Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

Τι ήταν τα Δεκεμβριανά;




Η σημασία κι ο χαρακτήρας της περιόδου από τη σκοπιά της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας

Φέτος έκλεισαν 60 χρόνια ακριβώς από τα Δεκεμβριανά (1944), που ουσιαστικά σηματοδότησαν και την έναρξη του κοινώς λεγόμενου «εμφυλίου πολέμου». Ήδη έχουν γραφεί αρκετά και σίγουρα θα γραφτούν ακόμη περισσότερα για αυτή την περίοδο. Ο όγκος αυτός της βιβλιογραφίας, αλλά και της αρθρογραφίας, φαίνεται από πρώτη ματιά σαν να έχει εξαντλήσει το θέμα, τουλάχιστον ως προς τις βασικές του πλευρές. Τίποτε πιο αναληθές απ’ αυτό. Ίσως να μην υπάρχει ιστορική εποχή που να έχει δεχθεί τόσο ευρεία «ανασκευή» όχι μόνο από την επίσημη ιστορία, αλλά και απ’ τις ιστορικές αναγνώσεις της ίδιας της αριστεράς γενικά. Μια «ανασκευή» που στις μέρες μας γνωρίζει εντυπωσιακή έξαρση. Κι αυτό όχι τυχαία.

 Γιατί έχει σημασία η ιστορία αυτής της περιόδου;

Στην ουσία της η εποχή αυτή αποτέλεσε το λίκνο όχι μόνο της συνολικής μεταπολεμικής οικονομικο-πολιτικής ανασυγκρότησης του ελληνικού εξαρτημένου καπιταλισμού, ο απόηχος της οποίας είναι ζωντανός ακόμη και σήμερα, αλλά και όλων των μεγάλων συγκρούσεων, αντιθέσεων κι αντιπαραθέσεων στο εσωτερικό της αριστεράς και του κομμουνιστικού κινήματος. Από ιστορική άποψη, ολόκληρη η περίοδος, η οποία αρχίζει με τη συγκρότηση και άνδρωση του ΕΑΜ, κορυφώνεται με τα Δεκεμβριανά και κλείνει με τη στρατιωτική ήττα του ΔΣΕ, αποτελεί μια ενιαία κι εντελώς πρωτότυπη εποχή δίχως ανάλογο σ’ ολόκληρη την νεώτερη ιστορία του νεοελληνικού έθνους. Η πρωτοτυπία της βρίσκεται στο γεγονός ότι για πρώτη και μοναδική φορά στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους, τίθεται επί τάπητος με όρους μαζών σε κίνηση, η ανάγκη να λυθεί άμεσα και πρακτικά το πρόβλημα της εξουσίας με τρόπο κοινωνικά, ταξικά και εθνικά ριζικά διαφορετικό. Για πρώτη και μοναδική φορά απ’ την εποχή της επανάστασης του 1821 έχουμε την αληθινή αναγέννηση του νεοελληνικού έθνους σε νέα κοινωνικο-ταξική βάση, δηλαδή την απαρχή ενός νέου έθνους, μιας νέας εθνικής συγκρότησης στο ελληνικό έδαφος με ηγέτιδα δύναμη την εργατική τάξη. Γι αυτό και με μεγάλη επιφύλαξη θα πρέπει να υιοθετούμε την έννοια του «εμφυλίου», ο οποίος στην ελληνική γλώσσα υπονοεί κάποιου είδους «εθνικό διχασμό», δηλαδή τη σύγκρουση ανάμεσα σε εθνικά «φίλιες», ή όμορες δυνάμεις, ή έστω και ταξικά διαφορετικές μερίδες του ίδιου έθνους. Στην πραγματικότητα είχαμε τη γέννηση ενός νέου έθνους μέσα από τα συντρίμμια και τα αποκαΐδια του παλιού κυρίαρχου έθνους, το οποίο μπόρεσε τελικά να αναστηλωθεί με νέους όρους και τελικά να επικρατήσει μόνο μέσα από την αποφασιστική «εξωτερική βοήθεια» Βρετανών και Αμερικανών, δηλαδή μόνο ως άμεσο και άθλιο εξάρτημα των ξένων προστατών του, μόνο ως ένα από τα πιο εκτρωματικά μορφώματα των καθεστώτων εξάρτησης κι υποτέλειας που άρχισαν να οικοδομούν μεταπολεμικά τα νέα αφεντικά του «ελεύθερου κόσμου», οι ΗΠΑ.
Γι αυτό και η ιστορική ανάγνωση της περιόδου αυτής, δεν αφορά μόνο τους ιστορικούς, ούτε σχετίζεται απλά με τα ιστορικά ενδιαφέροντα κάποιου, ούτε φυσικά συνιστά μια μελανή σελίδα στην ιστορία του κινήματος, ή της χώρας, που γέννησε μίση και πάθη από τα οποία θα πρέπει να λυτρωθεί η σημερινή αριστερά και γενικά η πολιτική. Αντίθετα, ο τρόπος που κάποιος προσεγγίζει την πραγματική ιστορία αυτής της περιόδου προδίδει με τον πιο γλαφυρό τρόπο τις αληθινές κοινωνικο-ταξικές του αναφορές και τις πιο άμεσες πολιτικές του εξαρτήσεις, δηλαδή τις «επιταγές» που εξαργυρώνει στο καθημερινό παζάρι της πολιτικής ιδιοτέλειας. Πέρα από όσα προσχήματα, πρόσημα και εύσημα αρέσκεται να αποδίδει στον εαυτό του. Πράγμα που ισχύει όχι μόνο για τους ποικίλους «ερευνητές» του θέματος, αλλά και για τις πολιτικές δυνάμεις, ιδίως στην αριστερά. Αυτός είναι κι ο λόγος που η περίοδος αυτή παρέμεινε και εξακολουθεί να παραμένει στην ημερήσια διάταξη της ιδεολογικο-πολιτικής αναμέτρησης, τόσο με το καθεστώς εξάρτησης και τον εκάστοτε κυρίαρχο συνασπισμό εξουσίας, όσο και στο εσωτερικό της αριστεράς. Κι αυτό γιατί αναδεικνύει με τον πιο σαφή ιστορικά τρόπο το πως αντιλαμβάνεται κάποιος το ζήτημα της εξουσίας, την πορεία και τα αιτήματα της ταξικής πάλης στην ελληνική κοινωνία, όπως και την καθοριστική σημασία όχι μόνο για την προοπτική, αλλά για την ίδια την ύπαρξη της δημοκρατίας σ’ αυτόν τον τόπο, του αγώνα για εθνική αυτοδιάθεση και ανεξαρτησία. Ο τρόπος που κατανοεί κάποιος αυτήν την περίοδο καθόρισε σε μεγάλο βαθμό και συνεχίζει να καθορίζει – ίσως πολύ περισσότερο απ’ ότι παλιότερα – την αληθινή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε λογικές συμβιβασμού με την υποτέλεια, την εξάρτηση, τις κυρίαρχες σχέσεις εξουσίας και όσες λογικές αντιλαμβάνονται ότι τα βασικά αιτήματα του αγώνα εκείνης της εποχής παραμένουν ζωντανά κι απολύτως επίκαιρα.  

Η ιστορία ως διατεταγμένη προκατάληψη

Ο γνωστός Αμερικανός ιστορικός της δεκαετίας του ’50, Ου. Ντουράντ, έλεγε κυνικά: «Η ιστορία είναι κατά το μέγιστο μέρος της απλές υποθέσεις και κατά το υπόλοιπο, προκατάληψη». Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη αυτής της κυνικής ρήσης, απ’ τον τρόπο που ιστορικά προσεγγίστηκε η περίοδος αυτή, ειδικά των Δεκεμβριανών και κατόπιν. Όχι μόνο απ’ την πλευρά των «νικητών του εμφυλίου», αλλά κι απ’ την πλευρά της αριστεράς, όλων των τάσεων. Αυτό που πρυτάνευσε δεν ήταν η ειλικρινής κι έντιμη αναζήτηση της αλήθειας, αλλά η προσπάθεια να δικαιολογηθούν πάση θυσία οι όποιες μετέπειτα προσωπικές, ή συλλογικές πολιτικές επιλογές και καταστάσεις. Έτσι η σύγκρουση στο εσωτερικό της αριστεράς γύρω απ’ την «ιστορική ερμηνεία» αυτής της περιόδου έμεινε ν’ αναπαράγει όχι μόνο βαθιές ψυχώσεις και πικρίες, αλλά πρωτίστως ποικίλες σκοπιμότητες.
Καμμιά κατοπινή αντιπαράθεση εντός και εκτός της αριστεράς για το χαρακτήρα και την αλήθεια της περιόδου αυτής δεν ήταν «αθώα», ούτε οι οξύτατες προστριβές που γέννησε μπορούν να αποδοθούν απλά σε μίση και πάθη. Δεν είναι διόλου τυχαίο το γεγονός ότι αυτοί που περισσότερο απ’ όλους μιλούν για «νηφάλια» και «μακριά από κομματικές διαμάχες» ανάγνωση της ιστορίας, αποτελούν τους πλέον πολιτικά στρατευμένους της ιστορικής απολογητικής. Όλες αυτές οι αντιπαραθέσεις κρύβουν ένα βαθύτερο «μυστικό», προσπαθούν να κρύψουν ένα βαθύτερο «φόβο». Μήπως και η ιστορική έρευνα αναδείξει ότι το επίκεντρο όλων των συγκρούσεων ήταν η πάλη για μια άλλη Ελλάδα, της λαοκρατίας και του σοσιαλισμού. Μήπως και αποδείξει ότι η ίδια η εργατική τάξη, η διανόηση και ο υπόλοιπος λαός είχαν κάνει δική τους προσωπική υπόθεση, όχι απλά τη λύτρωση από τον κατακτητή, αλλά πρωτίστως την ανάγκη της κοινωνικής απελευθέρωσης μέσα από την οικοδόμηση μιας νέου τύπου δημοκρατίας, της λαοκρατίας, δηλαδή μέσα από την κατάκτηση της αληθινής λαϊκής κυριαρχίας, της εθνικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας.
Γι αυτό και γίνεται μια εξαντλητική προσπάθεια να κατανοηθεί ολόκληρη αυτή η περίοδος μέσα από ένα διπλό παραμορφωτικό πρίσμα: Απ’ την μια, μέσα απ’ την λογική της παγκόσμιας συνωμοσίας, όπου δήθεν τα πάντα εκπορεύονταν, όλα τα νήματα κινούνταν από διεθνή κέντρα, στη Μόσχα, το Λονδίνο και την Ουάσινγκτον. Κι απ’ την άλλη, μέσα από μια τυπική και αγοραία εθνικο-πατριωτική λογική, που αντιλαμβάνεται τα πάντα στενά και μόνο μέσα απ’ την σκοπιά ενός κοινότυπου πατριωτισμού, ενός κοινότυπου εθνικού αγώνα ενάντια στους κατακτητές. Οτιδήποτε υπερβαίνει αυτή τη διπλή παραμορφωτική σχηματοποίηση εξοβελίστηκε στο «πυρ το εξώτερο»!
Για να στηριχθεί αυτή η σχηματοποίηση αντλήθηκαν επιχειρήματα ακόμη κι απ’ αυτά τα ίδια τα κατηγορητήρια των εκτάκτων στρατοδικείων, αλλά κι απ’ τα αλήστου μνήμης εγχειρίδια της ασφάλειας περί «αντικομμουνιστικού αγώνος». Πολλοί γράφουν ιστορία γι αυτή την περίοδο όχι ως αληθινοί ερευνητές, αλλά ως σύγχρονοι στρατοδίκες, ασφαλίτες και δήμιοι της ιστορίας. H προσπάθεια αυτού του είδους της ιστοριογραφίας είναι, όπως μας διαφωτίζει ένας παλιός μαιτρ του είδους, ο Τζον Ιατρίδης, ότι «ο Ελληνικός εμφύλιος πόλεμος θα πρέπει να εξεταστεί ως τρεις διακριτές, αλλά στενά συνδεδεμένες φάσεις («γύροι») παρατεταμένης βίας κατά τις οποίες οι κομμουνιστές και οι αντίπαλοί τους πολέμησαν για τον κυρίαρχο έλεγχο του κράτους. Σ’ αυτήν την αναμέτρηση δύναμης, οι εξωτερικοί παράγοντες έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο. Έτσι, στους πρώτους δύο γύρους οι προσπάθειες των Βρετανών πέτυχαν να αφαιρέσουν από τους κομμουνιστές τη νίκη. Στον τρίτο, τη Βρετανία διαδέχθηκαν οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες αντιλήφθηκαν την Ελληνική κρίση ως μια από τις καθοριστικές μάχες του Ψυχρού Πολέμου ενάντια στη Σοβιετική Ένωση. Από τη δική της μεριά η Σοβιετική Ένωση απέφυγε την άμεση ανάμιξη, φοβούμενη μια σοβαρή σύγκρουση με τη Δύση. Ωστόσο, η στάση της, όπως και των δορυφόρων της, ενθάρρυνε την ηγεσία του ΚΚΕ να ελπίζει σε αποφασιστική ξένη διπλωματική και στρατιωτική βοήθεια, η οποία ποτέ δεν υλοποιήθηκε. Ως αποτέλεσμα, ο εμφύλιος πόλεμος κατέληξε με την συντριπτική ήττα των Ελλήνων κομμουνιστών»[1]. Πρόκειται για την απολογητική θεωρία των «τριών γύρων», που πρωτοεμφανίστηκε την εποχή της «απελευθέρωσης» για να εξομοιωθούν ταγματασφαλίτες, δοσίλογοι, κουίσλινγκ και λοιποί «εθνικόφρονες» συνεργάτες του κατακτητή και κατόπιν όργανα των Βρετανών και των Αμερικανών, με τις μαχόμενες λαϊκές δυνάμεις της λαοκρατίας και τους κομμουνιστές. Το μόνο καινούργιο στοιχείο είναι το «ντύσιμο» εκείνης της αρχικής «ταγματασφαλίτικης» εκδοχής με όλα τα τυπικά κλισέ της εξ ΗΠΑ επίσημης «ψυχροπολεμικής» ιστοριογραφίας.
Αυτή η «ταγματασφαλίτικη» οπτική του «εμφυλίου» έγινε προσπάθεια για σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά τον πόλεμο να επιβληθεί στη συνείδηση του ελληνικού λαού, όχι μόνο με όρους μαζικής προπαγάνδας, αλλά κυρίως με άγρια μαζική καταστολή, με διαρκείς μοναρχοφασιστικές εκτροπές μιας από τις πλέον άθλιες «κοινοβουλευτικές δημοκρατίες» της μεταπολεμικής Ευρώπης, με στρατοδικεία, εκτοπίσεις, εκτελέσεις, εξορίες, βασανιστήρια και φυλακίσεις. Ήταν φυσικό επακόλουθο, λοιπόν, η άνοδος της λαϊκής πάλης για τη δημοκρατία να καταχωρήσει αυτή την «ιστορική» οπτική ως την πιο ξεδιάντροπη απολογητική των ντόπιων δημίων του ελληνικού λαού και των ξένων προστατών τους. Σ’ αυτές τις συνθήκες γεννήθηκε μια διαφορετική ιστορική οπτική, που ήθελε από τη μια να ικανοποιήσει το «κοινό περί δικαίου αίσθημα», που ιδίως μετά την μεταπολίτευση δεν μπορούσαν πλέον οι κρατούντες να αγνοούν κι απ’ την άλλη να θολώσει στη λαϊκή συνείδηση την αμεσότητα και την επικαιρότητα των ιστορικών «μηνυμάτων» εκείνης της εποχής. Έτσι η ιστορία καθίζει στο σκαμνί ενός ιδιότυπου ποινικού δικαστηρίου, όπου ο απόμακρος κριτής, ως άλλος αδέκαστος δικαστής, επιμερίζει «ευθύνες» σε ενόχους και μη. Αντί για σοβαρή ιστορική έρευνα σε βάθος, έχουμε τη μακάβρια εξιστόρηση ότι πιο ολέθριου, αιματηρού και άσχημου, ώστε η εποχή να καταδικαστεί συλλήβδην στα πιο μαύρα κατάστιχα της ελληνικής ιστορίας.
Αυτή η ιστορική «ερμηνεία» θεμελιώνεται στην επινόηση δύο σχεδόν απόλυτα διακριτών και οριοθετημένων περιόδων, που αποδίδονται με διαφορετικά χρώματα η καθεμιά. Η πρώτη (1940-1944) είναι η περίοδος της «εθνική αντίστασης», της δήθεν ομόθυμης, πανεθνικής κινητοποίησης ενάντια στον κατακτητή, όπου πρυτανεύει ο ηρωισμός, η μεγαλοσύνη και οι αγνές προσδοκίες του ελληνικού λαού στην πάλη του για την απελευθέρωση της χώρας του. Η δεύτερη (1944-1949) είναι η περίοδος του «εμφυλίου πολέμου», η οποία συνήθως αποδίδεται με τα πιο μελανά χρώματα, όπου οι λαϊκές προσδοκίες συντρίβονται από «κακές ηγεσίες» και «μοιραία λάθη», ο λαός διχάζεται, ο «αδερφός στρέφεται εναντίον αδερφού». Το μεγαλείο και ο θρίαμβος της «εθνικής αντίστασης» μετατρέπεται τελικά στην τραγωδία του «εμφυλίου πολέμου». Ορόσημο για το «πέρασμα» από τη μια περίοδο στην άλλη είναι τα Δεκεμβριανά και η μάχη της Αθήνας που ακολουθεί αμέσως μετά.
Η μεθοδολογία αυτή είναι, από επιστημονική και ιστορική άποψη, πολύ πιο χυδαία ακόμη κι από τη θεωρία των «τριών γύρων», μιας και η τελευταία τουλάχιστον αναγνωρίζει – από τη σκοπιά του δοσιλογισμού – τον ενιαίο κυρίαρχο χαρακτήρα αυτής της περιόδου, που αφορούσε, ιδίως από το 1943 κι έπειτα το ποιος-ποιον στην Ελλάδα της μεταπολεμικής περιόδου. Παρόλα αυτά αναδείχθηκε για λόγους καθαρής πολιτικής σκοπιμότητας σε «επίσημη ιδεολογία» του κράτους, ιδίως μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση. Η «εθνική αντίσταση» αναγνωρίζεται πανηγυρικά, ενώ ο «εμφύλιος πόλεμος» καταδικάζεται στην ιστορική λήθη για να μπει στη θέση του η άνωθεν διατεταγμένη «εθνική συμφιλίωση». Πρώτιστο μέλημα όλης αυτής της επιχείρησης είναι η απόσπαση του «εθνικού» στοιχείου από το «ταξικό» και αντιπαράθεση του πρώτου στο δεύτερο. Από την ιστορική ανάγνωση της περιόδου έπρεπε πάση θυσία να αποβληθούν αναφορές, όπως επανάσταση, αντεπανάσταση, λευκή τρομοκρατία, ξένη επέμβαση, κοκ., ώστε να αντικατασταθούν με τους πολύ πιο «λάιτ» πολιτικά όρους του «εμφυλίου πολέμου».
Το δυστύχημα είναι ότι και η ιστοριογραφία της αριστεράς αποδέχτηκε πλήρως αυτή τη μεθοδολογία. Σ’ αυτό πρωτοστάτησε η «ανανεωτική αριστερά», η οποία από πολύ νωρίς θεωρητικοποίησε την ήττα του κινήματος σε τέτοιο βαθμό, ώστε κατόπιν να δικαιολογεί κάθε πολιτική υποχώρηση, κάθε υποταγή στον κυρίαρχο συνασπισμό εξουσίας, κάθε αποδοχή των κεντρικών επιλογών του ιμπεριαλισμού, ως αναγκαία «αποφυγή παλιότερων λαθών». Οι επίσημες λογικές των «ίσων αποστάσεων», της υστερικής λαθολογίας της ηγεσίας, της δαιμονοποίησης του όντως αρνητικού ρόλου της ΕΣΣΔ, της φετιχοποίησης των «διεθνών συσχετισμών» κορυφής, του εξορκισμού κάθε απόλυτα νόμιμης επιδίωξης για κατάληψη της εξουσίας από το κίνημα, της ιστορικής ποινικοποίησης κάθε προσπάθειας των κομμουνιστών να διατηρήσουν την πολιτική τους αυτοτέλεια και να απαντήσουν στη λευκή τρομοκρατία, αλλά και στην αγριότητα του «μετεμφυλιακού καθεστώτος», οφείλουν πολλά στην «ανανεωτική» ιστοριογραφία. Στην πράξη «αριστερή ανανέωση» της ιστορικής ανάγνωσης αυτής της περιόδου σημαίνει εξίσωση του θύματος με το θύτη, της επανάστασης με την αντεπανάσταση, του λαού και της ηγεσίας του με τους ξενόφερτους εξουσιαστές του. 
Ωστόσο, και η ιστοριογραφία του ΚΚΕ, ιδίως την περίοδο της μεταπολίτευσης, αποδέχεται την κυρίαρχη μεθοδολογία, έστω κι αν προσπαθεί να της δώσει άλλη ιστορική έμφαση. Αυτό γίνεται όχι μόνο λόγω της αφόρητης πίεσης που δέχεται από το επίσημο πολιτικό σύστημα, αλλά και για λόγους καθαρά εσωτερικούς. 

Τι κρύβει η ρετσέτα περί «εμφυλίου πολέμου»;

Η αλήθεια είναι ότι ο αγώνας που ξεκίνησε απ’ την εποχή του ΕΑΜ κι έληξε με τη στρατιωτική ήττα του ’49, δεν ήταν απλά εθνικο-απελευθερωτικός, δεν είχε απ’ την φύση του στενά εθνικά όρια κι ούτε υπάκουε σε συνωμοσίες σκοτεινών, ή άλλων «κέντρων του εξωτερικού». Αυτό που επίσημα αποκαλείται ως «Εθνική Αντίσταση», ούτε «εθνική» ήταν στην ουσία της, παρά μόνο στην μορφή της, ούτε απλά «αντίσταση», αλλά πάλη για μια νέα Ελλάδα της λαοκρατίας και του σοσιαλισμού, στα πλαίσια μιας νέας Ευρώπης, όπου – όπως έγραφε κι ο καθηγητής Δεσποτόπουλος το 1945 – «έπαυσε ουσιαστικά να υπάρχη το κεφάλαιο και η κεφαλαιοκρατία»[1].
Χαρακτηριστική περίπτωση σήμερα είναι του κ. Στάθη Καλύβα, ο οποίος
ηγείται στις ΗΠΑ ενός «ακαδημαϊκού» προγράμματος «μελέτης» των εμφυλίων πολέμων ανά την υφήλιο με στόχο – όπως μας διαφωτίζει ο ίδιος – Δεν υπάρχει τίποτε το πρωτότυπο στην προσπάθεια να εμφανιστούν οι λαϊκοί πόλεμοι, οι πόλεμοι του εξεγερμένου λαού, ως η πιο απεχθής και βάρβαρη μορφή πολέμου. Η προσπάθεια αυτή χρονολογείται από την αρχαιότητα και έχει σχέση με τις εκάστοτε κυρίαρχες πολιτικές σκοπιμότητες. Όπως στην αρχαία αυτοκρατορική Ρώμη Ρωμαϊκή Έτσι και σήμερα

Μια πρωτότυπη παγκόσμια επαναστατική κρίση

Ο 2ος παγκόσμιος πόλεμος γέννησε την μεγαλύτερη παγκόσμια επαναστατική κρίση, που γνώρισε ποτέ η ιστορία των κοινωνικών αγώνων απ’ την εποχή του 1789. Μια τέτοια αληθινά παγκόσμια επαναστατική έκρηξη, υπήρχε έως τότε μόνο στην επιστημονική φαντασία των Μάρξ και Ένγκελς, που την περίμεναν άδικα να ξεσπάσει στα χρόνια τους με επίκεντρο την Ευρώπη, αλλά και σαν απόρροια του επαναστατικού ενθουσιασμού των μπολσεβίκων της πρώτης περιόδου. Είναι χαρακτηριστικό ότι πρακτικά καμμιά χώρα σ’ ολόκληρο τον κόσμο, εμπόλεμη ή μη, δεν έμεινε αλώβητη απ’ αυτή την πρωτόγνωρη επαναστατική θύελλα. Ούτε καν οι ίδιες οι ΗΠΑ, που απ’ τα τέλη του 1943 και τουλάχιστον για μια διετία, ζουν το ισχυρότερο διεκδικητικό απεργιακό, εργατικό κίνημα στην ιστορία τους.
Σ’ όλες τις ηπείρους, μηδεμιάς εξαιρουμένης, έχουμε ιδίως απ’ τα τέλη του 1943, μαζικά επαναστατικά κινήματα, όπου οι κομμουνιστές αν δεν ήταν επικεφαλής, έπαιζαν σοβαρό ρόλο. Εκτός των χωρών που ο κόκκινος στρατός είχε απελευθερώσει, οι κομμουνιστές είχαν αποφασιστική συμμετοχή στις πρώτες μεταπολεμικές κυβερνήσεις 12 επιπλέον χωρών, εκ των οποίων 8 ήταν της Δυτικής Ευρώπης και 2 της Λατινικής Αμερικής. Επιπλέον πολλά αντι-αποικιακά μέτωπα – μ’ αποφασιστική συμμετοχή των κομμουνιστών – είχαν προχωρήσει σ’ εξεγέρσεις κι είχαν επικρατήσει έως τα τέλη του 1945, σ’ ολόκληρη την Ινδοκίνα, τις Φιλιππίνες, την Κορέα, σε μεγάλο μέρος της Κίνας, στην Βορειοανατολική Ινδία, την Ινδονησία, καθώς και σ’ αρκετές χώρες της Αφρικής, συμπεριλαμβανομένης και της Αιγύπτου. Συνολικά την διετία 1944-1945 είχαμε 35 εξεγέρσεις που επικράτησαν, τουλάχιστον σε μια πρώτη φάση, σ’ ολόκληρη την υφήλιο – εκτός απ’ αυτές που προκλήθηκαν απ’ την προέλαση του κόκκινου στρατού.
Το δυστύχημα ήταν ότι ο μόνος που κατανόησε αυτό το σαρωτικό παγκόσμιο επαναστατικό κύμα, ήταν ο ταξικός εχθρός. Είναι χαρακτηριστικές οι αναλύσεις των επιτελών του Αμερικάνικου κατεστημένου αυτής της εποχής, που θεωρούσαν δεδομένη – αργά ή γρήγορα – την μεταπολεμική «παγκόσμια επικράτηση του κομμουνισμού», γι αυτό και συγκέντρωναν την προσοχή τους στην κατεύθυνση της «πάση θυσία καθυστέρησης» μιας τέτοιας εξέλιξης. Κι επειδή θεωρούσαν χαμένη υπόθεση ολόκληρη την Ευρώπη, οργάνωναν την άμυνά τους στα νησιά του Ατλαντικού και του Ειρηνικού. Απ’ αυτή την άποψη είναι χαρακτηριστική μια έκθεση του Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων των ΗΠΑ στις αρχές του 1945, που εκτιμούσε ότι «οι αλλαγές που συμβαίνουν μπορούν να συγκριθούν κατ’ ουσία μ’ αυτές που προκλήθηκαν από την πτώση της Ρώμης απ’ ότι μ’ οποιαδήποτε άλλη αλλαγή συνέβη στα επόμενα χίλια πεντακόσια χρόνια»[2]. Για τους επιτελείς του Αμερικανικού κατεστημένου, η «πτώση της Ρώμης» του παγκόσμιου καπιταλισμού ήταν στα 1945, κάτι περισσότερο από γεγονός!
Σ’ αυτήν ακριβώς την περίοδο της παγκόσμιας επαναστατικής έκρηξης, που ξέσπασε προς τα τέλη του πολέμου, τα κομμουνιστικά κόμματα παρέμειναν εγκλωβισμένα σε μια στενή εθνικο-απελευθερωτική οπτική του αγώνα. Άλλωστε είχε εκλείψει – με ευθύνη πρωταρχικά του ίδιου του Στάλιν – η Κομμουνιστική Διεθνής[3], ο κατεξοχήν «φυσικός χώρος» συντονισμού κι επεξεργασίας τακτικής για το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα.
Όμως, παρά το γεγονός ότι στα κομμουνιστικά κόμματα της εποχής επικράτησε η ολέθρια λογική των «εθνικών δρόμων», όπου ο καθένας αντιμετώπιζε την παγκόσμια αντίδραση μόνος του και κατά το δοκούν, υπήρξε η αναπόφευκτη κι αντικειμενική ανάγκη παγκόσμιου συντονισμού των κινημάτων κι αναφοράς σ’ ένα παγκόσμιο κέντρο. Ωστόσο τον ρόλο αυτό δεν τον έπαιξε, ούτε θα μπορούσε να τον παίξει το ΚΚΣΕ. Η ηγεσία του είχε πλήρως αιφνιδιαστεί, είχε εκπλαγεί πολύ περισσότερο απ’ τον ταξικό αντίπαλο, απ’ αυτή την πρωτόγνωρη επαναστατική έκρηξη. Και φυσικά δεν διέθετε, ούτε είχε επεξεργαστεί καμμιά πολιτική αντιμετώπισης παγκόσμιων επαναστατικών κρίσεων.
Ο ίδιος ο Στάλιν, αλλά και συνολικά η ηγεσία του ΚΚΣΕ, και να ήθελε, δεν ήταν σε θέση να καθοδηγήσει, ούτε να υποκινήσει κινήματα. Δεν διέθετε ούτε την αναγκαία επαναστατική κουλτούρα, ούτε την αποφασιστικότητα, ούτε σαφή θεωρητικο-πολιτική αντίληψη του τελικού σκοπού. Γι αυτό κι επέμεινε στην άσκηση μιας «μεγαλο-κρατικής πολιτικής», μέσα στ’ αυστηρά πλαίσια μιας επαγγελματικής «υψηλής διπλωματίας», όχι πάντα αρκούντως ικανής. Μπροστά στα μεγάλα ιστορικά καθήκοντα, αποκαλυπτόταν η τρομερή γραφειοκρατική μετριότητα της ηγεσίας του ΚΚΣΕ. Πολύ περισσότερο που δεν την ένοιαζε, ούτε ήθελε να δει τίποτε άλλο πέρα απ’ την «διατήρηση των κεκτημένων» απ’ τον πόλεμο, όσον αφορά κυρίως την ασφάλεια των κρατικών συνόρων της ΕΣΣΔ.
Όσο περισσότερο η αντεπανάσταση ξεπερνούσε την αμηχανία της πρώτης περιόδου. Όσο κατόρθωνε να κατακτήσει την ταξική της ενότητα, ξεπερνώντας τα ισχυρά αντίπαλα συμφέροντα ανάμεσα στις αμερικανικές και βρετανικές αυτοκρατορικές επιδιώξεις. Όσο ανασυγκροτούσε τις δυνάμεις της και κινητοποιούσε τις εφεδρείες της σε παγκόσμιο επίπεδο. Όσο δοκίμαζε προσεχτικά τις ανοχές και τις αντοχές του αντιπάλου της κι αναζητούσε τον αδύνατο κρίκο στην παγκόσμια αλυσίδα των επαναστατικών εκρήξεων. Όσο επιχειρούσε ν’ ανακτήσει την παγκόσμια πρωτοβουλία των κινήσεων – πράγμα που το κατορθώνει προς τα τέλη της δεκαετίας του ’40 – τόσο περισσότερο τα επαναστατικά κινήματα δοκιμάζουν απομονωμένα την μοίρα τους και παραδέρνουν εγκλωβισμένα στους δικούς τους «εθνικούς ορίζοντες».
Έτσι η ανεδαφική προσδοκία να παίξει το ΚΚΣΕ το ρόλο του «καθοδηγητή της παγκόσμιας επανάστασης», υπήρξε μια απ’ τις πιο τραγικές χίμαιρες και ταυτόχρονα ένας απ’ τους πιο σοβαρούς ανασταλτικούς παράγοντες στη νικηφόρα ανάπτυξη του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος. Κι αυτό όχι γιατί υπήρχε μια δήθεν σκοτεινή συνωμοσία του Στάλιν, να «πνίξει» όσα γνήσια επαναστατικά κινήματα είχε γεννήσει ο πόλεμος, αλλά γιατί η ηγεσία του ΚΚΣΕ, δεν συνιστούσε πλέον την – έστω και γραφειοκρατική – κορυφή ενός επαναστατικού κόμματος, αλλά είχε μετεξελιχθεί στην ηγεσία ενός μεγάλου κράτους με διεθνές κύρος, της ΕΣΣΔ, της οποίας τα σοσιαλιστικά-επαναστατικά ιδανικά, δεν ήταν τίποτε περισσότερο παρά το raison detre της κρατικής της υπόστασης.

Ο διεθνής χαρακτήρας του εμφυλίου στην Ελλάδα

Μόνο μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια μπορεί να κατανοηθεί το πως ανδρώθηκε, αλλά και το πως ηττήθηκε το κίνημα στην Ελλάδα. Ένας απ’ τους πιο φημισμένους αντικομμουνιστές αναλυτές των επιτελείων της Ουάσινγκτον αυτής της περιόδου και πρώην στέλεχος της ΚΔ, ο Φρανς Μπόργκεναου[4], έγραφε ότι η ήττα των κομμουνιστών στην Ελλάδα είχε προτεραιότητα για την αποτροπή επικράτησης των κομμουνιστών στην Δυτ. Ευρώπη, αλλά και στην Μέση Ανατολή. Γιατί αυτό; Γιατί – σύμφωνα πάντα με τον ίδιο – το κίνημα στην Ελλάδα ήταν το πρώτο, το πιο μαζικό και το πιο ισχυρό σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Είχε συγκροτηθεί γύρω από το ΕΑΜ, που σε σύγκριση μ’ όλα τα υπόλοιπα εθνικο-απελευθερωτικά μέτωπα, συμπεριλαμβανομένου και του Γιουγκοσλάβικου, δεν ήταν μια απλή στρατιωτικο-πολιτική οργάνωση, ένα απλό αντάρτικο κίνημα, αλλά μια κατεξοχήν πολιτική οργάνωση, που συγκροτήθηκε πρώτα σαν τέτοια, πριν αναπτυχθεί πλήρως ο αντάρτικος βραχίονάς της. Γι αυτό και η κύρια δύναμη του ΕΑΜ και των κομμουνιστών δεν βρισκόταν στους παρτιζάνους, στα βουνά και στην ύπαιθρο, αλλά στις πόλεις, ανάμεσα κυρίως στους εργάτες και τους διανοούμενους.
Ανάλογες επισημάνσεις κάνει κι ο «ειδικός παρατηρητής» Ουίλλιαμ Χάρντυ Μακνήλ[5] της πρώτης μεταπολεμικής Βρετανικής Αποστολής στην Ελλάδα. Τα πρωτότυπα αυτά χαρακτηριστικά του κινήματος, μαζί με την απεγνωσμένη προσπάθεια των Βρετανών να περισώσουν ότι μπορούσαν απ’ τα ερείσματα της αυτοκρατορίας τους, τόσο απέναντι στον «κόκκινο δαίμονα», όσο κι απέναντι στην ορμητική εισβολή των Αμερικανικών συμφερόντων, ειδικά στα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής, ανέδειξαν την ανάγκη ολοκληρωτικής συντριβής του ΕΑΜ, ως ένα απ’ τα πρώτα αποφασιστικά βήματα για την ανάκτηση της πρωτοβουλίας των κινήσεων σε παγκόσμιο επίπεδο εναντίον της «επαναστατικής λαίλαπας».
Είχε δίκιο ο «Ανταίος» του ’45 όταν προειδοποιούσε απ’ τις στήλες του: «Ο παλαιός κόσμος είναι εκεί, προσπαθεί να συγκρατήσει τα παράλυτα μέλη του, ν’ ανασυνταχθεί και να υποτάξει νέες δυνάμεις… Στον τόπο μας μάλιστα γίνεται αυτή τη στιγμή κάτι σα γενική δοκιμή για ξαναγύρισμα στις παλαιότερες βάναυσες μορφές πολιτικής και κοινωνικής ζωής, όπως στην πατρίδα του Φράνκο έγινε κάποτε η γενική δοκιμή για τον παγκόσμιο πόλεμο»[6]. Και πραγματικά ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα, μπορεί άνετα να συγκριθεί και μάλιστα απ’ ορισμένες απόψεις υπερτερεί σε σημασία του εμφυλίου πολέμου στην Ισπανία. Η φάση που ξεκίνησε με τα Δεκεμβριανά του ’44 δεν αφορούσε απλά μια επιχείρηση κατάπνιξης ενός εθνικο-απελευθερωτικού κινήματος, αλλά αποτέλεσε απ’ την σκοπιά του «παλιού κόσμου» πεδίο γενικής δοκιμής για την παγκόσμια αντίδραση.   
Κι ενώ πρώτα οι Βρετανοί και κατόπιν οι Αμερικανοί, εξαρτούσαν όλο και περισσότερο τις παγκόσμιες φιλοδοξίες τους, αλλά και την διαδικασία ανάσχεσης της παγκόσμιας «κόκκινης απειλής» απ’ την τελική έκβαση του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα[7], η ηγεσία του κινήματος συνέχιζε να μην μπορεί ν’ αντιληφθεί αυτό που αντιλαμβανόταν ο εχθρός της, δηλαδή την διεθνή σημασία της αναμέτρησης. Και σ’ αυτό δεν ήταν μόνη. Η ηγεσία του ΚΚΣΕ βρισκόταν σ’ ακόμη χειρότερη κατάσταση, αφού έως τα τέλη της δεκαετίας του ’40 εξακολουθεί – με πρώτο τον ίδιο τον Στάλιν – να τρέφει αυταπάτες ότι μπορούσε να διατηρήσει ανέπαφη την Τριμερή Συμμαχία του πολέμου[8].
Η ιστορία έχει αποδείξει πολλές φορές ότι υπάρχουν νίκες που κρύβουν μέσα τους το στοιχείο της ήττας και ήττες, που κρύβουν μέσα τους τις προϋποθέσεις για νέες νίκες. Απ’ τις διαδοχικές ήττες του κινήματος, απ’ τα Δεκεμβριανά έως την τελική ήττα του εμφυλίου, καμμιά δεν στάθηκε μοιραία – όσο οδυνηρή κι αν ήταν – αλλά καθεμιά απ’ αυτές, ακόμη και η πιο συντριπτική, έκρυβε μέσα της δυνατότητες για μια νέα ραγδαία άνοδο ενός ρωμαλέου επαναστατικού κινήματος. Γι αυτό και κανένα τραγικό λάθος ή «προδοσία» της ηγεσίας, καμιά άστοχη ή «προδοτική» επιλογή και κίνηση απ’ την εποχή της Γκαζέρτας και του Λιβάνου, έως την συμφωνία της Βάρκιζας και κατόπιν, δεν αρκεί για να κατανοηθεί πως και γιατί το πιο ισχυρό μεταπολεμικό επαναστατικό κίνημα στην Ευρώπη ηττήθηκε.
Απ’ αυτή την άποψη είναι χαρακτηριστικό ότι παρά την συντριπτική ήττα του εμφυλίου, το ΚΚΕ δεν βγαίνει «ηττημένο» στις συνειδήσεις του εργαζόμενου λαού της χώρας. Παρά την άγρια κι αιματηρή λευκή τρομοκρατία, το ΚΚΕ εξακολουθεί να διατηρεί ισχυρούς δεσμούς με την εργατική τάξη στις πόλεις, με τους διανοούμενους, αλλά και με σημαντικά τμήματα των υπόλοιπων εργαζομένων. Ήδη απ’ τον πρώτο χρόνο (1950) μετά την λήξη του εμφυλίου, παρατηρούμε συνεχείς μαζικότατες απεργιακές κινητοποιήσεις βιομηχανικών εργατών σχεδόν σε κάθε κλάδο, ταχυδρομικών και δημοσίων υπαλλήλων, εργατοϋπαλλήλων των τραπεζών, των ηλεκτρικών σιδηροδρόμων και της πολιτικής αεροπορίας, ακόμη και πανελλαδικές μαθητικές κινητοποιήσεις. Κι όλα αυτά εν μέσω εξοντωτικών διωγμών. Η πρώτη πρωτομαγιά μετά την λήξη του εμφυλίου, το 1950, ειδικά στην Αθήνα και τον Πειραιά, έδειχνε ότι η εργατική τάξη δεν είχε καμμιά διάθεση ν’ αποδεχθεί την ήττα. Τον επόμενο χρόνο ιδρύεται η ΕΔΑ και η πορεία του κινήματος ακολουθεί την ανιούσα, παρά τον εγκάθετο Μακρηθοδωρισμό στα συνδικάτα, την παρανομία, τις μαζικές διώξεις, τα στρατοδικεία, τις εκτελέσεις, τις εκτοπίσεις, τις εξορίες. 
Ελάχιστες φορές στην ιστορία των κοινωνικών αγώνων, έχουμε την ανάκαμψη ενός επαναστατικού κινήματος τόσο άμεσα, και μάλιστα μετά από μια τόσο συντριπτική ήττα σ’ ένοπλη αναμέτρηση. Χρειάστηκαν μετά την ήττα του εμφυλίου, δυόμισι δεκαετίες ανελέητης πολιτικής βαρβαρότητας για να ξεριζωθεί η «κόκκινη απειλή» απ’ την ελληνική πολιτική ζωή. Κι αυτό έγινε δυνατό όχι τόσο λόγω της πίεσης ή της δύναμης των «νικητών» του εμφυλίου, αλλά κυρίως λόγω της αδυναμίας, πρωταρχικά του ΚΚΕ, αλλά και γενικότερα της αριστεράς ν’ ανταποκριθεί στις επαναστατικές απαιτήσεις της εποχής. 
Επομένως, η τραγική μοίρα του κινήματος δεν υπήρξε προϊόν της προδοσίας κάποιων ηγετών, ούτε μοιραίων απανωτών λαθών, αλλά ούτε κι αποτέλεσμα της λεγόμενης «εξωτερικής εξάρτησης» του ΚΚΕ. Στην πραγματικότητα, όλα αυτά δεν ήταν τίποτε περισσότερο από απλά συμπτώματα ενός βαθύτερου εκφυλισμού στην ιδεολογική κι οργανωτική συγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος, τόσο στη χώρα μας, όσο και διεθνώς, που είχε κορυφωθεί κατά την διάρκεια του πολέμου.
Οι ιστορικές συνθήκες μετά την ήττα του εμφυλίου επέβαλλαν μ’ επιτακτικό τρόπο την ανάγκη μιας εκ βάθρων ανασυγκρότησης του ΚΚΕ, όχι μόνο ή κυρίως οργανωτικής, αλλά πρωτίστως ιδεολογικο-πολιτικής. Έπρεπε επειγόντως να περάσει απ’ την κριτική των όπλων, στο αναγκαίο όπλο της επαναστατική κριτικής. Κι αυτό το όπλο για να ‘ναι οξύ κι αποτελεσματικό απέναντι στον αντίπαλο, πρέπει ανελλιπώς να δοκιμάζεται μέσα στις ίδιες τις γραμμές του κόμματος.
Το ΚΚΕ χρειαζόταν να επανεξετάσει επειγόντως όχι μόνο την πρόσφατη πορεία του, αλλά συνολικά τον τρόπο συγκρότησής του ως επαναστατικό «κόμμα νέου τύπου». Δεν αρκούσε απλά να επισημάνει τα λάθη της ηγεσίας και να επιμερίσει ευθύνες, αλλά ν’ απαλλαγεί από βαθύτερες ιδεολογικο-πολιτικές αγκυλώσεις. Το αληθινό πρόβλημα δεν βρισκόταν απλά στην όποια «λάθος επιλογή», στην υπερεκτίμηση ή υποτίμηση του «συσχετισμού των δυνάμεων», αλλά στο συνολικό τρόπο που απ’ την σκοπιά της επαναστατικής θεωρίας κατανοούσε κι υλοποιούσε τα καθήκοντά του ως πολιτική πρωτοπορία.
Φυσικά, μια τέτοια εκ βάθρων θεωρητικο-πολιτική κι οργανωτική ανασυγκρότηση δεν θα μπορούσε ποτέ να συμβεί μόνο ή κυρίως σ’ «εθνικά πλαίσια», αλλά πρωταρχικά στα πλαίσια μιας ευρύτατης και σε βάθος επαναστατικής αναθεώρησης της ιστορικής πορείας, αλλά και της ιδεολογικής συγκρότησης του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος. Το ΚΚΕ δεν θα μπορούσε ποτέ να βρει τον δρόμο του, ν’ αποκαταστήσει τον ταξικά αναγκαίο ρόλο του στην ιστορία αυτού του τόπου, αν οι θυελλώδεις άνεμοι μιας γνήσιας επαναστατικής ανανέωσης δεν ξεκαθάριζαν το τοπίο – πρωταρχικά στο επίπεδο της θεωρίας και της πολιτικής – στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα. Κι αυτό όχι λόγω κάποιας «εξωτερικής εξάρτησης» των κομμουνιστικών κομμάτων και του ΚΚΕ, αλλά γιατί απ’ την ίδια την φύση του το κομμουνιστικό κίνημα – σ’ αντίθεση μ’ όλα τ’ άλλα επαναστατικά ιδεολογικο-πολιτικά ρεύματα που υπήρξαν στην ιστορία των κοινωνικών συγκρούσεων – στον τρόπο δράσης και σκέψης του είναι κίνημα κατεξοχήν διεθνές, παγκόσμιο. Και μόνο σαν τέτοιο μπορεί να υπάρχει και ν’ αναπτύσσεται. Γι αυτό κι απ’ την εποχή του ακόμη, ο Μαρξ[9] τόνιζε ότι σε κάθε περίπτωση που ο ορίζοντάς του κομμουνισμού περιορίζεται σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο, κάθε φορά που αντιλαμβάνεται τις διεθνείς αντιθέσεις, ως εξωγενή ή «εξωτερικό παράγοντα» της ταξικής πάλης, τότε είναι καταδικασμένος ν’ αποτελεί ένα περιστασιακό τοπικό γεγονός (ένα είδος τοπικού-εθνικού φολκλόρ, όπως έχουν καταντήσει τα όποια σημερινά κομμουνιστικά κόμματα) περιτριγυρισμένος από δεισιδαιμονία και μεσαιωνικά αντανακλαστικά[10].
Ο μοναδικός έντιμος τρόπος, ο μόνος δρόμος που η ιστορία έχει υποδείξει ως τον πιο ασφαλή για την επαναστατική ανασυγκρότηση ενός κόμματος σαν το ΚΚΕ, είναι μέσα από μια περίοδο «οξείας πάλης των τάσεων» – για να θυμηθούμε τον Λένιν – δηλαδή, μέσα από μια περίοδο ανοικτής ιδεολογικο-πολιτικής εσωκομματικής πάλης. Όσους κινδύνους κι αν κάτι τέτοιο ενείχε για την οργανωτική συνοχή του κόμματος, όσο δύσκολο, παράτολμο κι άκρως επικίνδυνο μπορεί να φαινόταν κάτι τέτοιο σε συνθήκες παρανομίας και πολιτικής προσφυγιάς.
Δυστυχώς, όμως, το ΚΚΕ, όπως και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, είχε παντελώς ξεχάσει την υπόδειξη του Φρήντριχ Ένγκελς ότι «ένα κόμμα [και μάλιστα ένα κόμμα, που διεκδικεί την επαναστατική αναμόρφωση της κοινωνίας] αποδεικνύεται νικηφόρο [όχι μέσα από μια τυπολατρική ενότητα, που πάντα αποτελεί το κατάλληλο περιτύλιγμα για τους μεγαλύτερους σεχταριστές, για τους χειρότερους καβγατζήδες, αλλά και για όσα άθλια υποκείμενα θέλουν συνειδητά ή ασυνείδητα να ευνουχίσουν το κίνημα] αλλά μόνο μέσα απ’ την διάσπαση και επιπλέον κατορθώνοντας ν’ αντέξει αυτή την διάσπαση. Το κίνημα του προλεταριάτου είναι υποχρεωμένο να περάσει μέσα από ποικίλα στάδια ανάπτυξης. Σε κάθε στάδιο ένα μέρος του κόσμου κολλά και δεν μπορεί ν’ ακολουθήσει την πορεία προς τα μπρος. Και μόνο αυτό είναι αρκετό για να εξηγήσει γιατί η ‘αλληλεγγύη του προλεταριάτου’ υλοποιείται στην πραγματικότητα παντού μέσα από διαφορετικές κομματικές ομαδοποιήσεις, οι οποίες επιδίδονται σε βεντέτες ζωής και θανάτου μεταξύ τους, όπως γινόταν κι ανάμεσα στις Χριστιανικές σέκτες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ακόμη και την εποχή των χειρότερων διωγμών»[11].
Έτσι, η αδυναμία του ΚΚΕ να περάσει σε μια περίοδο οξείας πάλης των τάσεων, που θα ξεκαθάριζε τις γραμμές του απ’ τον μυστικιστικό εκφυλισμό της επαναστατικής θεωρίας, όπως κι απ’ όσους είχε καταβάλει η ήττα, διευκόλυνε να μετατραπεί η αναγκαία εσωκομματική πάλη, από αναζωογονητική δύναμη σ’ ένα τραγικά γελοίο αγώνισμα – με πολλαπλούς σπόνσορες εντός κι εκτός κινήματος – ενάντια σε προδότες, χαφιέδες και πράκτορες. Μόνο και μόνο για να μετεξελιχθούν οι αναπόφευκτες κι ιδεολογικο-πολιτικά αναγκαίες διασπάσεις που ακολούθησαν, όχι σε ιστορική ευκαιρία μιας αληθινά επαναστατικής αναγέννησης του κομμουνιστικού κινήματος και μαζί του ολόκληρης της αριστεράς, αλλά σε προνομιακό πεδίο ξεκαθαρίσματος προσωπικών λογαριασμών ανάμεσα σε ανυπόληπτες κλίκες και φράξιες κορυφής, όπως και σικέ σύγκρουσης ανάμεσα σε σταλινικούς κι αντισταλινικούς, σε δογματικούς κι ανανεωτές, σ’ εκφραστές μιας αποστεωμένης και γραφειοκρατικής μονολιθικότητας, απ’ την μια, κι απ’ την άλλη, ενός καθεστωτικού αριστερού πολυσυλλεκτισμού, όπου τα πάντα επιτρέπονται κι όλα είναι δυνατά.

Επανάσταση και ήττα

Είναι πλέον αναμφισβήτητο σήμερα, απ’ όποια σκοπιά κι αν την βλέπει κανείς, ότι η περίοδος που ξεκίνησε με την άνοδο του ΕΑΜ κι ολοκληρώθηκε με την στρατιωτική ήττα του ΔΣΕ το 1949, αποτέλεσε μια ενιαία επαναστατική διαδικασία με διαφορετικές φάσεις, όπου κεντρικό πρόβλημα αποτελούσε απ’ την αρχή έως το τέλος το ποιος κατέχει την εξουσία και για ποιον σκοπό[12]. Το πρόβλημα αυτό συμπύκνωνε το γενικότερο ζήτημα των προοπτικών και του χαρακτήρα της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης της χώρας, το οποίο αποτέλεσε εξαρχής και προγραμματική βάση του ίδιου του ΕΑΜ.     
Είναι επίσης αναμφισβήτητο ότι η τραγωδία για τις ηττημένες δυνάμεις του ΔΣΕ και τις χιλιάδες των κομμουνιστών, δεν αφορούσε μόνο στην ανελέητη κι αιματηρή λευκή τρομοκρατία, η οποία κυριάρχησε απόλυτα μετά την ήττα του εμφυλίου, αλλά και στις καταστάσεις, που αντιμετώπισαν στην πολιτική προσφυγιά. Είναι σήμερα γνωστό ότι ο ρόλος των κατασταλτικών μηχανισμών και των μυστικών υπηρεσιών κυρίως της ΕΣΣΔ, αλλά κι όχι μόνο, υπήρξε σημαντικός – αν και, κατά την γνώμη μας, δεν ήταν  καθοριστικός – στην υπονόμευση του ΚΚΕ, όχι μόνο στην Τασκένδη, αλλά και στα άλλα «κέντρα» του κόμματος στις Λαϊκές Δημοκρατίες. Όπως είναι αλήθεια ότι αυτή η υπονόμευση ξεκίνησε αμέσως μόλις οι ηττημένες δυνάμεις του ΔΣΕ πάτησαν το πόδι τους στις σοσιαλιστικές χώρες.
Βασική επιδίωξη των ενεργειών αυτών ήταν η άμεση εμπλοκή της ηγεσίας του ΚΚΕ στα γρανάζια και στους ανταγωνισμούς των μηχανισμών εξουσίας στην ΕΣΣΔ, αλλά και στις άλλες Λαϊκές Δημοκρατίες. Κι οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι στο επίπεδο της τότε ηγεσίας του ΚΚΕ, κανείς άλλος δεν αντιστάθηκε σ’ αυτή την διαδικασία, περισσότερο απ’ τον ίδιο τον Ζαχαριάδη – έστω κι αν προσπαθούσε να τηρήσει πάντα την «κομματική νομιμότητα», όπως την καταλάβαιναν οι κομμουνιστές της εποχής του. Γι αυτό κι ο ίδιος ο Μόλοτοφ συνήθιζε να τον αποκαλεί σκωπτικά ήδη απ’ το 1948, ως τον πιο «απείθαρχο κι ανεξάρτητο σταλινικό ηγέτη» κομμουνιστικού κόμματος.
Όπως είναι επίσης αναμφισβήτητο ότι οι μαζικές διώξεις κομμουνιστών – όποιου είχε την ατυχία να χαρακτηριστεί ως «διαφωνών με την ηγεσία» – δεν περιορίστηκαν απλά και μόνο στην Τασκένδη, ούτε στις υπόλοιπες κοινότητες πολιτικών προσφύγων στην ΕΣΣΔ και τις Λαϊκές Δημοκρατίες. Τακτική μαζικών διώξεων εφαρμόστηκε και στο εσωτερικό της χώρας, όπου πολλοί παράνομοι κομμουνιστές, όχι μόνο διαγράφονταν – σταμπαρισμένοι ως «ζαχαριαδικοί» ή ότι άλλο – αλλά αφήνονταν κυριολεκτικά στην τύχη τους, διώχνονταν από τις γραμμές και τα όργανα της ΕΔΑ, έχαναν κάθε επίσημη στήριξη και υποστήριξη του μηχανισμού, ενώ πολλές φορές τους εξέθεταν σκόπιμα, μόνο και μόνο για ν’ αναλάβει η ασφάλεια τα περαιτέρω.
Είναι η εποχή αμέσως μετά την 6η Ολομέλεια της ΚΕ του 1956 – που συγκάλεσαν παράτυπα και διεξήγαγαν το ΚΚΣΕ κι άλλα «αδελφά κόμματα» – όπου όσα μέλη και στελέχη του παράνομου ΚΚΕ, έτυχε να διαφωνούν, αντιμετώπισαν την ανάγκη να περάσουν σε μια διπλή παρανομία, τόσο απέναντι στην ασφάλεια και το καθεστώς που βίωνε τότε η χώρα, όσο κι απέναντι στο ίδιο τους το κόμμα. Αν και οι ιδεολογικές και πολιτικές συνέπειες της Ολομέλειας αυτής ήταν σαφώς πιο οδυνηρές απ’ το «ανώμαλο καθεστώς», που επέβαλλε.  
Η αλήθεια είναι ότι το ΚΚΕ έζησε την πιο τραγική περίοδο σταλινικού τύπου μαζικών διώξεων στο εσωτερικό του, αυτήν ακριβώς την εποχή, δηλαδή την εποχή της λεγόμενης «αποσταλινοποίησής» του. Πολλοί έλληνες κομμουνιστές κι αγωνιστές του ΔΣΕ κατέληξαν να «παραθερίζουν» στους τόπους εξορίας, που λίγο παλιότερα έστελνε τους «αντικομματικούς» κι η σταλινική ηγεσία. Οι έλληνες κομμουνιστές μάθαιναν στο πετσί τους, με τον πιο άγριο τρόπο, πόσο γνήσια τέκνα των πιο σκοτεινών παραδόσεων του σταλινισμού ήταν όσοι σήκωναν την εποχή αυτή τα λάβαρα της «αποσταλινοποίησης» και του «αντισταλινισμού».
Στα χρόνια που θ’ ακολουθήσουν έως σήμερα, αυτή η «κοινή μήτρα» σταλινισμού κι αντισταλινισμού θα φανεί ακόμη πιο καθαρά και οι δυό αυτές ακραίες εκδοχές της ίδιας ταυτόσημης λογικής, θ’ αποτελέσουν τις συμπληγάδες εκείνες που θα συνθλίψουν τις προοπτικές του κομμουνιστικού κινήματος, όχι μόνο στην χώρα μας, αλλά και διεθνώς.
Οι ιστορικοί λογαριασμοί δεν έχουν κλείσει. Αντίθετα όσο το καθεστώς εξάρτησης βαθαίνει, όσο το σύστημα υποτέλειας οδηγεί την κυρίαρχη εξουσία σε ακόμη πιο άθλιες και αδιέξοδες καταστάσεις για το λαό και τον τόπο, όσο η πολιτική αλαζονεία του μονόδρομου και ο ρεαλισμός του εφικτού επιδιώκει να εξοστρακίσει για πάντα τις ανάγκες, τις προσδοκίες και τις επιθυμίες του λαού, τόσο οι ανοιχτοί λογαριασμοί συσσωρεύονται, τόσο το αίτημα της λαοκρατίας, της ανασυγκρότησης της χώρας με όρους γίνεται πιο απτό και άμεσο,  
Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια και τι δεν έχει ειπωθεί: Είναι πολύ γνωστή η θεωρία του «μοιράσματος των σφαιρών επιρροής», μέσω της οποίας οι οπαδοί της προσπαθούν ν’ ερμηνεύσουν τα πάντα, ακόμη και τα εκλογικά ποσοστά της αριστεράς, μέσα από προειλημμένες συμφωνίες κορυφής εκτός Ελλάδος. Είναι επίσης πολύ γνωστές οι προσπάθειες να εμφανιστεί οποιαδήποτε ενέργεια του ΕΑΜ και κυρίως του ΚΚΕ, που «παρέκκλινε» απ’ μια στενή και κοινότυπη εθνικο-απελευθερωτική αντίληψη του αγώνα, ως «θανάσιμο λάθος», που τάχα προξένησε μύριες όσες συμφορές.
Έτσι δεν είναι λίγοι αυτοί που θεωρούν ουσιαστικά συνυπεύθυνο το ΚΚΕ για τα Δεκεμβριανά, τον εμφύλιο, το μετεμφυλιακό καθεστώς, τις εξοντωτικές διώξεις, γιατί πολύ απλά δεν παραιτήθηκε ήσυχα και χωρίς φασαρίες απ’ την διεκδίκηση της εξουσίας, γιατί ενώ το έβαλε, δεν θέλησε να κρατήσει το κεφάλι του στο ντορβά του σφαγείου του μετα-Βαρκιζιανού καθεστώτος και πήρε τελικά τα όπλα. Και τέλος γιατί μετά την ήττα, η ηγεσία του τόλμησε το μεγαλύτερο απ’ τα ατοπήματά της, δηλαδή δεν αποδέχτηκε την νεοφασιστική λογική πως για να «νομιμοποιηθεί» το ΚΚΕ έπρεπε ν' απαρνηθεί το δικαίωμα στη δική του αυτοτελή οργάνωση, πολιτική και ιδεολογία. Κι έτσι επέμεινε – στον βαθμό που επέμεινε – να στήνει παράνομο μηχανισμό, να διατηρεί ασυρμάτους και γενικά να προσπαθεί να επιβιώσει στην παρανομία. Επέμεινε, δηλαδή, στο αυτονόητο – κάτι που έκανε και πριν τον πόλεμο στα πολλά χρόνια παρανομίας μέσα στα οποία επιβίωσε – αντί ν’ αυτοδιαλυθεί και να διαχυθεί στην πολυσυλλεκτικότητα ενός νόμιμου και φυσικά νομοταγούς «αριστερού κόμματος». Κάτι άλλωστε που το επιχείρησε η νέα ηγεσία του ΚΚΕ, η οποία προέκυψε με «άνωθεν ευλογίες» απ’ την 6η Ολομέλεια του 1956, με τραγικά αποτελέσματα όχι μόνο για τους κομμουνιστές, αλλά και για την ίδια την ΕΔΑ.



[1] Ανταίος, 20 Μαίου 1945, σελ. 13-14.
[2] Αναφέρεται στο Michael S. Sherry, Preparing for the next war. American plans for postwar defense, 1941-45 (New Haven & London: Yale University, 1977), p. 163.
[3] Η διάλυση της ΚΔ στην πραγματικότητα είχε ξεκινήσει αρκετά πριν τον πόλεμο. Ιδίως, όμως, μετά την ήττα του Ισπανικού Εμφυλίου (28 Μαρτίου 1939, οι φασίστες καταλαμβάνουν την Μαδρίτη) με εντολές προσωπικά του ίδιου του Στάλιν, η ΚΔ άρχισε να αποδυναμώνεται ταχύτερα από το πιο έμπειρο στελεχικό της δυναμικό, να συρρικνώνονται ή να εκμηδενίζονται κυριολεκτικά τα τμήματα της και η δράση της να περιορίζεται αποκλειστικά σε ρόλο «ιερατείου» κορυφής, όπου η ΕΕ λειτουργούσε ως βοηθητική υπηρεσία του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΣΕ. Σύμφωνα μ’ όσα έχουν έρθει στο φως απ’ το αρχείο της ΚΔ, φαίνεται ότι ο Στάλιν είχε εισπράξει την νίκη των φασιστών στον Ισπανικό εμφύλιο, ως αδιαμφισβήτητη απόδειξη του γεγονότος ότι καμιά αποφασιστική αντιφασιστική δράση στις χώρες της Ευρώπης δεν ήταν δυνατή για την απόκρουση  του «Αντικομιτέρν Συμφώνου». Έτσι, επεδίωκε να αποσοβήσει οποιαδήποτε αφορμή που θα επέτρεπε στην Ναζιστική Γερμανία να στραφεί προς Ανατολάς. Έστω κι αν αυτό σήμαινε την διάλυση της ΚΔ. Η προσπάθεια αυτή εκφράστηκε ανοικτά μετά την υπογραφή του 10ετούς συμφώνου μη επίθεσης Ρίμπεντροπ-Μόλοτοφ (Αύγουστος 1939), το οποίο κι αποτέλεσε έξοχο δείγμα διπλωματικού ελιγμού από μεριάς της Σοβιετικής ηγεσίας. Επισκιάστηκε, όμως, από δυο πολύ σοβαρές εξελίξεις: Απ’ την μια, με την υπογραφή μυστικού πρωτοκόλλου ένα μήνα αργότερα, το οποίο μετέτρεπε το σύμφωνο μη επίθεσης σε «συνθήκη φιλίας και συνεργασίας» κι αναγνώριζε τόσο τα εδαφικά δικαιώματα της Γερμανίας στα εδάφη της πάλαι ποτέ Πρωσίας, που πλέον ανήκαν στην Πολωνία, όπως και τα δικαιώματα της ΕΣΣΔ στα εδάφη που είχαν προσαρτηθεί στην Πολωνία απ’ την εισβολή Πιλδούσκι το 1920 εναντίον της νεαρής Σοβιετικής Ρωσίας, καθώς και στην Βαλτική. Κι απ’ την άλλη, με την συνολική στροφή στην γραμμή τόσο του ΚΚΣΕ, όσο και της ΚΔ, όπου έπαψε πλέον να θεωρείται ως «κύριος αντίπαλος» του επαναστατικού κινήματος ο φασισμός, αλλά γενικά ο ιμπεριαλισμός και ειδικότερα οι ισχυρότερες ιμπεριαλιστικές χώρες, η Μεγ. Βρετανία και η Γαλλία, οι οποίες πλέον προβάλλονταν και σαν κύριοι υποκινητές του επικείμενου παγκόσμιου πολέμου. Έτσι η εκτίμηση για τον χαρακτήρα του πολέμου άλλαξε κι από πρωταρχικά αντιφασιστικός έγινε αποκλειστικά ιμπεριαλιστικός, ενώ η γραμμή του ενιαίου-λαϊκού μετώπου του 7ου Συνεδρίου της ΚΔ απορρίφθηκε ως «ανεδαφική», χαρακτηρίστηκε ως «ρεφορμισμός» στις νέες συνθήκες κι επανήλθε η ανοησία του 5ου και 6ου Συνεδρίου της ΚΔ, το «ενιαίο μέτωπο μόνο απ’ τα κάτω»! Στην κομματική φιλολογία αυτής της εποχής η Ναζιστική Γερμανία εμφανίζεται ως «αμυνόμενη χώρα» ενάντια στις πολεμικές δολοπλοκίες του Άγγλο-γαλλικού ιμπεριαλισμού! Την εποχή αυτή η εντολή που δίνεται στα κόμματα που δραστηριοποιούνται στις χώρες του Αγγλο-γαλλικού ιμπεριαλιστικού άξονα, είναι η παντί μέσο υπονόμευση των πολεμικών προετοιμασιών των κυβερνήσεων τους. Ενώ την ίδια ώρα συστηνόταν «αναμονή» στα κόμματα που δρούσαν στις χώρες του «Αντικομιτέρν Συμφώνου». Μάλιστα η ηγεσία της ΚΔ έφτασε σε τέτοιο σημείο ξεπεσμού, ώστε όταν οι ναζί καταλαμβάνουν το Παρίσι και η συνθηκολόγηση της Γαλλίας είναι πλέον γεγονός (Ιούνιος 1940), η οδηγία που στέλνει στους Γάλλους κομμουνιστές δεν αφορά – όπως θα ‘ταν αναμενόμενο – στο άμεσο πέρασμα στην παρανομία και την οργάνωση του ένοπλου και μη αγώνα ενάντια στους ναζί κατακτητές και τους δοσίλογους του Βισύ, αλλά συστήνει μόνο «αυτοσυγκράτηση» κι ότι πρέπει ν’ αποφεύγονται με κάθε τρόπο οι «εκδηλώσεις συμφιλίωσης με τον καταχτητή» (Βλ. Ντιρεκτίβα της ΕΕ προς το ΚΚ Γαλλίας με υπογραφή Γκ. Δημητρώφ, 3 Αυγούστου 1940)! Τον Γενάρη του 1941 η ΕΕ της ΚΔ καταδικάζει το πρώτο Γράμμα του Ζαχαριάδη, ως «προδοτική ενέργεια» και ευθεία προσβολή της πολιτικής της ΚΔ και της ΕΣΣΔ! Στην πραγματικότητα οδηγίες για οργάνωση αντίστασης ενάντια στους ναζί, που προέλαυναν σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, η ΕΕ της ΚΔ στέλνει για πρώτη φορά μόνο μετά την επίθεση της Ναζιστικής Γερμανίας στην ΕΣΣΔ! Σ’ αυτές τις συνθήκες ο Στάλιν σκέφτηκε και την ολοκληρωτική διάλυση της ΚΔ ως ενέργεια που θ’ αφαιρούσε εντελώς απ’ το «Αντικομιτέρν Σύμφωνο» κάθε νόμιμο λόγο πολεμικής επιχείρησης ενάντια στην ΕΣΣΔ, ή όπως ο ίδιος φανταζόταν. Έτσι στο ημερολόγιο του Δημητρώφ αναφέρεται πρόποση του Στάλιν σε κλειστό δείπνο στο θέατρο Μπολσόι στις 20 Απριλίου 1941 (δυο μήνες πριν την επίθεση των ναζί στην ΕΣΣΔ), όπου μ’ αφορμή την αποκήρυξη της ΚΔ απ’ το ΚΚ ΗΠΑ το 1940 ως απάντηση στο Νόμο Βούρχις – που μπήκε σε ισχύ την ίδια χρονιά κι αντιμετώπιζε ως «προδοτικές» όλες τις πολιτικές οργανώσεις με διασυνδέσεις με διεθνείς «ανατρεπτικές οργανώσεις» – σοκάρισε το κοινό του με τα εξής καταπληκτικά: «Ο Δημητρώφ χάνει τα κόμματά του. Αυτό δεν είναι κακό. Αντίθετα, θα ‘ταν καλό να γίνουν τα Κομ. Κόμματα εντελώς ανεξάρτητα αντί ν’ αποτελούν τμήματα της ΚΔ. Πρέπει να μεταμορφωθούν σε εθνικά Κομ. Κόμματα με ποικίλα ονόματα – Εργατικό Κόμμα, Μαρξιστικό Κόμμα, κλπ. Το όνομα δεν ενδιαφέρει. Το σημαντικό είναι ν’ αποκτήσουν ρίζες στους δικούς τους λαούς και να επικεντρωθούν στα δικά τους ειδικά καθήκοντα. Η κατάσταση και τα καθήκοντα ποικίλουν πολύ από χώρα σε χώρα, για παράδειγμα στην Αγγλία και στην Γερμανία, δεν είναι σε καμμιά περίπτωση τα ίδια. Όταν τα Κομ. Κόμματα δυναμώσουν μ’ αυτό τον τρόπο τότε θα επανιδρύσουμε την διεθνή τους οργάνωση». Κι ο Στάλιν συνέχισε ακάθεκτος: «Η [Πρώτη] Διεθνής δημιουργήθηκε στις μέρες του Μαρξ με την προσμονή μιας πρώιμης παγκόσμιας επανάστασης. Η Κομιντέρν δημιουργήθηκε στις μέρες του Λένιν σε μια παρόμοια περίοδο. Σήμερα τα εθνικά καθήκοντα για κάθε χώρα έρχονται στην πρώτη γραμμή. Όμως το καθεστώς των Κομ. Κομμάτων ως τμημάτων μιας διεθνούς οργάνωσης, υφισταμένων στην Εκτελεστική της ΚΔ, αποτελεί εμπόδιο… Μην επιμένετε σ’ αυτό που υπήρχε χθες. Πάρτε αυστηρά υπόψη σας τις νέες συνθήκες, που έχουν δημιουργηθεί… Απ’ την σκοπιά των συντεχνιακών συμφερόντων [της ΚΔ] αυτό ίσως είναι δυσάρεστο, αλλά αυτά δεν είναι τα συμφέροντα που πρέπει να επικρατήσουν! Κάτω απ’ τις παρούσες συνθήκες, η συμμετοχή στην Κομιντέρν διευκολύνει την αστική τάξη στην άσκηση διώξεων εναντίον των Κομ. Κομμάτων και στην διεκπεραίωση του σχεδίου της να τα απομονώσει απ’ τις μάζες στις δικές τους χώρες, ενώ δυσκολεύει την ανεξάρτητη ανάπτυξη των Κομ. Κομμάτων και την υλοποίηση των καθηκόντων τους ως εθνικά κόμματα» (Περιλαμβάνεται στο Dimitrov & Stalin, 1934-1943. Letters From the Soviet Archives. Yale University, 2000, p. 227. Δυστυχώς, χάρις στην σκανδαλοθηρική καρατόμηση απ’ τον κ. Καστανιώτη του «Ημερολογίου» του Δημητρόφ, η συγκεκριμένη καταχώρηση, όπως και πολλές ακόμη εξίσου ή και περισσότερο σημαντικές, λείπουν απ’ την ελληνική έκδοση). Ωστόσο, οι συνθήκες το ‘φεραν έτσι ώστε αντί ο Στάλιν να κάνει «πεσκέσι» την ΚΔ στον Χίτλερ – όπως σχεδίαζε – την έκανε τελικά στον Τσώρτσιλ και στον Ρούσβελτ, δυο χρόνια αργότερα. Επικαλούμενος τους ίδιους ακριβώς λόγους. Όσο για τα ιδεολογικά επιχειρήματα του Στάλιν, ο σοβαρός μελετητής δεν μπορεί παρά να διακρίνει την εντυπωσιακή συγγένειά τους με την αντίστοιχη επιχειρηματολογία του Ευρωκομουνισμού. Αν κι εδώ δεν είναι ο χώρος για να το αναπτύξουμε, οφείλουμε να πούμε ότι στην ιδεολογία του Στάλιν και της στενής ηγετικής ομάδας της περιόδου του πολέμου, θ’ ανακαλύψει κανείς όλες τις «μεγάλες θεωρητικές καινοτομίες» του ηγητόρων του «ιστορικού συμβιβασμού» της δεκαετίας του ’70!  
[4] Franz Borkenau, European Communism (New York: Harper & Brothers Publishers, 1953), pp. 409-437.
[5] W. H. McNeill, The Greek Dilemma (London: Victor Gollancz Ltd., 1947), pp. 32-76.
[6] Ανταίος, 20 Μαίου 1945, σελ. 18.
[7] Σε μια ημιεπίσημη επετειακή έκδοση για τα πενήντα χρόνια απ’ το Δόγμα Τρούμαν, ένα απ’ τα στελέχη του πολιτικο-στρατιωτικού κατεστημένου της Ουάσινγκτον, ο Λώρενς Κόρμπ, έγραφε εύστοχα: «Εάν κάποιος έπρεπε να επιλέξει μια χώρα για ν’ αρχίσει ν’ αντιστέκεται ενάντια στην Σοβιετική αυτοκρατορία, για να αρχίσει την διαδικασία της πολιτικής που σήμερα αποκαλούμε ανάσχεση, δεν μπορώ να σκεφτώ κανέναν καλύτερο τόπο απ’ την Ελλάδα» (Eugene T. Rossides (ed.), The Truman Doctrine of Aid to Greece. A Fifty-Year Retrospective. American Hellenic Institute Foundation & The Academy of Political Science, 1998, p. 110). Δυστυχώς για τον τόπο και τον λαό του, αλλά και για τους λαούς παγκόσμια, ο μόνος που διέθετε στρατηγική αντίληψη για το τι πραγματικά κρινόταν στον εμφύλιο πόλεμο της Ελλάδας, ήταν τα επιτελεία του Λευκού Οίκου.
[8] Βλ. Andrei Gormyko, Memories (London: Hutchinson, 1989), pp. 115-134.
[9] K. Marx & Fr. Engels, Collected Works, vol. 5 (1845-1847), pp. 48-49.
[10] Κάτι για το οποίο είχε πλήρη συνείδηση ο ιμπεριαλισμός. Γι αυτό κι ένας απ’ τους πιο γνωστούς καθηγητές των αντικομουνιστικών επιτελείων της Ουάσιγκτον μετά τον πόλεμο, ο Μπέρναρντ Μόρρις, αναλύοντας την πολιτική της «Δύσης» που πρέπει ν’ ακολουθήσει απέναντι στην «κομμουνιστική απειλή», τόνιζε τα εξής εύστοχα: «Αφαιρέστε τον διεθνισμό και τι απομένει;… Στερημένα απ’ τους διεθνείς τους δεσμούς, τα [κομμουνιστικά] κόμματα είναι μοιραίο να συμβιβαστούν με το περιβάλλον τους για να διατηρηθούν και να ενισχύσουν την δύναμή τους. Κι έστω ότι το πετυχαίνουν, θα έχουν όμως παραμείνει κομμουνιστικά; Με άλλα λόγια, είναι ο ίδιος ο διεθνισμός, όσο παραμορφωμένος κι αν είναι, που αποτελεί τον κρίσιμο συνεκτικό ιστό του κομμουνιστικού κινήματος». Και παρακάτω συνεχίζει: «…η περιφερειακή συγκρότηση ως υποκατάστατο του διεθνούς συντονισμού θα σημάνει, στην πράξη, το τέλος του κομμουνισμού ως διεθνές κίνημα» (Bernard S. Morris: International Communism and American Policy. ΝΥ: Atherton Press, 1966, p. 72). Κι όλα αυτά αναγγέλλοντας ουσιαστικά την έλευση του «ευρωκομμουνισμού» και τον περίφημο «ιστορικό συμβιβασμό», μόλις δυο δεκαετίες μετά τις ρητορείες του Στάλιν περί της αναγκαίας μετεξέλιξης των κομμουνιστικών κομμάτων σ’ «εθνικά κόμματα»!
[11] Επιστολή του Φρ. Ένγκελς στον Αύγουστο Μπέμπελ, 20 Ιουνίου 1873.
[12] Υπάρχουν απόψεις που αντιπαραθέτουν την φάση του ΕΑΜ ως πολύ «εθνικοαπλελευθρωτική» ή, όπως μας κεραυνοβολεί ο Ευτ. Μπιτσάκης, ως φάση όπου «καλλιεργήθηκε η ιδέα της ενότητας του έθνους» (βλ. Ευτ. Μπιτσάκη, Ρήξη ή Ενσωμάτωση;, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1989, σελ. 15) σ’ αντίθεση με την καθαυτό «ταξική» φάση του εμφυλίου. Ωστόσο, οι απόψεις αυτές αντανακλούν με όρους «ταξικής συνέπειας» την κλασσική προσπάθεια της επίσημης προπαγάνδας να διαχωρίσει την «Εθνική Αντίσταση», απ’ το τι ακολούθησε κατόπιν με τον εμφύλιο. Με ανάλογες απόψεις φαίνεται να φλερτάρουν κι αρκετοί σήμερα στο ΚΚΕ, όπως φαίνεται για παράδειγμα κι απ’ την αρθρογραφία του Μάκη Μαίλη, που έχει αναλάβει εργολαβικά να «εξηγήσει» πόσο πιο ταξικός ήταν ο αγώνας του ΔΣΕ σε σχέση μ’ εκείνον του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Παρόλα αυτά θεωρούμε αυτές τις απόψεις ανάξιες λόγου για ν’ ασχοληθεί κανείς στα σοβαρά μαζί τους, μιας και όποτε δεν εκφράζουν άγνοια της περιόδου, αποτελούν χαρακτηριστική εκδήλωση ιδεολογικού εκφυλισμού και συνθηκολόγησης με την κυρίαρχη προπαγάνδα των «νικητών» του εμφυλίου, μόνο που γίνεται με «ταξικά» προσχήματα.    


[1] John Iatrides, The Greek civil war in its international setting: a reassessment. Ομιλία στο Συνέδριο «Ο Ελληνικός εμφύλιος: Από τη Βάρκιζα στο Γράμμο», 20/10/1999.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου