Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

Η αλήθεια για το «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα»



Η οπισθοδρόμηση από την κοινωνική ασφάλιση στη φτωχοπρόνοια

Δημήτρης Καζάκης

Μεγάλη συζήτηση γίνεται για το «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα» (ΕΕΕ) ως καινοτόμο πρόταση, η οποία υποτίθεται ότι έρχεται να απαντήσει στο πρόβλημα της απόλυτης φτώχειας. Σήμερα μάλιστα η παλιά αυτή επινόηση του συντηρητισμού –δηλαδή της παροχής κρατικών βοηθημάτων ενός «ελάχιστου ορίου διαβίωσης» ως απάντηση στην πιο απόλυτη εξαθλίωση– εμφανίζεται ως το άπαν της αριστερής πολιτικής και ως «πρόταση-κλειδί» για την ανακούφιση των «φτωχότερων από τους φτωχούς». Όμως η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική.

Μα τι το κακό μπορεί να υπάρχει στο να δοθεί κάποια ενίσχυση σ’ όσους υποφέρουν από τη φτώχεια; Κάτι τέτοιο ίσως να αναρωτηθεί κάποιος που δεν γνωρίζει το θέμα ή αντιμετωπίζει εξίσου ως καλή πράξη και την ελεημοσύνη προς τους αναξιοπαθούντες. Όταν κάποιος βρίσκεται μπροστά στο φάσμα της απόλυτης εξαθλίωσης, είναι διατεθειμένος να πιαστεί από παντού και να δεχτεί τα πάντα, τα λαϊκά συσσίτια, την οργανωμένη και μη φιλανθρωπία, τα καταφύγια των αστέγων, τη δουλειά με όρους κολίγου, ακόμη και το να σέρνεται νυχθημερόν στα γραφεία των πολιτικών και των διαφόρων παραγόντων για ένα διορισμό της κακιάς συμφοράς. Το γεγονός ότι κάποιος μέσα στην απόγνωσή του μπορεί να δεχτεί ακόμη και τη χειρότερη μορφή εξευτελισμού για ένα πιάτο φαγητό, για μια μίζερη εκδήλωση φιλανθρωπίας, να θεωρήσει τη χειρότερη προσβολή στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια ως ευλογία, αυτό δεν σημαίνει ότι οι πρακτικές της ελεημοσύνης μπορούν να εξαγνιστούν ή να θεωρηθούν αναγκαίες πολιτικές για την αντιμετώπιση της φτώχειας. Αν κάποιος δεν μπορεί να κατανοήσει τη διαφορά ανάμεσα στην ελεημοσύνη προς τους φτωχούς και τις αναγκαίες πολιτικές εξάλειψης της φτώχειας, αυτό συμβαίνει γιατί θεωρεί – έστω ασυνείδητα – ότι ο φτωχός είναι καταδικασμένος στη μοίρα του. Όπου φτωχός και η μοίρα του, κατά το γνωστό λαϊκό ρητό. Επομένως αυτός ο δύσμοιρος φτωχός, μπορεί να συγκεντρώνει όλη την άδολη συμπάθειά μας, αλλά θεωρείται υποχρεωμένος λόγω της κατάστασής του να κάνει όλων των ειδών τις εκπτώσεις, εκπτώσεις ως άνθρωπος, εκπτώσεις ως εργαζόμενος, εκπτώσεις ως πολίτης. Προπαντός όμως θα πρέπει να κάνει εκπτώσεις στα δικαιώματά του και αντί να διεκδικεί μια αξιοπρεπή διαβίωση όπως αρμόζει όχι σε απλό υποζύγιο, αλλά σε κάθε εργαζόμενο άνθρωπο, θα πρέπει να αποδεχτεί να ζει στο όριο, στο όριο της πλήρους αθλιότητας, στο όριο των φυσικών του αναγκών. Αντί να διεκδικεί την ανατροπή της θέσης του θα πρέπει να δεχτεί τον εξευτελισμό της εξάρτησής του από την κρατική ή μη φιλανθρωπία. Αυτό είναι το μικρό πρόστυχο μυστικό του ΕΕΕ.       
Από την πρώτη στιγμή το ΕΕΕ υπήρξε προνομιακό πεδίο δημαγωγίας και πολιτικής υποκρισίας δίχως όρια. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πολιτικές δυνάμεις νομής της εξουσίας ορκίζονται σ’ αυτό και το έχουν συμπεριλάβει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην πολιτική τους πρόταση, δίπλα ακριβώς στα μέτρα διαρκούς μονόπλευρης λιτότητας, υπονόμευσης της κοινωνικής ασφάλισης, χτυπήματος των συλλογικών συμβάσεων, καταβαράθρωσης του βασικού μισθού, απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας, κοκ. Η προσπάθεια να μετατραπεί το ΕΕΕ σε κεντρικό ζήτημα της όλης συζήτησης για την κοινωνική πολιτική μας ήλθε απ’ έξω, πρώτα και κύρια από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στη δεκαετία του ’90 το διευθυντήριο των Βρυξελλών επεξεργάστηκε μια σειρά οδηγίες για την εισαγωγή συστημάτων ΕΕΕ στις χώρες-μέλη ως αντίδοτο στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, κατοχύρωσης του βασικού μισθού και των ανελαστικών εργατικών δικαιωμάτων. Η εισαγωγή του ΕΕΕ είχε σαν στόχο να ξεγελάσει και σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στην περίπτωση της Δανίας και των άλλων χωρών του «σκανδιναβικού μοντέλου», να εξαγοράσει τα πιο καταπονημένα στρώματα των εργαζομένων, ώστε να περιοριστούν οι αντιδράσεις στη γενικευμένη επίθεση ενάντια στην κοινωνική ασφάλιση, το βασικό μισθό και τα εργατικά δικαιώματα, που συντονίζουν πανευρωπαϊκά οι Βρυξέλλες προς το συμφέρον μιας οικονομικής και πολιτικής ολιγαρχίας.
Το ΕΕΕ εμφανίστηκε ως πολιτική ανακούφισης που δεν αφορά στους φτωχούς συνολικά ή στη φτώχεια γενικά, αλλά μόνο σε «όσους έχουν πραγματικά ανάγκη», αποκλειστικά στους «φτωχότερους των φτωχών». Με άλλα λόγια το ΕΕΕ θέτει εξαρχής ως άμεση προϋπόθεση τη διαφοροποίηση της φτωχολογιάς σε δυο είδη, σ’ εκείνη που δεν έχει «πραγματική ανάγκη» υποστήριξης και σ’ εκείνη που έχει. Διαχωρίζει δηλαδή τους φτωχούς σε πρώτη και δεύτερη διαλογή – όπως περίπου γίνεται και με τα οπωροκηπευτικά – ανάλογα με τις εκάστοτε πολιτικές σκοπιμότητες των κυβερνώντων. Έτσι θεμελιώθηκε η επίσημη λογική ότι για να αντιμετωπιστεί η πιο απόλυτη φτώχεια, αυτή που συνήθως ονομάζεται από τους γραφειοκράτες της εξουσίας ως «κοινωνικός αποκλεισμός», έπρεπε να υπάρξει μια αναδιανομή στα πλαίσια του υπάρχοντος «κοινωνικού κράτους» υπέρ των «φτωχότερων από τους φτωχούς» και σε βάρος όλων των υπολοίπων εργαζομένων, που στο όνομα όσων «έχουν πραγματική ανάγκη» έπρεπε να δεχθούν τη συντριβή όσων έχουν μέχρι σήμερα κατακτήσει και τους προφύλαγαν λίγο ως πολύ ως τάξη, ως σύνολο, από την πιο απόλυτη εξαθλίωση. Έτσι το παραδοσιακό σύνθημα της αναγκαίας αναδιανομής του παραγόμενου κοινωνικού πλούτου προς όφελος των ασθενέστερων, που για δεκαετίες ακόμη και οι πιο σκληροπυρηνικοί οπαδοί της «οικονομίας της αγοράς» διακήρυσσαν ως το περιεχόμενο ενός μοντέρνου και κοινωνικά ευαίσθητου καπιταλισμού, μετατράπηκε στην σκληρή πραγματικότητα της αναδιανομής της φτώχειας και της εξαθλίωσης μέσα στα πλαίσια των ασθενέστερων τάξεων, δηλαδή στους κόλπους των ίδιων των εργαζομένων, προς όφελος της ανάπτυξης των ανοικτών αγορών και των υπερκερδών. Χαρακτηριστικό προϊόν αυτής της αναδιανομής αθλιότητας είναι όλα τα σχήματα ΕΕΕ που ισχύουν σήμερα στις χώρες-μέλη της ΕΕ, από τα πιο μίζερα και ασήμαντα, όπως είναι αυτό της Πορτογαλίας, έως τα πιο γενναιόδωρα, όπως είναι αυτό της Δανίας.

Ποια είναι η πολιτική ταυτότητα του ΕΕΕ;

Οι πρώτοι που επιχείρησαν ανοιχτά και σκόπιμα να φέρουν το ΕΕΕ στο επίκεντρο της πολιτικής συζήτησης για την αντιμετώπιση των οξυμένων κοινωνικών προβλημάτων στην Ελλάδα ήταν οι υπουργοί και τα στελέχη της κυβέρνησης Σημίτη. Η κυβέρνηση Σημίτη είχε αναλάβει τη δέσμευση έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης να τελειώσει μια και καλή και σύμφωνα πάντα με τις επιταγές της διεθνούς χρηματιστικής ολιγαρχίας με το κοινωνικο-ασφαλιστικό σύστημα της χώρας και να αναπροσαρμόσει τελεσίδικα το σύνολο της κοινωνικής πολιτικής ώστε να μην αποτελεί εμπόδιο στις «ανοιχτές αγορές» και τον «ανταγωνισμό». Το στίγμα των δεσμεύσεων της κυβέρνησης Σημίτη προς τα «μεγάλα αφεντικά» εντός και εκτός της χώρας δόθηκε το Σεπτέμβριο του 1999 στην καθιερωμένη ομιλία του πρωθυπουργού στην έκθεση Θεσσαλονίκης, όπου ο κ. Σημίτης μίλησε για «διμέτωπο αγώνα» της κυβέρνησης αφενός για μια «πορεία που εξασφαλίζει την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ» και αφετέρου «την ενίσχυση των πολιτικών κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης»[1]. Με την ομιλία του αυτή ο κ. Σημίτης κήρυξε ανοιχτά τον πόλεμο ενάντια στο σύνολο αυτού που έχει καταγραφεί ιστορικά ως κοινωνική πολιτική του κράτους. Βέβαια κήρυττε τον πόλεμο όχι στο όνομα των συμφερόντων των ολίγων, των κερδοσκόπων και των αρπαχτικών της αγοράς, όπως συνέβη στ’ αλήθεια, αλλά στο όνομα της «κοινωνικής αλληλεγγύης». Η παραδοσιακή κοινωνική πολιτική έπρεπε επειγόντως και δια παντός να αντικατασταθεί με «έναν κοινωνικό ιστό ασφαλείας για τις ασθενέστερες τάξεις και στρώματα της κοινωνίας μας»[2]. Δεν ήταν πια οι κοινωνικές ανάγκες των απλών εργαζομένων και των οικογενειών τους που έπρεπε να αποτελούν βασικό κριτήριο και αποφασιστικό μέτρο της κοινωνικής πολιτικής, αλλά η αντιμετώπιση των πιο απόλυτων μορφών μιζέριας. Η κοινωνική πολιτική δεν μπορεί πια να ικανοποιεί ζωτικές κοινωνικές ανάγκες της εργατικής οικογένειας, αλλά στην καλύτερη περίπτωση να εξασφαλίζει ένα ελάχιστο όριο διαβίωσης στο επίπεδο της φυσικής εξαθλίωσης. Δεν ήταν πια οι κοινωνικές ανάγκες μιας αξιοπρεπούς ανθρώπινης διαβίωσης για όλες τις οικογένειες, που πρέπει να ικανοποιηθούν ανεξάρτητα από την εισοδηματική ή εργασιακή κατάσταση της κάθε οικογένειας, αλλά η αντιμετώπιση των πιο ακραίων συνεπειών της αθλιότητας και του κοινωνικού περιθωρίου. Αυτήν την αντιδραστική φιλοσοφία θέλησε να περάσει η κυβέρνηση Σημίτη και μ’ αυτήν να ανατρέψει το σύνολο των κοινωνικών κατακτήσεων, στο όνομα του συνθήματος της «κοινωνικής αλληλεγγύης», που ανέσυραν οι σύγχρονοι οπαδοί της φτωχοπρόνοιας από την εκκλησιαστική φιλανθρωπία του 18ου και 19ου αιώνα.
Ο κ. Σημίτης και οι επιτελείς του υπολόγιζαν ότι θα μπορούσαν να υλοποιήσουν τις δεσμεύσεις τους μετά τις εκλογές του 2000. Υπολόγιζαν πως μια νέα κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ ενισχυμένη από μια πρόσφατη «λαϊκή εντολή» θα μπορούσε να ξεμπερδέψει μια για πάντα με το κοινωνικο-ασφαλιστικό και να μετατρέψει ότι είχε απομείνει από την κοινωνική πολιτική του κράτους σε πολιτική κρατικής ελεημοσύνης στο όνομα της «κοινωνικής συνοχής». Αποδείχτηκε όμως ότι υπολόγιζαν δίχως τον ξενοδόχο. Στην προεκλογική περίοδο του 2000 οι υπουργοί της κυβέρνησης Σημίτη εμφανίστηκαν, όπως ακριβώς και οι υπουργοί της κυβέρνησης Καραμανλή, να θυμούνται ξαφνικά τους «ταπεινούς και καταφρονεμένους». Ο Μιλτ. Παπαϊωάννου, υπουργός εργασίας την εποχή εκείνη, βγήκε στο Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας και ανακοίνωσε με τυμπανοκρουσίες:«Eκπονείται μελέτη, που κρίνεται ότι θα ολοκληρωθεί μέχρι το Mάιο, που θα έχει ως στόχο «να εξασφαλίσει στους Eλληνες πολίτες ένα ανεκτό όριο διαβίωσης». Πρόκειται για την εξασφάλιση καταβολής «Eλάχιστου Eγγυημένου Eισοδήματος», το οποίο θα αποτελεί το μέσο για να μην καταστεί το άτομο φτωχό και κοινωνικά αποκλεισμένο -και δεν θα πρέπει να συγχέεται ούτε με το επίδομα ανεργίας ούτε με τον κατώτατο μισθό ούτε με την κατώτατη σύνταξη- όπως διευκρίνισε ο υπουργός. Tο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα θα αφορά τόσο τους ανέργους όσο και τους εργαζομένους. Ως προς το ύψος του «ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, τον τρόπο και τις προϋποθέσεις χορήγησής του, την αξιολόγηση των επιπτώσεών του στην αγορά εργασίας και την παρακολούθηση της διεθνούς πρακτικής, θα αποτελούν αντικείμενα ανάλυσης και μελέτης που θα αναλάβει το Eθνικό Iνστιτούτο Eργασίας.»[3] Επιπλέον και εδώ αξίζει την προσοχή του αναγνώστη, ο κ. Παπαϊωάννου «υπογράμμισε ιδιαιτέρως ότι το νέο μέτρο (δηλαδή το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα) είναι τμήμα του δικτύου κοινωνικής προστασίας και δεν πρόκειται να αντικαταστήσει κανέναν άλλο κοινωνικό θεσμό, όπως είναι η κατώτατη σύνταξη, ο κατώτατος μισθός ή το επίδομα ανεργίας.»[4] Αυτήν την υπόσχεση, ότι δηλαδή το ΕΕΕ δεν έρχεται «να αντικαταστήσει κανέναν άλλο κοινωνικό θεσμό» την επαναλαμβάνουν μονότονα όλοι οι εισηγητές του, προσπαθώντας να ξεγελάσουν τον απλό εργαζόμενο. Εμφανίζονται ως αθώες περιστερές να δηλώνουν ότι με το ΕΕΕ δεν πρόκειται να πειράξουν την κατώτατη σύνταξη, τον κατώτατο μισθό ή το επίδομα ανεργίας, ενώ στην ουσία αυτό που υπόσχονται είναι ότι δεν πρόκειται να επεκτείνουν αυτούς τους «κοινωνικούς θεσμούς» για την προστασία των πιο φτωχών. Αυτοί πρέπει να αρκεστούν στο ΕΕΕ. Αντί λοιπόν να υποσχεθούν την αντιστοίχηση της κατώτατης σύνταξης με τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες των συνταξιούχων, αντί να υποσχεθούν την ουσιαστική άνοδο του βασικού μισθού και την κατοχύρωσή του ειδικά για εκείνους που δουλεύουν περιστασιακά ή με δελτίο παροχής, αντί να υποσχεθούν τη δραστική αύξηση και την επιμήκυνση του επιδόματος ανεργίας με βάση τον πραγματικό χρόνο που παραμένει κάποιος άνεργος, τι υπόσχονται; Την εισαγωγή του ΕΕΕ για τους φτωχότερους των φτωχών. Με άλλα λόγια όσοι χειμάζουν στη χρόνια ανεργία, έχουν βρεθεί εκτός αγοράς εργασίας, ή δεν μπορούν να βρουν πλήρη απασχόληση με την οποία να μπορούν να συντηρήσουν τον εαυτό τους, αλλά και την οικογένειά τους, δεν πρέπει να ελπίζουν σε κανένα άλλο «κοινωνικό θεσμό», παρά μόνο στο ΕΕΕ.
Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι η εισαγωγή του ΕΕΕ δεν γίνεται για να αφήσει ανέγγιχτους τους άλλους «κοινωνικούς θεσμούς». Αντίθετα, εισάγεται για να χτυπηθούν αμείλικτα οι ήδη υπάρχοντες «κοινωνικοί θεσμοί». Στην ίδια εκδήλωση όπου ο Μιλτ. Παπαιωάννου ανακοίνωσε τη «μελέτη» για το ΕΕΕ, ανέφερε επίσης «ότι η κυβέρνηση ήδη κάνει μεγάλη προσπάθεια για την αναβάθμιση και επέκταση των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης, στις οποίες περιλαμβάνονται: H γενίκευση και βελτίωση της ποιότητας της κατάρτισης. H ανάπτυξη των γραφείων ευρέσεως εργασίας του ΟAEΔ και η δημιουργία ευκαιριών απασχόλησης για τους νέους και τις γυναίκες που πλήττονται περισσότερο από την ανεργία.», ενώ ο υφυπουργός του κ. Πρωτόπαπας προχώρησε ακόμη πιο πέρα και «έδωσε έμφαση στην πρόταση που διατυπώνεται, δηλαδή, για τη μετατροπή-εναλλακτική χρήση των επιδομάτων ανεργίας και πρότεινε τη σύνδεσή τους με τον κοινωνικό τομέα εργασίας, ώστε «τα επιδόματα ανεργίας να χρησιμοποιούνται ως κίνητρα-επιδοτήσεις για νέες κοινωνικές θέσεις εργασίας σε δήμους...»»[5]. Με άλλα λόγια, την ίδια ακριβώς ώρα που οι υπουργοί ανακοίνωναν την «υπό μελέτη» εισαγωγή του ΕΕΕ και δήλωναν υπερηφάνως ότι «δεν πρόκειται να αντικαταστήσει κανέναν άλλο κοινωνικό θεσμό», έρχονται να υποσχεθούν τη μετατροπή ακόμη κι αυτού του υπάρχοντος πενιχρού επιδόματος ανεργίας, το οποίο δεν αφορά ούτε καν στο σύνολο των ανέργων, από εισοδηματική ενίσχυση που θα πρέπει να καλύπτει τις ανάγκες του άνεργου, σε κίνητρο-επιδότηση προς την εργοδοσία για τη δημιουργία μιας οποιασδήποτε τυχάρπαστης θέσης εργασίας και μάλιστα όχι στην πραγματική οικονομία, αλλά στην εικονική, παρασιτική οικονομία του «κοινωνικού τομέα εργασίας»! Αυτή ακριβώς η άθλια λογική που θέλει να μετατρέψει τον άνεργο σε όμηρο ενός κοινωνικά ανάλγητου κράτους και μιας ασύδοτης εργοδοσίας με αντάλλαγμα μια αμφίβολη θέση εργασίας, ονομάζεται χαριτωμένα από τους γραφειοκράτες της εξουσίας ως «ενεργητική πολιτική απασχόλησης». Το αποτέλεσμά της το βλέπουμε έμπρακτα στους δεκάδες χιλιάδες κυρίως νέους εργαζόμενους να συνωστίζονται στα προγράμματα κατάρτισης και «επιδότησης της απασχόλησης», τα οποία εκπονούνται από τον ΟΑΕΔ, με την ελπίδα μιας κάποιας θέσης εργασίας, που αν τύχει και υπάρξει τις περισσότερες φορές κρατά όσο διαρκεί η επιδότηση του εργοδότη. Όσο για απολαβές, ωράρια και συνθήκες εργασίας, ούτε καν το συζητά κανείς.


Οι αριστεροί οπαδοί του ΕΕΕ


  
Σχετικά πρόσφατα συζητήθηκε στη Βουλή και η πρόταση νόμου του ΣΥΝ (ΣΥΡΙΖΑ) για το «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα». Σ’ αυτήν δεν αναφέρεται συγκεκριμένο ύψος καταβολής, αλλά ο Γιάννης Δραγασάκης, εισηγητής της πρότασης νόμου, σημείωσε ότι αυτό «δεν μπορεί να οριστεί ανεξάρτητα από το βασικό μισθό, δεν μπορεί να είναι πάνω από το 40%-50% του βασικού μισθού. Άρα, ο αγώνας πρέπει να είναι να μεγαλώνει ο βασικός μισθός, για να μεγαλώνει και το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα» (Πρακτικά, 1/12/05). Με άλλα λόγια το ΕΕΕ δεν μπορεί να είναι ούτε καν 300 ευρώ! Με αυτό το άθλιο επίδομα υποτίθεται ότι θα καταπολεμηθεί η φτώχεια και μάλιστα στις πιο απόλυτες μορφές της. Για να αποφύγει την αλγεινή εντύπωση που δημιουργεί αυτό το κακόγουστο αστείο, ο εισηγητής του ΣΥΝ κ. Δραγασάκης εμφανίστηκε ως αγωνιστής υπέρ της αύξησης του βασικού μισθού. Μα αν οι εργαζόμενοι χρειάζεται να επικεντρώσουν στον «αγώνα για να μεγαλώσει ο βασικός μισθός», τότε σε τι χρειάζεται το ΕΕΕ; Από πού κι ως πού η εργατική τάξη θα πρέπει να αγωνιστεί για την ουσιαστική αύξηση του βασικού μισθού, προκειμένου ένα κομμάτι της εργατικής τάξης, το πιο φτωχό, το πιο εξαθλιωμένο, το πιο περιθωριοποιημένο, να δικαιούται απλώς ένα άθλιο επίδομα απορίας; Γιατί ο κ. εισηγητής του ΣΥΝ δεν βρίσκει πιο απλό να στρατευθεί στην πάλη για την κατοχύρωση ενός αξιοπρεπούς βασικού μισθού με βάση τις πραγματικές ανάγκες διαβίωσης μιας μέσης εργατικής οικογένειας και με πλήρη ασφαλιστικά δικαιώματα, που να εξασφαλίζονται για όλους τους εργαζόμενους όχι μόνο πλήρους απασχόλησης αλλά και για τους άνεργους ή μερικά απασχολούμενους; Γιατί δεν έφερε μια τέτοια πρόταση νόμου στη Βουλή ώστε να προσπαθήσει να το αναδείξει σε κεντρικό κοινωνικό αίτημα; Γιατί αυτό που σήμερα υποστηρίζει η πιο συντηρητική συνδικαλιστική οργάνωση του ανεπτυγμένου κόσμου, η αμερικανική AFL-CIO και διεκδικεί να το κατοχυρώσει με νόμο από την Αντιπροσωπεία και τη Γερουσία των ΗΠΑ, φαίνεται να αγνοεί παντελώς η αριστερά του ΣΥΝ; Να θυμηθούμε ότι αυτό το αίτημα του βασικού μισθού αποτελεί μέρος των συνδικαλιστικών διεκδικήσεων του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα ήδη από τη δεκαετία του ’30. Να θυμηθούμε επιπλέον ότι η πάλη για το βασικό μισθό συμπληρωνόταν ανέκαθεν με την πάλη για την πλήρη εισοδηματική και ασφαλιστική κάλυψη των ανέργων, που η χρηματοδότησή της θα επιβάρυνε αποκλειστικά την εργοδοσία ως σύνολο, μιας και αυτή ευθύνεται πρώτα και κύρια για την ανεργία. Να θυμηθούμε επίσης ότι η κατοχύρωση των εισοδηματικών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων των ανέργων και των οικογενειών τους, στο ίδιο επίπεδο με τους υπόλοιπους εργαζόμενους, υπήρξε ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα οργανικό κομμάτι του ενιαίου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, που διεκδικούσε το εργατικό κίνημα και κατέκτησε – στον ένα ή στον άλλο βαθμό – σε αρκετές ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης. Έστω κι αν σήμερα μια «ανίερη συμμαχία» δεξιάς και αριστεράς βάλουν εναντίον αυτών των κατακτήσεων και επιδιώκουν να τις αντικαταστήσουν με επιδόματα πείνας και πενίας. Σε τι χρειάζεται λοιπόν το ΕΕΕ όταν υποτίθεται ότι κάποιος συμπαρατάσσεσαι με τις πάγιες διεκδικήσεις και κατακτήσεις του εργατικού κινήματος; Εκτός κι αν θεωρεί ότι όλα αυτά είναι «καλά στα λόγια, αλλά ανεφάρμοστα στην πράξη», ότι έχουν «τελειώσει», ότι είναι «ανέφικτα» μπροστά στην άγρια επίθεση των ισχυρών της οικονομίας και της πολιτικής και επομένως το μόνο που απομένει είναι μια «αριστερή» προσέγγιση στην αναβίωση της πολιτικής των φτωχοκομείων του 19ου αιώνα όπου ο γνώστης της περιόδου θα ανακαλύψει εύκολα την καταγωγή του ΕΕΕ. Αν ομολογούσε κάτι τέτοιο ο εισηγητής του ΣΥΝ θα ήταν τουλάχιστον ειλικρινής.
Ωστόσο η ειλικρίνεια δεν είναι ένα από τα ισχυρά πολιτικά ατού της σύγχρονης αριστεράς. Έτσι ο κ. Δραγασάκης, ο οποίος απ’ ότι φαίνεται έχει αναλάβει εργολαβικά την προώθηση του ΕΕΕ, δηλώνει στην αιτιολογική έκθεση της πρότασης νόμου ότι το ΕΕΕ «ούτε μειώνει, ούτε αντιστρατεύεται άλλα μέσα και πολιτικές κοινωνικής προστασίας, δεν επιχειρεί να υποκαταστήσει το πάγιο αίτημα για σταθερή και πλήρη απασχόληση για όλους, ούτε έρχεται σε αντίθεση με τη θέση για την αντιμετώπιση των προβλημάτων των μακροχρόνιων ανέργων, το ύψος του επιδόματος ανεργίας και την επιμήκυνση του χρόνου χορήγησής του». Η τοποθέτηση αυτή είναι στην καλύτερη περίπτωση μια απλή δήλωση προθέσεων. Κι αν προσέξει κανείς δεν διαφέρει από ανάλογες δηλώσεις για το ΕΕΕ που γίνονται από υπουργούς και κυβερνητικά στελέχη από την εποχή του Μιλτ. Παπαϊωάννου, ο οποίος ως υπουργός εργασίας του Σημίτη είχε ανακοινώσει ότι το ΕΕΕ «δεν πρόκειται να αντικαταστήσει κανέναν άλλο κοινωνικό θεσμό». Βέβαια όση αξία έχουν οι δηλώσεις του κ. ΠαπαΪωάννου, έχουν και οι δηλώσεις προθέσεων του κ. Δραγασάκη. Έχουν την ίδια αξία με τη δήλωση ότι μπορεί να υπάρξει «ελεύθερη αγορά» χωρίς αισχροκέρδεια και ασυδοσία, ότι είναι δυνατό να υπάρξει «οικονομία της αγοράς» χωρίς κοινωνικές ανισότητες και εκμετάλλευση, ότι μπορούμε να έχουμε τον Λεβιάθαν της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» με δημοκρατία για τους λαούς, με κοινωνικές και εργασιακές κατακτήσεις για τους εργαζόμενους. Στο επίπεδο των δηλώσεων όλα είναι δυνατά, ακόμη κι ένα ΕΕΕ χωρίς τις αναγκαίες αντιδραστικές του εφαρμογές.
Το ερώτημα, όμως, που τίθεται είναι απλό: Αν υπάρχει ανάγκη –την οποία υποτίθεται ότι αναγνωρίζει και ο ΣΥΝ– για ουσιαστική αύξηση των μισθών, για σταθερή και πλήρη απασχόληση, για παροχή αξιοπρεπών συντάξεων, για ουσιαστική άνοδο των κοινωνικών δαπανών, για διασφάλιση και επέκταση της κοινωνικής ασφάλισης, για πραγματική υποστήριξη των ανέργων, κοκ., τότε σε ποια ανάγκη απαντά το ΕΕΕ; Σε τι χρειάζεται το ΕΕΕ; Από τη στιγμή που κάποιος αγωνίζεται για όλα αυτά, τα οποία αποτελούν και πάγιες διεκδικήσεις του εργατικού κινήματος, τότε γιατί θα πρέπει να υιοθετήσει και το ΕΕΕ; Γιατί ο κ. Δραγασάκης, αλλά και οι υπόλοιποι εισηγητές του ΕΕΕ δεν έκαναν τον κόπο να απαντήσουν σ’ αυτό το στοιχειώδες ερώτημα; Αντίθετα μας γέμισαν με διαβεβαιώσεις ότι το ΕΕΕ δεν αντιστρατεύεται τα άλλα κοινωνικά-εργατικά αιτήματα. Την ίδια ώρα όμως ένα από τα βασικά πολιτικά τους επιχειρήματα είναι ότι «η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση που δεν έχει ΕΕΕ», χωρίς να συμπληρώνουν ότι σε όλες τις χώρες-μέλη όπου εφαρμόστηκε, αυτό έγινε σε βάρος των κοινωνικών, ασφαλιστικών και εργασιακών κατακτήσεων των εργαζομένων. Γιατί αυτή η παράλειψη; Μήπως γιατί η αλήθεια δεν βολεύει ή μήπως γιατί αυτό που ευκόλως εννοείται και γι’ αυτό παραλείπεται είναι ότι το σημερινό πλαίσιο άγριας επίθεσης στους μισθούς, στην κοινωνική ασφάλιση και στην εργασία θεωρείται απολύτως δεδομένο, ήδη «τετελεσμένο γεγονός», μια ακόμη «ακατανίκητη τάση της ιστορικής εξέλιξης», που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί εκ βάθρων; Κι έτσι το μόνο που μένει είναι η προσφυγή στην ελεημοσύνη του ΕΕΕ.
Στην παρουσίαση της πρότασης-νόμου (15/7/2004) ο κ. Δραγασάκης επιχείρησε να αποφύγει τα παραπάνω εύλογα ερωτήματα με τον εξής τρόπο: « «Η προσπάθεια των εκπροσώπων του ΣΥΝ ήταν εμμέσως πλην σαφώς να εμφανίσουν το ΕΕΕ ως κάτι το «άμεσο», ενώ τις πάγιες διεκδικήσεις των εργαζομένων ως κάτι πιο μακροπρόθεσμο, ως υπόθεση της απώτερης προοπτικής και έτσι να τις ξαποστείλουν στις «καλένδες της ιστορίας». Ταυτόχρονα, η αληθινή αγωνία τους ήταν να αποτινάξουν τη ρετσινιά ότι με το ΕΕΕ υπονομεύονται τα άμεσα αιτήματα των εργαζομένων.  Και με το δίκιο τους, μιας και το ΕΕΕ εξαρχής επινοήθηκε, αλλά και εφαρμόστηκε σε αντιδιαστολή με την κατοχύρωση του βασικού μισθού για όλους τους εργαζόμενους, σε αντιπαράθεση με την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση, αλλά και γενικότερα ως άθλιο υποκατάστατο των θεμελιωδών κοινωνικών διεκδικήσεων της εργατικής τάξης.
 Οι εκπρόσωποι του ΣΥΝ επιχείρησαν να αποφύγουν τη δυσάρεστη αυτή αλήθεια με δυο τρόπους: Αφενός διατυπώνοντας μια ψευδεπίγραφη προοδευτική φιλοσοφία του μέτρου και αφετέρου επιχειρώντας μια ολομέτωπη επίθεση στο «σεχταρισμό» και το «δογματισμό» του ΚΚΕ, μόνο και μόνο γιατί το τελευταίο αρνήθηκε από θέση αρχής να ψηφίσει την πρόταση νόμου. Και δεν έχουν άδικο. Στη Βουλή κανένας άλλος δεν αντιτάχθηκε στο ΕΕΕ από θέση αρχής εκτός από το ΚΚΕ. Όλοι οι υπόλοιποι το αποδέχθηκαν ως προς την ουσία του, αλλά διαφώνησαν ως προς τον τρόπο εφαρμογής του.
Με άλλα λόγια η διαφωνία του ΣΥΝ με την κυβέρνηση, την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ και τον κ. Ανδριανόπουλο δεν αφορούσε σε θέματα αρχής και φιλοσοφίας αλλά απλώς και μόνο σε ζητήματα διαχείρισης του μέτρου, δηλαδή απλά σε ζητήματα «πολιτικής βούλησης». Μάλιστα όλοι τους, από τον κ. Γιακουμάτο, εκ μέρους της κυβέρνησης, τον κ. Ε. Βενιζέλο, εκ μέρους του ΠΑΣΟΚ, έως τον κ. Α. Ανδριανόπουλο, εκ μέρους του Φρίντμαν και του σύγχρονου νεοσυντηρητικού σκοταδισμού, επαίνεσαν ιδιαιτέρως τον ΣΥΝ (ΣΥΡΙΖΑ) για την πρωτοβουλία του, διαβεβαίωσαν ότι το ΕΕΕ αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του προγράμματός τους, αλλά εκτίμησαν ότι λείπουν προς το παρόν οι κατάλληλες προυποθέσεις και οι όροι για την εφαρμογή του στην Ελλάδα. Το ενδιαφέρον είναι ότι κανείς από τους εισηγητές του ΣΥΝ δεν επιχείρησε να διαφοροποιηθεί, έστω και φραστικά, από τις νεοσυντηρητικές επιδοκιμασίες στο ΕΕΕ από ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και Ανδριανόπουλο. Ούτε κουβέντα «διαφοροποίησης», αν και ενάντια στο ΚΚΕ εμφανίστηκαν γλαφυροί και λαλίλαστοι. Αντίθετα, ανακάλυψαν πεδίο δόξης λαμπρό για πολιτική συμμαχία με τους επίσημους εκπροσώπους του δικομματικού συντηρητισμού στην Ελλάδα. Έτσι ο κ. Αλαβάνος 
Μόνο το ΚΚΕ διαφώνησε ριζικά και εξαρχής. Είχε δίκιο, λοιπόν, ο κ. Δραγασάκης όταν εντόπισε τη διαφορά του ΣΥΝ με τους πολιτικούς εκπροσώπους του μεγάλου κεφαλαίου μόνο στο ζήτημα της «πολιτικής βούλησης», ενώ με το ΚΚΕ σε βαθύτερες ιδεολογικοπολιτικές διαφωνίες. Ωστόσο από μόνη της αυτή η διάταξη των πολιτικών δυνάμεων λέει πολλά για τον ίδιο τον κοινωνικο-ταξικό χαρακτήρα του ΣΥΝ και για τον πολιτικό του προσανατολισμό, όσο και αν η ηγεσία του επιχειρεί να κρυφτεί πίσω από τον «μπαμπούλα» του ΚΚΕ.
 
Πρόκειται για επίδομα ανέχειας ή για κάτι διαφορετικό;

O κ. Δραγασάκης είπε στη Βουλή ότι το ΕΕΕ «δεν είναι επίδομα. Δεν είναι ποσό χρημάτων. Κατ’ αρχήν, είναι το δικαίωμα του πολίτη και υποχρέωση της κοινωνίας. Είναι η υποχρέωση μιας κοινωνίας να ορίζει ένα ελάχιστο όριο όρων ζωής… Το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα ως χρηματική απόδοση αποτελεί μόνο μία πτυχή: την εισοδηματική έκφραση αυτών των όρων ζωής. Αποτελεί ένα μέρος τους, μάλιστα, διότι οι όροι αυτοί έχουν να κάνουν με τη δυνατότητα πρόσβασης στην εκπαίδευση… στις υπηρεσίες υγείας, τις δυνατότητες στέγασης και ότι άλλο συγκροτεί ένα τέτοιο σύνολο όρων και προϋποθέσεων ζωής.» Αυτή, λοιπόν, είναι η αντίληψη του ΣΥΝ για το «ελάχιστο όριο ζωής»; Το ΕΕΕ προσδιορίζεται από τον ίδιο τον ΣΥΝ στο 40-50% του βασικού μισθού, ο οποίος υπολείπεται κατά πολύ του επίσημου εισοδηματικού ορίου φτώχειας. Εδώ και δεκαετίες η μάχη του εργατικού κινήματος είναι ο βασικός μισθός και οι συλλογικές συμβάσεις να καλύπτουν τουλάχιστον το εκάστοτε εισοδηματικό όριο φτώχειας. Τι έρχεται να πετύχει ο ΣΥΝ με το ΕΕΕ; Απλώς να θέσει τον πήχη πολύ πιο χαμηλά, να προσδιορίσει σε πολύ πιο χαμηλά επίπεδα το όριο διαβίωσης της εργατικής οικογένειας. Μα τότε το ΕΕΕ δεν αποτελεί τη –μερική έστω– «χρηματική απόδοση» του ελάχιστου ορίου ζωής, αλλά μια παραπέρα σοβαρή υποβάθμιση του ήδη τραγικά χαμηλού βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων. Όλα τα υπόλοιπα περί «δικαιώματος του πολίτη» και «υποχρέωσης της κοινωνίας» δεν είναι παρά προπέτασμα καπνού, δεν είναι παρά το «δικαίωμα» και η «υποχρέωση» στην πιο απόλυτη εξαθλίωση.
Γιατί, λοιπόν, δυσανασχετεί ο κ. Δραγασάκης, όταν το ΚΚΕ τον κατηγορεί ότι με το ΕΕΕ υποβαθμίζει το ελάχιστο βιοτικό επίπεδο της λαϊκής οικογένειας; Τι διαφορετικό είπε ο ίδιος όταν ταυτίζει –έστω και μερικά– το ΕΕΕ με το «ελάχιστο όριο όρων ζωής» και μάλιστα φτάνει στο σημείο να το χαρακτηρίζει ανερυθρίαστα ως «όριο αποτροπής του κοινωνικού αποκλεισμού και της ακραίας φτώχειας»! «Όριο αποτροπής» το 40-50% του βασικού μισθού; Η αλήθεια είναι ότι το ΕΕΕ δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα επίδομα απορίας προς αναξιοπαθούντες, ένα «άθλιο επίδομα φτωχοκομείου», όπως εύστοχα το είχαν χαρακτηρίσει οι Άγγλοι φιλελεύθεροι του τέλους του 18ου αιώνα. Πρόκειται για ένα επίδομα που ορίζεται αυθαίρετα, όπως βολεύει την εξουσία σε κάθε ιστορική συγκυρία, και δεν έχει σχέση ούτε με το επίπεδο ζωής ούτε με την καταπολέμηση της φτώχειας, αλλά με την κρατική επιδότηση της κοινωνικής «γκετοποίησης» της φτωχολογιάς, με την επιδότηση της εξαθλίωσης, της περιθωριοποίησης και του κοινωνικού στιγματισμού της φτώχειας. Όλα τα «μοντέλα» του ΕΕΕ που εφαρμόστηκαν ιστορικά είχαν ακριβώς τον ίδιο χαρακτήρα.
Το γεγονός ότι το ΕΕΕ δεν είναι τίποτε άλλο από ένα άθλιο επίδομα απορίας, ένα είδος ΕΚΑΣ ή ΛΑΦΚΑ για τους «φτωχότερους των φτωχών» το γνωρίζει άριστα και η ίδια η ηγεσία του ΣΥΝ. Γι’ αυτό και ο ίδιος ο Α. Αλαβάνος, απευθυνόμενος στο ΚΚΕ, συνέκρινε το ΕΕΕ με το «επίδομα θέρμανσης»: «Γιατί το επίδομα θέρμανσης το υποστηρίζει το ΚΚΕ και δεν υποστηρίζει το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα;», είπε και τίναξε στον αέρα τους μύθους του κ. Δραγασάκη ότι το ΕΕΕ είναι κάτι περισσότερο από επίδομα! Ο κ. Αλαβάνος έχει δίκιο και σ’ ένα ακόμη ζήτημα. Πράγματι, το ΕΕΕ είναι της ίδιας λογικής με το «επίδομα θέρμανσης». Όμως, τι σημαίνει «επίδομα θέρμανσης» σε μια απελευθερωμένη αγορά καυσίμων και ενέργειας, δηλαδή σε μια άκρως μονοπωλημένη αγορά με σκανδαλώδη υπερκέρδη; Σημαίνει εισοδηματική επιδότηση της κερδοσκοπίας και της μονοπωλιακής ασυδοσίας. Αυτοί που κόπτονται για το «επίδομα θέρμανσης» είναι όσοι δεν τολμούν να απαιτήσουν την άμεση εθνικοποίηση του κυκλώματος εισαγωγής και διύλισης των καυσίμων, με στόχο να χτυπηθεί αποφασιστικά η κυριαρχία των πολυεθνικών, να ελεγχθεί η ασυδοσία και να περιοριστεί δραστικά ο τρελός χορός των κερδών, έτσι ώστε να ωφεληθεί άμεσα ο απλός καταναλωτής και να καλυφθούν ορθολογικά οι ανάγκες της χώρας. Προκειμένου να θίξουν τη μονοπωλιακή ασυδοσία στην αγορά προτιμούν να ζητούν επιδόματα εξαθλίωσης από το κράτος με πρόσχημα την άσχημη κατάσταση των εργαζομένων. Αυτός είναι ο «κοινός παρανομαστής» του ΕΕΕ και τους επιδόματος θέρμανσης. Τώρα, γιατί το ΚΚΕ εμφανίζεται να υιοθετεί το «επίδομα θέρμανσης» και να αρνείται το «επίδομα φτώχειας», όπως ορθά το κατηγορεί ο κ. Αλαβάνος, αποτελεί πραγματικά απορίας άξιο. Ίσως όμως και να μην είναι τόσο παράξενο αν αναλύσει κανείς με μεγαλύτερη προσοχή την τοποθέτηση του ΚΚΕ για το ΕΕΕ, όπως θα κάνουμε πιο κάτω.

Για ποια φτώχεια γίνεται λόγος;

Πίσω από το ΕΕΕ υπάρχει μια πολύ συγκεκριμένη άποψη για τη φτώχεια και τους φτωχούς.

Tο γνωστό παραμύθι για μία ακόμη φορά

Ποιος επινόησε το ΕΕΕ; Εδώ πραγματικά οι εκπρόσωποι του ΣΥΝ τα βρήκαν σκούρα, μιας και δεν χρειάζονται ιδιαίτερες γνώσεις για να συνδέσει κανείς το ΕΕΕ με τους πιο σκληρούς εκπροσώπους του παλιού και νέου συντηρητισμού. Γι’ αυτό και κατέφυγαν στην κατασκευή ενός μύθου. «Το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα αποκτά συγκεκριμένα νόημα και αξία ανάλογα με το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, τη στρατηγική την οποία υπηρετεί», μας είπε ο κ. Δραγασάκης. Με άλλα λόγια το ΕΕΕ είναι ένα «ουδέτερο» αίτημα από τη σκοπιά των εργαζομένων και της κοινωνίας και γίνεται προοδευτικό ή συντηρητικό ανάλογα με το «πλαίσιο» στο οποίο εντάσσεται και με το ποια «στρατηγική» υπηρετεί. Οπότε, όταν μας το προτείνουν ο κ. Δραγασάκης και ο ΣΥΝ, αποτελεί απαύγασμα προοδευτικότητας, ενώ όταν το προβάλλουν ο Μίλτον Φρίντμαν και οι νεοσυντηρητικοί, τότε υπηρετεί τα σκοτεινά τους σχέδια.
Ωραίο το παραμύθι, αλλά δεν στέκει. «Ουδέτερα» αιτήματα δεν υπάρχουν, ούτε «προοδευτικά» γενικά. Το κάθε αίτημα κρίνεται πάντα με βάση πολύ συγκεκριμένα κριτήρια: Πρώτο, από το πώς απαντά στις πιο άμεσες και ζωτικές ανάγκες των εργαζομένων. Δεύτερο, από το αν βοηθά στην αποφασιστική βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου. Τρίτο, από το αν διευκολύνει, αν ανοίγει νέους δρόμους, αν προωθεί την οργανωμένη πάλη τους για νέες κατακτήσεις. Η λογική του «ουδέτερου» ή του γενικά «προοδευτικού» δεν είναι παρά η γνωστή από παλιά δικαιολογία αποδοχής των εκάστοτε πλαισίων και «ανυπέρβλητων ορίων» που θέτει άνωθεν η αντίδραση. Πρόκειται για την πλήρη αποδοχή ότι το κεφάλαιο και η εξουσία του καθορίζουν τους κανόνες και τους όρους του παιχνιδιού, ενώ το μόνο που κάνει η αριστερά είναι να μαθαίνει στους εργαζόμενους πώς πρέπει να συμμορφώνονται. Με τη λογική αυτή τα πάντα έχουν μια «προοδευτική» και μια «συντηρητική» εκδοχή, μια «καλή» και μια «κακή» πλευρά. Από την αποικιοκρατία, τα προτεκτοράτα, τις επεμβάσεις, τον ιμπεριαλισμό, τις «ελεύθερες αγορές», τις πολιτικές απορρύθμισης έως το ΝΑΤΟ, την ΕΕ, το ευρωσύνταγμα και την ΟΝΕ. Έτσι, όλα μπορούν να εμφανιστούν ως «νέα πεδία ταξικής πάλης», ως «αντικειμενικοί μονόδρομοι», όσο κι αν είναι εκ φύσεως συντηρητικά, αντιδραστικά, αντεργατικά και απάνθρωπα. Αρκεί να τα σκιαγραφήσει κανείς με τον κατάλληλο τρόπο απολογητικής.
Και αυτό κάνει ο κ. Δραγασάκης, όταν ανακαλύπτει την ιστορική καταγωγή του ΕΕΕ στις «αναζητήσεις της Αναγέννησης(!)», οι οποίες «πήραν πιο συγκεκριμένη μορφή μέσα στις συνθήκες της Γαλλικής Επανάστασης, όταν ο Τόμας Πέιν στο κλασσικό του έργο για τα δικαιώματα του ανθρώπου πρότεινε όλοι όσοι γίνονται ιδιοκτήτες της γης ή των μέσων παραγωγής να συνεισφέρουν στην κοινωνία ένα ποσό, το οποίο η κοινωνία θα μοιράζει ως ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα σε όσους δεν έχουν ιδιοκτησία… Οι σχετικές συζητήσεις αναζωπυρώθηκαν στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου –και αυτό δεν είναι τυχαίο– όταν ο λόρδος Μπέβεριτζ, στη Βρετανία, με βάση το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, πρότεινε ένα ολοκληρωμένο και εναλλακτικό ως προς τα συστήματα τύπου Μπίσμαρκ μοντέλο κοινωνικής ασφάλισης και αντιμετώπισης της φτώχειας που απευθυνόταν πια όχι μόνο στους εργάτες ή τους ανέργους, αλλά σε όλους τους πολίτες, άνδρες και γυναίκες, ηλικιωμένους και παιδιά.» Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι ο κ. Δραγασάκης είναι ο μόνος από όλους τους εγχώριους οπαδούς του ΕΕΕ που επιχείρησε να δώσει ένα θεωρητικό υπόβαθρο στην πρότασή του, να αναζητήσει τη θέση της μέσα στην ιστορία των κοινωνικών αγώνων για την πρόοδο της ανθρωπότητας. Όλοι οι υπόλοιποι, τόσο οι πολιτικοί όσο και οι «ειδήμονες», δεν ένιωσαν την παραμικρή ανάγκη να εξηγήσουν την αναγκαιότητα του ΕΕΕ. Τους αρκεί το γεγονός ότι προωθείται από το διευθυντήριο της ΕΕ, εκπορεύεται μετ’ επαίνων από την κοσμοκράτειρα Ουάσιγκτον, κοσμεί τις προτάσεις «κοινωνικής αλληλεγγύης» της Παγκόσμιας Τράπεζας και των άλλων ευαγών ιδρυμάτων της παγκόσμιας διακυβέρνησης των πολυεθνικών, των χρηματιστών κερδοσκόπων και των ιμπεριαλιστών. Για όλους αυτούς η υποστήριξη του ΕΕΕ δεν έχει να κάνει παρά με τη συμμόρφωσή τους με τις άνωθεν εντολές. Κι από τη στιγμή που οι κορυφές της παγκόσμιας πολιτικής και οικονομίας επιτάσσουν κάτι τότε αυτό αποκτά καθεστώς θεσφάτου, εκ φύσεως δεδομένου, αντικειμενικά αναγκαίου και φυσικά υπεράνω πάσης κριτικής και αμφισβήτησης της εσωτερικής λογικής του. 
Ο κ. Δραγασάκης όμως δεν αρκείται σ’ αυτή τη στάση. Νιώθει την ανάγκη να θεωρητικολογήσει πάνω στο ΕΕΕ. Κι αυτό είναι κάτι πολύ καλό, έστω κι αν περιορίζεται σε μια σύντομη αναφορά κατά τη διάρκεια μιας ομιλίας στο κοινοβούλιο. Όποιος δεν αρκείται σε διαβεβαιώσεις προθέσεων και ψάχνει τη βαθύτερη λογική μιας πολιτικής πρότασης, δεν μπορεί παρά να εκτιμήσει ιδιαίτερα κάθε αναφορά στο θεωρητικό υπόβαθρο της πρότασης, όσο επιδερμική, όσο επιπόλαιη κι αν είναι. Τον κ. Δραγασάκη διακρίνει αυτή η έφεση για την αναζήτηση της θεωρητικής ρίζας των ζητημάτων ήδη από την εποχή που αυτός βρισκόταν στο ΚΚΕ. Και θέλουμε να το υπογραμμίσουμε αυτό γιατί στη σύγχρονη αριστερά αυτή η έφεση αποτελεί ένα φαινόμενο εξαιρετικά σπάνιο, ειδικά για τους μεγαλοσχήμονες πολιτικούς της. Το δυστύχημα είναι ότι οι θεωρητικές αναζητήσεις του κ. Δραγασάκη διακρίνονταν από παλιά για τη στενότητα του ορίζοντα και την επιπολαιότητά τους, μιας και δεν προχωρούσαν ποτέ πέρα από τις άμεσες ανάγκες στήριξης της ήδη δοσμένης πολιτικής. Η θεωρία για τον κ. Δραγασάκη από την εποχή του ΚΚΕ δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η «παραδουλεύτρα της πράξης», όπως έλεγε ο Γκράμσι και ήταν χρήσιμη μόνο για να προμηθεύει βολικά επιχειρήματα προς υποστήριξη μιας ήδη προκαθορισμένης πολιτικής άποψης. Έτσι, ακόμη και σωστές πολιτικές θέσεις, αληθινά προοδευτικές εκτιμήσεις, διακρίνονταν από μια θεωρητική επιδερμικότητα και προχειρότητα στον τρόπο της επιχειρηματολογίας τους, που τις αδυνάτιζαν και τις άφηναν εκτεθειμένες σε ποικίλες «ερμηνείες» κατά το δοκούν και το κυρίαρχο συμφέρον της τρέχουσας στιγμής. Φανταστείτε τώρα τι ποιότητα θεωρίας, τι σόι θεωρητική παραγωγή χρειάζεται για να υποστηριχθούν λανθασμένες ή βαθιά αντιδραστικές θέσεις, όπως είναι το ΕΕΕ.
Γι’ αυτό και στη θεωρητική τοποθέτηση του ζητήματος του ΕΕΕ από τον κ. Δραγασάκη είναι δύσκολο να βρει κανείς έστω κι ένα κόκκο ιστορικής αλήθειας. Μάλιστα μας κάνει ιδιαίτερη εντύπωση ο εξαιρετικά αυθαίρετος τρόπος με τον οποίο «ανακατεύει» τελείως διαφορετικά πράγματα και γεγονότα μόνο και μόνο για να εμφανίσει το ΕΕΕ ως «προοδευτική πρόταση». Μήπως ο κ. Δραγασάκης αισθανόταν πως απευθύνεται σε τυφλούς οπαδούς του ΕΕΕ που ποτέ δεν θα αμφισβητούσαν οτιδήποτε υποστηρίζει το εν λόγω θέσφατο, ή σε παντελώς άσχετους που δεν γνωρίζουν τίποτε από την αληθινή ιστορία των κοινωνικών αγώνων; Βέβαια, το να αντιμετωπίζει ένας πολιτικός το ακροατήριό του μ’ αυτόν τον τρόπο δεν είναι καθόλου κολακευτικό για αυτόν τον ίδιο τον πολιτικό, πολύ περισσότερο όταν αυτός θέλει να εμφανίζεται ως αριστερός. Το γεγονός όμως παραμένει. Ολόκληρη η ιστορική «αναδρομή» του ΕΕΕ είναι μια φανταστική κατασκευή του κ. Δραγασάκη και έχει ως σκοπό να πετύχει μια προκλητική διαστροφή της αλήθειας: Να συνδέσει ιστορικά το ΕΕΕ με το αίτημα της κοινωνικής ασφάλισης, ώστε να του δώσει «προοδευτική» χροιά, έστω και νόθα.
Η αλήθεια είναι ότι η μόνη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο ΕΕΕ και τις «αναζητήσεις της Αναγέννησης» είναι ότι αυτό κατάγεται από την ηθική της χριστιανικής φιλανθρωπίας του Μεσαίωνα. Την εποχή που τα πιο φωτεινά μυαλά της Αναγέννησης οραματίζονταν κοινωνίες απόλυτης ισότητας και πλήρους εξασφάλισης για όλους τους ανθρώπους και οι πεινασμένοι διεξήγαγαν απεγνωσμένους «πολέμους των χωρικών» ενάντια στο φεουδαρχικό ζυγό με το όνειρο μιας πανανθρώπινης κοινωνίας με κοινοχτημοσύνη, οι εκπρόσωποι του εκκλησιαστικού και φεουδαρχικού κατεστημένου απαντούσαν με θεόπνευστα κυρήγματα περί ελεημοσύνης προς τους «φτωχότερους των φτωχών». Από αυτήν την καθεστωτική χριστιανική ηθική της φιλανθρωπίας και ελεημοσύνης προήλθε το ΕΕΕ.
Αντίθετα, το αίτημα της κοινωνικής ασφάλισης, τουλάχιστον όσον αφορά στην εργατική τάξη και την πάλη της, εμφανίστηκε ιστορικά σε ευθεία αντιπαράθεση με την ίδια τη λογική του ΕΕΕ. Το γεγονός ότι οι αστικές κυβερνήσεις εφάρμοσαν κατά περιόδους μικτά συστήματα κοινωνικής πολιτικής, όπου διάφορες παραλλαγές ΕΕΕ δίνονταν ως «συμπλήρωμα» στην κοινωνική ασφάλιση, αυτό οφειλόταν στην προσπάθειά τους είτε να μην υπάρξει καθολική κοινωνική ασφάλιση είτε να υπονομευτεί και να περιοριστεί δραστικά η κοινωνική ασφάλιση τόσο ως προς την κάλυψη όσο και ως προς τις παροχές. Αντί, δηλαδή, οι κυβερνήσεις να εισάγουν ολοκληρωμένα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης αντίστοιχα με τις πραγματικές ανάγκες και τις απαιτήσεις των εργαζομένων, εφάρμοζαν αποσπασματικά και περιορισμένα μέτρα, δίνοντας επιπλέον ένα κρατικό βοήθημα ανέχειας ως άλλοθι της πολιτικής τους. Με άλλα λόγια, το ΕΕΕ δινόταν ως «συμπλήρωμα» σε ατελή, μερικά και αναποτελεσματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, που για λόγους πολιτικής και ταξικής σκοπιμότητας επέλεγε να εφαρμόσει η εκάστοτε εξουσία, ώστε να αναχαιτίσει την πίεση του εργατικού κινήματος, να αποπροσανατολίσει την πάλη του από το κύριο, το βασικό και να υπονομεύσει την απαίτηση για πλήρη κοινωνική ασφάλιση.

Το ΕΕΕ κατάγεται ιστορικά από την αντιδραστική φτωχοπρόνοια

Για τους εκπροσώπους του κεφαλαίου, όσα μέτρα σχετίζονται εμφανώς με την όποια «κοινωνική ανακούφιση» των εργαζομένων, είτε πρόκειται για ιδιωτική και κρατική φιλανθρωπία, είτε για φτωχοκομεία και επιδόματα απορίας, είτε για κοινωνική ασφάλιση και πρόνοια, είναι το ίδιο πράγμα, όλα εντάσσονται στη σφαίρα της «κοινωνικής πολιτικής». Και αυτό γιατί όλα αυτά δεν συνιστούν τίποτε άλλο παρά ένα πρόσθετο «κόστος», που αναλαμβάνεται κάθε φορά για πολιτικούς, ηθικούς ή αφηρημένους ανθρωπιστικούς λόγους, παρόμοιους με εκείνους τους οποίους επικαλούνται οι εισηγητές του ΕΕΕ. Το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν πάντα τα μέτρα «κοινωνικής πολιτικής» να μην κατοχυρώνουν εργατικά δικαιώματα, ούτε να ενισχύουν τη διαπραγματευτική θέση των εργαζομένων και των συνδικάτων τους στη σύγκρουση για το μισθό, τα ωράρια, τους όρους και τις συνθήκες εργασίας.
Όμως για την εργατική τάξη, για τους εργαζόμενους γενικά δεν ήταν ποτέ όλα το ίδιο, δεν έμπαιναν ποτέ όλα στο ίδιο «τσουβάλι». Γι’ αυτό και στις εποχές ανόδου του το οργανωμένο εργατικό κίνημα αγωνίστηκε με πάθος ενάντια στην οργανωμένη φιλανθρωπία, τα φτωχοκομεία και τις παροχές βοηθημάτων ανέχειας, όπως ήταν το ΕΕΕ. Ήταν τόσο ασυμβίβαστη η φιλοσοφία των εργατικών διεκδικήσεων με τα επιδόματα ενός «ελάχιστου ορίου διαβίωσης» που το διαπίστωναν ακόμη και αστοί φιλελεύθεροι. Ένας από τους πιο διάσημους εισηγητές και τους πιο σοβαρούς θεωρητικούς του συστήματος της κοινωνικής ασφάλισης στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Ισαάκ Ρούμπινοφ, έγραφε χαρακτηριστικά: «Η θεωρία του ‘Existenzminimum[του ελάχιστου ορίου διαβίωσης, στο οποίο στηρίζεται το ΕΕΕ, Δ.Κ.] βρίσκεται στη βάση πολλών συστημάτων παροχών. Ωστόσο υπάρχει ριζική διαφορά ανάμεσα στις δύο θεωρίες [της κοινωνικής ασφάλισης και του ΕΕΕ, Δ.Κ.] και ιστορικά τα συστήματα ασφάλισης αναπτύχθηκαν συχνά ως διαμαρτυρία εναντίον της αρωγής βοηθημάτων, εναντίον της αναποτελεσματικότητάς τους τόσο σε έκταση όσο και σε ένταση, εναντίον του εξευτελιστικού χαρακτήρα τους και εναντίον της κοινωνικής αδικίας τους».[6] Και συνεχίζει εξηγώντας από τη σκοπιά ενός απλού κοινωνικού μεταρρυθμιστή τη ριζική διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στη φιλοσοφία του ΕΕΕ και της κοινωνικής ασφάλισης: «Ο σκοπός της αρωγής βοηθημάτων είναι η παροχή του αναγκαίου ελάχιστου για μια ζωή στο όριο της φυσικής ύπαρξης και μόνο. Στην πράξη παρέχουν λιγότερα ακόμη κι από αυτό. Ο ιδανικός σκοπός της κοινωνικής ασφάλισης, ο στόχος προς τον οποίο κατατείνουν τα καλύτερα τουλάχιστον συστήματα ασφάλισης (ενώ τα υπόλοιπα σιγά-σιγά ακολουθούν), είναι η αποτροπή και τελικά η εξάλειψη της φτώχειας και επομένως της ανάγκης για αρωγή βοηθήματος, αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα στην ουσία του, αντί να περιμένει κανείς έως ότου αρχίσουν να γίνονται αισθητές οι συνέπειες της ανέχειας.»[7]
Τι γνώριζε ο Ρούμπινοφ, που αρνούνται να αντιληφθούν οι σημερινοί αριστεροί απολογητές του ΕΕΕ; Ήξερε πολύ καλά ότι η λογική των ενισχύσεων στο επίπεδο του «ελάχιστου ορίου διαβίωσης» κατάγεται ιστορικά από την εκκλησιαστική και επίσημη μοναρχική φιλανθρωπία του Μεσαίωνα. Την εποχή της φεουδαρχίας όταν ένας δουλοπάροικος έφευγε ή διωχνόταν από το φέουδο του άρχοντα και δεν έβρισκε άλλον αφέντη, τότε παραδιδόταν στην ελεημοσύνη της ενορίας. Οι εκκλησιαστικές αρχές και αργότερα οι τοποτηρητές του μονάρχη είχαν την ηθική υποχρέωση να συγκεντρώνουν χρήματα και είδη πρώτης ανάγκης για την «περίθαλψη» της φτωχολογιάς. Την εποχή αυτή η έννοια «φτωχός» αφορούσε μόνο σε όσους δεν είχαν καμμιά άλλη διέξοδο εκτός από την επαιτεία.
Με τους μοναρχικούς πολέμους, τη διάλυση των συντεχνιών του Μεσαίωνα και την ευρύτατη μετατροπή των γαιοκτησιών σε βοσκοτόπια λόγω της αναπτυσσόμενης υφαντουργίας, οι ξεριζωμένοι δουλοπάροικοι, οι κατεστραμμένοι μικρογεωργοί, οι άνεργοι καλφάδες, οι στρατιώτες που επέστρεφαν από τον πόλεμο, κοκ. δημιουργούσαν μια διαρκώς αυξανόμενη τεράστια μάζα εξαθλιωμένων. Στις συνθήκες αυτές η ιδιωτική και τοπική φιλανθρωπία ήταν αδύνατο να ανταποκριθεί στην «περίθαλψη» των φτωχών. Και έτσι ανέλαβε επίσημα το κράτος να αναπτύξει ένα σύστημα «φτωχοπρόνοιας», που στα αγγλικά ονομάστηκε poor relief και στα γερμανικά Armenpflege. Η «φτωχοπρόνοια» βασιζόταν σε τρεις θεμελιώδεις αρχές:
Πρώτο: Δεν αντιμετώπιζε το πρόβλημα της φτώχειας στο σύνολό της, αλλά μόνο την ανέχεια, τους πιο εξαθλιωμένους, αυτούς που στην Αγγλία ονόμαζαν «πόπερς» και στις γερμανικές χώρες «λούμπεν». Αυτούς, δηλαδή, που σήμερα ονομάζουν «κοινωνικά αποκλεισμένους» και «φτωχότερους των φτωχών».
Δεύτερο: Επίσημος στόχος της ήταν να διασφαλίσει, στην καλύτερη περίπτωση, ένα ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης, τέτοιο που απλώς θα απέτρεπε τον εξαθλιωμένο από το να καταφύγει στην επαιτεία και να «ρυπαίνει» τους δρόμους με την παρουσία του. Όμως στην πραγματικότητα αποτελούσε ανέκαθεν λύση ανάγκης για την εξουσία, ιδίως σε εποχές που γίνεται πιεστική και γενικεύεται στην κοινωνία η απαίτηση για αποφασιστική αύξηση στους μισθούς και για πραγματική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζόμενων τάξεων.
Τρίτο: Δεν ασχολιόταν με τις αιτίες της φτώχειας, ούτε είχε σκοπό να διορθώσει κοινωνικές αδικίες και ανισότητες, αλλά να «περιθάλψει» τις πιο ακραίες μορφές αθλιότητας. Αντιμετώπιζε την ανέχεια όχι ως άμεση λογική συνέπεια της θέσης των εργαζόμενων και κυρίως της εργατικής τάξης στην αγορά εργασίας αλλά ως ασθένεια της κοινωνίας γενικά και στίγμα του πολιτισμού. Η ηθικολογική αντιμετώπιση της φτώχειας είχε ως στόχο να καλύψει «δι’ ενός πέπλου την κοινωνικήν κακοδαιμονίαν και παρεμπόδιζε την καταπολέμησίν της εις τας ρίζας της»[8], όπως σημείωνε εύστοχα ένας συντηρητικός μεν έντιμος δε θεωρητικός της «κοινωνικής πολιτικής» του μεσοπολέμου.
Πώς εκδηλωνόταν αυτή η «φτωχοπρόνοια»; Με τη δημιουργία ενός δικτύου φτωχοκομείων, γηροκομείων και φτωχοκάτεργων (στη Βρετανία έμειναν γνωστά ως poorhouses), όπου οι κατά τόπους αρχές έκλειναν όλους όσοι κρίνονταν ανήμποροι για προσοδοφόρα εργασία, όπως οι γέροντες, οι γυναίκες με ανήλικα παιδιά, τα ορφανά, οι άρρωστοι, οι ανάπηροι, κοκ. Τα ιδρύματα αυτά είχαν σκοπό να περιθάλπτουν με δαπάνες του δημόσιου ταμείου εκείνους που δεν μπορούσαν πια να βρουν εργασία ικανή να θρέψει τους ίδιους. Για να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα εκείνων που σήμερα επιδιώκουν την επιστροφή στην «φτωχοπρόνοια», τα ιδρύματα αυτά δεν ήταν παρά τυπικά «δίκτυα ασφάλειας κατά της φτώχειας». Όμως δεν είναι τυχαίο ότι στη συνείδηση της εργατικής τάξης καταγράφηκαν ανεξίτηλα ως «κολαστήρια» και «Βαστίλες της εργασίας».
Στα τέλη του 18ου αιώνα στη Βρετανία η «φτωχοπρόνοια» διαφοροποιήθηκε σε indoor relief, δηλαδή σε «φτωχοπρόνοια εντός ιδρύματος» και σε outdoor relief, «φτωχοπρόνοια εκτός ιδρύματος». Τι ήταν η τελευταία; Ήταν ένα εισοδηματικό βοήθημα που δινόταν στις πιο φτωχές οικογένειες εργατών, κυρίως των εργατών γης, ώστε να καλυφθούν οι πιο στοιχειώδεις ανάγκες ενός «ελάχιστου επιπέδου ζωής», δηλαδή να αντιμετωπιστεί το φάσμα της πείνας. Το πρόσθετο αυτό εισόδημα δινόταν από τα φορολογικά έσοδα κάθε ενορίας ή δήμου, τα οποία συγκεντρώνονταν μέσα από την ενιαία φορολογία όλων των εισοδημάτων της περιοχής είτε προέρχονταν από ιδιοκτησία είτε από εργασία. Το ύψος αυτού του βοηθήματος προσδιοριζόταν σύμφωνα με την αγοραία τιμή ορισμένων ειδών πρώτη ανάγκης, κυρίως του ψωμιού, αλλά και με βάση τον αριθμό των παιδιών ανά οικογένεια. Αυτή η εισοδηματική ενίσχυση, που συνιστά την πρώτη ιστορικά επίσημη εφαρμογή του «ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος», υιοθετήθηκε για πρώτη φορά ως πολιτική «κατά της φτώχειας» το 1796 από την αντιδραστική κυβέρνηση των τόρυδων με σκοπό, όπως έλεγε ο πρωθυπουργός της, Γουίλιαμ Πιτ, «να αφοπλιστούν οι Γιακωβίνοι από τα πιο επικίνδυνα όπλα τους».[9] Αυτό που κυριολεκτικά έτρεμε ο Πιτ ήταν μήπως και κάτω από την πίεση της ανέχειας οι εργάτες αψηφήσουν τις δρακόντειες απαγορεύσεις και την άγρια καταστολή, συνενωθούν σε οργανώσεις και να διεκδικήσουν τα δικά τους αιτήματα, όπως ουσιαστικές αυξήσεις στους μισθούς και πολιτικά δικαιώματα. Η Βρετανία είχε ξεκινήσει έναν μακρόχρονο πόλεμο ενάντια στη Γαλλία με σκοπό να πνίξει μια για πάντα το «μίασμα» του γιακωβινισμού σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και η αντιδραστική κυβέρνηση των τόρυδων βιαζόταν να κλείσει στο εσωτερικό κάθε «εκκρεμότητα» που θα μπορούσε να πυροδοτήσει κοινωνικά και πολιτικά μέτωπα στα μετόπισθεν.
«Υπήρχε μια γενική απαίτηση», μας εξηγούν δύο συντηρητικοί ιστορικοί της αγγλικής οικονομίας στα τέλη του 19ου αιώνα, «η οποία βρήκε υποστηρικτές σε πολλά επίπεδα, για τη ρύθμιση των μισθών με μεταβλητές κλίμακες, έτσι ώστε ο εργάτης να αποκτήσει μεγαλύτερη δυνατότητα για την αγορά τροφίμων. Όμως αυτό το σχέδιο, αν και πραγματοποιήσιμο, θεωρήθηκε ότι δεν ήταν πρακτικό ως μέτρο ανακούφισης. Το μόνο που θα μπορούσε να κάνει ήταν να αυξήσει την ενεργό ζήτηση για σιτηρά, ακόμη και όταν ανέβαινε η τιμή τους, και έτσι κάθε νέα αύξηση των μισθών θα οδηγούσε σε νέα άνοδο των τιμών. Η διέξοδος από τη δυσκολία, που τελικά υιοθετήθηκε, ήταν κατάφορτη με καταστροφικές συνέπειες για την εξαθλίωση του αγροτικού πληθυσμού. Αυτό ήταν το σύστημα που εισήγαγαν το 1795 οι δικαστές του Μπέρκσαϊρ με την επιδότηση των τροφίμων προς ενίσχυση των πενιχρών αποδοχών του εργάτη. Φάνταζε σαν να ήταν ο δρόμος της κοινής λογικής για την αντιμετώπιση της δυσκολίας, με τον πιο άμεσο τρόπο και τη μικρότερη δυνατή αναταραχή στην ομαλή λειτουργία του εμπορίου.»[10]
Με άλλα λόγια, η πρώτη εφαρμογή του ΕΕΕ στην ιστορία ήρθε ως απάντηση της αντίδρασης στη «γενική απαίτηση» για εισαγωγή ενός μισθολογικού συστήματος αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, για να αντιμετωπιστεί το κύμα ακρίβειας και αισχροκέρδειας, που οδηγούσε μαζικά τις εργατικές οικογένειες στην ανέχεια. Έτσι χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ο γνωστός μύθος ότι «η άνοδος των μισθών οδηγεί στον πληθωρισμό», ώστε να ενοχοποιηθούν για την τραγική κατάσταση οι μισθολογικές απαιτήσεις των εργαζομένων και να αποενοχοποιηθεί η κερδοσκοπία των εμπόρων, των βιομηχάνων και των γαιοκτημόνων, που την εποχή του πολέμου είχε ξεπεράσει κάθε όριο.

Μια ιστορία με πολλά διδάγματα για σήμερα

Έχει σημασία να αναφέρουμε ότι αυτή η πολιτική των τόρυδων προκάλεσε αντιδράσεις και από τα «δεξιά» και από τα «αριστερά». Ο γνωστός Έντμοντ Μπερκ, ο μεγάλος πολέμιος των ιδεών της γαλλικής επανάστασης και φανατικός οπαδός του ολοκληρωτικού πολέμου εναντίον της, αντέδρασε έντονα εναντίον της πολιτικής του ΕΕΕ, λέγοντας ότι δεν ήταν στην ευχέρεια της κυβέρνησης ή ακόμη και των πλουσίων «να προμηθεύσουν τους φτωχούς με τα απαραίτητα που η ευαρέσκεια της Θείας Πρόνοιας» τους είχε στερήσει. Θα πρέπει να φανούμε λογικοί, έγραφε, «δεν πρέπει να εναποθέτουμε τις ελπίδες μας στην παραβίαση των νόμων του εμπορίου, οι οποίοι είναι νόμοι της φύσης και επομένως νόμοι του Θεού, ώστε να απαλύνουμε τη θεία δυσαρέσκεια και να απομακρύνουμε την όποια δυστυχία μας κατατρέχει ή επικρέμεται πάνω μας»[11]. Η πολιτική «ανακούφισης» της φτωχολογιάς στιγματίστηκε ως επιδότηση της τεμπελιάς, ως πριμοδότηση ενός «περισσευούμενου πληθυσμού», που η «θεία πρόνοια» και η ίδια η «φύση» δεν είχαν προνοήσει για τη συντήρησή του.
Από την άλλη οι φιλελεύθεροι αστοί του κόμματος των Ουίγων, με επικεφαλής τον Τσαρλς Φοξ, κατέθεσαν στο κοινοβούλιο μια πρόταση νόμου που θεωρήθηκε ανίερη προσβολή στα «ιερά και όσια» της κυρίαρχης πολιτικής: Ζητούσαν να εισαχθεί η νομοθετική κατοχύρωση ενός βασικού μισθού για όλους τους εργαζομένους, το επίπεδο του οποίου θα αναπροσαρμοζόταν ανάλογα με την εξέλιξη του τιμαρίθμου στα βασικά είδη λαϊκής κατανάλωσης. Για τους φιλελεύθερους του Φοξ αυτός ήταν ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος αντιμετώπισης της εξαθλίωσης της εργατικής τάξης σε αντίθεση με τα κάτεργα της «φτωχοπρόνοιας» και τα άθλια επιδόματα πτωχοκομείου. Ωστόσο η πρόταση αυτή για βασικό μισθό ήρθε σε ευθεία σύγκρουση με την όλη φιλοσοφία διαμόρφωσης των μισθών την εποχή αυτή. Η εργοδοσία και οι πολιτικοί της εκπρόσωποι θεωρούσαν ανήκουστο να πληρώνουν μισθούς που θα έπρεπε να καλύπτουν όχι μόνο τις τρέχουσες ατομικές ανάγκες του εργάτη αλλά και αυτές της οικογένειάς του. Η μόνη λύση την οποία έβλεπαν για την κάλυψη των αναγκών της εργατικής οικογένειας ήταν να βγουν προς αναζήτηση δουλειάς η σύζυγος και τα ανήλικα παιδιά. Έτσι η αναγκαστική έξοδος στην «αγορά εργασίας» της μητέρας και των ανήλικων παιδιών μεγάλωνε την προσφορά φθηνής εργατικής δύναμης, ενώ χαλιναγωγούσε σε χαμηλά επίπεδα και το μισθό του πατέρα. Επιπλέον, με βάση τους υπάρχοντες νόμους, όχι μόνο απαγορευόταν διά ροπάλου η οργάνωση των εργατών με σκοπό τη διεκδίκηση καλύτερων μισθών, αλλά επιπλέον οι κατά τόπους δικαστές είχαν τη δυνατότητα να παρεμβαίνουν και να καθορίζουν τα μέγιστα επίπεδα εργατικών αμοιβών, τα οποία δεν μπορούσε κανείς να παραβιάσει, ακόμη και αν κάποιοι εργοδότες ένιωθαν αρκετά γενναιόδωροι.
Η πρόταση για το βασικό μισθό ανέτρεπε το σύνολο της φιλοσοφίας και τις ήδη υπάρχουσες ρυθμίσεις διαμόρφωσης των μισθών. Οι φιλελεύθεροι αστοί ζητούσαν να καταργηθούν οι απαγορευτικοί νόμοι και να κατοχυρωθεί ένας ελάχιστος μισθός, που θα μπορούσε όχι μόνο να ικανοποιεί τις βασικές ατομικές ανάγκες του εργάτη, αλλά και να του δίνει τη δυνατότητα να συντηρεί την οικογένειά του. Ταυτόχρονα με την πρόταση αυτή μετέτρεπαν την ανέχεια και την εξαθλίωση από περιθωριακό πρόβλημα των «πόπερς», των «φτωχότερων από τους φτωχούς» σε κεντρικό ζήτημα του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης ως σύνολο. Αντιλαμβάνονταν σωστά ότι η απόλυτη φτώχεια δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ουσιαστικά παρά μόνο μέσα από την πραγματική αναβάθμιση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης συνολικά. Και, όπως ήταν φυσικό, η πρόταση αυτή ξεσήκωσε θύελλα στην κοινωνική και πολιτική αντίδραση της εποχής, την οποία εκπροσωπούσε η κυβέρνηση των τόρυδων.
Ως απάντηση στην πρόταση για την καθιέρωση του βασικού μισθού, ο Πιτ εισηγήθηκε την «φτωχοπρόνοια εκτός ιδρύματος» με την εφαρμογή ενός ΕΕΕ για τους «φτωχότερους των φτωχών» εργάτες και τις οικογένειες τους. Όπως ο κ. Δραγασάκης, έτσι και ο Πιτ εμφάνισε το ΕΕΕ ως «δικαίωμα» των εργαζομένων και «υποχρέωση» της κοινωνίας, «χαράσσοντας μια σαφή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σ’ εκείνους που είναι ικανοί να καλύπτουν τις ανάγκες τους με την εργασία τους και εκείνους που, αφού πλούτισαν την πατρίδα τους με έναν αριθμό παιδιών, ζητούν βοήθεια για τη συντήρησή τους».[12] Ωστόσο η εφαρμογή αυτής της εισοδηματικής ενίσχυσης όχι μόνο δεν ανακούφισε τους «φτωχότερους των φτωχών», αλλά οδήγησε σε μεγαλύτερη εξαθλίωση τόσο τους δικαιούχους του βοηθήματος όσο και την εργατική τάξη ευρύτερα. Το επίδομα αυτό της «φτωχοπρόνοιας» αποτέλεσε ισχυρότατο μοχλό πίεσης προς τα κάτω των εργατικών αμοιβών γενικά αλλά και άγριας εκμετάλλευσης του «πλεονάζοντος πληθυσμού» με όρους δουλεμπορίου. «Κατά τη διάρκεια του πολέμου [με την επαναστατημένη Γαλλία, Δ.Κ.]», μας εξηγεί ο γνωστός ιστορικός του εργατικού κινήματος Γκ. Κόουλ, «η κατακόρυφη αύξηση των τιμών δεν συνοδεύτηκε από καμιά αντίστοιχη πρόοδο στους μισθούς, ενώ η επιτάχυνση των περιφράξεων και οι νέες μέθοδοι καλλιέργειας προκάλεσαν σοβαρή μείωση της ζήτησης για εργασία. Όταν έγινε κυριολεκτικά αδύνατο για τους εργάτες να ζουν με τους συνηθισμένους μισθούς, οι κτηματίες και οι δικαστές, αντί να αυξήσουν τους μισθούς, προώθησαν μια πολιτική συμπλήρωσή τους μέσα από την φτωχοπρόνοια… Από εκεί και μετά, σε μεγάλο μέρος της Αγγλίας, έγινε συνήθης πρακτική οι μισθοί των εργατών γης να φτάνουν έως το επίπεδο μιας στοιχειώδους διαβίωσης, το οποίο καθόριζε η φτωχοπρόνοια ανάλογα με το μέγεθος κάθε οικογένειας. Όπως ήταν φυσικό, οι επιδοτήσεις της φτωχοπρόνοιας άρχισαν να αυξάνουν με ανησυχητικό ρυθμό και οι κτηματίες και οι γαιοκτήμονες ασκούσαν ισχυρές πιέσεις για τη μείωσή τους. Αυτό επιχειρήθηκε όχι μέσα από την αύξηση των μισθών, αλλά μέσα από την προοδευτική μείωση του επιπέδου ζωής που αναγνωριζόταν ως στοιχειώδες για τη διαβίωση των εργατών, οι οποίοι έτσι άρχισαν να οδηγούνται στην πείνα. Επιπλέον με τη νομοθεσία της φτωχοπρόνοιας αναπτύχθηκε ένα σύστημα καταναγκαστικής εργασίας και έτσι οι δυστυχείς ‘πόπερς’ εκμισθώνονταν κατά ομάδες, ουσιαστικά ως σκλάβοι, για να δουλέψουν στα κτήματα ή στους δρόμους δίχως μισθούς, αλλά με μόνο εισόδημα την επιδότηση ανέχειας την οποία είχαν εξασφαλίσει από την ενορία.»[13]
Αυτή η καταναγκαστική εκμίσθωση των «πόπερς», η οποία γινόταν είτε μέσα από δημοπρασίες είτε με άλλους τρόπους από τους δικαστές ή τους εντεταλμένους κατά ενορία επιτηρητές των δικαιούχων του επιδόματος της φτωχοπρόνοιας, αποτελεί μια ακόμη σκοτεινή πλευρά, απόλυτα συνυφασμένη με τη λογική του ΕΕΕ. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι η πρόταση νόμου του ΣΥΝ (ΣΥΡΙΖΑ) προβλέπει ανάλογες πολιτικές «απασχόλησης» για τους άμοιρους δικαιούχους του ΕΕΕ. Πιο συγκεκριμένα μιλά για ένα «ατομικό πρόγραμμα ένταξης του δικαιούχου» στην αγορά εργασίας, μετά από ένα εξάμηνο χορήγησης του επιδόματος, με ευθύνη του φορέα υλοποίησης του ΕΕΕ. Σε τι συνίσταται αυτό το «πρόγραμμα» αναγκαστικής ένταξης του δικαιούχου στην αγορά εργασίας; «α. Αποδοχή της εργασίας που θα προτείνει ο φορέας υλοποίησης. β. Αποδοχή επαγγελματικής κατάρτισης ή εκμάθησης μιας τέχνης, συμμετοχή σε σεμινάρια ανάπτυξης δεξιοτήτων. γ. Παρακολούθηση του εκπαιδευτικού συστήματος ή συμπληρωματική εκπαίδευση για ενηλίκους στο πλαίσιο του προγράμματος «σχολείο δεύτερης ευκαιρίας». δ. Απασχόληση που καλύπτει κοινωνικές ανάγκες και υποστήριξη μη κυβερνητικών οργανώσεων. ε. Θεραπείες απεξάρτησης από ουσίες. Συμμετοχή σε προγράμματα ψυχολογικής υποστήριξης και κοινωνικής αυτονομίας. στ. Συμμετοχή σε προγράμματα εκπαίδευσης και απασχόλησης της ΕΕ.» Όποιος δεν υποταχθεί σ’ αυτές τις επιλογές και δεν σταθεί τυχερός να βρει μόνος του καλύτερη απασχόληση τιμωρείται με τη σταδιακή διακοπή παροχής του επιδόματος.
Όσο και αν ψάξει κανείς στην πρόταση νόμου, δεν θα βρει ούτε καν νύξεις για την κατοχύρωση του αυτονόητου για έναν εργαζόμενο, δηλαδή του δικαιώματος σε σταθερή απασχόληση με πλήρη εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα. Με τον τρόπο αυτό το ΕΕΕ όχι μόνο καταδικάζει τους δικαιούχους του στην απόλυτη εξαθλίωση, αλλά και τους μετατρέπει σε εύκολη, διαθέσιμη λεία των «ενεργητικών» πολιτικών απασχόλησης της ΕΕ, των νέων «ευέλικτων» μορφών εργασίας δίχως εργασιακές, μισθολογικές και ασφαλιστικές εγγυήσεις, καθώς και της «εθελοντικής εργασίας» υπό συνθήκες άγριας εκμετάλλευσης σε όφελος των σπεκουλαδόρων, των αρπακτικών και των τρωκτικών των χρηματοδοτήσεων, οι οποίοι κρύβονται πίσω από τις «μη κυβερνητικές οργανώσεις». Όπως δείχνει η διεθνής εμπειρία, οι δικαιούχοι του ΕΕΕ αποτελούν πρόσφορη κοινωνική δεξαμενή για την επιβολή των πιο άθλιων μορφών μερικής και προσωρινής απασχόλησης. Δεν είναι παρά αληθινό Ελντοράντο για τους εργολάβους εργαζομένων, που νοικιάζουν ή εκμισθώνουν προσωπικό σε εργοδότες υπό καθεστώς σύγχρονου δουλεμπορίου. Οι ίδιοι οι φορείς παροχής του ΕΕΕ, στο όνομα της «ένταξης των δικαιούχων» στην αγορά εργασίας, μετατρέπονται σε υπηρεσίες καταναγκαστικής εκμίσθωσης εργαζομένων με τους όρους τους οποίους επιβάλλει η εργοδοσία. Όπως ακριβώς οι κρατικές «επιδοτήσεις θέσεων εργασίας» έχουν δημιουργήσει μια ειδική ομάδα εργαζομένων υπό καθεστώς υπερεκμετάλλευσης, υπό το οποίο όχι μόνο ο προσωρινός χαρακτήρας της απασχόλησής τους αλλά και το ίδιο το μεροκάματό τους εξαρτώνται άμεσα από το ύψος και τη διάρκεια της επιδότησης, έτσι και το ΕΕΕ επιδιώκει να δημιουργήσει μια ιδιαίτερη κατηγορία επιδοτούμενης φθηνής εργασίας χωρίς κατοχυρωμένα εργασιακά, μισθολογικά και ασφαλιστικά δικαιώματα, χωρίς δυνατότητα αντίστασης ή διεκδίκησης κάποιων εγγυήσεων απέναντι στις ορέξεις και τα καπρίτσια της εργοδοσίας. Προκειμένου να «γλυτώσουν» από την πείνα, την απόλυτη ανέχεια και την εξαθλίωση, οι «φτωχότεροι από τους φτωχούς» θα πρέπει να οδηγηθούν στην αγορά εργασίας ως σύγχρονα υποζύγια, ως νέοι κολίγοι στη διάθεση του κεφαλαίου. Αυτός ο πρόστυχος εκβιασμός κρύβεται πίσω από τις εξάρσεις φιλανθρωπίας των απολογητών των «δικτύων κατά της φτώχειας». Αυτή η άθλια πραγματικότητα και η προκλητική ταξική σκοπιμότητα βρίσκονται πίσω από το έντονο ενδιαφέρον για τους «καταφρονεμένους» και τους «αόρατους ανθρώπους» το οποίο επιδεικνύουν οι οπαδοί του ΕΕΕ.

Από την φτωχοπρόνοια στην κοινωνική ασφάλιση

Από την πρώτη στιγμή της ιστορικής εμφάνισης του ΕΕΕ ως επίσημης πολιτικής του κράτους, ξεκαθαρίστηκαν αμέσως και τα κύρια κοινωνικοπολιτικά μέτωπα γύρω από αυτό. Το ΕΕΕ γεννήθηκε ως «πρόταση» των πιο συντηρητικών, οπισθοδρομικών και αντιδραστικών τμημάτων της άρχουσας τάξης, με σκοπό να αντιπαρατεθεί στα δίκαια κοινωνικά και εργατικά αιτήματα. Γι’ αυτό και έφερε ευθύς εξαρχής το ανεξίτηλο στίγμα της αντιδραστικής πολιτικής σε τέτοιο βαθμό που ακόμη και οι πιο επιφανείς εκπρόσωποι της φιλελεύθερης αστικής τάξης ένιωθαν την ανάγκη να διαχωρίσουν τη θέση τους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Τόμας Πέιν, τον οποίο τόσο αρέσκεται ο κ. Δραγασάκης να εμφανίζει ως «πατέρα» του ΕΕΕ, απέρριπτε τις λογικές της φτωχοπρόνοιας και των βοηθημάτων κρατικής ελεημοσύνης προς τους εξαθλιωμένους: «Αποτελεί πρακτική εκείνου που αδίκως έχει αποκτήσει το όνομα πολιτισμός (…) να φροντίζει με κάποιον τρόπο τα άτομα που πέφτουν στην ανέχεια και την εξαθλίωση, μόνο τότε όταν αυτά οδηγούνται σ’ αυτήν την κατάσταση. Δεν θα ήταν, ακόμη και για λόγους οικονομίας, πολύ καλύτερο να επινοήσουμε μέσα για να τους αποτρέπουμε από το να γίνονται φτωχοί; Αυτό θα γινόταν με τον καλύτερο τρόπο, αν σε κάθε άτομο, όταν φτάνει στην ηλικία των είκοσι ενός ετών, δίνουμε τη δυνατότητα να κληρονομήσει κάτι, για να ξεκινήσει.»[14] Αυτό που πρότεινε ο Πέιν ήταν να προσφέρεται εφάπαξ ένα ποσό της τάξης των 20 χιλιάδων λιρών σε όλα τα άτομα χωρίς αποκλεισμούς. Για την εποχή εκείνη το ποσό αυτό αποτελούσε ολόκληρη περιουσία, ειδικά για εκείνους που ζούσαν από την πώληση της εργατικής τους δύναμης, και η πρόταση για την παροχή του απέβλεπε στην υπέρβαση των ιδιοκτησιακών και κοινωνικών ανισοτήτων. Με άλλα λόγια η πρόταση του Πέιν δεν ήταν ένα ΕΕΕ, αλλά μια γενναία αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος προς όφελος των ασθενέστερων συνολικά. Πρόκειται για πρόταση η οποία, εφόσον δεν έθιγε τις αγοραίες βάσεις της οικονομίας και τις κυρίαρχες σχέσεις ιδιοκτησίας στην παραγωγή, ήταν καταδικασμένη να μην βρει ποτέ άμεση πρακτική εφαρμογή. Παρέμεινε μόνο να κοσμεί το Πάνθεο των ουτοπιών του αφηρημένου ανθρωπισμού και να αποδεικνύει την ιδιαίτερη κοινωνική ευαισθησία του εισηγητή της.
Παρά το γεγονός ότι υπήρξαν «ακροδεξιοί» της εποχής εκείνης, δηλαδή ακραίοι συντηρητικοί, όπως ο Ε. Μπερκ, οι οποίοι στο όνομα της «Θείας Πρόνοιας» και της «φύσης» αρνήθηκαν το ΕΕΕ, καθώς και κάθε άλλη μορφή κοινωνικής πολιτικής, κανείς δεν τόλμησε να τους ταυτίσει με τους φιλελεύθερους του Πέιν και του Φοξ. Αντίθετα σήμερα έχει αναδειχθεί σε δημοφιλές άθλημα πολιτικής υποκρισίας και ξεδιαντροπιάς η προσπάθεια στην οποία επιδίδονται τα «παπαγαλάκια» των κυρίαρχων πολιτικών εντός και εκτός της αριστεράς να ταυτίζουν την «ακροδεξιά» με την «ακροαριστερά». «Όπως και οι άλλοι ορκισμένοι πολέμιοι του ΕΕΕ (Ανδρουλάκης, Ανδριανόπουλος, κλπ.)», διαβάζουμε στην «Εποχή» (6/11/2005), η οποία αποτελεί πρωταθλήτρια σ’ αυτού του είδους το άθλημα, «έτσι κι ο συντάκτης του Ριζοσπάστη διαστρεβλώνει τη φύση του μέτρου προκειμένου να το ρίξει στην πυρά.» Βέβαια, ο κ. Ανδριανόπουλος δεν είναι «ορκισμένος πολέμιος» του ΕΕΕ αλλά ορκισμένος υπέρμαχός του, ενώ ο κ. Ανδρουλάκης ασκεί κριτική από την ίδια σκοπιά που ασκούσε κι ο Ε. Μπερκ, με τη διαφορά ότι αντί για τις αναφορές στη «Θεία Πρόνοια» έχει υιοθετήσει τη θεολογία της σύγχρονης αγοράς. Πιο προσεκτικός ο κ. Δραγασάκης στη Βουλή επιχείρησε έμμεσα την ίδια ταύτιση της προβληματικής του «φίλου του Ανδρουλάκη» με αυτήν του ΚΚΕ, αποφεύγοντας τις αναφορές στον κ. Ανδριανόπουλο και διαστρεβλώνοντας κατάφωρα την πραγματικότητα, έτσι ώστε να εμφανίσει την απόρριψη του ΕΕΕ και όχι το ίδιο το ΕΕΕ ως προϊόν της νεοσυντηρητικής «ακροδεξιάς». Ωστόσο αποτελεί κλασική περίπτωση πολιτικής απατεωνιάς και κραυγαλέο σύμπτωμα γκεμπελισμού η προσφιλής σε πολλούς προσπάθεια να ταυτίζουν τις θέσεις του ΚΚΕ, αλλά και γενικά όλων όσοι τολμούν να διαφοροποιηθούν από τα αριστερά, με την εκάστοτε «ακροδεξιά». Και αυτό όταν οι ίδιοι που προβαίνουν σε αυτή την ταύτιση αποδεικνύονται «βασιλικότεροι του βασιλέως» στη χυδαία απολογητική των κεντρικών επιλογών του μεγάλου κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού.
Η αλήθεια είναι ότι το εργατικό κίνημα ποτέ δεν υιοθέτησε το ΕΕΕ, ποτέ δεν το ανέδειξε σε αίτημά του. Όχι από έλλειψη ενδιαφέροντος για τους «φτωχότερους των φτωχών», όπως το κατηγορούν πολλοί όψιμοι φιλάνθρωποι, αλλά γιατί γνώριζε πολύ καλά ότι για να αντιμετωπίσουν οι εργαζόμενοι τη φτώχεια και την ανέχεια, πρέπει να δώσουν τη μάχη για να θέσουν υπό τον έλεγχό τους όλο και πιο αποφασιστικά τους όρους αγοραπωλησίας της εργατικής δύναμης, τους όρους εργασίας. Στη βάση αυτή οργανώθηκαν τα συνδικάτα και διεκδίκησαν τη συλλογική διαπραγμάτευση των όρων αμοιβής και εργασίας με τους εργοδότες και το κράτος. Η κατοχύρωση ενός βασικού μισθού, ύψους ανάλογου με την ακρίβεια και τις άμεσες ανάγκες της εργατικής οικογένειας, η πληρωμή της ίδιας αμοιβής για την ίδια δουλειά, ο περιορισμός της εργάσιμης ημέρας, η απαγόρευση της εργασίας των ανηλίκων και η ενιαία κοινωνική ασφάλιση για το εργατικό ατύχημα, την ασθένεια, την ανεργία και τα γεράματα αποτέλεσαν ευθύς εξαρχής την πρώτη άμεση απάντηση του οργανωμένου κινήματος της εργατικής τάξης στο πρόβλημα της φτώχειας και της ανέχειας.
Όμως, ακόμη και εκεί όπου η εργατική τάξη έκανε την πρώτη της ιστορική εμφάνιση διεκδικώντας τα δίκαιά της, χωρίς ακόμη να έχει οργανωθεί σε συνδικάτα, πρόταξε το «δικαίωμα στη δουλειά» και την γενναία «αναδιανομή του εισοδήματος». Οι εργάτες έβλεπαν την αντιμετώπιση της εξαθλίωσής τους και γενικά της φτώχειας, μέσα από την εξασφάλιση σταθερής εργασίας με αποδοχές αντίστοιχες των πραγματικών αναγκών μιας εργατικής οικογένειας. Όταν τον Ιούνιο του 1848 το Γαλλικό προλεταριάτο ξεσπούσε  «Το πρώτο σχέδιο του συντάγματος, που συντάχθηκε πριν από τις ημέρες του Ιουνίου, εξακολουθούσε να περιλαμβάνει το “droit au travail”, το δικαίωμα στην εργασία, την πρώτη αδέξια διατύπωση στην οποία συμπυκνώνονται οι επαναστατικές διεκδικήσεις του προλεταριάτου. Μεταμορφώθηκε στο droit a lassistance, το δικαίωμα στην φτωχοπρόνοια, και ποιο σύγχρονο κράτος δεν τρέφει τους δικούς του φτωχούς με τον ένα ή τον άλλο τρόπο; Το δικαίωμα στην εργασία είναι, από τη σκοπιά των αστών, μια ανοησία, μια άθλια, ευσεβής ευχή. Όμως πίσω από το δικαίωμα στην εργασία βρίσκεται η επιβολή πάνω στο κεφάλαιοֹ πίσω από την επιβολή πάνω στο κεφάλαιο, η απαλλοτρίωση των μέσων παραγωγής, η υποταγή τους στην ενωμένη εργατική τάξη και, επομένως, η κατάργηση της μισθωτής εργασίας, του κεφαλαίου και των μεταξύ τους σχέσεων.» Η αστική τάξη, «η οποία στην πράξη έθεσε το επαναστατικό προλεταριάτο hors la loi, εκτός νόμου, έπρεπε από θέση αρχής να πετάξει τη διατύπωση του προλεταριάτου έξω από το σύνταγμα, το νόμο όλων των νόμων, έπρεπε να ρίξει το ανάθεμά της πάνω στο «δικαίωμα στην εργασία».»[15] Γκυστάβ Φλωμπέρ, «τότε η ιδιοκτησία υψώθηκε από άποψη σεβασμού στο επίπεδο της Θρησκείας και φάνηκε να συγχέεται με το Θεό. Οι επιθέσεις εναντίον της θεωρήθηκαν ιεροσυλία, σχεδόν κανιβαλισμός.»[16]
Στη βάση αυτή το εργατικό κίνημα απέρριψε ευθύς εξαρχής ολόκληρο το σύστημα της φιλανθρωπίας και της φτωχοπρόνοιας. Από αυτή την άποψη δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι από τα πρώτα μέτρα που πήραν τα συνδικάτα ήταν να αναλάβουν τα ίδια, με τα δικά τους πενιχρά μέσα και με πόρους από το υστέρημα του συνόλου της εργατικής τάξης, την περίθαλψη και τη συντήρηση των αρρώστων, των ανήμπορων και των ορφανών οικογενειών. Μόνο και μόνο για να γλυτώσουν τους «φτωχότερους των φτωχών» από τα φτωχοκάτεργα και τα επιδόματα ελεημοσύνης της φτωχοπρόνοιας. Μόνο και μόνο για να αφαιρέσουν από την εργοδοσία και το κράτος μια βολική δεξαμενή φτηνής, εξαρτημένης και υποταγμένης εργατικής δύναμης, έναν «εφεδρικό στρατό εργασίας» στην απόλυτη διάθεση του κεφαλαίου για να συμπιέζει μεροκάματα και να εξαθλιώνει τις συνθήκες εργασίας της εργατικής τάξης ως σύνολο. Έτσι ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα και υπό καθεστώς παρανομίας ιδρύθηκαν τα πρώτα «ταμεία εργατικής αλληλοβοήθειας», που αναλάμβαναν να συντηρούν τους αρρώστους, τους ηλικιωμένους, τις χήρες και τα ορφανά. Η δημιουργία τριτοβάθμιων πανεθνικών συνδικαλιστικών οργανώσεων, κυρίως τις πρώτες τρεις δεκαετίες του 19ου αιώνα, συνδεόταν στενά με την ανάγκη για ισχυρά «ταμεία εργατικής αλληλοβοήθειας», που θα μπορούσαν να καλύπτουν ακόμη και το σύνολο των «απόκληρων» της εργατικής τάξης. Έτσι, στην προγραμματική διακήρυξη του «Μεγάλου Εθνικού Ενοποιημένου Συνδικάτου» (Grand National Consolidated Trades Union), που δημιουργήθηκε από τους ίδιους τους εργάτες το Φεβρουάριο του 1834 στο Λονδίνο ως τριτοβάθμια πανεθνική οργάνωση των επιμέρους συνδικάτων και εργατικών οργανώσεων της εποχής, περιλαμβανόταν και η παρακάτω βασική επιδίωξη: «Μεγάλα πλεονεκτήματα πρόκειται να προκύψουν από τη δημιουργία, σε κάθε περιφερειακό τομέα, ενός ταμείου για την υποστήριξη των αρρώστων και των ηλικιωμένων.»[17] Και όλα αυτά για να λυτρωθούν άμεσα οι «φτωχότεροι των φτωχών» από τον κοινωνικό εξευτελισμό και την καταρράκωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που συνδέονταν ανέκαθεν με την προσφυγή στην φτωχοπρόνοια, και τη μετατροπή τους σε ένα είδος ζητιάνου, επαίτη μιας ταπεινωτικής κρατικής ελεημοσύνης.
 Έτσι γεννήθηκε το αίτημα της κοινωνικής ασφάλισης ως αναγκαία αμυντική διεκδίκηση όχι απλώς του μεμονωμένου εργάτη αλλά του συνόλου της τάξης. Συνιστούσε αμυντική διεκδίκηση όχι μόνο ή κυρίως εναντίον της απληστίας της εργοδοσίας αλλά πρωταρχικά εναντίον της έμφυτης ασυδοσίας της αγοράς γενικά. Αν με τα αιτήματα για καλύτερο μεροκάματο, λιγότερες ώρες δουλειάς και καλύτερες συνθήκες εργασίας η εργατική τάξη στράφηκε ενάντια στο κεφάλαιο ως εργοδοσία, με το αίτημα της κοινωνικής ασφάλισης στράφηκε ενάντια στην ίδια τη βάση ολόκληρου του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, την ίδια την αγορά. Μόνο έτσι η αξία της «εργατικής δύναμης», τα όρια αναπαραγωγής της «ικανότητας προς εργασία» λυτρώθηκαν από το επίπεδο των φυσικών αναγκών επιβίωσης του μεμονωμένου εργάτη, γλύτωσαν από την κατάρα του «ελάχιστου ορίου διαβίωσης» και τέθηκαν σε νέα βάση, σε συλλογική κοινωνική βάση, δηλαδή στη βάση των κοινωνικών αναγκών της εργατικής τάξης.
Η διεκδίκηση της κοινωνικής ασφάλισης λειτούργησε αποφασιστικά, έτσι ώστε οι εργάτες να υπερβούν την αποσπασματική διαπραγμάτευση των όρων πώλησης της εργατικής τους δύναμης. Ο εργάτης συνειδητοποίησε ότι δεν μπορεί να διαιωνίζεται «όπως διαιωνίζεται με την αναπαραγωγή του είδους κάθε έμβιο ον».[18] Αντίθετα, αν ήθελε να γλυτώσει από την καταθλιπτική μιζέρια στην οποία τον καταδικάζει το «μεροδούλι-μεροφάι», έπρεπε άμεσα και αποφασιστικά να δέσει οργανικά τα ατομικά του συμφέροντα και ανάγκες με τις συλλογικές κοινωνικές ανάγκες και συμφέροντα της δικής του ιδιαίτερης τάξης. Μόνο σ’ αυτή τη βάση θεμελιώθηκε η συνείδηση σε πλατιά στρώματα εργατών για την ανάγκη οργάνωσής τους στο συνδικάτο, όχι απλώς ως συλλογική άμυνα απέναντι στην εργοδοσία αλλά ως κάτι πολύ περισσότερο: ως συγκροτημένη έκφραση μιας ιδιαίτερης κοινωνικής τάξης, των πωλητών του εμπορεύματος εργατική δύναμη, με ιδιαίτερες συλλογικές ανάγκες και συμφέροντα. Έτσι ο εργάτης μπόρεσε να ξεπεράσει την κατάσταση υποζυγίου, στην οποία τον είχε καταδικάσει εξαρχής το κεφάλαιο, και άρχισε να μετατρέπεται σε κοινωνικό υποκείμενο. Δεν του αρκούσε πια να μην πεινάει αυτός και η οικογένειά του, αλλά άρχισε να διεκδικεί ως νόμιμο δικαίωμά του την άμεση ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών του συνολικά, την πλήρη απαλλαγή του από τη δυστυχία, που αντικειμενικά προέρχεται από την ένταξή του στην «ελεύθερη αγορά». Γι’ αυτό και αντιμετώπισε εξαρχής τα επιδόματα της πρόνοιας ως κοινωνικό στίγμα για τον ίδιο, ως άθλια προσβολή της προσωπικότητάς του, ως προκλητική ταπείνωση του ίδιου και της οικογένειάς του.

Το ΕΕΕ ως πολιορκητικός κριός της αντίδρασης

Σε κάθε βήμα του πραγματικού κινήματος για τη διεκδίκηση και την καθιέρωση της κοινωνικής ασφάλισης, την κατοχύρωση αμοιβών αντίστοιχων με τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες των εργαζομένων και των οικογενειών τους, οι συντηρητικές και αντιδραστικές δυνάμεις απαντούσαν πάντα με προτάσεις ΕΕΕ και με την απαίτηση επιστροφής στις λογικές της φτωχοπρόνοιας. Για παράδειγμα, είναι χαρακτηριστικό ότι την εποχή της έκθεσης Μπέβεριτζ στη Βρετανία των αρχών της δεκαετίας του 1940, η οποία προωθούσε όχι κάποιο σχήμα ΕΕΕ, όπως ψευδώς για μία ακόμη φορά ισχυρίζεται ο κ. Δραγασάκης, αλλά την εφαρμογή ενός «Εθνικά Ελάχιστου» επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης με βάση την ικανοποίηση των άμεσων κοινωνικών αναγκών της εργατικής τάξης ως σύνολο, μέσα από κατοχυρωμένες ικανοποιητικές αμοιβές, ενιαία υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση, δωρεάν παιδεία και υγεία, κοκ, η απάντηση των συντηρητικών ήρθε με τη μορφή των προτάσεων της λαίδης Ρις-Ουίλιαμς οι οποίες αφορούσαν στην καθιέρωση ενός ΕΕΕ. Τι αντιπρότεινε η φιλάνθρωπος λαίδη; Να δημιουργηθεί ένα ειδικό ταμείο, που θα χρηματοδοτούνταν από ειδικό ενιαίο φόρο όλων ανεξαιρέτως των εισοδημάτων και από το οποίο θα καταβαλλόταν σε κάθε πολίτη ανεξαρτήτως προϋποθέσεων ένα ποσό ίσο με το καθοριζόμενο ετήσιο εισοδηματικό όριο της φτώχειας.
Η φιλοσοφία αυτής της εισοδηματικής ενίσχυσης, η οποία ήταν σαφώς πιο γενναιόδωρη από το άθλιο επίδομα που ζητά ο ΣΥΝ, είχε πολύ συγκεκριμένες ταξικές σκοπιμότητες. Να πώς τις αναλύει ένας από τους νεότερους φωστήρες της νεοσυντηρητικής «ακροδεξιάς» και φυσικά ακραιφνής οπαδός του ΕΕΕ: «Παρέχοντας μετρητά στη διάθεση ενός ευρύτερου κομματιού του πληθυσμού μας δημιουργούμε ζήτηση για περισσότερα αγαθά... Ο κύριος λόγος που έχουμε κρατικές επιχειρήσεις είναι γιατί μερικοί άνθρωποι δεν έχουν τη δυνατότητα ενός μεριδίου από τα αγαθά που προσφέρει η αγορά. Όσο περισσότερο διορθώνουμε αυτό το πρόβλημα τόσο μεγαλύτερη θα είναι η εξάρτησή μας από την αγορά. Τα δημόσια σχολεία αποτελούν ένα καλό παράδειγμα σχετικά μ’ αυτό το τελευταίο. Αν όλοι στη χώρα ήταν σε θέση να πληρώσουν τα απαραίτητα δίδακτρα για ιδιωτικά σχολεία, θα υπήρχε ελάχιστη ανάγκη για την ανάμειξη του κράτους στην παιδεία... Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί σχετικά με την υγεία. Η τρέχουσα τάση για εθνική ασφάλιση υγείας θα αναχαιτιζόταν σε μεγάλο βαθμό, αν όλοι μπορούσαν να πληρώσουν για ιδιωτική περίθαλψη (πιθανόν μέσα από την αγορά μιας ιδιωτικής ασφάλισης υγείας)... Ένα ελάχιστο διαθέσιμο εισόδημα μπορεί επίσης να έχει θετική επίδραση και στους μισθούς, εξαφανίζοντας την ανάγκη για την επιβολή νόμων που προβλέπουν την κατοχύρωση ενός βασικού μισθού. Αυτοί οι νόμοι θεωρούνται σήμερα αναγκαίοι, για να εξασφαλίζουν ότι οι εργαζόμενοι κερδίζουν μια αξιοπρεπή ζωή. Ωστόσο έχουν μια ανεπιθύμητη επίδραση στην αγορά εργασίας... Με το ΕΕΕ, οι πωλητές της εργασίας τους θα είναι σε καλύτερη θέση να επιλέξουν εκείνες τις δουλειές που υπόσχονται έναν καλύτερο συνδυασμό εργασιακών συνθηκών και μισθού.»[19]
Προκειμένου να ξεφορτωθούν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, τη νομοθετική κατοχύρωση του βασικού μισθού, την ενιαία υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση, τη δωρεάν παρεχόμενη δημόσια παιδεία και υγεία, αλλά και την επέκταση της κρατικής επιχειρηματικής δραστηριότητας «κοινής ωφέλειας» εις βάρος της αγοράς, οι πιο συντηρητικοί και αντιδραστικοί εκπρόσωποι του μεγάλου κεφαλαίου δεν φείδονταν υποσχέσεων ακόμη και για γενναία εισοδηματική ενίσχυση με τη μορφή του ΕΕΕ. Κι αυτό γιατί γνώριζαν πολύ καλά αυτό που διαπίστωναν οι οικονομολόγοι ήδη από την εποχή της πρώτης ιστορικής εφαρμογής του ΕΕΕ: «Αν το εισόδημα ενός ανθρώπου χωρίζεται σε δυο μέρη, ένα εκ των οποίων είναι η αμοιβή για την εργασία του και το άλλο δίνεται ανεξάρτητα από την εργασία, σύντομα το τελευταίο θα καταβροχθίσει το πρώτο.»[20] Και αυτό συμβαίνει με ολόκληρο το σύστημα των επιδομάτων, των πριμ και των μπόνους, που δίνονται για να «συμπληρώνουν» την εργατική αμοιβή και έτσι να αποφεύγεται η απαιτούμενη αύξηση του γενικού επιπέδου των μισθών.
Μετά το τέλος του 2ου παγκοσμίου πολέμου οι ΗΠΑ ήταν η μόνη χώρα η οποία εξακολούθησε να προσεγγίζει το πρόβλημα της φτώχειας όχι μέσα από την κατοχύρωση του βασικού μισθού, των εργατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων της εργασίας και την κοινωνική ασφάλιση αλλά κατά κύριο λόγο μέσα από την πρόνοια και τα διάφορα είδη εισοδηματικών ή άλλων ενισχύσεων. Και ο λόγος ήταν απλός, όπως μας εξηγούν δύο γνωστοί μελετητές των πολιτικών «ρύθμισης των φτωχών» μέσω της πρόνοιας: «Οι ηλικιωμένοι, οι ανήμποροι, οι ανισόρροποι και άλλοι που δεν έχουν καμιά χρησιμότητα ως εργάτες αφήνονται στις ουρές της πρόνοιας, όπου η μεταχείρισή τους είναι εξευτελιστική και εμφανίζεται ως τιμωρία, έτσι ώστε να ενσταλάζεται στις εργαζόμενες μάζες ο φόβος για τη μοίρα που τους περιμένει, αν τυχόν και επαναπαυτούν στην επαιτεία και την ανέχεια. Υποβαθμίζεις και τιμωρείς εκείνους που δεν δουλεύουν, για να εξυψώνεις κατά αντιπαραβολή ακόμη και τη χειρότερη εργασία με τους χειρότερους μισθούς.»[21] Ο εξευτελισμός και η επιβολή της πρόνοιας ως τιμωρία για τους φτωχούς δεν έχουν να κάνουν με την όποια «ανεκτική» ή μη συμπεριφορά του δημόσιου φορέα αλλά με την ίδια τη φιλοσοφία της όλης πολιτικής.
Φανταστείτε μόνο το χαρακτήρα της διαδικασίας που απαιτείται προκειμένου κάποιος δικαιούχος να αποδείξει ότι πληροί τα κριτήρια της ανέχειας. Να αποδείξει, δηλαδή, ότι αυτός και η οικογένειά του βρίσκονται σε συνθήκες εξαθλίωσης. Φανταστείτε τι θα σημάνει για τους πάνω από 500.000 εν δυνάμει δικαιούχους του ΕΕΕ η διαδικασία «καταγραφής» τους από τις εντεταλμένες υπηρεσίες, την οποία προβλέπει η πρόταση νόμου του ΣΥΝ. Φανταστείτε τον προσωπικό εξευτελισμό, τα μέσα που θα υποχρεωθούν να χρησιμοποιήσουν πολλοί γι’ αυτό το επίδομα αθλιότητας, τον εκβιασμό συνειδήσεων, την κατάσταση χυδαίας εξάρτησης από τον «φορέα υλοποίησης» και τους πολιτικούς προϊστάμενους του. Και όχι μόνο αυτό. Οι δικαιούχοι εγκλωβίζονται σε έναν φαύλο κύκλο εξευτελισμού, εκβιασμού και εξάρτησης, για να αποδεικνύουν κάθε φορά ότι συνεχίζουν να δικαιούνται την όποια ενίσχυση. Χρειάζεται να υπακούουν τυφλά στις εντολές, τους κανόνες και τις υποδείξεις της «κοινωνικής υπηρεσίας», η του «φορέα υλοποίησης», να τηρούν με τυπική ευλάβεια το «μοντέλο ζωής» που θα τους επιβληθεί ως «εναλλακτικός τρόπος ένταξης» στην κοινωνία και την αγορά εργασίας, να ανέχονται τις διαρκείς επεμβάσεις και τους ελέγχους στη ζωή και την οικογένειά τους εκ μέρους των εντεταλμένων οργάνων, ώστε να εξακριβωθεί αν έχουν «παραστρατήσει» από τις προδιαγραφές και προϋποθέσεις του ΕΕΕ. Κι όλα αυτά για να εξασφαλίσουν στην καλύτερη των περιπτώσεων ένα άθλιο «ελάχιστο όριο διαβίωσης».
Η εμπειρία δείχνει ότι η ένταξη στα προγράμματα της πρόνοιας δεν συνοδεύεται απλώς από κοινωνικό στιγματισμό, αλλά πρώτα και κύρια από τη μετατροπή της φτωχολογιάς σ’ έναν πληθυσμό απόλυτα υποταγμένο και εξαρτημένο, αιχμάλωτο των επίσημων πολιτικών, των κάθε είδους αυθαίρετων παρεμβάσεων και εκβιασμών εκ μέρους του κράτους και των υπηρεσιών του. Γι’ αυτό άλλωστε και οι πολιτικές της φτωχοπρόνοιας άνθησαν ιστορικά σε συνθήκες απολυταρχίας και αυταρχικών κρατών. Μετά το τέλος του 2ου παγκοσμίου πολέμου οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ κατόρθωσαν να προστατευθούν αποτελεσματικά από την «κοινωνική επιρροή» της Ευρώπης, να υπονομεύσουν τη σημασία και το ρόλο των συνδικάτων, να αποτρέψουν την ύπαρξη «ανελαστικής» εργατικής νομοθεσίας και υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, να αποκρούσουν την εισαγωγή δωρεάν δημόσιας υγείας και παιδείας, κοκ., χάρη σ’ αυτήν την εξευτελιστική εξάρτηση της φτωχολογιάς από τα προγράμματα και τις ενισχύσεις της πρόνοιας. Γι’ αυτό και ενώ στην Ευρώπη δινόταν η μάχη για την αποφασιστική διεύρυνση των κοινωνικών δικαιωμάτων της εργατικής δύναμης και για την κοινωνική ασφάλιση, στην πολιτική ζωή των ΗΠΑ ανθούσε η φιλολογία περί «πολέμου κατά της φτώχειας» μέσω της φτωχοπρόνοιας.
Σ’ αυτά τα πλαίσια υπήρξαν και οι προτάσεις για ΕΕΕ του Μίλτον Φρίντμαν και της νεοσυντηρητικής σχολής του Σικάγο τη δεκαετία του ’60. Γενικά υπήρξαν πολλές προτάσεις για μορφές ΕΕΕ, όπως π.χ. το σχέδιο Τόμπιν και το σχέδιο Λάμπμαν, που είχαν ως κοινό στόχο να αναχαιτίσουν αιτήματα για κατοχύρωση του βασικού μισθού και για κοινωνική ασφάλιση σε μια εποχή όπου στις ΗΠΑ ανθούσαν μαζικά κινήματα διεκδίκησης κοινωνικών δικαιωμάτων. Τελικά, επί προεδρίας Νίξον, οι προτάσεις αυτές πήραν τη μορφή του Σχεδίου για τη Βοήθεια στην Οικογένεια (1969), το οποίο προέβλεπε την παροχή από τον κρατικό προϋπολογισμό ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος ως επιδότηση στις αναξιοπαθούσες οικογένειες των «φτωχότερων από τους φτωχούς». Το σχέδιο αυτό δεν εφαρμόστηκε ποτέ, γιατί το πρόλαβε η πτώση του Νίξον, όμως αποτέλεσε το γενικό «μοντέλο» εφαρμογής για ανάλογα σχέδια τόσο στις ΗΠΑ όσο και σε άλλες χώρες.

Η αναβίωση του ΕΕΕ με τα χρώματα της αριστεράς

Στην Ευρώπη η φιλολογία περί ΕΕΕ ως «κύριο εργαλείο» για την αντιμετώπιση της ανέχειας παρέμεινε αντικείμενο περιθωριακού «προβληματισμού» κυρίως από τους πιο αντιδραστικούς κύκλους, ενώ εμφανιζόταν κατά καιρούς στα προγράμματα και τις πολιτικές των Χριστιανοδημοκρατικών κομμάτων, των Τόρυδων, όπως και άλλων ακραιφνών συντηρητικών δυνάμεων. Όλα αυτά έως τη δεκαετία του ’80. Η γενικευμένη διαρθρωτική κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού, η οποία ξέσπασε το 1974-1975 και κορυφώθηκε στη δεκαετία του ’80, οδήγησε σε πλήρη χρεωκοπία τις λογικές που ήθελαν την «κοινωνική πολιτική» ως ανάχωμα στο σοσιαλισμό και ως μέθοδο ειρήνευσης των κοινωνικών αντιθέσεων. Τα γνωστά για τη φιλανθρωπική τους δράση ιδρύματα του παγκόσμιου καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού, όπως το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα και ο ΟΟΣΑ, ανακάλυψαν ότι «ορισμένες κοινωνικές πολιτικές (αποζημίωση των ανέργων, βασικοί μισθοί και κοινωνικές εισφορές) έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία, ακόμη και μέχρι το σημείο να εμποδίζουν εν μέρει την επιστροφή σε μια μη πληθωριστική ανάπτυξη... Χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης σημαίνει ότι δεν μπορούμε να αποφύγουμε την ανάγκη να αναμορφώσουμε τις κοινωνικές πολιτικές μας, ενώ εξακολουθούμε να διατηρούμε το αναγκαίο ελάχιστο επίπεδο προστασίας που μια σύγχρονη, βιομηχανική δημοκρατία είναι υποχρεωμένη να παρέχει στους πολίτες της. Δεν απαιτείται τσεκούρι αλλά μια πολύ επιδέξια κοινωνική χειρουργική επέμβαση.»[22] Έτσι δόθηκε το σύνθημα να υπονομευτούν οι εργασιακές σχέσεις, η ενιαία κοινωνική ασφάλιση και τα συστήματα κοινωνική προστασίας, που είχε έως τότε κατακτήσει η εργατική τάξη, και να αντικατασταθούν με ένα «ελάχιστο επίπεδο προστασίας», με πολιτικές «περισσότερο επιλεκτικές, με την απαιτούμενη επικεντρωμένη προσέγγιση», που δεν αφορούν πια στο σύνολο των εργαζομένων, αλλά σε όσες «κοινωνικές ομάδες» έχουν μεγαλύτερη ανάγκη. Στη βάση αυτή ανακάλυψαν τις «κοινωνίες των 2/3» και τους «κοινωνικά αποκλεισμένους», σε μια προσπάθεια να οδηγήσουν τα περισσότερο φτωχά, κακοπληρωμένα και χειμαζόμενα από τη χρόνια μαζική ανεργία στρώματα σε ευθεία αντιπαράθεση με τα κεκτημένα των πιο «ευνοημένων» εργαζόμενων, των «ρετιρέ», της «εργατικής αριστοκρατίας», έτσι ώστε το δραστικό κτύπημα των εργατικών κατακτήσεων όχι μόνο να ενταθεί και να γενικευθεί, αλλά και να εμφανιστεί ως αναγκαία πολιτική, προκειμένου να υπάρξουν τα απαραίτητα «περιθώρια» περίθαλψης των «φτωχότερων από τους φτωχούς».
Σ’ αυτά τα πλαίσια είχαμε την επιστροφή στις πολιτικές της φτωχοπρόνοιας, μόνο που αυτή τη φορά τη βάφτισαν «δίκτυα καταπολέμησης της φτώχειας» ή «κοινωνικό δίκτυο ασφάλειας κατά της φτώχειας». Όπως ήταν αναμενόμενο, το ΕΕΕ ξεθάφτηκε από το περιθώριο και άρχισε να προβάλλεται ως το «κλειδί» για την αντιμετώπιση της ανέχειας όχι μόνο από συντηρητικούς κύκλους αλλά τώρα πια και από ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας, όπως και από «προοδευτικούς διανοούμενους» της ευρύτερης αριστεράς. Η παλιά αντιδραστική επινόηση, η άθλια τακτική κρατικής ελεημοσύνης και κοινωνικού στιγματισμού, που καταγόταν από το Μεσαίωνα, επέστρεφε ως «προοδευτική» και μάλιστα «αριστερή» πολιτική.
Από τις πρώτες κυβερνήσεις στην Ευρώπη που εισήγαγαν το ΕΕΕ ως επίσημη πολιτική τους ήταν η κυβέρνηση των σοσιαλιστών στη Γαλλία με πρωθυπουργό τον Μισέλ Ροκάρ (1988-1991) την περίοδο προεδρίας του Φρανσουά Μιτεράν. Το ΕΕΕ υιοθετήθηκε ως μέτρο κοινωνικής ειρήνης και ταξικού εφησυχασμού, ως μέτρο που εξαρτούσε άμεσα από την κυβέρνηση τα πιο φτωχά στρώματα της εργατικής τάξης στα βιομηχανικά προάστια του Παρισιού και σε άλλα βιομηχανικά κέντρα της χώρας, τα οποία είχαν αρχίσει να μετατρέπονται σε «γκέτο» μαζικής εξαθλίωσης, λόγω της πολιτικής «αποβιομηχάνισης» την οποία ακολουθούσε το μεγάλο κεφάλαιο και ενίσχυε η κυβέρνηση. Ταυτόχρονα λειτούργησε ως άλλοθι για την άγρια επίθεση την οποία εξαπέλυσε η κυβέρνηση Ροκάρ ενάντια στα συνδικάτα και τις εργασιακές σχέσεις ιδίως στο δημόσιο τομέα. Η σύγκρουση τότε με τα «ρετιρέ» και την «εργατική αριστοκρατία», όπως δημαγωγικά η κυβέρνηση ονόμαζε τους εργαζόμενους στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, κόστισε στο Ροκάρ την πρωθυπουργία και οδήγησε το σοσιαλιστικό κόμμα σε χρόνια πολιτική κρίση. Το πόσο βοήθησε το ΕΕΕ στην αντιμετώπιση της φτώχειας μας το δείχνει παραστατικά και η πρόσφατη εξέγερση απόγνωσης της νεολαίας των «γκέτο» του Παρισιού και των άλλων πόλεων της Γαλλίας.
Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90 οι κυβερνήσεις που υιοθετούσαν το ΕΕΕ αρκούνταν απλώς να συντηρούν τη φτωχολογιά, τα πιο εξαθλιωμένα στρώματα σε κατάσταση κοινωνικής παθητικότητας, ενόσω έπαιρναν δραστικά μέτρα ενάντια στις εργατικές κατακτήσεις, υπονόμευαν τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, εισήγαν περικοπές στις κοινωνικές παροχές, εφάρμοζαν πολιτικές λιτότητας στους μισθούς και αντιμετώπιζαν αυταρχικά τις αντιδράσεις των συνδικάτων. Φυσικά πουθενά δεν είχαμε κάποια ουσιαστική βελτίωση της κατάστασης των φτωχών. Αντίθετα, σ’ όλες τις χώρες είχαμε ραγδαία επιδείνωση της κατάστασης της φτωχολογιάς, ως συνέπεια της κατάρρευσης του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων λόγω των αντεργατικών και αντικοινωνικών πολιτικών που υιοθετήθηκαν από τις κυβερνήσεις με μοχλό το ΕΕΕ.
Ταυτόχρονα ο κοινωνικός στιγματισμός, η επίσημη προώθηση της νοοτροπίας της επαιτείας στα πιο φτωχά και εξαθλιωμένα κοινωνικά στρώματα αποτέλεσαν το πιο χειροπιαστό αποτέλεσμα της πολιτικής του ΕΕΕ. «Από το 1986 το Λουξεμβούργο», ομολογούσε σε ομιλία του ο Μαρί-Ζοζέ Ζακόμπ, υπουργός για την Οικογένεια και την Κοινωνικοποίηση του Λουξεμβούργου, στην 4η Ευρωπαϊκή Συνάντηση των Ανθρώπων που Δοκιμάζονται από τη Φτώχεια στις Βρυξέλες στις 10-11 Ιουνίου 2005, «έχει θεσπίσει το δικαίωμα σε ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, που συχνά αποκαλείται με το γαλλικό ακρωνύμιο RMG... Ωστόσο, 19 χρόνια μετά τη δημιουργία του, το δικαίωμα στο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα συνεχίζει να είναι στενά δεμένο με μια διαδικασία κοινωνικού στιγματισμού. Αυτός ο στιγματισμός είναι μια επίθεση στην ταυτότητα όλων όσοι εξασκούν το δικαίωμά τους σε ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα και χαρακτηρίζονται “RMGιστές”. Αυτός ο χαρακτηρισμός τους στιγματίζει και παραποιεί την αντίληψη της κοινωνικής πραγματικότητας.» Βέβαια ο υπουργός αποδίδει σκόπιμα αυτόν τον κοινωνικό στιγματισμό όχι σ’ αυτή καθαυτήν την ταξική φιλοσοφία του ΕΕΕ αλλά σε μια ιδιότυπη ρατσιστική αντίδραση της κοινωνίας. Άλλωστε, όπως είναι πια γνωστό, για τα κακά και τα στραβά δεν φταίνε ποτέ οι κυρίαρχες πολιτικές αλλά πάντα η συμπεριφορά της κοινωνίας γενικά. Η αλήθεια είναι ότι οι «RMGιστές» είναι στιγματισμένοι στη συνείδηση της μεγάλης πλειοψηφίας των κοινωνίας γιατί πολύ απλά αποτελούν μια δεξαμενή φθηνής και υποταγμένης εργατικής δύναμης, η οποία μέσα από τις επίσημες πολιτικές της «ενεργούς στήριξης της απασχόλησης», που συνοδεύουν το ΕΕΕ έχει μετατραπεί σ’ ένα ισχυρό όπλο της εργοδοσίας για τη διαρκή συμπίεση των εργατικών αμοιβών και δικαιωμάτων του συνόλου των εργαζομένων. 
Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’90 με τις στρατιές των άπορων δικαιούχων να μεγαλώνουν ραγδαία, οι κορυφές της ΕΕ αντιλήφθηκαν αμέσως ότι ήρθε η στιγμή να χρησιμοποιηθεί το ΕΕΕ και ως βασικός μοχλός για τη διευκόλυνση των «ελαστικών» σχέσεων εργασίας και των «ενεργητικών» πολιτικών απασχόλησης. Μια έκθεση της Κομισιόν το 1997 εξηγεί ότι «ο ρόλος των σχημάτων του ελάχιστου εισοδήματος έχει αλλάξει. Καθώς ο αριθμός των δικαιούχων έχει αυξηθεί, τα σχήματα κινδυνεύουν να μετατραπούν σ’ ένα είδος αποζημίωσης για τον αποκλεισμό που επιβεβαιώνει τη ραγδαία κοινωνική διάλυση, αν δεν σχετίζονται με ενεργητικές πολιτικές ενσωμάτωσης. Σήμερα υπάρχει μια αυξανόμενη συναίνεση γύρω από την ανάγκη να προχωρήσουμε πέρα από την παραδοσιακή προσέγγιση της κοινωνικής βοήθειας.»[23]16 Έτσι η ΕΕ ενσωμάτωσε το ΕΕΕ στις «ντιρεκτίβες» της ως απαραίτητο εργαλείο όχι μόνο για την περίθαλψη των θυμάτων των δικών της πολιτικών και του μεγάλου κεφαλαίου αλλά και για την «ελαστικοποίηση» των εργασιακών σχέσεων και της απασχόλησης, στο όνομα της «ενσωμάτωσης» των περιθωριοποιημένων στρωμάτων. Η ίδια η αγορά εργασίας με τους «απασχολήσιμους» και τους εργαζομένους χωρίς δικαιώματα και εγγυήσεις εμφανίστηκε ως ιδεώδης τόπος και τρόπος αποκατάστασης των δικαιούχων του ΕΕΕ.
Όπως είναι αναμενόμενο, το ΕΕΕ κατέχει περίοπτη θέση στη νέα «κοινωνική ατζέντα» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που δημοσιοποιήθηκε στις 10 Φεβρουάριου 2005, και φυσικά συνοδεύει κάθε «πρόταση» η οποία στοχεύει στην ευλυγισία και στην ανταγωνιστικότητα στην αγοράς εργασίας. Μάλιστα η ΕΕ τονίζει στην «κοινωνική ατζέντα» της ότι «θα ξεκινήσει διαβουλεύσεις σχετικά με τους λόγους για τους οποίους τα υπάρχοντα σχήματα [ΕΕΕ] δεν είναι αρκετά αποτελεσματικά. Αυτές οι διαβουλεύσεις θα επικεντρωθούν στους κοινωνικούς εταίρους, οι οποίοι εμπλέκονται απευθείας στην εφαρμογή μέτρων ενσωμάτωσης μέσω της αγοράς εργασίας, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για συγκεκριμένα μέτρα που παρέχουν καλύτερες ευκαιρίες.» Σε απλά ελληνικά το ενδιαφέρον της ΕΕ επικεντρώνεται στην υπέρβαση των όποιων αντιστάσεων υπάρχουν ακόμη από τους «κοινωνικούς εταίρους», δηλαδή τα συνδικάτα και τους εργαζομένους, για την επιβολή του δίπτυχου ΕΕΕ και «ευλύγιστη» αγορά εργασίας με πρόσχημα τις «καλύτερες ευκαιρίες». Το γιατί μας το εξηγεί μια πρόσφατη δημοσίευση που θριαμβολογεί για τα αποτελέσματα ενός από τα πλέον γενναιόδωρα συστήματα ΕΕΕ στις χώρες της ΕΕ, αυτό της Δανίας: «Η ευλυγισία του μοντέλου της Δανίας για την αγορά εργασίας, που αποκαλείται “ευλυγισία-ασφάλεια”, δίνει τη δυνατότητα στους εργοδότες να προσλαμβάνουν και να απολύουν με ευκολία, χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να πληρώσουν ακριβά κοινωνικά κόστη. Την ίδια ώρα οι εργαζόμενοι απολαμβάνουν υψηλό επίπεδο κοινωνικής πρόνοιας και έχουν τη δυνατότητα, αν χάσουν τη δουλειά τους, να ακολουθήσουν ένα από τα κυβερνητικά επιδοτούμενα προγράμματα κατάρτισης, σε μια χώρα στην οποία η φορολογία είναι από τις υψηλότερες στην Ευρώπη» (AFP 23/10/2005). Η αλήθεια είναι ότι το ΕΕΕ έρχεται να ελευθερώσει τον εργοδότη από τα «κοινωνικά κόστη» της εργασίας, να υπονομεύσει τις όποιες κοινωνικές εγγυήσεις διαθέτει ο εργαζόμενος απέναντι στις απολύσεις, την ανεργία, τη συμπίεση των μισθών και να φορτώσει στο κράτος –και φυσικά, μέσω της φορολογίας, πάλι στους ίδιους τους εργαζόμενους– το κόστος συντήρησης των θυμάτων της πολιτικής του κεφαλαίου. Και όλα αυτά χωρίς ούτε κατά διάνοια να αντιμετωπίζεται η χρόνια μαζική ανεργία και το φάσμα της εξαθλίωσης, που διογκώνει κάθε χρόνο τις στρατιές των αστέγων, οι οποίες όλο και περισσότερο αποτελούν ένα τυπικό «αξιοθέατο» των μητροπόλεων ακόμη και των πιο πλούσιων χωρών της ΕΕ.
Ο ΣΥΝ (ΣΥΡΙΖΑ) με την πρόταση-νόμου για το ΕΕΕ έρχεται να εγκαλέσει στην τάξη την κυβέρνηση για την καθυστέρησή της να υιοθετήσει τις επιταγές της ΕΕ και του μεγάλου κεφαλαίου. Η ηγεσία του ΣΥΝ (ΣΥΡΙΖΑ) αγωνιά να δώσει εξετάσεις καλής διαγωγής, να δώσει το παράδειγμα του «καλού ευρωπαϊστή» στα αφεντικά της ΕΕ, σε μια εποχή που γιγαντώνεται η επίθεση στις συλλογικές συμβάσεις και την κοινωνική ασφάλιση. Μάλιστα, ο κ. Αλαβάνος έφτασε στο σημείο να μιλήσει ανοιχτά ως εντολοδόχος της ΕΕ, για να ζητήσει από την κυβέρνηση να εναρμονιστεί πάραυτα: «Το Συμβούλιο της Ευρώπης, στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Κώδικα Κοινωνικής Ασφάλειας, εξειδικεύει από το 1964 τα ελάχιστα όρια κοινωνικής ασφάλειας στην προνοιακή τους διάσταση. Έχουμε, επίσης, την υπογραφή του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Ακόμα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι Συστάσεις 92/441 και 92/442 είναι σχετικές με την κατοχύρωση ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Γιατί, κύριε Υπουργέ, να εναρμονιζόμαστε στις αυξήσεις των φόρων, των ειδικών φόρων για το πετρέλαιο ή σε μια σειρά αρνητικά μέτρα, τα οποία σωρηδόν έρχονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και στις λίγες εκείνες δυνατότητες όπου παρέχει ένα νομοθετικό πλαίσιο, να λέμε έχουμε δημοσιονομική στενότητα ή δεν υπάρχει μηχανισμός καταγραφής;» Βέβαια, αυτό που θέλει να ξεχνά ο κ. Αλαβάνος, όπως κάνει άλλωστε κάθε καλός απολογητής των κυρίαρχων πολιτικών, είναι το γεγονός ότι τόσο οι σχετικές συμφωνίες του Συμβουλίου της Ευρώπης όσο και οι συστάσεις της ΕΕ σχετικά με το ΕΕΕ δεν αποτελούν κάποια εξαίρεση στο σύνολο των αρνητικών μέτρων, «τα οποία σωρηδόν έρχονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση», αλλά εντάσσονται αναπόσπαστα στην πολιτική υπονόμευσης της κοινωνικής ασφάλισης και υποκατάστασής της με την φτωχοπρόνοια, καθώς και στις πολιτικές προώθησης της «ευέλικτης» και «ανταγωνιστικής» απασχόλησης. Επομένως είναι αισχρή υποκρισία να ζητά κανείς την εφαρμογή ενός «καλού» ΕΕΕ δίχως τις «κακές» αλλά απολύτως λογικές και αναγκαίες πολιτικές, κοινωνικές και ταξικές συνέπειές του.

Η άποψη του ΚΚΕ

Όπως έχουμε αναφέρει ήδη, το ΚΚΕ ήταν το μόνο κόμμα που αντιτάχθηκε από θέση αρχής στο ΕΕΕ. Ωστόσο είναι πολύ δύσκολο να συμφωνήσει κανείς μαζί του, όση καλή διάθεση κι αν έχει. Κι αυτό γιατί οι λόγοι που επικαλέστηκε για να υποστηρίξει την άποψη αυτή, όχι μόνο την «άδειασαν» από οτιδήποτε θετικό είχε αλλά την μετέτρεψαν σε καρικατούρα που εύκολα κάποιος αντίπαλος μπορεί να καταρρίψει και να περιγελάσει. «Εμείς διαφωνούμε κατ’ αρχήν επί της αρχής», είπε στη Βουλή η Ελπίδα Παντελάκη εκ μέρους του ΚΚΕ και συνέχισε: «Και εμείς δεν μπορούμε σε καμιά περίπτωση να θέσουμε το ζήτημα να έχει πρόσβαση ο εργαζόμενος στον πλούτο. Εμείς λέμε ότι ο πλούτος ανήκει σ’ αυτόν.» Με τον τρόπο αυτό η εκπρόσωπος του ΚΚΕ επέλεξε να δώσει την απάντηση στο ΕΕΕ όχι στο έδαφος του ταξικού χαρακτήρα της πρότασης νόμου από τη σκοπιά των άμεσων αιτημάτων της εργατικής τάξης αλλά στο πεδίο μιας ηθικολογικής γενικής απαίτησης του «όλα ή τίποτα». Έτσι δεν μπήκε στον κόπο ούτε καν να ασκήσει πολεμική στο ίδιο το ΕΕΕ αλλά και στην πρόταση του ΣΥΝ. «Εμείς», είπε η βουλευτής του ΚΚΕ, «δεν προσπερνάμε το εξής ζήτημα με τίποτα: Ποιος παράγει τον πλούτο και ποιος τον καρπώνεται. Δεν μπορούμε να βάλουμε σαν θέμα συζήτησης το 0,5%, το 1% του ΑΕΠ και να μη μιλήσουμε για όλη την πίτα. Δεν μπορούμε να διαπραγματευόμαστε τα ψίχουλα. Αυτό δεν είναι προσβολή, δεν μιλώ σε σχέση με το Συνασπισμό που δεν μιλάει γι’ αυτό ακριβώς. Και θέλω να γίνει κατανοητό ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα όταν μιλάει για ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, καταλαβαίνει από την πρόταση του Συνασπισμού ότι μιλάει για τα πιο φτωχά από τα φτωχά νοικοκυριά, μιλάει για τους ανέργους και τα άτομα χωρίς προοπτική εργασίας. Γι’ αυτό γίνεται αυτή η πρόταση, δεν μιλάει για το σύνολο του ελληνικού λαού. Από αυτό λοιπόν ξεκινώ και λέω ποιος παράγει τον πλούτο. Τον παράγουν οι εργαζόμενοι, αυτοί πρέπει να τον καρπώνονται.»
Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά του ΚΚΕ «από θέση αρχής»; Στο γεγονός, δηλαδή, ότι πρόκειται για «ψίχουλα» σε σχέση με το συνολικό παραγόμενο πλούτο στον καπιταλισμό και ότι για τον εργαζόμενο αποτελεί απλώς και μόνο «πρόσβαση στον πλούτο»; Με αυτή τη λογική, δεν είναι το ίδιο «ψίχουλα», το ίδιο απορριπτέα ως απλή «πρόσβαση στο πλούτο» και όλα τα άμεσα αιτήματα της εργατικής τάξης για αξιοπρεπή μεροκάματα, για πλήρη κοινωνικοασφαλιστικά δικαιώματα, για σταθερή απασχόληση, κοκ. Μήπως το ΕΕΕ νομιμοποιείται ως αίτημα για τους «φτωχότερους των φτωχών», όπως ακριβώς ισχυρίζεται ο ΣΥΝ, αλλά απορρίπτεται από το ΚΚΕ, γιατί πρόκειται για «ψίχουλα» και δεν λύνει το ζήτημα σε ποιον ανήκει ο παραγόμενος πλούτος; Έτσι δεν υιοθετείται μια απολογητική στάση απέναντι στις απόψεις των Δραγασάκη-Αλαβάνου, όταν η ίδια η κ. Παντελάκη εμφανίζει το ΚΚΕ να αποδέχεται το σκεπτικό της πρότασης του ΣΥΝ ότι το ΕΕΕ δήθεν «μιλάει για τα πιο φτωχά από τα φτωχά νοικοκυριά»; Δύσκολο να βγάλει άκρη κανείς.
Μην ξαφνιαστεί ο αναγνώστης αν δεν βγάζει εύκολα νόημα από το τι θέλει να πει η κ. Παντελάκη. Δεν φταίει η νοημοσύνη του. Πρόκειται για μια συνήθη πρακτική της ηγεσίας του ΚΚΕ, που λάνσαρε σε βαθμό απελπισίας η κ. Παπαρήγα, οι εκ του προχείρου λόγοι, ασύντακτοι, σκοτεινοί στις διατυπώσεις, συχνά δυσνόητοι, αμφιλεγόμενοι ως προς το πολιτικό διαταύτα, με ολοκληρωτική έλλειψη εσωτερικού ειρμού και συγκροτημένης επιχειρηματολογίας. Ειδικά στη Βουλή. Λες και απευθύνονται σε οπαδούς μειωμένης νοημοσύνης, ή σε ένα κλειστό κλαμπ προσυνεννοημένων μεταξύ τους μελών, όπου αρκεί μόνο η απλή συνθηματολογία. Σου δίνουν την εντύπωση ότι βαριούνται να προετοιμάσουν στοιχειωδώς την ομιλία τους και ανεβαίνουν στο βήμα για να πουν ότι τους έχει κατέβει στο κεφάλι. Κανένας σεβασμός στο ακροατήριο τους, εντός και εκτός Βουλής. Ίσως αυτό φταίει και για το γεγονός ότι τα ένα-δυο δημοσιογραφικά άρθρα που γράφτηκαν στο Ριζοσπάστη για το ΕΕΕ ήταν απείρως πιο περιεκτικά και εύστοχα από την παρέμβαση της κ. Παντελάκη. Σε κάνει μάλιστα να αναρωτηθείς, μα καλά δεν καθόταν να διαβάσει το όργανο του κόμματός της πριν ανέβει στο βήμα της Βουλής και αρχίσει τις άρες, μάρες, κουκουνάρες. Και μάλιστα για ένα ζήτημα που λογικά θα έπρεπε να το αντιμετωπίζει ως προνομιακό πεδίο για το ΚΚΕ, μιας και φανερώνει την ταύτιση του ΣΥΝ σε κρίσιμα ζητήματα για τους εργαζόμενους με τα κόμματα εξουσίας. Αντίθετα, η κ. Παντελάκη έδωσε την εντύπωση ότι πάει πολύ και μόνο το γεγονός ότι κλήθηκε να τοποθετηθεί σ’ ένα τέτοιο ζήτημα. Ούτε στην άγρια επίθεση εναντίον του ΚΚΕ, που εξαπέλυσε τόσο ο κεντρικός εισηγητής, όσο και οι υπόλοιποι ομιλητές του ΣΥΝ, ένιωσε την ανάγκη να απαντήσει. Γιατί; Αμέλεια, αδιαφορία, ή σκοπιμότητα; Φοβόμαστε ότι συμβαίνουν και τα τρία.
Το σίγουρο είναι ότι η κ. Παντελάκη δεν παίρνει θέση από τη σκοπιά και τις αξίες της εργατικής τάξης. Και αυτό γιατί το εργατικό κίνημα συγκροτήθηκε και ανδρώθηκε ακριβώς στη μάχη για τα «ψίχουλα». Δίχως την πάλη για την έστω και περιορισμένη, αμφίβολη και αβέβαιη βελτίωση της θέσης της στα γενικά πλαίσια του υπάρχοντος συστήματος, η εργατική τάξη είναι αδύνατο να σταθεί στα πόδια της, να βγάλει ταξικά και αγωνιστικά συμπεράσματα από την πείρα της, να αποκτήσει την αναγκαία αυτοπεποίθηση, επιμονή και οργάνωση, έτσι ώστε να ανταποκριθεί, όταν η ταξική πάλη το κρίνει, στα ιστορικά της καθήκοντα. Στην εποχή του Λένιν, όταν το εργατικό κίνημα επιχειρούσε να διεκδικήσει κάποια ελάχιστα, για να βελτιώσει κουτσά-στραβά τη θέση της εργατικής τάξης, εμφανίζονταν κάποιοι μεγαλόσχημοι κοινοβουλευτικοί λιμοκοντόροι, που ανήκαν στους λικβινταριστές μενσεβίκους και χλεύαζαν αφ’ υψηλού τόσο τα αιτήματα των εργατών, γιατί επρόκειτο για «πενταροδεκάρες», αντί να ασχολούνται με τη γενική «πρόοδο» της χώρας, όπως έλεγαν, όσο και τους ίδιους τους εργάτες, γιατί αδυνατούσαν να αντιληφθούν την «ταξική ουσία» των προβλημάτων και δεν προχωρούσαν σε «θεμελιακού χαρακτήρα διαμαρτυρία» εναντίον του υπάρχοντος καθεστώτος. Για τον Λένιν όμως «…η μάζα των εργαζομένων χωρίς οικονομικές διεκδικήσεις, χωρίς άμεση και γρήγορη βελτίωση της θέσης της, ποτέ δεν θα συμφωνήσει να διανοηθεί τη γενική «πρόοδο» της χώρας. Η μάζα τραβιέται στο κίνημα, συμμετέχει ενεργά, δίνει μεγάλη σημασία σ’ αυτό και δείχνει ηρωισμό, αυταπάρνηση, σταθερότητα και αφοσίωση στη μεγάλη υπόθεση, μόνο στην περίπτωση που βελτιώνεται η οικονομική κατάσταση του εργαζόμενου. Διαφορετικά δεν μπορεί να γίνει, γιατί οι συνθήκες ζωής των εργατών σε «συνηθισμένη» περίοδο είναι αφάνταστα βαριές. Η εργατική τάξη, όταν παλεύει για να πετύχει τη βελτίωση των συνθηκών ζωής της, ανεβαίνει παράλληλα και ηθικά και πνευματικά και πολιτικά, γίνεται πιο ικανή να πραγματοποιεί τους μεγάλους απελευθερωτικούς σκοπούς της.»[24] Ακόμη και όταν παλεύει για «ψίχουλα», για «πενταροδεκάρες»: «Να νομίζει κανείς ότι η διεκδίκηση της “πενταροδεκάρας” είναι σε θέση να εξαφανίσει το θεμελιακό [ταξικό] χαρακτήρα της διαμαρτυρίας, σημαίνει ότι γλιστράει στο επίπεδο του καντέτου. Απεναντίας… τη διεκδίκηση της “πενταροδεκάρας” δεν πρέπει να την ειρωνευόμαστε, αλλά να την αναγνωρίζουμε απόλυτα!… η διεκδίκηση αυτή δεν “εξαφανίζει” αλλά δυναμώνει το “θεμελιακό χαρακτήρα της διαμαρτυρίας”.»[25] Αυτή ακριβώς η στάση απέναντι στους αγώνες της εργατικής τάξης για πενταροδεκάρες και ψίχουλα, ξεχώριζε ανέκαθεν τους αληθινούς αγωνιστές της τάξης από τους επιτήδειους της πολιτικής οι οποίοι θεωρούν τους εργαζόμενους κτήμα τους, ή τυπική αγέλη αμνοεριφίων που οφείλει να τους ακολουθεί πιστά.
Στο κάτω-κάτω της γραφής γιατί είναι κακό να πετύχουν οι εργαζόμενοι μια νίκη, μια μερική έστω ανακούφιση με ψίχουλα και πενταροδεκάρες; Σε τι τους μειώνει; Σε τι αντιφάσκει με τα μεγάλα οράματα του ΚΚΕ; Εδώ ακριβώς κρύβεται και όλη η ουσία της υπόθεσης. Το βασικό πρόβλημα με το ΕΕΕ δεν είναι ότι προσφέρει ψίχουλα σε λίγους απόκληρους, αλλά το γεγονός ότι αποτελεί μοχλό για τη συντριβή της συνολικής κατάστασης των εργαζομένων. Και αυτό το ΚΚΕ αρνήθηκε να το θέσει ως κεντρικό ζήτημα. Γι’ αυτό και μετέτρεψε μια σωστή καταρχήν θέση, την «από θέση αρχής» άρνηση του ΕΕΕ, σε περίγελο, σε απλό σύνθημα δίχως θετικό περιεχόμενο. Αντίθετα προτίμησε να δραπετεύσει από τη στέρεα γη της ταξικής πάλης και να καταφύγει στα νεφέλη της ηθικής φιλοσοφίας όπου εξοπλίστηκε με το τρομερό και αληθινά αφοπλιστικό ερώτημα, «σε ποιον ανήκει ο πλούτος;». Κι αυτό νομίζουμε ότι δεν έγινε τυχαία, ούτε απλά και μόνο λόγω θεωρητικής και πολιτικής ανεπάρκειας. 
Βέβαια, μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι παίρνουμε πολύ «τοις μετρητοίς» ένα απλοϊκό ρητορικό σχήμα, που χρησιμοποιήθηκε εκ του προχείρου στη Βουλή. Ένας τέτοιος ισχυρισμός είναι τουλάχιστον αφελής. Όχι μόνο γιατί υποτιμά το θεωρητικό-επιστημονικό υπόβαθρο της πολιτικής, αλλά και γιατί αγνοεί ότι οι ταξικές μάχες, πριν φθάσουν να δοθούν με όρους μαζικού κινήματος στην πράξη, διεξάγονται πρώτα και κύρια στο επίπεδο της θεωρίας. Όποιος υποτιμά ή αγνοεί αυτήν την αλήθεια είναι από χέρι καταδικασμένος να σέρνεται πίσω από τα γεγονότα και να συμπεριφέρεται όπως περίπου ο οπαδός μιας παραθρησκευτικής οργάνωσης. Να δηλώνει, δηλαδή, την ακράδαντη πίστη του και να ασκεί ηθικολογική κριτική στην υπάρχουσα κατάσταση.
Ομολογουμένως το σύνθημα «όλος ο πλούτος στον εργαζόμενο» προσφέρεται για μια τέτοια συμπεριφορά. Γι’ αυτό και η ίδια η κ. Παπαρήγα με αφορμή την καταγγελία της επαίσχυντης ΕΓΣΣΕ που υπέγραψε η ΓΣΕΕ στις αρχές του 2007 κατέληγε να αντιπροτείνει «ότι σήμερα οι εργαζόμενοι για να έχουν μια έστω σχετική και απόλυτη βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου, πρέπει να διεξάγουν έναν πολύ δυνατό πολιτικό αγώνα, που πρέπει να θέτει επί τάπητος το εξής ζήτημα: ο πλούτος παράγεται από τους εργαζόμενους και τον διεκδικούμε. Αν φύγεις από αυτή τη θέση, να το πούμε καθαρά, “έχεις τελειώσει”.» (Ριζοσπάστης, 6/4/2006) Η αλήθεια είναι ότι «έχει τελειώσει» όποιος εγκλωβιστεί σ’ αυτήν ακριβώς τη θέση. Κι αυτό γιατί υποκαθιστά τα πραγματικά αιτήματα του εργατικού κινήματος με ένα ηθικολογικό σύνθημα. Αφορίζει τον αναγκαίο αγώνα για τα οικονομικά αιτήματα της εργατικής τάξης με προσευχές στους Θεούς της πολιτικής για μια διαφορετική διανομή του κοινωνικού πλούτου.
Με το σύνθημα «όλος ο πλούτος ανήκει στον εργαζόμενο», το οποίο μάλιστα προβάλλεται και ως κεντρική θέση του ΚΚΕ, δεν επιχειρείται να απαντηθεί το ΕΕΕ ή γενικά η πολιτική λιτότητας των κυβερνήσεων, αλλά να ξεριζωθεί από τα μέλη του ΚΚΕ και ευρύτερα από τους αγωνιστές του εργατικού κινήματος η ανάγκη της πάλης για την άμεση ικανοποίηση των πιο ζωτικών αιτημάτων της εργατικής τάξης. Με το σύνθημα αυτό η ηγεσία του ΚΚΕ δεν απαντά στους αντιπάλους της, αλλά στον κόσμο της. Αφενός για να συγκαλύψει ότι δεν μπορεί να μιλήσει για την ταξική ουσία των αντιδραστικών μέτρων, όπως είναι το ΕΕΕ, ούτε έχει τη διάθεση να αντιπροτείνει κάτι ουσιαστικό και άμεσα χειροπιαστό από τη σκοπιά των συμφερόντων των εργαζομένων. Κι αφετέρου για να καταπολεμήσει την πίεση που νιώθει «από τα κάτω» για ευρέα μέτωπα πάλης στη βάση των προβλημάτων των εργαζομένων. Γι’ αυτό και ανακάλυψε αυτό το παλιό, σκοροφαγωμένο σύνθημα ότι «οι εργαζόμενοι παράγουν τον πλούτο, οπότε σ’ αυτούς ανήκει». Έστω κι αν δεν έχει καμιά σχέση ούτε με το μαρξισμό, ούτε με το εργατικό κίνημα. Το σύνθημα αυτό κατάγεται από τους Άγγλους σοσιαλιστές, μαθητές του Ρικάρντο, των αρχών του 19ου αιώνα και το υιοθέτησαν μερικοί μικροαστοί ριζοσπάστες διανοητές, όπως ήταν ο Προυντόν και ο Λασάλ, αλλά το απέρριψαν και το καταπολέμησαν οι Μαρξ και Ένγκελς.
Το σύνθημα αυτό συσκοτίζει από επιστημονική σκοπιά την ουσία της θέσης του εργάτη στον καπιταλισμό, η οποία δεν καθορίζεται από το ποιος καρπώνεται το προϊόν της εργασίας του αλλά από την μετατροπή του σε εμπόρευμα στην αγορά, προκειμένου από την εργατική του δύναμη να παραχθεί και να ιδιοποιηθεί υπεραξία. Έτσι το σύνθημα αυτό υποκαθιστά την ορθή οπτική των πραγματικών κεφαλαιοκρατικών σχέσεων με δηλώσεις ηθικού ή ηθικολογικού χαρακτήρα. «Η παλιότερη εφαρμογή της θεωρίας του Ρικάρντο», έγραφε σχετικά ο Ένγκελς, «που δείχνει στους εργάτες πως το σύνολο της κοινωνικής παραγωγής, που είναι δικό τους δημιούργημα, τους ανήκει γιατί αυτοί είναι οι πραγματικοί δημιουργοί του, οδηγεί ολόισια στον κομμουνισμό. Μα κι αυτή, όπως μας κάνει ο Μαρξ να το προσέξουμε, είναι καθαρά λαθεμένη μιλώντας οικονομικά, γιατί είναι μια απλή εφαρμογή της ηθικής στην οικονομία. Σύμφωνα με τους νόμους της αστικής οικονομίας, το μεγαλύτερο μέρος απ’ τα προϊόντα δεν ανήκει στους εργάτες που τα δημιούργησαν. Αν λοιπόν πούμε: αυτό είναι άδικο, αυτό δεν πρέπει να γίνεται, αυτό δεν έχει καμμιά σχέση με την οικονομία. Λέμε μονάχα πως αυτό το οικονομικό γεγονός, βρίσκεται σ’ αντίφαση με το ηθικό μας αίσθημα. Να γιατί ο Μαρξ δε θεμελίωσε ποτέ τις κομμουνιστικές του διεκδικήσεις πάνω σ’ αυτό, μα πιο πολύ πάνω στην αναγκαστική κατάρρευση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, που πραγματοποιείται κάτω απ’ τα μάτια μας, κάθε μέρα όλο και πιο πολύ. Αρκείται να πει πως η υπεραξία δημιουργείται από απλήρωτη εργασία: αυτό είναι ένα καθαρό κι απλό γεγονός.»[26] Και όπως ήταν φυσικό διαβεβαίωνε ότι «πουθενά ο Μαρξ δεν απαιτεί “το δικαίωμα στα πλήρη αποτελέσματα της εργασίας” και δεν διατυπώνει κανένα νομικό επιχείρημα κανενός είδους στα θεωρητικά του έργα».[27]
Επομένως το σύνθημα αυτό στην καλύτερη περίπτωση δεν υποδηλώνει τίποτε άλλο πέρα από ηθική αγανάκτηση για την «αδικία» εις βάρος των εργατών. Μεταθέτει το συνολικό κοινωνικό πρόβλημα από τον τρόπο παραγωγής στον τρόπο ηθικής ή «δίκαιης» κατανομής του πλούτου. Μεταφέρει το όλο ζήτημα από τους όρους εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης στην παραγωγή και επομένως από την αναγκαιότητα της πάλης για την ανατροπή αυτών των όρων στον τρόπο με τον οποίο μια εξουσία αποφασίζει κατά το δοκούν να κατανείμει τον κοινωνικό πλούτο. Με μια τέτοια αντίληψη η εργατική τάξη δεν συγκροτείται ως υποκείμενο της ταξικής πάλης και της δικής της απελευθέρωσης αλλά ως εξάρτημα της όποιας «δικής της» εξουσίας που κατανέμει τον πλούτο. Έτσι οδηγεί σ’ έναν ηθικολογικό «χυδαίο σοσιαλισμό», ο οποίος, σύμφωνα με τα λόγια του Μαρξ, «κληρονόμησε από τους αστούς οικονομολόγους την αντίληψη να θεωρεί και να χειρίζεται τη διανομή ανεξάρτητα από τον τρόπο παραγωγής, και έτσι να παρουσιάζει το σοσιαλισμό σαν να περιστρέφεται κυρίως γύρω στη διανομή».[28] Μόνο που αυτός ο σοσιαλισμός της αναδιανομής του πλούτου, όταν δεν υλοποιείται ως «σοσιαλισμός της αγοράς», όπως τον δίδαξε στην πράξη η δυτική σοσιαλδημοκρατία, επιβάλλεται ως τυπικός σοσιαλισμός του στρατώνα, σοσιαλισμός του βούρδουλα, ως απολυταρχικός σοσιαλισμός, όπως τον αντιλαμβάνεται σήμερα η κ. Παπαρήγα[29].
Όμως, πέρα από αυτόν τον ηθικολογικό εκχυδαϊσμό του σοσιαλισμού, η υιοθέτηση αυτού του συνθήματος εξυπηρέτησε ορισμένους και στο να αρνηθούν την ίδια την ταξική πάλη της εργατικής τάξης στο έδαφος του καπιταλισμού. Αν το όλο πρόβλημα είναι πρωτίστως ο ανήθικος και άδικος τρόπος κατανομής του κοινωνικού προϊόντος στον καπιταλισμό, τότε η πάλη της εργατικής τάξης για τη βελτίωση της θέσης της, για τη διεκδίκηση μιας έστω περιορισμένης αναδιανομής εισοδημάτων και κοινωνικής μεταρρύθμισης των όρων παραγωγής εντός του καπιταλισμού αποτελεί κάτι εξίσου ανήκουστο και ηθικά επιλήψιμο, γιατί την απομακρύνει από το κύριο και της δημιουργεί αυταπάτες για τον ίδιο τον καπιταλισμό. Θέτει, δηλαδή, «το ζήτημα να έχει πρόσβαση ο εργαζόμενος στον πλούτο, [ενώ] εμείς λέμε ότι ο πλούτος ανήκει σ’ αυτόν», σύμφωνα με τα λόγια της κ. Παντελάκη.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι πιο συνεπείς οπαδοί του δόγματος που ήθελε τον πλούτο να τον «παράγουν οι εργαζόμενοι, [και] αυτοί πρέπει να τον καρπώνονται» πρόβαλλαν το «σιδερένιο νόμο των μισθών», που προκύπτει από τη θεωρία της αξίας του Ρικάρντο, για να αποδείξουν ότι είναι αδύνατο για την εργατική τάξη να διεκδικήσει τη βελτίωση της θέσης της εντός του καπιταλισμού. Ο Λασάλ, ένας από τους ακραιφνείς οπαδούς αυτού του δόγματος, έλεγε σε μια διάλεξη προς τους οπαδούς του: «Ο σιδερένιος οικονομικός νόμος που καθορίζει τους μισθούς στις σημερινές συνθήκες, υπό τον έλεγχο της προσφοράς και της ζήτησης για εργασία, είναι ο εξής: Ο μέσος μισθός παραμένει πάντα συρρικνωμένος στο αναγκαίο επίπεδο της επιβίωσης που απαιτούν οι εθνικές συνθήκες για τη συνέχιση της ζωής και την αναπαραγωγή... Αυτός ο νόμος είναι αναμφισβήτητος. Για να τον αποδείξω, μπορώ να παραθέσω οποιοδήποτε μεγάλο και φημισμένο όνομα της επιστήμης της πολιτικής οικονομίας. Μπορώ να παραθέσω από την ίδια τη φιλελεύθερη σχολή, μιας και αυτή ακριβώς η σχολή ανακάλυψε και παρουσίασε το νόμο... Έτσι μπορώ να δώσω σε εσάς και σ’ ολόκληρη την εργατική τάξη μια αλάνθαστη μέθοδο με βάση την οποία μπορείτε μια και καλή να αποφύγετε την εξαπάτηση και τον αποπροσανατολισμό. Όταν κάποιος σας μιλά για τη βελτίωση της θέσης των εργατών, ρωτήστε τον πρώτα αν αναγνωρίζει αυτόν το νόμο ή όχι; Αν όχι, τότε θα πρέπει να συναγάγετε ότι αυτός είτε θέλει να σας εξαπατήσει είτε είναι οικτρά ανίδεος για την πολιτική οικονομία.»[30] Δεν είναι τυχαίο ότι ο Λασάλ, που είχε στην προμετωπίδα του κόμματος του όπως η κ. Παπαρήγα και η κ. Παντελάκη το σύνθημα «όλος ο πλούτος ανήκει στον εργαζόμενο», ήταν ενάντια στα συνδικάτα, ενώ αναγνώριζε ως «οργάνωση της εργατικής τάξης» μόνο εκείνη που αντιπροσώπευε τις δικές του ιδέες και τον αναγνώριζε ως ηγέτη της. Τι απέμενε για την εργατική τάξη; Μα να ακολουθεί κατά πόδας τους «πατερούληδές» της, τους επιφανείς «ηγέτες» της, να τους ψηφίζει εσαεί στη Βουλή και όταν έρθει η ώρα να οικοδομήσει, κάτω φυσικά από το άγρυπνο βλέμμα τους, τις αυστηρές οδηγίες τους και το καμτσίκι τους, μια άλλη «δίκαιη» κοινωνία. Όλοι αυτοί ήταν τόσο «ξετρελαμένοι με τους εαυτούς τους, ώστε τους ήταν παντελώς αδύνατο να αντιληφθούν την ιδέα ότι οι εργάτες μπορεί στην πραγματικότητα να θέλουν κάτι περισσότερο από την τιμή να τους αντιπροσωπεύουν αυτοί.»[31], όπως έγραφε πολύ εύστοχα ο Μπέρνσταϊν το 1893. Η ομοιότητα με τους σημερινούς φορείς των ίδιων συνθημάτων και της ίδιας πολιτικής είναι κάθε άλλο παρά τυχαία.
Απατεώνας και ανίδεος ήταν φυσικά ο Μαρξ –αυτόν υπονοούσε ο Λασάλ, όταν έλεγε τα παραπάνω– μιας και ήταν ο μόνος που υποστήριζε τότε, όχι λόγω κάποιου αισθήματος δικαιοσύνης, αλλά ως προϊόν της δικής του οικονομικής ανάλυσης για τις σχέσεις κεφαλαίου-εργασίας, ότι όχι μόνο μπορούσε να καλυτερεύσει η θέση των εργατών στον καπιταλισμό, χωρίς να είναι αναγκαίο να ανατραπεί πρώτα το σύστημα, αλλά ότι η «τελική λύση» της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού περνά αναγκαστικά μέσα από αυτή τη διεκδίκηση καλύτερης θέσης για την εργατική τάξη, δηλαδή μέσα από την πάλη για καλύτερους μισθούς, για βελτίωση των όρων εργασίας και για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις στα πλαίσια του υπάρχοντος συστήματος. Για τον Μαρξ οι οικονομικοί νόμοι του καπιταλισμού δεν είναι ούτε «σιδερένιοι» ούτε «σφουγγαρένιοι»[32], με την έννοια ότι σε κάθε βήμα τους αναγεννούν και ισχυροποιούν την αναίρεσή τους, πρώτα και κύρια με τη μορφή εκείνων των κοινωνικών δυνάμεων που από τη θέση τους είναι υποχρεωμένες να αντιδράσουν έμπρακτα σ’ αυτούς τους νόμους. Κι έτσι μέσα από αυτή την αντίδραση, την πάλη εναντίον της ίδιας της εσωτερικής λογικής τους αλλά και μέσα από τις κατακτήσεις αυτής της πάλης προετοιμάζεται η τελική επαναστατική καταστροφή ολόκληρου του συστήματος των νόμων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Γι’ αυτό και ο Μαρξ χαιρέτησε τις πρώτες κατακτήσεις των εργατών, που αφορούσαν τους μισθούς και τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας, ως «νίκη της πολιτικής οικονομίας του προλεταριάτου» πάνω στους «σιδερένιους νόμους» της αστικής πολιτικής οικονομίας.
Από τότε η λαθραία εισαγωγή των «σιδερένιων νόμων» της αστικής οικονομικής στη σκέψη και την πολιτική του εργατικού κινήματος δεν εκφράστηκε μόνο με μεγαλεπήβολα ρεφορμιστικά σχέδια βελτίωσης του καπιταλισμού ως σύστημα και όχι της θέσης της εργατικής τάξης σ’ αυτόν, αλλά και με την άρνηση της πάλης για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις με πρόφαση κάθε φορά τους αρνητικούς συσχετισμούς δύναμης, την ταξική φύση του καπιταλισμού, την άβυσσο που τον χωρίζει από τις ανάγκες των εργατών και επιβάλλει δήθεν το άμεσο πέρασμα στο σοσιαλισμό δίχως ενδιάμεσους σταθμούς και μεταβατικές φάσεις. Υπήρξαν πολλοί που θέλησαν να ευνουχίσουν το εργατικό κίνημα και να εμφανίσουν τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις ως «απάτη», ως κάτι το δευτερεύον μπροστά στον επαναστατικό αγώνα της εργατικής τάξης. Πρώτα και κύρια ήταν οι φιλελεύθεροι και οι ρεφορμιστές που ταύτιζαν εξεπιτούτου κάθε επαναστατικό σκίρτημα με τις λασαλικές λογικές προκειμένου να πάρουν εργολαβία την πάλη για τις αλλαγές στο εσωτερικό του καπιταλισμού κι έτσι ανεμπόδιστα να οικοδομήσουν σχέσεις εξάρτησης και σκοπιμότητας με τα πλατιά στρώμματα των εργαζομένων. Υπήρξε και πλήθος δήθεν επαναστατών που τους ερχόταν πολύ πιο εύκολο να αυτοικανοποιούνται και να βαυκαλίζονται με μεγάλα συνθήματα παρά να ασχολιούνται με τη δύσκολη υπόθεση της πάλης για τα καθημερινά προβλήματα της εργατικής τάξης. Όταν ο μαρξισμός διέλυσε τις σέχτες αυτών των δήθεν επαναστατών, εμφανίστηκαν αρκετοί πούροι μαρξιστές που σε κάθε στροφή της ταξικής πάλης ανακάλυπταν ότι ο αγώνας για μεταρρυθμίσεις, για πενταροδεκάρες, για ψίχουλα, δεν έχει νόημα γιατί πολύ απλά ο καπιταλισμός δεν έχει πια τη δυνατότητα να κάνει παραχωρήσεις. Η παλιά λογική του ρικαρντιανού «σιδερένιου νόμου» ξυπνούσε από τον τάφο της για να ντυθεί με τα χρώματα του πιο συνεπούς μαρξισμού και μάλιστα του επαναστατικού μαρξισμού. 
Για τον Λένιν αυτή η αντιπαράθεση της πάλης για μεταρρυθμίσεις εντός του συστήματος με τον επαναστατικό χαρακτήρα του μαρξισμού, δεν ήταν παρά μια «αστική ερμηνεία» του μαρξισμού. Σύμφωνα μ’ αυτήν ο καπιταλισμός δεν ήταν παρά ο αντίποδας του σοσιαλισμού ενώ το πέρασμα από τον πρώτο στο δεύτερο δεν μπορούσε να γίνει παρά μόνο με τη «μορφή μιας απότομης κατάπτωσης, κατάρρευσης του καπιταλισμού», λόγω της «αβύσσου» που χωρίζει τα δυο κοινωνικά καθεστώτα και δεν επιτρέπει μια «ολόκληρη σειρά από περάσματα» μέσα από την πάλη για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Σ’ αυτή τη λογική ο Λένιν απαντούσε: «Δεν μπορούμε καθόλου να παραδεχτούμε για σωστό αυτό το πράγμα... Η πάλη για μεταρρυθμίσεις δε δείχνει καθόλου ότι έγινε “διόρθωση” [στη θεωρία του Μαρξ], δε διορθώνει καθόλου τη διδασκαλία της αβύσσου και της απότομης κατάπτωσης, γιατί η πάλη αυτή διεξάγεται με ανοιχτό και καθαρά αναγνωρισμένο σκοπό: να φτάσει ακριβώς στην “κατάπτωση”. κι ότι για να γίνει αυτό χρειάζεται “ολόκληρη σειρά από περάσματα” –από μια φάση της πάλης σε άλλη, από μια βαθμίδα της σε άλλη– αυτό το αναγνώρισε κι ο Μαρξ στη δεκαετία 1840-1850, λέγοντας στο “Μανιφέστο” ότι το κίνημα για ένα καινούργιο καθεστώς δεν μπορεί να χωρίζεται από το εργατικό κίνημα (και συνεπώς από την πάλη για μεταρρυθμίσεις), και διατύπωσε ο ίδιος στο τέλος μια σειρά πραχτικά μέτρα.»[33]
Την περίοδο του πρώτου παγκοσμίου πολέμου ο Λένιν αντιμετώπισε πάλι αυτή την «αστική ερμηνεία» του μαρξισμού, όχι τώρα πια από ευυπόληπτους καθηγητές της πολιτικής οικονομίας που δούλευαν για την άρχουσα τάξη, αλλά από συντρόφους του οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι οι συνθήκες είχαν αλλάξει και πως στην εποχή του ιμπεριαλισμού οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις ήταν οικονομικά απραγματοποίητες. Κι αυτό γιατί πολύ απλά η είσοδος του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό στάδιο οδηγούσε αναγκαστικά σε συνολική αντιδραστική στροφή. Έτσι το προλεταριάτο έπρεπε να εγκαταλείψει τον αγώνα για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και να σηκώσει το κόκκινο λάβαρο της επανάστασης και του σοσιαλισμού. Η απάντηση του Λένιν ήταν το ίδιο αποφασιστική:
Έχουν νόημα όλα αυτά που λέμε για τους ηγήτορες του ΚΚΕ; Φοβόμαστε πως όχι. Έχουν από καιρό ξεφορτωθεί κάθε ενδιαφέρον για τη θεωρία και πολύ περισσότερο για την επιστήμη. Τους αρκεί να σκαρώνουν μόνοι τους διάφορα θεωρητικά σχήματα του αέρα σύμφωνα με τις τρέχουσες ανάγκες και τις σκοπιμότητές τους. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με τον «πλούτο που ανήκει στους εργαζόμενους». Όταν κάποιος όχι μόνο αδιαφορεί παντελώς για το αν θα υπάρξει άμεση λύση στα πιο ζωτικά προβλήματα των εργαζομένων, αλλά έχει κάνει και σημαία του το απραγματοποίητο εντός του καπιταλισμού ακόμη και των πιο στοιχειωδών αιτημάτων της εργατικής τάξης, τότε γιατί να σκοτίσει το κεφάλι του με μια σοβαρή ανάλυση της πραγματικότητας, γιατί να κουραστεί βαθαίνοντας στην ουσία των μέτρων και των πολιτικών, γιατί να ακονίσει τη νοημοσύνη του επιχειρώντας να σκαρφαλώσει στα απόκρημνα μονοπάτια της επιστήμης, καθώς έλεγε κι ο Μαρξ, γιατί να βρει τρόπους να πλησιάσει, να γίνει ένα με τους πόθους, τις ανάγκες και τις προσδοκίες του απλού κόσμου, γιατί να δοκιμάσει την τύχη του σε ενιαία μέτωπα πάλης, σε πλατιές συσπειρώσεις για τα καθημερινά προβλήματα του λαού; Του αρκεί η ασφάλεια των κομματικών τειχών, η ψεύτικη αίσθηση αυτάρκειας και αυτοδικαίωσης, καθώς και η διαρκής προσευχή στην επανάσταση και στην ιδανική κοινωνία του μέλλοντος η οποία όπως ορκίζεται με την έλευσή της θα λύσει όλα τα προβλήματα και θα εξορκίσει όλα τα κακά. Μόνο που , η οποία   και  πραγματικά προβλήματα της εργατικής τάξης, 
Η μεγάλη απέχθεια που φαίνεται να νιώθει η ηγεσία του ΚΚΕ για τα ψίχουλα και τις πενταροδεκάρες της εργατικής τάξης, έχει μετατραπεί σε εμμονή όπως δείχνουν και οι δηλώσεις της κ. Παπαρήγα σχετικά με τον προεκλογικό ανταγωνισμό εικονικών παροχών της κυβέρνησης Καραμανλή και του ΠΑΣΟΚ. ... Μα δεν καταλαβαίνει ότι αυτού του τύπου οι λογικές εκθέτουν το ΚΚΕ στα μάτια των εργαζομένων; Ότι δεν μπορείς να μιλάς απαξιωτικά για ψίχουλα, πενταροδεκάρες ή επιδόματα πτωχοκομείου όταν η εργατική οικογένεια τα βγάζει πάρα πολύ δύσκολα πέρα. Μακάρι οι εργαζόμενοι να κέρδιζαν κάτι, έστω κι αν ήταν ψίχουλα, πενταροδεκάρες, ακόμη και επίδομα πτωχοκομείου, αν επρόκειτο να ελαφρύνουν κάπως τα βάρη που σηκώνουν. Και σ’ αυτό ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημα: οι εικονικές παροχές της κυβέρνησης δεν αφορούν τους εργαζόμενους συνολικά, αλλά μόνο αυτούς που η ίδια κρίνει πως έχουν «πραγματική ανάγκη». Γι’ αυτό και υπόσχεται να δώσει «ενισχύσεις» όχι μέσα από τους μισθούς και τις συντάξεις, αλλά με το δικό της αυθαίρετο τρόπο και σε δικαιούχους που θα τους προσδιορίσει όπως θέλει αυτή. Πρόκειται, στο βαθμό που θα υλοποιηθούν οι εξαγγελίες, για πολιτική καθαρής ομηρίας, εξάρτησης και πειθαναγκασμού στη βάση της απόγνωσης που αντιμετωπίζουν τα πιο καταπονημένα και εξαθλιωμένα στρώματα. Πρόκειται για τη δημιουργία μιας δεξαμενής υποτελών στην εκάστοτε κυβέρνηση, εύκολη και προσοδοφόρα λεία για τα αρπαχτικά της αγοράς και της αγοραίας πολιτικής. Πρόκειται για έναν ακόμη πολιορκητικό κριό ενάντια στο βιοτικό επίπεδο και τα εργασιακά δικαιώματα των εργαζομένων. Αυτό δηλαδή που αποτελεί και την πεμπτουσία του ΕΕΕ. Γιατί λοιπόν η κ. Παπαρήγα στην κριτική της δεν κάνει λόγο για τίποτε από αυτά; Γιατί επιμένει μόνο σε χαρακτηρισμούς «επιδόματα πτωχοκομείου»; Σε ποιον απαντά; Στην κυβέρνηση και το ΠΑΣΟΚ; Μα αυτοί όχι μόνο δεν αρνούνται ότι θέλουν ολόκληρη η κοινωνική πολιτική να επιστρέψει στο επίπεδο της φτωχοπρόνοιας, που σήμερα ονομάζουν πιο ευγενικά ως «κοινωνική αλληλεγγύη», αλλά ισχυρίζονται ότι είναι και η μόνη δυνατή λύση. Ή μήπως απευθύνεται κύρια στους εργαζόμενους και επιχειρεί να απαξιώσει κάθε δυνατή βελτίωση της θέσης τους; Την ενδιαφέρει την κ. Παπαρήγα να απαντήσει στην ουσία της λογικής της κυβέρνησης και του ΠΑΣΟΚ; Μάλλον όχι, αν κρίνουμε και από την ιδεολογικο-πολιτική αρθρογραφία του ΚΚΕ, που νοιάζεται κατά κύριο να λόγο να «αποδείξει»      
Η ίδια η Αλέκα Παπαρήγα ένιωσε την ανάγκη να παρέμβει για τη συμφωνία και σωστά έκανε γιατί δεν μπορεί να θεωρείσαι «κόμμα της εργατικής τάξης» και να μην παρεμβαίνεις κεντρικά πολιτικά για ένα τόσο καυτό ζήτημα που αφορά το σύνολο της εργατικής τάξης. Πολύ περισσότερο όταν το σύνολο του πολιτικού κόσμου έχει τοποθετηθεί. Στη συνέντευξή της, όμως, έκανε τα αδύνατα δυνατά για να πάρει το πρόβλημα της καταγγελίας της συμφωνίας το χαρακτήρα μιας ευθείας πολιτικής αντιπαράθεσης ΚΚΕ-ΓΣΕΕ. Κάτι που καλοδέχτηκε η ηγεσία της ΓΣΕΕ, η οποία με ανακοίνωσή της διαμαρτυρήθηκε υποκριτικά για «προκλητική κομματική παρέμβαση έξω από κάθε όριο» του ΚΚΕ! Ωστόσο το κύριο μέλημα της κ. Παπαρήγα ήταν να αποκλείσει εκ προοιμίου τη δυνατότητα ενότητας δράσης των εργαζομένων στη βάση των προβλημάτων τους: «Ακούσαμε ‘λεβέντικες’ διακηρύξεις και από ΠΑΣΚΕ και από ΔΑΚΕ κλπ. Η διαπάλη βεβαίως θα είναι και συνδικαλιστική και μαζική, αλλά και πολιτική και ιδεολογική. Και όλα αυτά τα οποία ακούγαμε τα τελευταία χρόνια ότι οι εργαζόμενοι θα πρέπει να είναι ενωμένοι πάνω στο πρόβλημά τους, αυτό αποδείχτηκε ‘φούμαρα’» (Ριζοσπάστης, 6/4/2006). Μένει κανείς άναυδος! Αυτό που άκουγε τόσα χρόνια η κ. Παπαρήγα είναι το ίδιο με εκείνο που πίστευαν και πάλευαν στην πράξη γενιές και γενιές κομμουνιστών στο συνδικαλιστικό, εργατικό και λαϊκό κίνημα. Στη βάση αυτής της πεποίθησης οικοδόμησαν ιστορικά γερούς δεσμούς με την εργατική τάξη ως σύνολο και ηγήθηκαν στο κίνημά της. Τι έχει να επιδείξει ως αποτέλεσμα των δικών της αντιλήψεων η κ. Παπαρήγα; Μόνο ήττες πάνω σε ήττες και ταξική περιθωριοποίηση. Πως λοιπόν είναι «φούμαρα» μια κλασσική θέση της μαζικής δουλειάς, που ιστορικά μόνο οι κομμουνιστές υποστήριξαν με μεγάλη συνέπεια; Πως αλλιώς μπορούν να ενωθούν οι εργαζόμενοι αν όχι πάνω στο πρόβλημα; Πως αλλιώς μπορεί να υπάρξει εργατικό κίνημα αν δεν ενωθούν όλοι οι εργαζόμενοι στη βάση των κοινών τους προβλημάτων; Μήπως με δηλώσεις πίστης στο εικόνισμα της κ. Παπαρήγα, στο πρόγραμμα και το καταστατικό του ΚΚΕ ή στο πλαίσιο του ΠΑΜΕ;
Και σαν να μην έφτανε αυτό προχώρησε ακόμη παραπέρα: «Έχει αποδειχτεί και ένα άλλο πράγμα: ότι σήμερα οι εργαζόμενοι για να έχουν μια έστω σχετική και απόλυτη βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου, πρέπει να διεξάγουν έναν πολύ δυνατό πολιτικό αγώνα, που πρέπει να θέτει επί τάπητος το εξής ζήτημα: ο πλούτος παράγεται από τους εργαζόμενους και τον διεκδικούμε. Αν φύγεις από αυτή τη θέση, να το πούμε καθαρά, ‘έχεις τελειώσει’». Η αλήθεια είναι ότι «έχει τελειώσει» όποιος εγκλωβιστεί σ’ αυτή τη θέση. Κι αυτό γιατί υποκαθιστά τα πραγματικά αιτήματα του εργατικού κινήματος με ένα ηθικολογικoύ χαρακτήρα σύνθημα. Η κ. Παπαρήγα επιδιώκει να αφορίσει τον αναγκαίο αγώνα για τα οικονομικά αιτήματα της εργατικής τάξης, τον οικονομικό αγώνα του εργατικού κινήματος μέσα από γερά και μαζικά συνδικάτα με μια γενική αναφορά στην πολιτική και σε απλοϊκές αντιλήψεις κοινωνικής δικαιοσύνης.
Η αλήθεια είναι ότι ποτέ οι οικονομικές αγώνες της εργατικής τάξης δεν ήταν αποσπασμένοι από τον πολιτικό αγώνα. «Ο τελικός σκοπός του πολιτικού κινήματος της εργατικής τάξης», έγραφε ο Μαρξ, «είναι φυσικά η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας για όφελός της, πράγμα που προϋποθέτει, οπωσδήποτε, προηγουμένως, να έχει γεννηθεί και ανδρωθεί μέσα από τους ίδιους τους οικονομικούς αγώνες, μια επαρκώς ανεπτυγμένη οργάνωση της εργατικής τάξης. Παρόλα αυτά, για να γίνει ένα κίνημα πολιτικό πρέπει να αντιπαραθέσει στις κυρίαρχες τάξεις εργάτες που να ενεργούν σαν τάξη, για να τις αναγκάσουν να υποκύψουν από μια εξωτερική πίεση. Έτσι, η ενεργοποίηση είναι καθαρά οικονομική όταν οι εργάτες προσπαθούν, με τις απεργίες, κλπ., σε ένα μόνο εργοστάσιο ή σε ένα μόνο κλάδο της βιομηχανίας, να αποκτήσουν από τους εκάστοτε καπιταλιστές μια μείωση της εργάσιμης μέρας. Αντίθετα η ενεργοποίηση είναι καθαρά πολιτική, όταν οι εργάτες αποσπούν με τη βία ένα νόμο που καθορίζει 8άωρη εργασία, κλπ. Μ’ αυτόν τον τρόπο, απ’ όλα τα μεμονωμένα οικονομικά κινήματα των εργατών αναπτύσσεται παντού ένα πολιτικό κίνημα, μ’ άλλα λόγια ένα ταξικό κίνημα, με σκοπό την πραγματοποίηση των ταξικών συμφερόντων σε γενική μορφή και σ’ όλη την κοινωνία. Τα κινήματα αυτά προϋποθέτουν μια κάποια προηγούμενη οργάνωση, ενώ παράλληλα είναι ένα μέσον ανάπτυξης της οργάνωσης αυτής.»[34]. Το καινούργιο στοιχείο της εποχής μας είναι ότι αυτή η σχέση οικονομικού και πολιτικού κινήματος της εργατικής τάξης έχει γίνει ακόμη πιο στενή, ακόμη πιο οργανική. Όμως, αυτό που ενδιαφέρει την κ. Παπαρήγα δεν είναι το πως μέσα από τον οικονομικό αγώνα θα γεννηθεί το πολιτικό κίνημα της εργατικής τάξης και επομένως το πως θα πρέπει να αντιστοιχηθεί σ’ αυτό το ΚΚΕ, αλλά το ακριβώς ανάποδο. Το πως, δηλαδή, θα πειστεί η εργατική τάξη ότι δεν είναι δυνατός ούτε καν ο οικονομικός της αγώνας, αν δεν έρθει να στοιχηθεί πίσω από την πολιτική του ΚΚΕ. Δεν είναι το ΚΚΕ που πρέπει να πλησιάσει, να κερδίσει στην πράξη και να εκφράσει με την πολιτική του την εργατική τάξη, αλλά το ακριβώς ανάποδο! Η εργατική τάξη είναι που πρέπει να αποδεχτεί την υπέρτατη τιμή να την εκπροσωπεί η κ. Παπαρήγα και το ΚΚΕ!
Μέσα σε αυτή την πολιτική διαστροφή είναι λογικό να λέγεται: «Καταλαβαίνουμε ότι έχουμε πολύ μεγάλη ευθύνη και βεβαίως δεν μπορούμε να μείνουμε στα λόγια.... Όμως και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι πρέπει να βγάλουν πολιτικά συμπεράσματα.» Με τα κόλλυβα του βασικού μισθού, των συλλογικών διαπραγματεύσεων και συμβάσεων, του ίδιου του συνδικαλισμού, θέλει η κ. Παπαρήγα να στήσει βεγκέρα για «να βγάλουν πολιτικά συμπεράσματα» οι εργαζόμενοι.
Γι’ αυτό και η αντιπαράθεση της κ. Παντελάκη με το ΕΕΕ δεν γίνεται από τη σκοπιά της ταξικής πάλης της εργατικής τάξης, από τη σκοπιά του πώς η μάζα των εργαζομένων θα προωθήσει άμεσα τις διεκδικήσεις της, πώς θα κερδίσει μια άμεση και γρήγορη βελτίωση της θέσης της, έστω και με «ψίχουλα», έστω και με «πενταροδεκάρες», έστω κι αν είναι μια προσωρινή ανάπαυλα καταμεσής στον «καπιταλιστικό χειμώνα». Καταφεύγει σε ρητορικά σχήματα, όπως «ο πλούτος ανήκει στους εργαζομένους», το ίδιο αδιέξοδα, αποπροσανατολιστικά, αφηρημένα και ασύστατα, όπως ακριβώς και το «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός». «Την ώρα λοιπόν», μας είπε η κ. Παντελάκη, «που σήμερα υπάρχει μια κλιμάκωση της επίθεσης και σου τα παίρνουν όλα, πρέπει να τα ζητήσεις όλα. Και ρωτά κάποιος το ΚΚΕ: Περιμένεις να τα δώσουν όλα, αφού δε δίνουν τα ψίχουλα; Όχι βέβαια. Έχουμε σαφή αντίληψη του τι γίνεται όπως και όλοι μας εδώ. Αλλά εσύ τι γραμμή χαράζεις αυτήν τη στιγμή και τι να ζητήσεις όταν ξεκινάς από το ελάχιστο που ούτε αυτό θα πάρεις; Μόνο μέσα από ένα κίνημα που μπορεί να συγκρούεται με αυτήν την πολιτική, στην προοπτική να την ανατρέψει, αλλά όχι εναλλακτικά μέσα από αυτό το σύστημα της εξουσίας, γιατί είσαι χαμένος,... μπορείς να πετύχεις κάτι.» Απ’ ό,τι φαίνεται, η εκπρόσωπος του ΚΚΕ μας λέει ότι απορρίπτει το ΕΕΕ, γιατί πρόκειται για κάτι ελάχιστο, ενώ θα πρέπει να τα ζητάμε όλα, τα οποία και πάλι δεν πρόκειται να τα πετύχουμε έως ότου ανατραπεί το «σύστημα εξουσίας»! Με άλλα λόγια το πλήρες αδιέξοδο.
Θα το πούμε ακόμη μια φορά: Το βασικό πρόβλημα με το ΕΕΕ δεν είναι ότι πρόκειται για «ψίχουλα» ή ότι είναι κάτι πολύ «ελάχιστο» τη στιγμή που πρέπει να τα ζητάμε όλα, αλλά ότι συνιστά μια παλιά αντιδραστική επινόηση εις βάρος των εργαζομένων, η οποία σήμερα έχει αναδειχθεί σ’ έναν από τους κύριους μοχλούς υπονόμευσης και κτυπήματος των εργασιακών και κοινωνικοασφαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων. Το ΕΕΕ δεν έχει σχέση με την αντιμετώπιση της ακραίας φτώχειας, αλλά με την επιστροφή στις λογικές της φτωχοπρόνοιας, με τον εξευτελισμό, την κοινωνική ποδηγέτηση των πιο φτωχών τμημάτων της εργατικής τάξης και τη μετατροπή τους σε εύκολη λεία για την εφαρμογή των κυρίαρχων πολιτικών. Γι’ αυτό και χρειάζεται να απορριφθεί και να πολεμηθεί ανελέητα από το εργατικό κίνημα. Δυστυχώς, όμως, οι εκπρόσωποι του ΚΚΕ επέλεξαν το ΕΕΕ ως μία ακόμη ευκαιρία για πρόχειρο συναισθηματικό αντικαπιταλισμό και για να πείσουν τους «δικούς τους» ότι δεν μπορεί να περιμένει κανείς τίποτα σήμερα, παρά μόνο όταν επέλθει η πολυπόθητη «έλευση της βασιλείας του Θεού», που στην προκειμένη περίπτωση μοιάζει να είναι ο σοσιαλισμός.
Μια τέτοια προσέγγιση δεν χαρακτηρίζεται μόνο από τρομακτική έλλειψη εμπιστοσύνης στις δυνάμεις των ίδιων των εργαζομένων και στις δυνατότητες που δημιουργεί η ταξική πάλη, αλλά στοιχειώνεται και από την παλιά μικροαστική αντίληψη που χρεώνει τις ήττες και τη δύσκολη κατάσταση πάντα στην ίδια την κοινωνία. Έτσι και η κ. Παντελάκη κατέληξε την ομιλία της λέγοντας ότι «για μας το μεγάλο πρόβλημα που υπάρχει αυτή τη στιγμή δεν είναι η πολιτική που ακολουθεί, αν θέλετε, σήμερα η Νέα Δημοκρατία και αυτή που ακολουθούσε το ΠΑΣΟΚ. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι ο κόσμος δεν ανασκουμπώνεται εύκολα.» Με άλλα λόγια τα πράγματα είναι απολύτως ξεκάθαρα: Αφού χτυπά αλύπητα η κυρίαρχη πολιτική και εμείς πάντα έχουμε δίκιο σ’ αυτά που λέμε και κάνουμε, τι φταίει που δεν ανατρέπεται το «σύστημα εξουσίας»; Μα φυσικά ο ίδιος ο κόσμος, οι ίδιοι οι εργαζόμενοι που δεν «ανασκουμπώνονται»!.
Με επιχειρηματολογία σαν αυτή της κ. Παντελάκη όχι μόνο η απόρριψη του ΕΕΕ οικοδομήθηκε σε άθλιο και σαθρό έδαφος, αλλά άφησε εκτεθειμένο το ΚΚΕ και στις σφοδρές επιθέσεις του ΣΥΝ. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Γ. Δρασαγάκης σε ένα ρεσιτάλ κοινοβουλευτικής πρόζας έλεγε τα εξής: «Σε τι διαφωνεί το ΚΚΕ; Στην αρχή ή στο ύψος του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος; Το θεωρεί δηλαδή χαμηλό; Εάν διαφωνεί στην αρχή, γιατί διαφωνεί; Δηλαδή τι έπαθαν οι χώρες και οι εργαζόμενοι και οι φτωχοί των χωρών όπου εφαρμόστηκε το μέτρο αυτό; Μπορεί να μην πήγαν στον παράδεισο, μπορεί να μη λύθηκαν τα προβλήματα, μπορεί τα προβλήματα να παραμένουν, υπήρξε όμως κάποιο έγκλημα που θέλουμε να αποφύγουμε; Ή υπάρχει η άποψη ότι η εφαρμογή του μέτρου αυτού θα καθυστερήσει την επανάσταση; Μήπως υπάρχει η άποψη ότι η εξαθλίωση επαναστατικοποιεί τις συνειδήσεις; Διότι αυτό που ξέρω εγώ είναι ότι η εξαθλίωση οδηγεί στην υποταγή και στην εξάρτηση.» Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Α. Αλαβάνος: «Η γυναίκα άνω των 65 ετών θα πρέπει να περιμένει τα κόκκινα λάβαρα; Γιατί το ΚΚΕ υποστηρίζει την καταβολή του επιδόματος θέρμανσης και όχι το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα; Παθολογία της Αριστεράς είναι ότι λόγω της πολιτικής του ΚΚΕ δεν υπάρχει η συνεργασία και η δυναμική που θα μπορούσε να έχει η Αριστερά. Και για να δικαιολογηθεί η έλλειψη της συνεργασίας, ανακαλύπτονται διαφορές, κάτι που στρεβλώνει την ίδια την πολιτική σκέψη.»
Δεν θα ασχοληθούμε ξανά με το γιατί το ΕΕΕ συνιστά πράγματι έγκλημα εναντίον της εργατικής τάξης, εναντίον των εργαζομένων, όπως έχουμε αναλύσει ήδη, ούτε με τη γυναίκα άνω των 65 ετών, που ο πρόεδρος του ΣΥΝ τόσο πολύ θέλει να μεταβάλει σε ζητιάνο και υποχείριο της κρατικής ελεημοσύνης. Ούτε θα μπούμε στον πειρασμό να θυμίσουμε στους κκ. Δραγασάκη και Αλαβάνο ότι όταν βρίσκονταν στο ΚΚΕ ήταν το ίδιο κάθετα αρνητικοί με κάθε μορφή ΕΕΕ. Και φυσικά δεν θα φανούμε τόσο κακοί με το να τους ρωτήσουμε τι άλλαξε από τότε; Γιατί δεν κάνουν τον κόπο να εξηγήσουν πρώτα τη δική τους μεταστροφή πριν εξαπολύσουν μύδρους εναντίον του ΚΚΕ σήμερα; Αξίζει όμως να ασχοληθούμε λίγο με την «έκρηξη» του κ. Κουβέλη, ο οποίος εμφανίστηκε στο βήμα της Βουλής να διαρρηγνύει τα ιμάτιά του λέγοντας: ... Οφείλουμε να πούμε ότι η «έκρηξη» αυτή δεν δείχνει μόνο μια εντυπωσιακή άγνοια του θέματος από μέρους του κ. Κουβέλη, σκόπιμη ή μη είναι αδιάφορο, αλλά μυρίζει και κάπως άσχημα. Το πρόβλημα με τους εκπροσώπους του ΚΚΕ δεν είναι ότι τόλμησαν να κατηγορήσουν το ΕΕΕ ότι φέρνει μαζί του τον κοινωνικό στιγματισμό της φτώχειας, αλλά το γεγονός ότι δεν τόλμησαν, όπως θα είχαν κάθε δικαίωμα να το κάνουν. Κι αυτό γιατί δεν υπάρχει ούτε μια χώρα όπου εφαρμόστηκε το ΕΕΕ που να μη συνοδεύτηκε με κοινωνικό στιγματισμό της φτώχειας. Εκτός κι αν ξέρει κάποια ο κ. Κουβέλης. Αν όντως ξέρει, τότε την κράτησε επτασφράγιστο μυστικό. Ίσως γιατί υπάρχει μόνο στη φαντασία του. Μπορεί το παλιό σύνθημα του ’68 να έλεγε «η φαντασία στην εξουσία», αλλά στους πολιτικούς εκπροσώπους του ΣΥΝ βρίσκει νέο πρόσφορο έδαφος το σύνθημα «η φαντασία στην πολιτική». Γι’ αυτό και όποτε δεν βολεύει η πραγματικότητα, δεν έχουν παρά να αντλήσουν επιχειρήματα από τη φαντασία τους. Ωστόσο εμείς θα επιμένουμε να ρωτάμε: Γνωρίζει ο κ. Κούβελης και οι ομοϊδεάτες του καμμιά χώρα όπου το ΕΕΕ να μη συνοδεύτηκε με κύμα συντριπτικών μέτρων ενάντια στην εργασία και να μην εφαρμόστηκε με όρους ατίμωσης και υποταγής για τους δικαιούχους του; Αν ναι, γιατί δεν διαφωτίζει κι εμάς; Γιατί δεν έκανε τον κόπο να απαντήσει με επιχειρήματα και εμφανίστηκε να κυνηγά τους ανεμόμυλους του ΚΚΕ, ως άλλος Ντον Κιχότε ντε λα Μάντζα;
Αντί ο κ. Κουβέλης να αναμασά ευχές για το ΕΕΕ και να εκρήγνυται για ένα θέμα που προφανώς δεν γνωρίζει, δεν θα ήταν πιο συνετό, πιο απλό και πιο έντιμο να απαντήσει στο μοναδικό σοβαρό επιχείρημα που μπόρεσε να διατυπώσει η κ. Παντελάκη μέσα από τις σκοτεινές, δαιδαλώδεις φιλοσοφικές και ταξικές περικοκλάδες της ομιλίας της; Η εκπρόσωπος του ΚΚΕ είπε σε μια αποστροφή του λόγου της: « Δεν είναι λογικό να περιμένει κάποιος μια απάντηση σ’ αυτό; Γιατί ο κ. Κουβέλης και οι άλλοι λαλίστατοι ομιλητές του ΣΥΝ δεν έβγαλαν άχνα γι’ αυτό ακριβώς το ζήτημα; Το θεωρούν ασήμαντο; Είναι ασήμαντο το γεγονός ότι όπου εφαρμόστηκε το ΕΕΕ συνοδεύτηκε από δέσμες μέτρων χτυπήματος των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων; Είναι κάτι που εύκολα ξεχνιέται, ή απλά δεν μας βολεύει και γι’ αυτό παίζουμε το κορόιδο;
Μόνο ένας δυστυχής υπάλληλος της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΝ τόλμησε να διατυπώσει μια κάποια απάντηση μέσα από τις στήλες της Εποχής. Επιχείρησε δηλαδή να απαντήσει στα σχετικά άρθρα του Ριζοσπάστη, που τόνιζαν ακριβώς αυτό το ζήτημα.  Κατανοούμε την ανάγκη του κ. Στραγαλινού να υπερασπιστεί το ψωμί που τρώει, αλλά προς θεού, το γεγονός ότι αρθρογραφεί από τις στήλες της Εποχής δεν σημαίνει ότι κατ’ ανάγκη απευθύνεται σε ανεγκέφαλους. Που είδε ότι ο αρθρογράφος του Ριζοσπάστη θεωρεί το ΕΕΕ ως αιτία της φτώχειας; Γιατί νιώθει την ανάγκη να αποδώσει στον αντίπαλό του κάτι που δεν ισχυρίζεται; Εκτός κι αν ο κ. Στραγαλινός διαθέτει τέτοιες τηλεπαθητικές ικανότητες που μπορεί να διεισδύει στα εσώψυχα του αντιπάλου του. Αν συμβαίνει κάτι τέτοιο οφείλουμε να του πούμε ότι χάνεται στη δούλεψη του ΣΥΝ μιας και υπάρχουν πολλά περιοδεύοντα θεάματα που πληρώνουν αδρά για ανθρώπους με τα δικά του προσόντα.
Μήπως γιατί του είναι εξαιρετικά δύσκολο να απαντήσει σ’ αυτά που στα αλήθεια ισχυρίζεται ο αρθρογράφος του Ριζοσπάστη; Μάλλον γι’ αυτό καταφεύγει στη γνωστή τακτική της στρεψοδικίας. Αντί για σοβαρή απάντηση επί του προκειμένου έχουμε την παρέλαση ενός φτηνού και πρόστυχου αντικαπιταλισμού: ... Φτηνός αντικαπιταλισμός γιατί όπως και να το κάνουμε, όσο ανόητος κι αν είναι κανείς δεν μπορεί να δεχτεί ότι το ΕΕΕ ακόμη κι αν πάρουμε τοις μετρητοίς όσα λένε οι αριστεροί απολογητές του συνιστά κάποια δήθεν αντικαπιταλιστική πολιτική. Και πρόστυχος γιατί πίσω από τις κραυγές του είδους «ο καπιταλισμός φταίει για τη φτώχεια», κρύβεται η πλήρης υποταγή στις πολιτικές των δυνάμεων του κεφαλαίου στο όνομα της «καταπολέμησης της φτώχειας». Εκτός κι αν είναι τόσο ανόητος κάποιος ώστε να πιστεύει ότι τα σχήματα του ΕΕΕ που επιβλήθηκαν στις χώρες της ΕΕ ήταν κατακτήσεις των ίδιων των εργαζομένων και του «αντικαπιταλιστικού κινήματος». Αυτό ούτε καν ο κ. Στραγαλινός δεν τολμά να το ισχυριστεί. Έτσι το μόνο που του απέμεινε είναι η λιτανεία των αντι-ΚΚΕ συμπλεγμάτων του. Το μόνο επιχείρημα που αντιτείνει είναι η δήλωση Δραγασάκη... Κι αφού μας το δηλώνει ο κ. Δραγασάκης έτσι θα είναι, δεν μπορεί να είναι αλλιώς. Είναι παντελώς αδιανόητο για έναν απλό υπαλληλίσκο να διανοηθεί ότι οι δηλώσεις του «μεγάλου αφεντικού» ίσως, μπορεί, υπάρχει μια πιθανότητα βρε αδερφέ, να μην έχουν καμμιά σχέση με την πραγματικότητα. Γι’ αυτό και δεν σκοτίζεται να αναφέρει ούτε ένα στοιχείο, ούτε ένα επιχείρημα που να στηρίζει τη δήλωση Δραγασάκη.  Κι αυτός είναι που μετά κατηγορεί το ΚΚΕ για δογματισμό! Πως είναι δυνατό ένας απλός υπαλληλάκος της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΝ να διανοηθεί καν να αμφισβητήσει το αφεντικό του. Αφού το αφεντικό μίλησε, πως μπορεί ο υπάλληλος να διαφωνήσει. Ο λόγος του αφεντικού είναι νόμος και πάνω από κάθε αμφισβήτηση.
Ωστόσο οι αιτιάσεις των εκπροσώπων του ΣΥΝ εναντίον του ΚΚΕ ότι επιζητά την εξαθλίωση των εργαζομένων για να επιταχύνει την «επαναστατικοποιησή» τους ή ότι περιμένει τα κόκκινα λάβαρα για να απαιτήσει λύσεις στα άμεσα προβλήματα των απόκληρων της ζωής αποτελούν βαρύτατες προσβολές για ένα κόμμα που θέλει να μιλά εξ ονόματος της εργατικής τάξης. Κανένα σοβαρό κόμμα, που σέβεται τον εαυτό του, την ιστορία του και τους αγώνες του δεν θα τις προσπερνούσε. Γιατί λοιπόν η κ. Παντελάκη και οι άλλοι εκπρόσωποι του ΚΚΕ δεν σήκωσαν το γάντι; Γιατί δεν απάντησαν στις επιθέσεις του ΣΥΝ; Δεν είχαν τίποτε να πουν ή απλώς το έπαιζαν «ανώτεροι», όπως συνηθίζουν όλοι όσοι τρέμουν μήπως και φανερωθεί η γύμνια τους; Το γεγονός ότι το ΚΚΕ δεν σήκωσε το γάντι και δεν απάντησε σε καμιά από αυτές τις αιτιάσεις φανερώνει το πώς συγκροτείται η πολιτική σκέψη της ηγεσίας του.

2005

Σημειώσεις


[1] Κώστας Σημίτης, Πολιτική για μια Δημιουργική Ελλάδα 1996-2004, Πόλις, 2005, σελ. 264.
[2] Στο ίδιο.
[3] Έθνος, 27/1/2000
[4] Στο ίδιο.
[5] Στο ίδιο.
[6] I. M. Rubinow, Social Insurance, Νέα Υόρκη, 1913, σ. 480.
[7] Στο ίδιο, σ. 481.
[8] Νότη Φωτήλα, Κοινωνική Πολιτική, Αθήνα, 1937, σ. 477.
[9] J. B. Condliffe & A. Stevenson, The Common Interest in International Economic Organisation, Μόντρεαλ, 1944, σ. 18.
[10] W. Cunningham, Ellen A. McArthur, Outlines of English Industrial History, Νέα Υόρκη, 1895, σ. 86.
[11] Edmund Burke, “Thoughts and Details on Scarcity” Select Works of Edmund Burke, τ. 4, Miscellaneous Writings, (Liberty Fund, 1999), § 4.4.77.
[12] Βλέπε την ομιλία του Γουίλιαμ Πιτ στο κοινοβούλιο για το Whitbread bill (την πρόταση νόμου για το βασικό μισθό) στις 12/2/1796. Parliamentary History of England, τ. 36, Λονδίνο, 1803
[13] G. D. H. Cole, A Short History of the British Working Class Movement 1789-1925, τ. I (1789-1848), Λονδίνο, 1925, σ. 109.
[14] Thomas Paine, Collected Writings, Νέα Υόρκη, 1995, σ. 407.
[15] Καρλ Μαρξ, Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία. K. Marx & F. Engels, Collected Works, vol. 10, Progress Publishers, 1978, σελ. 77-78.
[16] Γκυστάβ Φλωμπαίρ, Η Αισθηματική Αγωγή, Οδυσσέας, 2004, σελ. 375-6.
[17] M. Beer, A History of British Socialism, τ. I, Λονδίνο, 1929, σ. 342.
[18] William Petty, Political Economy of Ireland, Λονδίνο, 1672, σ. 64.
[19] Michael Murray, And Economic Justice for All: Welfare Reform for the 21st Century. Νέα Υόρκη, 1997, σσ. 165-166.
[20] Palgrave’s Dictionary of Political Economy, τ. III (πρώτη έκδοση, 1894-99), σ. 153.
[21] Frances Fox Piven & Richard A. Cloward, Regulating the Poor, Νέα Υόρκη, 1993, σ. 3-4.
[22] OECD, The Welfare State in Crisis, Παρίσι, 1981, σ. 5.
[23] MODERNISING AND IMPROVING SOCIAL PROTECTION IN THE EUROPEAN UNION. Commission Communication COM (97)102, υιοθετήθηκε στις 12 Μαρτίου 1997.
[24] Β. Ι. Λένιν, Οικονομική και Πολιτική Απεργία, Άπαντα, τ. 21, σ. 330.
[25] Στο ίδιο, σ. 333.
[26] Φ. Ένγκελς, Πρόλογος στην Αθλιότητα της Φιλοσοφίας του Κ. Μαρξ, Αναγνωστίδης, σσ. 10-11.
[27] F. Engels, Lawyer’s Socialism, Collected Works, τ. 26, Μόσχα, 1990, σ. 607.
[28] Κ. Μαρξ, Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, Σύγχρονη Εποχή, 1979, σσ. 15-16.
[29] Αναλυτικότερα για την αντίληψη περί σοσιαλισμού της κ. Παπαρήγα, Δημήτρης Καζάκης, Η «λαϊκή οικονομία» ως ψευδώνυμο ενός σοσιαλισμού του στρατώνα, Εμπρός, τεύχος 22, (23/4/2005), σελ. 14-16.
[30] R. C. K. Ensor, Modern Socialism, Λονδίνο, 1904, σσ. 38-40.
[31] Edward Bernstein, Ferdinand Lassale, Λονδίνο, 1893, σ. 14.
[32] Βλέπε Κ. Μαρξ, Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, Σύγχρονη Εποχή, 1979, σ. 19
[33] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τ. 1, Σύγχρονη Εποχή, 1983, σ. 459-460.
[34] Μαρξ-Ένγκελς, Για τον Συνδικαλισμό, Αναγνωστίδης, σελ. 109-10.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου