Ο Λουδοβίκος του Μαξίμου εξήγγειλε τις εκλογές λέγοντας: «Η χώρα και οι πολίτες χρειάζονται καθαρούς ορίζοντες και σε πείσμα όσων διέδιδαν τα αντίθετα σενάρια οι εθνικές εκλογές θα διεξαχθούν στη λήξη της τετραετίας, όπως εξ αρχής είχα δεσμευτεί. Θα γίνουν την Κυριακή 21 Μαΐου. Αν χρειαστεί δεύτερη αναμέτρηση ώστε να ακυρωθεί η περιπέτεια της απλής αναλογικής, αυτή θα πραγματοποιηθεί το αργότερο μέχρι τις αρχές Ιουλίου.»
Οι διπλές, αν χρειαστούν, εκλογές συνιστούν το μέσο για να παραχθεί «ισχυρή διακυβέρνηση» παρά και ενάντια στη θέληση του λαού, ώστε να καταλύσει ακόμη και τις λιγοστές πολιτικές ελευθερίες που έχουν απομείνει. Άλλωστε, όλες οι εκτροπές από τη συνταγματική έννομη τάξη, αλλά και οι χούντες έως τον φασισμό και το ναζισμό δεν γεννήθηκαν από την «ακυβερνησία», αλλά ως έσχατο μέσο της κυρίαρχης ελίτ για να διασφαλίσει «ισχυρές κυβερνήσεις» απέναντι στο λαό.
Οι κυβερνώντες εντός και κυρίως εκτός Ελλάδας, γνωρίζουν πολύ καλά ότι είναι αδύνατο να συνεχίσει η χώρα μας στον ίδιο μονόδρομο – στο μονόδρομο της απόλυτης χρεωκοπίας εντός μιας καταρρέουσας διεθνώς «νομισματικής ένωσης», η οποία απειλεί να παρασύρει στα τάρταρα όλα τα κράτη-μέλη της – χωρίς να θωρακιστεί η εξουσία απέναντι στη διαμαρτυρία των λαϊκών στρωμάτων.
Γι’ αυτό θέλουν να μετατρέψουν το παρών εικονικό κοινοβούλιο – το οποίο έχει παραιτηθεί της αυτονομίας του για να λειτουργεί και να αποφασίζει από την εποχή του πρώτου μνημονίου υπό την κηδεμονία και τις «υποδείξεις» του ευρωμηχανισμού – σ’ έναν αριστοκρατικό παρλιαμέντο σαν αυτά του δυτικοευρωπαϊκού ύστερου μεσαίωνα, όπου θα έχουν θέσει μόνο όσοι χρηματοδοτούνται με δανεικά κι αγύριστα από τις τράπεζες. Δηλαδή, αποκλειστικά και μόνο οι λεγόμενες «δυνάμεις του συνταγματικού τόξου», κατά τον ορισμό του μετρ της συνταγματικής διαστροφής, Ευάγγελου Βενιζέλου.
Για το σκοπό αυτό διαθέτουν ήδη όλο το νομικοπολιτικό οπλοστάσιο. Κι όπως την εποχή της εγκαθίδρυσης του ναζιστικού führerstaat στη Γερμανία του μεσοπολέμου, έχουν εξασφαλίσει την απόλυτη συνεργασία της πλειοψηφίας του δικαστικού σώματος και των θεσμών του κράτους. Το κράτος εάλω! Όλα είναι στη θέση τους για να προχωρήσουν σε οριζόντιες απαγορεύσεις λειτουργίας και δράσης κομμάτων, κινημάτων, αλλά και κάθε «αιρετικής φωνής» που πιθανόν να δημιουργήσει πρόβλημα.
Δεν αρκεί πια η ουσιαστική απαγόρευση πολιτικού διαλόγου, πρώτα από το ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνηση της «πρώτης φοράς αριστεράς», η οποία μαζί με τους πιο τυχοδιώκτες φυλάρχους της νομής του πλούτου της χώρας, φρόντισαν να φράξουν κάθε ρωγμή αληθινής ενημέρωσης και ουσιαστικής αντιπαράθεσης στα μέσα, για να έρθει κατόπιν ο Λουδοβίκος Μητσοτάκης για να ολοκληρώσει με τα ΜΜΕ και τη δημοσιογραφία της λίστας Πέτσα. Μόνο και μόνο για να μετατρέψουν τον Έλληνα σήμερα στον πιο ανενημέρωτο πολίτη της Ευρώπης κι έναν από τους πλέον ανενημέρωτους της υφηλίου.
Πώς αλλιώς θα αποδεχθεί τον μονόδρομο από το κακό στο χειρότερο; Πώς αλλιώς θα «πειστεί» ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος, καμιά άλλη εναλλακτική έξω από τον «λάκκο των λεόντων» του ευρώ και της ελεγχόμενης από τους δανειστές χρεωκοπίας εσαεί. «Μιας και δεν το συζητάνε στα κανάλια, προφανώς δεν υπάρχει σοβαρή εναλλακτική,» όπως μου έλεγε τις προάλλες ένας αγαθό θύμα του ολοκληρωτισμού της μιντιακής εξαπάτησης.
Όμως, γι’ αυτό που έρχεται δεν αρκεί η συνεχιζόμενη ολοκληρωτική εξαπάτηση και ο αποπροσανατολισμός. Απαιτείται η επιβολή δια της πυγμής. Χρειάζονται κρατητήρια για τους αντιφρονούντες. Αυτός, άλλωστε, ήταν κι ο αληθινός σκοπός της περιβόητης τροπολογίας Βορίδη. Να επιβάλει στην πράξη και με τις πλάτες της πλειοψηφίας των ανώτατων δικαστηρίων, την κατάλυση του άρθρου 29 του Συντάγματος. Κι έτσι να θέσει υπό την αίρεση του Αρείου Πάγου, αλλά και της διοίκησης τον τρόπο συγκρότησης και ανακήρυξης των πολιτικών κομμάτων.
Ως άλλοθι φυσικά χρησιμοποιήθηκε ο Κασιδιάρης, αλλά η πραγματική στόχευση είναι η απαγόρευση στο άμεσο μέλλον της ανακήρυξης αρχικά και λίγο αργότερα της κατάργησης οποιασδήποτε πολιτικής δύναμης αμφισβητεί τον υφιστάμενο μονόδρομο. Οποιουδήποτε αρνείται να πειθαρχήσει στις στρατηγικές επιλογές των ελίτ, έχει στραφεί ενάντια στο τραπεζικό καρτέλ και φιλοδοξεί να οργανώσει το λαό για την ανατροπή του καθεστώτος με σκοπό την αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Το γεγονός αυτό δεν είναι πρωτοφανές. Την ίδια μεθοδολογία χρησιμοποίησαν και οι χριστιανοδημοκράτες παλαιοναζί του Αντενάουερ στη Δυτική Γερμανία με τη σιωπηρή συνενοχή της σοσιαλδημοκρατίας τη δεκαετία του 1950. Ως πρόσχημα προκειμένου να οικοδομήσουν το μεταπολεμικό ρεβανσιστικό κράτος των Λευκών Κελιών, των berufsverbot, κοκ.
Πρώτα στράφηκαν εναντίον ενός περιθωριακού ναζιστικού μορφώματος, του Sozialistische Reichspartei Deutschlands το 1952. Το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο μετά από αίτημα της Ομοσπονδιακής κυβέρνησης, το κήρυξε παράνομο γιατί έκρινε ότι απεργαζόταν την κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Το 1956 ακολούθησαν οι κομμουνιστές, το Kommunistische Partei Deutschlands, το οποίο επίσης απαγορεύτηκε με την ίδια ακριβώς αιτιολογία. Η απόφαση αυτή χρησιμοποιήθηκε ως μέσο για την αιματηρή καταστολή κάθε μαζικού, ή μη «από τα κάτω» κοινωνικού κινήματος σ’ όλες τις επόμενες δεκαετίας, που φυσικά δεν βρισκόταν υπό τον κομματικό έλεγχο της σοσιαλδημοκρατίας και του κράτους.
Έτσι διασώθηκε ολόκληρος ο μηχανισμός κρατικών και μη στελεχών που υπηρέτησε το ναζιστικό καθεστώς, για να στελεχώσει τα κόμματα και το κράτος της μεταπολεμικής Γερμανίας. Δεν είναι τυχαίο, ότι στη χώρα όπου γεννήθηκε και επικράτησε ο ναζισμός δεν υπήρξε καμιά δίκη και καταδίκη από Γερμανικά δικαστήρια, μεγαλόσχημων ναζί για εγκλήματα πολέμου και κατά της ανθρωπότητας.
Υπήρξαν ελάχιστες μόνο δίκες χαμηλόβαθμων και ασήμαντων για το κρατικό και κομματικό κατεστημένο της μεταπολεμικής Γερμανίας. Όπως ήταν οι πολύκροτες δίκες Φρανκφούρτης-Άουσβιτς που αφορούσαν είκοσι δύο ναζί φρουρούς και μέλη κυρίως του κατώτερου προσωπικού που υπηρέτησαν στο συγκρότημα στρατοπέδων του Άουσβιτς μεταξύ 1940 και 1945. Οι δίκες διεξήχθησαν κυρίως στη Φρανκφούρτη του Μάιν μεταξύ 20 Δεκεμβρίου 1963 και 20 Αυγούστου 1965.
Η διαδικασία αυτή της απαγόρευσης των κομμάτων στη Γερμανία διέπεται από το άρθρο 21(2) του Βασικού Νόμου, αλλά και §§ 43 επ. του νόμου για το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο.
Σύμφωνα με τη διαδικασία αυτή τα κόμματα που λόγω των σκοπών τους, ή της συμπεριφοράς των υποστηρικτών τους επιδιώκουν να υπονομεύσουν ή να καταργήσουν την ελεύθερη δημοκρατική έννομη τάξη, ή να θέσουν σε κίνδυνο την ύπαρξη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας κηρύσσονται αντισυνταγματικά (άρθρο 21 παράγραφος 2 του Βασικού Νόμου). Η Bundestag, η Bundesrat και η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση έχουν τη δυνατότητα να υποβάλουν αίτηση για την κατάργηση ενός κόμματος στο Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο.
Η κυβέρνηση Καραμανλή στο άρθρο 12 του Προσχέδιου του Συντάγματος που κατέθεσε προς ψήφιση στη Βουλή του 1974, είχε υιοθετήσει πλήρως τις συγκεκριμένες διατάξεις του Βασικού Νόμου της Γερμανίας. Αν είχε υιοθετηθεί θα έδινε τη δυνατότητα στην εκάστοτε κυβέρνηση να ρυθμίζει με ειδικό νόμο και κατά το δοκούν τις προϋποθέσεις, τους όρους συγκρότησης και ανακήρυξης κομμάτων. Ενώ με απόφαση δικαστηρίου, θα μπορούσαν να απαγορευτούν κόμματα, που κατά την κρίση των δικαστών δεν συμβάλλουν ή αντιτίθενται στο δημοκρατικό πολίτευμα.
Ωστόσο, η αποφασιστικά ενωτική στάση σύσσωμης της αντιπολίτευσης τότε (Ένωση Κέντρου, ΠΑΣΟΚ, Ενωμένη Αριστερά), εντός και εκτός Βουλής, αλλά και η εξέγερση του πάλαι ποτέ νομικού κόσμου της χώρας, εξανάγκασε την τότε κυβέρνηση να υπαναχωρήσει. Έτσι ψηφίστηκε το άρθρο 29, όπου η ελεύθερη ένωση πολιτών σε κόμμα τελεί μόνο και απλά υπό την τυπική έγκριση του Αρείου Πάγου, χωρίς να επιτρέπει σε κανένα δικαστήριο, ή άλλο φορέα του κράτους να κρίνει, ή να επεμβαίνει στον τρόπο συγκρότησης και λειτουργίας των κομμάτων.
Κυριάρχησε, δηλαδή, η θεμελιώδης αρχή του δημοκρατικού πολιτεύματος, ότι ένα κόμμα μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο στο επίπεδο της ανοιχτής και δημόσιας πολιτικής αντιπαράθεσης ιδεών, προγραμμάτων και πρακτικής. Κι όχι με μέτρα δικαστικά, διοικητικά και κατασταλτικά από τις αρχές.
Βέβαια, αυτό που δεν μπόρεσαν να πετύχουν δια του Συντάγματος, οι κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης επιχείρησαν να το πετύχουν και εν πολλοίς το πέτυχαν διαμέσου της συστημικής διαφθοράς και εξαγοράς. Η κρατική χρηματοδότηση των κομμάτων ήταν η απαρχή – η οποία εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης, παρά κι ενάντια στο Σύνταγμα του 1975 και στη φιλοσοφία της διάταξης του άρθρου 29.
Όπως επίσης και τα «στραβά μάτια» των κρατικών αρχών προς όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα προκειμένου όσα εισέρχονται στη Βουλή να αποκτούν ολόκληρους στρατούς επαγγελματικών στελεχών, τις περισσότερες φορές με αφανείς πόρους και σκιώδη έσοδα. Μαζί με τη δημιουργία κομματικών εταιρειών και επιχειρήσεων εντός και εκτός Ελλάδας, ήταν ο τρόπος με τον οποίο ενσωματώθηκε στο κρατικομονοπωλιακό σύστημα εξουσίας ακόμη και η πιο ριζοσπαστική, πάλαι ποτέ ανυπότακτη και μετεμφυλιακά διωκόμενη κομμουνιστική αριστερά.
Με την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001, δια χειρός του γνωστού μετρ της Συνταγματικής διαστροφής κι ενός εκ των Σοφών του Ευρωπαϊκού Ολοκληρωτισμού, εισήχθησαν στο άρθρο 29 δυο ακόμη παράγραφοι. Παραβιάζοντας κατάφωρα το δημοκρατικό πνεύμα και γράμμα του Συντάγματος.
Η παρ. 2 κατοχυρώνει για πρώτη φορά συνταγματικά τη χρηματοδότηση των κομμάτων από το κράτος, με την πρόθεση να χρησιμοποιηθούν τα οικονομικά ως μέσο επέμβασης και ελέγχου των κομμάτων.
Το 2014 στις προτάσεις αναθεώρησης του Συντάγματος της ΝΔ και της κυβερνώσας κλίκας των Σαμαραβενιζέλων υπήρχε και η πρόταση για περεταίρω αναθεώρησης του άρθρου 29. Ο στόχος ήταν να εισαχθεί Συνταγματικό Δικαστήριο με αρμοδιότητα να κρίνει και να καταργεί αθέμιτα κόμματα. Όσα δηλαδή η ελίτ της χώρας αντιλαμβάνεται και θεωρεί ως «εχθρούς της δημοκρατίας.»
Η πίεση συνεχίστηκε για συνταγματική εκτροπή με την επιβολή καθεστώτος αποκλεισμού και κατάργησης κομμάτων κατά το δοκούν της εξουσίας. Επί παραδείγματι, μερικοί από τους πολυάριθμους θιασώτες και νοσταλγούς του συνταγματισμού της χούντας, όπως οι Ν. Αλιβιζάτος, Π. Βουρλούμης, Γ. Γεραπετρίτης, Κτιστάκις, Σ. Μάνος, Φ. Σπυρόπουλος, έγραφαν στην «Καθημερινή της Κυριακής» (5/6/2016) ότι η ρύθμιση που αφορά τα πολιτικά κόμματα στο Σύνταγμα οφείλει να προβλέπει τη δυνατότητα δικαστικής απαγόρευσης συμμετοχής στις εκλογές κομμάτων των οποίων η ηγεσία παροτρύνει συστηματικά, ή ανέχεται τη χρήση βίας.
Έστω κι αν έχουμε ένα ανάλγητο κράτος που δολοφονεί εν ψυχρώ πολίτες είτε με τις πολιτικές του, είτε με τους μηχανισμούς καταστολής του.
Το συγκεκριμένο άρθρο είχε τον προκλητικό τίτλο – κατά τα ειωθότα της Οργουελικής διπλής γλώσσας του Μεγάλου Αδελφού: «Ένα καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα». Στις μέρες μας «καινοτόμο» για όλα τα σύγχρονα σταγονίδια του ευρωατλαντικού χουντισμού, είναι ότι μας γυρίζει δεκαετίες, αν όχι αιώνες πίσω, στις εποχές της απολυταρχίας και του ολοκληρωτισμού.
Η τροπολογία Βορίδη, λοιπόν, δεν μας ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία, αλλά είναι προϊόν ετών προετοιμασίας του εδάφους σε μια περίοδο απόλυτης συνταγματικής εκτροπής, σφετερισμού της εξουσίας και εσχάτης προδοσίας του κυβερνώντος πολιτικού προσωπικού. Στην πράξη καταργεί το άρθρο 29 και επαναφέρει τη λογική του άρθρου 12 του Προσχεδίου, αλλά ουσιαστικά και του άρθρου 58 (περί πολιτικών κομμάτων) του Συντάγματος της Χούντας της 12ης Νοεμβρίου 1968.
Η μόνη διαφορά με το χουντικό σύνταγμα είναι στις προφάσεις. Τότε οι δικτάτορες προέβλεπαν απαγορεύσεις και καταργήσεις κομμάτων «των οποίων οι σκοποί ή η δράσις αντιτίθενται εκ του εμφανούς ή συγκεκαλυμμένως προς το πολίτευμα ή τείνουν εις ανατροπή του υφιστάμενου κοινωνικού καθεστώτος ή εκθέτουν εις κίνδυνον την εδαφικήν ακεραιότητα της Κράτους, ή την δημόσιαν ασφάλειαν…»
Σήμερα δεν τηρούνται ούτε καν τα προσχήματα. Οι κυβερνώντες προκειμένου να διασώζουν εσαεί το εγχώριο και υπερεθνικό καρτέλ των τραπεζών σε βάρος του λαού, στρέφονται πλέον ανοικτά ενάντια σ’ όλα εκείνα τα κόμματα που αμφισβητούν με λόγια και έργα τους μονόδρομους που επιβάλλονται άνωθεν και έξωθεν.
Ιδίως εκείνα που καλούν τον λαό σε πατριωτική δημοκρατική ενότητα, σαν εκείνη που έδιωξε τους ναζί κατακτητές το 1944, αλλά και έριξε τη χούντα το 1973.
Τα μεγαλύτερα ατού της εξουσίας για να μας οδηγήσει σε ανοιχτή δικτατορία, έστω και με το προσωπείο ενός απόλυτα ελεγχόμενου και εικονικού κοινοβουλευτισμού, είναι τα ίδια μ’ εκείνα που επέτρεψαν την άνοδο του φασισμού και του ναζισμού στο μεσοπόλεμο. Η ηλιθιότητα της ακομμάτιστης μάζας, που πιστεύει ότι χωρίς κόμματα θα είναι καλύτερα, αλλά και ο μετασχηματισμός των κοινοβουλευτικών κομμάτων σε κρατικομονοπωλιακά μορφώματα.
Δεν υπάρχει καν η δημοκρατική ευαισθησία που επέτρεψε την ενωτική, την από κοινού δράση – εντός και εκτός κοινοβουλίου – την εποχή ψήφισης του Συντάγματος, σύσσωμης της αντιπολίτευσης προκειμένου να ανατραπούν οι πιο προκλητικά αντιδημοκρατικές διατάξεις του Προσχεδίου της κυβέρνησης Καραμανλή. Ούτε ίχνος αίσθησης της πραγματικότητας.
Οι περισσότεροι εντός και εκτός κοινοβουλίου στοιχειώνονται από το φαίνεσθαι και νομίζουν ότι βρισκόμαστε σε μια ομαλή κοινοβουλευτική περίοδο. Κι ότι πηγαίνουμε σε μια ακόμη εκλογική αναμέτρηση, σαν τόσες άλλες τα προηγούμενα χρόνια. Διακατέχονται από την ίδια βαθιά πεποίθηση των πολιτικών ηγεσιών, ιδίως του κέντρου και της αριστεράς, τις παραμονές της 21ης Απριλίου 1967, ότι στην Ελλάδα είναι αδύνατο να γίνει δικτατορία!
Τότε τα επιφανέστερα κοινοβουλευτικά και μη στελέχη της Ένωσης Κέντρου και της ΕΔΑ, μαντρωμένα εν μία νυκτί από τους Απριλιανούς, αναρωτιόνταν έκπληκτοι πώς και αγνόησαν όλα εκείνα τα σημάδια που έδειχναν ολοκάθαρα την έλευση της δικτατορίας. Πώς ήταν δυνατόν οι πραξικοπηματίες να τους πιάσουν κυριολεκτικά στον ύπνο;
Δυστυχώς, δεν έβγαλαν τα αναγκαία συμπεράσματα. Δεν αντιλήφθηκαν ότι η τύφλωση είναι ενδημική των ιδεοληψιών και πολύ περισσότερο της νόσου του κοινοβουλευτικού κρετινισμού. «Ο «κοινοβουλευτικός κρετινισμός»» - όπως έγραφε ο Ένγκελς εξαιρετικά εύστοχα – «είναι μια ανίατη ασθένεια, μια νόσος της οποίας τα άτυχα θύματα διαποτίζονται από την υψηλή πεποίθηση ότι ολόκληρος ο κόσμος, η ιστορία του και το μέλλον του κατευθύνονται και καθορίζονται από την πλειοψηφία των ψήφων αυτού ακριβώς του αντιπροσωπευτικού ιδρύματος που έχει την τιμή να τους έχει με την ιδιότητα του μέλους.»
Αυτή η έκφραση, για να μιλήσουμε σοβαρά, αφορά όσους θεωρούσαν και θεωρούν τον κοινοβουλευτισμό μοναδικό και παντοδύναμο, ενώ τις κοινοβουλευτικές δραστηριότητες τη μοναδική μορφή πολιτικού αγώνα. Η πάθηση αυτή εκδηλώνεται εξίσου και με τον «αντικοινοβουλευτικό κρετινισμό» όλων εκείνων που μετατρέπουν τη δική τους έμφυτη αδυναμία, ανικανότητα και συνθηκολόγηση σε κραυγές υπέρ της αποχής και άρνησης των εκλογών ως δήθεν «επαναστατικής πράξης».
Δεν γνωρίζω σε ποια καταγώγια καταδιωκόμενοι, ή σε ποια κρατητήρια θα βρεθούν ξανά μανά οι σημερινοί μεγαλόσχημοι του κοινοβουλευτικού και αντικοινοβουλευτικού κρετινισμού. Αν και μάλλον θα κοιτάξουν απλά τη δουλίτσα τους με την ουρά στα σκέλια.
Για όλους αυτούς που σήμερα θεωρούν ότι προέχουν άλλες στενά εκλογικές, ιδεολογικές, θρησκευτικές ή κομματικές προτεραιότητες από την ανάγκη ευρείας συμπαράταξης και συμμαχίας εναντίον του κοινού εχθρού και κυρίως εναντίον αυτού που έρχεται, ένα είναι σίγουρο. Επειδή δεν έχουν τη στόφα, ούτε το ανάστημα, ούτε καν το επίπεδο εκείνων των παλιών που τους έπιασε η δικτατορία με τις πιζάμες και τις παντόφλες, θα βρουν εύκολα τη διέξοδο. Θα κάνουν την ανάγκη φιλότιμο και θα προσκολληθούν σε κάποιο από τα νομοταγή κρατικομονοπωλιακά μορφώματα της δεξιάς και κυρίως της αριστεράς. Μιας και δεν μπορεί να γίνει κάτι άλλο, όπως ανοήτως ισχυρίζονται και θα κλείνουν ευλαβικά τα μάτια σ’ αυτό που συμβαίνει γύρω τους, είτε θα εκτονώνονται με ανώδυνες καταγγελίες.
Άλλωστε, ο λουφές και η λούφα έχει μετατραπεί σε υπέρτατη κοινωνική και πολιτική αξία στη σημερινή Ελλάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου