάσει ήδη το έδαφος για την επίσημη πτώχευση. Το ερώτημα που μένει να απαντηθεί είναι πότε και με ποιους όρους θα συμβεί αυτή η επίσημη πτώχευση, αν θα είναι «ελεγχόμενη» ή όχι και ποιος θα είναι εκείνος που θα την επιβάλει. Το ΔΝΤ και οι ΗΠΑ μονομερώς, ή η Γερμανία και η ευρωζώνη σε συνεργασία με το ΔΝΤ; Αυτόν τον καυγά βλέπουμε να έχει φουντώσει από την επομένη των εκλογών, με ανταλλαγή επιτιμητικών δηλώσεων ανάμεσα στις δυο πλευρές και τον κ. Παπανδρέου να ταλαντεύεται πότε προς τη μια και πότε προς την άλλη μεριά. Άλλωστε ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του είναι απλοί παρατηρητές στην υπηρεσία εντολών άνωθεν και έξωθεν.
Αυτό που σίγουρα γνωρίζουμε είναι ότι πρόκειται για αναδιάρθρωση του χρέους με ένα ελάχιστο «κούρεμα» και μια πιθανή αναστολή πληρωμής μέρους των τόκων ή των χρεολυσίων για ένα διάστημα, ώστε να μπορέσει η χώρα να βγει σχετικά άμεσα στις διεθνείς αγορές με σκοπό να ξαναδανειστεί για να συνεχίσει να πληρώνει τα δανεικά της. Η αναδιάρθρωση αυτή θα συνοδευτεί από ενέσεις ρευστότητας είτε από τα χρηματοδοτικά προγράμματα του ΔΝΤ, είτε από το ΔΝΤ σε συνδυασμό με την ΕΚΤ, ώστε να φανεί ότι η χώρα – τουλάχιστον για ένα μικρό διάστημα – ανακουφίζεται από τα βάρη της. Φυσικά η αναδιάρθρωση δεν θα ονομαστεί έτσι, αλλά με κάποιον άλλο εύσχημο τρόπο που δεν θα παραπέμπει στην έννοια της πτώχευσης.

Όμως, όπως κι αν ονομάσουν την όλη διαδικασία, όπως κι αν την εμφανίσουν, θα πρόκειται για επίσημη πτώχευση. Με ότι αυτό σημαίνει για τους εργαζόμενους, τους συνταξιούχους, τα λαϊκά στρώματα γενικά και την κατάσταση της χώρας, η οποία θα παραδοθεί επισήμως στους δανειστές, δίχως την ανάγκη μνημονίου και δανειακής σύμβασης. Αυτό που ελπίζουν οι επίδοξοι διεθνείς επιβήτορες της χώρας είναι να κατορθώσουν να κάνουν την πτώχευση «ελεγχόμενη» με τις μικρότερες δυνατές απώλειες για τους δανειστές, το ευρώ και τα μεγαλύτερα επενδυτικά κεφάλαια. Πράγμα καθόλου βέβαιο με βάση την εξαιρετικά ασταθή κατάσταση των διεθνών αγορών κεφαλαίου.
Το διάστημα αυτό οι τραπεζικοί όμιλοι και τα επενδυτικά κεφάλαια σε Ευρώπη και ΗΠΑ συναγωνίζονται μαζί με τις κυβερνήσεις των χωρών τους για το καλύτερο πρόγραμμα αναθεώρησης, επιμήκυνσης και αναδιάρθρωσης του χρέους της Ελλάδας. Εν τω μεταξύ η Eurostat και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε αυτό που γνώριζαν όλοι οι οικονομικοί αναλυτές ήδη από τους πρώτους μήνες του χρόνου, ότι το κρατικό έλλειμμα φτάνει στο 15,4%. Ο λόγος της αναπροσαρμογής του κρατικού ελλείμματος δεν οφείλεται στο γεγονός ότι ανακάλυψαν ξαφνικά κάποιες καινούργιες τρύπες στην οικονομική διαχείριση. Όλοι γνώριζαν ότι συμπεριλαμβανομένων των ελλειμμάτων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αλλά και των ασφαλιστικών ταμείων, το κρατικό έλλειμμα κινείται σε αρκετά υψηλά επίπεδα.
Όμως το πιο σημαντικό απ’ όλα είναι η αποκάλυψη του πραγματικού μεγέθους της χρεοκοπίας της χώρας. Με την αναπροσαρμογή το δημόσιο χρέος της χώρας για το 2009 αυξήθηκε στο 127% του ΑΕΠ. Ενώ για το 2010 προβλέπεται ότι το δημόσιο χρέος θα έχει ξεπεράσει το 148% του ΑΕΠ! Σύμφωνα με τις αρχικές προβλέψεις του μνημονίου το χρέος της γενικής κυβέρνησης για το 2010 θα πρέπει να ήταν στο 127,3 και το συνολικό χρέος να πλησίαζε το 140%. Αντίστοιχα, σύμφωνα πάντα με τις αρχικές προβλέψεις του μνημονίου, το 2011 αναμενόταν το χρέος της γενικής κυβέρνησης στο 139,2% με το συνολικό δημόσιο χρέος στο 153%. Αντί γι’ αυτό στο  τέλος του δεύτερου χρόνου εφαρμογής του προγράμματος, το 2011, η κυβέρνηση προβλέπει ότι το συνολικό χρέος του δημοσίου θα έχει εκτιναχθεί στα 362,2 δις. ευρώ, δηλαδή σε ποσοστό 158,6% του ΑΕΠ. Σε δύο χρόνια εφαρμογής του προγράμματος, δηλαδή, το ΑΕΠ θα έχει μειωθεί κατά 6,6 δις. ευρώ και το χρέος θα έχει εκτοξευθεί κατά 63,7 δις. ευρώ! Ενώ για το 2011 οι δανειακές ανάγκες του δημοσίου θα φτάσουν στα 69,5 δις ευρώ με πρόβλεψη ο μηχανισμός στήριξης να διαθέσει τα 46,5 δις ευρώ. Τα υπόλοιπα προβλέπει η κυβέρνηση να τα βρει μέσω του βραχυπρόθεσμου δανεισμού, που θα εκτινάξει σημαντικά το κόστος δανεισμού.
Κανείς δεν τολμά να προβλέψει τι θα γίνει τα επόμενα χρόνια. Ούτε η κυβέρνηση, ούτε η τρόικα. Φαίνεται να υπάρχει μια σιωπηρή συμφωνία ότι το 2011 είναι η καταληκτική χρονιά για την ελληνική οικονομία και τη χώρα. Τα παραμύθια τελείωσαν. Το δημόσιο χρέος αποδεικνύεται ότι είναι αδύνατον να αντιμετωπιστεί και η εφαρμογή του μνημονίου έκανε την κατάσταση πολύ χειρότερη. Αποδείχτηκε ότι ο πιο σίγουρος δρόμος για την επίσημη πτώχευση της χώρας είναι η πιστή εφαρμογή του μνημονίου.
Κι αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο. Το μνημόνιο και η δανειακή δεν επιβλήθηκαν στη χώρα για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα του χρέους. Όλοι ήξεραν από την αρχή ότι το δημόσιο χρέος της χώρας ήταν και παραμένει εκτός ελέγχου. Ήξεραν εξαρχής ότι ήταν αδύνατο η χώρα να συνεχίσει να πληρώνει τα χρέη της. Για να εξασφαλίσουν τα λεφτά τους οι διεθνείς τοκογλύφοι θα έπρεπε αφενός να βάλουν χέρι στα «ασημικά του σπιτιού» και αφετέρου να φέρουν τη χώρα σε θέση να βγει ξανά στις αγορές για να δανείζεται προκειμένου να συνεχίσει να τους πληρώνει. Γι’ αυτό και ακολούθησαν την κλασική τακτική του τοκογλύφου. Επέβαλαν μια αμείλικτη επιχείρηση σοκ και δέος εναντίον των εργαζομένων της χώρας με απανωτά μέτρα ενάντια στο λαϊκό εισόδημα, στο βιοτικό και εργασιακό επίπεδο του λαού, ώστε να τον φέρουν σε κατάσταση απόγνωσης. Ο λόγος είναι απλός. Όσο περισσότερο τα λαϊκά στρώματα βυθίζονται στην αβεβαιότητα της καθημερινής επιβίωσης, τόσο πιο εύκολα θα αποδεχτούν αυτό που έχει σιγά-σιγά ξεκινήσει: το συνολικό ξεπούλημα της χώρας.
Το επιχείρημα είναι απλό. Όταν οι τοκογλύφοι οδηγούν μια οικογένεια στην απόγνωση, τότε της ρίχνουν την ιδέα για το «χτηματάκι της ρεματιάς» που αν τους το δώσει μπορεί να ρεφάρει ένα μέρος από χρέη. Πόσο μάλλον αν πουλήσει ότι πιο πολύτιμο διαθέτει. Έτσι καθώς οι πολιτικές άγριας λιτότητας και δραστικών περιορισμών οδηγούν μαζικά την κοινωνία στην απελπισία και την απόγνωση, αρχίζουν σιγά-σιγά να εμφανίζονται οι διάφοροι καλοθελητές που έχουν έτοιμη τη λύση. Ξαφνικά ανακαλύπτουν ότι η Ελλάδα είναι πλούσια, πολύ πλούσια. Έχει μια «αναξιοποίητη» δημόσια περιουσία που εκτιμάται γύρω στα 300 δις ευρώ. Έχει επίσης πολύτιμο ορυκτό πλούτο, από πετρέλαια έως ουράνιο. Έχει ήλιο, αέρα, θάλασσα και φυσικά πολλά νησιά, επίσης «αναξιοποίητα». Έχει επίσης και μια πολύ σημαντική γεωστρατηγική θέση. Γιατί λοιπόν να μην τα χρησιμοποιήσει όλα αυτά για να ξεχρεώσει; Κι έτσι το δίλλημα που αρχίζει να τίθεται από πολλές μεριές στον απλό κόσμο είναι: Ή θα χάσεις ότι μισθούς και συντάξεις σου έχουν απομείνει, ή θα βγάλουμε στο σφυρί τη δημόσια περιουσία, το φυσικό και ορυκτό πλούτο και γενικά τα «συγκριτικά πλεονεκτήματα» της χώρας.
Αυτό που δεν αντιλαμβάνονται πολλοί είναι ότι με το ξεπούλημα ο εργαζόμενος δεν πρόκειται να σώσει ούτε τη δουλειά του, ούτε τον μισθό και την σύνταξή του. Αντίθετα θα χάσει τα πάντα, μαζί και τη χώρα του, προκειμένου να μετατραπεί σε σύγχρονο «κούλη».
Μπορεί να συνεχιστεί έτσι αυτή η κατάσταση; Και βέβαια όχι. Διότι η πηγή του προβλήματος, ο κύριος λόγος που οδηγηθήκαμε στην υπερχρέωση και τη χρεοκοπία, δεν είναι το κρατικό έλλειμμα ούτε η «έλλειψη εμπιστοσύνης των αγορών». Η κύρια πηγή του δημόσιου χρέους είναι τα παραγωγικά και εξωτερικά ελλείμματα της ελληνικής οικονομίας, τα οποία τη δεκαετία του ευρώ εκτινάχθηκαν στα ύψη και δημιούργησαν αυτό που επίσημα αποκαλείται «κρίση ανταγωνιστικότητας» της ελληνικής οικονομίας.

Τι λέει η έκθεση του ΟΗΕ για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη

Ωστόσο το πρόβλημα δεν βρίσκεται μόνο στο γεγονός ότι το ευρώ δημιούργησε συνθήκες παραγωγικής αποσύνθεσης της οικονομίας και δημοσιονομικής χρεοκοπίας. Βρίσκεται επίσης στο γεγονός ότι με το ευρώ και την Ε.Ε. η χώρα έχασε όλα εκείνα τα εργαλεία οικονομικής πολιτικής που χρειάζεται για να αντιμετωπίσει μια ύφεση, και μάλιστα μια κρίση χρέους.
Σ' αυτό έγκειται και το σημερινό αδιέξοδο της χώρας. Ειδικά σε μια περίοδο που η Ε.Ε. έχει μετατραπεί στο επίκεντρο της παγκόσμιας κρίσης. Αυτό πλέον είναι κοινό «μυστικό» σε όλους τους φορείς που παρακολουθούν την παγκόσμια οικονομία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η τελευταία έκθεση «Trade and development report», 2010, της United Nations Conference on Trade and Development (ΟΗΕ), που δημοσιοποιήθηκε στις 14/9 φέτος. Σ’ αυτήν επισημαίνεται ότι «η κρίση της Ευρώπης δηλώνει πως το σημερινό καθεστώς πολιτικής της Ευρωζώνης είναι πολύ πιθανό να μην μπορεί να διατηρηθεί και ότι οι ασυντόνιστες εθνικές πολιτικές των κρατών - μελών βρίσκονται σε πορεία σύγκρουσης.
Κυρίως γι’ αυτούς τους λόγους η Ευρώπη είναι σήμερα το παγκόσμιο θερμό επίκεντρο της αστάθειας και της απόκλισης. Αφού ξεκίνησε από τις Ηνωμένες Πολιτείες, η παγκόσμια κρίση έχει τώρα επικεντρωθεί στην Ευρώπη και η περιφέρεια αυτή επιβραδύνει την παγκόσμια ανάκαμψη λόγω της σημασίας της στο παγκόσμιο εμπόριο». Ενδιαφέρον όμως έχει το τι εντοπίζει η συγκεκριμένη έκθεση ως προς τους παράγοντες που συντέλεσαν καθοριστικά στην ελληνική κρίση:

«Ως μέλος της Ευρωζώνης, η Ελλάδα έχει ουσιαστικά παραχωρήσει όλα τα μακροοικονομικά εργαλεία πολιτικής που εν δυνάμει θα μπορούσαν να την βοηθήσουν να αντιμετωπίσει την παρούσα κρίση.

Πρώτον, λόγω των περιορισμών που επιβλήθηκαν από τις συνθήκες της Ε.Ε. και το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, όπως επίσης και τις ογκούμενες πιέσεις από τους Ευρωπαίους εταίρους και τις χρηματοπιστωτικές αγορές, η ελληνική κυβέρνηση εφάρμοσε δρακόντεια μέτρα δημοσιονομικής λιτότητας – το ακριβώς αντίθετο απ’ αυτό που ήταν δικαιολογημένο, δηλαδή μια αντικυκλική δημοσιονομική πολιτική.

Δεύτερον, ενώ απαγορευόταν η παροχή οποιασδήποτε νομισματικής υποστήριξης στο ελληνικό δημόσιο ταμείο, η Κεντρική Τράπεζα της χώρας δεν είναι επίσης σε θέση να υποστηρίξει την οικονομία ή το τραπεζικό σύστημα.

Τρίτον, δεν είναι πια δυνατή η αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας της χώρας μέσα από την υποτίμηση της ονομαστικής αξίας του νομίσματός της. Αυτός ο τελευταίος περιορισμός θέτει την Ελλάδα σε ακόμα χειρότερη θέση από τις αναπτυσσόμενες οικονομίες και τις αναδυόμενες αγορές που έχουν αντιμετωπίσει ανάλογες χρηματοπιστωτικές κρίσεις...

Όχι μόνο μια καθορισμένη διαδικασία υποτίμησης μισθών και τιμών είναι πολύ περισσότερο επίπονη από μια νομισματική υποτίμηση, αλλά ένα πρόσθετο πρόβλημα προκύπτει από το γεγονός ότι, ενώ οι τιμές και τα τρέχοντα εισοδήματα πέφτουν κατ’ αυτή τη διαδικασία, η αξία του χρέους... παραμένει αμετάβλητη, ώστε η πραγματική επιβάρυνση του χρέους να αυξάνεται».
Το γεγονός ότι εντός της ευρωζώνης και της Ε.Ε. η Ελλάδα βρίσκεται σε χειρότερη θέση από οποιαδήποτε άλλη χώρα του «Τρίτου Κόσμου» αντιμετώπισε κρίση χρέους ανάλογη με τη δική μας, έχει οδηγήσει στο σημερινό αδιέξοδο. Κι αυτό ανεξάρτητα από την επιβολή του μνημονίου, που έτσι ή αλλιώς είναι ο μόνος σίγουρος δρόμος για την επίσημη πτώχευση της χώρας.
Δεν είναι όλοι που αντιλαμβάνονται την κρισιμότητα της κατάστασης, ούτε τη σημασία του καθεστώτος της χρεοκοπίας. Αδυνατούν να αντιληφθούν ότι στην εποχή των διεθνών αγορών κεφαλαίου με διαστάσεις που κάνουν τα κράτη ακόμη και τα πιο μεγάλα να ωχριούν, οι πόλεμοι, οι κατακτήσεις και οι υποδουλώσεις λαών και χωρών δεν γίνονται τόσο με πολιτικοστρατιωτικά μέσα, αλλά πρωτίστως με οικονομικά. Όποιος δεν μπορεί να αντιληφθεί αυτή την πραγματικότητα, τότε αδυνατεί να κατανοήσει σε ποια κατάσταση βρισκόμαστε.
Επομένως κάνε άλλο ζήτημα σήμερα δεν είναι πιο άμεσο, επείγον και πιο σημαντικό από το να απαντήσει κανείς άμεσα και πρακτικά το ερώτημα:

Τι κάνουμε με το δημόσιο χρέος;

Όσο κι αν αποφεύγουν να απαντήσουν οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις, όσο κι αν η αντιπολίτευση αναζητά διέξοδο σ’ έναν ανούσιο, ανέξοδο και ατελέσφορο «αντιμνημονιακό» αγώνα, το ερώτημα αυτό θα συνεχίζει να στοιχειώνει όλους μας και τη χώρα μαζί. Και σ’ αυτό το ερώτημα – δυστυχώς ή ευτυχώς – δεν υπάρχουν πολλές απαντήσεις. Ή το πληρώνεις ή δεν το πληρώνεις! Μέσος δρόμος δεν υπάρχει.
Η απάντηση στο ζήτημα του δημόσιου χρέους δεν είναι οικονομική, αλλά πρωτίστως πολιτική. Κι αυτό το λένε όλοι οι επιφανείς μελετητές του ελληνικού δημόσιου χρέους από την εποχή του μεσοπολέμου ακόμη. Όταν ο Ξεν. Ζολώτας έγραφε το 1931 ότι ο περιορισμός της υφιστάμενης δανειακής επιβάρυνσης της Ελλάδος «δεν είναι επιστημονικόν πρόβλημα, αλλ’ αποτελεί ζήτημα επιδεξίου χειρισμού, επιτυχών διαπραγματεύσεων και ευνοϊκών συνθηκών εις την διεθνήν αγοράν κεφαλαίου,» γνώριζε πολύ καλά ότι η αντιμετώπιση του δημόσιου χρέους είναι πρωτίστως ζήτημα συσχετισμού δύναμης στις διεθνείς αγορές και αποφασιστικότητας μιας χώρας να τα βάλει με τους ισχυρούς. Επιπλέον την εποχή εκείνη για να υποστηρίξει κανείς την ακύρωση των χρεών στην υπερχρεωμένη Ελλάδα του Ελευθερίου Βενιζέλου που βάδιζε ολοταχώς προς την επίσημη χρεωκοπία του 1932, δεν ήταν εύκολο πράγμα. Η επίκληση του προφανούς, δηλαδή της ακύρωσης του χρέους, αποτελούσε ιδιωνυμικό αδίκημα στην Ελλάδα. Και μόνο η διατύπωση αυτής της πρότασης αρκούσε για να χάσει κάποιος σαν τον Ξ. Ζολώτα την καθηγητική του έδρα και να συρθεί στα δικαστήρια με το ιδιώνυμο. Και μόνο η αναφορά στην άρνηση του δημόσιου χρέους αποτελούσε προσβολή εναντίον των «εθνικών συμφερόντων», που τότε όπως και σήμερα ταυτίζονταν με τα συμφέροντα των χρηματιστών, των τοκογλύφων και των μεγάλων δυνάμεων που τους στήριζαν στις απαιτήσεις τους έναντι της χώρας. Η χρεωκοπία του 1932, η καταστροφή και ο φασισμός που την ακολούθησε αποτέλεσε την αναπόδραστη συνέπεια των κυρίαρχων πολιτικών που αρνήθηκαν την μονομερή ακύρωση των χρεών της χώρας.
Η ιστορία έχει δείξει επανειλημμένα ότι ο δρόμος που οδηγεί αναγκαστικά σ’ αυτήν την κατάληξη είναι εκείνος που ξεκινά με την πεποίθηση ότι μπορεί να τα βρει κανείς με τους δυνατούς μέσα από διαπραγματεύσεις και προσαρμογές στις απαιτήσεις τους. Ενώ ο μόνος δρόμος, όσο δύσκολος κι αν φαντάζει, όσο επίπονος ή αντίξοος κι αν είναι, που μπορεί να αποτρέψει την καταστροφή για το λαό και τη χώρα, είναι να κάνουμε το ανήκουστο: να αρνηθούμε το χρέος και να τα βάλουμε με τους δυνατούς βασισμένοι στη δύναμη ενός ρωμαλέου πλειοψηφικού λαϊκού κινήματος. Η ιστορία δεν έχει δείξει άλλον δρόμο. Όσο κι αν διάφοροι κατά καιρούς ονειρεύονταν «μέσους δρόμους», ή «μέσες λύσεις».
Για να προσεγγίσει ορθά κανείς το πρόβλημα της χρεωκοπίας και του δημόσιου χρέους οφείλει να ξεκαθαρίσει από ποια σκοπιά το αντιλαμβάνεται. Αν ξεκινά από τη σκοπιά των δανειστών και το μόνο που τον απασχολεί είναι τι μπορεί να πετύχει μέσα από μια συμφωνία μαζί τους, τότε είναι λογικό να τον απασχολεί το ύψος του δημόσιου χρέους στο ΑΕΠ και το επιτόκιο δανεισμού. Όμως ο δανειστής δεν νοιάζεται για το πού θα βρεθούν τα λεφτά για να εξυπηρετηθεί το χρέος, ούτε τον ενδιαφέρει αν προέρχονται από το υστέρημα του λαού και της οικονομίας. Γι’ αυτό και το κριτήριο όλων εκείνων που μιλάνε για αναδιάρθρωση με «κούρεμα» του δημόσιου χρέους είναι η υφιστάμενη υποχώρηση της τρέχουσας αξίας των ελληνικών ομολόγων στην αγορά. Δηλαδή τι μπορεί ή τι δέχεται να χάσει ο δανειστής. Τίποτε περισσότερο.
Όλοι οι αναλυτές που μιλάνε για ρύθμιση του χρέους μέσα από μια μείωσή του της τάξης του 10, 20, 30, 40, 50%, ανάλογα από το τι θα βγάλει η διαπραγμάτευση με τους ομολογιούχους, μένουν απλά σε εικασίες και ανέξοδες προβλέψεις. Κανένας όμως από αυτούς δεν μπήκε στον κόπο να υπολογίσει και να μας πει πόση εξυπηρέτηση χρέους μπορεί να αντέξει η ελληνική οικονομία και ο κρατικός προϋπολογισμός στην παρούσα κατάστασή τους. Πόση εξυπηρέτηση χρέους μπορούν να αντέξουν χωρίς να οδηγηθούμε στη λιτότητα, τις περικοπές και τα ξεπουλήματα αφενός και αφετέρου στον φαύλο κύκλο ενός νέου δανεισμού; Κανείς, εξ όσων γνωρίζω, δεν έχει μπει στον κόπο να κάνει και να μας παρουσιάσει τέτοιους υπολογισμούς.
Κι όμως η ουσία του όλου ζητήματος είναι ακριβώς εκεί. Πώς μπορούμε να αποφασίσουμε πόσο δημόσιο χρέος στο ΑΕΠ είναι σε θέση να αντέξει η ελληνική οικονομία και ο κρατικός προϋπολογισμός, αν δεν βρούμε πρώτα το μέγεθος της εξυπηρέτησης στο οποίο μπορούν να ανταποκριθούν χωρίς να συνθλίβουν τα λαϊκά εισοδήματα, να συμπιέζουν την εσωτερική αγορά, να περικόπτουν διαρκώς κρίσιμες δαπάνες για την κοινωνία και την οικονομία; Ο λόγος που δεν το κάνουν αυτό όσοι μιλούν για αναδιάρθρωση με «κούρεμα» είναι γιατί πολύ απλά δεν τους καίγεται καρφί. Νοιάζονται μόνο για τη «χασούρα» των δανειστών, αν δεν είναι πράκτορες των συμφερόντων τους. Γι’ αυτό και μιλάνε για το τι είναι «δίκαιο» να περικοπεί από το δημόσιο χρέος και τι δεν είναι με βάση μια πιθανή συμφωνία μαζί τους. Κουβέντα για το αν η όποια «δίκαιη» συμφωνία τους μπορεί να εξυπηρετηθεί από την ελληνική οικονομία και το κράτος χωρίς να γυρίσουμε ξανά μανά στα ίδια: λιτότητα και πάλι λιτότητα, μαζί με νέα δάνεια για να πληρωθούν τα παλιά δάνεια.

Τι ακριβώς συμβαίνει σήμερα

Για να γίνει κατανοητό αυτό που λέμε, ας δούμε τα υπάρχοντα στοιχεία. Από πού προκύπτει ότι η χώρα έχει οδηγηθεί σε χρεωκοπία; Όπως είπαμε από το βάρος της ετήσιας εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους. Οι δυο πιο συνήθεις δείκτες με βάση τους οποίους μετριέται αυτή η επιβάρυνση είναι συγκρινόμενη με τις εισπράξεις από τις εξαγωγές της οικονομίας και με το σύνολο των δημοσίων εσόδων. Έτσι το 2009 με συνολική εξυπηρέτηση δημόσιου χρέους 84 δις ευρώ, οι εισπράξεις από τις εξαγωγές (εμπορεύματα + υπηρεσίες) ανήλθαν σε 42,2 δις ευρώ, ενώ το σύνολο των δημοσίων εσόδων στα 55,5 δις ευρώ. Με άλλα λόγια η συνολική εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους ανήλθε σχεδόν στο διπλάσιο των εισπράξεων από τις εξαγωγές της χώρας και σχεδόν στο 150% των δημοσίων εσόδων.
Αν τώρα πάρουμε τις αντίστοιχες εκτιμήσεις για ολόκληρη τη δεκαετία του 2000-2009, τότε τι έχουμε; Με συνολική εξυπηρέτηση 450 δις ευρώ περίπου, είχαμε για την ίδια περίοδο σύνολο δημοσίων εσόδων γύρω στα 477 δις ευρώ. Έτσι η συνολική εξυπηρέτηση του τρέχοντος δημόσιου χρέους ανήλθε στο 94% του συνόλου των δημοσίων εσόδων της δεκαετίας. Την ίδια περίοδο το σύνολο των εισπράξεων της ελληνικής οικονομίας από τις εξαγωγές της (εμπορεύματα + υπηρεσίες) ανήλθαν σχεδόν στα 400 δις ευρώ. Επομένως η εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους ανήλθε στο 112% των εισπράξεων από το σύνολο των εξαγωγών της δεκαετίας. Με αυτούς τους δείκτες εξυπηρέτησης το δημόσιο χρέος στο τέλος της δεκαετίας (31/12/2009) έφτασε να είναι περίπου 300 δις ευρώ, ή το 125% του ΑΕΠ.
Πόσο πρέπει να κατέβει η συνολική εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους ώστε να πάψει αφενός η λιτότητα και αφετέρου να σπάσει ο κύκλος του νέου δανεισμού; Κανείς δεν έχει απαντήσει σ’ αυτό το ερώτημα απ’ όσους μιλάνε για αναδιάρθρωση του χρέους με «κούρεμα», ή για διαγραφή μεγάλου μέρους του χρέους. Στη δεκαετία του ’80 οι μελέτες για το χρέος είχαν δείξει ότι μια οικονομία του επιπέδου των χωρών της Λατινικής Αμερικής, όπως Χιλή, Αργεντινή, Βραζιλία, Μεξικό, μπορεί να αντέξει μια εξυπηρέτηση της τάξης του 10% έως 20% επί των εξαγωγών. Αν πάρουμε αυτό το μέτρο και το εφαρμόσουμε στην ελληνική οικονομία με βάση τα δεδομένα της τελευταίας δεκαετίας, θα διαπιστώσουμε τα εξής: Για να κατέβει η εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους στο 20% επί των εισπράξεων από τις εξαγωγές, θα πρέπει το συνολικό δημόσιο χρέος να πέσει στο 22% του ΑΕΠ από 125% που ήταν στο τέλος του 2009. Για την εξυπηρέτηση αυτού μειωμένου δημόσιου χρέους θα απαιτείται το λιγότερο ένα 4% του ετήσιου ΑΕΠ με την προϋπόθεση ότι οι ρυθμοί μεταβολής του θα είναι τουλάχιστον οι ίδιοι της τελευταίας δεκαετίας.
Που θα βρεθεί αυτό το 4% του ετήσιου ΑΕΠ; Είτε μέσα από ένα πλεόνασμα του κρατικού προϋπολογισμού, το οποίο κάθε χρόνο θα πρέπει να είναι τουλάχιστον τόσο. Είτε, στην περίπτωση κρατικού ελλείμματος, μέσα από νέο δανεισμό, ο οποίος για να μην οδηγήσει σε έναν νέο φαύλο κύκλο υπερχρέωσης θα πρέπει να πληροί δυο θεμελιώδεις προϋποθέσεις: Αφενός, να γίνεται σε εθνικό νόμισμα και όχι σε ξένο σκληρό συνάλλαγμα, όπως είναι το ευρώ, ή άλλο παγκόσμιο νόμισμα από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίου. Κι αφετέρου, να αντλείται από την εσωτερική αγορά όπου η εθνικοποίηση των μεγαλύτερων τραπεζών που κατέχουν τον βασικό όγκο της αγοράς, αλλά και της κεντρικής τράπεζας, εξασφαλίζει την ρύθμιση των επιτοκίων σε χαμηλά επίπεδα.
Αν επιχειρήσει κανείς να ανεβάσει τον πήχη στο 40% του υπάρχοντος δημόσιου χρέους, τότε θα πρέπει να εξασφαλίζει γύρω στο 8% ετήσια από το ΑΕΠ της χώρας για την εξυπηρέτησή του. Με την προϋπόθεση βέβαια ότι το ΑΕΠ γνωρίζει ρυθμούς μεταβολής τουλάχιστον της προηγούμενης δεκαετίας. Βέβαια η άντληση αυτού του 8% από τον κρατικό προϋπολογισμό, ή από την εγχώρια τραπεζική αγορά, μάλλον θα αποτελέσει πρόβλημα έστω και κάτω από τις καλύτερες συνθήκες. Όποια σενάρια υπολογισμών και να κάνει κανείς σε παρόμοια συμπεράσματα θα καταλήξει.
Για να μπορέσει η εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους της χώρας να πέσει σε τόσο χαμηλά επίπεδα ώστε να είναι υποφερτή για την οικονομία και τον προϋπολογισμό, χωρίς λιτότητες, περικοπές ζωτικών δαπανών και ξεπουλήματα, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να πληροί τις εξής βασικές προϋποθέσεις:
 Πρώτο: Μονομερής διαγραφή άνω του 80% του υπάρχοντος δημόσιου χρέους.
Δεύτερο: Έξοδος από το ευρώ και εισαγωγή εθνικού νομίσματος.
Τρίτο: Εθνικοποίηση των μεγάλων τραπεζών με πρώτη την Τράπεζα της Ελλάδος.
Σε κάθε άλλη περίπτωση η χώρα είναι αδύνατον να ξεφύγει από τον φαύλο κύκλο του δημόσιου χρέους, ακόμη κι αν το «κουρέψει» σε μεγάλο ποσοστό. Θα παραμείνει αιχμάλωτη των εξωτερικών και των εσωτερικών ελλειμμάτων και εξαρτημένη από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίου.

Μια ρεαλιστική προσέγγιση

Βέβαια το πραγματικό ερώτημα είναι το εξής: Μπορεί στ’ αλήθεια μια οικονομία με τους πόρους της ήδη κατασπαταλημένους και λεηλατημένους να προχωρήσει γρήγορα σε παραγωγική ανασυγκρότηση, η οποία απαιτεί πολλαπλάσιες επενδύσεις και δαπάνες από το δημόσιο, έχοντας ταυτόχρονα να εξυπηρετεί έστω κι αυτό το 4% ή έστω ένα ακόμη μικρότερο ποσοστό επί του ΑΕΠ; Κατά τη γνώμη μου όχι. Τουλάχιστον για μια δεκαετία η ελληνική οικονομία, αφού πρώτα ξεφύγει από το δόκανο του ευρώ, θα χρειαστεί ότι έχει και δεν έχει από άποψη χρηματοδοτικών πόρων προκειμένου να πετύχει την παραγωγική της ανασυγκρότηση. Όχι μόνο δεν θα της περισσεύει τίποτε, αλλά θα χρειαστεί πρόσθετους πόρους από το εξωτερικό για να εξασφαλίσει τεχνογνωσία, τεχνολογία και εφαρμογές για μια σύγχρονη ανάπτυξη της δικής της παραγωγής.
Εδώ βρίσκεται και η διαφορά της μη αναγνώρισης και άρνησης του χρέους από όλες τις άλλες προτάσεις που επικεντρώνονται απλά στη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του. Δεν μιλάμε φυσικά για τις προτάσεις αναδιάρθρωσης του χρέους με «κούρεμα» και μάλιστα εντός του ευρώ. Αυτές δεν κάνουν τίποτε περισσότερο από το να πρακτορεύουν συγκεκριμένα συμφέροντα των διεθνών δανειστών και των οργάνων τους στο ΔΝΤ, την ΕΕ και την ΕΚΤ. Μιλάμε για προτάσεις που μένουν μόνο στο μέγεθος του δημόσιου χρέους, χωρίς να απαντάνε στο κρίσιμο ερώτημα της εξυπηρέτησης: πόση εξυπηρέτηση μπορεί να σηκώσει η ελληνική οικονομία, ο λαός και τα δημόσια οικονομικά του;
Η διαφορά τους με τη δική μας πρόταση δεν έγκειται όπως παραπλανητικά συχνά λέγεται στο ότι εκείνοι επιζητούν τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους, ενώ εμείς τη διαγραφή ολόκληρου του χρέους. Η αληθινή διαφορά βρίσκεται στο ότι η πρόταση για μη αναγνώριση και άρνηση του δημόσιου χρέους ξεκινά από μια διαφορετική αφετηρία. Ξεκινά από την ανάγκη ανατροπής της σχέσης οφειλέτη-δανειστή υπέρ της χώρας μας. Ξεκινά από την τεκμηρίωση της ανάγκης το κράτος και η χώρα να μην αναγνωρίσει το υπάρχον δημόσιο χρέος, να μην αναγνωρίσει το σύνολο των υποχρεώσεών της, όχι απαραίτητα για να το διαγράψει ολόκληρο, αλλά για να αλλάξει ριζικά τους συσχετισμούς δύναμης με τους δανειστές. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί να επιλέξει η χώρα και ο λαός της ποιο μέρος του χρέους αντέχει να πληρώσει, πότε, υπό ποιες συγκεκριμένες προϋποθέσεις και ποιο το όφελος. Χωρίς να δυναμιτιστεί η προσπάθεια ανασύνταξης και παραγωγικής ανασυγκρότησης της οικονομίας. Χωρίς δηλαδή να πάθει ότι και η Αργεντινή, η οποία ενώ διέγραψε το 70% του χρέους της το 2003 αναγνώρισε τις οφειλές της για το 30%, το οποίο έτσι ή αλλιώς δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει ευθύς εξαρχής. Τώρα σέρνεται ξανά πίσω στο κατώφλι του ΔΝΤ.
Όπως είμαστε σήμερα κάθε επιχείρηση διαπραγμάτευσης του χρέους θα οδηγήσει αναγκαστικά σε όλο και ακόμη μεγαλύτερες πιέσεις, σε χειρότερους εκβιασμούς από τις αγορές και κυρίως από εκείνους τους κερδοσκόπους που ξέρουν πώς να εκμεταλλεύονται χώρα υπό χρεωκοπία και στη διεθνή ορολογία ονομάζονται επενδυτικά κεφάλαια γύπες. Διαπραγμάτευση του χρέους υπό αυτές τις συνθήκες σημαίνει οικιοθελή παράδοση στους γύπες των διεθνών αγορών.
Σ’ αυτήν άλλωστε την αναδιαπραγμάτευση του χρέους σέρνεται και η κυβέρνηση, αφού τσακιστεί κάθε αντίσταση ή αντίρρηση μέσα από το ξεπούλημα της χώρας.

Ποια είναι η λύση;

Αν λοιπόν δεν είναι αυτή η λύση, τότε τι μπορούμε να κάνουμε;
Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο να αλλάξει το οτιδήποτε, δεν μπορεί να υπάρξει άλλη πολιτική, αν δεν αντιμετωπιστεί πρώτα απ’ όλα ο βρόγχος του δημόσιου δανεισμού, αν δεν ξεφύγει η χώρα από τη θανάσιμη λαβή των δανειστών της. Όποιος το αγνοεί αυτό απλά ονειροβατεί, εκτός κι αν είναι αβανταδόρος των τραπεζών και των κερδοσκόπων στην προσπάθειά τους να αποπροσανατολίσουν τον απλό κόσμο.
Μια ριζικά διαφορετική πολιτική που ξεκινά στη βάση των αληθινών συμφερόντων του λαού και της χώρας οφείλει να ξεκαθαρίζει ευθύς εξαρχής τα στοιχειώδη: Το χρέος δεν το δημιούργησε ο λαός.
Τα δανεικά δεν χρησιμοποιήθηκαν προς όφελος του λαού και της χώρας.
Ο δανεισμός χρηματοδότησε τη λεηλασία του τόπου και μια οικονομική και πολιτική ολιγαρχία που σήμερα ρίχνει τη χώρα και τον λαό της στον Καιάδα του ΔΝΤ.
Ο λαός δεν χρωστά, του χρωστάνε. Δεν μπορεί λοιπόν να του ζητιέται να πληρώσει τον «λογαριασμό του χρέους» που άλλοι δημιούργησαν και επωφελήθηκαν από αυτό.
Το αίτημα της άρνησης της πληρωμής του χρέους δεν είναι ένα επαναστατικό ή σοσιαλιστικό μέτρο, αλλά ένα βαθιά λαϊκό δημοκρατικό μέτρο που απαντά όχι μόνο στην αδυναμία της αποπληρωμής του σημερινού δημόσιου χρέους της χώρας, αλλά και στον χαρακτήρα αυτού του χρέους. Δηλαδή στο γεγονός ότι ανήκει – τουλάχιστον κατά 75% – σε διεθνείς κερδοσκόπους και τοκογλύφους κατόχους ομολόγων που δεν μπαίνουν σε καμμιά διαπραγμάτευση εκτός κι αν τους συμφέρει.
Αυτό δείχνει η εμπειρία 286 επίσημων χρεωκοπιών κρατών από το 1824 έως το 2009. Δεν υπήρξε ούτε μια περίπτωση που κάποιο κράτος να ανάγκασε σε συμβιβασμό τους ομολογιούχους του χρέους του μέσα από διαπραγματεύσεις και κραδαίνοντας την απειλή της παύσης των πληρωμών. Δεν υπήρξε ούτε μια περίπτωση που ένα κράτος να μπήκε σε διαδικασία αναδιαπραγμάτευσης του χρέους του και να την έβγαλε καθαρή. Να πέτυχε δηλαδή να απαλλαγεί από τα αρπακτικά που κατέχουν τα ομόλογα του χρέους του. Ούτε μία περίπτωση.
Γι’ αυτό και μου κάνει μεγάλη εντύπωση η ευκολία με την οποία κάποιοι – ακόμη και μέσα στην λεγόμενη ριζοσπαστική αριστερά – διολισθαίνουν στη λογική της αναδιαπραγμάτευσης.
Το καίριο ζήτημα δεν είναι η παύση πληρωμών, αλλά η αναγνώριση η μη του χρέους. Από την στιγμή που θα κάνεις το λάθος να το αναγνωρίσεις, είτε προχωρήσεις σε παύση πληρωμών και διαπραγμάτευση, είτε σε μερική ή ολική διαγραφή του χρέους, την έχεις πατήσει. Γιατί αναγνώριση του χρέους σημαίνει αναγνώριση των έννομων δικαιωμάτων των ομολογιούχων πάνω στη χώρα σου. Σημαίνει ότι τους αναγνωρίζεις το δικαίωμα να σε κυνηγάνε εσαεί για τα ομόλογα που έχουν στα χέρια τους. Σημαίνει ότι απεμπολείς το όπλο του "απεχθούς χρέους" με βάση το διεθνές δίκαιο, καθώς και το θεμελιώδες δικαίωμα του λαού σου στη δική του αυτοδιάθεση και κυριαρχία, η οποία δεν μπορεί να απειλείται από καμμιά ξένη δύναμη, οικονομική, πολιτική, ή στρατιωτική.
Αυτός είναι ο λόγος που, σύμφωνα με την άποψή μου, το κεντρικό ζήτημα της άρνησης της πληρωμής του χρέους δεν είναι η παύση πληρωμών και η διαπραγμάτευση ή μη, η μερική ή ολική διαγραφή του χρέους, αλλά η μη αναγνώριση του χρέους και των υποχρεώσεών του από τον λαό, ως χρέος "απεχθές", ως μοχλός κατάλυσης της κυριαρχίας της χώρας. Από εκεί και πέρα φυσικά μπορεί να δει κανείς κατά περίπτωση τι θα κάνει κατά περίπτωση. Με την προϋπόθεση βέβαια ότι καμιά απαίτηση δεν θα υπονομεύσει την πορεία του λαού, δεν θα υποθηκεύσει το μέλλον του και ούτε θα θέσει τη χώρα υπό καθεστώς ομηρίας.
Τέλος, η άρνηση πληρωμής του χρέους είναι μόνο η αρχή, η αναγκαία αφετηρία για μια άλλη ριζικά διαφορετική πορεία που απαιτεί:

1.    Απαλλαγή της χώρας από το καθεστώς της νέας κατοχής από την ΕΕ και το ΔΝΤ, κατάργηση του άθλιου «μνημονίου» που έχει υπογράψει και νομοθετήσει η κυβέρνηση.
2.    Μονομερής άρνηση της πληρωμής του χρέους ώστε να γλυτώσουμε από την επικείμενη πτώχευση – που προετοιμάζει η «τρόικα» και η κυβέρνηση – και να διασώσουμε μισθούς, συντάξεις και λαϊκές αποταμιεύσεις.
3.    Άνοιγμα όλων των δημόσιων λογαριασμών του κράτους ώστε να δούμε τι έγιναν τα λεφτά, τι κρύβουν οι συμβάσεις δανεισμού και ποιος επωφελήθηκε από αυτές.
4.    Κατάργηση κάθε έννοιας παραγραφής και ασυλίας για όλους όσους διαχειρίστηκαν δημόσιο χρήμα. Με αναδρομική ισχύ. Όποιος, νομικό ή φυσικό πρόσωπο, έβαλε χέρι ή συνέργησε στη λεηλασία του δημόσιου πλούτου θα πρέπει να αντιμετωπίσει τη δικαιοσύνη και η περιουσία του να δημευθεί.
5.    Έξοδο από τη ζώνη του ευρώ. Όσο η χώρα βρίσκεται μέσα στην ΟΝΕ είναι εκτεθειμένη σε κάθε είδους πιέσεις, στους εκβιασμούς και στις επιδρομές της διεθνούς κερδοσκοπίας και λειτουργεί ως αναλώσιμο είδος για τα διευθυντήρια της ευρωζώνης.
6.    Εθνικοποίηση των μεγάλων πιστωτικών ιδρυμάτων, με πρώτη και κύρια την τράπεζα της Ελλάδας, για τον έλεγχο της οικονομίας, τον επαναπροσανατολισμό της πιστωτικής πολιτικής και τον έλεγχο της κίνησης κεφαλαίων. Κατάργηση όλων των μορφών επιχειρηματικής «συγκάληψης», όπως οι υπεράκτιες εταιρείες (offshore), οι εταιρείες συμμετοχών (holding) κοκ.
7.    Ανάδειξη του κράτους σε βασικό μοχλό της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης της χώρας με πρώτη την εθνικοποίηση των παλιών ΔΕΚΟ και υπηρεσιών που ιδιωτικοποιήθηκαν. Ένα κράτος που πρέπει να πάψει να αποτελεί φέουδο μιας παρασιτικής οικονομικής και πολιτικής ολιγαρχίας η οποία σήμερα κυβερνά τη χώρα.
8.    Παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, η οποία δεν θα στηρίζεται σε ξένους και ντόπιους κερδοσκόπους επενδυτές, κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες και μονοπώλια, αλλά στις ανάγκες και στο εισόδημα των εργαζομένων, στη δυναμική και την πρωτοβουλία των ζωντανών παραγωγικών δυνάμεων του τόπου.
9.    Την αλλαγή του μονομερούς προσανατολισμού της χώρας και την απαλλαγή της από τα δεσμά που της έχουν επιβληθεί. Χρειάζεται η χώρα και ο λαός να ανοιχτούν επιτέλους στη διεθνή ζωή, να αξιοποιήσουν δυνατότητες και ευκαιρίες μέσα από την αναζήτηση νέων διεθνών ερεισμάτων, επαφών και σχέσεων με όλους τους λαούς της Ευρώπης και του κόσμου, δίχως ανισότιμες σχέσεις, δίχως καταναγκασμούς, επιβολές και μονοπωλιακές εξαρτήσεις.
Η διάσωση της χώρας δεν μπορεί να επιτευχθεί με τον λαό στον «γύψο» ούτε με «εθνικές» ή «υπερκομματικές» κυβερνήσεις εκφασισμού της πολιτικής ζωής. Η διέξοδος από την κρίση απαιτεί περισσότερη και όχι λιγότερη δημοκρατία.
Απαιτεί τον λαό στο προσκήνιο, όχι θεατή και θύμα των εξελίξεων.
Απαιτεί μια νέα εξουσία με τον λαό στα κέντρα των αποφάσεων και όχι ένα διεφθαρμένο σύστημα κυβερνητικής απολυταρχίας.
Απαιτεί την κατάκτηση της δημοκρατίας μέσα από την αυθεντική κατοχύρωση της λαϊκής κυριαρχίας και της εθνικής ανεξαρτησίας.
Ποιος μπορεί να το κάνει αυτό;
Μόνο αν αφυπνιστεί και κινητοποιηθεί η μεγάλη πλειοψηφία του λαού, των εργαζομένων, των μικρομεσαίων και των νέων μπορεί να αποτραπεί η καταστροφή και χαραχτεί μια άλλη ριζικά διαφορετική πορεία. Είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου του ίδιου του λαού και της χώρας. Αυτή η αφύπνιση δεν μπορεί να είναι υπόθεση ενός κόμματος, ή μιας μόνο πολιτικής παράταξης. Χρειάζεται επειγόντως η δημιουργία ενός μεγάλου κοινωνικοπολιτικού μετώπου ολόκληρου του λαού για τη διάσωση της χώρας ώστε να ξεφύγουμε από το καταθλιπτικό μονόδρομο της καταστροφής, της λεηλασίας και της υπερχρέωσης.
Ένα τέτοιο μέτωπο δεν μπορεί να είναι υπόθεση απλώς και μόνο ορισμένων οργανώσεων, ή κομμάτων, αλλά αφορά όλες τις πολιτικές δυνάμεις που στρατεύονται στην υπόθεση των εργαζομένων, έχει ανάγκη το σύνολο των δυνάμεων του λαού πέρα και πάνω από κομματικές τοποθετήσεις και ιδεολογικές διαφορές.
Είναι το μέτωπο των εργαζομένων, των νέων, των μικρομεσαίων, των αγροτών, του συνόλου του παραγωγικού δυναμικού του λαού για μια ριζικά διαφορετική πορεία.
Είναι μέτωπο για την εθνική κυριαρχία και ανεξαρτησία ενάντια στην μετατροπή της χώρας σε αποικία του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου, ενάντια στο καθεστώς κατοχής από τους οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΔΝΤ και τις ντόπιες κυβερνήσεις των δωσιλόγων.
Ένα τέτοιο μέτωπο για τη σωτηρία της χώρας και την αναγέννηση της μπορεί και πρέπει να υπολογίζει στη συνδρομή των δοκιμαζόμενων λαών των υπολοίπων χωρών της Ευρώπης αλλά και του κόσμου.
Είναι χρέος όλων μας, πρώτα και κύρια όλων των δυνάμεων που θέλουν να μιλούν εξ ονόματος των αδικημένων αυτής της κοινωνίας, να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων και να ανταποκριθούμε στη ζωτική ανάγκη προώθησης ενός τέτοιου μετώπου με σκοπό τη σωτηρία του λαού και την αναγέννηση της χώρας.

Δημοσιεύθηκε στο Hellenic Nexus, τεύχος 47, Δεκέμβριος 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου