Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

Ερωτήσεις κι απαντήσεις για την εφημερίδα «Αριστερά»




Ερώτηση: Ποιο είναι κατά τη γνώμη σας το κεντρικό στίγμα των Θέσεων για το 16ο Συνέδριο;
Απάντηση: Όποιος έχει μελετήσει την ιστορία του ΚΚΕ απ’ την ίδρυσή του έως σήμερα, γνωρίζει πολύ καλά ότι ποτέ πριν – ακόμη και σ’ εποχές ιδιαίτερης ιδεολογικής σύγχυσης και ταξικού αποπροσανατολισμού – δεν υπήρξαν τόσο προχειρογραμμένες, τέτοιου χαμηλού επιπέδου και τόσο «αδιάφορες» Θέσεις. Δυό είναι οι βασικές καινοτομίες των Θέσεων της ΚΕ για το 16ο Συνέδριο:

Καταρχήν, η βασικότερη «καινοτομία» των Θέσεων, που γίνεται αντιληπτή ήδη απ’ την πρώτη ανάγνωσή τους, είναι το γεγονός πως δεν βασίζονται σε καμμιά εμπεριστατωμένη ανάλυση της σύγχρονης πραγματικότητας, τόσο της χώρας μας όσο και διεθνώς. Εν μέσω απίθανων ιδεολογημάτων περί «ιμπεριαλιστικού συστήματος» κι «ενδιάμεσης θέσης» της Ελλάδας, περί υποτιθέμενης «εξόδου απ’ την κρίση υπερπαραγωγής» κι άλλων φαιδρών εκτιμήσεων, σκιαγραφείται μια ηθικολογική καταγγελία αυτού που οι συγγραφείς του κειμένου καταλαβαίνουν ως καπιταλισμό, με όρους γενικής επιδείνωσης, «όξυνσης των αντιθέσεων» και τραγικών συνεπειών. Καμμιά σοβαρή ανάλυση των σύγχρονων κυρίαρχων αντιθέσεων δεν υπάρχει, απλά διαπιστώνεται για μια ακόμη φορά ότι αυτές «οξύνονται», όπως άλλωστε συμβαίνει εδώ και δυό αιώνες. Δεν αναλύονται κοινωνικο-οικονομικές σχέσεις κι αντιθέσεις, απλά καταγράφονται συνέπειες. Η μεθοδολογία είναι η παλιά γνωστή μικροαστική λογική του «άσπρου-μαύρου», των «θετικών κι αρνητικών συνεπειών», του «καλού και του κακού»: Απο την μια, οι δυνάμεις του κεφαλαίου που επιτίθενται, καταστρέφουν, ποδοπατούν δικαιώματα, επεκτείνονται, θεμελιώνουν την κυριαρχία τους και γενικώς συσσωρεύουν μύρια όσα κακά στην ανθρωπότητα. Κι απ’ την άλλη οι γνωστές «επαναστατικές δυνάμεις της εποχής μας», που αναπαράγονται αυτούσια απ’ τα παλιά σοβιετικά εγχειρίδια.
Η δεύτερη βασική καινοτομία είναι ότι η ΚΕ έχει τόσο πολύ υποκαταστήσει ολόκληρο το κόμμα, που για πρώτη φορά στις Θέσεις της δεν νιώθει έστω και την τυπική υποχρέωση ν’ απολογηθεί για ολόκληρη την προηγούμενη περίοδο δράσης. Δεν υπάρχει κανένας απολογισμός για τον τρόπο άσκησης πολιτικής σ’ όλη την προηγούμενη περίοδο, ούτε για τον ρόλο του κόμματος στα μαζικά κινήματα που αναπτύχθηκαν στο προηγούμενο διάστημα. Για το τι έφταιξε και μαζικοί αγώνες όπως αυτοί των αγροτών έσβησαν άδοξα, ή γιατί το μαζικό αντιπολεμικό κίνημα εξανεμίστηκε, δεν φαίνεται ν’ απασχολούν την ΚΕ. Ούτε φυσικά έχει κάτι να πει ή να συμπεράνει απ’ την πολιτική ήττα των τελευταίων εκλογών. Το μόνο που κάνει είναι να συγχαίρει αυτάρεσκα τον εαυτό της για την «επιβεβαίωση της γραμμής», έστω κι αν δεν έχει να επιδείξει κανένα θετικό αποτέλεσμα, εκτός απ’ την γνωστή επωδό των απανταχού γραφειοκρατών της πολιτικής, «αντέξαμε». 
Ερώτηση: Ποιος θεωρείτε ότι είναι ο χαρακτήρας του ΑΑΔΜ, όπως καθορίζεται στις Θέσεις, υπάρχει μια ασάφεια. Κατά τη γνώμη σας αυτή είναι προϊόν αδυναμίας ή σκοπιμότητας;
Απάντηση: Νομίζω πως και οι δυό παράμετροι ενυπάρχουν. Έτσι, στον πολιτικό λόγο της ηγεσίας του κόμματος, η έννοια του Μετώπου έχει καταλήξει να σημαίνει τα πάντα και να ταυτίζεται με τα πάντα: από την πιο μικρή συσπείρωση εργαζομένων γύρω από κάποια επιμέρους αιτήματα, έως την συμμαχία ολόκληρων τάξεων που σε συνθήκες επαναστατικής κρίσης συσπειρώνονται γύρω από το κεντρικό πρόβλημα της εξουσίας. Διαλέξτε και πάρτε.
Είναι τα πάντα γι αυτό και δεν έχει κανένα ιδιαίτερο περιεχόμενο. Αυτό επιτρέπει μια υστερόβουλη προβολή του Μετώπου ως απόρροια κι επιστέγασμα όλων των καθημερινών, αλλά και πιο μακροπρόθεσμων επιδιώξεων της ηγεσίας του κόμματος. Την στιγμή, βέβαια, που θα ‘πρεπε να ‘ναι προϋπόθεση μιας αληθινά ανατρεπτικής πολιτικής, όπως ήταν ανέκαθεν για τα Κομμουνιστικά Κόμματα η τακτική για κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες. Και μόνο αυτή η σιωπηρή και διολισθαίνουσα αντιστροφή – όπου τα ζητούμενα και τα επιδιωκόμενα μιας ταξικά συνεπούς συμμαχικής πολιτικής, μετατρέπονται σε προαπαιτήσεις της – αρκεί για να μετατρέψει το Μέτωπο σε μια κούφια φράση, σε απλή ρητορεία, σε μια «συμμαχική πολιτική» που αρνείται στην πράξη κάθε αληθινή επιδίωξη αριστερών κοινωνικο-πολιτικών συμμαχιών. Αρκεί μόνο για μίζερα και υποτυπώδη «ανοίγματα», όταν κι όποτε η «συμμαχία» εξυπηρετεί τις τρέχουσες πολιτικές επιδιώξεις της ηγετικής ομάδας. Έτσι, έχουμε την τραγελαφική περίπτωση με το ΔΗΚΚΙ, το οποίο στο μεν πολιτικό επίπεδο θεωρείται «καθεστωτική δύναμη», κι ως εκ τούτου η ΚΕ δεν αναγνωρίζει κανένα περιθώριο συμμαχικής προσέγγισης, ενώ στο συνδικαλιστικό επίπεδο – και καθόσον αυτό θα  συμμετέχει στο ΠΑΜΕ – δεν είναι μόνο συμμαχική, αλλά και «ταξική δύναμη»! Πολιτική σχιζοφρένεια ή κλασσική περίπτωση πολιτικού τυχοδιωκτισμού;   
Ερώτηση: Έχει το 16ο Συνέδριο να συνεισφέρει κάτι το θετικό, και τι, στην υπόθεση της Αριστεράς στη χώρα μας, με δεδομένο ότι η πορεία προς αυτό σημαδεύεται από διαγραφές και αποκλεισμούς απόψεων;
Απάντηση: Το βασικό πρόβλημα της σημερινής κατάστασης στο ΚΚΕ δεν βρίσκεται στις διαγραφές και τους αποκλεισμούς απόψεων, έστω κι αν πρόκειται για εκδήλωση ανοικτού φραξιονισμού της ΚΕ εναντίον του υπόλοιπου κόμματος. Μετά την τραγική ήττα του ’91, την χρεοκοπία και διάλυση του υπαρκτού σοσιαλισμού, το ΚΚΕ – όπως κι ότι απόμεινε απ’ το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα – ακολούθησε μια πορεία βαθύτατης κρίσης ιδεολογικο-πολιτικής ταυτότητας. Η ουσία της κρίσης αυτής δεν αφορά απλά την ήττα του άλλοτε «νικηφόρου σοσιαλισμού». Αυτό ήταν, θα μπορούσαμε να πούμε, η τελευταία πράξη ενός δράματος που είχε ξεκινήσει πολύ πιο πριν. Η ουσία βρίσκεται στο γεγονός ότι σε μια περίοδο – ιδίως στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 – ισχυρότατων και παρατεταμένων κρισιακών κλονισμών του καπιταλισμού, σε μια περίοδο όπου ο καπιταλισμός στην προσπάθειά του ν’ ανασυγκροτηθεί αναγκάστηκε να ξεγυμνώσει πολλά κοινωνικο-πολιτικά και ιδεολογικά ταμπού, το κομμουνιστικό κίνημα δεν μπόρεσε να αυτοεπιβεβαιωθεί σαν επαναστατική δύναμη, σαν πρωτοπόρα δύναμη κοινωνικής ανατροπής. Δεν μπόρεσε τελικά να δώσει το σύγχρονο πρόσωπο της κοινωνικής επανάστασης, της επαναστατικής διεξόδου προς την νέα κοινωνία. Κι αυτό δεν αφορά μόνο την αδυναμία των κομμουνιστών να διοχετεύσουν την κοινωνική ενέργεια που απελευθέρωνε η κρίση του καπιταλιστικού κόσμου σ’ επαναστατικό δρόμο. Αφορά επίσης και την τραγική αδυναμία των κομμουνιστικών κομμάτων στις χώρες που ήταν στην εξουσία, να απελευθερωθούν απ’ τα ιδεολογικά και πολιτικά δεσμά που τους κληροδότησαν οι λογικές της «επανάστασης απ’ τα πάνω» και να επιχειρήσουν την επαναστατική τομή στην πορεία του σοσιαλισμού, ώστε ν’ ανοίξουν νέους δρόμους προς την κομμουνιστική προοπτική.
Απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση η ηγεσία που αναδείχθηκε μέσα απ’ τον ανοιχτό φραξιονιστικό ανταγωνισμό  κορυφής του ’89 – ’91, συμπεριφέρθηκε στο κόμμα σαν στρατός κατοχής. Διατήρησε την φραξιονιστική της συγκρότηση, έπνιξε κάθε ίχνος σοβαρής ιδεολογικής και θεωρητικής αναζήτησης και βάλθηκε σε μια συστηματική αναθεώρηση όλων των θεμελιακών προγραμματικών αρχών και αξιών, που είχε κατακτήσει το κομμουνιστικό κίνημα στην ιστορική του πορεία. Με την μέθοδο της διολίσθησης αναθεωρήθηκε ο τρόπος κατανόησης του παγκόσμιου και του ελληνικού καπιταλισμού. Αναθεωρήθηκε εκ βάθρων ο χαρακτήρας και οι όροι της επικείμενης επανάστασης. Η πολιτική συμμαχιών κατάντησε μια χυδαία επιλεκτική προσέγγιση όχι μ’ αριστερές δυνάμεις και κινήματα, αλλά με παράγοντες και παραγοντίσκους δίχως αρχές και όρια. Πετάχτηκε στα σκουπίδια η κλασσική προσέγγιση των κομμουνιστών στα συνδικάτα και το μαζικό κίνημα, για ν’ αντικατασταθεί με την αναρχοσυνδικαλιστική λογική των ταξικών και μη συνδικάτων. Ποδοπατήθηκε κάθε έννοια δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, όπου ταυτίστηκε πλέον με την πειθαρχία στην δοσμένη ηγεσία, με τους ίδιους όρους που υπάρχει και στα αστικά κόμματα.
Το 16ο Συνέδριο δεν είναι παρά η τελευταία πράξη μιας γενικευμένης κρίσης που από ‘δώ και μπρος θα θέτει όλο και περισσότερο σε δοκιμασία την ίδια την ύπαρξη του κόμματος. Ο κ. Ανδρουλάκης και το σινάφι του, μπορούν να αισθάνονται «δικαιωμένοι»: ότι δεν κατόρθωσαν αυτοί στις αρχές της δεκαετίας του ’90, έχει βαλθεί να το καταφέρει η σημερινή ηγετική ομάδα.
Ερώτηση: Με βάση την εμπειρία σας από τη συμμετοχή σας στο Οικονομικό Τμήμα της ΚΕ του ΚΚΕ, εκτιμάται ότι υπάρχει ανταπόκριση του κόμματος σε ιδεολογικό επίπεδο στις απαιτήσεις της εποχής; Που βρίσκονται οι μεγαλύτερες καθυστερήσεις; Υπάρχουν δυνάμεις μέσα σ’ αυτό που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην υπερνίκησή τους;
Απάντηση: Δυστυχώς στην ιστορία του το επαναστατικό κίνημα ελάχιστα πήρε στα σοβαρά την προειδοποίηση του Λένιν ότι «η έλλειψη θεωρίας αφαιρεί απο την επαναστατική κατεύθυνση το δικαίωμα ύπαρξης και την καταδικάζει αναπόφευχτα, αργά ή γρήγορα, σε πολιτική χρεοκοπία». Συχνά οι λογικές που ήθελαν την “πολύπλοκη θεωρία” για τους κλειστούς κύκλους κάποιων “μυημένων”, ενώ για τις ευρύτερες μάζες να αρκούν τα απλοϊκά συνθήματα και η εγχειριδιακή απολογητική, πρυτάνευαν στο επαναστατικό κίνημα.
Η άρνηση της θεωρίας, λοιπόν, στο όνομα της πολιτικής δράσης και τελικά η υποκατάστασή της απο μια φτηνή εγχειριδιακή απολογητική, είναι παλιά και άκρως μεταδοτική ασθένεια του επαναστατικού κινήματος. Πηγάζει απο την αντικειμενική αδυναμία της εργατικής τάξης να παράγει «ανεξάρτητη ιδεολογία» ενάντια στην αστική, επεξεργασμένη απο τις ίδιες τις εργατικές μάζες μέσα απ’ την ίδια την εμπειρία του κινήματός τους. Η αδυναμία αυτή πάντα εκφράζεται με την αποστροφή στην θεωρία γενικά, την δυσπιστία απέναντι σε κάθε «αφηρημένη έρευνα», την καχυποψία απέναντι στους «σοφούς» ή τους «διανοούμενους».
Σ’ αυτήν την αυθόρμητη τάση αντέταξε ο Λένιν την άποψή για το “κόμμα νέου τύπου”, που φανταζόταν σαν εθελοντική οργάνωση “επαγγελματιών επαναστατών”, με έναν καθόλα “ανώτερο πολιτισμό”, γιατί θα δάμαζαν πρωταρχικά τον “πολιτισμό της εποχής τους”. Ένα κόμμα προλεταριακό, αλλά όχι “τμήμα της τάξης” και άρα υποχείριο του επιπέδου της. Γι αυτό κι ενώ το θεωρούσε αναγκαία σαν “κόμμα μαζών”, δεν θεωρούσε το ίδιο αναγκαίο να αποτελεί και “μαζικό κόμμα”, αφού το πρωταρχικό για τον Λένιν δεν είναι η ποσότητα των μελών, αλλα η ποιότητά τους, που καθοριζόταν απο την αφοσίωση στην επανάσταση και το “επίπεδο πολιτισμού” τους, πράγματα εξαιρετικά αλληλένδετα. Για τους υπόλοιπους “αγωνιστές της εργατικής τάξης” πάντα υπήρχαν τα συνδικάτα και οι υπόλοιπες οργανώσεις του εργατικού κινήματος.
Κι όλα αυτά γιατί ο Λένιν κατανοούσε το “κόμμα νέου τύπου” στο ρόλο ενός πρωτοπόρου αγωνιστή που «μπορεί να τον εκπληρώσει μόνον ένα κόμμα που καθοδηγείται απο πρωτοπόρα θεωρία»! Μια θεωρία που μπορεί να είναι πρωτοπόρα μόνο εάν αποτελεί πρωταρχικό καθήκον για το επαναστατικό κόμμα και μόνο εάν κατακτά το σύνολο των «γνώσεων της εποχής» του, για να τις προωθήσει παραπέρα και να αποκαταστήσει το επιστημονικό τους περιεχόμενο, ώστε η επαναστατική προοπτική να κατέβει από τον νεφελώδη ουρανό της γενικότητας και να ριζώσει σε στέρεο έδαφος. Ένα καθήκον που ο Λένιν το θεωρούσε συλλογικό καθήκον ολόκληρου του κόμματος, θεμελιακό καθήκον κάθε επαναστάτη ξεχωριστά κι όχι απλά κάποια επιμέρους απασχόληση κάποιων “ειδικών” ή “μυημένων” στις “αφηρημένες έρευνες”. Γι αυτό και θεμελιακό χαρακτηριστικό αυτού του “κόμματος νέου τύπου” ήταν η ευρύτερη δυνατή δημοκρατική οργάνωσή του, που δεν αφορά απλά το τυπικό μέρος των ψηφοφοριών για εκλογή και λογοδοσία οργάνων, αλλά πρωταρχικά την ελεύθερη ζύμωση στο εσωτερικό του κόμματος, την δυνατότητα της μεγαλύτερης δυνατής έκφρασης κομματικών ομάδων και μεμονωμένων μελών, ακόμη και δημόσια, απ’ τον ίδιο τον κομματικό τύπο, άν οι συνθήκες το επέτρεπαν. Αυτό ήταν και το περιεχόμενο, που έδινε ο Λένιν στον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, όπου η μεγαλύτερη δυνατή δημοκρατία και ελευθερία έκφρασης όλων, καθόριζε την εσωτερική ισοτιμία όλων απέναντι σ’ όλους, χωρίς φραγμούς “ιεραρχίας”, χωρίς ηγεμόνες και ηγεμονευμένους, χωρίς κομματικούς ηγέτες και οπαδούς-μέλη. Αυτός ήταν κι ο μοναδικός τρόπος, το επαναστατικό κόμμα να αποκτήσει “ανώτερο πολιτισμό”, που θα του επέτρεπε όχι μόνο την “πολυτέλεια” – όπως δυστυχώς θεωρούν πολλοί σήμερα – μιας “πρωτοπόρας θεωρίας”, αλλά και την εσωτερική συνειδητή πειθαρχία που απαιτεί η πολιτική δράση την  αποφασιστική στιγμή.
Τώρα, τι σχέση μπορεί να έχουν όλα αυτά με την κατάσταση στο ΚΚΕ; Αντίθετα την τελευταία δεκαετία γίναμε μάρτυρες μιας καθολικής “αποιδεολογικοποίησης” της πολιτικής του Κόμματος, που έχει πια σαν βασικό χαρακτηριστικό την συνολική επιστημονική απαξίωση της ιδεολογικής του δουλειάς. Με διαστάσεις πρωτοφανείς για την μεταπολεμική ιστορία του Κόμματος, όπως γνωρίζει πολύ καλά όποιος έχει παρακολουθήσει έστω και στοιχειωδώς την επίπονη, προβληματική, αντιφατική και πάσχουσα απο χρόνια καθυστέρηση, πορεία της ιδεολογικής δουλειάς τα τελευταία 30 χρόνια.
Κι αυτό δεν φαίνεται μόνο απ’ τα τμήματα-σφραγίδες της ΚΕ (όπως π.χ. το σημερινό Οικονομικό Τμήμα), ούτε ακόμη κι απ’ την μετατροπή του ΚΜΕ σ’ εκδρομικό όμιλο και σε θλιβερό οργανωτή επετείων. Ολόκληρο το διάστημα απο το 14ο Συνέδριο έως και σήμερα δεν υπήρξε καμμιά σοβαρή συνεισφορά στην ιδεολογική διαμάχη, στον σύγχρονο θεωρητικό προβληματισμό, στην σύγχρονη μαρξιστική-λενινιστική έρευνα. Αντίθετα καλλιεργήθηκε με προκλητικό τρόπο η μετριότητα, η πνευματική οκνηρία, η αποστροφή απ’ την θεωρία, η προκλητική λοιδορία της επιστημονικής έρευνας κι ο εκχυδαϊσμός της θεωρητικής αναζήτησης. Έτσι είχαμε μια σοβαρή στροφή στην ιδεολογική δουλειά του κεντρικού μηχανισμού, που μοιάζει πολύ μ’ εκείνη που περιέγραψε ο Μάρξ για την αστική οικονομική σκέψη: «την θέση της ανιδιοτελούς έρευνας την πήραν οι πληρωμένοι διαπληκτισμοί των καλαμαράδων, την θέση της αμερόληπτης επιστημονικής έρευνας την πήρε η κακή συνείδηση και η άσχημη πρόθεση απολογητικής». Δεν πρόκειται, δηλ., τώρα πια για το άν είναι αληθινή αυτή ή εκείνη θεωρητική εκτίμηση, μα για το άν είναι ωφέλιμη ή επιζήμια στις εκάστοτε “ισορροπίες κορυφής”, αν ταιριάζει ή όχι στην “κυρίαρχη άποψη”, αν έρχεται σε σύγκρουση ή όχι με τις δεδομένες επιλογές των “καθοδηγητών”.      

                                                                         Αθήνα, 15/11/2000 

Δημήτρης Καζάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου