Ποιος νίκησε στις εκλογές; Άλλοι λένε ο Μητσοτάκης και η ΝΔ. Άλλοι πάλι λένε η νοθεία. Η αλήθεια είναι ότι αυτός που νίκησε είναι η πολιτική αδιαφορία. Το γεγονός δηλαδή ότι το μεγαλύτερο μέρος του εκλογικού σώματος, έχει απαξιώσει τη ψήφο του περισσότερο κι από χρησιμοποιημένο χαρτί υγείας. Οπότε τη ρίχνει οπουδήποτε χωρίς ιδιαίτερη σκέψη, ή περισυλλογή. Ενώ οι περισσότεροι την αντιμετωπίζουν ως λευκή επιταγή με την οποία οι περισσότεροι είναι διατεθειμένοι να συνδιαλλαγούν με τους δυνάστες τους με όρους δούναι-λαβείν.
Όταν λέμε πολιτική αδιαφορία δεν εννοούμε κατ’ ανάγκη την
αποχή. Ούτε η κυρίαρχη εκδήλωσή της είναι όσοι έχουν μετατρέψει την αποχή, την
απουσία, την παραίτηση ως ιδεολογία. Στο κάτω-κάτω της γραφής η αποχή είναι
επίτηδες διογκωμένη. Το ΥΠΕΣ εμφανίζει το εκλογικό σώμα στα 9.930.625. Ο πληθυσμός σύμφωνα με την απογραφή του 2021
ανέρχεται στα 10.482.487. Με άλλα λόγια το ΥΠΕΣ θέλει να πιστέψουμε ότι όσοι
λόγω ηλικίας, ή άλλων λόγων δεν έχουν δικαίωμα ψήφου είναι μόλις 551.862.
Ωστόσο σύμφωνα με την απογραφή οι ηλικίες άνω των 17 που
θεωρητικά έχουν δικαίωμα ψήφου ανέρχονται περίπου σε 8.700.000. Ήδη η διαφορά
με το εκλογικό σώμα που εμφανίζει το ΥΠΕΣ ανέρχεται σε πάνω από 1.230.000. Αν
υπολογίσουμε ότι στον πληθυσμό έχουν απογραφεί επίσης και γύρω στο 1.000.000
αλλοδαποί, νόμιμοι και παράνομοι, οι οποίοι δεν έχουν δικαίωμα ψήφου, τότε το
εικονικό εκλογικό σώμα ξεπερνά τα 2,2 εκατομμύρια.
Και σ’ αυτό δεν υπολογίζουμε γύρω στο 1 εκατ. Ελλήνων μεταναστών στο εξωτερικό με δικαίωμα ψήφου, το οποίο φρόντισε η κυβέρνηση Μητσοτάκη με τη συνδρομή και των υπολοίπων, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, να τους αφαιρέσουν ουσιαστικά τη δυνατότητα να ψηφίσουν θέτοντας ανυπέρβλητους όρους και προϋποθέσεις. Έτσι στο εξωτερικό μπόρεσαν να ψηφίσουν λίγο πάνω από τις 18.000. Μόνο όσοι είχαν ειδοποιηθεί από τους κομματικούς μηχανισμούς και μπορούσαν έγκαιρα να εγγραφούν στους ειδικούς καταλόγους και να λάβουν κατόπιν έγκριση από το ΥΠΕΣ.
Ψήφος υπό έγκριση. Εκεί καταντήσαμε. Είναι ο προάγγελος όσων
έρχονται στο εγγύς μέλλον για διοικητικούς περιορισμούς της ψήφου.
Για πρώτη φορά στη νεότερη πολιτική ιστορία της Ελλάδας δεν
αρκούσε η ελληνική ιθαγένεια για να έχεις δικαίωμα ψήφου. Έπρεπε να λάβεις
έγκριση από την κυβέρνηση. Ενώ υπήρξαν Έλληνες – όπως πχ. στη Ρωσία – όπου τους
απαγορεύτηκε να ψηφίσουν, διότι πολύ απλά έπρεπε να ταξιδέψουν σε άλλη χώρα.
Έτσι η Singular
και
το αμερικανοϊσραηλινό fund
στο
οποίο ανήκει, είχε περιθώριο περίπου 3 εκατ. ψηφοφόρων για να μαγειρέψει
αποτελέσματα. Κι αυτό έκανε. Πρώτα και κύρια διπλασιάζοντας σχεδόν την
πραγματική αποχή, προκειμένου να φαντάζουν με ευρεία απήχηση οι θεωρίες των
επιτηδείων περί αποχής ως «επαναστατικής πράξης», ως «πράξη μη αναγνώρισης».
Θεωρίες που διακονούν επιτήδειοι και ασπάζονται ηλίθιοι.
Τούτων λεχθέντων, μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η
νοθεία υπήρξε καθοριστική για το εκλογικό αποτέλεσμα; Όχι. Κι όποιος το
πιστεύει αυτό, απλά αυταπατάται επιχειρώντας να βρει μια εύκολη δικαιολογία για
ότι συνέβη.
Η νοθεία ενίσχυσε το προβάδισμα της ΝΔ γύρω στις 2-3%
ποσοστιαίες μονάδες, σύμφωνα με τις δικές μας εκτιμήσεις. Αφαίρεσε γύρω στο
0,5% από τη Συμμαχία Ανατροπής, όπως μας δείχνουν πάλι οι δικές μας εκτιμήσεις,
αλλά η νοθεία δεν στάθηκε καθοριστική για το εκλογικό αποτέλεσμα.
Το καθοριστικό ήταν αυτό που είπαμε εξαρχής: η πολιτική
αδιαφορία της κοινωνίας. Κι αυτή εκδηλώνεται πρώτα και κύρια με την απάθεια. «Με
τον όρο απάθεια, εννοούμε συναισθηματική αδιαφορία. Ο απαθής απλά δεν
ενδιαφέρεται. Ανεξάρτητα από το πώς τον διεγείρετε, είναι σχεδόν αδύνατο να
προκαλέσετε τις φυσιολογικές συναισθηματικές αντιδράσεις του θυμού, του φόβου,
ή της χαράς. Φαίνεται ότι έχει διαχωριστεί από τον περιβάλλοντα κόσμο και είναι
εκτός συναισθηματικής επαφής με το αντικειμενικό περιβάλλον. Για το λόγο αυτό,
η συναισθηματική απάθεια θεωρείται συνήθως μια πολύ σοβαρή κατάσταση.»1
Η απάθεια δεν είναι προσωπική επιλογή, ούτε ιδεολογική
πεποίθηση. Είναι πρωτίστως μια κοινωνική ασθένεια, η οποία κατακτά την
κοινωνία, ή ευρύτερα κοινωνικά στρώματα και τάξεις, όταν χάνεται η εσωτερική
συνοχή τους, η ταυτότητά τους, αλλά και η ανεξαρτησία τους στον τρόπο
συγκρότησης και δράσης. Κακά τα ψέματα. Η κοινωνία μας πλέον δεν προάγει
κανενός είδους σχέσεις αλληλεγγύης, συνεργασίας, συμπαράστασης, συμπαράταξης, συμπόρευσης.
Ούτε ταξικά, ούτε εθνικά. Ούτε καν μέσα στην ίδια την οικογένεια.
Παντού κυριαρχεί το εφήμερο δούναι-λαβείν και το μίσος προς
τον πλησίον, που συχνά συγχέεται με την αδιαφορία.
Έχει χαθεί ο εθνισμός του Έλληνα, δηλαδή η ιστορική ταυτότητα
της εθνικής του συγκρότησης. Γι’ αυτό και αρκετοί μπερδεύουν τον εθνισμό με τον
φυλετικό εθνικισμό, που θεμελιώνεται στη λατρεία ενός μυστικιστικού και
ανύπαρκτου «έθνους», δανεισμένη από τις θρησκευτικές και φυλετικές καθαρότητες
της δυτικής αποικιοκρατικής ιδεολογίας.
Έχει χαθεί η ταξική και κοινωνικοπολιτική συγκρότηση του λαού.
Ο λαός σήμερα δεν είναι παρά ένα κοινωνικοεπαγγελματικό συνονθύλευμα με παρασιτική
συνείδηση, η οποία αντανακλά και συμπληρώνει μια από τις πιο παρασιτικές
οικονομίες του πλανήτη. Όπως έχει καταντήσει η ελληνική οικονομία, πρωτίστως
χάρις στην αφομοίωσή της από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και το κοινό νόμισμα. Και
μάλιστα μια από τις πιο παρασιτικές οικονομίες σε κατάσταση ελεγχόμενης
χρεοκοπίας στο διηνεκές.
Γι’ αυτό και τα πολιτικά αντανακλαστικά του λαού μας προσιδιάζουν
πια σ’ εκείνα μιας τριτοκοσμικής κοινωνίας, όπου η εξάρτηση από τους
μηχανισμούς της εξουσίας και του βαθέως κράτους, όπως και από το οργανωμένο
έγκλημα που διαφεντεύει την οικονομία, εξασφαλίζει την όποια απασχόληση και
απολαβή. Μια ολόκληρη χώρα καταρρέει, τρέφεται με τις σάρκες της και χάνεται
βαθμιαία από το ιστορικό προσκήνιο, χωρίς καν να το αντιλαμβάνεται ο λαός της
γιατί πολύ απλά δεν τον αφορά!
Ζούμε σε μια χώρα όπου η μεγάλη πλειοψηφία του λαού της
διακατέχεται από το σύνδρομο του περαστικού ή του θεατή (Bystander effect)! Αισθάνεται
όπως ο θεατής, ή ο περαστικός που γίνεται μάρτυρας ενός εγκλήματος. Του
εγκλήματος κατά της ίδιας της χώρας του. Και αντιδρά με τον ίδιο περίπου τρόπο
που αντιδρούν οι περαστικοί σε μια ανάλογη περίπτωση, φωνάζει, διαμαρτύρεται,
αλλά τελικά πείθεται ότι δεν τον αφορά το όλο ζήτημα, δεν είναι δική του
δουλειά! Είναι δουλειά κάποιου άλλου, της δικαιοσύνης, των κομμάτων, της κυβέρνησης,
των θεσμών του κράτους, της διεθνούς κοινότητας. Οποιοδήποτε άλλου, εκτός του
ίδιου.
Το σύνδρομο αυτό αναλύθηκε για πρώτη φορά στις ΗΠΑ όταν στις
27 Μαρτίου 1964, οι The
New
York Times δημοσίευσαν ένα άρθρο με τίτλο «οι 37 που είδαν το φόνο, αλλά δεν
κάλεσαν την αστυνομία», υποστηρίζοντας ότι πολλοί γείτονες άκουσαν, ή έγιναν
μάρτυρες της δολοφονίας της 29χρονης Κάθριν Τζενοβέζε στο Κουίνς της Νέας
Υόρκης, αλλά δεν έκαναν τίποτα για να τη βοηθήσουν.
Το φαινόμενο αυτό, ονομάστηκε από τους ειδικούς Bystander effect, ή το σύνδρομο Genovese, και προσπαθεί να
εξηγήσει γιατί κάποιος που είναι μάρτυρας ενός εγκλήματος δεν συντρέχει το
θύμα. Πολλοί ειδικοί έκαναν καριέρα μελετώντας το σύνδρομο αυτό και μέσα από
κλινικά πειράματα κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι όσο περισσότεροι μάρτυρες
υπάρχουν, τόσο λιγότερο πιθανό είναι να συντρέξουν το θύμα του εγκλήματος. Ενώ
η εξήγηση ενός από τους αυτόπτες μάρτυρες της δολοφονίας - «Δεν ήθελα να
εμπλακώ» - έγινε η διάσημη επιτομή του φαινομένου Bystander.
Ωστόσο, το φαινόμενο αυτό χαρακτηρίζει κοινωνίες
κατακερματισμένες, σε απόλυτη παρακμή, βαθιά ανταγωνιστικές, χωρίς ρίζες,
κουλτούρα και ιστορία, όπου κυριαρχεί το «σώζων εαυτό σωθήτω». Κι αυτό ακριβώς
συμβαίνει στην Ελλάδα σήμερα. Η ελληνική κοινωνία έχασε τις ιστορικές και
ταξικές συντεταγμένες της. Έχασε την εσωτερική της συγκρότηση και την
ανεξαρτησία της από την κρατικομονοπωλιακή εξουσία. Οι μορφές και οι τρόποι
παραδοσιακής της οργάνωσης, σωματεία, συνδικάτα, πολιτικά κόμματα έχουν
μετατραπεί εδώ και χρόνια σε μηχανισμούς χειραγώγησης και εξάρτησης από το βαθύ
κράτος.
Η ελληνική κοινωνία έμαθε να αντιδρά όπως ο δούλος. Να
οργίζεται και να διαμαρτύρεται, αλλά να μην διεκδικεί, να μην παλεύει για τα
αιτήματά της ενάντια στην εξουσία. Η ριζοσπαστική σκέψη πέθανε, ενώ η
ριζοσπαστική δράση περιορίζεται σε μερικούς παράτολμους.
Από αυτή τη σκοπιά η ελληνική κοινωνία σήμερα προσιδιάζει σε
πολύ μεγάλο βαθμό στην κατάσταση της δουλείας, ή δουλοπαροικίας που κυριαρχούσε
λίγο πριν το μεγάλο ξεσηκωμό. Πώς μπορεί κάποιος να αντιπαλέψει αυτή την
κατάσταση; Πώς μπορεί να ανατρέψει ένα από τα πιο εγκληματικά καθεστώτα που
γνώρισε η σύγχρονη ιστορία με μια κοινωνία σε τέτοια απάθεια;
Μας το εξηγεί εν πολλοίς ένας από τους αγωνιστές, αλλά
ιστορικούς της παλιγγενεσίας, ο Κ. Μ. Κούμας:2
«Το Ελληνικόν έθνος, με όλας τας δυστυχίας, τας οποίας
υπέφερνεν από τον κύριόν του, έμενε πάντοτεήσυχον, και απέδιδε την παρούσαν του
τύχην εις τας ανερμηνεύτους βουλάς της θείας προνοίας. Επεμελείτο την εμπορίαν
και τα εργόχειρά του διά να αντιπαλαίη με το αργύριον τας νομίμους και
παρανόμους αργυρολογήσεις των κρατούντων, και έχαιρεν οσάκις ήδύνατο να εορτάζη
ησύχως τας λαμπροτέρας των εορτών του… Ουδέ ίχνος επαναστατικής εννοίας δεν
ευρίσκετο εις καμμίαν φρονίμην κεφαλήν. Οι φρόνιμοι μάλιστα κατέκριναν τους αιτίους
της τραγικής σκηνής, ήτις επαραστάθη εις Πελοπόννησον κατά το 1769 έτος. Ήσαν
και πολλοί θρησκευτικοί, οίτινες εκ ζήλου εκκλησιαστικού εδίδασκαν, ότι η θεία
πρόνοια μάς υπέβαλεν εις το Οθωμανικόν σκήπτρον διά να μάς φυλάξη δι' αυτου από
τας αιρέσεις και από την εις χριστιανικάς τινας χώρας εμφιλοχωρήσασαν
αδιαφορίαν περί τα θεία…
Η ήσυχία όμως των φρονημάτων τούτων ήρχισε να ταράττεται από
του 1797 έτους. Ο εκ Φερών (τώρα Βελεστίνου) της Θετταλίας Ρήγας, ανήρ πυρώδης,
με γνώσεις τινας, τας οποίας είχε περισσεύσειν εις Βουκορέστιον, μεταβας εις
Βιένναν,… συνέλαβε τον τολμηρόν στοχασμόν να επαναστήση τους ομογενείς του κατά
του Οθωμανικού κράτους. Με γλώσσαν τόσον δημώδη, ώστε την εκαταλάμβανε πάσα
κλάσις Ελλήνων, εις νόμον μουσικόν, ός τις ήτο πάγκοινος εις τα στόματα όλης
της κατωτάτης κλάσεως της στερεάς Ελλάδος, εσύνθεσεν ωδήν παθητικωτάτην, διά
της οποίας εκάλει όλους εις τα όπλα διά να αναλάβουν την αρχαίαν των δόξαν και
ελευθερίαν… τα τραγούδιά του διεδόθησαν κατ' ολίγον εις όλον το γένος. Μικροί
και μεγάλοι και αυταί αι γυναίκες έψαλαν την του Ρήγα ωδήν εις πάν συμπόσιον
και εις πάσαν συντροφίαν…
Μ' όλον ότι έχασαν την ησυχίαν της ψυχής των οι Έλληνες και
ήρχισαν να αισθάνωνται ότι αδικούνται, και να δυσαρεστώνται εις τας τύχας των,
ενόμιζαν όμως γεωμετρικώς αδύνατον να αντάρωσι χείρα, και ηύχοντο μόνον
μυστικώς εις Θεόν να τους στείλη απαλλαγήν των κακών διά τινος των Χριστιανικών
δυνάμεων, μάλιστα της Ρωσικής. Αλλ' εις τας μόνας των ευχάς απεφάσισαντινές να
δώσωσι και πραγματικήν κίνησιν, και εκ μηδεμιάς προπαρασκευής πραγματικής να τους
παρορμησωσιν εις αγωνα τοιουτον, όπου χωρίς της θείας προστασίας ήτο βέβαιος ο
όλεθρος.
Μία εταιρεία, της οποίας η αρχή, μ' όλον ότι επρoσπάθησαν
τινες να την ερμηνεύσωσι, μένει ακόμη αίνιγμα, ονομασθείσα εταιρεία των φίλων
ήρχισε (δεν εξεύρει τις πότε) να ενεργή μυστικώς την επανάστασιν.»
Μόνο έτσι μπορεί να γίνει η αναγέννηση του έθνους των Ελλήνων,
σε νέα βέβαια ταξική και πολιτική βάση. Μόνο έτσι μπορούμε να δούμε προκοπή.
Μόνο αν υπάρξουν άτομα «πυρώδη» που δεν θα το βάλουν κάτω προκειμένου να δώσουν
στις ευχές πραγματική κίνηση, αντισταθμίζοντας την απάθεια της κοινωνίας με το
δικό τους πάθος, τη δύναμη της δικής τους πίστης και οργάνωσης ικανής να
διαχυθεί και να συσπειρώσει ευρύτατα στρώματα της κοινωνίας στα βασικά
πατριωτικά και δημοκρατικά καθήκοντα. Κι αυτό δεν είναι υπόθεση μιας
προεκλογικής περιόδου, αλλά μιας εκ βάθρων ριζοσπαστικής πολιτικής πρωτίστως «από
τα κάτω».
1. J. Stanley Gray: Psychology in Human Affairs. New York and
London: McGraw-Hill Book Company, Inc., 1946, 259.
2. Ιστορίαι των
Ανθρωπίνων Πράξεων από των Αρχαιοτάτων χρόνων έως των ημερών μας υπό Κ. Μ.
Κούμα. Τόμος Δωδέκατος. Εν Βιέννη της Αυστρίας. Εκ τής Τυπογραφίας Αντωνίου
Αυκούλου, 1832, 600-601.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου