Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

Τα αδιέξοδα του ΣΥΝ





Το τελευταίο συνέδριο του ΣΥΝ αποτελεί υπόδειγμα εκφυλισμού πολιτικού κόμματος. Η πολιτική βάση του ΣΥΝ έχει αμετάκλητα καταδικαστεί σε ρόλο οπαδού μιας δεδομένης κατάστασης, όπου ούτε λόγος δεν της πέφτει για τις ισορροπίες στην κορυφή. Γι αυτές έχουν αναλάβει εργολαβικά οι ελέω θεού ταγοί των φραξιών κορυφής, οι οποίοι ως συνήθως πολιτεύονται με κριτήριο το ίδιον όφελος. Τι απασχόλησε το συνέδριο; Μα τι άλλο, η εκλογική επιβίωση του ηγετικού μηχανισμού. Τι άλλο μπορεί να απασχολεί τυπικούς γραφειοκράτες, παράγοντες και παραγοντίσκους της πολιτικής.

Η στάση του κ. Αλαβάνου είναι πιο πολιτικά πρόστυχη από εκείνη του κ. Παπαγιαννάκη. Κι αυτό γιατί όχι μόνο δεν ξεκαθαρίζει τη θέση του απέναντι σ’ ένα τόσο κορυφαίο ζήτημα, αλλά τοποθετεί τις κομματικές του εξαρτήσεις και ισορροπίες πάνω από μια συνεπή πολιτική αρχών. Τι μπορεί να περιμένει κανείς από μια τέτοια τυπική γραφειοκρατική συμπεριφορά; Για ποια αριστερά και για ποια αριστερή πολιτική μπορεί στα σοβαρά να γίνει λόγος με πολιτικάντες αυτού του είδους;
Η συνοχή στον ΣΥΝ, όπως και στο ΚΚΕ, διατηρείται σε μεγάλο βαθμό μέσα από την αναπαραγωγή ενός τραγικά δυσκίνητου γραφειοκρατικού μηχανισμού εντός και εκτός κόμματος. Η ανάγκη διατήρησης μιας «ζεστής θεσούλας» με τη στήριξη του κομματικού μηχανισμού αποτελεί για πολλούς αξεπέραστο όριο της πολιτικής τους σκέψης και δράσης. Η εξασφάλιση «κομματικής πλάτης» για την ανάδειξη σε κάθε λογής αξιώματα προβολής και δημοσιότητας, ή απλά για την επαγγελματική κατοχύρωση κάποιου, που εξασφαλίζουν μια ιδιαίτερη επαγγελματική σχέση με την πολιτική γενικά, αλλά και με την κομματική πολιτική, αποτελεί το μυστικό πίσω από πολλές τακτικές κινήσεις. Για πολλούς που έχουν γλυκαθεί από την ιδιαιτερότητα της άμεσης, ή έμμεσης επαγγελματικής σχέσης με την πολιτική, ή τον συνδικαλισμό, αποτελεί πραγματικό εφιάλτη η πιθανότητα να ξαναγίνουν απλοί εργαζόμενοι, να βρεθούν στη δύσκολη θέση της βιοποριστικής πάλης. Φανταστείτε τι μπορεί να σημαίνει για κάποιον επαγγελματία της πολιτικής, ή του συνδικαλισμού, να βρεθεί ξαφνικά αναγκασμένος να αντιμετωπίσει κατάφατσα την «αγορά εργασίας», να βρεθεί ξαφνικά να χτυπά κάρτα σε εργοστάσιο, ή σε εργοτάξιο, να βιοποριστεί ως απλός υπάλληλος σε κάποια υπηρεσία, σε γραφείο, ή σε σχολείο. Για τους περισσότερους αποτελεί το χειρότερο εφιάλτή. Η συνύφανση της πολιτικής τους προσωπικότητας με την «καρέκλα» που κατέχουν αποκτά μεταφυσικές διαστάσεις. Η μια αποτελεί προέκταση της άλλης. Ούτε η ρουσφετολογία, ούτε η εργολαβία κάθε είδους, αλλά ούτε και η τυπική εξαγορά συνειδήσεων είναι κάτι ξένο για τα μαζικά κόμματα της αριστεράς. Στα μέτρα τους βέβαια. Η «κομματική στήριξη» αποτελεί για πολλούς ένα πολύ δελεαστικό μέσο για την αποσυμφόρηση κάποιων από τις πιο οδυνηρές βιοποριστικές πιέσεις, ενώ για κάποιους άλλους περισσότερο επιτήδειους πρόσφορος τρόπος για να κλείσουν δουλειές ειδικά με τους μηχανισμούς εξουσίας. Άλλωστε η συμμετοχή στα ευρωπαϊκά προγράμματα αποτελεί
Αλλά προς θεού, όλα αυτά γίνονται για το καλό της «βάσης», των απλών εργαζομένων και φυσικά της αριστεράς. Κάτι που αποτελεί σοβαρό ενδεχόμενο σε μια σύγκρουση με τους κομματικούς μηχανισμούς. Άλλωστε οι περισσότεροι περιώνυμοι επαγγελματίες της πολιτικής στην αριστερά δεν μπορούν να κάνουν βήμα δίχως ισχυρές «κομματικές πλάτες», δίχως τη στήριξη μηχανισμών. Γι αυτό κι όταν βρίσκονται – συνήθως παρά τη θέλησή τους – εκτός νυμφώνος αγωνίζονται να βρουν  Μπορεί να βρούμε διάφορους να περιτριγυρίζουν σε διάφορα, αλλά  
Ο ΣΥΝ και η «συσπείρωση της ανανεωτικής, οικολογικής αριστεράς», που επιχείρησε προεκλογικά με όρους «δώστε και σώστε», πλήρωσε ακριβά τον ρόλο της ευκαιριακής αριστεράς που έχει επιλέξει. Στην εκλογική πανωλεθρία του ΣΥΝ έπαιξε καθοριστικό ρόλο το αποπνικτικό παρασκήνιο που διέπει κάθε πολιτική του κίνηση, η χαρακτηριστική υστεροβουλία και ιδιοτέλεια των «πολιτικών ανοιγμάτων» του, όπως επίσης η προκλητικά αλαζονική και ελεεινή αντιμετώπιση όλων των άλλων αριστερών δυνάμεων, που τυχαίνει να μην δίνουν «γη και ύδωρ» στις ιδεοληψίες της ηγεσίας του. Όμως, πάνω απ’ όλα, ο κόσμος της εργασίας, της αριστεράς και των κινημάτων – που τόσο αρέσει στην ηγεσία του ΣΥΝ να τον επικαλείται – πλήρωσε προκαταβολικά τις κεντροαριστερές του ορέξεις, με το ίδιο νόμισμα που πλήρωσε λίγο νωρίτερα την «ενωμένη αριστερά» της Ισπανίας. Με το ίδιο ακριβώς νόμισμα που είναι σίγουρο ότι θα πληρώσει αύριο και τους κεντροαριστερούς συνεταίρους του κ. Ζοσπέν στην Γαλλία και του κ. Νταλέμα στην Ιταλία.
Γι αυτό και πρέπει να θεωρείται έκπληξη το γεγονός ότι ο ΣΥΝ κατόρθωσε να παραμείνει στο κοινοβούλιο. Την στιγμή, μάλιστα, που είχε όλα τα προσόντα για να μείνει εκτός. Μόνο που δεν ξέρουμε αν θα πρέπει να τον συγχαρεί κανείς, ή να τον οικτίρει. Κι αυτό γιατί οι πιέσεις που απ’ την επομένη των εκλογών δέχεται είναι να μπει σε τροχιά  δορυφόρου γύρω απ’ το ΠΑΣΟΚ και γενικότερα τον δικομματισμό. Η κ. Δαμανάκη ήταν αρκετά σαφής, όταν το βράδυ των εκλογών διαπίστωνε ότι η αριστερά πρέπει να πάψει να πολιτεύεται με όρους «ήττας του δικομματισμού». Ο κ. Μπίστης και οι λοιποί κεντροαριστεροί του ΣΥΝ έχουν πια ανοικτή γραμμή επικοινωνίας με την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ. Κι οφείλουμε να αναγνωρίσουμε στον κ. Σημίτη ότι γνωρίζει πολύ καλά τον κρυφό καημό πολλών δεξιών κι αριστερών της ηγεσίας του ΣΥΝ, γι αυτό και ανακοίνωσε «ανοίγματα της κυβέρνησης» με αντικείμενο θέσεις στις διοικήσεις οργανισμών και στον κρατικό μηχανισμό, δηλαδή μ’ αντικείμενο την νομή της εξουσίας. Το δόλωμα είναι τόσο δελεαστικό που ο κατά τ’ άλλα λαλίστατος κ. Κωνσταντόπουλος και οι υπόλοιποι της ηγεσίας του ΣΥΝ, δεν τόλμησαν ούτε καν να ξεκαθαρίσουν την θέση τους απέναντι σ’ όσους λιγουρεύονται οφίτσια. Για να φανεί, πριν καν «αλέκτωρ λαλήσει τρεις», ότι ο «διμέτωπος» που κήρυξαν μετεκλογικά είναι στην πραγματικότητα μονομέτωπος προς τ’ αριστερά, εναντίον του ΚΚΕ.        
Ο ΣΥΝ σήμερα αποτελεί το πολιτικό έκτρωμα μιας παλαιολιθικής λογικής – που κατάγεται απ’ την ιστορική σοσιαλδημοκρατία – η οποία κατανοούσε την ανάγκη της «ενότητας» των κοινωνικο-πολιτικών δυνάμεων που στρατεύονται στον χώρο της αριστεράς, μέσα από «έναν και μοναδικό φορέα» της αριστεράς. Ένα κόμμα-φεντερασιόν, όπου υπάρχει χώρος για όλους: Για όσους φλερτάρουν ανοικτά με τον δικομματισμό κι ότι αυτός αντιπροσωπεύει, αλλά και για όσους υποτίθεται ότι τον αντιστρατεύονται. Όσους ψηφίζουν το Μάαστριχ και αρέσκονται να λειτουργούν ως «βασιλικότεροι του βασιλέως», μ’ όσους φαίνεται να το μάχονται. Όσους έχουν προ πολλού παραιτηθεί κι ονειρεύονται την νομή της εξουσίας, μ’ όσους υποστηρίζουν ότι εξακολουθούν να οραματίζονται την αντικαπιταλιστική αναγέννηση της αριστεράς.
Η λογική αυτή αποτελεί προέκταση του εσωτερικού πολιτικού προβλήματος του ΣΥΝ, αλλά και προσπάθεια μετατροπής του σε κεντρικό πολιτικό πρόβλημα ολόκληρης της αριστεράς. Ταυτόχρονα αναπαράγει στο εσωτερικό της αριστεράς μια κλασσική αντίληψη πολυσυλλεκτισμού, η οποία ήδη απ’ την εποχή του εκφυλισμού της αστικής επαναστατικής δημοκρατίας σε κοινοβουλευτισμό, αποτελεί πολύτιμο άλλοθι για τον αμοραλισμό που κατατρέχει τα πολιτικά κόμματα του αστισμού. Άλλωστε δεν είναι για πρώτη φορά που ορισμένοι προσπαθούν να εκπολιτίσουν την αριστερά με όρους πολυσυλλεκτικότητας. Ήδη απ’ τις πρώτες δεκαετίες της ανόδου των πρώτων σοσιαλιστικών-σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων τον 19ο αιώνα, υπήρξαν κι αυτοί που θεώρησαν ότι στο όνομα των «αιώνιων αξιών του ανθρωπισμού και του πολιτισμού», έπρεπε τα νεαρά τότε εργατικά κόμματα να εγκαταλείψουν τις σαφείς κοινωνικο-ταξικές τους αναφορές και τον σοσιαλιστικό τους προσανατολισμό, ώστε να γίνουν πιο πολυσυλλεκτικά και πιο αξιοσέβαστα σ’ όλα τα στρώματα της κοινωνίας. Ο Κ. Μάρξ, ωστόσο, δεν υπήρξε καθόλου ευγενικός μ’ αυτούς τους πρώιμους θιασώτες του πολυσυλλεκτισμού: «Αυτές οι κυρίες, ανύπαρκτοι στην θεωρία κι ανίκανοι στην πράξη, επιδιώκουν να βγάλουν τα δόντια απ’ τον σοσιαλισμό (τον οποίο έχουν ερμηνεύσει με βάση ακαδημαϊκές συνταγές) και ειδικά απ’ το Σοσιαλ-δημοκρατικό Κόμμα, να διαφωτίσουν τους εργάτες, ή, όπως το τοποθετούν αυτοί, να τους προμηθεύσουν με ‘μορφωτικά στοιχεία’ και πάνω απ’ όλα να κάνουν το κόμμα ‘αξιοσέβαστο’ στα μάτια των Φιλισταίων»[1]. Τι είναι, όμως, ο Μάρξ μπροστά στο διαμέτρημα ενός πολιτικού διανοητή όπως ο κ. Κουναλάκης, ο κ. Παπαδημούλης, η κ. Δαμανάκη και οι υπόλοιποι σύγχρονοι φωστήρες της πολυσυλλεκτικής «πληθυντικής αριστεράς»; Ένας απλός «αναχρονισμός».      
Δεν είναι λοιπόν καθόλου ν’ απορεί κανείς γιατί αυτή η πολυσυλλεκτική ενότητα δεν βοήθησε ούτε καν την «αριστερή πτέρυγα» στο εσωτερικό του ΣΥΝ, παρά την υποτιθέμενη πλειοψηφία της, να συγκροτήσει έναν πόλο μ’ εσωτερική ιδεολογικο-πολιτική συνοχή και συνεπή αριστερή προβληματική, ώστε να μπορεί έστω ν’ αμφισβητήσει την ηγεμονία των προσκόπων του δικομματισμού στις γραμμές του. Αντίθετα το μόνο που κατόρθωσε είναι ν’ ασκείται σε ισορροπίες κορυφής, σε πάρε-δώσε κάτω απ’ το τραπέζι και παρασκηνιακές διαβουλεύσεις στα πλαίσια μιας γραφειοκρατικής ηγεσίας – με κλασσικά γνωρίσματα κοινοβουλευτικού παλαιοκομματισμού – η οποία παίζει τον ρόλο του «θεσμικού διαιτητή» ανάμεσα σ’ ανταγωνιζόμενες ομάδες, προσωπικές φιλοδοξίες και ιδιοτελή πολιτικά συμφέροντα. Μόνο και μόνο για να συντηρείται μια τυπολατρική και επίπλαστη ενότητα.
Ότι δεν κατόρθωσε να λύσει μόνος του ο ΣΥΝ – δηλαδή, το πρόβλημα της εσωτερικής του συνοχής και του αριστερού του προσανατολισμού – καλούνται να του το λύσουν ευρύτερες δυνάμεις της αριστεράς με την συσπείρωση τους σ’ αυτόν. Για ποιο λόγο; Τι τον νομιμοποιεί να διεκδικεί το αδιασάλευτο της εσωτερικής του ενότητας; Μήπως το άσυλο της «πολιτικής στέγης», που το επικαλούνται πάντα όσοι στερούνται ιδεολογίας και πολιτικής προοπτικής; Τι έχει να κερδίσει η υπόθεση της αριστεράς απ’ την συντήρηση μιας τυπολατρικής ενότητας ανάμεσα σ’ αριστερές και δεξιές δυνάμεις στο όνομα της «πολιτικής επιβίωσης»; Εκτός βέβαια κι αν κάποιοι παραμένουν αμετανόητοι θιασώτες της πολιτικής των διαδρόμων, του παρασκηνίου και του παραγοντισμού.
Πως μπορεί να πάρει κανείς στα σοβαρά τις αριστερές εκκλήσεις του ΣΥΝ, όταν όχι μόνο δεν έχει κατορθώσει ν’ απαλλαγεί απ’ τους προσκόπους του δικομματισμού στις γραμμές του, αλλά ούτε καν έχει επιχειρήσει κάτι τέτοιο; Τι σόι «αριστερή ενότητα» επιδιώκει όποιος δεν έχει ούτε καν την τόλμη να την κατακτήσει μέσα στο ίδιο του το κόμμα; Από πότε η έλλειψη σαφών ιδεολογικών αναφορών, αρχών και προγραμματικού λόγου – απαραίτητη προϋπόθεση για την πολιτική επιβίωση ενός κόμματος-σούπα, όπου τα πάντα είναι δυνατά – σε καθιστά τον πλέον φερέγγυο στη διαδικασία συμμαχιών της αριστεράς; Εκτός κι αν οι κύριοι του «αριστερού ρεύματος» αντιλαμβάνονται τις συμμαχίες ως εξαργύρωση προσωπικών λογαριασμών. Τι έχει να επιδείξει έως σήμερα ο ΣΥΝ, εκτός από μια δεξιά πτέρυγα με αριστερό άλλοθι, όπου φιλοδοξία της είναι η προσκόλλησή της στον δικομματισμό υπό συνθήκες που εξασφαλίζουν ικανό μερίδιο στην νομή της εξουσίας. Και μια αριστερά που είναι σε τέτοιο βαθμό ανίκανη να αναδείξει με αυτοτελή τρόπο την φυσιογνωμία της που χρειάζεται να συζεί με τον κάθε κ. Μπίστη και τον κάθε κ. Παπαγιαννάκη για να ετεροκαθορίζεται, αλλά και για να εξασφαλίζει την πολιτική της επιβίωση.
Έτσι, το περιοδικό Άλφα του «αριστερού ρεύματος» του ΣΥΝ μας έδωσε στο προεκλογικό τεύχος Ιανουαρίου[2] την ευκαιρία ν’ απολαύσουμε την δική του τυχοδιωκτική αντίληψη για τις διαχωριστικές γραμμές στο εσωτερικό της αριστεράς. Με την ίδια γνωστή παλιά λογική η αριστερά χωρίζεται σ’ αυτή που μας αρέσει και σ’ αυτή που δεν μας αρέσει. Η δική μας αριστερά είναι η καλή, δημοκρατική, σύγχρονη, ριζοσπαστική αριστερά, ενώ η άλλη αριστερά που δεν εγκλωβίζεται στις δικές μας αυταπάτες και δεν προσκυνά τις δικές μας επιλογές δεν είναι παρά η κακιά, ύποπτη, υστερόβουλη, παραδοσιακή, αντιδημοκρατική, δογματική αριστερά. Ενάντια στην οποία πρέπει να κηρύξουμε «ιερό πόλεμο». Πραγματικά εξαιρετικά πρωτότυπη προβληματική!
Μ’ αυτόν τον τρόπο το ΚΚΕ, ως παραδοσιακός μπαμπούλας, ανακηρύσσεται σ’ έναν μεγάλο «κακό λύκο» με τις χειρότερες προθέσεις για την «κοκκινοσκουφίτσα» της άδολης, δημοκρατικής κι οικολογικής αριστεράς. Το μαζικότερο κόμμα της αριστεράς κατηγορείται ακόμη μια φορά για ιδιοτέλεια, υστεροβουλία, έλλειψη στρατηγικής, άρνηση των συμμαχιών, απομονωτισμό, «αισχυντηλή συμμετοχή» στις διαδικασίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για «συμβολή στην διατήρηση και ενίσχυση του δικομματισμού» και μύρια άλλα θανάσιμα αμαρτήματα! Φαίνεται ότι κάποιοι είναι καταδικασμένοι να λειτουργούν εσαεί ως ιστορικά ερείπια, ως απολιθώματα μιας άλλης εποχής κι έτσι ονειρεύονται ακόμη να πάρουν την ρεβάνς για την διάσπαση του ’68 και κάποιοι άλλοι για την διάσπαση του ’91. Το φάσμα, όμως, του απόλυτου εκφυλισμού θα στοιχειώνει πάντα όσους – αν και υποκείμενοι στον ποινικό κώδικα της ιστορίας – εξακολουθούν ν’ ασκούν πολιτική με οδηγό τις ιστορικές τους ψυχώσεις και συμπλέγματα.
Κι όλη αυτή η αντι-ΚΚΕ υστερία από ποιους; Απ’ αυτούς που δεν έχουν ούτε καν τα πολιτικά κότσια ν’ απαλλάξουν το ίδιο τους το κόμμα απ’ τον ασφυκτικό του εναγκαλισμό με κεντροαριστερές εκδοχές του δικομματισμού. Για να πούμε την αλήθεια, δεν περιμέναμε και τίποτε διαφορετικό απ’ αυτούς που αδυνατούν να πράξουν το στοιχειώδες: ν’ αναδείξουν την δική τους αυτοτελή αριστερή φυσιογνωμία, εάν διαθέτουν τέτοια. Για τους κυρίους του «αριστερού ρεύματος» η επιβεβαίωση της δικής τους «αριστερής ταυτότητας» δεν είναι δυνατόν να γίνει παρά μόνο μέσα απ’ την γραφειοκρατική συμβίωση με δυνάμεις που φλερτάρουν ανοικτά τη νομή της εξουσίας μέσα απ’ την «επιθυμία συνεργασίας» με το ΠΑΣΟΚ.
Κάποιοι κακεντρεχείς θα μπορούσαν να πουν ότι μπροστά στον καθόλα υπαρκτό κίνδυνο της πλήρους αφομοίωσης και διάλυσης, η πενία τέχνας κατεργάζεται. Έτσι, αυτοί που για χρόνια τώρα προτιμούν τις ισορροπίες κορυφής, τις συμπαιγνίες παρασκηνίου και τους συμβιβασμούς δίχως όρια κι αρχές στους διαδρόμους μιας βοναπαρτιστικής ηγεσίας, ξαφνικά θυμήθηκαν προεκλογικά την αριστερά και την ενότητά της. Και μιας κι ο ΣΥΝ δεν προσφέρεται για ασκήσεις συνεπούς αριστερού λόγου, τότε το ένστικτο της πολιτικής επιβίωσης τους οδήγησε στη γνωστή πεπατημένη: να απευθυνθούν όχι στο νου και την λογική του αριστερού, αλλά στις ψυχώσεις, τις προκαταλήψεις και τα συντηρητικά αντανακλαστικά που για χρόνια συντηρεί για τον μπαμπούλα του ΚΚΕ, ένα τμήμα της αριστεράς. 
Σ’ αυτή την πεπατημένη κι ο κ. Κωνσταντόπουλος μετά τις εκλογές και με τις ευλογίες όλων των τάσεων του ΣΥΝ, μπορεί να μην είπε ούτε λέξη για την εκλογική πανωλεθρία του κόμματός του, ούτε καν κάποια στοιχειώδη αυτοκριτική – πως θα μπορούσε άλλωστε να κατέβει στο επίπεδο της αυτοκριτικής αυτός ο άλλος Ανδρέας Παπανδρέου της «νέας αριστεράς» – αλλά δεν άργησε καθόλου να κηρύξει έναν νέο «διμέτωπο». Κι αυτό γιατί απ’ τις ανομολόγητες βλέψεις και τις σκοτεινές προθέσεις της «δογματικής αριστεράς», κινδυνεύει να «μολυνθεί» η αμόλυντη κι αγνή αριστερά του ΣΥΝ. Πρόκειται για την ίδια παλιά γνωστή ιστορία, όπου ελλείψει συνεπούς αριστερής ιδεολογίας και πολιτικής, η ηγεσία του ΣΥΝ επιδιώκει την πολιτική της επιβίωση, επενδύοντας σε ψυχώσεις, συμπλέγματα και προσωπικές φιλοδοξίες ορισμένων στην αριστερά. Γι αυτό – αν και πάντα απούσα απ’ τα πραγματικά κινήματα – αυτοπροβάλλεται αλαζονικά κι υστερόβουλα ως δήθεν προνομιακός χώρος της «κινηματικής αριστεράς». Μιας αριστεράς, δηλαδή, η οποία ενώ ξέρει να εκτρέφει δυνάμεις που ανοικτά φλερτάρουν με τον δικομματισμό και την νομή της εξουσίας, την ίδια ώρα ανακαλύπτει «αγεφύρωτα χάσματα» μ’ όσους στην υπόλοιπη αριστερά δεν βολεύονται κάτω απ’ την «ομπρέλα» της. Εδώ βρίσκεται το «μυστικό» της αντι-ΚΚΕ υστερίας των παρατρεχάμενων της ηγεσίας του ΣΥΝ!
Όμως, όσο κι αν οι «άνθρωποι του προέδρου» αναζητούν μέσα από υστερικούς «διμέτωπους», νέο ρόλο στο κυρίαρχο πολιτικό σκηνικό, που στήνει ο δικομματισμός και οι πάτρωνές του, ένα είναι σίγουρο: Μια ανάλογη επιλογή «ιερού πολέμου», στις αρχές της δεκαετίας του ’90, επέφερε όχι την ποθούμενη εξαφάνιση του ΚΚΕ, αλλά τον ΣΥΝ εκτός Βουλής. Χρειάστηκε η αμέριστη ελεήμονα διάθεση των γνωστών συγκροτημάτων των ΜΜΕ, αλλά και του εκλογικού σώματος, για να ξαναδούμε τον ΣΥΝ στην Βουλή το ’96. Σήμερα φαίνεται ότι η ηγεσία του αρνείται να βάλει μυαλό και επιλέγει για μια ακόμη φορά λογικές «ιερού πολέμου», ποντάροντας στην ελεήμονα διάθεση των κυρίαρχων της πολιτικής και στα προϊστορικά συμπλέγματα πολλών στην αριστερά. Όμως, οι εποχές έχουν αλλάξει. Η πολιτική φιλανθρωπία έχει τα όρια της. Αυτή την φορά η ηγεσία του ΣΥΝ διακυβεύει πολλά περισσότερα απ’ την κοινοβουλευτική προοπτική του κόμματός της. Με τον νέο «διμέτωπο», που στην ουσία είναι μονομέτωπος, υπογράφει την πολιτική της καταδίκη.



[1] K. Marx & F. Engels, Collected Works: 1874-79, vol. 45, Progress Publishers (Moscow, 1991), p. 413.
[2] Βλέπε τα άρθρα του Αλ. Φλαμπουράρη και του Τ. Τρίκκα στο Άλφα, τεύχος 45, Ιανουάριος ’00.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου