Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

Μερικές σύντομες απαντήσεις στα σχόλια σχετικά με το άρθρο για την κρίση:




1. ΟΚ, τα χρηματιστήρια πέφτουν. Γιατί αυτό είναι τόσο σημαντικό για την πραγματική οικονομία  ? Γιατί δεν είναι μια απαραίτητη «διόρθωση» που εξυγειαίνει, σύμφωνα με ό,τι αναφέρεται και στη σελ. 11, «το χρήμα δεν είναι παρά το λίπος για το σώμα της πολιτικής κοινωνίας...»
Η πτώση των χρηματιστηρίων θα μπορούσε να ήταν μια απλή «διόρθωση», αν δεν συνέτρεχαν τα εξής: Αφενός, η πτώση είναι επιπέδου κραχ και πιο συγκεκριμένα ενός κραχ σαν αυτό του 1929-30. Αφετέρου, τα χρηματιστήρια αποτελούν σήμερα την καρδιά της διεθνούς κεφαλαιαγοράς. Οι μεγάλες επιχειρήσεις σήμερα και ιδίως οι πολυεθνικές αντλούν το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων τους από την χρηματιστική αγορά, ενώ εξαρτούν τις επενδύσεις τους επίσης από αυτήν.
Δυο μικρά παραδείγματα:

Πρώτο: Αν δούμε την μετοχική σύνθεση όλων των εισηγμένων στο χρηματιστήριο εταιρειών τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στη Βρετανία – το ίδιο ισχύει και για τις άλλες ανεπτυγμένες χώρες – θα διαπιστώσουμε ότι το 56% και πλέον όλου του μετοχικού κεφαλαίου βρίσκεται στα χέρια εταιρειών χαρτοφυλακίου, από τις οποίες οι περισσότερες είναι ασφαλιστικά ταμεία. Οι μέτοχοι αυτοί εξαρτούν την επένδυσή τους σε μια επιχείρηση σχεδόν αποκλειστικά από την ετήσια απόδοση της εταιρικής μετοχής. Επομένως, μια ραγδαία πτώση των χρηματαγορών σηματοδοτεί και μια αντίστοιχη συρρίκνωση επενδυτικού ενδιαφέροντος αυτών των εταιριών χαρτοφυλακίου.
Δεύτερο: Το 90% και πλέον των Ξένων Άμεσων Επενδύσεων (FDI), οι οποίες αποτελούν και την «λοκομοτίβα» της διεθνούς παραγωγικής δικτύωσης, είναι εξαγορές και συγχωνεύσεις ανάμεσα σε εταιρείες παγκόσμια. Δεν ήταν πάντα έτσι. Στη δεκαετία του ’60 και του ’70, το ποσοστό των εξαγορών και συγχωνεύσεων στο σύνολο των ΞΑΕ κυμαινόταν γύρω στο 30-35%, ενώ το υπόλοιπο αφορούσε πρωτογενείς επενδύσεις (Greenfield Investments), όπου μια πολυεθνική έφτιαχνε π.χ. ένα εργοστάσιο στην χώρα υποδοχής για να αξιοποιήσει ορισμένα «συγκριτικά πλεονεκτήματά» της με όρους φτηνής εργασίας, φτηνών πρώτων και ενδιάμεσων υλών, κοκ. Σήμερα, οι πολυεθνικές αντιμετωπίζουν κάθε οικονομία, όχι με όρους «συγκριτικών πλεονεκτημάτων», αλλά σαν επιμέρους αγορές. Έτσι μπαίνουν στην οικονομία εξαγοράζουν εταιρείες και επιχειρήσεις που αντιστοιχούν στα καλύτερα μερίδια, ή φιλέτα της ντόπιας αγοράς, τις εκμεταλλεύονται όσο μπορούν και έπειτα με μεγάλη ευκολία τις ξεφορτώνονται, ακριβώς όπως τις απέκτησαν: μέσω του χρηματιστηρίου. Γι’ αυτό και μια ραγδαία πτώση των χρηματιστηρίων σηματοδοτεί πάντα και μια αντίστοιχα ραγδαία πτώση των ΞΑΕ.
Γενικά μιλώντας για έναν οικονομολόγο, πολύ περισσότερο για έναν μαρξιστή οικονομολόγο, μια πτώση των χρηματαγορών η οποία δεν προκαλείται από κάποια συγκυριακά γεγονότα, πάντα υποδηλώνει ή προμηνύει μια κατάσταση γενικευμένης υπερπαραγωγής στην οικονομία. Κι αυτή την διαπίστωση την οφείλουμε όχι στον Κ. Μαρξ, αν και στα γραπτά του θα βρει κανείς μια εξαιρετική ανάλυση της σχέσης αυτής, αλλά στον Άνταμ Σμιθ και κυρίως στον Ντ. Ρικάρντο, ο οποίος γνώριζε την λειτουργία του χρηματιστηρίου όσο ελάχιστοι οικονομολόγοι πριν και μετά από αυτόν.

2. Οι 2 πρώτες προσεγγίσεις δεν είναι και τόσο  διαφορετικές, και δεν είναι καθόλου  ασύμβαστες. Θα μπορούσε να είναι 1 προσέγγιση)
Καταρχήν οι τρεις προσεγγίσεις που αναφέρονται στο άρθρο είναι καθαρά ενδεικτικές. Ούτε επίσης υποδηλώνουν διαφορετικές «σχολές» σκέψης, ή ερμηνείας της κρίσης, αλλά τρεις κατευθύνσεις απολογητικής του φαινομένου. Όποιος έχει παρακολουθήσει την φιλολογία γύρω από την κρίση θα διαπιστώσει ότι πολλές φορές τα ίδια πρόσωπα, ή φορείς εναλλάσσουν τις ερμηνείες της κρίσης κατά πως τους βολεύει σε κάθε φάση. Αυτό όμως δεν αναιρεί το γεγονός ότι αποτελούν τρεις διακριτοί τρόποι ερμηνείας της κρίσης, οι οποίοι όμως έχουν μια κοινή συνισταμένη να την εμφανίσουν ως ένα «εξωγενές», έκτακτο περιστατικό της οικονομίας, που δεν πρέπει να μας απασχολεί επί της ουσίας του.

3. Κατά τη γνώμη μου λείπει μια όντως 3η εξήγηση, αυτή της «σκληρής» Αυστριακής σχολής, που λέει ότι φταίει το κράτος και ο παρεμβατισμός του. Το κράτος επεμβαίνει με ημι-κρατικά δάνεια, με επιτόκια, με αυξημένα ελλείμματα, και «κόβει» ανεξέλεγκτα χρήμα για να προωθήσει την ανάπτυξη, αλλά επιδεινώνει τα πράγματα και εντέλει δημιουργεί τις κρίσεις. Η ελεύθερη αγορά από μόνη της, δεν μπαίνει ποτέ σε κρίση, γιατί «εκκαθαρίζεται» πάντα.
Το άρθρο όντως δεν ασχολείται με την «ερμηνεία» της Αυστριακής Σχολής, όπως τουλάχιστον την έχουν οριοθετήσει οι Μίσες, Χάγιεκ, Ρόθμπαρτ και λοιποί. Ο λόγος είναι απλός. Οι οπαδοί αυτής της «ερμηνείας» σήμερα ισχυρίζονται ότι κρίση δεν υπάρχει, είναι μια οφθαλμαπάτη καθότι η «ελεύθερη αγορά» δεν γνωρίζει κρίσεις. Απλά την κρίση την γέννησε η παρέμβαση της κυβέρνησης Μπους και την διαιωνίζει η παρέμβαση της κυβέρνησης Ομπάμα. Τι έπρεπε να γίνει; Έπρεπε να αφήσουν την «ελεύθερη αγορά» να ξεκαθαρίσει με τις χρεοκοπημένες τράπεζες και επιχειρήσεις. Φυσικά κανένας απ’ αυτούς δεν λέει τι θα γινόταν αν οι κυβερνήσεις άφηναν πράγματι να χρεοκοπήσουν οι τράπεζες και οι μεγάλες εταιρείες. Δεν χρειάζεται οικονομικές γνώσεις κανείς για να αντιληφθεί ότι το φαινόμενο της Ισλανδίας θα επαναλαμβανόταν ίσως για το σύνολο των κρατών, συμπεριλαμβανομένων και των ΗΠΑ.
Ιστορικά η καταστροφή κεφαλαίου και η χρεοκοπία των εταιρειών αποτελούσε έναν από τους βασικούς μοχλούς εξόδου από την κρίση και αποκατάστασης της «ισορροπίας» στην οικονομία υπέρ του κεφαλαίου. Αυτό δεν ισχύει πια, τουλάχιστον όπως ίσχυε παλιά. Τα μεγέθη των εταιρειών και των συσσωρευμένων κεφαλαίων είναι τέτοια που καμιά καπιταλιστική κυβέρνηση δεν θα επέτρεπε η χρεοκοπία και η καταστροφή να πάρει τις διαστάσεις εκείνες που χρειάζεται για να αποκατασταθεί η διαταραχθείσα «ισορροπία» στην οικονομία.
Όσο για τους οπαδούς της Αυστριακής σχολής, οι «ερμηνείες» τους δεν βασίζονται στην ανάλυση των πραγματικών γεγονότων στην οικονομία, γι’ αυτό και κανείς σοβαρός οικονομικός αναλυτής δεν τις παίρνει υπόψη του σήμερα στην ανάλυση των φαινομένων της κρίσης. Στην πραγματικότητα η ερμηνεία της «ελεύθερης αγοράς» ποτέ δεν χρησίμευσαν στο να εξηγήσουν, ή να αναλύσουν οικονομικά φαινόμενα, αλλά πάντα λειτούργησαν ως πρόσχημα για την εφαρμογή άγριων πολιτικών για την εργασία και την κοινωνία. Κι αυτό γιατί, ξεκινά όχι από κάποια υπαρκτή εκδήλωση των οικονομικών σχέσεων, έστω και επιφανειακή, αλλά από την αποθέωση της αγοράς γενικά. Γι’ αυτό και από την εποχή του Άλφρεντ Μάρσαλ στα τέλη του 19ου αιώνα, το δόγμα της «ελεύθερης αγοράς» ταυτιζόταν όχι με την οικονομική επιστήμη, όπως κι αν την εννοούσε κανείς, αλλά με την οικονομική θεολογία. Οι εκπρόσωποί της μοιάζουν με τον ρώσο κομπογιαννίτη, το παράδειγμα του οποίου συνήθιζε να αναφέρει ο Τσερνισέφσκι, ο οποίος για όλους τους ασθενείς του, απ’ ότι κι αν έπασχαν, είχε πάντα έτοιμη την ίδια συνταγή: καθάρσιο και κλύσμα!
Ωστόσο, από την δεκαετία του ’90 αυτή η οικονομική θεολογία κυριάρχησε στις ακαδημίες και τις κυβερνήσεις. Τα πάντα στις οικονομικές σχολές σκεπάστηκαν με το πνευματικό σάβανο της «ελεύθερης αγοράς». Όχι μόνο αφορίστηκε οποιαδήποτε αμφισβήτηση αυτού του θέσφατου, αλλά δεν επιτράπηκε ούτε καν σαν υπόθεση εργασίας η σκέψη ότι η «ελεύθερη αγορά» όχι μόνο δεν μπορεί να επιφέρει από μόνη της την ισορροπία, αλλά αναγεννά διαρκώς την ανισσόροπα στην οικονομία. Μια σκέψη που παρεμπιπτόντως διατρέχει ολόκληρη την οικονομική επιστήμη από την εποχή του Άνταμ Σμιθ έως του Τζον Μέϊναρτ Κέϋνς. Αυτό σηματοδότησε το οριστικό τέλος της οικονομικής επιστήμης, οδηγώντας στην κατάντια που περιγράφεται στο άρθρο όταν αναφερόμαστε στο ιστορικό της κρίσης.

4. χρηματικού ή πραγματικού ? Η διευκρίνηση είναι απαραίτητη
Όταν αναφερόμαστε στο κεφάλαιο γενικά, ή στην υπερπαραγωγή του κεφαλαίου, πάντα μιλάμε για το κεφάλαιο ως σύνολο ανεξάρτητα μορφής. Η υπερπαραγωγή, ή η πληθώρα κεφαλαίου δεν αφορά μόνο το χρηματικό, ή μόνο το πραγματικό, αλλά το συνολικό κεφάλαιο και την λειτουργία του στην οικονομία γενικά. Μια παρατήρηση επιπλέον: το χρηματικό κεφάλαιο μπορεί να είναι και πραγματικό, μιας και μπορεί η χρηματική του μορφή να εκφράζει μέσα παραγωγής και εμπορεύματα που είναι αναγκαία στην παραγωγή. Το πραγματικό κεφάλαιο αντιπαρατίθεται στην οικονομική ορολογία όχι με το χρηματικό, αλλά με τον πλασματικό, ή εικονικό κεφάλαιο. Το χρηματικό κεφάλαιο αγκαλιάζει και τις δυο μορφές κεφαλαίου, τόσο το πραγματικό, όσο και το πλασματικό κεφάλαιο.

5. θα ήταν πιο σωστό τα νούμερα αυτά να σταθμιστούν με  την αντίστοιχη αύξηση των τιμών
Όταν μιλάμε για τα παγκόσμια χρηματοοικονομικά διαθέσιμα (world financial assets), τα οποία περιλαμβάνουν τραπεζικές καταθέσεις, ιδιωτικά και κρατικά χρεώγραφα και μετοχικούς τίτλους, δεν μιλάμε για κοινά εμπορεύματα για τα οποία έχει σημασία ο αποπληθωρισμός τους, μιας και η τιμή τους αντιστοιχεί στην αγοραστική ικανότητα των εισοδημάτων που μπορούν να τα αγοράσουν. Οι τιμές για τα παγκόσμια χρηματοοικονομικά διαθέσιμα έχουν να κάνουν με το επίπεδο απόδοσης τους ως κεφαλαιακά, ή πιστωτικά προϊόντα. Το ενδιαφέρον της σύγκρισης που γίνεται στο άρθρο δεν είναι να διερευνηθεί η απόδοση αυτών των προϊόντων, αλλά ο ρυθμός επέκτασής τους συγκριτικά με τους ρυθμούς επέκτασης του παγκόσμιου ΑΕΠ. Κανένα από αυτά τα μεγέθη δεν αποπληθωρίζεται γιατί πολύ απλά μιας ενδιαφέρει να δείξουμε και τη συσσώρευση χρήματος στην οικονομία είτε με τους όρους του τρέχοντος ΑΕΠ, είτε μέσα από τα παγκόσμια χρηματοοικονομικά διαθέσιμα. Άλλωστε η σύγκριση αυτών των μεγεθών δεν είναι μια επινόηση του άρθρου, αλλά μια συνήθης σύγκριση που χρησιμοποιούν όλοι οι σοβαροί αναλυτές της τραπεζικής και της οικονομίας.

6. Δηλαδή ? Γιατί τα παράγωγα πολλαπλασιάζουν το κεφάλαιο, αφού ουσιαστικά είναι «στοιχήματα» μηδενικής  συνολικής αξίας ?   Τα παράγωγα δεν πολλαπλασιάζουν το κεφάλαιο, είναι απλώς ένας τρόπος α) στάθμισης κινδύνου, στην αθώα εκδοχή τους β) ταχύτατου κέρδους ή ζημίας, στην πραγματική τους διάσταση. Πρόβλημα είναι όταν π.χ. ασφαλιστικά ταμεία χάνουν χρήματα προς όφελος κερδοσκόπων μέσω παιχνιδιού με παράγωγα
Εδώ προφανώς δεν είναι γνωστή η έννοια του παραγώγου. Καταρχήν, δεν είναι σωστό ότι τα παράγωγα είναι «στοιχήματα» μηδενικής συνολικής αξίας. Το παράγωγο είναι ένα είδος ομολόγου, το οποίο «παράγεται» στη βάση ενός άλλου ομολόγου, ή άλλης αξιακής σχέσης. Προϋποθέτουν δηλαδή κάποιο πρωτογενές κεφαλαιακό, πιστωτικό ή εισοδηματικό προϊόν, για να πολλαπλασιάσουν την αξία του. Για παράδειγμα, όταν μια τράπεζα εκδίδει δάνεια και παίρνει ως αντιστάθμισμα μια σειρά υποθήκες, αυτή κατόπιν μπορεί να εκδώσει ομολογιακά δάνεια στην διεθνή αγορά με αντίκρισμα τις αποδόσεις των δανείων και τις υποθηκεύσεις που έχει στο χαρτοφυλάκιο της. Κατόπιν η διεθνής αγορά εκδίδει μια σειρά παράγωγα πάνω στην αξία του ομολογιακού δανείου της τράπεζας. Με αυτόν τον τρόπο το κεφάλαιο βρίσκει τρόπο όχι μόνο να πολλαπλασιάσει την αξία του, μέσα από τον πρωτογενή δανεισμό, τα ομόλογα και τα παράγωγα, αλλά και να βελτιώσει τις προσδοκίες απόδοσής του, οι οποίες τώρα πια δεν περιορίζονται μόνο στο επιτόκιο του τραπεζικού δανεισμού, αλλά συμπεριλαμβάνουν και τις αποδόσεις των ομολόγων, πρωτογενών και παραγώγων. Με τα παράγωγα τέλος οτιδήποτε στην οικονομία μπορεί να μετατραπεί σε πεδίο επένδυσης χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, από τα τρέχοντα εισοδήματα των νοικοκυριών, τα ναυλοσύμφωνα, τις τιμές των εμπορευμάτων, τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, κοκ, έως τις μεγάλες φυσικές καταστροφές, όπως ήταν το τσουνάμι στην Ινδονησία και η Κατρίνα στην Ν. Ορλεάνη. Αυτός είναι κι ο λόγος που η αγορά παραγώγων γνωρίζει τέτοια τεράστια έξαρση.
Η θεωρία που ήθελε τα παράγωγα ως μέσο μεταφοράς του πιστωτικού και επενδυτικού ρίσκου, κατάρρευσε παταγωδώς με την παρούσα κρίση. Στην πράξη τα παράγωγα διαχέουν το ρίσκο και το πολλαπλασιάζουν αλματωδώς με αποτέλεσμα μια όλο και πιο ασταθή αγορά και ακόμη περισσότερο ασταθή οικονομία. Αυτός είναι κι ο λόγος που όλοι οι σοβαροί διεθνείς αναλυτές και οι κυβερνήσεις των ισχυρών, ανησυχούν σοβαρά για τις διαστάσεις της αγοράς παραγώγων και θεωρούν όχι αβάσιμα ότι μπορεί να αποτελέσει την θρυαλλίδα ενός άμεσα επερχόμενου νέου ακόμη μεγαλύτερου κραχ. Αυτό πασχίζουν να αποτρέψουν. Με μεθόδους όμως που τελικά τροφοδοτούν ακόμη περισσότερο την αγορά των παραγώγων και αυξάνουν τους κινδύνους ενός νέου επερχόμενου κραχ. Έτσι χάρις στις πολιτικές στήριξης των τραπεζών και της οικονομίας που εφαρμόζουν οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και των άλλων κρατών, η αγορά των παραγώγων γνωρίζει νέα ιστορικά ρεκόρ φτάνοντας σήμερα σχεδόν στα 900 τρις δολ., περίπου 600 τρις περισσότερα από τα τέλη του 2007. Ο παραλογισμός εδώ βρίσκεται στη συνειδητή επιδίωξη διεύρυνσης της ήδη υπέρογκης αγοράς παραγώγων ώστε να βρουν διέξοδο τα λιμνάζοντα κεφάλαια της παγκόσμιας οικονομίας. Το φαινόμενο αυτό το είδαμε να επαναλαμβάνεται και την περίοδο 2001-2007, μόνο που σήμερα τα περιθώρια είναι πολύ πιο στενά.

7. αν αυτό είναι σωστό, δεν είναι προτιμότερη μια αποκεντρωμένη παραγωγή που μειώνει το διεθνές εμπόριο
Προφανώς είναι σωστό. Συνολικά η κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας σήμερα, ο τραγικός βαθμός μονοπώλησής της και συγκέντρωσής της σε μια χούφτα μεγάλων εταιριών και χωρών, επιβάλει σε κάθε χώρα την ανάγκη να φροντίσει για τον εαυτό της, να βρει τρόπους ορθολογικής αξιοποίησης των πλουτοπαραγωγικών πηγών και μέσων της, χωρίς να εξαρτάται από τις «εξαγωγικές επιδόσεις» της. Η κρίση αυτή μπορεί να αντιμετωπιστεί προς όφελος των λαών, μόνο αν οι χώρες επανεθνικοποιήσουν τις οικονομίες τους. Αυτό δεν σημαίνει απομονωτισμός, ούτε επιστροφή στον παλιό προστατευτισμό, όπως λένε έντρομοι οι εκπρόσωποι των πολυεθνικών και των ισχυρών κρατών. Σημαίνει απλά ότι οι χώρες χρειάζεται να αποκτήσουν τον έλεγχο της οικονομίας τους, ώστε να πάψει να είναι έρμαιο των δυνάμεων της παγκόσμιας αγοράς και των διεθνών οργανισμών, που ξέρουν μόνο να φορούν τον ίδιο τύπο ζουρλομανδύα σε όσες χώρες έχουν «παραστρατήσει», ή βρίσκονται υπό την κηδεμονία τους. Κι ελέγχω την οικονομία μου σημαίνει πρώτα και κύρια τα εξής: Πρώτο: επιλέγω ποιον πρέπει η πολιτική μου να εξυπηρετήσει, τους ντόπιους και ξένους κερδοσκόπους «επενδυτές», ή τον εργαζόμενο λαό; Δεύτερο: παίρνω στα χέρια μου όλους τους μοχλούς της οικονομικής πολιτικής αντί να τους αφήσω στον κ. Αλμούνια, τον κ. Τρισέ και την συντροφιά τους. Τρίτο: Εθνικοποιώ τα βασικά μέσα παραγωγής, δηλαδή παίρνω στα χέρια μου τους βασικούς μοχλούς της οικονομίας, ώστε να κάνω αυτό που αδυνατεί να κάνει η «ιδιωτική πρωτοβουλία», να ενισχύσω την παραγωγή, να αυξήσω την απασχόληση και τα λαϊκά εισοδήματα, έτσι ώστε να αναστήσω την μαραζωμένη και αποθνήσκουσα εσωτερική αγορά.
Φυσικά όλα αυτά δεν μπορούν να συμβούν σε συνθήκες κυριαρχίας των πολυεθνικών και υποτέλειας σε μηχανισμούς και συμφέροντα των ισχυρών. Γι’ αυτό και το πρόβλημα της κρίσης είναι εξόχως πολιτικό.

8. Λάθος διατύπωση ή λάθος συμπέρασμα: κατά κανόνα ένα εργοστάσιο παράγει κάθε έτος ένα κλάσμα της αξίας του.
Δεν υπάρχει κανένα λάθος ούτε στη διατύπωση, ούτε στο συμπέρασμα. Τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο αποδεικνύουν ότι ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος του παραγωγικού κεφαλαίου των πολυεθνικών παραμένει αργό, ανενεργό, μιας και δεν μπορεί να επενδυθεί για να παράγει με κέρδος. Η διεθνής ζήτηση, όπως αυτή αποτυπώνεται από την άνοδο του παγκόσμιου ΑΕΠ, δεν επαρκεί για τον σκοπό αυτό. Κι αυτό είναι πρωτοφανές στην ιστορία της παγκόσμιας οικονομίας. Πράγμα που αποτελεί ακόμη μια εκδήλωση αυτού που στο άρθρο αναφέρεται ως απόλυτη υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου, την οποία είχε προβλέψει για πρώτη φορά ως μια λογική πιθανότητα, ο Άνταμ Σμιθ και για την οποία είχε μιλήσει και ο Καρλ Μαρξ.

9. δεν είναι κατανοητό: Στον πίνακα 3 ο ρυθμός αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ είναι ίσος με τον ρυθμό αύξησης του κεφαλαίου. Αν παλι δεν μιλάμε για ρυθμό αύξησης αλλά για απόλυτη αύξηση, τότε, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι το παραγόμενο πραγματικό κεφάλαιο είναι τμήμα του ΑΕΠ, άρα πάντα μικρότερο απο αυτό. Αν τέλος, ο όρος,  «κεφάλαιο σε όλους του τις μορφές», σημαίνει κατα κύριο λόγο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, τότε η πρόταση  είναι μεν σωστή, αλλά το έχουμε ήδη πεί πιο πάνω. Τι παραπάνω λέμε τώρα ?
Στο σημείο αυτό το άρθρο αναφέρει ότι η παραγωγή του κεφαλαίου, σε όλες του τις μορφές, υπερβαίνει κατά πολύ όχι μόνο την έκταση αλλά και τους ρυθμούς επέκτασης της παγκόσμιας οικονομίας. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι το κεφάλαιο, όχι μόνο με την παραγωγική του μορφή, αλλά και με την πλασματική του μορφή, αυξάνεται δραματικά πιο γρήγορα από ότι επεκτείνεται η παγκόσμια οικονομία. Ακόμη και τα στοιχεία του πίνακα 3 αποδεικνύουν ότι και μόνο η συσσώρευση του παραγωγικού κεφαλαίου των πολυεθνικών έχει φτάσει να υπερβαίνει το παγκόσμιο ΑΕΠ κατά 26%, όταν το 1982 αντιστοιχούσε μόλις στο 18% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Όμως αυτό δεν είναι τίποτε μπροστά στην υπερσυσσώρευση πλασματικού κεφαλαίου που ανέρχεται σε 300% και 600% πάνω από το παγκόσμιο ΑΕΠ. Αυτό που θέλουμε λοιπόν να πούμε είναι ότι το πρόβλημα δεν βρίσκεται απλά στην υπερσυσσώρευση χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, στη φούσκα, όπως λένε μερικοί, αλλά στην τεράστια υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου συνολικά. Κι αυτό σημαίνει ότι το βασικό ερώτημα με το οποίο η κρίση φέρνει αντιμέτωπη την κοινωνία, δεν έχει να κάνει τόσο με το τι πρέπει να κάνουμε με ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα, που παράγει μια τέτοια κερδοσκοπική φούσκα, αλλά τι πρέπει να κάνει με ένα ολόκληρο σύστημα, το κεφαλαιοκρατικό, που παράγει αυτή την υπερσυσσώρευση.

10. Ανορθόδοξη σύγκριση: Τι συγκρίνουμε ποσοστά με απόλυτα ποσά;
Όταν λέμε ότι τα μερίδια αγορών των πολυεθνικών υπολείπονται όλο και περισσότερο από το μέγεθος του διαθέσιμου κεφαλαίου, δεν συγκρίνουμε ούτε ποσοστά, ούτε απόλυτα ποσά, αλλά δυνατότητες επένδυσης και απόδοσης κεφαλαίου. Αυτό σημαίνει απλά ότι το διαθέσιμο κεφάλαιο στα χέρια των πολυεθνικών είναι τέτοιο, έχει τόσο όγκο, που ακόμη κι αυτή η καταστροφική κυριαρχία και μονοπώληση της παγκόσμιας αγοράς δεν επαρκεί για να το αξιοποιήσει με διαρκώς αυξανόμενα μέσα ποσοστά κέρδους.

11. τα πολυεθνικά μονοπώλια, περισσότερο από ποτέ, είναι τόσο κερδοφόρα που είναι αυτοχρηματοδοτούμενα. Έτσι, ο τραπεζικός δανεισμός έχει τα τελευταία χρόνια επεκταθεί στα νοικοκυριά περισσότερο από ότι στις επιχειρήσεις που παραδοσιακά ήταν ο τομέας που αντλούσε κεφάλαια.
Δεν είναι σωστή αυτή η παρατήρηση. Όσο μεγαλύτερη είναι μια εταιρεία και όσο πιο ευρύ είναι το πεδίο δράσης της, τόσο περισσότερο εξαρτάται από εξωτερικά κεφάλαια. Οι αυτοχρηματοδοτούμενες επιχειρήσεις είναι ένα όνειρο που ο παγκόσμιος καπιταλισμός έχει εγκαταλείψει στον 19ο αιώνα. Αυτό δεν σημαίνει ότι κύρια πηγή εξωτερικών κεφαλαίων για τις πολυεθνικές παραμένει ο τραπεζικός δανεισμός. Αντίθετα σήμερα η άντληση κεφαλαίων γίνεται, εκτός από τους παραδοσιακούς τρόπους, κυρίως απευθείας από την κεφαλαιαγορά. Πρώτα-πρώτα με την άντληση κεφαλαίων από το χρηματιστήριο. Δεύτερο, με την έκδοση ιδιωτικών ομολογιακών δανείων, που οι πολυεθνικές λόγω μεγέθους εύκολα εκδίδουν με την μεσολάβηση πιστωτικών οίκων. Τρίτο, με την προσφυγή σε διάφορα επενδυτικά σχήματα διαχείρισης ξένων κεφαλαίων. Αναφέραμε πρωτύτερα τη σημασία των ασφαλιστικών ταμείων. Η ανάγκη άντλησης κεφαλαίων έχει επίσης δημιουργήσει και μορφές όπως τα ιδιωτικά μετοχικά κεφάλαια (private equity funds), αλλά και τα κρατικά μετοχικά κεφάλαια (sovereign equity funds), όπου όλο και περισσότερες εταιρείες, κυρίως πολυεθνικές, καταφεύγουν για χρηματοδότηση.
Ούτε είναι επίσης σωστή η παρατήρηση που λέει ότι τράπεζες σήμερα δανείζουν κυρίως νοικοκυριά. Αυτό άλλωστε δεν επιβεβαιώνεται από τα διαθέσιμα στοιχεία. Παρά την τρομακτική αύξηση του δανεισμού των νοικοκυριών, εξίσου σημαντικός ήταν και παραμένει ο δανεισμός των επιχειρήσεων. Κι αυτό είναι λογικό, όχι μόνο για τις μεγάλες επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν μεγάλα έργα, ή παράγουν μεγάλο τζίρο, αλλά και για τις μικρομεσαίες. Ο τραπεζικός δανεισμός στα νοικοκυριά καλύπτει ως ένα βαθμό, το ολοένα αυξανόμενο έλλειμμα αγοραστικής δύναμης αυτών των νοικοκυριών. Αν σκεφτεί κανείς ότι σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία των Εθνικών Λογαριασμών της Ελλάδας, το διαθέσιμο ετήσιο εισόδημα του μέσου νοικοκυριού υπολείπεται των αναγκαίων αγορών για την κάλυψη των βασικών του αναγκών κατά 40%, τότε καταλαβαίνει γιατί η καταναλωτική πίστη πλησιάζει αισίως το 50% του ΑΕΠ της χώρας. Όσο περισσότερο επιδεινώνεται η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, τόσο περισσότερο επιδεινώνεται και η οικονομική θέση κυρίως των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες εξαρτώνται σχεδόν αποκλειστικά από την κατάσταση της εσωτερικής αγοράς. Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι επίσης μια έκρηξη τραπεζικού δανεισμού και προς τις επιχειρήσεις.

12. Γιατί να καταρρεύσει η αγορά αν τα υποκείμενα προϊόντα, δηλαδή τα δάνεια των φτωχών, αποπληρώνονταν κανονικά;
Για δυο κύριους λόγους: Αφενός, γιατί τα «υποκείμενα προϊόντα» είχαν πουληθεί στις διεθνείς χρηματαγορές πολλές φορές πάνω από την αρχική τους αξία με την μορφή ομολόγων και παραγώγων, δημιουργώντας μια τεράστια απόσταση ανάμεσα στην πραγματική και στην εικονική τους αξία. Έχει υπολογιστεί ότι για κάθε 10 δολ. δανείου που αποπλήρωνε ο δανειολήπτης, έπρεπε να εξαργυρωθούν 3.000 δολ. σε ομόλογα και παράγωγα πάνω στο αρχικό δάνειο. Αφετέρου, γιατί η υπερβάλλουσα ζήτηση, εν πολλοίς πλασματική μιας και οι τράπεζες έδιναν τα δάνεια υψηλού ρίσκου εφόσον ήξεραν ότι μπορούν να τα μεταπουλήσουν με την μορφή ομολόγων και παραγώγων πολλές φορές πάνω από την αρχική τους αξία, δημιούργησε επίσης και μια τεράστια κερδοσκοπική άνοδο στις τιμές των ακινήτων. Πολλοί αναλυτές εκτιμούν ότι οι τιμές των ακινήτων στις ΗΠΑ, στη Βρετανία και αλλού, γνώρισαν ιστορικά ρεκόρ ανόδου. Έτσι όταν ξεκίνησε η μαζική ρευστοποίηση τίτλων από τους επενδυτές, άρχισε η κατάρρευση των τραπεζών εκείνων που είχαν φορτωθεί κυρίως με τέτοια προϊόντα και αδυνατούσαν πλέον να τα καλύψουν με την αρχική αξία των δανείων και των υποθηκών τους. Ταυτόχρονα κατέρρευσε και η αγορά ακινήτων μιας και κατέρρευσε επίσης και η κερδοσκοπική ζήτηση για τα ακίνητα. Όλα αυτά πυροδότησαν με τη σειρά τους μια γενικευμένη ρευστοποίηση τίτλων στη διεθνή αγορά, που οδήγησε τελικά στο κραχ του φθινοπώρου του 2008.

13. πολύ ενδιαφέρον σημείο: Μπορούμε να γενικεύσουμε και να στηρίξουμε το συμπέρασμα ότι η χρηματοπιστωτική επέκταση δεν μπορεί στην ουσία να βοηθήσει στο ξεπέρασμα μιας κρίσης – απλώς την καθυστερεί ?
Η παρατήρηση είναι απολύτως σωστή. Όχι απλά την καθυστερεί, αλλά δημιουργεί συνθήκες και όρους μιας πιο εκρηκτικής και καταστροφικής εκδήλωσης της κρίσης. Αν υπάρχει κάτι στο οποίο συμφωνούν τώρα πια όλοι οι αναλυτές, ανεξαρτήτως πολιτικής ή ταξικής σκοπιάς, είναι ακριβώς αυτό το συμπέρασμα. Γι’ αυτό και η πολιτική των κυβερνήσεων για την αντιμετώπιση της κρίσης τους ανησυχεί σοβαρά και τους οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρέπει να αναμένουμε σύντομα ένα νέο μεγαλύτερο κραχ.

14. μα το New deal, ούτε τότε δούλεψε. Ουσιαστικά η κρίση τελείωση με τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, όπως παραδέχεται ακόμη και ο Krugman.
Αυτό είναι αλήθεια και στο άρθρο κάθε άλλο παρά ισχυριζόμαστε ότι η πολιτική της υπερβάλλουσας τεχνητής ζήτησης μπορεί να οδηγήσει σε διέξοδο από την κρίση.

Δημήτρης Καζάκης


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου