Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

Πρόταση για την αναγκαιότητα πολιτικής ανασυγκρότησης του εργατικού κινήματος




Το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα διέρχεται μια μακρόχρονη κρίση κοινωνικής απαξίωσης

Είναι σίγουρο ότι δεν ζούμε το «τέλος της ιστορίας». Ακόμη και οι πιο ευφάνταστοι εμπνευστές της έχουν ήδη από καιρό αναγνωρίσει το λάθος τους. Σήμερα, όμως, ζούμε το τέλος της πολιτικής. Ο σύγχρονος καπιταλισμός αισθάνεται την ανάγκη να κλείσει την πολιτική μια για πάντα στα ανώτερα κλειστά δώματα μιας εντελώς απρόσιτης, κρατικής και υπερκρατικής εξουσίας. Κανένα όριο, καμμιά αναστολή, κανένα εμπόδιο δεν μπορεί να τίθεται σήμερα στις σύγχρονες μορφές της κεφαλαιοκρατικής απολυταρχίας. Η αστική κοινωνία έχει γεννήσει στις κορυφές της την πιο άθλια μορφή κοινωνικού παρασιτισμού στο πρόσωπο μιας κρατικομονοπωλιακής ολιγαρχίας που αναπαράγεται και δικτυώνεται μέσα από τα πολυεθνικά μονοπώλια, τα θεσμικά κυκλώματα των χρηματαγορών, τους μηχανισμούς των διεθνών οργανισμών και την ηγετική γραφειοκρατία των επιμέρους κρατών. Η τυπική παραδοσιακή αστική δημοκρατία αποδεικνύεται πολύ στενή, άβολη, ακόμη και επικίνδυνη για τους κερδοσκοπικούς παροξυσμούς και τις επιχειρηματικές ορέξεις των σύγχρονων αρπακτικών της αγοράς.
Κι έτσι σήμερα ότι δεν μπορεί να απαγορεύσει η κυβερνώσα ολιγαρχία δια της πυγμής, το ξεφτιλίζει, το ευνουχίζει και το συκοφαντεί σε τέτοιο βαθμό που μετατρέπεται σε μια καρικατούρα, άξια γενικής αποστροφής και χλευασμού. Δικαιώματα κατακτημένα με ποταμούς δακρύων και αίματος, σήμερα μετατρέπονται σε ιδιωτική ιδιοκτησία στο τραπέζι της συναλλαγής, όπως κάποτε ήταν η πολιτική ιδιότητα του «ρωμαίου πολίτη» για τους άκληρους της αρχαίας Ρώμης.
Η κομματική και πολιτική φαυλοκρατία έχει φτάσει πια στο απόγειό της. Τα αστικά κόμματα επανέρχονται στη φυσική τους κατάσταση, ξαναγίνονται «κόμματα ισχυρών ανδρών», κλειστά κλαμπ κορυφής, απαλλαγμένα ακόμη και από τις παλιές τυπικές σχέσεις της ηγεσίας τους με τη μαζική τους βάση. Τίποτε περισσότερο από πολιτικές συμμορίες που απαλλαγμένες από το «πολιτικό κόστος» διαγκωνίζονται για τα λάφυρα της διακυβέρνησης. Η πολιτική ταυτίζεται ανοιχτά πια με τη διαχείριση και τη νομή της υπάρχουσας εξουσίας. Η πολιτική κατοχυρώνεται πια ως ιδιωτική υπόθεση, ως υπόθεση ατομικού βολέματος και επαγγελματικής καταξίωσης, ως προνομιακός χώρος δικτύωσης με κάθε λογής σκοτεινά συμφέροντα, ως συνώνυμο της πιο απροκάλυπτης σκοπιμότητας. Στη συνείδηση της κοινωνίας πρέπει να πεθάνει οριστικά η πολιτική ως υπόθεση σύγκρουσης κοινωνικών τάξεων, ως υπόθεση μαζικής διεκδίκησης και ικανοποίησης άμεσων αιτημάτων, ως υπόθεση συνολικής αντιπαράθεσης κοινωνικών προγραμμάτων και ιδεολογιών.
Το σύνολο της πραγματικής κοινωνίας πρέπει να υποκύψει μια για πάντα στο ιδεατό, εξωπραγματικό άτομο, αποστειρωμένο από τις πιο άμεσες κοινωνικές και βιοποριστικές του ανάγκες, απαλλαγμένο από τα ιστορικά δεσμά μιας ασυμφιλίωτα ταξικής κοινωνίας. Ο ιδιώτης στην κοινωνία, η ιδιωτική πρωτοβουλία στην οικονομία, ο «ενεργός πολίτης» στην πολιτική. Η ανθρώπινη κοινωνία, η πραγματική κοινωνία των τάξεων, η κοινωνία των ανυπέρβλητων ανταγωνισμών στη βάση των πιο ζωτικών αναγκών του ανθρώπου, μετατρέπεται σε ένα εικονικό συνονθύλευμα ιδιωτών, σε μια εικονική «κοινωνία των πολιτών», όπου η ιδιώτευση αποτελεί την υπέρτατη αξία και η «συμμετοχή στα κοινά» μια απλή προέκταση της προσωπικής ιδιοτέλειας. Τα παλιότερα χρόνια η επιβολή του διαχωρισμού ιδιωτικού και δημόσιου βίου, η διάσπαση ανάμεσα σε «κοινωνία των ιδιωτών» και «κοινωνία των πολιτών», βασίστηκε στη δήθεν «ουδετερότητα» του κράτους και της εξουσίας, η οποία γνώρισε την κορύφωσή της στα φασιστικά καθεστώτα. Σήμερα γίνεται με τη γενικευμένη αντιδραστική απονέκρωση ακόμη και των πιο στοιχειωδών δημοκρατικών δικαιωμάτων, μέσα από την ανοιχτή μετατροπή του κράτους και της εξουσίας σε αδίστακτο δυνάστη της εργαζόμενης κοινωνίας προς όφελος της αγοράς.
Ο λαός, η κοινωνία, οι εργαζόμενοι δεν έχουν πια θέση και ρόλο στο σύγχρονο πολιτικό σύστημα, παρά μόνο ως υπεξούσιοι ενός εντελώς απρόσιτου, αποξενωμένου και απόμακρου συστήματος εξουσίας, ως άθλιοι υπήκοοι κρατικών και υπερκρατικών μηχανισμών, ολοκληρώσεων και οργανισμών, μακριά από κάθε έννοια δημοκρατικής αρχής. Ο κυρίαρχος συνασπισμός εξουσίας βρίσκεται σήμερα σε μια εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση. Η ανάγκη να συνεχιστεί ο ίδιος «μονόδρομος», παρ’ όλη την κρίση και την κοινωνική υποβάθμιση, δημιουργεί δυσκολίες ακόμη και στην ίδια την ομαλή δικομματική εναλλαγή. Τα παλιά κόλπα δεν επαρκούν. Έχουν εξαντληθεί πλέον οριστικά τα περιθώρια ακόμη και για εμπόριο αυταπατών ή ελπίδας. Τα «κόμματα εξουσίας» αντλούν πια τη δύναμή τους απευθείας από τη γενίκευση της πιο μεγάλης απόγνωσης, της μοιρολατρίας και των συσσωρευμένων προσωπικών αδιέξοδων της εργαζόμενης κοινωνίας. Όρος πολιτικής ομαλότητας για το συνασπισμό εξουσίας σήμερα δεν είναι η εξαγορά της κοινωνίας με αυταπάτες, ανέξοδες υποσχέσεις και φρούδες ελπίδες, αλλά η γενική της αποσύνθεση μέσα σε μια εξατομικευμένη «κοινωνία των πολιτών», στην οποία οι εργαζόμενες τάξεις και τα λαϊκά κοινωνικά στρώματα θα πάψουν να έχουν συλλογικές και οργανωμένες απαιτήσεις στη βάση των πιο άμεσων βιοποριστικών τους αναγκών. Τίποτε περισσότερο από υποχείρια, υπήκοοι ή υποτελείς του εκάστοτε «μεγάλου άνδρα», ή «καταξιωμένου πολιτικού», όπως υποδεικνύεται κάθε φορά από τα κέντρα εξουσίας εντός και εκτός της χώρας.
Ποτέ άλλοτε σε συνθήκες τυπικής «πολιτικής ομαλότητας» το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα δεν είχε απαξιωθεί τόσο πολύ στη συνείδηση των εργαζομένων. Σήμερα η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ συναγωνίζονται επάξια για το ποιος θα απαξιωθεί περισσότερο και ταχύτερα στα μάτια της κοινωνίας, του εργάτη, του απλού εργαζόμενου. Οι δείκτες «κοινωνικής αποδοχής» και των δύο κομμάτων καταρρέουν ακόμη και στην πιο «πιστή» εκλογική τους βάση. Η κατάσταση αυτή εκ των πραγμάτων δημιουργεί τις προϋποθέσεις μιας χρόνιας πολιτικής κρίσης από την οποία μπορούν να βγουν η χώρα και ο λαός της μόνο μέσα από την ανατροπή του συνολικού πλαισίου επιβολής της σημερινής πολιτικής.
Ο λαός και οι εργαζόμενοι σήμερα δεν έχουν ανάγκη να πειστούν για τα αδιέξοδα του κυρίαρχου συστήματος και των πολιτικών που επιτάσσει. Τα γνωρίζουν πολύ καλά εξ ιδίας πείρας. Γνωρίζουν πολύ καλά ότι μέσα στα υπάρχοντα πλαίσια και υπό το υπάρχον καθεστώς εξουσίας δεν έχουν καμιά ελπίδα. Η περίοδος των αυταπατών, των προσδοκιών και των ψευδαισθήσεων για «κοινωνίες της ευημερίας» στα πλαίσια του μονοπωλιακού καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Δεν είναι καθόλου δύσκολο σήμερα να αντιληφθεί ο λαός, οι απλοί εργαζόμενοι την αδίστακτη εκμετάλλευση που υφίστανται, την ανάγκη να υπάρξει διεκδίκηση και πάλη για μια άλλη κατάσταση όπου θα πρυτανεύουν τα συλλογικά συμφέροντα και οι ανάγκες του. Δεν είναι καθόλου παράξενο το γεγονός ότι τα τελευταία ιδίως χρόνια οι έννοιες του συνδικάτου, της απεργίας, της κινητοποίησης έχουν κατακτήσει και κατακτούν μια όλο και ευρύτερη αποδοχή στην εργαζόμενη κοινωνία. Ούτε πρέπει να κάνει εντύπωση το γεγονός το πόσο γρήγορα αγκαλιάστηκε από την κοινωνία ευρύτερα, αλλά και το πόσο εύκολα έγινε ουσιαστικά παλλαϊκό αίτημα η διεκδίκηση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου μισθών από τους απεργούς δασκάλους ή η απαίτηση για δημόσια δωρεάν παιδεία του πανεπιστημιακού κινήματος.
Το παλιό γνωστό κόλπο των κυβερνήσεων να φέρνουν αντιμέτωπη τη «σιωπηλή πλειοψηφία» του λαού με εκείνα τα στρώματα των εργαζομένων ή της κοινωνίας που κάθε φορά κινητοποιούνται, βρίσκει όλο και λιγότερους αποδέκτες. Οι κυβερνητικές κραυγές για «συντεχνιακά συμφέροντα» ενάντια σε κάθε κλάδο εργαζομένων που διεκδικεί τα αυτονόητα, δεν πείθουν πια. Η λύσσα της διατεταγμένης προπαγάνδας ενάντια στις «οργανωμένες μειοψηφίες» που δήθεν επιβάλλονται στους πολλούς, δεν βρίσκει πια έδαφος σ’ ένα λαό που γνωρίζει πια πολύ καλά πως η πιο επικίνδυνη για τον ίδιο και η πιο ξεδιάντροπη οργανωμένη μειοψηφία που τον καταδυναστεύει δεν είναι άλλη από την εκάστοτε κυβέρνηση και τα συμφέροντα που τη στηρίζουν. Γι’ αυτό και δυναμώνει η καταστολή. Γι’ αυτό και γίνεται όλο και πιο αλαζονική, αυταρχική και ασύδοτη η πολιτική συμπεριφορά των κυβερνώντων. Γι’ αυτό και ξεπερνά κάθε όριο αυθαιρεσίας το αστυνομικό κράτος.
Τότε τι συμβαίνει και δυναμώνει εκλογικά ο δικομματισμός; Τι συμβαίνει και δεν βλέπουμε μεγάλους παλλαϊκούς αγώνες; Γιατί υπάρχει μια τόσο μεγάλη διαφορά ανάμεσα στη συνείδηση του εργαζόμενου λαού και στην πολιτική του έκφραση; Γιατί η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζόμενων είναι πολιτικά «εγκλωβισμένη»; Γιατί έστω δεν επιλέγει να στραφεί προς την υπάρχουσα αριστερά; Η αιτία δεν βρίσκεται στο ότι ο λαός και οι εργαζόμενοι «δεν βγάζουν τα αναγκαία συμπεράσματα» ή γιατί «δεν μπορούν να καταλάβουν» όπως συνηθίζει από παλιά να επικαλείται κάθε είδους σέχτα για να ρίξει την ευθύνη της δικής της πολιτικής αδυναμίας, της δικής της περιχαράκωσης και αγκύλωσης στις λαϊκές μάζες. Ούτε οφείλεται στην ύπαρξη «δυσμενών συσχετισμών δύναμης», που αποτελεί ένα πολύ βολικό άλλοθι για όλους όσοι έχουν καταδικαστεί αμετάκλητα στο πολιτικό περιθώριο. Ο βασικός λόγος είναι το γεγονός ότι ο λαός, οι εργαζόμενοι και προπαντός η εργατική τάξη δεν πείθεται ότι μπορεί να εκφραστεί μέσα από κάποιον υπάρχων πολιτικό σχηματισμό. Δεν νιώθει κανένα ψυχικό ή ταξικό δεσμό με καμιά μορφή αριστεράς. Δεν βιώνει κανένα κόμμα ή σχήμα από όσα την επικαλούνται ως αναπόσπαστο κομμάτι της. Δεν ταυτίζει κανέναν απ’ όσους έχουν αυτοδιοριστεί ως εκπρόσωποί της με τις αγωνίες και τις προσδοκίες της, με τις ανάγκες και τα αιτήματά της.

Η εργατική τάξη βιώνει μια βαθιά κρίση πολιτικής εκπροσώπησης

Η εργατική τάξη σήμερα και κατά προέκταση το σύνολο των εργαζομένων γνωρίζει μια βαθιά κρίση πολιτικής και κοινωνικής εκπροσώπησης που οφείλεται κατά κύριο λόγο στην ταξική αποσύνθεση των κομμάτων και ρευμάτων μέσα από τα οποία εκφράστηκε ιστορικά. Η εργατική τάξη δεν μπορεί να εκπληρώσει κανένα άμεσο ή γενικό σκοπό ως τάξη, δεν μπορεί να κατακτήσει την αυτοτέλειά της απέναντι στους κυρίαρχους μηχανισμούς αλλοτρίωσης και ενσωμάτωσης, δεν μπορεί να κερδίσει την αναγκαία αυτοπεποίθηση για να τα βάλει συνολικά με το υπάρχων καθεστώς εκμετάλλευσης και εξουσίας αν δεν μπορεί να εκφραστεί μέσα από το δικό της κόμμα. Αυτό είναι και το κεντρικό ζητούμενο σήμερα. Όσο καλές κι αν είναι οι ιδέες των διαφόρων αγωνιστών, όσο τίμια κι αν είναι αφοσίωσή τους στα εργατικά και λαϊκά αιτήματα, όσο αγαθές κι αν είναι οι προθέσεις τους, δεν μπορεί να υπάρξει θετική και προωθητική πρωτοβουλία, αν δεν αναδεικνύει κεντρικά και δεν βοηθά στη συγκρότηση του κόμματος της εργατικής τάξης με τους όρους και τις προϋποθέσεις που θέτει η σύγχρονη ταξική πάλη.  
Η ήττα του πάλαι ποτέ κομμουνιστικού κινήματος αποτέλεσε την τελευταία πράξη ενός ιστορικού δράματος που άφησε την εργατική τάξη συνολικά δίχως πολιτική εκπροσώπηση. Η ουσία της ήττας δεν βρίσκεται απλά στις όποιες κεντρικές πολιτικές επιλογές, ούτε στην πρακτική των ηγεσιών, ούτε καν στη χρεοκοπία και ανατροπή του υπαρκτού σοσιαλισμού. Αντίθετα, βρίσκεται στο γεγονός ότι σε μια περίοδο – ιδίως στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 – ισχυρότατων και παρατεταμένων κρισιακών κλονισμών του καπιταλισμού, σε μια περίοδο όπου ο καπιταλισμός στην προσπάθειά του να ανασυγκροτηθεί αναγκάστηκε να απαλλαγεί απ’ τα κύρια κοινωνικο-πολιτικά του στηρίγματα και να ξεγυμνωθεί από τα ιδεολογικά ταμπού που αποκοίμιζαν για δεκαετίες τις πολύ πλατιές εργατικές μάζες, το κομμουνιστικό κίνημα δεν μπόρεσε να αυτοεπιβεβαιωθεί σαν επαναστατική δύναμη, σαν πρωτοπόρα δύναμη κοινωνικής ανατροπής. Δεν μπόρεσε να υπερασπιστεί τις κοινωνικές και πολιτικές κατακτήσεις της εργατικής τάξης απέναντι στην ολομέτωπη επίθεση του κεφαλαίου, ούτε μπόρεσε μέσα από αυτές τελικά να δώσει το σύγχρονο πρόσωπο της κοινωνικής επανάστασης, της επαναστατικής διεξόδου προς την νέα κοινωνία. Το κομμουνιστικό κίνημα αιφνιδιάστηκε από κάθε άποψη και βρέθηκε σε πλήρη ταξική αδυναμία να εκφράσει αφενός και να διοχετεύσει αφετέρου την κοινωνική δυναμική που απελευθέρωνε αντικειμενικά η γενικευμένη κρίση του καπιταλιστικού κόσμου σε επαναστατικό δρόμο. Η πολιτική του διαδρομή ειδικά την περίοδο αυτή της ανόδου της ταξικής πάλης συνδέθηκε με απανωτές ήττες, συνθηκολογήσεις και υποχωρήσεις, ενώ το κοινωνικό του ιδανικό κατέρρεε αποσαρθρωμένο κάτω από το βάρος της τρομακτικής του αποξένωσης από τις μάζες του λαού και των εργαζομένων, που δεν κίνησαν ούτε το μικρό τους δαχτυλάκι για να υπερασπιστούν τα «δικά τους» καθεστώτα στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες.  
Η ήττα αυτή του κομμουνιστικού κινήματος συνδέθηκε όχι με κάποια λάθη, με κάποιες θέσεις ή πεποιθήσεις που έπρεπε να αλλάξουν ή να καταργηθούν, αλλά με ένα ολόκληρο σύστημα αντιλήψεων και πρακτικής που χρεοκόπησε οριστικά. Κι αυτό οδήγησε τα παραδοσιακά κόμματα και ρεύματα του κομμουνιστικού κινήματος σε μια ανάλογη κατάσταση μ’ αυτήν που βρέθηκε η σοσιαλδημοκρατία στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο ιστορικός τους κύκλος έκλεισε για πάντα. Τα ιδεολογικο-πολιτικά και οργανωτικά γνωρίσματα, καθώς και οι διαμάχες που χαρακτήρισαν ιστορικά το κομμουνιστικό κίνημα και γέννησαν τα διάφορα ρεύματά του, ανήκουν πια στο παρελθόν. Αυτό εξηγεί και το γεγονός ότι από την εποχή της πολιτικής συντριβής του κομμουνιστικού κινήματος καμμιά εκδοχή του σε διεθνές επίπεδο δεν απέκτησε ξανά μαζική επιρροή στην εργατική τάξη, κανένα κόμμα ή ρεύμα του δεν παίζει σοβαρό ή έστω θετικό ρόλο στην ανασυγκρότηση του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Το σημερινό «κομμουνιστικό κίνημα» απαρτίζεται από περιθωριακές ομάδες, πολιτικά ερείπια μιας άλλης εποχής, χωρίς πραγματικό αντίκρισμα στους λαούς και τις εργατικές τάξεις των χωρών τους. Όπου οι λαοί και οι εργαζόμενοι βρίσκουν το ταξικό κουράγιο να αντιμετωπίσουν το μεγάλο κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό και να προχωρήσουν στο άνοιγμα του δρόμου προς μια άλλη κατεύθυνση (όπως π.χ. συμβαίνει σε αρκετές χώρες της Λατινικής Αμερικής) τα «κομμουνιστικά κόμματα» βρέθηκαν είτε στην ουρά των μεγάλων κινημάτων, είτε στην αντίπερα όχθη.
  Όσοι ελπίζουν σήμερα στη νεκρανάσταση κάποιας «καλύτερης εκδοχής» αυτού που ιστορικά και ταξικά απεβίωσε, μοιάζουν στην ουσία με τις ποικίλες αιρέσεις ιεχωβάδων και οπαδών της «δευτέρας παρουσίας». Η εργατική τάξη δεν έχει ανάγκη από ζωντανούς-νεκρούς, ούτε από πολιτικά απολιθώματα του παλιού κομμουνιστικού κινήματος που σήμερα λειτουργούν είτε ως προθάλαμος της κεντροαριστεράς, όταν δεν αποτελούν ανοικτά στήριγμα του ιμπεριαλισμού, είτε ως σεχταριστικό ανάχωμα σε οποιαδήποτε προσπάθεια μαζικής πάλης και ανασυγκρότησης του εργατικού κινήματος, ξευτελίζοντας μ’ αυτό τον τρόπο την ίδια την έννοια του κόμματος της εργατικής τάξης. Αυτό που πραγματικά έχει ανάγκη η εργατική τάξη σήμερα είναι τη δική της πολιτική οργάνωση, την ανάδειξη ενός σύγχρονου επαναστατικού μαζικού κόμματος της εργατικής τάξης, που ξέρει να στηρίζεται στην τάξη, να ζυμώνεται μ’ αυτήν και να ασκεί ταξική πολιτική.

Τι σημαίνει κόμμα της εργατικής τάξης σήμερα

Ο βασικός λόγος ύπαρξης του κόμματος της εργατικής τάξης είναι να μετατρέψει την ίδια την εργατική τάξη σε υποκείμενο της πολιτικής, σε φορέα της πάλης για την χειραφέτηση της κοινωνίας συνολικά, σε υπερασπιστή των πιο προοδευτικών αξιών του ανθρώπινου πολιτισμού απέναντι στη σύγχρονη βαρβαρότητα του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού. Η πάλη για το κόμμα της εργατικής τάξης, παρότι μπορεί να φαίνεται ότι ξεκινά σήμερα εκ του μηδενός, έχει πίσω της μια ολόκληρη ιστορική κληρονομιά αγώνων και κατακτήσεων του εργατικού κινήματος, της οποίας αποτελεί και πρέπει να αποτελεί οργανική συνέχεια. Αυτή ακριβώς η πολύτιμη ιστορική κληρονομιά, η κριτική της αξιολόγηση, αλλά και οι ανάγκες της σύγχρονης ταξικής πάλης, μας διδάσκουν τον τρόπο που πρέπει να οικοδομηθεί το κόμμα της εργατικής τάξης σήμερα.
Πρώτο: Το κόμμα της εργατικής τάξης οικοδομείται μέσα στην εργατική τάξη από την ίδια την εργατική τάξη, στο γόνιμο έδαφος του οργανωμένου εργατικού κινήματος και των άλλων λαϊκών κινημάτων ώστε να βρίσκει απήχηση στις πολύ πλατιές μάζες των εργαζομένων. Δεν έχει καμμιά σχέση με συνενώσεις μικρότερων ή μεγαλύτερων ομάδων, παραγόντων ή παραγοντίσκων που έχουν αυτοανακυρηχτεί φορείς της «απόλυτης αλήθειας», ούτε με πολιτικές σέχτες που έχουν αυτοδιοριστεί ελέω Αλλάχ ή ελέω Κισμέτ ως «κόμματα της εργατικής τάξης». Η οικοδόμηση ενός αληθινού κόμματος της εργατικής τάξης κρίνεται στα μέτωπα πάλης της τάξης, στην αποδοχή και την ανταπόκριση που βρίσκει η πολιτική του στα πλατύτερα στρώματα των εργαζομένων. Κόμματα ή φορείς που βαυκαλίζονται ότι έχουν «ορθή πολιτική» αλλά δίχως απήχηση στην εργατική τάξη και τους εργαζόμενους, δίχως να κατακτούν καλύτερες θέσεις στη συνείδηση και την έκφραση των πλατύτερων μαζών, δεν έχουν καμιά σχέση με ένα αληθινό κόμμα της εργατικής τάξης.
Δεύτερο: Το κόμμα δεν είναι υποκατάστατο της τάξης ούτε αυτοδίκαιος κληρονόμος των πεπρωμένων της, αλλά αποτελεί το καλύτερο δυνατό μέσο της πάλης για το σήμερα και το αύριο της εργατικής τάξης και όλου του λαού. Η δυνατότητα εκπροσώπησης της εργατικής τάξης από το κόμμα της, δεν κρίνεται με τα όποια εκλογικά ποσοστά του, ούτε ταυτίζεται με την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, αλλά από το κατά πόσο διευκολύνει την εργατική τάξη στο σύνολό της να αναπτύξει την πάλη της, να αποσπάσει κατακτήσεις ακόμη και στις πιο δυσμενείς συγκυρίες, να ανοίξει νέους δρόμους προς τον τελικό σκοπό. Το κόμμα δεν είναι υποκινητής της τάξης, ούτε την αντιμετωπίζει με όρους εκλογικής πελατείας, αλλά υπερασπίζεται την ανεξαρτησία της ως τάξης όχι μόνο απέναντι στο κεφάλαιο και την εξουσία του αλλά και απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό του. Παλεύει ενάντια σε λογικές που αντιλαμβάνονται τις οργανώσεις της εργατικής τάξης ως «ιμάντες μεταβίβασης» της γραμμής ή ως εργαλεία ελέγχου της ίδιας της τάξης, της δράσης και της διαμαρτυρίας της. Αντιμάχεται αντιλήψεις και πρακτικές που θεωρούν ότι η εργατική τάξη διδάσκεται από τα χτυπήματα που δέχεται ή από την εξαθλίωση την οποία βιώνει. Αντίθετα η εργατική τάξη διδάσκεται μέσα από τις κατακτήσεις της και μέσα από την πάλη της για να υπερασπιστεί και να διευρύνει τις κατακτήσεις αυτές.
Τρίτο: Θεμελιώδες καθήκον του κόμματος της εργατικής τάξης είναι να προωθεί στην πράξη και να εξαντλεί κάθε μέσο και περιθώριο για την ενότητα και την κοινή δράση του συνόλου της εργατικής τάξης και όλων των εργαζομένων. Πέρα από τους όποιους πολιτικούς προσανατολισμούς και κομματικές εξαρτήσεις της μεγάλης μάζας των εργαζομένων. Πηγή δύναμης του κόμματος της εργατικής είναι η δυνατότητά του να υπερβαίνει στην πράξη τους πολιτικούς και ιδεολογικούς διαχωρισμούς που υπάρχουν ανάμεσα στους εργαζομένους με σκοπό το τράβηγμα της μεγάλης πλειοψηφίας τους στην πάλη για τα πιο άμεσα και ζωτικά τους αιτήματα. Μόνο έτσι μπορεί να νοηθεί η ενότητα και η κοινή δράση της εργατικής τάξης. Γι’ αυτό και η ενότητα δράσης δεν νοείται έξω από τις υπάρχουσες οργανώσεις του εργατικού και του λαϊκού κινήματος, έξω από το υπάρχων οργανωτικό πλαίσιο συγκρότησης και κινητοποίησης της τάξης. Πράγμα που απαιτεί συμμαχίες γύρω από αιτήματα και διεκδικήσεις χωρίς λεόντειες συμφωνίες, χωρίς εκ προοιμίου αποκλεισμούς, χωρίς πιστοποιητικά φρονημάτων, χωρίς δηλώσεις μετανοίας, χωρίς δοσοληψίες παρασκηνίου. Το κόμμα είναι χρήσιμο στην εργατική τάξη μόνο στο βαθμό που διευκολύνει και προωθεί την ενότητά της ως τάξης απέναντι στον κοινό εχθρό, αντιπαλεύοντας κάθε λογική που θέλει το μαζικό εργατικό κίνημα να κομματιάζεται σε «μαγαζάκια», σε «δικό μας» και «δικό τους».
Τέταρτο: Το κόμμα έχει νόημα ύπαρξης μόνο όσο προωθεί άμεσα, διευκολύνει και πρωτοστατεί στην οργάνωση της εργατικής τάξης. Στην ιστορία του εργατικού κινήματος δεν υπήρξε ποτέ κόμμα που εκπροσωπούσε πραγματικά την εργατική τάξη χωρίς να έχει παίξει αποφασιστικό ρόλο στην οργάνωσή της. Μια ανοργάνωτη κοινωνικά και συνδικαλιστικά εργατική τάξη δεν μπορεί να κατανοήσει την ανάγκη της μαζικής πάλης, ούτε της πολιτικής χειραφέτησής της από τα αστικά κόμματα. Μόνο ξεσπάσματα απόγνωσης μπορεί να έχουν τα ασύνταχτα τμήματά της. Μαζική πάλη σημαίνει οργανωμένη πάλη, σημαίνει αγώνας με αποτελέσματα στο βαθμό που γίνεται όλο και πιο μαζικός, όλο και πιο καλά οργανωμένος. Απαραίτητη λοιπόν και πρώτη προϋπόθεση της μαζικής πάλης είναι η οργάνωση του συνόλου της εργατικής τάξης, ολόκληρου του λαού, όχι σε προκάτ οργανώσεις επινοημένες από την όποια «πρωτοπορία», αλλά μέσα στα οργανωτικά πλαίσια που δίνει η ίδια η ζωή του λαού και της εργατικής τάξης, μέσα στις οργανώσεις που προκύπτουν από τους ίδιους τους εργαζόμενους και διευκολύνουν την ένταξη όλων χωρίς επαγγελματικά, ιδεολογικά ή πολιτικά προαπαιτούμενα. Ο ταξικός εχθρός θα πρέπει να αντιμετωπίζει σε κάθε του βήμα ένα ενιαίο, οργανωμένο, συνταγμένο εργατικό και λαϊκό κίνημα, που μπορεί στην πράξη να αγκαλιάζει τη μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων. Μόνο στα πλαίσια ενός τέτοιου κινήματος το κόμμα της εργατικής τάξης μπορεί να βαδίζει και να δουλεύει μαζί με την τάξη και όλο το λαό, αντιπροσωπεύοντας ταυτόχρονα τα ιστορικά και συνολικά συμφέροντά τους, αποτελώντας το φυσικό φορέα της κοινωνίας του μέλλοντος για την οποία παλεύει και τη συνείδηση της τάξης στην πιο ανεπτυγμένή της μορφή.
Πέμπτο: Η οργάνωση του κόμματος δεν μπορεί παρά να είναι ζωντανή απόδειξη του τι σημαίνει στην πράξη εργατική δημοκρατία. Η αίγλη, η αποδοχή και η απήχηση του κόμματος στην τάξη, ιδίως στα πιο πολιτισμένα τμήματά της, αλλά και στο λαό ευρύτερα, εξαρτάται πρώτα και κύρια από τον τρόπο που κατανοεί και εφαρμόζει στις γραμμές του τη δημοκρατία. Ο συγκεντρωτισμός στην πολιτική δράση του κόμματος δεν ισοδυναμεί με μια οργανωτική ιεραρχία, όπως είχε πολιτογραφηθεί στο πάλαι ποτέ κομμουνιστικό κίνημα. Ούτε πολύ περισσότερο με τη συγκέντρωση της «εξουσίας» στα χέρια μιας ηγετικής γραφειοκρατίας με σκοπό την κυριαρχία της πάνω στα μέλη εντός και τις μάζες εκτός. Συγκεντρωτική πολιτική δουλειά σημαίνει ενιαία οργάνωση και δράση και όχι δίκτυο αυτοκέφαλων ομάδων, παραγόντων και παραγοντίσκων, όπου ο καθένας προωθεί τη δική του προσωπική ατζέντα, όπως είναι της μόδας σήμερα στην αριστερά. Ο συγκεντρωτισμός προκύπτει από την ανάγκη της πάλης ενάντια σε μια συγκεντρωτική πολιτική εξουσία και δεν σημαίνει τίποτε περισσότερο από τη συγκέντρωση της κάθε επιμέρους δράσης, δραστηριότητας, κινήματος και διαμαρτυρίας σε ενιαία πολιτική κατεύθυνση με στόχο να αναδεικνύεται κάθε στιγμή το κεντρικό πολιτικό πρόβλημα. Γι’ αυτό και ένας τέτοιος συγκεντρωτισμός δίχως εργατική δημοκρατία δεν έχει κανένα νόημα. Όμως, εργατική δημοκρατία δεν είναι απλά και μόνο η τυπική κατοχύρωση της όποιας μειοψηφίας, η άσκηση κριτικής και η εκλογή των οργάνων. Εργατική δημοκρατία σημαίνει την ολόπλευρη, δημόσια και ανοιχτή εκδήλωση των αντιθέσεων στο εσωτερικό του κόμματος, που πάντα έχουν αντικειμενική βάση στις συνθήκες ανάπτυξης της ταξικής πάλης, αλλά και την ελεύθερη εσωκομματική πάλη των απόψεων, την ανοιχτή ζύμωση στις γραμμές του κόμματος με όρους ανοιχτής αντιπαράθεσης πεποιθήσεων. Μόνο έτσι ένας συλλογικός φορέας μπορεί αποτελεσματικά να ανταποκρίνεται στις ανάγκες και τα καθήκοντα της ταξικής πάλης. Μόνο έτσι το κόμμα μπορεί να αντιπαλέψει αποτελεσματικά τον εσωτερικό διχασμό ανάμεσα σε μια ενεργητική ηγεσία και μια παθητική βάση, ανάμεσα σε φωτισμένους ηγέτες και σε οπαδούς, ανάμεσα σε καθοδηγητές που δήθεν τα ξέρουν όλα και απλά μέλη που εφαρμόζουν τη γραμμή, ανάμεσα σε μια ηγετική γραφειοκρατία και στον απλό «λαό».
Έκτο: Το κόμμα της εργατικής τάξης δεν μπορεί παρά να εμπνέεται και να γαλουχείται από τον επιστημονικό σοσιαλισμό. Δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνικό κίνημα, πόσο μάλλον της εργατικής τάξης, που να μην αξιοποιεί την έρευνα και την επιστήμη για την κατανόηση και την ανατροπή της υπάρχουσας κατάστασης. Και στον τομέα αυτό ο επιστημονικός σοσιαλισμός, οι αναλύσεις των ιδρυτών του Μαρξ και Ένγκελς, καθώς και οι συνεισφορές του πλήθους των κατοπινών θεωρητικών και πολιτικών εκπροσώπων του, αποτελούν αξεπέραστη παρακαταθήκη για την εργατική τάξη και το κόμμα της. Αρκεί να απαλλαγεί από τη σαβούρα που για δεκαετίες συσσωρεύτηκε ώστε να μεταβληθεί σε παραδουλεύτρα της εκάστοτε «εξουσίας», κομματικής ή κρατικής, για να οικοδομηθεί πάνω της μια επίσημη «ειδωλολατρία της Αρχής». Μια ειδωλολατρία, που σ’ αντίθεση με το διαλεκτικό υλισμό της ανελέητης κριτικής όλων όσων υπάρχουν, ανελέητης τόσο με την έννοια ότι δεν φοβάται σε ποια συμπεράσματα θα καταλήξει, όσο και με την έννοια ότι εξίσου δεν φοβάται να συγκρουστεί με τις όποιες κατεστημένες εξουσίες, οδηγεί πάντα σ’ ένα χυδαίο υλισμό, στον υλισμό της παθητικής υποταγής, της τυφλής πίστης στην εξουσία, του μηχανισμού μιας καθορισμένης τυπικής δραστηριότητας, καθορισμένων αρχών, απόψεων και παραδόσεων. Αυτός ο χυδαίος υλισμός μετέτρεψε το σοσιαλισμό από λυτρωτική επιδίωξη του ατόμου και της κοινωνίας, σε απώτερο ιδανικό ικανό να δικαιολογεί τη μεγαλύτερη διαστρέβλωση, τη χειρότερη προδοσία, ακόμη και το πιο ατιμωτικό έγκλημα.
Η ένταξη κάποιου στο κόμμα υπερβαίνει την ένταξη στη βάση της απλής ταξικής ή επαγγελματικής ιδιότητάς του. Εντάσσεται ως πολιτικός αγωνιστής της τάξης, συνειδητά στρατευμένος στην υπηρεσία της. Το κόμμα της εργατικής τάξης δεν έχει ως στόχο να οργανώσει οπαδούς αλλά συνειδητούς αγωνιστές με αίσθημα ευθύνης πρώτα και κύρια απέναντι στην τάξη και με διάθεση να δουλέψουν οργανωμένα για το συμφέρον της. Η δημοκρατία μέσα στο κόμμα είναι ευθεία αντανάκλαση του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνεται και παλεύει για τη δημοκρατία στο εσωτερικό της εργατικής τάξης και στο σύνολο της κοινωνίας. Αντανακλά στην πράξη το τι σόι «σοσιαλισμό» επιδιώκει. Μ’ αυτή την έννοια το κόμμα δεν αποδέχεται καμμιά μορφή εξουσίας που κουκουλώνει, συγκαλύπτει ή αστυνομεύει με διοικητικό ή άλλο τρόπο τις υπαρκτές αντιθέσεις στην κοινωνία και στην πολιτική και δεν επιτρέπει, με τον ένα ή άλλο τρόπο, την ανοιχτή διαπάλη τους μέχρι την τελική λύση τους. Παλεύει στην κοινωνία για τέτοιες μορφές δημοκρατίας που επιτρέπουν στην ίδια την εργατική τάξη και γενικότερα στο λαό να καθορίσουν τη μορφή, το περιεχόμενο και τον τρόπο άσκησης της εξουσίας, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι η ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας μπορεί να γίνει μόνο στο έδαφος της κοινωνικής επανάστασης. Άλλωστε, ο σοσιαλισμός δεν είναι ένα έτοιμο σύστημα που κάνει ευτυχισμένη την ανθρωπότητα, όπως ισχυρίζονται οι εκμαυλιστές του, αλλά η σημερινή ταξική πάλη της εργατικής τάξης μέσα στην οποία κατακτά συνεχώς νέες θέσεις, δημιουργεί κατάλληλες συνθήκες και προϋποθέσεις για την επίτευξη του τελικού σκοπού.


Σήμερα έχει γίνει φανερό ότι η ίδια η φύση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η οικονομία και η κοινωνία της χώρας μας απαιτεί ριζικά διαφορετικές λύσεις, λύσεις ενταγμένες σε μια πορεία συνολικής ρήξης με το καθεστώς της υπερεκμετάλλευσης φτηνής εργατικής δύναμης, των ασύδοτων, επιδοτούμενων και κερδοσκοπικών επιχειρηματικών συμφερόντων, του πολιτικού αυταρχισμού, της γραφειοκρατικής αγκύλωσης, της διαφθοράς και του παρασιτισμού του κράτους, της ασφυκτικής πολιτικής, στρατιωτικής και οικονομικής εξάρτησης.
Οι υπάρχουσες δυνάμεις της αριστεράς, τουλάχιστον με τη σημερινή τους μορφή, δεν αποτελούν απάντηση στο κεντρικό πολιτικό πρόβλημα της χώρας από τη σκοπιά των εργαζομένων. Αντίθετα, συνιστούν μέρος του προβλήματος. Γι’ αυτό και περιορίζονται σε ρόλο κομπάρσου των πολιτικών εξελίξεων, με το ΚΚΕ να ιδρωκοπά για μια οριακή αύξηση του εκλογικού του ποσοστού και τον ΣΥΝ να αγωνιά για την κοινοβουλευτική του επιβίωση. Χρειάζεται επειγόντως η ανάδειξη μιας νέας πολιτικής πρότασης διεξόδου που όχι μόνο θα απαντά μαχητικά στα πιο άμεσα και επείγοντα προβλήματα από τη σκοπιά των εργαζόμενων, αλλά θα μπορεί να οικοδομήσει μια βαθιά ψυχική συγγένεια με το λαό και την εργατική τάξη, να μιλήσει τη γλώσσα του λαού, να δεθεί με την καθημερινή εμπειρία των εργαζομένων στον τόπο δουλειάς και στη γειτονιά, να κερδίσει την εμπιστοσύνή τους, σαν κάτι δικό τους, κομμάτι από τον εαυτό τους, από τις ανάγκες και τις προσδοκίες τους.
Ακόμη και τα πιο επείγοντα προβλήματα της οικονομίας συμπυκνώνονται σήμερα στον τρόπο που κινητοποιούνται οι βασικές παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας και πρωταρχικά οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, που αποτελούν άλλωστε την κύρια παραγωγική δύναμη. Γι' αυτό και οι αναπτυξιακές πολιτικές ξεχωρίζουν πρώτα και κύρια από τον τρόπο που μεταχειρίζονται τους εργαζόμενους. Απέναντι στις επίσημες αναπτυξιακές πολιτικές που μεταχειρίζονται τους εργαζόμενους ως «εργατικό κόστος», απαιτείται μια αναπτυξιακή προσπάθεια η οποία θα πρέπει να στηρίζεται στους ίδιους τους εργαζόμενους. Να στηρίζει ουσιαστικά το εισόδημά τους και τροφοδοτείται από την πραγματική του αύξηση. Να κατοχυρώνει και να διευρύνει τις κατακτήσεις και τα δικαιώματά τους. Να βελτιώνει αποφασιστικά τους συνολικούς όρους διαβίωσης, εργασίας και κοινωνικής δράσης τους στην πόλη και την ύπαιθρο.   
Επομένως η ανάγκη να στηριχθεί η εισοδηματική κατάσταση, το βιοτικό επίπεδο, τα ατομικά και συλλογικά δικαιώματα του εργαζόμενου δεν προέρχεται από κάποιο αίσθημα φιλανθρωπίας, ή «κοινωνικής δικαιοσύνης», ούτε συνιστά κάποιο είδος «παροχών», ή απλά μια «ανακατανομή της κοινωνικής πίτας». Αντίθετα αποτελεί μια βασική, θεμελιώδης προϋπόθεση για την ενεργοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας, την αναγκαία ανόρθωση της οικονομίας και το αποφασιστικό σπάσιμο του φαύλου κύκλου της κρίσης.
Ποια πρέπει να είναι τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της άμεσης πολιτικής πρότασης διεξόδου;
Πρώτο: Στη σημερινή πολιτική κατάσταση που υποτάσσει τα πάντα στο κίνητρο του καπιταλιστικού κέρδους και στην αύξησή του, χρειάζεται να αντιπαρατεθεί μια ριζικά διαφορετική πολιτική η οποία πρέπει να βασίζεται σε νέα κριτήρια ανάπτυξης με επίκεντρο τις σύγχρονες ανάγκες των εργαζομένων για απασχόληση, για παιδεία, υγεία, κοινωνική εξασφάλιση, προστασία του περιβάλλοντος, δημιουργική αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου και αποφασιστική συμμετοχή σ’ όλες τις διαδικασίες που τους αφορούν στην εργασία, την κοινωνία και την πολιτική.
Εκεί που έχει οδηγηθεί η οικονομία από την κρίση, την πρόσδεσή της στην ΕΕ και την ΟΝΕ, καθώς και από την εφαρμοζόμενη κυβερνητική πολιτική, δεν μπορούν να υπάρξουν ουσιαστικές και βιώσιμες λύσεις στα προβλήματα που τη μαστίζουν, αν δεν εντάσσονται σ’ ένα συνολικό μακρόπνοο σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης σε ανταγωνιστική κατεύθυνση με τα κριτήρια και τη λογική της εξαρτημένης καπιταλιστικής ανάπτυξης. Γι’ αυτό και το να απαντήσει κανείς πειστικά στα πιο άμεσα προβλήματα των εργαζομένων, πρέπει αναγκαστικά να απαντήσει σ’ αυτό το κεντρικό αναπτυξιακό πρόβλημα της χώρας, στο πρόβλημα της προοπτικής της. Διαφορετικά όλες οι προτάσεις για αυξήσεις μισθών, για περιορισμό της ανεργίας, για χτύπημα της ακρίβειας, κοκ, ακόμη κι όταν υποδηλώνουν αγαθές προθέσεις, δεν είναι παρά απλοϊκή δημαγωγία, δεν είναι παρά μια ακόμη προσπάθεια εξαπάτησης των εργαζομένων όσο κι αν θέλει να την στολίζει κανείς με αριστερά, υπεραριστερά και ταξικά επίθετα.
Είναι επείγουσα ανάγκη ένας νέου τύπου οικονομικός ρόλος του κράτους, που δεν θα είναι συμπληρωματικός της αγοράς, αλλά βασικός μοχλός μιας ριζικά διαφορετικής ανάπτυξης με κριτήριο τις άμεσες ανάγκες και τα συμφέροντα της εργαζόμενης κοινωνίας. Το βασικό ζητούμενο είναι το κράτος να μεταβληθεί από εικονικό, σε πραγματικό εκπρόσωπο της κοινωνίας και μάλιστα εκείνων των κοινωνικών δυνάμεων που η επιβίωσή τους εξαρτάται από την προσωπική τους εργασία. Ειδικά σε μια περίοδο άγριου ανταγωνισμού στις αγορές το κράτος δεν μπορεί να εμφανίζεται «ουδέτερο», ούτε να «απέχει» από την άμεση παραγωγική διαδικασία. Αντίθετα, πρέπει να εξαναγκαστεί σε σαφή τοποθέτηση και αυτή να είναι με την πλευρά των αδυνάτων, των χαμένων του παιχνιδιού, των ανθρώπων του μόχθου, που στέκουν ανίσχυροι μπροστά στους επιχειρηματικούς γίγαντες. Και για να γίνει αυτό, το κράτος πρέπει να εξυγιανθεί, να κόψει τους δεσμούς του με τα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα, να γίνει εγγυητής των συλλογικών δικαιωμάτων και των άμεσων αναγκών των εργαζόμενων τάξεων και να αναδειχθεί σε βασικό, στρατηγικό μοχλό ανάπτυξης της οικονομίας συνολικά.
Δεύτερο: Δεν μπορεί να υπάρξει πολιτική σε όφελος των εργαζομένων δίχως την πάλη για τον απεγκλωβισμό από το καθεστώς εξάρτησης της χώρας, δίχως την κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας. Η χώρα πρέπει να πάψει να αποτελεί έρμαιο των ιμπεριαλιστικών τυχοδιωκτισμών στην περιοχή και ανά την υφήλιο. Πρέπει να πάψει να ασφυκτιά από το ζουρλομανδύα των ιμπεριαλιστικών ολοκληρώσεων. Πρέπει να αποτινάξει το καθεστώς υποτέλειας και υποταγής στα μεγάλα αφεντικά.
Κύριο μέλημα της άρχουσας τάξης ήταν από παλιά η προσπάθεια να εμφανίζει το καθεστώς ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και υποτέλειας ως κάτι απολύτως «φυσικό», ως τη μοναδική «εγγύηση έναντι των εθνικών κινδύνων», ως «μονόδρομο ένταξης στην παγκόσμια οικονομία», ως αναγκαία «έκφραση της διεθνούς αλληλεξάρτησης». Στην πραγματικότητα η εξάρτηση είναι κάτι το “φυσικό” μόνο σε ένα διεθνές περιβάλλον στο οποίο κυριαρχεί η αρχή της ισχύος και της πυγμής, σε μια παγκόσμια αγορά όπου αναμετρούνται μονοπωλιακές δυνάμεις. Ενώ ο βασικός εθνικός κίνδυνος προέρχεται από αυτή την ίδια την εξάρτηση. Κι απ’ αυτήν η χώρα μπορεί και πρέπει να απαλλαγεί. Γι’ αυτό και η όποια υποτίμηση του προβλήματος της εξάρτησης, η όποια υποβάθμισή του για οιονδήποτε λόγο συνιστούν τυπική απολογητική του κυρίαρχου συνασπισμού εξουσίας. Η παραγνώριση της εξάρτησης οδηγεί αναγκαστικά στην εγκατάλειψη προνομιακών πεδίων συσπείρωσης και μετώπων πάλης του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Κανένα πρόβλημα της δημοκρατίας και της κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί δίχως να αναδειχθεί πρώτα απ’ όλα η ανάγκη πάλης ενάντια στο καθεστώς εξάρτησης, για την απαλλαγή από την αμερικανοκρατία και την αποδέσμευση από την ΕΕ.
Τρίτο: Θεμελιακή προϋπόθεση μιας πολιτικής αναγέννησης της χώρας και του λαού της είναι η κατάκτηση της δημοκρατίας ως αφετηρία αντιμετώπισης των προβλημάτων της οικονομίας και της κοινωνίας. Αυτό σημαίνει πρώτα και κύρια την κατοχύρωση και διεύρυνση της λαϊκής κυριαρχίας. Σημαίνει εξασφάλιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και κατάργηση όλων των διακρίσεων και αντιδημοκρατικών νόμων. Σημαίνει την επιβολή ενός δημοκρατικού κοινωνικού ελέγχου σε όλα τα επίπεδα του συστήματος εξουσίας. Απαιτεί επίσης την προώθηση ενός κλιμακώμενου προγράμματος ουσιαστικής δημοκρατικής αποκέντρωσης θεμελιωμένη σε μια πραγματική λαϊκή τοπική αυτοδιοίκηση, όργανο και έκφραση του δικαιώματος της ελεύθερης αυτοοργάνωσης του λαού.
Όμως πρώτα και κύρια απαιτείται ένα νέο λαϊκό δημοκρατικό σύνταγμα, το οποίο θα είναι έκφραση αλλά και προϋπόθεση της λαϊκής κυριαρχίας. Γι’ αυτό και θα είναι προϊόν μιας Συντακτικής Συνέλευσης, μιας νέας Εθνοσυνέλευσης, που θα γεννηθεί απευθείας από τον ίδιο το λαό. Το σύνταγμα αυτό θα βασίζεται στην κατοχύρωση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του εργαζομένου στην εργασία, την οικονομία, την κοινωνία και την πολιτική. Θα αναδεικνύει το κράτος σε εγγυητή αυτών των δικαιωμάτων και των ελευθεριών και θα θεσμοθετεί την εθνικοποίηση και δημοκρατική εξυγίανση των μέσων μαζικής ενημέρωσης, αλλά και τη δημοκρατική αναδιοργάνωση και επαναπροσδιορισμό του ρόλου των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας.
Κινητήρια δύναμη αυτής της πολιτικής πρότασης δεν μπορεί να είναι άλλη από την ίδια την εργατική τάξη και το οργανωμένο της κίνημα, από το μαζικό κίνημα του λαού. Στην πράξη αυτή η πολιτική πρόταση δεν μπορεί παρά να είναι η προγραμματική βάση μιας ευρύτατης κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας με επίκεντρο την εργατική τάξη και το μαζικό κίνημα, μοχλός ανατροπής συσχετισμών, οργάνωσης και χειραφέτησης των εργαζομένων. Ενώ το κοινωνικο-ταξικό μέτρο αποδοχής και επιτυχίας της δεν θα είναι το κυνήγι των ψήφων σε έναν φαύλο κύκλο στείρου κοινοβουλευτισμού, αλλά η στήριξη και η άμεση βοήθεια σε κάθε αγώνα, σε κάθε κίνημα του λαού, σε κάθε προσπάθεια, από όπου κι αν προέρχεται, με στόχο την απόσπαση κατακτήσεων, βελτιώσεων και αλλαγών υπέρ των εργαζομένων. Μια πολιτική πρόταση που δεν μπορεί να φανεί άμεσα χρήσιμη στις καθημερινές διεκδικήσεις της εργατικής τάξης, στο άνοιγμα του δρόμου για έστω και περιορισμένες βελτιώσεις στην καθημερινή ζωή της είναι αδιέξοδη, ανεδαφική και αδιάφορη από τη σκοπιά των συμφερόντων του εργαζόμενου λαού.


26/3/2007

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου