Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

Η παγκόσμια οικονομία στη δίνη της κρίσης




Δημήτρης Καζάκης*


Τι συμβαίνει με την παγκόσμια οικονομία; Το σύνολο σχεδόν των αναλυτών αλλά και των διεθνών οργανισμών του κεφαλαίου συμφωνούν ότι πρόκειται για την εκδήλωση της πιο σημαντικής κρίσης που έχει γνωρίσει η παγκόσμια οικονομία κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Δεν είναι επίσης λίγοι εκείνοι που τη συγκρίνουν με τη «Μεγάλη Ύφεση» του 1930, μιας και οι χρηματαγορές υπέστησαν καθίζηση αντίστοιχη με εκείνη του κραχ του 1929. Ο πίνακας 1 δείχνει τη μηναία μεταβολή της κεφαλαιοποίησης των χρηματιστηρίων παγκόσμια για το 2008. Τους μήνες Ιούνιο έως και Νοέμβριο η καθίζηση ήταν της τάξης του 56,4% και χάθηκαν 26,2 τρις δολ. κεφαλαιοποίησης. Ποσό που ισοδυναμεί με το 43,6% του παγκόσμιου ΑΕΠ για το 2008 ή με το συνολικό ΑΕΠ για τον ίδιο χρόνο των ΗΠΑ, της Κίνας, της Ιαπωνίας και της Γερμανίας μαζί. Να σημειώσουμε ότι το 1929 η πτώση των χρηματιστηρίων ήταν της τάξης περίπου του 47% και τα κεφάλαια που χάθηκαν έφταναν μερικά δις δολ.

Η μικρή ανάκαμψη του Δεκεμβρίου έχει περισσότερο να κάνει με τις ενέσεις ρευστού που διέθεσαν πλουσιοπάροχα οι κυβερνήσεις στη χρηματαγορά. Μόνο η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει δεσμευτεί έως σήμερα να διαθέσει έμμεσα ή άμεσα περί τα 8,5 τρις δολ.[1], που ισοδυναμούν με το 59,4% του ΑΕΠ της χώρας για το 2008. Ωστόσο, παρά τα συνεχή «πακέτα» που ανακοινώνονται, οι αγορές δεν φαίνεται να ανταποκρίνονται. Είναι χαρακτηριστικό ότι τον Ιανουάριο του 2009 εξανεμίστηκαν τα προσωρινά οφέλη του Δεκεμβρίου του 2008, με την κεφαλαιοποίηση να κατρακυλά κάτω από τα επίπεδα του 2000.
Πίνακας 1: Παγκόσμια κεφαλαιοποίηση το 2008
Μήνας
Σύνολο*
Μεταβολή (%)
Ιανουάριος
55,154
---
Φεβρουάριος
55,933
1,4
Μάρτιος
53,852
-3,7
Απρίλιος
56,407
4,7
Μάιος
57,499
1,9
Ιούνιος
52,827
-8,1
Ιούλιος
50,736
-3,9
Αύγουστος
49,028
-3,3
Σεπτέμβριος
42,766
-12,7
Οκτώβριος
33,654
-21,3
Νοέμβριος
31,250
-7,1
Δεκέμβριος
32,584
5,1
* Τρισεκ. Δολ.
ΠΗΓΗ: World Federation of Exchanges
Σε τι οφείλεται η σημερινή κατάσταση; Όσο περισσότερο βυθίζεται η παγκόσμια οικονομία στην κρίση τόσο περισσότερο σβήνουν οι συζητήσεις για τις αιτίες της. Τόσο περισσότερο η όλη συζήτηση αναλώνεται στη διαπίστωση των εκδηλώσεων και των συνεπειών της, όπως και στη διάρκειά της. Το γεγονός αυτό δεν οφείλεται απλώς και μόνο σε βαθύτερες πολιτικές σκοπιμότητες, αλλά πρώτα και κύρια στον τρόπο με τον οποίο κατανοείται η ίδια η ουσία της κρίσης. Για τους αστούς αναλυτές η κρίση δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα τσουνάμι, ένα φυσικό φαινόμενο της οικονομίας, που δεν έχει νόημα να συζητά κανείς για τις αιτίες του, αλλά μόνο για τα «υδατοφράγματα» που κατέρρευσαν, όπως και για την αρχιτεκτονική των νέων τα οποία θα ανεργεθούν στη θέση των παλιών. Με την ίδια ακριβώς λογική προσεγγίζουν την κρίση και όσοι την αντιλαμβάνονται ως μία ακόμη τυπική «κρίση του καπιταλισμού». Το επιχείρημα είναι εξαιρετικά απλοϊκό: Οι κρίσεις είναι εγγενές φαινόμενο του καπιταλισμού και επομένως δεν χρειάζεται παρά η καταγγελία του συστήματος που τις γεννά. Με τον τρόπο αυτό η κρίση κατανοείται ως ένα ιδιαίτερο «διαχειριστικό» πρόβλημα του κεφαλαίου και της εξουσίας του. Τίποτα περισσότερο.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο τόσο στη δεξιά όσο και στην αριστερά κυριάρχησαν τρεις κύριες προσεγγίσεις για τα αίτια της κρίσης:
Πρώτο, η κρίση στην ουσία της δεν είναι κρίση, αλλά το αποτέλεσμα της απάτης κάποιων λαμόγιων (των γνωστών golden boys), που λεηλάτησαν τις επιχειρήσεις με λούσα, εξαλλοσύνες και υπέρογκες αμοιβές. Επομένως δεν φταίει ούτε το σύστημα ούτε η αγορά, αλλά κάποιοι ποταποί, ύποπτοι τύποι που αναρριχήθηκαν, άγνωστο πώς, στις κορυφές των μεγαλύτερων εταιρειών και πιστωτικών ιδρυμάτων του πλανήτη για να τα κονομήσουν με αθέμιτα μέσα. Το όλο πρόβλημα έγκειται στην «έλλειψη ελέγχων» και στην αποτυχία των «ελεγκτικών μηχανισμών».
Δεύτερο, η κρίση δεν ξεπήδησε από την πραγματική οικονομία αλλά από την πλασματική οικονομία της κερδοσκοπίας με δάνεια και χρεώγραφα. Η πραγματική οικονομία, αν και πλήττεται κι αυτή από την κρίση, δεν πρέπει να ταυτίζεται με την πλασματική. Άλλο πραγματική, άλλο πλασματική οικονομία, άλλο πραγματικό και άλλο πλασματικό ή εικονικό κεφάλαιο. Γι’ αυτό και το υγιές, νόμιμο και αποδεκτό καπιταλιστικό κέρδος, το οποίο κυριαρχεί στην πρώτη, δεν πρέπει να ταυτίζεται με την κερδοσκοπία, η οποία κυριαρχεί στη δεύτερη. Επομένως την κρίση δεν την γέννησε το καπιταλιστικό κέρδος αλλά οι υπερβάσεις του από την ασύδοτη κερδοσκοπία. Δεν είναι πρόβλημα καπιταλιστικού μονοπωλίου αλλά τραπεζών και φούσκας.
Τρίτο, η κρίση αυτή δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία ακόμη κυκλική κρίση της καπιταλιστικής οικονομίας, σαν τις τόσες που πέρασε από τις αρχές του 19ου αιώνα έως την εποχή μας. Πρόκειται για μία ακόμη «κρίση υπερπαραγωγής» ή «συστημική κρίση» ή «κρίση υπερσυσσώρευσης», που αφορά στον τρόπο με τον οποίο το κεφάλαιο και η εξουσία του διαχειρίζονται την οικονομία. Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια κρίση «μοντέλου» ρύθμισης ή διαχείρισης της οικονομίας, που εκφράζεται με τη διαμάχη ανάμεσα στο νεοφιλελευθερισμό και τον κεϋνσιανισμό. Στη λογική αυτή βασίζεται και όλη η φιλολογία περί της «κρίσης του νεοφιλελευθερισμού» και της δήθεν «στροφής προς τον κεϋνσιανισμό».
Και οι τρεις αυτές προσεγγίσεις έχουν καθαρά απολογητικό χαρακτήρα, ακόμη και όταν ντύνονται με τις πιο ακραιφνείς αντικαπιταλιστικές ρητορείες. Σκοπός τους είναι να συσκοτίσουν την αλήθεια για την ουσία της κρίσης, να αποπροσανατολίσουν τους εργαζομένους, να αποτρέψουν την παρέμβαση του εργατικού και λαϊκού κινήματος στο έδαφος των αντιθέσεων και των προβλημάτων που αναδεικνύει η ίδια η κρίση. Για τους φορείς αυτών των προσεγγίσεων το βασικό πρόβλημα της κρίσης δεν είναι υπόθεση της ταξικής πάλης αλλά πρωτίστως ζήτημα γενικής ηθικής, δηλαδή πώς θα διαχωριστούν τα λαμόγια από τους τίμιους και ηθικούς επιχειρηματίες, πώς θα αποσπαστεί το καλό καπιταλιστικό κέρδος από την κακή κερδοσκοπία, αλλά και πώς ο ατυχής πλην τίμιος εργαζόμενος δεν θα φορτώνεται με τα προβλήματα του καπιταλισμού. Με άλλα λόγια, πέρα από την όποια ηθική καταδίκη της υπάρχουσας κατάστασης, η κοινωνία και οι εργαζόμενοι θα πρέπει να αφήσουν ήσυχο το σύστημα να βρει από μόνο του και με τους δικούς του όρους τη δική του διέξοδο στα δικά του προβλήματα.

Ποια είναι η αλήθεια;

Η αλήθεια βέβαια είναι πολύ διαφορετική. Όταν ο Μαρξ σημείωνε ότι «οι κρίσεις είναι πάντα μόνο στιγμιαίες βίαιες λύσεις των υπαρχουσών αντιφάσεων, βίαιες εκρήξεις, που αποκαθιστούν για μια στιγμή τη διαταραγμένη ισορροπία»[2], δεν μιλούσε για κάποιον αυτόματο μηχανισμό με τον οποίο ο καπιταλισμός αποκαθιστά προσωρινά την διαταραγμένη ισορροπία του μέσω των κρίσεων –μια ερμηνεία που δυστυχώς είναι άκρως διαδεδομένη στους κύκλους των μαρξιστών ήδη από την εποχή της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας– αλλά τόνιζε ότι η κρίση εξαναγκάζει πάντα τον καπιταλισμό ως σύστημα να έρθει αντιμέτωπος με τις εσωτερικές του αντιθέσεις και έτσι να θέσει στην ημερήσια διάταξη την υπέρβασή τους ως βασική προϋπόθεση για τη έξοδο από την κρίση. Σε συνθήκες κρίσης οι συγκαλυμμένες αντιθέσεις του καπιταλιστικού συστήματος αναδεικνύονται με βία στην επιφάνεια και απαιτούν λύση.
ΠΙΝΑΚΑΣ 2: Επέκταση των χρηματοπιστωτικών διαθεσίμων παγκόσμια

1980
1990
2000
2001
2002
2003
2004
2005
2006
2007
Μετοχές
3
9
32
28
24
32
38
43
53
65
Ομόλογα ιδιωτικού χρέους
2
10
22
23
26
30
34
36
43
51
Ομόλογα κρατικού χρέους
2
8
14
14
17
20
24
24
26
28
Καταθέσεις
5
16
25
26
29
34
38
39
45
53
Α. ΣΥΝΟΛΟ
12
43
94
92
96
117
134
142
167
196
Β. Παγκόσμιο ΑΕΠ*
10
22
32
32
33
37
42
45
49
55
Α/Β σε %
120
195
294
287
290
316
319
315
340
356
Σημειώσεις:* Σε τρέχουσες τιμές
ΠΗΓΗ: McKinsey Global Institute Global Financial Assets Database
Το άμεσο και πρακτικό ερώτημα που θέτει από την ίδια τη φύση της η κρίση είναι το εξής: Πώς θα λυθούν οι κυρίαρχες αντιθέσεις του συστήματος για να βγούμε από την κρίση; Ποια τάξη θα επιβάλει τους δικούς της όρους ως διέξοδο από την κρίση; Το κεφάλαιο ή η εργατική τάξη; Γι’ αυτό και όλες οι κρίσεις τις οποίες πέρασε στην ιστορία του ο καπιταλισμός ως σύστημα αναδείκνυαν αντικειμενικά στην επιφάνεια και έφερναν στην ημερήσια διάταξη το «ποιος - ποιον». Με άλλα λόγια, θα υπάρξει λύση των αντιθέσεων του συστήματος αναπαράγοντας τις ίδιες αντιθέσεις σ’ ένα πολύ ευρύτερο και ανώτερο επίπεδο εκδήλωσης ή θα ανοίξει ο δρόμος για την οριστική υπέρβασή τους προς όφελος της εργατικής τάξης και της κοινωνίας;
Η κρίση λοιπόν αναδεικνύει υποχρεωτικά το πρόβλημα της προοπτικής με άμεσο και πολύ πρακτικό τρόπο για όλες τις τάξεις της κοινωνίας. Αναγκάζει το σύστημα να αναθεωρήσει όλα τα έως τότε δεδομένα και τις μεγάλες μάζες να αναρωτηθούν για τη δική τους θέση και προοπτική. Οι κρίσεις δεν οδηγούν αναγκαστικά και από μόνες τους σε επαναστάσεις, αλλά φέρνουν την ταξική πάλη στο προσκήνιο με τέτοιον τρόπο που κάτω από προϋποθέσεις μπορεί ν’ αποτελέσουν την αφετηρία για το άνοιγμα του δρόμου ο οποίος οδηγεί στην επαναστατική ανατροπή της κοινωνίας. Τα υπόλοιπα είναι υπόθεση του επαναστατικού υποκειμένου και του εργατικού κινήματος. Επομένως όποιος μένει στην καταγγελία του συστήματος και επικεντρώνει την προσοχή του στις συνέπειες της κρίσης προσφέρει εξαιρετική υπηρεσία στο κεφάλαιο, γιατί του παρέχει την ευκαιρία να μονοπωλήσει τα ζητήματα της προοπτικής και της διεξόδου.
Κι αυτή την υπηρεσία την έχει ανάγκη το κεφάλαιο ιδιαίτερα για τη σημερινή κρίση. Ο λόγος είναι πως η κρίση αυτή δεν συνιστά ούτε συνηθισμένη κυκλική κρίση ούτε κρίση της πιστωτικής σφαίρας και των χρηματαγορών η οποία απλώς επιδρά στην υπόλοιπη οικονομία. Πρόκειται για κρίση που πηγάζει από μια πρωτοφανή ιστορικά υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου σε παγκόσμιο επίπεδο, αν και το μέγεθος αυτής της υπερσυσσώρευσης δεν αποτελεί από μόνο του το καθοριστικό στοιχείο της σημερινής κρίσης.
Κατ’ αρχάς θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι υπερσυσσώρευση κεφαλαίου σημαίνει υπερπαραγωγή κεφαλαίου πέρα, πάνω και έξω από τις υπάρχουσες δυνατότητες αξιοποίησής του, δηλαδή παραγωγή πρόσθετου κεφαλαίου χωρίς ανάλογη αύξηση του ποσοστού κέρδους. Η υπερσυσσώρευση αυτή είναι προϊόν της συγκέντρωσης του κεφαλαίου η οποία οδηγεί στη δημιουργία «πληθώρας κεφαλαίου», η οποία, όπως έλεγε ο Μαρξ, «αναφέρεται ουσιαστικά πάντα στην πληθώρα εκείνη κεφαλαίου, για το οποίο η πτώση του ποσοστού του κέρδους δεν ισοσταθμίζεται από τη μάζα του –και τέτοιες είναι πάντα οι νέες σχηματιζόμενες φρέσκες καταβολάδες του κεφαλαίου– ή αναφέρεται στην πληθώρα εκείνη που, με τη μορφή της Πίστης, θέτει στη διάθεση των επιχειρηματιών των μεγάλων κλάδων της παραγωγής, τα κεφάλαια εκείνα που από μόνα τους είναι ανίκανα για αυτοτελή δράση.»[3] Αυτή η περιοδική πληθώρα κεφαλαίου αποτελεί την οικονομική αιτία των κρίσεων στον καπιταλισμό από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης έως τις μέρες μας.
ΠΙΝΑΚΑΣ 3: Επιλεγμένοι δείκτες Επενδύσεων και Παραγωγής 1982-2007.

Αξία σε τρέχουσες τιμές ($ δις)
1982
1990
2000
2007
Εισροή ΑΞΕ
58
207
1.271
1.833
Εκροή ΑΞΕ
27
239
1.150
1.997
Αποθέματα εισροών ΑΞΕ
789
1.941
6.314
15.211
Αποθέματα εκροών ΑΞΕ
579
1.785
5.976
15.602
Διασυνοριακές Σ&Ε*
200
1.144
1.637
Πωλήσεις ξένων θυγατρικών
2.741
6.126
15.680
31.197
Σύνολο παγίων ξένων θυγατρικών
2.206
6.036
21.102
68.716
Παγκόσμιο ΑΕΠ
12.083
22.163
31.895
54.568
Παγκόσμιος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου
2.798
5.102
6.466
12.356
Παγκόσμιες εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών
2.395
4.417
7.036
17.138
ΑΞΕ: Άμεσες Ξένες Επενδύσεις
Σ&Ε: Συγχωνεύσεις και Εξαγορές
Σημειώσεις: * Στοιχεία άρχισαν να συγκεντρώνονται από το 1987 και μετά.
ΠΗΓΗ: UNCTAD, World Investment Report, 2001 και 2008.
Το καινούργιο στοιχείο σήμερα είναι ότι ο καπιταλισμός βρίσκεται αντιμέτωπος όχι με μια περιοδική υπερσυσσώρευση, όπως ιστορικά έχουμε δει να συμβαίνει πάρα πολλές φορές, αλλά με μια απόλυτη υπερπαραγωγή κεφαλαίου, με μια απόλυτη υπερσυσσώρευση. Μια απόλυτη υπερπαραγωγή που ο Μαρξ στην εποχή του εξέταζε μόνο ως θεωρητική πιθανότητα «να εκτείνεται όχι μόνο σε τούτον ή σε κείνον τον τομέα της παραγωγής ή σε μερικούς σημαντικούς τομείς της, αλλά που στην έκτασή της θα ήταν απόλυτη, θα αγκάλιαζε δηλαδή όλους τους τομείς της παραγωγής.»[4] Αυτή η θεωρητική πιθανότητα της απόλυτης υπερπαραγωγής, για την οποία μιλούσε ο Μαρξ, αποτελεί σήμερα μια ζωντανή πραγματικότητα όχι μόνο για τις ανεπτυγμένες χώρες, αλλά για ολόκληρη την παγκόσμια οικονομία του κεφαλαίου. Και μάλιστα όχι με προσωρινό ή πρόσκαιρο χαρακτήρα αλλά ως μόνιμη κατάσταση της διευρυμένης αναπαραγωγής.
Αυτή η απόλυτη υπερσυσσώρευση βασίστηκε σε μια πρωτοφανή για τα ιστορικά χρονικά του καπιταλισμού συγκέντρωση και υπερσυγκέντρωση του κεφαλαίου σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 η ανασυγκρότηση του παγκόσμιου καπιταλισμού οδήγησε στη δημιουργία μιας νέας παγκόσμιας αγοράς κεφαλαίου και χρήματος. Το βασικό χαρακτηριστικό αυτής της νέας παγκόσμιας αγοράς είναι οι πρωτόγνωρες διαστάσεις πολλαπλασιασμού τόσο του πραγματικού όσο και του χρηματικού κεφαλαίου, οι οποίες ξεπερνούν κατά πολύ τα όρια όχι μόνο των εθνικών οικονομιών, ιδίως των μεγαλύτερων, αλλά και του συνόλου της παγκόσμιας οικονομίας. Όταν μιλάμε για πολλαπλασιασμό του κεφαλαίου εννοούμε την έμφυτη ικανότητά του να πολλαπλασιάζεται μέσω της χρηματοπιστωτικής αγοράς. Πρόκειται για μια ικανότητα που ενυπάρχει στο κεφάλαιο ευθύς εξαρχής, από την εποχή που πρωτοεμφανίστηκε η πίστη ως συνεκτικός ιστός της διευρυμένης αναπαραγωγής. Γι’ αυτό και την αποκαλούμε έμφυτη.
 «Με την ανάπτυξη του τοκοφόρου κεφαλαίου», έγραφε ο Μαρξ, «και του πιστωτικού συστήματος φαίνεται σαν να διπλασιάζεται όλο το κεφάλαιο και, πού και πού, να τριπλασιάζεται από τον διαφορετικό τρόπο, με τον οποίο το ίδιο κεφάλαιο ή ακόμα η ίδια μόνο χρεωστική απαίτηση εμφανίζεται σε διάφορα χέρια με διάφορες μορφές. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του “χρηματικού κεφαλαίου” είναι καθαρά πλασματικό.»[5] Στις ημέρες μας αυτός ο πολλαπλασιασμός του κεφαλαίου έχει πάρει διαστάσεις που έχουν ξεφύγει προ πολλού από τα όρια της πραγματικής οικονομίας του καπιταλισμού.
Ας αναφέρουμε ορισμένα οικονομικά στοιχεία.
Πρώτο, τα παγκόσμια χρηματοοικονομικά διαθέσιμα (world financial assets), τα οποία περιλαμβάνουν τραπεζικές καταθέσεις, ιδιωτικά και κρατικά χρεώγραφα και μετοχικούς τίτλους, έχουν αυξηθεί εντυπωσιακά τόσο ως απόλυτο μέγεθος όσο και ως ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ. Η αξία τους (βλ.πίνακα 2) ήταν 12 τρις δολ. ή περίπου 100% του παγκόσμιου ΑΕΠ το 1980, 64 τρις δολ. ή περίπου 200% του παγκόσμιου ΑΕΠ στο τέλος του 1995 και 196 τρις δολ. ή πάνω από 350% του παγκόσμιου ΑΕΠ στο τέλος του 2007. Ο ρυθμός ανόδου είναι κατά 50% ταχύτερος από το ρυθμό ανόδου του παγκόσμιου εμπορίου.
Δεύτερο, τα λεγόμενα «παράγωγα» (δηλαδή μια νέα κατηγορία σύνθετων χρηματοοικονομικών προϊόντων τα οποία «παράγονται» ή βασίζονται σε παραδοσιακά χρεώγραφα, μετοχικούς τίτλους, συνάλλαγμα, κλπ.) έχουν παρουσιάσει εκρηκτική ανάπτυξη. Η ετήσια συνολική ονομαστική αξία της αγοράς «παραγώγων» σχεδόν εικοσαπλασιάστηκε την τελευταία δεκαετία, οπότε έφθασε τα 327 τρις δολ. ή περίπου 600% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ενώ το 1980 ήταν αμελητέα. Από άποψη ουσίας τα «παράγωγα» δεν είναι μόνο ή απλώς μία μορφή κερδοσκοπίας, όπως συνήθως λέγεται, αλλά ένας καινούργιος τρόπος πολλαπλασιασμού του κεφαλαίου.
Τρίτο, αναδείχθηκε ένας νέος τύπος μονοπωλιακής συγκέντρωσης σε διεθνές επίπεδο. Για πρώτη φορά σ’ ολόκληρη την ιστορία του καπιταλιστικού μονοπωλίου, από τη δεκαετία του 1980 (βλ. πίνακα 3) οι ετήσιες συνολικές πωλήσεις των ξένων θυγατρικών των πολυεθνικών αρχίζουν να υπερβαίνουν το ύψος του παγκόσμιου εμπορίου. Για πρώτη φορά οι ανάγκες της παγκόσμιας αγοράς σε εμπορεύματα και υπηρεσίες ικανοποιούνται όχι τόσο μέσα από το παγκόσμιο εμπόριο όσο όλο και περισσότερο από τη διεθνοποιημένη παραγωγή των θυγατρικών των πολυεθνικών. Το 1990 οι πωλήσεις των ξένων θυγατρικών υπερέβαιναν κατά 38,7% τις παγκόσμιες εξαγωγές. Το 2000 το ποσοστό αυτό ξεπέρασε το 122 %, για να προσγειωθεί το 2007 στο 82%. Η προσγείωση αυτή έχει σχέση με τη σοβαρή επενδυτική κρίση που έπληξε τις πολυεθνικές το 2001-2002 ως συνέπεια της γκρεμίσματος της «νέας οικονομίας»
Πίνακας 4: Σύγκριση ρυθμών επέκτασης της οικονομίας του ιμπεριαλισμού (μέσες ετήσιες μεταβολές σε %)
Περίοδοι

EE-15


EE-11
ΗΠΑ

ΙΑΠΩΝΙΑ
Πραγματικό ΑΕΠ
1961 – ’70
4,8
5,3
3,8
10,5
1971 – ’80
3,0
3,3
2,8
4,5
1981 – ’90
2,4
2,4
2,6
4,0
1991 – ’00
2,0
2,2
2,5
1,7
2001 – ’07
3,0
3,0
2,8
2,0
Βιομηχανική Παραγωγή
1961 – ’70
4,9
13,6
1971 – ’80
2,6
3,0
3,1
4,1
1981 – ’90
1,8
1,7
2,2
4,0
1991 – ’00
1,9
1,8
3,4
0,4
2001 – ’07
1,6
1,7
3,0
1,2
Παραγωγικότητα Εργασίας
1961 – ’70
4,6
5,1
1,9
8,9
1971 – ’80
2,7
2,9
0.8
3,7
1981 – ’90
1,9
1,9
0,8
3,1
1991 – ’00
2,0
2,0
1,0
0,8
2001 – ’07
2,1
2,0
1,4
1,0

Πραγματικό Κατά Μονάδα Κόστος Εργασίας

1961 – ’70
0,0
0,1
0,1
-1,2
1971 – ’80
0,3
0,3
-0,1
1,2
1981 – ’90
-0,9
-1,2
-0,1
-1,0
1991 – ’00
-0,9
-0,9
0,2
0,0
2001 – ’07
-0,4
-0,4
0,0
0,0

Απόδοση Κεφαλαίου*

1961 – ’70
101,4
102,0
101,5
97,3
1971 – ’80
80,3
78,5
86,0
77,1
1981 – ’90
79,8
77,8
80,0
78,8
1991 – ’00
99,1
98,3
96,1
76,8
2001 – ’07
92,6
92,0
92,0
76,0
Σημειώσεις: (*) Με βάση 1961-1973 = 100.
ΠΗΓΗ: Επεξεργασία στοιχείων από Eurostat, OECD και UNCTAD
το 2001.
 Αυτή η ευέλικτη διεθνής παραγωγική δικτύωση επιτρέπει με το μικρότερο δυνατό κόστος να μετακυλήσει η παραγωγή από το ένα έθνος στο άλλο έθνος, από μια περιοχή σε άλλη περιοχή, από ήπειρο σε ήπειρο, μεγιστοποιώντας τα περιθώρια κέρδους, αξιοποιώντας συνεχώς τα καλύτερα «συγκριτικά πλεονεκτήματα» που προσφέρει η κάθε αγορά με όρους ζήτησης, τιμών, κόστους κεφαλαίου και εργασίας, πολιτικής κατάστασης. Τα δεδομένα αυτά πυροδότησαν μια τεράστια συγκέντρωση πραγματικού κεφαλαίου σε παγκόσμιο επίπεδο. Είναι χαρακτηριστικό ότι το σύνολο των παγίων (εργοστάσια, εγκαταστάσεις, εξοπλισμός, μεταφορικά μέσα, κοκ.) των ξένων θυγατρικών των πολυεθνικών αντιστοιχούσαν το 1982 ελάχιστα πάνω από το 18% του παγκόσμιου ΑΕΠ, το 1990 ανήλθαν στο 27%, το 2000 στο 66%, ενώ το 2007 έφτασαν στο 126%. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και ολόκληρο το παγκόσμιο ΑΕΠ δεν είναι αρκετό για την αξιοποίηση του παραγωγικού κεφαλαίου των πολυεθνικών. Πράγμα που φαίνεται και από τη διαρκή επιδείνωση μετά το 1990 της σχέσης ανάμεσα στις πωλήσεις των θυγατρικών και στις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις, καθώς και στο συσσωρευμένο πάγιο κεφάλαιο των πολυεθνικών.
Η παραγωγή του κεφαλαίου, σε όλες του τις μορφές, υπερβαίνει κατά πολύ όχι μόνο την έκταση αλλά και τους ρυθμούς επέκτασης της παγκόσμιας οικονομίας. Τα μερίδια αγορών των πολυεθνικών υπολείπονται όλο και περισσότερο από το μέγεθος του διαθέσιμου κεφαλαίου. Όσες αγορές κι αν ανοίγουν, όσα σύνορα κι αν γκρεμίζονται, όσες επενδυτικές ευκαιρίες κι αν δημιουργούνται, δεν μπορούν ούτε καν να παρακολουθήσουν το βαθμό συγκέντρωσης του κεφαλαίου. Και αυτό δεν είναι προσωρινό φαινόμενο, όπως συνέβαινε παλιότερα στον καπιταλισμό, αλλά μόνιμο χαρακτηριστικό που κυριαρχεί σε ολόκληρη τη δεκαετία του 1990 έως και σήμερα.
Η πορεία αυτή έχει οδηγήσει όχι μόνο την οικονομία γενικά αλλά και τον ίδιο τον καπιταλισμό ως σύστημα σε κατάσταση χρόνιας ασφυξίας. Είναι τέτοια η πληθώρα του κεφαλαίου που όσο κι αν εκμεταλλευτεί βάναυσα τις εργατικές τάξεις διεθνώς, όσο κι αν κυνηγά το μονοπωλιακό πρόσθετο κέρδος παγκοσμίως, όσο κι αν επιδιώκει υπερκέρδη από κάθε πηγή, τίποτα δεν είναι αρκετό για να εξασφαλίσει στον καπιταλισμό ικανοποιητική κερδοφορία.
Ο πίνακας 4 φανερώνει αυτήν ακριβώς την κατάσταση. Παρά τις όποιες προσπάθειες επέκτασης της οικονομίας και της παραγωγής, το κεφάλαιο των ισχυρών οικονομιών του μονοπωλιακού καπιταλισμού δεν κατόρθωσε να φτάσει στο επίπεδο των μέσων αποδόσεων της δεκαετίας του 1960. Τη δεκαετία του 1990 το κεφάλαιο μόλις και μετά βίας μπόρεσε να ανεβάσει τη μέση απόδοσή του πάνω από τα επίπεδα της δεκαετίας του 1970 και του 1980, χωρίς όμως να φτάσει ή και να ξεπεράσει το επίπεδο της δεκαετίας του 1960. Μετά το 2001 τα επίπεδα απόδοσης του κεφαλαίου φαίνεται να επιδεινώνονται ξανά. Η σημερινή κρίση δείχνει ότι μπορεί να οδηγήσει τη μέση απόδοση του κεφαλαίου σε επίπεδα χαμηλότερα ακόμη και από εκείνα της δεκαετίας του 1980. Αυτό αγωνίζονται να αποτρέψουν οι κυβερνήσεις με τα «πακέτα διάσωσης της οικονομίας».
Ο Μαρξ στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου παραθέτει ένα κείμενο της εποχής του, που ήθελε το κεφάλαιο να κινητοποιείται με βάση το ποσοστό κέρδους, «με 300% δεν υπάρχει έγκλημα που να μη ριψοκινδυνεύει να το διαπράξει, ακόμη και με κίνδυνο να πάει στην κρεμάλα. Αν η φασαρία και ο καυγάς αποφέρουν κέρδος, το κεφάλαιο θα ενθαρρύνει και τα δυο. Απόδειξη το λαθρεμπόριο και το δουλεμπόριο.»[6] Η αλήθεια είναι ότι ιδιαίτερα σε συνθήκες υπερσυσσώρευσης και μάλιστα απόλυτης όπως σήμερα, δεν υπάρχει κανένα έγκλημα, καμιά καταστροφή, όσο τρομερή κι αν είναι, δεν υπάρχει γενικά τίποτα που δεν θα επιχειρήσει το κεφάλαιο στην αναζήτηση ικανοποιητικού κέρδους. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα αμοιβαία κεφάλαια υψηλής μόχλευσης (hedge funds), που τελευταία διαχειρίζονται όλο και μεγαλύτερα ποσά στη βάση της πλήρους ανωνυμίας και με την υπόσχεση ενός άμεσα ρευστοποιήσιμου και βραχυχρόνιου κέρδους, λατρεύουν να επενδύουν σε μεγάλες φυσικές καταστροφές, σε πολέμους, στη χρεωκοπία χωρών, ακόμη και στην αύξηση του λιμοκτονούντος πληθυσμού του πλανήτη. Μάλιστα το τελευταίο δίμηνο κάποια από αυτά επένδυσαν τεράστια ποσά στην προοπτική ν’ αυξηθεί σημαντικά το κόστος των ναύλων λόγω της αυξανόμενης απειλής της πειρατείας. Αν και δεν ξέρει κανείς επίσημα από ποιους επενδυτές συγκροτείται το χαρτοφυλάκιό τους, το γεγονός είναι ότι ορισμένα έχουν την έδρα τους στα εμιράτα της Αραβικής χερσονήσου, όπου είναι γνωστό ότι οι βασιλιάδες και εμίρηδες της περιοχής χρηματοδοτούν τις συμμορίες των πειρατών. Από εκεί και πέρα ο καθένας μπορεί να κάνει τις συσχετίσεις του.
Όσο μεγαλύτερη είναι η πληθώρα κεφαλαίου που αναζητά κερδοφόρα τοποθέτηση ανάλογου μεγέθους τόσο πιο αδίστακτο, καταστροφικό, εγκληματικό γίνεται το ίδιο το κεφάλαιο. Σήμερα η ίδια η διάλυση των κοινωνιών, ακόμη και η απειλή της ζωής του ίδιου του πλανήτη αποτελούν για το κεφάλαιο ιδανική ευκαιρία για κέρδος. Αυτό το νόημα έχει και η επένδυση στην «πράσινη οικονομία», δηλαδή η αξιοποίηση της οικολογικής και περιβαλλοντικής καταστροφής για την αποκόμιση κέρδους. Στη φετινή συνάντηση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ στο Νταβός ο πρόεδρος της πολυεθνικής Σελ, Jeroen van der Veer, δήλωνε ότι «στο κάτω-κάτω της γραφής, βλέπω το CO2 σαν μια ευκαιρία και δεν βλέπω την πιστωτική κρίση σαν λόγο να μας καθυστερήσει» (30/1/2009), ενώ ο Λαρς Γιόζεφσον, πρόεδρος της πολυεθνικής Βάτενφαλ, έλεγε: «Θα πρέπει ν’ ανοικοδομήσουμε την κοινωνία μας. Υπάρχουν τόσες πολλές επενδυτικές ευκαιρίες για τον ιδιωτικό τομέα που σχετίζονται με τη μείωση των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα.» (31/1/2009) Στις σημερινές συνθήκες απόλυτης υπερπαραγωγής κεφαλαίου η έννοια της επενδυτικής ευκαιρίας συνδέεται όλο και περισσότερο με την ολοκληρωτική καταστροφή και ανοικοδόμηση συνολικά της κοινωνίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Ό,τι και αν σημαίνει αυτό για την κατάσταση της ανθρωπότητας και τις προοπτικές της.
Πίνακας 5: Συγκέντρωση κεφαλαίου στις τράπεζες
Χώρες
Τράπεζες
Σύνολο ενεργητικού 2007 (δις €)
Σύνολο ενεργητικού ως ποσοστό του ΑΕΠ
Ισλανδία
Kaupthing
53
623
Ελβετία
UBS
1.426
484
Ισλανδία
Landsbanki
32
374
Ελβετία
Credit Suisse
854
290
Ολλανδία
ING
1.370
290
Βέλγιο & Λουξεμβούργο
Fortis
886
254
Κύπρος
Τράπεζα Κύπρου
32
253
Βέλγιο & Λουξεμβούργο
Dexia
605
173
Ισπανία
Santander
913
132
Βρετανία
RBS
2.079
126
Ολλανδία
Rabobank
571
121
Γαλλία
BNP Paribas
1.694
104
Ιρλανδία
Bank of Ireland
183
102
Βέλγιο & Λουξεμβούργο
KBC
356
102
Ιρλανδία
Allied Irish
178
99
Βρετανία
HSBC
1.608
98
Βρετανία
Barclays
1.542
94
Γαλλία
Credit Agricole
1.414
87
Γερμανία
Deutsche Bank
1.917
86
Αυστρία
Erste Bank
206
85
Ιταλία
Unicredit
1.022
80
Ισλανδία
Straumur
6
73
Ισπανία
BBVA
502
73
Πορτογαλία
Millenium BCP
88
67
Γαλλία
Socgen
1.072
66
Ιρλανδία
Anglo Irish
97
54
Πορτογαλία
BES
68
52
Βρετανία
HBOS
838
51
Ελλάδα
Εθνική
90
49
Ιταλία
Intesa Sanpaolo
605
47
Ελλάδα
EFG Eurobank
68
37
Πορτογαλία
BPI
41
31
Αυστρία
Raiffeisen Intl
73
30
Ελλάδα
Alpha Bank
55
30
Ισλανδία
Spron
2
29
Γερμανία
Commerzbank
616
28
Βρετανία
Lloyds TSB
444
27
Ελλάδα
Τράπεζα Πειραιώς
46
25
Γερμανία
Hypo Real Estat
400
18
Ελλάδα
Marfin
30
17
Ισπανία
Benesto
110
16
Ιταλία
MPS
199
16
Ισπανία
Popular
107
15
Βρετανία
Standard Charte
225
14
Ισπανία
Sabadell
77
11
Ιταλία
Banca Popolare
128
10
Ιταλία
UBI Banca
121
9
Γερμανία
Deutsche Postb
203
9
Ισπανία
Bankiner
50
7
Βέλγιο & Λουξεμβούργο
Van Lanschot
22
6
Βρετανία
Alliance & Leice
99
6
Βρετανία
Bradford & Bingl
65
4
Ιταλία
BPM
44
3
Ιταλία
Mediobanca
44
3
Ιταλία
Credem
26
2
Ιταλία
Creval
17
1
ΠΗΓΗ: Eurostat, KBW, IMF, FT research

Πού οφείλεται η κρίση;

Αν θα θέλαμε να συνοψίσουμε τα αίτια της κρίσης, θα λέγαμε πως οφείλεται στο γεγονός ότι στην παγκόσμια οικονομία και ιδιαίτερα στις ανεπτυγμένες χώρες έχει συγκεντρωθεί τόσο μεγάλος πλούτος σε τόσο λίγα χέρια ώστε οι παραδοσιακές επενδύσεις στην παραγωγή και στο εμπόριο δεν επαρκούν πλέον για να εξασφαλίζουν ικανοποιητικά κέρδη στους κατόχους αυτού του πλούτου. Για να δημιουργηθούν λοιπόν ακόμη μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους χρειάστηκε ν’ αναπτυχθεί ραγδαία μια πλασματική, εικονική οικονομία χάρτινων αξιών, με χρεώγραφα, μετοχές, παράγωγα, κοκ., η οποία μπορούσε να εξασφαλίσει σημαντικά πρόσθετα κέρδη και επενδυτικές ευκαιρίες στους κατόχους του πλούτου. Όμως αυτή η πλασματική οικονομία οδήγησε σε ακόμη ταχύτερη διόγκωση του διαθέσιμου κεφαλαίου, με αποτέλεσμα σήμερα να συνθλίβεται κυριολεκτικά ολόκληρη η παγκόσμια οικονομία κάτω από το βάρος αυτής της υπερσυσσώρευσης.
Όταν μιλάμε για πλασματική ή εικονική οικονομία δεν εννοούμε μια ψεύτικη οικονομία, αλλά μια οικονομία που θεμελιώνεται στην πραγματική και λειτουργεί ως κίνητρο και σκοπός της. Μια οικονομία που μπορεί να επεκτείνεται πολύ πιο πέρα και με ρυθμούς πολύ ταχύτερους από την οικονομία της παραγωγής και του εμπορίου, δηλαδή την πραγματική οικονομία. Το πλασματικό κεφάλαιο δεν είναι παρά η ιδιότητα του πραγματικού κεφαλαίου να πολλαπλασιάζεται μέσα από το χρήμα και την πίστη. Δίχως αυτή την ιδιότητα δεν μπορεί να υπάρξει διευρυμένη αναπαραγωγή στον καπιταλισμό. Έτσι κάθε προσπάθεια να αποσπαστεί η εικονική από την πραγματική οικονομία, το πλασματικό από το πραγματικό κεφάλαιο μοιάζει με την απέλπιδα προσπάθεια να αποσπαστούν οι δυο όψεις του αρχαίου θεού Ιανού.
Σήμερα το κέρδος των επιχειρηματικών κολοσσών αλλά και γενικότερα των μεγάλων επενδυτών κεφαλαίου εξαρτάται σε κρίσιμο βαθμό από το αν θα συνεχίσει να επεκτείνεται ραγδαία αυτή η πλασματική οικονομία. Κίνητρο της καπιταλιστικής παραγωγής σήμερα δεν είναι το επιχειρηματικό κέρδος αλλά η απεικόνιση αυτού του κέρδους στους δείκτες του χρηματιστηρίου, στις αποδόσεις των επενδύσεων σε χρεώγραφα, μετοχές και παράγωγα. Σήμερα τα μεγάλα διεθνή μονοπώλια κινούνται με κίνητρο την «αξία της μετοχής» (share holder value), ενώ το πραγματικό κεφάλαιο έχει τιτλοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε η έννοια του καπιταλιστή επιχειρηματία έχει εκλείψει προ πολλού. Σήμερα στη θέση του κυριαρχούν «οι ονομαστικοί εκπρόσωποι μη υπαρχόντων κεφαλαίων»[7], όπως οι διάφοροι θεσμικοί επενδυτές, τα αμοιβαία κεφάλαια χαμηλής και υψηλής μόχλευσης, τα ιδιωτικά ή κρατικά μετοχικά κεφάλαια (private ή sovereign equity funds), κοκ. Πρόκειται για απρόσωπες εταιρείες διαχείρισης χαρτοφυλακίων και τίτλων, οι οποίες σήμερα κατέχουν πάνω από το 50% του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου των εισηγμένων εταιρειών στις 7 πιο ανεπτυγμένες χώρες του καπιταλισμού. Οι εταιρείες αυτές έχουν ως πρωταρχικό τρόπο απόκτησης κεφαλαίου, ως κίνητρο και ως σκοπό τους όχι τα κέρδη από την επιχειρηματική δράση ή την παραγωγή, αλλά την κερδοσκοπία με τις χάρτινες αξίες, με τα «χάρτινα διπλότυπα», όπως εύστοχα τα ονόμαζε ο Μαρξ.[8]
Επομένως η σημερινή κρίση δεν είναι απλώς πιστωτική ή κρίση της εικονικής οικονομίας αλλά καθολική κρίση του καπιταλισμού, γενικευμένη κρίση της σύγχρονης μορφής του καπιταλιστικού μονοπωλίου, κρίση που εκτυλίσσεται σε συνθήκες απόλυτης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτό είναι και το μυστικό πίσω από τις τεράστιες διογκώσεις των τραπεζών σήμερα. Ο πίνακας 5 εμφανίζει την κατάσταση διόγκωσης των τραπεζών στην Ευρώπη. Στις μέρες μας οι τράπεζες, οι οποίες παίζουν κρίσιμο ρόλο στο να εξασφαλίζουν τη συνέχεια και τη συνοχή της υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, έχουν φθάσει σε τέτοια μεγέθη που κάλλιστα θα μπορούσαν να παρασύρουν στη χρεωκοπία ολόκληρες οικονομίες. Όχι μόνο μικρές οικονομίες, όπως της Ισλανδίας ή της Ιρλανδίας, αλλά και μεγάλες οικονομίες, όπως της Ισπανίας και της Βρετανίας αλλά και της Γαλλίας και της Γερμανίας. Πρόσφατα η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ έλεγε με νόημα: «Κυκλοφορεί η φήμη ότι τα κράτη δεν μπορούν να χρεωκοπήσουν. Αυτή η φήμη δεν είναι σωστή.»[9] Ενώ το περιοδικό Der Spiegel επικροτούσε λέγοντας ότι «στην πραγματικότητα οποιοδήποτε κράτος μπορεί να χρεωκοπήσει ανά πάσα στιγμή και να συμπαρασύρει μαζί του και το λαό του[10]
Πίνακας 6: Τα δέκα χρηματιστήρια με τη μεγαλύτερη κεφαλαιοποίηση διεθνώς.


δις δολ. ΗΠΑ
δις δολ. ΗΠΑ
% Μεταβολή
% Μεταβολή

Χρηματιστήριο
Τέλος 2008
Τέλος 2007
Σε δολ. ΗΠΑ
Σε τοπικό νόμισμα
1
Νέα Υόρκη
9,209
15,651
-41.2%
-41.2%
2
Τόκιο
3,116
4,331
-28.1%
-41.4%
3
Nasdaq
2,396
4,014
-40.3%
-40.3%
4
Euronext
2,102
4,223
-50.2%
-47.8%
5
Λονδίνο
1,868
3,852
-51.5%
-33.4%
6
Σανγκάι
1,425
3,694
-61.4%
-64.0%
7
Χονγκ Κονγκ
1,329
2,654
-49.9%
-50.2%
8
Γερμανία
1,111
2,105
-47.2%
-44.6%
9
TMX Group
1,033
2,187
-52.7%
-41.8%
10
Ισπανία
948
1,781
-46.8%
-44.1%
Πηγή: World Federation of Exchanges
Σήμερα η απειλή της χρεωκοπίας είναι τόσο πραγματική όσο και άμεση όχι μόνο για τις περιφερειακές οικονομίες της ευρωζώνης, όπως είναι η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, αλλά και για τις μεγάλες οικονομίες, όπως είναι η Ισπανία, ακόμη και η Γαλλία ή η Γερμανία. Η κατάσταση είναι τέτοια που ακόμη και φανατικοί οπαδοί του ευρώ αναγκάζονται να παραδεχθούν ότι κάτω από την πίεση της κρίσης είναι πολύ πιθανό να καταρρεύσει ολόκληρο το οικοδόμημα της ΟΝΕ με πρώτο το κοινό νόμισμα.[11] Ο Γ. Πέτι, ιδρυτής της πολιτικής οικονομίας, έγραφε ότι «το χρήμα δεν είναι παρά το λίπος για το σώμα της πολιτικής κοινωνίας, γι’ αυτό και όταν το λίπος είναι πάρα πολύ, περιορίζει την ευεξία του σώματος, ενώ όταν είναι πολύ λίγο, κάνει το σώμα ασθενικό.»[12] Αν αληθεύει κάτι τέτοιο, σήμερα το χρήμα, κυρίως ως πλεονάζον κεφάλαιο, έχει φράξει όλες τις βασικές αρτηρίες της οικονομίας και οδηγεί στην απονέκρωση το ένα μετά το άλλο τα μέλη του σώματός της.

Το ιστορικό της κρίσης

Η σημερινή κρίση ξέσπασε τον Αύγουστο του 2007 μετά την κατάρρευση της αγοράς των δανείων υψηλού ρίσκου στις ΗΠΑ. Η κατάρρευση αυτή δεν ήταν η αιτία αλλά η θρυαλλίδα της κρίσης. Δεν την προκάλεσε η αδυναμία αποπληρωμής των δανείων από τη φτωχολογιά των ΗΠΑ, όπως συνήθως λένε τα «παπαγαλάκια» των ΜΜΕ για να ρίξουν έμμεσα την ευθύνη στον απλό κόσμο που δανείστηκε χωρίς εχέγγυα. Οι τράπεζες πούλησαν και ξαναπούλησαν πολλές φορές αυτά τα δάνεια σε επενδυτές κερδοσκόπους με τη μορφή ομολόγων και παραγώγων πάνω στα ομόλογα. Όταν ήρθε η στιγμή να ρευστοποιήσουν οι κερδοσκόποι αγοραστές τους τίτλους τους, η αγορά μαζί και οι τράπεζες που είχαν ανοιχτεί ιδιαιτέρως σε τέτοιου τύπου πιστωτικά προϊόντα κατέρρευσαν.
Η ρευστοποίηση αυτή ήταν κάτι που όλοι ανέμεναν. Μάλιστα η JP Morgan είχε προβλέψει ότι η «διόρθωση της αγοράς», όπως ονομάζονται τα μίνι-κραχ στη γλώσσα των τραπεζιτών, θα ξεκινούσε το Νοέμβριο του 2007 κι όχι τον Αύγουστο. Έπεσε έξω τρεις μήνες. Όμως όλοι περίμεναν ότι η αγορά θα είχε τη δύναμη ν’ απορροφήσει αυτή τη «διόρθωση» και να αποτραπεί ένα ευρύτερο κραχ. Πράγμα βέβαια που δεν έγινε. Και τούτο γιατί αυτή η «διόρθωση» στην αγορά δανείων υψηλού ρίσκου συνέπεσε, όχι τυχαία, με μια ευρύτερη ρευστοποίηση τίτλων σε άλλες πολύ μεγαλύτερες αγορές, όπως είναι των χρηματιστηριακών εμπορευμάτων (πετρέλαιο, σιτηρά, μεταλλικά ορυκτά, κοκ.), που για μερικά χρόνια οι τιμές τους ακολουθούσαν μια τρελή κούρσα κερδοσκοπικής ανόδου. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος για τον οποίο μετά την πτώση των αγορών οι τιμές αυτών των εμπορευμάτων έχουν πάρει την κατιούσα, ενώ μόνο το πετρέλαιο έπεσε γύρω στο 1/3 της τιμής την οποία είχε τον Ιούνιο του 2008.
Έτσι οδηγηθήκαμε στο μεγάλο κραχ των αγορών του φθινοπώρου του 2008. Ο πίνακας 6 δείχνει το μέγεθος του κραχ στις δέκα μεγαλύτερες χρηματιστηριακές αγορές του κόσμου. Με τη σειρά τους τα κέρδη που ρευστοποίησαν οι επενδυτές δεν έχουν βρει ακόμη νέες πιο κερδοφόρες τοποθετήσεις και έτσι οδηγούν την αγορά σε ακόμη μεγαλύτερη αστάθεια και αβεβαιότητα, ενώ τα μεγάλα πολυεθνικά μονοπώλια οδηγούνται σε κατάσταση πλήρους ασφυξίας λόγω της έλλειψης διαθέσιμου κεφαλαίου, το οποίο είχαν συνηθίσει να αντλούν από τις διαρκώς επεκτεινόμενες χρηματαγορές. Πρέπει να σημειώσουμε ότι από τον μέχρι τώρα πανικό ρευστοποίησης δεν έχουν αγγιχτεί ακόμη δύο από τις μεγαλύτερες αγορές τίτλων, η αγορά του ιδιωτικού και κρατικού χρέους και η αγορά των παραγώγων γενικά, των οποίων η ονομαστική αξία το 2008 ξεπερνά πάνω από δέκα φορές το παγκόσμιο ΑΕΠ. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι η παγκόσμια οικονομία είναι ακόμη σε αναμονή ενός πιο ισχυρού, ακόμη μεγαλύτερου κραχ των αγορών ίσως μέσα στο 2009.
Ωστόσο η κρίση αυτή δεν ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία. Είναι επανάληψη σε μεγαλύτερη κλίμακα του κραχ που συνέβη το 2001. Είναι αλήθεια ότι από τη δεκαετία του 1990, που ο παγκόσμιος μονοπωλιακός καπιταλισμός κατόρθωσε να βρει διέξοδο για την υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου, όχι με το να την ξεπεράσει, όπως συνέβη σε άλλες ιστορικές εποχές, αλλά επιβάλλοντας, ακόμη και με τον πόλεμο, ένα «μοντέλο» άγριας εκμετάλλευσης, λεηλασίας και καταλήστευσης των λαών και των χωρών του πλανήτη, η ίδια η έννοια της κρίσης αφορίστηκε από την επίσημη σκέψη και προβληματική.
Η επικυριαρχία αυτού του επίσημου νεοσυντηρητικού «μοντέλου» βασιζόταν στα εξής:
Πρώτο, στη ραγδαία υποβάθμιση της εργατικής τάξης σε πλούσιες και φτωχές χώρες στο επίπεδο του «κινέζικου μεροκάματου», που από την άποψη πραγματικών απολαβών και δικαιωμάτων γύριζε τους εργάτες πίσω στην εποχή της βιομηχανικής επανάστασης.
Δεύτερο, στην απελευθέρωση των αγορών, μέσα από τις ιδιωτικοποιήσεις και την κατάργηση των συνόρων και των ελέγχων για την κίνηση του κεφαλαίου.
Τρίτο, στην επιβολή ενός «εξωστρεφούς μοντέλου ανάπτυξης», που αφενός έσπρωξε όλες τις χώρες ν’ αποκτήσουν «εξαγωγικό προσανατολισμό» εις βάρος των εσωτερικών αναγκών και αναπτυξιακών προτεραιοτήτων και αφετέρου επέτρεψε με τη μεγαλύτερη δυνατή ευκολία τη λεηλασία των εσωτερικών τους αγορών από τις πολυεθνικές.
Τέταρτο, στην ανάδειξη ενός νέου πολύ εκρηκτικού μείγματος οικονομίας και πολιτικής, μέσα κυρίως από την υπερεθνική συνύφανση του πολυεθνικού κεφαλαίου με το αστικό κράτος. Το μεμονωμένο κράτος έπρεπε να παραδώσει την κυριαρχία του στα διεθνή όργανα του ιμπεριαλισμού και του μεγάλου κεφαλαίου και να υποταχτεί σε ένα άνωθεν δεδομένο και ανελαστικό πλαίσιο πολιτικής, ίδιο και απαράλλαχτο για όλες τις χώρες του κόσμου, που θα το ζήλευε ακόμη και η Ιερή Συμμαχία.
Αυτό το «μοντέλο ανάπτυξης» επέτρεπε να φορτώνεται άνετα το κόστος της ραγδαίας υπερσυσσώρευσης στην εργαζόμενη κοινωνία, μέσα από τη χρόνια μαζική ανεργία και τη διαρκή υποβάθμιση των όρων ζωής και των συνθηκών δουλειάς της. Επέτρεπε στο μονοπωλιακό κεφάλαιο ν’ αποκομίζει ικανοποιητικά κέρδη διεθνώς καταμεσής μιας χρόνιας υπερπαραγωγής, από την οποία η παγκόσμια οικονομία δεν έχει ξεφύγει ουσιαστικά από τη δεκαετία του 1980. Όσο διαρκούσε αυτό, όλα ήταν καλά, όλα ήταν ανθηρά. Αρκούσαν ο χειρισμός της νομισματικής πολιτικής και η βίαιη τήρηση της νεοσυντηρητικής νομιμοφροσύνης σε όλα τα κράτη. Κανένας δεν ήθελε ν’ ακούσει για κρίσεις. Τι κι αν χρεωκοπούσαν το Μεξικό, η Βραζιλία, οι βαλκανικές χώρες, η Ρωσία και η Αργεντινή μέσα στη δεκαετία του 1990. Τι κι αν χρεωκοπούσαν το 1997-98 οι λεγόμενες Ασιατικές Τίγρεις, που θεωρούνταν έως τότε οι λοκομοτίβες της παγκόσμιας ανάπτυξης. Δεν έφταιγε το «μοντέλο ανάπτυξης», αλλά ένα περίεργο είδος καπιταλισμού δίχως θεσμοθετημένους κανόνες παιχνιδιού ο οποίος αναπτυσσόταν μόνο σ’ αυτές τις χώρες, ο καπιταλισμός της παρέας (crony capitalism), όπως ονομάστηκε χαρακτηριστικά.
 Η χρεωκοπία αυτών των χωρών όχι μόνο δεν έπρεπε ν’ ανησυχεί κανέναν, αλλά αποτελούσε θαυμάσια ευκαιρία για το πλεονάζον κεφάλαιο του παγκόσμιου καπιταλισμού. Δεν ήταν παρά η «μεγαλύτερη παγκόσμια ευκαιρία ξεπουλήματος λόγω χρεωκοπίας»[13], όπως σχολίαζαν καυστικά οι αναλυτές του ιμπεριαλισμού την εποχή της κρίσης των Ασιατικών Τίγρεων. Κανένας δεν περίμενε να χτυπήσει η χρεωκοπία την πόρτα των ισχυρών οικονομιών του ιμπεριαλισμού, ιδίως των ΗΠΑ.
Πίνακας 7: Η κεφαλαιοποίηση των χρηματιστηρίων σε δις δολ.

2000
2001
2002
2003
2004
2005
2006
2007
2008
Αμερική
16.450
14.852
11.931
15.672
18.180
19.458
22.653
24.320
13.896
Ασία-Ειρηνικός
4.918
3.968
4.437
6.264
7.535
9.310
11.838
17.920
9.221
Ευρώπη-Αφρική-Μέση Ανατολή
9.588
7.775
6.465
8.691
11.133
12.120
16.159
18.593
9.467
Α. Σύνολο
30.956
26.595
22.833
30.627
36.848
40.888
50.650
60.833
32.584
Ετήσια μεταβολή %
---
-14,1
-14,1
34,1
20,3
10,9
23,8
20,1
-46,4
Β. Παγκόσμιο ΑΕΠ
31.421
31.270
33.020
37.258
41.018
44.181
48.245
54.347
60.109*
Α/Β σε %
98,5
85,0
69,1
82,2
89,8
92,5
105,0
112,0
54,2
(*) Εκτίμηση
Πηγή: World Federation of Exchanges και World Development Indicators, World Bank.
Άλλωστε οι γκουρού της αστικής οικονομικής σκέψης το είχαν διαβεβαιώσει σαφώς. Το 1998, εν μέσω απανωτών χρεωκοπιών στη Λατινική Αμερική και στην Ασία, ο Ρούμπι Ντόρνμπους, καθηγητής του ΜΙΤ και οικονομικός σύμβουλος των προέδρων των ΗΠΑ, έλεγε με περισσή βεβαιότητα: «Η οικονομία των ΗΠΑ είναι μάλλον απίθανο ν’ αντιμετωπίσει ύφεση για πολλά χρόνια. Δεν τη θέλουμε, δεν την έχουμε ανάγκη και, καθώς έχουμε τα εργαλεία για να εξασφαλίσουμε τη συνέχιση της τρέχουσας επέκτασης, δεν θα μας συμβεί καμιά. Αυτή η επέκταση θα συνεχιστεί για πάντα.»[14] Το 2000, έναν μόλις χρόνο πριν από το μεγάλο κραχ στην οικονομία των ΗΠΑ, ο τότε πρόεδρος Κλίντον στην ετήσια έκθεσή του για την οικονομία μοίραζε απλόχερα τη διαβεβαίωση ότι η «διατήρηση της ιστορικά πρωτοφανούς επέκτασης» της οικονομίας είναι κάτι παραπάνω από εξασφαλισμένη: «Η πολιτική στρατηγική διατήρησης της δημοσιονομικής πειθαρχίας, της επένδυσης σε ανθρώπους και τεχνολογίες και του ανοίγματος διεθνών αγορών έχει αποφέρει πλούσια οφέλη. (…) Η τωρινή οικονομική επέκταση, ήδη η πιο μακρόχρονη επέκταση που έχει καταγραφεί ιστορικά σε ειρηνική περίοδο, πρόκειται να ξεπεράσει κάθε προηγούμενο.»[15] Τον επόμενο χρόνο και λίγους μόνο μήνες πριν να ξεσπάσει η κρίση, ο νεοεκλεγείς πρόεδρος Τζορτζ Μπους στην ετήσια έκθεσή του για την οικονομία έπαιρνε τη σκυτάλη, για να επαναλάβει τις ίδιες διαβεβαιώσεις, αλλά και ν’ αποκαλύψει το μυστικό αυτής της φανταστικής περιόδου μακράς ευμάρειας: «Τα τελευταία 8 χρόνια η αμερικανική οικονομία έχει μεταμορφωθεί τόσο ριζικά που πολλοί πιστεύουν ότι έχουμε γίνει μάρτυρες της δημιουργίας μια Νέας Οικονομίας.»[16]
Τον όρο «νέα οικονομία» λάνσαρε πρώτος ο Ρ. Ρέιγκαν. Σε ομιλία του στο Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ της Μόσχας (31/5/1988) έλεγε χαρακτηριστικά: «Σαν την χρυσαλλίδα ξεπροβάλλουμε από την οικονομία της Βιομηχανικής Επανάστασης –μια οικονομία που επικεντρωνόταν στις φυσικές πλουτοπαραγωγικές πηγές της Γης και περιοριζόταν από αυτές. (…) Στη νέα οικονομία η ανθρώπινη εφευρετικότητα μετατρέπει όλο και περισσότερο τις φυσικές πλουτοπαραγωγικές πηγές σε κάτι το ξεπερασμένο. Σπάμε τα δεσμά των υλικών συνθηκών της ύπαρξης και εισερχόμαστε σ’ έναν κόσμο στον οποίο ο άνθρωπος δημιουργεί ο ίδιος το πεπρωμένο του.»[17] Σε αυτή τη «νέα οικονομία» ήταν σαν ν’ αποκτούσε σάρκα και οστά το πιο εξωφρενικό όνειρο του κεφαλαιοκράτη: μια διαρκής συσσώρευση δίχως όρια, δίχως σύνορα, δίχως υλικές προϋποθέσεις και δεσμά. Το ίδιο το κεφάλαιο θα μπορούσε επιτέλους να πάρει στα χέρια του τη δική του ευημερία, χωρίς να τρομοκρατείται πια από τις περιοδικές οικονομικές κρίσεις, το εκάστοτε πολιτικό κόστος των επιλογών του και τις ανησυχίες της κοινωνίας.
Πώς θα γινόταν αυτό; Με την επένδυση στη γνώση και την τεχνολογία, ιδίως στην τεχνολογία της πληροφορίας. Ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, Άλαν Γκρίνσπαν, περιέγραφε το 1998 την διαδικασία ως εξής: «Η αμερικανική οικονομία, όπως όλες οι ανεπτυγμένες οικονομίες, είναι διαρκώς σε μια διαδικασία την οποία ο Γιόζεφ Σουμπέτερ ονόμασε, πριν αρκετές δεκαετίας, «δημιουργική καταστροφή». (…) Η απότομη άνοδος των κεφαλαιουχικών δαπανών κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών αντανακλά προφανώς τη διαθεσιμότητα υψηλότερων ποσοστών απόδοσης σε ευρύ φάσμα επενδύσεων λόγω της επιτάχυνσης της τεχνολογικής προόδου, ειδικά στους υπολογιστές και στις τηλεπικοινωνιακές εφαρμογές.»[18]
Με βάση αυτή τη λογική, τα τεχνολογικά άλματα οδηγούν σε ταχύτατη ανανέωση επενδύσεων και προϊόντων, πριν καν προλάβει ν’ απαξιωθεί η προηγούμενη γενιά. Έτσι μέσω του κανιβαλισμού, δηλαδή της «δημιουργικής καταστροφής», των πρόωρα απαξιωμένων προϊόντων, υπηρεσιών και επενδύσεων, ανατροφοδοτείται μια διαρκώς επεκτεινόμενη αγορά. Η επέκταση αυτή εξαρτάται από το «πόσο γρήγορα μπορεί να προχωρήσει η τεχνολογία, διευρύνοντας τον κύκλο των επενδυτικών ευκαιριών οι οποίες έχουν αυξημένα ποσοστά απόδοσης και προκαλούν ακόμη μεγαλύτερες προσδοκίες για τις αναμενόμενες μακροπρόθεσμες αποδόσεις.»[19] Με τη σειρά της η εκρηκτική άνοδος της χρηματαγοράς ήταν κάτι απολύτως φυσιολογικό και συνεπακόλουθο αφενός των εκρηκτικών αναγκών σε διαθέσιμο κεφαλαίο για επενδύσεις και αφετέρου των εξαιρετικών προοπτικών για υψηλές αποδόσεις. Τίποτε δεν θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο σ’ αυτή την ανοδική πορεία. Το μόνο που προβλημάτιζε τότε τον Γκρίνσπαν ήταν οι όποιες «παρεκκλίσεις» της επίσημης πολιτικής και η έλλειψη «σύμπνοιας» των κρατών παγκοσμίως. Και αυτό, όπως ήταν φυσικό, ανέλαβαν να το διευθετήσουν οι διεθνείς μηχανισμοί εξαναγκασμού της «οικονομικής ολοκλήρωσης» σε παγκόσμιο επίπεδο.
Αυτή η «νέα οικονομία» έγινε κυριολεκτικά συντρίμμια στα μέσα του 2001 μετά από μια μεγάλη βουτιά των χρηματαγορών που συνεχίστηκε και τον επόμενο χρόνο (βλ. πίνακα 7). Εκείνη η πτώση, αν και δεν συγκρίνεται με αυτήν του 2008, δημιούργησε ένα τεράστιο επενδυτικό πρόβλημα για το κεφάλαιο και οδήγησε στη μεγαλύτερη έως τότε υποχώρηση των Ξένων Άμεσων Επενδύσεων διεθνώς κατά 39% το 2001 και κατά 28% το 2002. Στο μάτι του κυκλώνα βρίσκονταν οι περίφημοι κλάδοι της «νέας οικονομίας». Η υπερπαραγωγή είχε κατακλύσει τη βιομηχανία της νέας τεχνολογίας σε τέτοιο βαθμό που τα ποσοστά κέρδους άρχισαν να πέφτουν ραγδαία. Μόνο σ’ έναν χρόνο, το 2001, το βιομηχανικό ΑΕΠ, αφού είχε αυξηθεί κατά 4,7% το 2000, έπεσε κατακόρυφα κατά 6%, ενώ η αξιοποίηση του παραγωγικού δυναμικού κατρακύλησε ακόμη περισσότερο κατά 7,1%. Οι παραδοσιακοί κλάδοι της βιομηχανίας υπέστησαν μεγάλη ζημιά, αλλά εκείνοι που επλήγησαν περισσότερο ήταν οι κλάδοι των μικροεπεξεργαστών, υπολογιστών, επικοινωνιακών υλικών, κοκ. Για παράδειγμα, την περίοδο 1999-2000 ο βαθμός αξιοποίησης του παραγωγικού δυναμικού στον τομέα των υπολογιστών, υλικών επικοινωνιών και ημιαγωγών είχε εκτοξευθεί στο 85,9%. Όμως το 2001-2002 κατρακύλησε στο 59,7%.
Μόνο για το 2001 το ποσοστό κέρδους ολόκληρης της βιομηχανίας σημειώνει πτώση της τάξης του 21,3%, ενώ ο τομέας των διαρκών καταναλωτικών αγαθών, στον οποίο περιλαμβάνονται όλοι οι πρωτοπόροι κλάδοι της περίφημης «νέας οικονομίας», καταγράφει ακόμη μεγαλύτερη πτώση, πάνω από 30%. Στη βάση αυτή ολόκληρο το οικοδόμημα της χρηματιστικής και κεφαλαιακής πίστης καταρρέει, με τον δείκτη της «νέας οικονομίας» NASDAQ να βρίσκεται σε κατάσταση ελεύθερης πτώσης. Μόνο ανάμεσα στο Σεπτέμβριο του 2000 και τον Ιανουάριο του 2001 έχασε πάνω από 40% της αξίας του, ενώ έως το τέλος του χρόνου έπιασε πάτο χάνοντας πάνω από τα 2/3 της συνολικής αξίας του.
Ολόκληρη η παγκόσμια οικονομία ακολούθησε κατά πόδας την κατρακύλα των ΗΠΑ. Το 2001-2002 χάθηκαν μόνο από την κεφαλαιοποίηση των χρηματιστηρίων παγκοσμίως πάνω από 8 τρις δολ., που ισοδυναμούσαν με το 24% του παγκόσμιου ΑΕΠ για το 2002, όπως φαίνεται και από τον πίνακα 7. Οι επίσημοι εκπρόσωποι του μονοπωλιακού κεφαλαίου ανακάλυψαν ξαφνικά ότι ο «οικονομικός κύκλος», η ύφεση και η κρίση δεν είχαν εξαφανιστεί. Ο ειδήμονες του ΟΟΣΑ σε μια σχετική τους έκθεση έγραφαν το 2001: «Η παρούσα επιβράδυνση στις Ηνωμένες Πολιτείες έδωσε τη χαριστική βολή σε έναν από τους κύριους μύθους των τελευταίων πέντε ετών: ο οικονομικός κύκλος δεν είναι νεκρός.»[20] Σπουδαία ανακάλυψη, μόνο που η συγκεκριμένη κρίση δεν ήταν ένας απλός «οικονομικός κύκλος» και επομένως το πρόβλημα δεν ήταν η επιβολή μιας «υγιούς διαχείρισης της οικονομίας», όπως πρότειναν οι εγκέφαλοι του ΟΟΣΑ.
Η μεγαλύτερη έως τότε επέκταση της οικονομίας είχε γεννήσει ένα από τα μεγαλύτερα κραχ των τελευταίων δεκαετιών. Η υπερσυγκέντρωση κεφαλαίου άρχισε πλέον να μην είναι «διαχειρίσιμη». Η οικονομία δεν ζούσε μια αναταραχή, έναν απλό «οικονομικό κύκλο» αλλά τη γέννηση μιας γενικευμένης κρίσης. Πώς απάντησαν οι κυρίαρχοι κύκλοι του ιμπεριαλισμού; Ο Μπους ντυμένος με το αμπέχονο του μόλις κηρυχθέντος «παγκόσμιου πολέμου κατά της τρομοκρατίας», ο οποίος καθόλου τυχαία ξεκίνησε και αυτός μαζί με το κραχ του 2001, έλεγε στην ετήσια έκθεσή του για την οικονομία το 2002: «Για να διασφαλίσουμε ότι η οικονομική ολοκλήρωση θα συνεχιστεί, επισταμένη προσοχή πρέπει να δοθεί στη θεσμική υποδομή που υποστηρίζει τις ανταλλαγές αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίου στη βάση της αγοράς. Ο προηγούμενος χρόνος υπήρξε μάρτυρας μιας επιβραδυνόμενης παγκόσμιας οικονομίας, αλλά και βίαιων απειλών εναντίον της ελευθερίας που είναι θεμελιώδης προϋπόθεση για την καλή λειτουργία του οικονομικού συστήματος. Αυτοί οι κίνδυνοι κάνουν σημαντικότερη από ποτέ την κατοχύρωση της συνεχιζόμενης προόδου προς την ελεύθερη κίνηση των εισροών και της παραγωγής διαμέσου των εθνικών συνόρων. Είναι επομένως κρίσιμης σημασίας οι Ηνωμένες Πολιτείες να παραμείνουν ένας δραστήριος ηγέτης στη συνεχιζόμενη φιλελευθεροποίηση του εμπορίου σε αγαθά και υπηρεσίες τόσο σε διμερή όσο και σε πολυμερή βάση. Την ίδια ώρα οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να συνεχίσουν να ενθαρρύνουν τις προσπάθειες για την ενδυνάμωση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, που υποστηρίζει τη διασυνοριακή κίνηση του κεφαλαίου και ενισχύει την παραγωγή. Ισχυρή ηγεσία των ΗΠΑ και στα δύο αυτά μέτωπα θα βοηθήσει να διασφαλιστούν και να ενισχυθούν τόσο οι δικές μας οικονομικές προοπτικές όσο κι εκείνες του υπόλοιπου κόσμου.»[21]
Οι ηγεσίες των ΗΠΑ και του ιμπεριαλισμού γενικά δεν είχαν καμιά απάντηση για την ουσία της κρίσης. Δεν μπορούσαν ν’ αναστηλώσουν την παραγωγή και γι’ αυτό επέλεξαν να πνίξουν τη «νέα οικονομία» μέσα σε έναν ωκεανό από φτηνό χρήμα. Έτσι κι έγινε. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα προχώρησε στην άμεση δραστική περικοπή των επιτοκίων προς τις τράπεζες και τη διευκόλυνση κάθε είδους χρηματοπιστωτικής συναλλαγής. Εισοδήματα, δαπάνες, χρέη, φυσικοί πόροι, αγορές, εμπορεύματα, οικονομίες, ακόμη κι ολόκληρες χώρες μπορούσαν πλέον ελεύθερα να μεταφραστούν σε χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Τα πάντα μπορούσαν να μετατραπούν σε ομόλογα ή παράγωγα. Η ίδια η επιχείρηση μετατράπηκε σε χρηματιστικό προϊόν.
Το αποτέλεσμα ήταν μία ακόμη πιο εντυπωσιακή έκρηξη των χρηματοπιστωτικών προϊόντων και σχημάτων. Εμφανίζονται νέες ακόμη πιο επιθετικές μορφές υψηλού επενδυτικού ρίσκου με μοναδικό στόχο το βραχυχρόνιο κέρδος. Παράδειγμα είναι τα ιδιωτικά μετοχικά κεφάλαια (private equity funds), που συχνά έχουν ως στόχο την εξαγορά επιχειρήσεων εισηγμένων στο χρηματιστήριο. Αυτό το κάνουν με «υψηλή μόχλευση», δηλαδή με τη χρησιμοποίηση κυρίως δανειακών κεφαλαίων, ή σε συνεργασία με άλλους επενδυτές, όπως ασφαλιστικά ταμεία και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Στη συνέχεια αναδιοργανώνουν τις επιχειρήσεις, αυξάνουν το χρέος τους για ν’ αντλήσουν κεφάλαιο και να ενισχύσουν την πειθαρχία της αγοράς, και τελικά τις μεταπωλούν με κέρδος, κυρίως μέσω του χρηματιστήριου.
Η νέα έκρηξη κυρίως πλασματικού κεφαλαίου συνοδεύτηκε από την πολιτική του Μπους με σκοπό το βίαιο άνοιγμα των αγορών και την απροκάλυπτη συντριβή όλων των αντιστάσεων στην επιβολή της παγκόσμιας «οικονομικής ολοκλήρωσης». Καμιά μορφή κρατικής προστασίας δεν θα γινόταν ανεκτή σε κανέναν τομέα της οικονομίας. Και αυτό γιατί η παγκόσμια οικονομία δεν ασφυκτιούσε από υπερβολική δόση «φιλελευθεροποίησης» αλλά αντίθετα από ανεπάρκεια δόσης. Επομένως η πολιτική που έπρεπε ν’ ακολουθηθεί ήταν απλή: τα πάντα έπρεπε να βγουν στο σφυρί. Τα πάντα έπρεπε να γίνουν αντικείμενα εξαγοράς ή ρευστοποίησης προς όφελος μιας ραγδαία επεκτεινόμενης οικονομίας. Ακόμη κι αν χρειαζόταν να διαλυθεί η οικονομική και πολιτική κυριαρχία, όχι μόνο των ήδη εξαρτημένων χωρών, αλλά και των μεγάλων ιμπεριαλιστών «σύμμαχων» των ΗΠΑ.
Την περίοδο αυτή ο πόλεμος δεν ήταν απλώς η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα αλλά πρώτα και κύρια η συνέχεια της οικονομίας με άλλα μέσα. Όχι μόνο γιατί ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός είχε αναλάβει να δώσει διέξοδο στα αδιέξοδά του, ακόμη και με την ισχύ των όπλων, αλλά γιατί ήταν και παραμένει ο μόνος που μπορεί να επιβάλει παγκοσμίως, όχι μόνο οικονομικά αλλά και πολιτικά, την κυριαρχία του κλωνοποιώντας τον εαυτό του στο εσωτερικό ακόμη και των πιο ισχυρών χωρών. Μόνο έτσι μπορεί να διαφυλαχθεί το καθεστώς των «ανοιχτών αγορών» τις οποίες έχει τόσο μεγάλη ανάγκη το σύγχρονο μονοπωλιακό και χρηματιστικό κεφάλαιο διεθνώς. Η αμερικανική ηγεμονία επί Μπους δεν εξέφρασε απλώς τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ, αλλά και αποτέλεσε τον πολιορκητικό κριό ενός υπερσυγκεντρωμένου κεφαλαίου σε διεθνές επίπεδο, που αποζητούσε με κάθε τρόπο να ξεφύγει από την κρίση του. Γι’ αυτό και οι αντιθέσεις που αναπτύχθηκαν με την «παλιά Ευρώπη», όπως αποκάλεσε ο Ράμσφελντ τη Γαλλία των ντεγκολικών και τη Γερμανία των σοσιαλδημοκρατών, δεν αφορούσαν στο μοίρασμα των αγορών ή των σφαιρών επιρροής, αλλά στην επιβολή των «ανοιχτών αγορών» εις βάρος της παραδοσιακής ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας αυτών των κρατών.
Η πολεμική οικονομία αναδείχθηκε και σε μέσο πρώτης προτεραιότητας για την ενίσχυση του αμερικάνικου καπιταλισμού, αν σκεφτεί κανείς ότι οι δαπάνες για άμυνα και «εθνική ασφάλεια» ξεπερνούν το 54% του προϋπολογισμού των ΗΠΑ για το 2008. Η πολιτική αυτή ανάγκασε το «νεοφιλελεύθερο» επιτελείο των ΗΠΑ να ποδοπατήσει το δόγμα της δημοσιονομικής πειθαρχίας και του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού. Τα ελλείμματα διογκώθηκαν μαζί με το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ. Μόνο έτσι μπορούσε να χρηματοδοτηθούν ο πακτωλός παροχών προς το κεφάλαιο, οι απανωτές φοροαπαλλαγές μόνο για τους πλούσιους, οι κάθε είδους επιδοτήσεις προς τη χρηματιστική αριστοκρατία, καθώς και το άνοιγμα διαρκώς νέων μετώπων από τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ παγκοσμίως. Είναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα το δίκτυο των στρατιωτικών βάσεων των ΗΠΑ στο εξωτερικό υπερβαίνει τις 1.000, περίπου 30% περισσότερες από ό,τι στις αρχές της δεκαετίας του 2000.[22] Σήμερα το δίκτυο αυτό, μαζί με το προσωπικό που το επανδρώνει, μπορεί να συγκριθεί μόνο με το παγκόσμιο επίπεδο ανάπτυξης των στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ στα πρώτα χρόνια μετά το τέλος του δευτέρου παγκόσμιου πολέμου.
Όμως το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι αυτή η απάντηση στην κρίση φάνηκε ν’ αποδίδει για το κεφάλαιο και την παγκόσμια οικονομία. Έστω και αν η καταστροφή για τις εργαζόμενες τάξεις της κοινωνίας ήταν ανυπολόγιστη. Η οικονομία άρχισε ν’ αποκτά ξανά υψηλούς ρυθμούς επέκτασης και οι αποδόσεις του κεφαλαίου το ίδιο. Ο ενθουσιασμός στα επιτελεία του ιμπεριαλισμού δεν περιγράφεται. Ναι, ήταν αλήθεια, ο «οικονομικός κύκλος» δεν ήταν νεκρός, όπως είχαν πιστέψει παλιά, αλλά τώρα πια ήταν απόλυτα «διαχειρίσιμος». Ο μέγας και πολύς Ρόμπερτ Λούκας, βραβείο Νόμπελ οικονομίας του 1995 και υποτίθεται «πατέρας» της σύγχρονης «μακροοικονομικής», αναλαμβάνοντας το 2003 την προεδρία της Αμερικανικής Ένωσης Οικονομολόγων, ενός θεσμοθετημένου συμβούλου της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, ανακοίνωσε με ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση ότι το «κεντρικό πρόβλημα» της μακροοικονομίας, εκείνο «της αποτροπής της ύφεσης, έχει λυθεί και από πρακτική άποψη έχει λυθεί για πολλές δεκαετίες[23]
Το ίδιο μας διαβεβαίωσε το 2004 και ο αντικαταστάτης του Γκρίνσπαν, νέος πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, Μπεν Μπερνάνκι.[24] Με τη σειρά του ο πρόεδρος Μπους στην ετήσια έκθεσή του για την οικονομία το 2004 τόνιζε πως ένα από τα βασικά συμπεράσματα, ίσως το πιο σπουδαίο, από τον πρόσφατο «οικονομικό κύκλο» ήταν ότι «η επιθετική νομισματική πολιτική μπορεί να περιορίσει το βάθος μιας ύφεσης.»[25] Τι σήμαινε αυτό; «Όταν πριν από τρία χρόνια η οικονομία παρουσίασε σημάδια κόπωσης, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα κινήθηκε αποφασιστικά με το να μειώσει τα επιτόκια, ώστε να τονωθεί η οικονομία. Κατά τη διάρκεια του 2001 η Ομοσπονδιακή Τράπεζα μείωσε τα επιτόκια ένδεκα φορές. (…) Όταν η οικονομία απέτυχε ν’ αποκτήσει ορμή, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα μείωσε ακόμη το επιτόκιο…, έως το 1%[26]
Η βεβαιότητα ότι το τέρας της κρίσης είχε νικηθεί τελικά συνεχίστηκε μέχρι και το ξέσπασμα του νέου κραχ. Έτσι το 2007, με πρωτοσέλιδο άρθρο, οι Τάιμς του Λονδίνου προεξοφλούσαν ότι οι «ιστορικοί θα εντυπωσιάζονται με την [οικονομική] σταθερότητα της εποχής μας.»[27] Ήταν τέτοια η σιγουριά που, ακόμη και καταμεσής της μαζικής ρευστοποίησης στην αγορά των δανείων υψηλού ρίσκου τον Αύγουστο του 2007, ένας από τους πιο δημοφιλείς συμβούλους επενδύσεων αναρωτιόταν αν μια ύφεση ήταν αναπόφευκτη και απαντούσε: «Η πρόσφατη ρευστοποίηση τίτλων στα χρηματιστήρια και ο φόβος για τις τράπεζες πυροδότησε προβλέψεις για ένα νέο κύμα ύφεσης. Όμως (…) έχουν υπάρξει αρκετές περιπτώσεις προηγουμένως στις οποίες είχαμε απότομη πτώση στις μετοχές με φόβους για πιστωτική ασφυξία και οι οποίες δεν οδήγησαν σε ύφεση.»[28] Κι αφού αναφερόταν σε τρία προηγούμενα μεγάλα κραχ, στη Μαύρη Δευτέρα του Οκτωβρίου 1987, στην πτώση του δείκτη S&P 500 το 1998 και στη συντριβή της «νέας οικονομίας» το 2001, περιπτώσεις στις οποίες η Ομοσπονδιακή Τράπεζα υποτίθεται ότι απέτρεψε την ύφεση με την πολλαπλή μείωση των επιτοκίων, αποφαινόταν ότι και αυτή τη φορά θα συνέβαινε το ίδιο.
Πίνακας 8: Βαθμός αξιοποίησης και ποσοστό απόδοσης στη Μεταποίηση ΗΠΑ

2002
2003
2004
2005
2006
2007*
Βαθμός Αξιοποίησης παραγωγικού δυναμικού
Μεταποίηση
63
64
70
71
70
69
Διαρκή αγαθά
59
61
68
70
69
67
Μη διαρκή αγαθά
69
69
72
71
71
70
Μέση ετήσια απόδοση επί του μετοχικού κεφαλαίου %
Μεταποίηση
7,5
12,1
15,8
16,7
17,6
15,9
Διαρκή αγαθά
2,1
8,5
12,9
12,4
14,1
11,9
Μη διαρκή αγαθά
14,5
16,3
19,3
21,7
21,4
20,2
(*) Εκτιμήσεις 9μηνου.
Πηγή: US Census Bureau, Survey of Plant Capacity, 2006, Economic Report of the President, 2008.
Η βεβαιότητα αποδείχτηκε απάτη. Το κραχ επαναλήφθηκε ακόμη πιο ισχυρό και αποκάλυψε το τεράστιο καταστροφικό δυναμικό της κρίσης. Και όλα αυτά παρότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα προχώρησε σε απανωτές μειώσεις των επιτοκίων, που σήμερα έχουν πέσει κάτω από το 1%. Παρά τις χρηματοδοτήσεις και τα «πακέτα διάσωσης» των τραπεζών. Η αλήθεια είναι ότι η κρίση που ξέσπασε το 2001 δεν ξεπεράστηκε, απλώς «κουκουλώθηκε» κάτω από την πλασματική επέκταση της οικονομίας και του κεφαλαίου. Από αυτή την άποψη είναι χαρακτηριστικός ο πίνακας 8. Ο βαθμός αξιοποίησης του παραγωγικού δυναμικού στη μεταποίηση, ιδίως στον τομέα των διαρκών αγαθών στον οποίο συγκεντρώνονται οι κλάδοι υψηλής τεχνολογίας, παρέμεινε όλα τα τελευταία χρόνια σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Πολύ πιο κάτω από το 80% που είχε επιτευχθεί στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Έχει καθηλωθεί στα επίπεδα της δεκαετίας του 1980, δηλαδή της δεκαετίας του «στασιμοπληθωρισμού». Παρ’ όλα αυτά οι μέσες αποδόσεις κατόρθωσαν ν’ ανέλθουν στα προ του 2000 επίπεδα, για ν’ αρχίσουν ξανά να καταρρέουν από το 2007 και μετά.
Το μόνο που κατόρθωσαν οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν την προηγούμενη περίοδο ήταν να πολλαπλασιάσουν το καταστροφικό δυναμικό της κρίσης, το οποίο ξέσπασε σε όλο του το μεγαλείο με το κραχ των αγορών το φθινόπωρο του 2008. Πώς απάντησαν αυτή τη φορά οι ηγεσίες του ιμπεριαλισμού; Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως και προηγουμένως: μειώσεις επιτοκίων και πακέτα διάσωσης. Μια από τα ίδια.
Σήμερα ο αστικός κόσμος δεν διαθέτει πολιτική διεξόδου από την κρίση, περιμένει απλώς να περάσει όπως-όπως η καταιγίδα, προσπαθεί να περιορίσει όσο και όπως μπορεί τους κλονισμούς του συστήματος και κυρίως να διασφαλίσει ότι δεν θα θιγούν οι σύγχρονοι όροι της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Οι ίδιοι όροι, δηλαδή, που δημιούργησαν αυτή την κρίση. Γι’ αυτό και η μεγάλη αγωνία της επίσημης πολιτικής του συστήματος είναι να μην επανέλθει ο «προστατευτισμός», δηλαδή να μην ανατραπεί το καθεστώς των «ανοιχτών αγορών» και της παγκόσμιας «οικονομικής ολοκλήρωσης», που έχει επιβληθεί από τα σύγχρονα πολυεθνικά μονοπώλια και το διεθνοποιημένο χρηματιστικό κεφάλαιο.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται και το αδιέξοδο για τον παγκόσμιο καπιταλισμό σήμερα. Και να θέλει δεν μπορεί να γυρίσει στην εποχή της κεϋνσιανής διαχείρισης και του New Deal. Κι αυτό γιατί κεϋνσιανισμός και New Deal αντιστοιχούσαν σε διαφορετικούς ιστορικούς όρους συσσώρευσης. Το ρολόι δεν γυρίζει πίσω. Ο παγκόσμιος καπιταλισμός είναι καταδικασμένος με κάθε βήμα του, με κάθε μέτρο που υιοθετεί για την «αντιμετώπιση της ύφεσης», να προετοιμάζει ένα ακόμη μεγαλύτερο κραχ, μια νέα ακόμη πιο εκρηκτική εκδήλωση της κρίσης. Ήρθε η ώρα που η εποχή η οποία χαρακτηρίστηκε από ιστορικά πρωτοφανείς συγκεντρώσεις κεφαλαίου σε παγκόσμιο επίπεδο θα δώσει εξίσου ιστορικά πρωτοφανείς εκδηλώσεις της καπιταλιστικής κρίσης.

Υπάρχει ελπίδα για την παγκόσμια οικονομία;

Κατ’ αρχάς θα πρέπει να πούμε ότι μόνιμες κρίσεις δεν υπάρχουν. Όμως το πώς θα βγούμε από την κρίση εξαρτάται από τη σκοπιά που την αντιλαμβάνεται κάποιος. Αν κάποιος την αντιλαμβάνεται ως τυπικό περιοδικό φαινόμενο του καπιταλισμού, είναι λογικό να τον απασχολούν απλώς τα οικονομικά μεγέθη και η πιθανή διάρκεια της κρίσης. Αν την αντιλαμβάνεται από τη σκοπιά των ταξικών συσχετισμών τους οποίους διαμορφώνει, τότε το πρόβλημα της διεξόδου φωτίζεται εντελώς διαφορετικά. Στους αστούς αναλυτές κυριαρχεί αυτή τη στιγμή η πιο απόλυτη απαισιοδοξία. Στο τελευταίο τεύχος του το αμερικάνικο περιοδικό Foreign Policy μάζεψε την αφρόκρεμα των αστών ειδικών για να διατυπώσουν τις προβλέψεις τους σχετικά με την προοπτική της κρίσης.[29] Ο Νούριελ Ρούμπινι, που όχι άδικα έχει χαρακτηριστεί και «προφήτης» της σημερινής κρίσης, έγραφε χαρακτηριστικά: «Τα χειρότερα σενάρια του περασμένου χρόνου βγήκαν αληθινά. Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική πανδημία, για την οποία εγώ και άλλοι είχαμε προειδοποιήσει, έχει πέσει πάνω μας. Όμως βρισκόμαστε ακόμη μόνο στα πρώτα στάδια αυτής της κρίσης. Οι προβλέψεις μου για τον ερχόμενο χρόνο είναι δυστυχώς ακόμη πιο ζοφερές: Οι φούσκες, και αυτές είναι πολλές, μόλις έχουν αρχίσει να σπάνε.» Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Στέφεν Ρόουτς παρατηρεί: «Πριν από το τέλος του έτους καμιά από τις περιοχές του κόσμου δεν θα έχει μείνει ανέπαφη από την ύφεση. Πράγματι υποψιάζομαι ότι το 2009 θα περάσει στην ιστορία ως η πρώτη αληθινά παγκόσμια ύφεση της σύγχρονης οικονομίας.»
Αυτή η τρομακτική απαισιοδοξία δεν εκφράζει μόνο το πλήρες αδιέξοδο ενός συστήματος, αλλά και το σκοτεινό κλίμα που σκόπιμα θέλουν να καλλιεργήσουν οι ηγεσίες του ιμπεριαλισμού. Σε μια εποχή κατά την οποία είναι αδύνατο να πουλήσουν φρούδες ελπίδες και κάλπικες διαβεβαιώσεις, επιχειρούν να διαδώσουν το γενικευμένο φόβο, τον τρόμο και τον πανικό στην κοινωνία. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπάρακ Ομπάμα, προσπαθώντας να πείσει για τον επείγοντα χαρακτήρα του νέου «πακέτου ενίσχυσης της οικονομίας» που προτείνει, και το οποίο έχει φθάσει επισήμως στο ύψος του 1 τρις δολ., είπε τα εξής στη Γερουσία: «Αν δεν κινηθούμε τώρα, θα μετατρέψουμε την κρίση σε καταστροφή και θα εξασφαλίσουμε μακρύτερη περίοδο ύφεσης, πολύ πιο περιορισμένη ανάκαμψη και πολύ πιο αβέβαιο μέλλον.»[30] Σε άρθρο του επανήλθε στο ίδιο μήκος κύματος λέγοντας ότι «κάθε μέρα που περιμένουμε για ν’ αρχίσουμε να αλλάζουμε κατεύθυνση στην οικονομία μας, περισσότεροι χάνουν τις δουλειές τους, τις αποταμιεύσεις τους και τα σπίτια τους. Και αν δεν κάνουμε τίποτε, αυτή η ύφεση μπορεί να παραταθεί για χρόνια. Η οικονομία μας θα χάσει άλλες 5 εκατομμύρια θέσεις εργασίας. Η ανεργία θα φτάσει σε διψήφιους αριθμούς. Το έθνος μας θα βυθιστεί βαθύτερα σε μια κρίση την οποία, από ένα σημείο και πέρα, δεν θα μπορούμε ν’ αντιστρέψουμε.»[31]
Ή αποδέχεστε την πολιτική που προτείνω ή καταστρεφόμαστε. Αυτό είναι το δίλημμα που θέτει ο Ομπάμα. Δεν έχει σημασία τι προτείνει, ούτε βέβαια χρειάζεται να αιτιολογήσει γιατί το δικό του «πακέτο» θα πετύχει, εκεί όπου απέτυχε το πρώτο «πακέτο» Πόλσον, που και ο ίδιος στήριξε. Γιατί το δικό του πακέτο θα αναχαιτίσει την κρίση, όταν το προηγούμενο την ενίσχυσε; Στην πραγματικότητα ούτε ο Ομπάμα ούτε κανένας άλλος νοιάζεται για το αν θα αντιμετωπιστεί η κρίση, άλλωστε δεν τρέφουν καμιά αυταπάτη. Όπως έγραφε ένας αγαπημένος αναλυτής του Λευκού Οίκου, ο Ρόμπερτ Σάμουελσον, «είναι το τέλος μιας εποχής. Γνωρίζουμε ότι το 2008, όπως περίπου και το 1932 ή το 1980, σηματοδοτεί μια διαχωριστική γραμμή για την αμερικανική οικονομία και κοινωνία. Όμως αυτό που βρίσκεται στην άλλη μεριά είναι στην καλύτερη περίπτωση κάτι θολό. Το μεγάλο δίδαγμα του προηγούμενου χρόνου είναι πόσο λίγο καταλαβαίνουμε και ελέγχουμε την οικονομία. Αυτή η άγνοια γέννησε τη σημερινή ανασφάλεια, η οποία με τη σειρά της αποτελεί την κυβερνώσα πραγματικότητα της κρίσης[32]
Όταν πρόκειται για μια κρίση που αφορά τις ίδιες τις βάσεις του συστήματος και έχει να κάνει με το γεγονός ότι η οικονομία και η κοινωνία δεν μπορούν πλέον να συνεχίσουν στη βάση της μονοπώλησης του πλούτου από λίγους οι οποίοι κινούνται με κριτήριο την απόσπαση όλο και μεγαλύτερων κερδών, τότε τι μπορεί να σου κάνει το όποιο «πακέτο»; Σήμερα το ίδιο το κυνήγι του πρόσθετους κέρδους αποδεικνύεται πως αποτελεί την κυρίαρχη αιτία της κρίσης. Σε μια οικονομία λοιπόν που βασανίζεται από υπερσυγκέντρωση κεφαλαίου, η οποία ξεπερνά πολλές φορές τον συνολικό όγκο της οικονομίας, αυτό που πρώτα απ’ όλα επιβάλλεται είναι η ριζική αναδιανομή πλούτου, επενδύσεων και εισοδημάτων τόσο στο επίπεδο της οικονομίας όσο και της κοινωνίας. Μπορεί σήμερα μια οποιαδήποτε καπιταλιστική κυβέρνηση να προβεί σε μια τέτοια αναδιανομή, χωρίς να τεθεί θέμα για το ίδιο το σύστημα; Όχι βέβαια. Γι’ αυτό και αρκούνται σε «πακέτα στήριξης» της οικονομίας.
«Ετοιμαστείτε για μια χαμένη δεκαετία»[33], έγραφε επώνυμος αρθογράφος της Wall Street Journal παραμονές των Χριστουγέννων, γνωρίζοντας πολύ καλά το πραγματικό αντίκρισμα των «πακέτων». Όμως μια κρίση αποτελεί πάντα μια καλή ευκαιρία για το κεφάλαιο και τους ανθρώπους του. Μπορεί να αδυνατούν να κάνουν οτιδήποτε για την ουσία της, αλλά δεν πρόκειται να την αφήσουν να πάει χαμένη. «Ποτέ δεν αφήνεις μια σοβαρή κρίση να πάει χαμένη», είπε πρόσφατα ο Ραμ Εμάνουελ, επικεφαλής του επιτελείου του Ομπάμα στον Λευκό Οίκο. «Αυτό που εννοώ είναι ότι αποτελεί ευκαιρία για να κάνεις πράγματα που δεν μπορούσες να κάνεις πριν[34] Και σ’ αυτό έχει δίκιο. Η καλλιέργεια του φόβου στην κοινωνία για την έκταση, τη διάρκεια και τη σφοδρότητα της κρίσης έχει ως μοναδικό στόχο να εξαναγκάσει την κοινωνία να παραιτηθεί ακόμη και από τα τελευταία δικαιώματά της, τις τελευταίες κατακτήσεις που έχουν απομείνει στον εργαζόμενο. 
Γι’ αυτό και το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι ποια θα είναι η έκταση και ποια η διάρκεια της κρίσης, ούτε ποιος θα πληρώσει τα σπασμένα. Το ερώτημα που καίει είναι σε ποια κοινωνία και σε ποια οικονομία θα μας βγάλει αυτή η κρίση. Οι επίσημες φωνές του συστήματος έχουν ξεκαθαρίσει ότι το μέλλον δεν προβλέπεται ρόδινο, ακόμη κι αν βγούμε από την κρίση. Για ν’ αντιμετωπιστεί η κρίση με τους όρους του κυρίαρχου συστήματος, πρέπει οι λαοί και οι εργαζόμενοι ν’ αποδεχθούν να ζουν σε μια ακόμη πιο ζοφερή κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα απ’ ό,τι σήμερα.
Όμως το πώς θα εξελιχθεί αυτή η κρίση δεν είναι δεδομένο. Καθοριστικό ρόλο παίζει η ταξική πάλη. Με αυτή την έννοια τούτη η κρίση δεν είναι μια τυπική συρρίκνωση της οικονομίας του καπιταλισμού, όσο σφοδρή κι αν εμφανίζεται. Δεν έχει να κάνει τόσο με τις μεταβολές στο ΑΕΠ, με το επίπεδο της παραγωγής, με την πτώση των αγορών, με τη διόγκωση της ανεργίας ή με τους άλλους δείκτες της οικονομίας. Στην ουσία της πρόκειται για μια ιδιαίτερη κρίση, μια «κρίση ορόσημο», «ειδικού τύπου» ή κρίση «γενικευμένης ανισορροπίας».[35] Οι προσδιορισμοί αυτοί προέρχονται από τη συζήτηση της Κομμουνιστικής Διεθνούς τη δεκαετία του 1920 και αφορούν στις κρίσεις εκείνες που αγκαλιάζουν ολόκληρες «ιστορικές εποχές» και δεν μπορούν να ερμηνευτούν με τον τυπικό οικονομικό κύκλο. Τέτοιες κρίσεις ο παγκόσμιος καπιταλισμός γνώρισε προηγουμένως τρεις: Το 1873-1896 μέσα από την οποία ξεπήδησαν το καπιταλιστικό μονοπώλιο και ο ιμπεριαλισμός. Το 1914-1948 κατά την οποία εκδηλώθηκαν οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι και το γνωστό κραχ του 1929-1930. Και το 1974-1992 κατά την οποία εκδηλώθηκε η νεοσυντηρητική επίθεση του κεφαλαίου και συντελέστηκε η διάλυση του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Οι κρίσεις αυτού του τύπου έχουν τα εξής ιδιαίτερα γνωρίσματα:
Πρώτο, δεν έχουν επίκεντρο τις επιμέρους οικονομίες, αν και εκδηλώνονται με τον πιο εκρηκτικό τρόπο σ’ εκείνες που κυριαρχούν διεθνώς, αλλά το παγκόσμιο σύστημα του καπιταλισμού. Είναι δηλαδή παγκόσμιες κρίσεις του συστήματος.
Δεύτερο, δεν ακολουθούν έναν προδιαγεγραμμένο οικονομικό κύκλο (κρίση, ύφεση, αναζωογόνηση, άνθηση και τα σχετικά), μιας και δεν αφορούν μόνο ή απλώς την οικονομία. Πρόκειται για κρίσεις που θέτουν εκ βάθρων υπό αμφισβήτηση τη συνολική αρχιτεκτονική του συστήματος, το σύνολο των ταξικών συσχετισμών τόσο στην κορυφή όσο και στη βάση.
Τρίτο, συνδέονται με τη βαθύτερη πίεση του κεφαλαίου να οικοδομήσει νέους όρους και συνθήκες συγκέντρωσης, που θα του επιτρέψουν να πετύχει νέα ανώτερα επίπεδα κερδοφορίας. Γι’ αυτό και το κρίσιμο στοιχείο στην πορεία αυτής της κρίσης είναι η κίνηση του ποσοστού κέρδους.
Τέταρτο, αγκαλιάζουν μια ολόκληρη ιστορική εποχή και την κατάληξή τους την κρίνει η ταξική πάλη, δηλαδή η αναμέτρηση του κεφαλαίου με την εργατική τάξη και την κοινωνία συνολικά.
Όπως έχουμε πει, καμιά κρίση στον καπιταλισμό δεν έχει δεδομένη εξέλιξη ή κατάληξη, πολύ περισσότερο αυτές οι κρίσεις «ορόσημα» ή «ειδικού τύπου». Η ρήση που θέλει την κρίση ν’ «αποτελεί μια ευκαιρία για να κάνεις πράγματα που δεν μπορούσες να κάνεις πριν» δεν ισχύει μόνο για το κεφάλαιο, αλλά και για την εργατική τάξη. Αν υπάρχει μια ιστορική περίοδος κατά την οποία το εργατικό κίνημα μπορεί με μεγαλύτερη ευκολία ν’ αποσπάσει κατακτήσεις, να κερδίσει καλύτερες θέσεις, ν’ ανοίξει δρόμους προς το δικό του αύριο, είναι ακριβώς αυτή. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι προηγούμενες κρίσεις αυτού του τύπου δεν έφεραν μόνο την καταστροφή και την ανασυγκρότηση του καπιταλισμού, αλλά έδωσαν και μεγάλες ιστορικές ευκαιρίες και στην εργατική τάξη. Η κρίση του 1873-1896 λύτρωσε την εργατική τάξη από τις συντεχνιακές καταβολές του κινήματός της και γέννησε το οργανωμένο παγκόσμιο εργατικό κίνημα και τα εργατικά κόμματα, που μετέτρεψαν την πάλη ενάντια στο κεφάλαιο σε κορυφαίο ζήτημα της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής, ιδίως στα πιο ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη.
Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι η μεγάλη κρίση του 1914-1948 δεν γέννησε μόνο πολέμους, το φασισμό και το ναζισμό, αλλά και το πρώτο εργατικό κράτος στον κόσμο που η επιρροή του μαζί με την πάλη της εργατικής τάξης στον καπιταλισμό οδήγησαν σε μεγάλες κατακτήσεις, οι οποίες απείλησαν την ίδια την ύπαρξη του συστήματος παγκοσμίως. Το γεγονός ότι η κρίση του 1974-1992 σημαδεύτηκε από την ήττα της εργατικής τάξης δεν έχει να κάνει με τη δύναμη ή την επιθετικότητα του κεφαλαίου, αλλά πρώτα και κύρια με την απόλυτη χρεωκοπία των δυνάμεων που εκπροσωπούσαν την εργατική τάξη.
Το ζητούμενο λοιπόν από τη σημερινή κρίση δεν είναι ν’ «αποδείξουμε» ότι ο καπιταλισμός δεν έχει μέλλον, ούτε φυσικά να προδικάσουμε την κατάρρευσή του. Το σύστημα δεν πρόκειται να καταρρεύσει, όσο και αν βαθύνει η κρίση, όσο και αν χρεωκοπήσουν ακόμα και οι μεγαλύτερες οικονομίες. Η αστική τάξη θα συνεχίσει να ενεργεί σαν ληστής που αποθρασύνθηκε και έχασε τα λογικά του, θα συνεχίσει να οξύνει την κατάσταση και να σπέρνει τη βαρβαρότητα. Ο Λένιν ειρωνευόταν όλους όσοι έβλεπαν στις κρίσεις αυτού του τύπου την «απόδειξη» ότι ο καπιταλισμός έφαγε τα ψωμιά του και έλεγε: «Η πράξη των επαναστατικών κομμάτων πρέπει “να αποδείξει” τώρα πως αυτά έχουν αρκετή συνειδητότητα, οργανωτική ικανότητα, σύνδεση με τις εκμεταλλευόμενες μάζες, αποφασιστικότητα, δεξιοτεχνία για να εκμεταλλευτούν αυτή την κρίση για μια επιτυχημένη και νικηφόρα επανάσταση.»[36] Να ποιο είναι το στοίχημα και για τη σημερινή κρίση.






[1] Oliver Garret, The Real Cost of the 2008 Recession, Casey Research, 10/12/2008.
[2] Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. ΙΙΙ, ΣΕ, 1978, σ. 315.
[3] Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. ΙΙΙ, ΣΕ, 1978, σ. 317.
[4] Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. ΙΙΙ, ΣΕ, 1978, σ. 318.
[5] Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. ΙΙΙ, ΣΕ, 1978, σ. 594.
[6] Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. Ι, ΣΕ, 1978, σ. 785, υπ. 250.
[7] Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. ΙΙΙ, ΣΕ, 1978, σ. 601.
[8] Στο ίδιο.
[9] Der Spiegel, 30/1/2009.
[10] Στο ίδιο.
[11] Simon Tilford, The euro at ten: Is its future secure? Centre for European Reform, Ιανουάριος 2009.
[12] William Petty, Tracts Chiefly Relating to Ireland, Δουβλίνο, Boulter Grierson, 1771, σ. 481.
[13] Michael Lewis, The World’s Biggest Going-Out-of-Business Sale, The New York Times Magazine, 31/5/1998.
[14] Wall Street Journal, 30/6/1998.
[15] Economic Report of the President, Φεβρουάριος 2000, σ. 21.
[16] Economic Report of the President, Ιανουάριος 2001, σ. 19.
[17] Manhattan Institute for Policy Research, Reagan’s Moscow Address, Manhattan Paper, No 6, 1989, σ. 4
[18] Remarks by Chairman Alan Greenspan, Μπέρκλεϊ, Καλιφόρνια, 4/9/1998.
[19] Στο ίδιο.
[20] OECD, The New Economy Beyond The Hype, The OECD Growth Project, 2001, σ. 9.
[21] Economic Report of the President, Φεβρουάριος 2002, σ. 300.
[22] Jules Dufour, The Worldwide Network of US Military Bases, Global Research, 1/7/2007.
[23] Robert E. Lucas, Macroeconomic Priorities, ΑΑΕ, 10/1/2003.
[24] Remarks by Governor Ben S. Bernanke, Ουάσινγκτον, DC, 20/2/2004.
[25] Economic Report of the President, Φεβρουάριος, 2004, σ. 40.
[26] Στο ίδιο.
[27] The Times, 19/1/2007.
[28] Gary Halbert, Is A Subprime Recession Inevitable? Investor Insight, 28/8/2007.
[29] Foreign Policy, Ιανουάριος/Φεβρουάριος 2009.
[30] Associated Press, 4/2/2009.
[31] Washington Post, 5/2/2009.
[32] Real Clear Politics, 29/12/2008.
[33] Wall Street Journal, 24/12/2008.
[34] Wall Street Journal, 28/1/2009
[35] Βλέπε χαρακτηριστικά L. Trotsky & E. Varga, The International Situation. A Study of Capitalism in Collapse (Presented to the Moscow Congress, 1921), Communist Party of Great Britain, n.d., σ. 4-8.
[36] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τ. 41, σ.228.

*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, τ.31, 13/2/2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου