Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

Τι χαρακτηρίζει τις σχέσεις της Ελλάδας με την ΕΕ: η υποταγή ή η συμμαχία;




Συχνά μένει κανείς με την αίσθηση ότι η έννοια της υποταγής αντιμετωπίζεται ως κάτι υποδεέστερο και δευτερεύον σε σχέση με την έννοια της συμμαχίας, ακόμη και από απόψεις που αντιτίθενται στην ΕΕ. Τι σημαίνει όμως υποταγή και τι συμμαχία; Στην πραγματικότητα η έννοια της υποταγής αποδίδει την ουσία των σχέσεων ανάμεσα στην Ελλάδα, στον ελληνικό καπιταλισμό, στην ελληνική αστική τάξη από τη μια και στην ΕΕ από την άλλη. Αντίθετα η έννοια της συμμαχίας μένει στα επιφαινόμενα, στην επιφάνεια των σχέσεων, στο τυπικό τους. Ενέχει τον κίνδυνο να διολισθήσει κανείς στην άποψη της κυρίαρχης προπαγάνδας ότι η χώρα είναι «ισότιμος εταίρος» στην ΕΕ, ότι «συναποφασίζει», «συνδιαμορφώνει», «συμμετέχει στο σκληρό πυρήνα», κοκ.
Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι ο «σκληρός πυρήνας» του ιμπεριαλισμού και της ΕΕ δεν άφησε ποτέ περιθώρια «συνδιαμόρφωσης» των πολιτικών του στην όποια κυβέρνηση της χώρας ή στην ελληνική αστική τάξη, ούτε νοιάζεται για την «οικονομική ευρωστία» του ελληνικού καπιταλισμού. Δεν χρειάζεται να δει κανείς παρά μόνο την αντιμετώπιση των ελληνικών κυβερνήσεων από κομισάριους τύπου Αλμούνια, για να καταλάβει ότι οι σχέσεις της ΕΕ με την Ελλάδα δεν είναι «συμμαχικές», έστω κι αν νομικά, τυπικά εμφανίζονται ως τέτοιες, αλλά πρωτίστως σχέσεις εξάρτησης, υποτέλειας, υποταγής και υποδούλωσης. Για το μόνο που νοιάζεται ο «σκληρός πυρήνας» της ΕΕ είναι για το πόσο γρήγορα η ελληνική κυβέρνηση θα υλοποιήσει τις προσταγές του, πόσο γρήγορα θα «ρευστοποιηθεί» –με όρους κεφαλαίων και εργασίας–  η ελληνική οικονομία προς όφελος της χρηματιστικής κερδοσκοπίας και των πολυεθνικών, αλλά και για το πώς αναχαιτίζονται οι πολιτικές και κοινωνικές αντιδράσεις του λαού της χώρας.   
Πρέπει, ωστόσο, να αναγνωρίσουμε πως η αντίληψη ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός και οι διάφορες εκφράσεις του, όπως η ΕΕ, δεν είναι παρά μια «συμμαχία» κυρίαρχων τάξεων σε διάφορες βαθμίδες ανάπτυξης είναι μια άκρως διαδεδομένη άποψη, την οποία μπορεί κανείς να βρει εύκολα στα εγχειρίδια διεθνούς οικονομικής που διδάσκονται από την εποχή του 19ου αιώνα. Πηγή αυτής της αντίληψης ήταν οι θεωρητικοί και πολιτικοί εκπρόσωποι του μερκαντιλισμού (εμποροκρατισμού) του τέλους του 18ου αιώνα. Γιατί, όμως, θα πρέπει να την υιοθετήσουμε, όταν η πραγματικότητα δείχνει αυτό που επιστημονικά έχει αποδείξει από την εποχή του κιόλας ο Μαρξ, δηλαδή ότι η παγκόσμια αγορά και γενικότερα η παγκόσμια οικονομία του καπιταλισμού απορροφά, συμπαρασύρει, αφομοιώνει όλες τις χώρες του κόσμου όχι ισότιμα ή ισόμετρα, όχι αυτεξούσια ή αρμονικά, ούτε βέβαια με τους ίδιους όρους, αλλά με όρους επιβολής και κυριαρχίας των ισχυροτέρων πάνω σε όλους τους υπόλοιπους . Η παγκόσμια οικονομία του καπιταλισμού συνοψίζεται στην αέναη προσπάθεια της ισχυρότερης κάθε φορά αστικής τάξης, του ισχυρότερου κεφαλαίου –με όρους παραγωγής, παραγωγικότητας, συγκέντρωσης και πολιτικής ισχύος– να εκμεταλλευτεί μέχρι εξαντλήσεως χώρες-εταίρους, λαούς και αστικές τάξεις. Γ’ι αυτό και πίσω από κάθε «συμμαχία», κάθε «συνεταιρισμό» στην παγκόσμια οικονομία κρύβονται πάντα σχέσεις εξάρτησης, υποταγής και υποδούλωσης, βρίσκεται η πάλη για επιβολή και κυριαρχία με οικονομικούς και πολιτικούς όρους. Το να θεωρεί κανείς ως πρωτεύον ή κυρίαρχο χαρακτηριστικό το «συνεταιρισμό» ή τη «συμμαχία», αντί να αναδεικνύει σε τι συνίστανται κάθε φορά αυτές οι σχέσεις εξάρτησης και υποταγής, σε τι αφορά η πάλη για επικυριαρχία που βρίσκεται πίσω από τις εκάστοτε «διεθνείς συμφωνίες» και συμπράξεις, τότε το λιγότερο που κάνει είναι να παραμορφώνει την πραγματικότητα. Δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να υποκαθιστά το κοινωνικο-πολιτικό περιεχόμενο με τη νομική μορφή.
Παρεμπιπτόντως θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε ένα απλό περιστατικό από την ιστορία του επαναστατικού κινήματος, το οποίο δείχνει πολύ παραστατικά αυτό που προσπαθούμε να πούμε. Όταν το 1919 οι μπολσεβίκοι συζητούσαν το νέο τους πρόγραμμα, κάποιος πρότεινε να απαλειφθεί η αναφορά του προσχεδίου που ήθελε τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες να τραβιούνται στην παγκόσμια οικονομία με όρους υποδούλωσης, υποταγής και εξάρτησης, ιδίως την περίοδο του ιμπεριαλισμού. Αντί γι’ αυτή πρότεινε την εξής διατύπωση: «η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων που, με βάση την ανταλλαγή εμπορευμάτων και την εξαγωγή κεφαλαίων, τράβηξε όλους τους λαούς στην παγκόσμια οικονομία». Η απάντηση του Λένιν νομίζουμε ότι ήταν χαρακτηριστική: Η προτεινόμενη διατύπωση «εμφανίζει τα πράγματα πολύ αρμονικά, γιατί εκεί γίνεται απλώς λόγος για το τράβηγμα όλων των λαών στην παγκόσμια οικονομία!! Λες κι όλοι οι λαοί τραβήχτηκαν ισόμετρα στην παγκόσμια οικονομία! Λες και δεν υπήρχαν σχέσεις υποδούλωσης ανάμεσα στους πολιτισμένους και μη πολιτισμένους λαούς ακριβώς με βάση το τράβηγμα στην παγκόσμια οικονομία!» (Άπαντα, τ. 34, σ. 355-56).
Ακριβώς με την ίδια συλλογιστική, πίσω από την όποια «συμμαχία» της Ελλάδας με την ΕΕ και παραπέρα με το διεθνές σύστημα του σύγχρονου μονοπωλιακού καπιταλισμού βρίσκονται σχέσεις οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής υποδούλωσης, που γίνονται ολοένα και πιο ασφυκτικές, στη βάση της στενότερης «συμμαχίας» του ελληνικού καπιταλισμού με την ΕΕ. Και αυτές ακριβώς τις σχέσεις ιμπεριαλιστικής εξάρτησης της χώρας και του λαού από την ΕΕ πρέπει να αναδεικνύουμε, γιατί αλλιώς θα διολισθήσουμε σε μια γενική αντικαπιταλιστική κριτική δίχως πολιτική αιχμή, κριτική που δεν θα αποκαλύπτει την πραγματικότητα στο λαό και δυστυχώς θα είναι καταδικασμένη να αντλεί τα ερμηνευτικά σχήματά της, όσο αντικαπιταλιστικά, επαναστατικά, ταξικά κι αν τα εμφανίζει, από την κυρίαρχη προπαγάνδα και την επίσημη φιλολογία περί «ισχυρής» ή «αναβαθμισμένης» Ελλάδας μέσω της συμμετοχής της στην ΕΕ. Μια τέτοια κριτική δεν υποστηρίζει το αίτημα της αποδέσμευσης, αλλά το «αδειάζει» από τον άμεσο, επιτακτικό και επείγοντα χαρακτήρα του για το λαό και τη χώρα, ενώ στην καλύτερη περίπτωση το συνδέει με το απώτερο «σοσιαλιστικό αύριο». Βέβαια, το να ανάγει κανείς όλα τα άμεσα αιτήματα της πάλης της εργατικής τάξης και του λαού στη σοσιαλιστική προοπτική, μπορεί να φαντάζει εξόχως ριζοσπαστικό, όμως στην πράξη έχει αποδειχτεί ότι στενεύει την κοινωνική και πολιτική εμβέλεια των αιτημάτων και διευκολύνει την εγκατάλειψή τους στο όνομα του «στρατηγικού στόχου».

Υπάρχουν «κοινά συμφέροντα» ανάμεσα στις αστικές τάξεις των διαφόρων χωρών;
 
Μπορούν όλες αυτές οι ταυτίσεις στις κεντρικές επιλογές και κατευθύνσεις να εξηγηθούν μέσα από την κυριαρχία κάποιων «κοινών συμφερόντων» ανάμεσα στις αστικές τάξεις των χωρών της ΕΕ και των ΗΠΑ; Από πότε, όμως, στις δοσοληψίες ανάμεσα σε καπιταλιστές και ιμπεριαλιστές πρυτανεύει το «κοινό συμφέρον»; Το γεγονός ότι υπάρχουν καπιταλιστές που κυριαρχούν σε όλες τις χώρες και εκμεταλλεύονται τους λαούς και τις εργατικές τάξεις καθόλου δεν σημαίνει ότι πρυτανεύουν ανάμεσά τους «κοινά συμφέροντα». Το συμφέρον το οποίο κυριαρχεί ανάμεσα στους καπιταλιστές είναι η ιδιοτέλεια στο κυνήγι του μεγαλύτερου κέρδους, που οδηγεί αναγκαστικά στον ανταγωνισμό, στη σύγκρουση, στην εξοντωτική πάλη αναμεταξύ τους για μεγαλύτερα μερίδια αγοράς, για προνόμια και πρόσθετα κέρδη. Η ανάγκη να συντριβεί, να εκτοπιστεί ή να απορροφηθεί ο ανταγωνιστής στην αγορά αποτελεί την πιο θεμελιώδη, ενστικτώδη ανάγκη του καπιταλιστή. Διαφορετικά δεν μπορεί να επιβιώσει ούτε ο ίδιος, μιας και δεν μπορεί να υπάρξει συσσώρευση του κεφαλαίου γενικά. Οι επιχειρηματικές συμπράξεις ή συμφωνίες, στο βαθμό που δεν αποτελούν «κοινά μέτωπα» στην πάλη του ανταγωνισμού, συνιστούν περιστασιακές ανάπαυλες, που οδηγούν τελικά σε μια πιο οξυμένη ανταγωνιστική σύγκρουση.
Η ιστορική διαιώνιση του καπιταλισμού ως σύστημα δεν επιτυγχάνεται επειδή οι καπιταλιστές και γενικά η αστική τάξη έχουν ενιαία άποψη, θέση και στάση για τα συμφέροντά τους, ούτε επειδή γενικά υπερισχύει το «κοινό συμφέρον» του εκμεταλλευτή έναντι των εκμεταλλευόμενων. Μια τέτοια άποψη θα μας οδηγούσε σε ηθικολογικές αντιλήψεις που αντιλαμβάνονται τον καπιταλισμό ως μια «μεγάλη συνωμοσία» των πλουσίων εναντίον των φτωχών. Η δύναμη που εξασφαλίζει τη συνέχεια του καπιταλισμού είναι ο ανταγωνισμός, ο οποίος εκδηλώνεται πρωταρχικά ανάμεσα στους καπιταλιστές. Η εκμετάλλευση του εργάτη από τον καπιταλιστή δεν γίνεται για τη χαρά του κέρδους γενικά αλλά κάτω από την αδήριτη ανάγκη της αναπαραγωγής και της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Μόνο που αναπαραγωγή και συσσώρευση δεν μπορούν να υπάρξουν, αν ο καπιταλιστής δεν αναμετρηθεί με τους ομοίους του στην αγορά, για να αποκτήσουν η παραγωγή και η ιδιοκτησία του «ανταλλακτική αξία». Οι ανάγκες του ανταγωνισμού είναι που σπρώχνουν τον καπιταλιστή να αναζητήσει διαθέσιμη εργατική δύναμη στη χαμηλότερη δυνατή τιμή, να διεκδικήσει καλύτερη θέση στην αγορά, να αντλήσει νέα κεφάλαια και να εξασφαλίσει καλύτερη δικτύωση σ’ όλα τα επίπεδα της οικονομίας, της κοινωνίας και της πολιτικής. Γι’ αυτό και πολύ εύστοχα ο Μαρξ θεωρούσε ότι ο ανταγωνισμός του κεφαλαιοκράτη με τον εργάτη, αλλά και των εργατών μεταξύ τους, δεν είναι τίποτε άλλο παρά έκφραση του ανταγωνισμού στο εσωτερικό του ίδιου του κεφαλαίου, ανάμεσα στους ίδιους τους καπιταλιστές. Και αυτός ο ανταγωνισμός μετεμφυτεύεται διαρκώς σ’ όλα τα επίπεδα της κοινωνίας, με πρώτη και κύρια την οικονομία, έως ότου οδηγήσει τους πάντες σε σύγκρουση με τους πάντες, όχι μόνο τους καπιταλιστές μεταξύ τους ή τους καπιταλιστές με τους εργάτες αλλά και τους εργάτες με τους εργάτες, όπως και τους αστούς με τους αστούς. Όσο πιο ανεπτυγμένος είναι ο καπιταλισμός τόσο πιο καθολικός και εξοντωτικός γίνεται ο ανταγωνισμός.
Με το μονοπώλιο ο ανταγωνισμός φτάνει στο αποκορύφωμά του. Μάλιστα τα σύγχρονα πολυεθνικά μονοπώλια έχουν οδηγηθεί σε τέτοιο επίπεδο συγκέντρωσης κεφαλαίου που οι διεθνείς άμεσες επενδύσεις τους είναι κατά 90% εξαγορές και συγχωνεύσεις, όταν σε ολόκληρη την μεταπολεμική περίοδο έως και τη δεκαετία του ’80 το αντίστοιχο ποσοστό δεν ξεπέρασε το 40%. Με άλλα λόγια, οι πολυεθνικές σήμερα δεν μπαίνουν ούτε καν στον κόπο να επενδύσουν εξαρχής, για να διεκδικήσουν την αγορά από το διεθνή ή τοπικό ανταγωνισμό, απλώς εξαγοράζουν ή απορροφούν τους ανταγωνιστές τους, περιορίζοντας δραστικά τα όποια περιθώρια δράσης σε οποιαδήποτε άλλη επιχειρηματική μορφή. Με τον τρόπο αυτό οι πολυεθνικές έχουν τη δυνατότητα να μετεμφυτεύουν τον εξοντωτικό ανταγωνισμό σε οποιαδήποτε αγορά του κόσμου, όσο περιθωριακή ή προφυλαγμένη κι αν είναι. Στη βάση αυτή οι σύγχρονες αγορές έχουν μεταβληθεί σε «συγκοινωνούντα δοχεία», όπου βασιλεύει η αδυσώπητη αναμέτρηση δύναμης ανάμεσα σε γιγαντιαία επιχειρηματικά συγκροτήματα. Σ’ αυτή την αναμέτρηση δεν υπάρχουν ούτε όρια ούτε κανόνες, τα πάντα είναι στη διάθεση του ανταγωνισμού για την επικράτηση του ισχυροτέρου. Ακόμη και ο πόλεμος έχει πια μετατραπεί σε μέσο οικοδόμησης μιας πιο ανταγωνιστικής παγκόσμιας οικονομίας.
Πότε οι καπιταλιστές αναγκάζονται να πάνε κόντρα στη φύση τους και να αναδείξουν το «κοινό συμφέρον» τους; Μόνο όταν απειλούνται άμεσα και πρακτικά από τον «κοινό εχθρό» τους. Και αυτός δεν είναι άλλος από το εργατικό και λαϊκό κίνημα. Όποτε οι αστικές τάξεις, οι καπιταλιστές νιώθουν ότι περιορίζονται ασφυκτικά οι ορίζοντές τους, ότι απειλούνται από την άνοδο της πάλης του λαού και της εργατικής τάξης, μόνο τότε θυμούνται ότι έχουν «κοινά συμφέροντα», δηλαδή το «κοινό συμφέρον» της πολιτικής και κοινωνικής τους επιβίωσης ως σύστημα εκμετάλλευσης. Στις διεθνείς σχέσεις του ιμπεριαλισμού, μόνο σε μία ιστορική περίοδο κατόρθωσε να υπερισχύσει το «κοινό συμφέρον» όλων των ιμπεριαλιστών. Και αυτή ήταν η εποχή του υπαρκτού σοσιαλισμού, που συνδέθηκε αντικειμενικά και άμεσα με τη ραγδαία άνοδο των οργανωμένων κινημάτων της εργατικής τάξης σε όλες τις χώρες και των λαϊκών κινημάτων που σύντριψαν το φασισμό και την αποικιοκρατία. Υπάρχει κάποια τέτοια απειλή στον ορίζοντα, που θα εκβίαζε σήμερα τη «συμμαχία» των ιμπεριαλιστών ως παγκόσμιο σύστημα. Όχι βέβαια.
Ποτέ άλλοτε δεν στάθηκε δυνατό να υπερισχύσει κάποιο άλλο «κοινό συμφέρον» που θα μπορούσε να συνενώσει τους ιμπεριαλιστές. Οι «συμμαχίες» και οι «συνασπισμοί» τους ήταν πάντα λυκοφιλίες στις παραμονές γενικευμένων αναμετρήσεων, που δύο φορές στον 20ο αιώνα οδήγησαν σε παγκόσμιο πόλεμο. Ο κανόνας στον ιμπεριαλισμό είναι η διαρκής μάχη για την οικονομική διαίρεση του κόσμου ανάμεσα στα κυρίαρχα κρατικομονοπωλιακά συγκροτήματα κάθε εποχής. Θα ήταν μάλλον παράξενο να φανταστεί κανείς ότι σήμερα μπορεί να ισχύσει κάτι άλλο. Και αυτό γιατί το μόνο «κοινό συμφέρον» ανάμεσα σε καπιταλιστές και ιμπεριαλιστές είναι το συμφέρον της επιβολής του ενός πάνω στον άλλο, το συμφέρον να επικρατήσει ο ένας στον ανταγωνισμό εις βάρος του άλλου.
Το γεγονός λοιπόν ότι η αστική τάξη της Ελλάδας ή οι αστικές τάξεις της ΕΕ «αναγνωρίζουν» την ηγεμονία των ΗΠΑ οφείλεται πρώτα και κύρια στο γεγονός ότι το αμερικανικό κεφάλαιο επικρατεί στον παγκόσμιο ανταγωνισμό και επιβάλλει ένα καθεστώς εξάρτησης και υποταγής ακόμη και σε ανεπτυγμένες ιμπεριαλιστικές χώρες. Η κατάσταση αυτή επιδρά καταλυτικά και στο εσωτερικό της αστικής τάξης σε κάθε χώρα, επιφέροντας ακόμη και στις μονοπωλιακές της κορυφές σοβαρές διαφοροποιήσεις και ανατροπές. Τα τμήματα εκείνα που δικτυώνονται περισσότερο με τα αμερικανικά συμφέροντα, που οικοδομούν σχέσεις με το αμερικάνικο χρηματιστικό κεφάλαιο και συνδέονται οργανικά με την ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας με τους ρυθμούς και τους όρους τους οποίους επιβάλλουν οι ΗΠΑ παίρνουν το πάνω χέρι στην κορυφή της αστικής τάξης και επιδιώκουν να μεταλλάξουν «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση» το συνολικό πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο συγκρότησης της κάθε χώρας. Στη βάση αυτή έχει δημιουργηθεί μια διεθνής κρατικομονοπωλιακή ολιγαρχία, αποτελούμενη από τα επιτελεία των πολυεθνικών, των μεγάλων χρηματιστικών ομίλων και των διεθνών οργανισμών, που διαπλέκεται σε υπερεθνικό επίπεδο και μετεμφυτεύεται στις κορυφές της αστικής πολιτικής σε κάθε χώρα, μεγάλης και μικρής. Έμβλημα αυτής της διεθνούς ολιγαρχίας είναι το έμβλημα της κυρίαρχης οικονομικής δύναμης του ιμπεριαλισμού, δηλαδή των ΗΠΑ. Όχι γιατί αντλεί την εθνική καταγωγή της από τις ΗΠΑ, αλλά γιατί έχει συνδέσει την υπερεθνική της επιβολή πρώτα και κύρια με την κυριαρχία των ΗΠΑ.
Αυτό το νόημα έχει και το κίνημα «εξαμερικανισμού» της οικονομίας, της κοινωνίας και της πολιτικής των ευρωπαϊκών χωρών που φαίνεται να εκφράζουν σήμερα οι περισσότερες από τις ηγεσίες των κομμάτων εξουσίας στην ΕΕ και όχι μόνο. Αυτό το νόημα είχε άλλωστε και ο διαχωρισμός της Ευρώπης από τους Αμερικανούς σε «παλιά» και «νέα» Ευρώπη. Στο έδαφος αυτό εμφανίζονται απειλές ακόμη και για την εθνική υπόσταση και μεγάλων ιμπεριαλιστικών χωρών, όπως η Γαλλία. Οι συγκρούσεις που εκδηλώνονται στο εσωτερικό των αστικών κομμάτων εξουσίας αλλά και ανάμεσά τους εκφράζουν τις περισσότερες φορές με ιδιότυπο τρόπο τη σύγκρουση ανάμεσα στους εκφραστές του σύγχρονου ιμπεριαλισμού της επικυριαρχίας των ΗΠΑ και εκείνους που επιμένουν να υπερασπίζονται τις παλιότερες μονοπωλιακές και ιμπεριαλιστικές δομές. Η σύγκρουση των «νέων Εργατικών» του Μπλερ με τους «παλιούς» ηγέτες του κομματός του, αλλά και ανάμεσα στους παραδοσιακούς και «νέους» Τόρυς στη Βρετανία, καθώς και η σύγκρουση στο εσωτερικό του κόμματος του Σιράκ σχετικά με την ανάγκη να απαλλαγεί από τις παραδοσιακές ντεγκολικές αναφορές, όπως και οι συγκρούσεις κορυφής στο Γαλλικό Σοσιαλιστικό κόμμα σχετικά με το «κονωνικό πρότυπο» της Γαλλίας δεν μπορούν να κατανοηθούν έξω από το πλαίσιο που αναφέραμε. Όμως στο έδαφος του ιμπεριαλισμού καμιά τύχη δεν μπορεί να έχει η υπεράσπιση της «γαλλικότητας», της «βρετανικότητας», ή της «ευρωπαϊκότητας» έναντι της επικυριαρχίας των ΗΠΑ εκτός από τον εκφυλισμό της σε μια γενικευμένη αντιδραστική αναμέτρηση σκοταδισμού, σε μια ολοκληρωτική πολιτική και στρατιωτική σύγκρουση. Γι’ αυτό και όσοι ονειρεύονται την ΕΕ ως «αντίπαλο πόλο» του ιμπεριαλισμού έναντι των ΗΠΑ δεν είναι απλά αιχμάλωτοι μιας αντιδραστικής ουτοπίας, αλλά επιθυμούν στην πράξη να σπρώξουν τις εσωτερικές συγκρούσεις των ιμπεριαλιστών έως την τελική αναμέτρηση, ό,τι κι αν σημαίνει κάτι τέτοιο για την ανθρωπότητα ως σύνολο.
Οι σημερινές συμμαχίες, συνασπισμοί, διεθνείς οργανισμοί και μηχανισμοί παρέμβασης, όπως είναι η ΕΕ, συνιστούν τη συγκεκριμένη αρχιτεκτονική της παγκόσμιας κυριαρχίας των ΗΠΑ. Ένα καθεστώς παγκόσμιας κυριαρχίας που δεν βασίζεται τόσο στην πολιτικο-στρατιωτική ισχύ της χώρας, αλλά κυρίως στο γεγονός ότι αντιπροσωπεύει τις πιο ανεπτυγμένες μορφές και δράσεις του σύγχρονου πολυεθνικού μονοπωλιακού κεφαλαίου. Γι’ αυτό και η κυριαρχία των ΗΠΑ δεν χρειάζεται να εκφράζεται ως αυτοκρατορία με τη μορφή που είχε η βρετανική παντοκρατορία το 19ο αιώνα, ενώ ταυτόχρονα έχει δυνατότητες διείσδυσης, καθυπόταξης, υποδούλωσης και επιβολής που ποτέ στο παρελθόν δεν είχε καμιά μορφή αποικιοκρατικού ιμπεριαλισμού.


Υπάρχει πρόβλημα βιωσιμότητας της ελληνικής οικονομίας;

Το αν μπορεί υπό τις υπάρχουσες κυρίαρχες συνθήκες να επιβιώσει η εθνική οικονομία και ως εκ τούτου η χώρα δεν είναι κάτι που απασχολεί μόνο το κεφάλαιο αλλά πρώτα και κύρια τον εργαζόμενο λαό. Κι αυτό γιατί η εργατική τάξη και ο λαός δεν έχουν κανέναν άλλο τρόπο να αντλήσουν τα προς το ζην, δεν διαθέτουν κανένα άλλο μέσο στήριξης και βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου τους εκτός από την διασφάλιση της βιωσιμότητας της εθνικής οικονομίας και ανάπτυξής της για δικό τους όφελος, ενώ αντίθετα οι μονοπωλιακές κορυφές του κεφαλαίου διαθέτουν δυνατότητες διεθνούς επέκτασης και άντλησης κερδών από το εξωτερικό και την παγκόσμια αγορά. Το μόνο «κέρδος» που η εργατική τάξη και ο λαός μπορούν να περιμένουν από την κατάρρευση της εθνικής οικονομίας, κάτω από τις συνθήκες του εντεινόμενου παγκόσμιου ανταγωνισμού, είναι η εξαθλίωση και η οικονομική προσφυγιά.
Υπάρχει ενδεχόμενο κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας; Φυσικά και υπάρχει. Η χρεωκοπία χωρών όπως η Αργεντινή, η ξαφνική εμφάνιση «οικονομικών θαυμάτων» και η ακόμη πιο ξαφνική ολοκληρωτική κατάρρευσή τους όχι μόνο δεν αποτελούν μεμονωμένα παραδείγματα, αλλά συνιστούν οργανικό στοιχείο του ανταγωνισμού στη σύγχρονη παγκόσμια αγορά. Η επιβολή από το πολυεθνικό κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό όρων «ανοιχτής οικονομίας» και «εξαγωγικού προσανατολισμού» μετέτρεψε τις εθνικές οικονομίες σε έρμαια των συνθηκών της παγκόσμιας αγοράς, υπονόμευσε ανεπανόρθωτα τα όποια συστήματα ρύθμισης διέθεταν παραδοσιακά οι εθνικές οικονομίες για να «προστατεύονται» από τις θύελλες του παγκόσμιου ανταγωνισμού. Η κατάσταση αυτή μετέτρεψε το ενδεχόμενο της χρεωκοπίας και της κατάρρευσης σε πραγματική άμεση απειλή ιδιαίτερα για τις ιμπεριαλιστικά εξαρτημένες χώρες, ως λογική απόρροια όχι μιας γενικευμένης κρίσης της παγκόσμιας οικονομίας του καπιταλισμού, όπως συνέβαινε σε παλιότερες εποχές, αλλά της ίδιας της «ομαλής» λειτουργίας της παγκόσμιας αγοράς.
Η όλο και μεγαλύτερη στήριξη ιδίως των εξαρτημένων χωρών στην άντληση κεφαλαίων από την παγκόσμια αγορά για επενδύσεις, υποδομές και μεγέθυνση δεν τις μετέτρεψε απλώς σε «ασφαλή καταφύγια» υψηλής κερδοφορίας για το πολυεθνικό κεφάλαιο και τα διεθνή κυκλώματα χρηματιστικής κερδοσκοπίας, αλλά ενίσχυσε ταυτόχρονα τις διαδικασίες κοινωνικής και παραγωγικής ερήμωσης, αποσύνθεσης και αποσάθρωσης των οικονομιών τους. Η παγκόσμια οικονομία του καπιταλισμού σήμερα έχει οικοδομηθεί έτσι ώστε το πολυεθνικό κεφάλαιο και η διεθνής χρηματιστική κερδοσκοπία να καρπώνονται μέχρις εξαντλήσεως την «αφρόκρεμα» των πόρων και των κερδών από όλες τις χώρες, αφήνοντας πίσω τους τις ζημιές, τη μιζέρια, τις καταστροφές και τα θύματα στην αρμοδιότητα της εθνικής οικονομίας. Γι’ αυτό και παρατηρούμε διαρκώς να «βουλιάζουν» εθνικές οικονομίες κάτω από το δυσβάσταχτο βάρος των συνεπειών της εσωτερίκευσης του παγκόσμιου ανταγωνισμού. Μπροστά σ’ αυτή την απειλή οι σημερινές εθνικές κυβερνήσεις των κυρίαρχων τάξεων, ιδίως των εξαρτημένων χωρών με χαμηλό επίπεδο παραγωγής και παραγωγικότητας, αδυνατούν να απαντήσουν, στέκουν ανήμπορες να την αντιμετωπίσουν, δεν είναι σε θέση να την αποτρέψουν πάνω στο έδαφος του σύγχρονου μονοπωλιακού καπιταλισμού. Κι αυτό γιατί σήμερα η θωράκιση της εθνικής οικονομίας απέναντι στο διεθνή ανταγωνισμό, ακόμη κι αν γίνεται από τη σκοπιά της προστασίας του ντόπιου κεφαλαίου, προϋποθέτει στην πράξη την αμφισβήτηση των σύγχρονων κυρίαρχων δυνάμεων της παγκόσμιας αγοράς, των κανόνων «απορρύθμισης» και «ανοιχτής οικονομίας» που επιβάλλουν. Αυτός είναι κι ο λόγος που το μονοπωλιακό κεφάλαιο και οι πολιτικοί του εκπρόσωποι, ιδίως στις χώρες υπό καθεστώς ιμπεριαλιστικής εξάρτησης, εναποθέτουν όλες τους τις ελπίδες στη στενή τους πρόσδεση στους υπάρχοντες υπερεθνικούς ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς παρέμβασης, όπως είναι το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα αλλά και η ΕΕ.
Επομένως το πρόβλημα της βιωσιμότητας της εθνικής οικονομίας αποτελεί σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, κορυφαίο ζήτημα της ταξικής πάλης. Από τον τρόπο με τον οποίο απαντά στο ζήτημα αυτό καθεμιά από τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις καθορίζεται η ταξική ταυτότητα και ο προσανατολισμός της. Η άρχουσα τάξη στην Ελλάδα έχει συνδέσει ιστορικά τη βιωσιμότητα της χώρας με την εξάρτησή της από το ξένο κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό. Από την εποχή των «χρυσοκάνθαρων» και των «χαβιαρόχανων» του 19ου αιώνα έως σήμερα κυριαρχεί με διάφορες παραλλαγές η θεωρία της «ψωροκώσταινας», με βάση την οποία η χώρα δεν διαθέτει τα μέσα και τους πόρους για μια ανεξάρτητη πορεία, δεν διαθέτει τα «εφόδια» των μεγάλων χωρών για να αντισταθεί στη λαίλαπα της παγκόσμιας αγοράς και στις κυρίαρχες δυνάμεις της. Οπότε, ένας ήταν πάντα ο «μονόδρομος»: η υποταγή στις εκάστοτε απαιτήσεις του ξένου κεφαλαίου, των μεγάλων δυνάμεων και του ιμπεριαλισμού. Αυτό το καθεστώς εξάρτησης και υποτέλειας υπήρξε ανέκαθεν το κύριο στήριγμα της οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας της αστικής τάξης στην Ελλάδα.
Υπάρχει σήμερα καθεστώς εξάρτησης και υποτέλειας του ελληνικού καπιταλισμού; Μόνο η άγνοια των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών δεδομένων θα οδηγούσε κάποιον να απαντήσει αρνητικά. Σήμερα το ξένο κεφάλαιο που εισάγεται ετήσια στη χώρα με τη μορφή δανείων, τοποθετήσεων στην εγχώρια χρηματοπιστωτική αγορά και άμεσων επιχειρηματικών επενδύσεων έχει συνολική αξία η οποία ισοφαρίζει το ΑΕΠ της χώρας. Στην πράξη το εισαγόμενο ξένο κεφάλαιο «αγοράζει» και «πουλά» σε ετήσια βάση ολόκληρη την ελληνική οικονομία. Από το ελληνικό χρηματιστήριο –και ως εκ τούτου ολόκληρη την ελληνική χρηματαγορά– έως τη χρηματοδότηση του ελληνικού κράτους, τα πάντα ελέγχονται πρωτίστως από το ξένο κεφάλαιο. Είναι δύσκολο να βρεθεί άλλη ιστορική εποχή του ελληνικού καπιταλισμού, ακόμη και την εποχή του ιμπεριαλιστικού «διεθνούς οικονομικού ελέγχου», που το ξένο κεφάλαιο να παίζει τόσο καθοριστικό ρόλο. Για λόγους σύγκρισης μπορούμε να αναφέρουμε ότι το επενδυτικό κεφάλαιο που εξάγεται από τη χώρα δεν ξεπερνά σε ετήσια βάση το 10% του ΑΕΠ της. Η τρομακτική αυτή ψαλίδα έχει μεταβάλει όχι μόνο τα πιο ισχυρά ντόπια μονοπώλια αλλά και το ίδιο το κράτος σε άμεσο εξάρτημα των κερδοσκοπικών επιδιώξεων του ξένου, πολυεθνικού κεφαλαίου.
Η εμπορική εξάρτηση της χώρας δεν παρουσιάζει καλύτερη εικόνα. Ενώ τη δεκαετία του ’80 η εισαγωγική διείσδυση ξένων προϊόντων και υπηρεσιών δεν ξεπερνούσε το 40% της συνολικής εγχώριας ζήτησης, σήμερα ξεπερνά το 56%. Αντίθετα η εξαγωγική επίδοση της ελληνικής οικονομίας -και αυτό παρά τον «εξαγωγικό προσανατολισμό» της- κατρακυλά διαρκώς από το 29% των αρχών του ’90 στο 25% σήμερα. Αυτό υποδηλώνει και μια σοβαρή υποχώρηση του ειδικού βάρους της χώρας στο παγκόσμιο εμπόριο, που σήμερα κυριαρχείται κατά 75% (έναντι 40% της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου) από τα προϊόντα και τις υπηρεσίες της σύγχρονης βιομηχανίας. Ο περίφημος «εξαγωγικός προσανατολισμός» της χώρας δεν την μετέτρεψε απλώς σε εμπορική αποικία, αλλά την οδήγησε σε μια ακόμη πιο περιθωριακή θέση στα πλαίσια της παγκόσμιας αγοράς.
  Ο ξένος δανεισμός υπήρξε από ιδρύσεως ελληνικού κράτους ένας από τους κύριους και κατά εποχές ο κυριότερος μοχλός εξάρτησης της χώρας. Σήμερα το δημόσιο χρέος, αν και επισήμως κινείται γύρω στο 110% του ΑΕΠ της χώρας, στην πραγματικότητα με την πρόσθεση και τα «κρυφών χρεών» ξεπερνά το 170%. Όμως το κυριότερο είναι το γεγονός ότι ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των τοκοχρεωλυσίων ξεπερνά ήδη κατά πολύ, σχεδόν στο διπλάσιο, τον ετήσιο ρυθμό ανόδου του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι στην πράξη η χώρα δεν είναι απλώς υπερχρεωμένη στο ξένο χρηματιστικό κεφάλαιο, αλλά αντιμετωπίζει άμεσα το φάσμα της χρεωκοπίας, μιας και είναι αδύνατο με τους σημερινούς όρους και συνθήκες εξάρτησης να αντιμετωπιστεί αυτή η υπερχρέωση, ακόμη κι αν στραγγιστούν μέχρι τελευταίας ρανίδας ο λαός και η χώρα. Με άλλα λόγια, το εξωτερικό χρέος θέτει από μόνο του θέμα βιωσιμότητας της ελληνικής οικονομίας. Ειδικά μετά την έλευση του «ευρώ» η διόγκωση του δημόσιου χρέους έχει γίνει ένα από τα πρωτεύοντα θέλγητρα εισροής ξένου κεφαλαίου με στόχο την κερδοσκοπία με κρατικά έντοκα γραμμάτια. Το «ευρώ», δηλαδή, έχει μετατρέψει το δημόσιο χρέος σε μια αυτοτροφοδοτούμενη κερδοσκοπική επιχείρηση για τους μεγάλους «θεσμικούς επενδυτές» του εξωτερικού, δίχως την παραμικρή δυνατότητα αντιστροφής αυτής της τάσης υπό τις υπάρχουσες συνθήκες εξάρτησης.
Το συμπέρασμα είναι ότι η οικονομική εξάρτηση ήταν και παραμένει το κυρίαρχο γνώρισμα του ελληνικού καπιταλισμού. Σήμερα μάλιστα, κυρίως μετά την ένταξη στην ΟΝΕ και την αποδοχή του «ευρώ», το βάθεμα της εξάρτησης έχει πάρει χαρακτηριστικά που σε άλλες εποχές χαρακτήριζαν ημιαποικίες και αποικίες. Η χώρα σήμερα δεν έχει δικό της νόμισμα, ούτε καν είναι σε θέση να διαχειριστεί με τους δικούς της εσωτερικούς όρους και προτεραιότητες τα δημοσιονομικά της. Πόσο μάλλον να σχεδιάσει και να ασκήσει δική της αυτόβουλη πολιτική, ακόμη και από τη σκοπιά της ντόπιας αστικής τάξης. Αυτό που επιδιώκουν σήμερα οι ντόπιες μονοπωλιακές κορυφές και οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι είναι να αναδειχθούν σε προτιμώμενους «υπεργολάβους» και ευνοούμενους «σέμπρους» τους οποίους αξιοποιεί για τις βρομοδουλειές του στην ευρύτερη περιοχή ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ και το «διευθυντήριο» της ΕΕ. Ανάλογη περίοδος υποτέλειας δύσκολα θα βρεθεί σ’ ολόκληρη την περίοδο του ελληνικού κράτους από την εποχή της «πράξης υποταγής» του Κωλέττη (1826).
Τι σημαίνουν όλα αυτά για την κατάσταση και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας; Η Ελλάδα αντιμετωπίζει τον άμεσο κίνδυνο οικονομικής και κοινωνικής κατάρρευσης. Η συνολική οικονομική πολιτική της κυβέρνησης της ΝΔ, όπως και των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ παλιότερα, πέρα από τον βάρβαρα αντιλαϊκό της χαρακτήρα, αποτελεί στην ουσία τους κυνική ομολογία ότι ο κυρίαρχος συνασπισμός εξουσίας αδυνατεί πλήρως να αντιμετωπίσει έστω και προσωρινά το γενικό ξεχαρβάλωμα και τη συνολική αποδιάρθρωση της οικονομίας. Έτσι σε μια παρακμάζουσα οικονομία, η οποία όλα τα προηγούμενα χρόνια στηρίχθηκε στην επέκταση της καταναλωτικής δαπάνης, η κυβέρνηση αναγκάζεται να πάρει μέτρα που επιδρούν άμεσα και δραστικά στην κατανάλωση. Μια κατανάλωση που έτσι κι αλλιώς δεν στηρίχθηκε καθόλου ούτε στην ανάπτυξη της παραγωγικής βάσης της οικονομίας ούτε στην ενίσχυση της πραγματικής ζήτησης στην εγχώρια αγορά. Γι’ αυτό και εξαρχής ήταν παρασιτική, πλασματική και βαθιά αντιπαραγωγική.
Η πολιτική αυτή της κυβέρνησης δεν είναι αποτέλεσμα σχιζοφρένιας, αλλά πρώτα και κύρια προϊόν των επιταγών στήριξης του συστήματος της ΟΝΕ και του ευρώ, που ήδη διέρχονται σοβαρή κρίση διάρκειας. Η ελληνική οικονομία και μαζί ο λαός της χώρας πρέπει να θυσιαστούν, να τεθούν σε τροχιά γενικευμένης δυσπραγίας και να μπουν στο γύψο επ’ αόριστον, ώστε να αποδειχθεί οικονομικά βιώσιμο το «ισχυρό νόμισμα», το «σύμφωνο σταθερότητας» και τα γνωστά δημοσιονομικά «κριτήρια». Κι αυτό το λένε ανοιχτά. Το παραδέχονται και το θεωρούν απολύτως φυσιολογικό.
Η επιβολή της ΟΝΕ και η υιοθέτηση του «ευρώ» υπήρξαν, εκτός απ’ όλα τα άλλα, η κορύφωση μιας αντιδραστικής διαστροφής της συνολικής οικονομικής πολιτικής. Δεν έχουν πια καμιά σημασία η πραγματική οικονομία, οι υπαρκτές παραγωγικές της δυνάμεις, αλλά μόνο η διεστραμμένη απεικόνισή τους στο επίπεδο των νομισματικών και δημοσιονομικών μεγεθών. Η οικονομία έπαψε να εκφράζει ανάγκες, σχέσεις και αντιθέσεις που σχετίζονται με πραγματικά κοινωνικά μεγέθη, όπως κέρδη, μισθοί, απασχόληση, παραγωγή, κατανάλωση, φτώχεια. Έπρεπε μια για πάντα να κλειδωθεί ερμητικά στον εικονικό κόσμο των μεταβλητών του χρήματος, να αποστειρωθεί σ’ έναν κόσμο λογιστικών μεγεθών, όπου το μόνο που έχει σημασία είναι ό,τι επηρεάζει άμεσα την «αξιοποίηση» του χρήματος. Έτσι ο πληθωρισμός, τα δημοσιονομικά ελλείμματα και το ΑΕΠ –αυτός ο πιο εικονικός απ’ όλους τους γενικούς δείκτες μιας οικονομίας– αποτέλεσαν την «Αγία Τριάδα» της νέας οικονομικής θεολογίας.
Η λογική αυτή εκφράστηκε στην Ελλάδα με μια συνολική οικονομική πορεία που διακρίθηκε για τις απανωτές «στενωπούς», την άγρια μονόπλευρη λιτότητα, η οποία ουσιαστικά συνεχίζεται ανελλιπώς για δύο δεκαετίες, την απελευθέρωση των αγορών και της κερδοσκοπίας και τη θεοποίηση των ρυθμών του ΑΕΠ στη βάση μιας διαρκώς αυξανόμενης παραγωγικής υποβάθμισης. Όλα αυτά οδήγησαν σε μια οικονομία ακόμη περισσότερο σαθρή και ευάλωτη στην κρίση, με πιο οξυμένα τα παραδοσιακά της διαρθρωτικά προβλήματα, έρμαιο της παγκόσμιας αγοράς. Από αυτή την άποψη είναι χαρακτηριστικό ότι η ταχύρρυθμη άνοδος του ΑΕΠ όχι μόνο δεν έλυσε το αναπτυξιακό πρόβλημα της χώρας, αλλά το επιδείνωσε δραματικά. Οι βασικοί παραγωγικοί τομείς της ελληνικής οικονομίας είτε δεν παρουσιάζουν καμιά ανάπτυξη –όπως ο πρωτογενής τομέας– είτε αναπτύσσονται μερικά, αποσπασματικά και με μεγάλη καθυστέρηση –όπως η μεταποίηση και γενικά η βιομηχανία. Η άνοδος του ΑΕΠ προέρχεται κατά κύριο λόγο από τομείς υπηρεσιών αγοράς, που εξαρτώνται άμεσα από την επέκταση της εγχώριας καταναλωτικής δαπάνης. Έτσι οι κλάδοι του εμπορίου, των μεταφορών-επικοινωνιών, των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και των λοιπών υπηρεσιών συνέβαλαν από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 έως σήμερα κατά 53% στην αύξηση του ΑΕΠ, ένταντι 27% την προηγούμενη περίοδο. Ενώ οι βασικοί τομείς της πρωτογενούς παραγωγής και της μεταποίησης, που το 1995 συνεισέφεραν συνολικά το 22% του ΑΕΠ, συνέβαλαν μόλις κατά 7% στην αύξησή του στην περίοδο 1995 έως σήμερα.
Η κατάσταση αυτή απεικονίζει και την ουσία του «προβλήματος ανταγωνισμού» που αντιμετωπίζει η χώρα στην παγκόσμια αγορά, αλλά και την ακόμη μεγαλύτερη περιθωριοποίησή της. Σε μια παγκόσμια οικονομία όπου σήμερα κυριαρχεί απόλυτα η βιομηχανία, μια οικονομία του εμπορίου και των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, μια οικονομία χαμηλής παραγωγικής εξειδίκευσης και παροχής υπηρεσιών κατανάλωσης δεν μπορεί παρά να είναι εντελώς ανοχύρωτη απέναντι στις δυνάμεις ανταγωνισμού της παγκόσμιας αγοράς. Κάτι άλλωστε που φαίνεται κι από την τραγική κατάσταση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Η διαρκής επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου αποτελεί μια από τις πιο σοβαρές αναπτυξιακές πληγές της ελληνικής οικονομίας. Και έχει βέβαια άμεση σχέση με την παραγωγική υποβάθμιση και τα αναπτυξιακά αδιέξοδα. Νέοι κλάδοι, νέα προϊόντα και αγορές δεν διαμορφώνονται κι αυτό διευκολύνει τη διείσδυση εισαγόμενων προϊόντων στην ελληνική αγορά. Αυτή η τραγική κατάσταση δεν έχει περιοριστεί μόνο στη μεταποίηση και τη βιομηχανία γενικότερα αλλά ακόμη και στον αγροτικό τομέα, όπου κάποτε η Ελλάδα γνώριζε υπερεπάρκεια.
Σ’ αυτές τις συνθήκες οι κυβερνητικές πολιτικές έκαναν τα πάντα για να ενισχύσουν την κερδοσκοπική ασυδοσία των κάθε είδους «επενδυτών» και φυσικά του μεγάλου κεφαλαίου, ενώ, για να στηρίξουν την πλασματική ανάπτυξη του ΑΕΠ, οδήγησαν τη χώρα και το λαό της στη μέγκενη της υπερχρέωσης. Το χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό, έχει μεταβληθεί πια σε βασική προωθητική δύναμη του ελληνικού καπιταλισμού. Χαρακτηριστικό είναι ότι ιδίως μέσα στα τέσσερα τελευταία χρόνια η συνολική χρέωση έφτασε να αντιστοιχεί κοντά στο 50% του καθαρού διαθέσιμου εισοδήματος όλων των νοικοκυριών, μετατρέποντας έτσι την υπερχρέωση σε πρωταρχικό εισοδηματικό πρόβλημα για τα περισσότερα εργατικά νοικοκυριά.
Οι κυβερνητικές πολιτικές δεν περιορίστηκαν στην τεχνητή τόνωση της τελικής καταναλωτικής δαπάνης, δημόσιας και ιδιωτικής, μέσω του χρέους, αλλά προχώρησαν και στη δημιουργία μιας εντελώς κρατικοδίαιτης αγοράς προμηθειών και «μεγάλων έργων» προς όφελος του ιδιωτικού κεφαλαίου. Η τρομακτική σε έκταση σπατάλη προς όφελος της ιδιωτικής κερδοσκοπίας αποτελεί και μέτρο για να κατανοήσει κανείς τη βαθύτερη αιτία και των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Όσο περισσότερο ενισχύονται οι διαδικασίες απορρύθμισης του κράτους και ιδιωτικοποίησης της δημόσιας περιουσίας τόσο περισσότερο ισχυροποιείται η εσωτερική δυναμική των κρατικών ελλειμμάτων, ακόμη και αν οι φορολογικές επελάσεις και οι δρακόντειες περικοπές κοινωνικών δαπανών φαίνεται να «στρογγυλεύουν» συγκυριακά το φαινόμενο.
Παρόλα αυτά το ιδιωτικό κεφάλαιο δεν προχωρά σε σοβαρές επενδύσεις, ιδίως στην παραγωγική βάση της οικονομίας. Οι ασήμαντες ουσιαστικά επενδύσεις στην τεχνολογία παραγωγής, σε νέους τομείς και κλάδους υψηλής παραγωγικότητας έχουν οδηγήσει, όπως είναι φυσικό, στη διαρκή παραγωγική υποβάθμιση της ελληνικής οικονομίας. Κι αποτελούν φυσικά την εγγύηση για την παραπέρα διαιώνιση της μαζικής χρόνιας ανεργίας στην Ελλάδα. Από αυτή την άποψη είναι χαρακτηριστικό ότι ο βαθμός αξιοποίησης του παραγωγικού δυναμικού στην ελληνική οικονομία μόλις που κατορθώνει να υπερβεί το 70%, δηλαδή κινείται σε επίπεδο ναδίρ για τις τρεις τελευταίες δεκαετίες!
Τι φταίει γι αυτό; Η επίσημη προπαγάνδα μιλά για «αντικίνητρα», για «έλλειψη κερδών» και για «ανελαστικότητες της αγοράς». Στην πραγματικότητα συμβαίνει το ακριβώς ανάποδο. Το σύνολο των έμμεσων και άμεσων  επιδοτήσεων, των δανείων και των κερδών που απαιτεί σήμερα για την επιχειρηματική δράση του το ιδιωτικό κεφάλαιο αντιστοιχεί περίπου στο 75% του ΑΕΠ της χώρας, ενώ οι ιδιωτικές επενδύσεις δεν ξεπερνούν το 28%. Το τρομακτικό αυτό κόστος για την οικονομία και την κοινωνία κάνει απαγορευτική οποιαδήποτε σοβαρή επενδυτική προσπάθεια. Άλλωστε το ιδιωτικό κεφάλαιο δεν ανταγωνίζεται ποτέ τις τάσεις της αγοράς. Σε συνθήκες κυριαρχίας της κερδοσκοπικής αρπακτής με τα «μεγάλα έργα», τις μετοχές, τα ομόλογα, τα κρατικά συμβόλαια και προμήθειες, το ιδιωτικό κεφάλαιο θα εξακολουθήσει να κινείται στην τροχιά μιας κρατικοδίαιτης πλασματικής επέκτασης του ΑΕΠ στα πλαίσια μια οικονομίας χαμηλής εξειδίκευσης καταναλωτικών υπηρεσιών στη βάση φτηνής και «ευλύγιστης» εργασίας.
Η ελληνική οικονομία στην κατάσταση που έχει βρεθεί έχει εξαντλήσει πια τα περιθώρια και τις εφεδρείες που διέθετε. Η κρίση μέσα στην οποία έχει εμπλακεί όλο και περισσότερο μετατρέπεται σε μια πρωτοφανούς έκτασης καταστροφή με αβέβαιη έκβαση και σίγουρα εξαιρετικά τραγικές επιπτώσεις για τον εργαζόμενο λαό. Το γνωρίζουν πολύ καλά οι κυβερνώντες. Γι’ αυτό όλο και περισσότερο αξιοποιούν την ΕΕ ως μπαμπούλα και καταφεύγουν στο καταναγκαστικό της πλαίσιο για να επιβάλλουν τις πολιτικές τους. Το ίδιο καλά το γνωρίζουν και οι μονοπωλιακές κορυφές του ντόπιου κεφαλαίου, οι οποίες έχουν επιδοθεί σ’ έναν αληθινό αγώνα δρόμου εξαγορών, συγχωνεύσεων, συμπράξεων και συμμαχιών όχι μόνο αναμεταξύ τους αλλά πρωτίστως με το πολυεθνικό κεφάλαιο. Αγωνίζονται να κατοχυρώσουν τη θέση τους ως κρίκοι μεγάλων επιχειρηματικών αλυσίδων και συγκροτημάτων των πιο ισχυρών πολυεθνικών και ταυτόχρονα να ενισχύσουν το ποσοστό του τζίρου τους, άρα και των κερδών τους, που παράγεται στο εξωτερικό. Σήμερα οι πιο ισχυροί εγχώριοι μονοπωλιακοί όμιλοι έχουν κατορθώσει να αντλούν πάνω από το 25% του συνολικού τους τζίρου από δραστηριότητες στο εξωτερικό, ενώ εξαντλούν κάθε δυνατότητα ώστε το ποσοστό αυτό να φτάσει στο άμεσο μέλλον και να υπερβεί κατά πολύ το 50%, για να απαγκιστρωθούν από την εσωτερική αγορά και να θωρακιστούν, όσο κάτι τέτοιο είναι δυνατό, από τις σεισμικές δονήσεις μιας ενδεχόμενης κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας.
Αν θεωρήσουμε, λοιπόν, ότι το πρόβλημα της βιωσιμότητας της ελληνικής οικονομίας δεν μας αφορά, γλιστράμε αναγκαστικά σε θεμελιώδεις παραδοχές της λογικής της «ψωροκώσταινας» και των άνωθεν επιβεβλημένων «μονόδρομων». Είναι σαν να αποδεχόμαστε ότι η εργατική τάξη και ο λαός δεν μπορούν να έχουν λόγο για την τύχη της χώρας, δεν μπορούν ούτε καν να παρέμβουν στη συνολική πορεία την οποία έχουν χαράξει το μεγάλο κεφάλαιο και οι κυβερνήσεις του. Η μεγάλη αγωνία των εκπροσώπων του κεφαλαίου είναι να πείσουν τους εργαζομένους ότι ως προς το συνολικό πρόβλημα της οικονομίας, τις αναπτυξιακές προοπτικές, το χαρακτήρα και το ρόλο των επενδύσεων, τον τρόπο προσδιορισμού της παραγωγής, της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας δεν μπορούν να διαμορφώσουν καμιά προσέγγιση διαφορετική από εκείνη την οποία επιβάλλουν οι ίδιοι. Γιατί αυτό θα πρέπει να το υιοθετήσουμε; Γιατί θα πρέπει να τους πιστέψουμε και να διαγράψουμε από τον πολιτικό προβληματισμό της εργατικής τάξης έννοιες όπως βιωσιμότητα, παραγωγικότητα, ανταγωνιστικότητα, ανάπτυξη, κοκ, ως «ιδεολογήματα» του κεφαλαίου. Αυτό δεν μας οδηγεί σε μια λογική φτηνού εργατισμού και στην αναβίωση ενός ιστορικά παρωχημένου τρεϊντγιουνισμού, που θεωρούσε ότι ο εργάτης πρέπει να ασχολείται αποκλειστικά με τους όρους πώλησης της εργατικής του δύναμης; Ποιος εργάτης σήμερα είναι τόσο καθυστερημένος και αμόρφωτος που να μην καταλαβαίνει άμεσα και πρακτικά ότι το μεροκάματό του, οι συνθήκες και οι όροι της εργασίας του εξαρτώνται στενότατα από τις τύχες της ελληνικής οικονομίας ως σύνολο;
Σήμερα, η θεωρία της «ψωροκώσταινας» είναι εξαιρετικά διαδεδομένη και στην ευρύτερη αριστερά, όσο ταξική ή επαναστατική κι αν εμφανίζεται. Μόνο που εκδηλώνεται μέσα από απόψεις που εκτιμούν ότι οι εργαζόμενοι και ο λαός δεν μπορούν να πάρουν το τιμόνι στα χέρια τους για να αλλάξουν τη ρότα της χώρας, αν ταυτόχρονα δεν κριθεί η τύχη του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού σε διεθνές επίπεδο. Με άλλα λόγια, ο εργαζόμενος λαός δεν είναι σε θέση να επιβάλει μια διαφορετική πορεία στην χώρα του, γιατί η ΕΕ, οι ΗΠΑ, οι παντοδύναμες πολυεθνικές και γενικά η «σκοτεινή συνωμοσία» του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού δεν θα τον αφήσουν, θα τον πνίξουν, θα τον βομβαρδίσουν, θα τον συντρίψουν. Γι’ αυτό και μόνο μία λύση υπάρχει: να αναμένει πότε θα ξεσηκωθούν και οι άλλοι λαοί μέσα στην ΕΕ ή και παγκόσμια! Όμως κάτι τέτοιο καταδικάζει αναγκαστικά τον Έλληνα εργαζόμενο, όπως και κάθε εργαζόμενο στις χώρες της ΕΕ, αλλά και εκτός αυτής, σε μάχες οπισθοφυλακών, σε κινητοποιήσεις «συνειδητοποημένων» μειοψηφιών για την τιμή των όπλων και σε μαζικές εκρήξεις απόγνωσης και απελπισίας ενάντια στις συνέπειες των κυρίαρχων πολιτικών.            
Οι απόψεις αυτές δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να ενισχύουν μια τεχνητά διογκωμένη εικόνα «παντοδυναμίας» του σύγχρονου καπιταλισμού, για να σπάσει το ηθικό του λαού, να υπονομευτεί η εμπιστοσύνη στις δύναμεις του, η πίστη στον αγώνα του και στις δυνατότητες τις οποίες προσφέρει η ανάπτυξη της ταξικής πάλης ακόμη και σε εποχές ιδιαίτερα δυσμενών συσχετισμών δύναμης. Δεν υπάρχει περίπτωση να χειραφετηθεί ο λαός από την πολιτική επιρροή της αστικής τάξης και της εξουσίας της, αν δεν πειστεί ότι μπορεί στηριγμένος στις δικές του δυνάμεις, με τα δικά του χέρια να σφυρηλατήσει άμεσα μια άλλη προοπτική για τη χώρα του, να πάρει τον έλεγχο των εξελίξεων πρώτα και κύρια στην χώρα του και να διεκδικήσει έμπρακτα διεξόδους από τα αδιέξοδα και τους «μονόδρομους» του εξαρτημένου ελληνικού καπιταλισμού, δίχως να περιμένει την επαναστατική «επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος» ή την έλευση της σοσιαλιστικής «βασιλείας του Θεού».
Το αν μπορεί να υπάρξει άλλη προοπτική έξω από την ΕΕ και σε αντιπαράθεση με τον ιμπεριαλισμό εξαρτάται άμεσα από τον τρόπο με τον οποίο κατανοείται και προβάλλεται το πρόβλημα της βιωσιμότητας της ελληνικής οικονομίας. Από αυτή τη σκοπιά η συνειδητοποίηση ότι η ίδια η βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας ως σύνολο είναι ασυμβίβαστη σήμερα με την ΟΝΕ και το ευρώ, με την ΕΕ ως σύνολο και με το καθεστώς ιμπεριαλιστικής εξάρτησης αποτελεί τη μοναδική αφετηρία για τον εργαζόμενο λαό, για να αντιληφθεί ότι δεν του μένει άλλος δρόμος εκτός από τον αγώνα για την αποδέσμευση από την ΕΕ, για την απαλλαγή από την υποτέλεια και την υποδούλωση στον ιμπεριαλισμό, για την οικοδόμηση ενός νέου τρόπου ανάπτυξης που βασίζεται στην ικανοποίηση των αναγκών του ίδιου του λαού. Δεν υπάρχει κανένας άλλος τρόπος να πειστεί ο λαός μέσα από την ίδια του την πείρα ότι πρέπει να απαλλαγεί από τα δεσμά της ΕΕ, του ιμπεριαλισμού και συνολικά του καπιταλισμού. Και χωρίς αυτό το «πρέπει» δεν υπάρχει καμιά πιθανότητα να δεχθεί να παλέψει για έναν ριζικά διαφορετικό τρόπο κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου