Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

Ομιλία στην εκδήλωση-συνάντηση στου Γκίνη (13/4/2010)




Η εργατική τάξη της χώρας μας δέχεται μια πρωτοφανή επίθεση όχι μόνο στο βιοτικό και εργασιακό της επίπεδο, αλλά στην ίδια την συγκρότησή της ως τάξης. Από τη μάχη αυτή δεν θα κριθεί μόνο το μεροκάματο, η σύνταξη και η δουλειά της συντριπτικής πλειοψηφίας των εργαζομένων για μια ολόκληρη ιστορική εποχή, αλλά και η συνολική κατάσταση της κοινωνίας, η ίδια η πορεία της χώρας. Η ίδια η επιβίωση της χώρας εξαρτάται από το αν θα καταφέρει η εργατική τάξη να αναδειχθεί σε ηγέτιδα δύναμη του έθνους και μ’ αυτόν τον τρόπο να τεθεί επικεφαλής όλου του λαού ενάντια στις κυρίαρχες πολιτικές και τα σχέδια αποικιοποίησης που έχουν τεθεί σε κίνηση.
Η εργατική τάξη και ο λαός της χώρας δεν έχει να αντιπαλέψει απλώς και μόνο μια πολιτική μονόπλευρης λιτότητας και δραστικής περικοπής των εργασιακών και κοινωνικών της δικαιωμάτων. Δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνο τη μαζική ανεργία, την εξαθλίωση, την συρρίκνωση της εσωτερικής αγοράς, την διάλυση της πραγματικής οικονομίας μέσα από μια πρωτοφανή χρόνια ύφεση. Έχει να αντιμετωπίσει την καθολική χρεωκοπία ενός ολόκληρου συστήματος, του εξαρτημένου ελληνικού καπιταλισμού, του οποίου η οικονομική και πολιτική κατάρρευση απειλεί να συμπαρασύρει ολόκληρη τη χώρα και το λαό της. Η άρχουσα τάξη ανήμπορη να αντιμετωπίσει την κρίση και την χρεωκοπία του συστήματος κυριαρχίας της, έθεσε τη χώρα υπό την αποικιοκρατική κηδεμονία της ΕΕ και του ΔΝΤ. Η Ελλάδα από υποτελής χώρα μετατρέπεται γρήγορα σε αποικία των διεθνών οργάνων του ιμπεριαλισμού και της διεθνούς χρηματιστικής ολιγαρχίας.

Μέσα στα πλαίσια της ΟΝΕ και του ευρώ, η Ελλάδα έχει καταδικασθεί σε μια κατάσταση πτώχευσης-μη πτώχευσης, σε έναν αργό επιθανάτιο ρόγχο προς όφελος των αγορών και των κερδοσκόπων. Τόσο οι εργαζόμενοι όσο και η ίδια η χώρα έχουν τεθεί υπό καθεστώς κατάσχεσης και δήμευσης για να πληρωθούν τα τεράστια χρέη που συσσώρευσε η λεηλασία και το πλιάτσικο του μεγάλου κεφαλαίου και των πολιτικών του εκπροσώπων όλα τα προηγούμενα χρόνια. Το λαϊκό εισόδημα, η εργασία, οι πόροι της οικονομίας ακόμη και η ακεραιότητα της χώρας έχουν ήδη τεθεί στη διάθεση των διεθνών αγορών και των οργάνων τους. Η ιστορική πρόκληση σήμερα για την εργατική τάξη δεν είναι η στενή υπεράσπιση των δικαίων της, αλλά η ανάγκη να αναδειχθεί σε ηγέτιδα δύναμη ενός ολόκληρου λαού που καλείται να δώσει τη μάχη για την επιβίωση του ενάντια στην αποικιοκρατική κατοχή από την ΕΕ και το ΔΝΤ.
Στη σημερινή κατάσταση με το δημόσιο χρέος να έχει μεταβληθεί σε βασικό μοχλό όχι μόνο επιβολής αντιλαϊκών, αντεργατικών και αντικοινωνικών μέτρων, αλλά και συνολικής εκποίησης της χώρας, δεν μπορεί να υπάρξει κανενός είδους διαφορετική πολιτική αν δεν σταματήσει ο φόρος αίματος που πληρώνει ο λαός στη διεθνή χρηματιστική ολιγαρχία. Η μόνη αυθεντικά αριστερή, αληθινά πατριωτική και ταυτόχρονα ταξική απάντηση που μπορεί να δοθεί εδώ και τώρα στο αν πρέπει να συνεχίσουμε να πληρώνουμε τους δανειστές και να θάβουμε τη χώρα και τους εργαζόμενους, είναι μία: Άμεση στάση πληρωμών ώστε να διασώσουμε τους πόρους που καρπώνονται σήμερα οι διεθνείς τοκογλύφοι και κερδοσκόποι προκειμένου να δρομολογήσουμε μια άλλου τύπου ανάπτυξη της χώρας.
Όταν μιλάμε για άμεση μονομερή στάση ή παύση πληρωμών δεν εννοούμε μια μεθόδευση αναστολής της αποπληρωμής των δανείων, μέσα από αναδιαπραγμάτευση με τους δανειστές ή την αναδιάρθρωση του χρέους. Το λέμε αυτό γιατί όσο πιο πολύ πλησιάζει η στιγμή της εγκαθίδρυσης του καθεστώτος ελεγχόμενης πτώχευσης από την ΕΕ και το ΔΝΤ, τόσο περισσότερο θα ακούγονται απόψεις που θα συγχέουν την άμεση παύση πληρωμών με διάφορα σχήματα αναδιαπραγμάτευσης ή αναδιάρθωσης του χρέους εξασφαλίζοντας μια προσωρινή μερική ή ολική αναστολή των πληρωμών. Οι απόψεις αυτές συγχέουν την μονομερή παύση πληρωμών με την πτώχευση της χώρας, επιτρέποντας στο ΔΝΤ να εμφανιστεί ως αναγκαία και συμφέρουσα λύση από τη στιγμή που έρχεται να επιβάλλει μια αρχική αναστολή των πληρωμών με σκοπό την επαναδιαπραγμάτευση και αναδιάρθρωση του χρέους. Μια τέτοια αναστολή των πληρωμών όχι μόνο δεν συμφέρει το λαό και τον τόπο, αλλά θα οδηγήσει με μαθηματική βεβαιότητα σε μεγαλύτερη όξυνση το πρόβλημα της υπερχρέωσης, ενώ θα εκθέσει τη χώρα στους εκβιασμούς των πιο κερδοσκοπικών κεφαλαίων διεθνώς που ειδικεύονται στην εκμετάλλευση χρεοκοπημένων κρατών.
Δεν είναι λοιπόν μια οποιαδήποτε στάση ή αναστολή των πληρωμών που απαντά στο πρόβλημα του χρέους από τη σκοπιά και το συμφέρον των εργαζομένων, αλλά μόνο εκείνη η μονομερής παύση πληρωμών που αντιτίθεται σε κάθε προσπάθεια πτώχευσης της χώρας και επιβολής καθεστώτος κηδεμονίας από το ΔΝΤ και την ΕΕ. Ποια είναι η θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στη μονομερή παύση πληρωμών και στην αναστολή των πληρωμών μέσα από μια διαδικασία πτώχευσης; Το γεγονός ότι με την πρώτη αρνείται επίσημα η χώρα να αναγνωρίσει τις υποχρεώσεις της απέναντι στους δανειστές της, αρνείται να αναγνωρίσει κάθε δικαίωμα ή απαίτηση των δανειστών, ενώ με τη δεύτερη όχι μόνο δεν αρνείται τα δικαιώματα των δανειστών πάνω της, αλλά δηλώνει αδυναμία εξυπηρέτησης των υποχρεώσεών της και τίθεται στη διάθεση των δανειστών της.
Η πρώτη επιλογή συνδέεται με την πάλη του λαού για την πολιτική, οικονομική και κοινωνική αυτοδιάθεσή του, για τη διάσωση της χώρας του από τις αρπάγες του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου, ενώ η δεύτερη επιλογή αποτελεί τη βάση όλων των πολιτικών του ΔΝΤ. Αυτός είναι ο λόγος που η μονομερής παύση πληρωμών που αρνείται να αναγνωρίσει δικαιώματα στους δανειστές, που αρνείται να θέσει τη χώρα υπό καθεστώς πτώχευσης και κηδεμονίας, αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά αιτήματα όλων των λαϊκών επαναστατικών και απελευθερωτικών κινημάτων.
Πάνω από 35 χώρες στην μεταπολεμική περίοδο έως σήμερα έχουν καταφύγει σ’ αυτό το μέσο για να αντιμετωπίσουν την αδυναμία πληρωμής των χρεών τους. Η διεθνής πρακτική απέδειξε ότι όσες φορές ο λαός ήταν αληθινά αποφασισμένος να αναδιοργανώσει τη χώρα του χωρίς τα δεσμά του χρέους και της υποτέλειας, οι αγορές δεν μπόρεσαν να τους κάνουν τίποτε.  
Η μονομερής παύση πληρωμών θέτει σε πρώτη προτεραιότητα την ανάγκη να σταθεί η χώρα και ο λαός της στα πόδια τους, χωρίς τον φόρο αίματος στους δανειστές. Όμως για να γίνει αυτό δεν αρκεί η παύση πληρωμών. Αντίθετα, η παύση πληρωμών δεν έχει ουσιαστικά κανένα πρακτικό νόημα, αν δεν συνοδευτεί με ένα πακέτο άμεσων μέτρων θωράκισης της οικονομίας και της χώρας από τυχόν εκβιασμούς και πιέσεις. Δεν έχει κανένα νόημα αν δεν συνοδευτεί άμεσα με την επιβολή δραστικών ελέγχων στην κίνηση του κεφαλαίου, με την εθνικοποίηση των κύριων τραπεζών, με την έξοδο από το ευρώ και την ΟΝΕ και με μια γενναία αναδιανομή πλούτου προς όφελος των εργαζομένων όχι μόνο για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά ως βασική προϋπόθεση για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας σε νέα κοινωνική, ταξική και οικονομική βάση. Μόνο έτσι μπορεί να ορθοποδήσει η οικονομία και να οικοδομηθεί ένα ριζικά διαφορετικό κράτος από το σημερινό. Μόνο έτσι δεν θα χρειαστεί το δημόσιο να καταφύγει ξανά στη διεθνή κερδοσκοπία για δανεισμό.
Με το πρόβλημα της βιωσιμότητας και της προοπτικής της χώρας και του λαού να έχει τεθεί στην ημερήσια διάταξη, το αίτημα για ενιαίο μέτωπο, για ένα νέο ΕΑΜ που να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ιστορικές συνθήκες έχει γίνει επίκαιρο παρά ποτέ. Από τον τρόπο που απαντά στο καίριο αυτό ζήτημα καθεμιά από τις πολιτικές δυνάμεις καθορίζεται η πολιτική ταυτότητα και ο αληθινός προσανατολισμός της. Επείγει η ανάγκη για την συγκρότηση ενός ενιαίου κοινωνικοπολιτικού μετώπου για τη σωτηρία της χώρας και του λαού, το οποίο είναι το μόνο που μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία μιας ριζικά διαφορετικής πολιτικής διεξόδου.
Το μέτωπο αυτό μπορεί να προκύψει μόνο μέσα από μια ενότητα δυνάμεων που δεν συγκροτείται με βάση ιδεολογικές συγγένειες, αληθινές ή προσχηματικές, δεν απαιτεί δηλώσεις μετανοίας και πιστοποιητικά πολιτικών φρονημάτων, ούτε προϋποθέτει την στοίχιση όλων πίσω από αυτόκλητους ηγεμόνες, παράγοντες, γραμματείς και φαρισαίους ή αυτοανακηρυγμένες «πρωτοπορίες».
Αντίθετα απαιτεί μια ενότητα ανοικτή σε όλους, σε όλες τις δυνάμεις της αριστεράς, σε όλες τις δυνάμεις του λαού, που αποδέχονται την κοινή δράση ενάντια στον κοινό εχθρό στη βάση των πιο άμεσων και ζωτικών αιτημάτων των εργαζομένων και της χώρας.
Απαιτεί μια ενότητα ισότιμη και δημοκρατική στις διαδικασίες της, η οποία θα σέβεται την πολιτική αυτοτέλεια των συμμάχων και δεν θα εκφράζει μια στενή «από τα πάνω» συνάντηση κορυφών, αλλά θα οικοδομείται κύρια «από τα κάτω» μέσα στην κοινωνία, μέσα στις μαζικές οργανώσεις που γεννά η ζωή και η πάλη των εργαζομένων.
Απαιτεί μια ενότητα που θα σφυρηλατείται πρώτα και κύρια μέσα στους λαϊκούς και εργατικούς αγώνες και θα μετατρέπει τη συμμαχία σε δύναμη πάλης για την εξουσία.
Μόνο έτσι μπορεί να αναδειχθεί μια γνήσια λαϊκή και εργατική ενότητα η οποία μέσα από τις διαφορετικές προσεγγίσεις και ιδεολογικές ταυτότητες θα εκφράζει μια κοινή συνισταμένη, έναν κοινό αγώνα: Την απελευθέρωση της χώρας και του λαού από τη μέγγενη της διεθνούς χρηματιστικής ολιγαρχίας με σκοπό μια ριζικά διαφορετική ανάπτυξη του τόπου προς όφελος των εργαζομένων στη βάση μιας αυθεντικής δημοκρατίας όπου ο λαός θα είναι αληθινά κυρίαρχος στη χώρα του και ελεύθερος από κάθε ιμπεριαλιστική επιβολή και εξάρτηση. Η συμφωνία σ’ ένα κοινό πρόγραμμα πάλης, σαν κι αυτό που σκιαγραφήσαμε, αποτελεί τη μόνη ασφαλή βάση αυτής της ενότητας. Αποτελεί τον μόνο τρόπο για να κερδηθεί η εμπιστοσύνη των μαζών, να ανοίξουν νέοι ορίζοντες στους αγώνες τους και να εκφραστούν πολιτικά οι προσδοκίες τους.
Για τον σκοπό αυτό χρειάζεται επειγόντως μια πολιτική Πρωτοβουλία ευρύτερων δυνάμεων και αγωνιστών που να θέσει ως άμεση ανάγκη το ενιαίο μέτωπο με τους όρους και τις προϋποθέσεις που περιγράψαμε. Η Πρωτοβουλία αυτή δεν θα ψάξει να βρει μια «άλλη» αριστερά πιο ριζοσπαστική, πιο αριστερή, πιο ταξική, κοκ, για να της αναθέσει το ενιαίο μέτωπο, αλλά θα απευθυνθεί στις υπάρχουσες δυνάμεις της αριστεράς, σε κάθε γνήσιο δημοκράτη, πατριώτη, σοσιαλιστή, αριστερό, κομμουνιστή με σκοπό να θέσει άμεσα και πρακτικά την ανάγκη για κοινή δράση στη βάση των κοινών αιτημάτων. Μα πάνω από όλα θα απευθυνθεί στον απλό κόσμο της αριστεράς, στους αγωνιστές της, στο εργατικό και λαϊκό κίνημα μετατρέποντας την ενότητα και την κοινή δράση σε δική τους κατεξοχήν υπόθεση.
Κι είναι αυτό ακριβώς που καλούμαστε όλοι εμείς εδώ σήμερα να συζητήσουμε: να βρούμε τους όρους, τις συνθήκες και τις προϋποθέσεις μέσα από τις οποίες η ανάγκη μπορεί να γίνει πραγματικότητα.

Δημήτρης Καζάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου