Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011

Τι σημαίνουν οι διαρθρωτικές αλλαγές που επιδιώκει η τρόικα και η κυβέρνηση;






Μετά από το 3ο κατά σειρά επικαιροποιημένο μνημόνιο, την ψήφιση του πολυνομοσχεδίου για τα εργασιακά και την ψήφιση του κρατικού προϋπολογισμού για το 2011, έχουμε μπει σε νέα περίοδο. Το ζητούμενο δεν είναι τόσο οι περικοπές και οι μειώσεις, όσο η δραστική αλλαγή των όρων διάθεσης και αναπαραγωγής της εργασίας. Είναι μέρος των «διαρθρωτικών αλλαγών» που ζητάνε επίμονα οι κηδεμόνες του ΔΝΤ, της ΕΕ και της ΕΚΤ. Το συνολικό καθεστώς προστασίας και δικαιωμάτων της εργατικής δύναμης ανατρέπεται εκ βάθρων. Ο εργαζόμενος μετατρέπεται σιγά-σιγά σε επιχειρηματία του εαυτού του, της εργατικής του δύναμης, δίχως καμμιά δυνατότητα συνδικαλιστικής ή άλλης εκπροσώπησης.
Η ίδια η εργασιακή σχέση χάνει το ιδιαίτερο καθεστώς που είχε κατακτήσει μέχρι σήμερα για να μεταβληθεί στην πράξη πρώτα και κατόπιν σε επίπεδο νομοθεσίας σε μια ακόμη σχέση ιδιωτικού δικαίου. Ο εργαζόμενος δεν είναι πλέον τίποτε περισσότερο από ένας ιδιώτης που αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει ένα έργο έναντι συγκεκριμένου αντιτίμου. Σε λίγο ακόμη και η έννοια του μισθού θα χαθεί για να αντικατασταθεί με την πολλαπλά μεθερμηνευόμενη έννοια της αμοιβής.
Πολύ σύντομα οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και οι δεσμευτικές συλλογικές συμβάσεις θα αποτελέσουν παρελθόν για την μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων ιδιωτικού και δημόσιου τομέα. Έτσι ή αλλιώς έχει ήδη συμβεί αυτό στον ιδιωτικό τομέα, όπου στην πράξη δεν υπάρχει κανενός είδους κατοχύρωση ή προστασία. Μαζί μ’ αυτές θα χαθούν και τα συνδικάτα. Ολόκληρος ο παραδοσιακός τρόπος συγκρότησης των συνδικάτων στην Ελλάδα χάνει το αντικείμενό του. Ιδίως σε συνθήκες μιας μόνιμης τεράστιας ανεργίας, η οποία επισήμως ξεπερνά τις 600 χιλιάδες και ανεπίσημα τους διπλάσιους απασχολούμενους. Η ίδια η εργατική τάξη της χώρας βρίσκεται σε κατάσταση αποσύνθεσης. Όταν ουσιαστικά ένας στους τρεις μισθωτούς βρίσκεται σε κατάσταση μερικής ή ολικής ανεργίας, είναι μάλλον αστείο να μιλά κανείς για οργανωμένη τάξη. Και είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι με τέτοια ανεργία κανείς εργαζόμενος δεν μπορεί να νιώθει ασφαλής, ούτε μπορεί στα σοβαρά να διεκδικήσει κάτι καλύτερο για τον εαυτό του και το σύνολο.

 

Η φτώχεια και η ανέχεια ως οικονομικό κίνητρο


To σύστημα της μισθωτής εργασίας γεvvήθηκε όταv η εργατική δύvαμη απέκτησε τηv ιδιότητα τoυ εμπoρεύματoς. Στην αρχαιότητα ο θύτης, αυτός δηλαδή που λόγω ανέχειας αναγκαζόταν να δουλέψει για άλλον, ήταν συνώνυμο της πιο απόλυτης εξαχρείωσης. Συχνά σε χειρότερο επίπεδο από τον δούλο. Με την «οικονομία της αγοράς» αυτό το πιο εξαχρειωμένο σύστημα βιοπορισμού του ανθρώπου μετατράπηκε σε κανόνα επιβίωσης για την τεράστια πλειοψηφία του πληθυσμού.
Τo σύστημα της μισθωτής εργασίας εvώ συvέτριψε όλες τις πρoηγoύμεvες δoξασίες, όλες τις πρoηγoύμεvες ρoμαvτικές αυταπάτες για τηv «πρoσωπική δoυλιά» και τα oφελήματά της, τις θρησκευτικές αγκυλώσεις και τις ηθικές αvαστoλές, έφερε μαζί τoυ τηv δική τoυ ξεδιάvτρoπη ηθική: Για πρώτη φoρά η πείvα, η αvέχεια, η άμεση φυσική και κοινωνική εξαθλίωση τεράστιωv μαζώv απoτέλεσαv τo πρώτο και καθoριστικό στoιχείo για τηv αvάπτυξη τoυ σύγχρovoυ πoλιτισμoύ της κεφαλαιoκρατικής ιδιoκτησίας και της μισθωτής εργασίας.
Έως τότε η φτώχεια και η εξαθλίωση απεικόνιζαν τα όρια της κoιvωvίας, απoτελoύσαv τηv απόδειξη πως η κoιvωvία δεv διαθέτει τηv απαιτoύμεvη παραγωγική ικαvότητα για vα θρέψει τov πληθυσμό της. Η φτώχεια, δηλαδή, ήταv απoτέλεσμα της έλλειψης πoλιτισμoύ, τoυ χαμηλoύ επιπέδoυ αvάπτυξης τωv παραγωγικώv ικαvoτήτωv της κoιvωvίας. Αvτίθετα, στο σύστημα μισθωτής εργασίας η μαζική φτώχεια και η εξαθλίωση απoτελεί τη βασική προϋπόθεση για τηv αvάπτυξη τoυ πoλιτισμoύ, για τηv αvάπτυξη τωv παραγωγικώv ικαvoτήτωv και των δυvατoτήτωv της κoιvωvίας. Απoτελεί, δηλαδή, τo φυσικό πλαίσιo, τo κoιvωvικό κίvητρo για τηv ύπαρξη της περιλάλητης «αγοράς εργασίας» και κατά συvέπεια της αvάπτυξης τoυ αστικoύ πoλιτισμoύ.
Στα πρώτα ιστορικά βήματα του καπιταλισμού η αξία του εμπορεύματος «εργατική δύναμη» δεν αντιστοιχούσε σε τίποτε περισσότερο από τις φυσικές ανάγκες του μεμονωμένου εργάτη, δηλαδή σ’ αυτά που χρειαζόταν ο εργάτης «για να ζει, να εργάζεται και να διαιωνίζεται.»[1] O μεγάλος φυσιοκράτης και υπουργός οικονομικών των Λουδοβίκων, Τυργκό, έγραφε προς τα τέλη του 18ου αιώνα: «Ο κοινός εργάτης που δεν έχει παρά μόνο τα χέρια του και την τέχνη του, κατορθώνει ν’ απολαμβάνει κάτι μόνο εφόσον καταφέρνει να πουλήσει σ’ άλλους την εργασία του. Την πουλά περισσότερο ή λιγότερο ακριβά, αλλά αυτή η τιμή, όσο κι αν είναι περισσότερο ή λιγότερο υψηλή ή χαμηλή, δεν εξαρτάται μονάχα απ’ τον ίδιο: προκύπτει απ’ την συμφωνία που συνάπτει μ’ εκείνον που καταβάλει το τίμημα για την εργασία του. Ο τελευταίος τον πληρώνει όσο πιο λίγο μπορεί και καθώς έχει την δυνατότητα να επιλέξει ανάμεσα σε μεγάλο αριθμό εργατών, προτιμά αυτόν που δουλεύει με τα λιγότερα. Οι εργάτες επομένως είναι αναγκασμένοι να μειώσουν την τιμή, καθώς βρίσκονται σε ανταγωνισμό μεταξύ τους. Σε κάθε είδους εργασία δεν μπορεί να μην συμβεί και πραγματικά αυτό συμβαίνει έτσι ώστε ο μισθός του εργάτη να περιορίζεται στα όσα είναι απολύτως απαραίτητα για την δική του συντήρηση.»[2] Ήταν η εποχή που οι μεγάλες μάζες της φτωχολογιάς της υπαίθρου και των πόλεων, μετατρέπονταν με την βία σε κοινούς εργάτες, στοιβαγμένοι μέσα σε βιομηχανικά γκέτο και σε ποικίλα άσυλα για φτωχούς, που τα αποκαλούσαν «κοινωνικά νεκροταφεία» ή «ζωντανούς τάφους». Ο Κάρολος Ντίκενς, αλλά κι άλλοι συγγραφείς αυτής της εποχής, απέδωσαν με εξαιρετικά γλαφυρό τρόπο την πρωτόγνωρη αθλιότητα, που χαρακτήριζε την περίοδο αυτή γένεσης της εργατικής τάξης.
Όταν, όμως, ο απλός εργάτης λυτρώθηκε από την προσωπική του εξάρτηση στον συγκεκριμένο εργοδότη, βγήκε από τα γκέτο και γλύτωσε από τα άσυλα για φτωχούς, αντιμετώπισε την ανελέητη πραγματικότητα της «ελεύθερης αγοράς». Τότε βρέθηκε μπροστά στην ανάγκη ν’ αντιδράσει στα μεγάλα ρίσκα και στους συντριπτικούς κινδύνους, που αντιμετωπίζει όποιος κινείται στην αγορά και ιδίως όποιος «φέρνει στην αγορά για να πουλήσει το ίδιο το δικό του τομάρι, ξέροντας ότι το μόνο που τον περιμένει είναι το – γδάρσιμο»[3]. Να βρει, δηλαδή, τρόπους να συνυπολογιστεί στην «τιμή της εργασίας» του, ο κίνδυνος να μείνει ανήμπορος από εργατικό ατύχημα, ο κίνδυνος να μείνει άνεργος για μεγάλο χρονικό διάστημα, ο κίνδυνος ν’ αρρωστήσει και να μείνει χωρίς δουλειά κι ο κίνδυνος της απόλυτης εξαθλίωσης όταν γέρος κι ανήμπορος δεν θα μπορεί πλέον να συντηρεί τον εαυτό του.
Έτσι γεννήθηκε το αίτημα της κοινωνικής ασφάλισης, ως αναγκαία αμυντική διεκδίκηση όχι απλά του μεμονωμένου εργάτη, αλλά του συνόλου της τάξης. Μια αμυντική διεκδίκηση όχι μόνο ή κύρια ενάντια στην απληστία της εργοδοσίας, αλλά πρωταρχικά ενάντια στην έμφυτη ασυδοσία της αγοράς γενικά. Αν με τα αιτήματα για καλύτερο μεροκάματο, λιγότερες ώρες δουλειάς και καλύτερες συνθήκες εργασίας, η εργατική τάξη στράφηκε ενάντια στο κεφάλαιο ως εργοδοσία, με το αίτημα της κοινωνικής ασφάλισης στράφηκε ενάντια στην ίδια τη βάση ολόκληρου του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, την ίδια την αγορά. Μόνο έτσι η αξία της «εργατικής δύναμης», τα όρια αναπαραγωγής της «ικανότητας προς εργασία», λυτρώθηκαν από το επίπεδο των φυσικών αναγκών επιβίωσης του μεμονωμένου εργάτη και τέθηκαν σε νέα βάση, σε συλλογική κοινωνική βάση, δηλαδή στη βάση των συλλογικών κοινωνικών αναγκών της εργατικής τάξης.
Η διεκδίκηση της κοινωνικής ασφάλισης λειτούργησε αποφασιστικά ώστε οι εργάτες να υπερβούν την μεμονωμένη διαπραγμάτευση των όρων πώλησης της προσωπικής τους εργατικής δύναμης. Ο εργάτης συνειδητοποίησε ότι η διαιώνισή του δεν μπορεί να ‘ναι το ίδιο «όπως διαιωνίζεται με την αναπαραγωγή του είδους κάθε έμβιο ον.»[4] Αντίθετα, αν ήθελε να γλυτώσει απ’ την καταθλιπτική μιζέρια, που τον καταδικάζει το «μεροδούλι-μεροφάι», έπρεπε άμεσα κι αποφασιστικά να δέσει οργανικά τ’ ατομικά του συμφέροντα κι ανάγκες, με τις συλλογικές κοινωνικές ανάγκες και συμφέροντα της δικής του ιδιαίτερης τάξης. Μόνο σ’ αυτή τη βάση θεμελιώθηκε η συνείδηση σε πλατιά στρώματα εργατών για την ανάγκη οργάνωσής τους στο συνδικάτο, όχι απλά σαν συλλογική άμυνα απέναντι στην εργοδοσία, αλλά σαν κάτι πολύ περισσότερο: ως συγκροτημένη έκφραση μιας ιδιαίτερης κοινωνικής τάξης, των πωλητών του εμπορεύματος εργατική δύναμη, με ιδιαίτερες συλλογικές ανάγκες και συμφέροντα. Έτσι ο εργάτης μπόρεσε να ξεπεράσει την κατάσταση «υποζυγίου», στην οποία τον είχε καταδικάσει εξαρχής το κεφάλαιο κι άρχισε να μετατρέπεται σε κοινωνικό υποκείμενο.
Απ’ αυτή την άποψη δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι τα πρώτα συλλογικά μέτρα κοινωνικής ασφάλισης, αναπτύχθηκαν απ’ τα ίδια τα εργατικά συνδικάτα ήδη απ’ τον 18ο αιώνα. Πρόκειται στην ουσία για «ταμεία εργατικής αλληλοβοήθειας», που αναλάμβαναν την συντήρηση των αρρώστων, των ηλικιωμένων, μαζί και τις χήρες με τα ορφανά. Η συγκρότηση πανεθνικών συνδικαλιστικών οργανώσεων, κυρίως τις πρώτες τρεις δεκαετίες του 19ου αιώνα συνδεόταν οργανικά και με την ανάγκη για ισχυρά «ταμεία εργατικής αλληλοβοήθειας», που θα κάλυπταν το σύνολο της εργατικής τάξης. Έτσι, στην προγραμματική διακήρυξη του «Μεγάλου Εθνικού Ενοποιημένου Συνδικάτου» (Grand National Consolidated Trades Union), που δημιουργήθηκε απ’ τους ίδιους τους εργάτες τον Φεβρουάριο του 1834 στο Λονδίνο, ως συλλογική οργάνωση των επιμέρους συνδικάτων κι εργατικών οργανώσεων της εποχής, διαβάζουμε: «Μεγάλα πλεονεκτήματα πρόκειται να προκύψουν απ’ την δημιουργία, σε κάθε περιφερειακό τομέα, ενός ταμείου για την υποστήριξη των αρρώστων και των ηλικιωμένων.»[5]
Βρισκόμαστε ακόμη στην εποχή που η εργατική τάξη έκανε τα πρώτα βήματά της στην «απόσπασή» της απ’ τις υπόλοιπες τάξεις, στρώματα και θεσμούς της αστικής κοινωνίας κι έτσι θεωρούσε πως μπορούσε να «λύσει» τα προβλήματά της μόνο κι αποκλειστικά με «ίδια μέσα». Κάτι άλλωστε που αποτελεί και μια από τις πρώτες εκδηλώσεις ενός χαρακτηριστικού ταξικού φιλότιμου, μιας ιδιαίτερης υπερηφάνειας κι αξιοπρέπειας της τάξης, η οποία θεωρούσε ότι είναι στοιχειώδης υποχρέωσή της να στηρίξει τα «δικά της» αδύναμα μέλη, παρά να τ’ αφήσει έρμαια της φροντίδας της επίσημης κρατικής ελεημοσύνης, της ιδιωτικής φιλανθρωπίας και των «ανθρώπινων αποθηκών», όπως πολύ εύστοχα αποκαλούσαν τα φτωχοκομεία.
Από τότε η ίδια η κοινωνική ασφάλιση αποτελούσε για κάθε εργάτη μια άμεση, συνεχής πρακτική εκδήλωση της ταξικής του αλληλεγγύης, όχι μόνο ανάμεσα στα διάφορα τμήματα της τάξης του, αλλά κι ανάμεσα στις διαφορετικές γενιές της τάξης του. Η καταβολή απ’ το δικό του προσωπικό υστέρημα στο «κοινό ταμείο», ήταν και παραμένει η έμπρακτη απόδειξη αυτής της ταξικής αλληλεγγύης ανάμεσα στον μεμονωμένο εργάτη και την τάξη του, αποτελεί την πρακτική επιβεβαίωση της οργανικής σύνδεσης των δικών του προσωπικών αναγκών και συμφερόντων, με τις συλλογικές ανάγκες και συμφέροντα της τάξης του. Αυτή τη πρακτική εκδήλωση της ταξικής αλληλεγγύης μέσα απ’ την κοινωνική ασφάλιση, ήταν κάτι που μέτρησε ιδιαίτερα το κεφάλαιο και το κράτος του, όταν αναγκάστηκε να εξετάσει στα σοβαρά την αναγκαιότητα εφαρμογής «κοινωνικής πολιτικής».
Ωστόσο, όταν ο ανελέητος χαρακτήρας της «ελεύθερης αγοράς» ποδοπάτησε τις αρχικές ουτοπικές προσδοκίες της εργατικής τάξης, τότε αυτή συνειδητοποίησε ότι τα διαθέσιμα «ίδια μέσα» της τάξης, οι συγκροτημένες «αδελφότητές» της, αλλά και τα διάφορα «ταμεία εργατικής αλληλοβοήθειας», δεν ήταν καθόλου αρκετά για ν’ αντιμετωπιστεί – πόσο μάλλον να ξεπεραστεί – η κοινωνική και οικονομική ανασφάλεια, το φάσμα της ανέχειας, που την στοιχειώνουν εξυπαρχής. Άρχισε, λοιπόν, να συνειδητοποιεί την ανάγκη επίμονης συλλογικής και οργανωμένης πάλης για την διεκδίκηση όλων εκείνων των αναγκαίων πόρων και μέσων, που είναι απαραίτητα για την αντιμετώπιση των πιο άμεσων κι επειγόντων προβλημάτων της. Κι έτσι οι έως τότε οργανωμένες «αδελφότητες» της εργατικής τάξης, μετατράπηκαν σε πλατιές μαχητικές διεκδικητικές οργανώσεις, σε πραγματικά συνδικάτα της τάξης – όργανα της ταξικής πάλης.
Έτσι σφυρηλατήθηκε η άποψη στους εργάτες ότι η κοινωνική ασφάλιση είναι αποκλειστικά δική τους υπόθεση κι επομένως η συνολική της διαχείριση αφορά αποκλειστικά τους ίδιους και τα συνδικάτα τους. Την εργοδοσία και το κράτος δεν τους αφορούσε παρά μόνο στον βαθμό της εξοικονόμησης «πρόσθετων πόρων». Έτσι έθεσε τα θεμέλια η μισθωτή εργασία για την συγκρότησή της σε οργανωμένη τάξη, που προϋπέθετε την οργάνωσή της σε συνδικάτα και την εξασφάλισή της απέναντι στην ανέχεια και την ανεργία. Σήμερα κλείνει ο ιστορικός κύκλος με την εργατική τάξη να κινδυνεύει να τα χάσει όλα.

Η εργασία ως κόστος της επιχείρησης

Στα 1786 ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους του δόγματος της «ελεύθερης αγοράς», ο εξαιρετικά προσφιλής στα αστικά σαλόνια της εποχής αιδεσιμότατος Τζόζεφ Τάουνσεντ, έγραφε: «Φαίνεται να συνιστά νόμο της φύσης το γεγονός ότι οι φτωχοί πρέπει να είναι ως ένα βαθμό δίχως προστασία… Όταν κάποιος αισθάνεται ή φοβάται την πείνα, η επιθυμία να κερδίσει το ψωμί του προδιαθέτει ήσυχα το νου να αντιμετωπίσει τις πιο μεγάλες δοκιμασίες και γλυκαίνει ακόμη και την πιο σκληρή δουλειά.»[6] Πειθάρχηση των εργαζομένων με όπλο την πείνα, αυτή είναι η φύση της «ελεύθερης αγοράς» από τον 18ο αιώνα έως σήμερα. Γι’ αυτό και η δημοκρατία που βασίζεται σε τέτοιους «φυσικούς νόμους», δεν μπορεί παρά να «αποτελεί το ίδιο και το αυτό με την πλουτοκρατία», όπως έγραφε στα 1918 ο Οσβαλντ Σπένγκλερ.[7]
Ολόκληρη η δομή και η συγκρότηση της εργατικής τάξης δημιουργήθηκε ιστορικά για να αντιταχθεί σ’ αυτήν την χειραγώγηση με όπλο την πείνα και την ανέχεια. Σήμερα επιστρέφουμε στο ίδιο σημείο. Μετά την επιβολή της ευλύγιστης εργασίας, περάσαμε από τους απασχολήσιμους στους επιχειρηματίες της εργατικής δύναμης, που εργοδότης τους είναι η ίδια η αγορά εργασίας και εργάζονται όταν υπάρχει δουλειά και για όσο υπάρχει δουλειά. Το κυνήγι του μεροκάματου, η δεύτερη δουλειά, τα ατελείωτα ωράρια, οι διαρκώς αυξανόμενες υποχρεώσεις, δεν αφήνουν περιθώρια ούτε καν για ελεύθερο χρόνο. Σήμερα, τουλάχιστον 7 στους 10 Έλληνες δεν διαθέτουν καθόλου ελεύθερο χρόνο για τον εαυτό τους και για την οικογένειά τους. Η ζωή τους εκτός εργάσιμου ωραρίου είτε είναι προέκταση της δουλειάς, είτε είναι τόσο λίγη όπου μόλις και μετά βίας μπορούν να ανταπεξέλθουν στις βασικές υποχρεώσεις του νοικοκυριού τους και να ξεκουραστούν. Για το σημερινό εργαζόμενο το 24ωρο γίνεται όλο και πιο στενό για να τα βγάλει πέρα με τις υποχρεώσεις του. Ταυτόχρονα όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι αναγκάζονται να εργάζονται στις άδειές τους, μιας και οι διακοπές αποτελούν ένα ολοένα και πιο μακρινό όνειρο, ιδίως για την εργατική οικογένεια. Η πλειοψηφία των Ελλήνων εργαζομένων σήμερα πηγαίνει διακοπές λιγότερο τακτικά και για μικρότερο διάστημα, απ’ ότι συνέβαινε μια γενιά πριν. 
Ο ελεύθερος χρόνος δεν είναι μόνο ανύπαρκτος, αλλά δέχεται και μια ανοιχτή επίθεση συκοφάντησης. Ο χρόνος μακριά από τη δουλειά, έξω από τον εξαναγκασμό του βιοπορισμού, θεωρείται πολυτέλεια, ή στην καλύτερη περίπτωση ένα αναγκαίο κακό για την αναπλήρωση των χαμένων δυνάμεων του εργαζόμενου. Η διεκδίκηση του ελεύθερου χρόνου αντιμετωπίζεται περίπου ως συνώνυμο της τεμπελιάς. Στον εργαζόμενο σήμερα δεν αναγνωρίζονται παρά μόνο δυο βασικές ανάγκες, η ανάγκη για δουλειά και η ανάγκη για επιβίωση. Με αυτόν τον τρόπο ο εργαζόμενος χάνει την ανθρώπινη υπόστασή του και υποβαθμίζεται σε κατάσταση υποζυγίου. Την ίδια ώρα οι ανάγκες για ψυχαγωγία, πολιτισμό και επικοινωνία γίνονται αντικείμενα της πιο αισχρής διαστροφής και εκμετάλλευσης προς όφελος του κέρδους.
  Πολύ σύντομα ακόμη και τα τελευταία ψήγματα κοινωνικής ασφάλισης που έχουν απομείνει θα εξαφανιστούν. Οι συντάξεις θα υποβαθμιστούν στο επίπεδο μιας ελάχιστης κοινωνικής παροχής. Δεν υπάρχουν πια κοινωνικά δικαιώματα που είναι κατοχυρωμένα για όλους τους εργαζόμενους, παρά μόνο μια άθλια φτωχοπρόνοια για όσους «έχουν πραγματικά ανάγκη», η οποία εξαρτάται από την εκάστοτε κρατική και ιδιωτική φιλανθρωπία.   
Έχουμε φτάσει σε μια εποχή όπου η βαθιά κρίση της κεφαλαιοκρατίας αδυνατεί να εξασφαλίσει ακόμη και τα ελάχιστα μέσα προς το ζην για τον εργαζόμενο. Ο μισθός, η αμοιβή της εργασίας δεν μπορεί πλέον να καλύψει ούτε καν τις βασικές ανάγκες του εργαζόμενου και της οικογένειάς του. Γι’ αυτό και δεν αντιμετωπίζεται πλέον από το κράτος και την εργοδοσία ως μέσο βιοπορισμού, αλλά αποκλειστικά και μόνο ως στοιχείο του επιχειρηματικού κόστους. Η βιωσιμότητα της επιχείρησης είναι πέρα και πάνω από την βιωσιμότητα του εργατικού νοικοκυριού. Κι έτσι έχουμε την εξής απόλυτη διαστροφή: δεν είναι οι επιχειρήσεις και η οικονομία που πρέπει να προσαρμοστούν στις ανάγκες βιοπορισμού της εργαζόμενης κοινωνίας, αλλά ακριβώς το αντίθετο.
Η ίδια η έννοια της οικονομίας έχει ταυτιστεί με τις επιχειρήσεις και επομένως όλες οι ανάγκες της κοινωνίας μετρούνται με βάση τα κόστη και τα οφέλη που προσθέτουν στις επιχειρήσεις. Η ίδια η ιδιωτική επιχείρηση έχει μεταβληθεί επίσημα πια σε πρότυπο οργάνωσης της οικονομίας, της κοινωνίας και της πολιτικής. Ο ολοκληρωτισμός που αναδύει αυτή η πρακτική κάνει τις χούντες και τα φασιστικά καθεστώτα να μοιάζουν παρωχημένα.

Η ριζική ανατροπή των όρων αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης

Τα μέτρα που παίρνονται σήμερα ενάντια στην εργασία δεν είναι μια απλή επίθεση του κεφαλαίου, όπως συνηθίζουν να λένε όσοι αρνούνται να δουν κατάματα την πραγματικότητα. Δεν πλήττονται μόνο ή απλά οι εργασιακές σχέσεις των εργαζομένων, αλλά αλλάζει ριζικά το σύνολο των όρων αναπαραγωγής και απασχόλησης της εργατικής δύναμης σήμερα στην Ελλάδα. Η εργαζόμενη οικογένεια σήμερα χάνει κάθε δυνατότητα οικογενειακού προγραμματισμού, δεν γνωρίζει αν και κατά πόσο θα έχει δουλειά, δεν γνωρίζει αν και πώς θα μορφώσει και θα αποκαταστήσει τα παιδιά της, δεν έχει τη δυνατότητα να αποταμιεύσει ούτε καν για το εγγύς μέλλον, δεν μπορεί να συνέλθει από τα απανωτά χτυπήματα που δέχεται και η προοπτική της φαντάζει σκοτεινή. Πολύ σύντομα ακόμη και αυτή η μικρή ακίνητη περιουσία στο χωριό και την πόλη, που αποτέλεσε ιστορικά αποκούμπι για πολλά λαϊκά νοικοκυριά, είτε θα εξανεμιστεί, είτε θα μεταβληθεί σε ασήκωτο βάρος υπό καθεστώς άγριων και συνεχών φοροεπιδρομών και διαρκούς εισοδηματικής συμπίεσης. Τίποτε πλέον δεν είναι βέβαιο, εκτός από το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι χωρίζονται πια σε δυο μεγάλες μερίδες, σε εκείνους με δουλειά χωρίς μέλλον και σε εκείνους με μέλλον χωρίς δουλειά.
Μπορεί να υπάρξει συγκροτημένη κοινωνία υπό τέτοιες συνθήκες; Φυσικά όχι. Το κοινωνικό περιθώριο, η μαζική εξαθλίωση, η εγκληματικότητα, η μετατροπή πλατιών στρωμάτων σε αυτό που ο Μαρξ ονόμαζε «κουρελοπρολεταριάτο» με αντίστοιχη κοινωνική ζωή και συνείδηση, απορροφά πλέον μεγάλα τμήματα της κοινωνίας. Αυτό που ορισμένοι ονομάζουν αντεργατική επίθεση του κεφαλαίου και της κυβέρνησης, ή εργατικό μεσαίωνα, υπερβαίνει κατά πολύ τα συνηθισμένα όρια της τάξης και των συμφερόντων της. Δεν ξεριζώνεται απλά η εργατική τάξη, αλλά μαζί της και ολόκληρη η κοινωνία, ενώ οι συνέπειες ξεπερνούν τις επιπτώσεις στην εργασία και τις απολαβές. Αποκτούν διαστάσεις ανθρωπιστικής καταστροφής. Γι’ αυτό και το να επιμένει κανείς – όπως κάνει η ηγεσία του ΚΚΕ, του ΣΥΝ, αλλά και άλλων δυνάμεων της αριστεράς – να την αντιλαμβάνεται σαν μια τυπική αντεργατική επίθεση ή πολιτική, όσα αντικαπιταλιστικά-ταξικά πρόσημα κι αν της προσθέτουν, αποτελεί το λιγότερο επιχείρηση απολογητικής και συσκότισης του πραγματικού περιεχομένου της όλης κατάστασης.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής των ελεγκτών του ΔΝΤ, Πολ Τόμσεν, οι «διαρθρωτικές αλλαγές» στην εργασία χρειάζονται για τον εξής βασικό λόγο: «Με τον τρόπο που η Ελληνική αγορά εργασίας λειτουργούσε συνεισέφερε σε μια δυσανάλογη αύξηση σε μισθούς την τελευταία δεκαετία και σε απώλεια της ανταγωνιστικότητας. Έτσι οι μισθοί χρειάζεται να συμβαδίζουν περισσότερο με την παραγωγικότητα. Κατά την μεσοπρόθεσμη περίοδο, οι εξελίξεις στους μισθούς της Ελλάδας θα πρέπει να καθορίζονται από την βελτίωση της παραγωγικότητας. Μια πιο ανοιχτή και πιο δυναμική αγορά εργασίας θα προσφέρει περισσότερες και καλύτερες ευκαιρίες απασχόλησης καθώς το επιχειρηματικό περιβάλλον βελτιώνεται, οι επενδύσεις αυξάνονται και η οικονομία επεκτείνεται.»[8]
Πίνακας 1: Ειδικός βάρος της ελληνικής οικονομίας στην ευρωζώνη

2001
2002
2003
2004
2005
2006
2007
2008
2009
EURO15
100,0
100,0
100,0
100,0
100,0
100,0
100,0
100,0
100,0
Κέρδη
2,9
2,9
3,2
3,2
3,3
3,3
3,3
3,3
3,5
Αμοιβές
1,4
1,5
1,6
1,7
1,8
1,8
1,9
2,0
2,0
ΑΕΠ
2,1
2,1
2,3
2,4
2,4
2,5
2,5
2,6
2,6
Ιδιωτικές επενδύσεις
1,6
1,8
2,0
1,9
1,7
1,8
1,8
1,7
1,7
Πηγή: Eurostat
Τι σημαίνει αυτό; Η επιβολή μιας πιο ανοιχτής και πιο δυναμικής αγοράς εργασίας, κατά τα λεγόμενα του Τόμσεν, δεν αφορά απλά και μόνο στην ενίσχυση του επιχειρηματικού κέρδους. Έχει σχέση πρώτα και κύρια με την αλλαγή συνολικά του μοντέλου ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού. Γνωρίζουν πολύ καλά ότι στα πλαίσια της παγκόσμιας κρίσης η χρεοκοπία του ελληνικού εξαρτημένου καπιταλισμού δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί. Το εξαρτημένο κρατικομονοπωλιακό σύστημα του καπιταλισμού στην Ελλάδα δεν μπορεί να αναταχθεί σε δική του αυτοτελή οικονομική και αναπτυξιακή βάση. Τουλάχιστον με την μορφή και τον χαρακτήρα που είχε μέχρι σήμερα. Και δεν έχουν άδικο.
Πίνακας 2: Αποζημίωση και παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα ως % της ευρωζώνης

2000
2001
2002
2003
2004
2005
2006
2007
2008
2009
Ευρωζώνη
100,0
100,0
100,0
100,0
100,0
100,0
100,0
100,0
100,0
100,0
Αποζημίωση εργαζομένων
41,0
40,0
44,2
46,6
50,0
51,2
52,4
55,0
57,0
57,5
Παραγωγικότητα της εργασίας ανά ώρα
65,0
67,3
69,3
70,7
71,8
69,7
67,3
68,0
69,3
70,2
Παραγωγικότητα της εργασίας ανά εργαζόμενο
83,1
86,8
89,7
91,6
91,9
89,7
89,4
89,0
90,8
89,8
Πηγή: επεξεργασία στοιχείων Eurostat
Ας δούμε τον πίνακα 1 για να αντιληφθούμε τις βασικές παραμέτρους του προβλήματος. Το βασικό «συγκριτικό πλεονέκτημα» της ελληνικής οικονομίας στην ευρωζώνη ήταν η συγκριτικά υψηλή κερδοφορία σε βάρος όχι μόνο των αμοιβών της εργασίας, αλλά και των επενδύσεων. Αν από το ειδικό βάρος των ιδιωτικών επενδύσεων στην Ελλάδα σε σύγκριση με εκείνο της ευρωζώνης, το οποίο ποτέ δεν έφτασε ούτε καν το αντίστοιχο ποσοστό του ΑΕΠ της χώρας στην ευρωζώνη, αφαιρέσουμε το μερίδιο των ιδιωτικών επενδύσεων στην οικοδομή, τότε το ποσοστό των ιδιωτικών επενδύσεων στην Ελλάδα σε όλους τους άλλους τομείς δεν ανέβηκε ποτέ πάνω από το 0,3% του συνόλου των αντίστοιχων επενδύσεων στην ευρωζώνη. Αυτό σημαίνει ότι η άνοδος του ΑΕΠ τροφοδοτήθηκε από μια  εσωτερική ζήτηση που στηρίχθηκε στο δανεισμό και την κρατική κατανάλωση μέσα από μεγάλα έργα, κοινοτικά προγράμματα, κρατικές προμήθειες και ελλείμματα.
Οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν όλα αυτά τα χρόνια έδωσαν τη δυνατότητα στο μεγάλο κεφάλαιο να κερδοσκοπήσει σε βάρος της εργασίας με κάθε δυνατό τρόπο. Είναι χαρακτηριστικά τα στοιχεία του πίνακα 2 που συγκρίνει την παραγωγικότητα και τις αποζημιώσεις της εργασίας στην Ελλάδα ως ποσοστό της ευρωζώνης. Από τον πίνακα συνάγουμε ότι ενώ η παραγωγικότητα της εργασίας ανά εργαζόμενο στην Ελλάδα κινήθηκε την δεκαετία του ευρώ λίγο πιο κάτω από το μέσο επίπεδο της ευρωζώνης, η παραγωγικότητα της εργασίας ανά ώρα κινήθηκε σημαντικά πιο κάτω. Με άλλα λόγια για να παράγει ο εργαζόμενος στην Ελλάδα νέα προϊόντα και υπηρεσίες στην Ελλάδα χρειαζόταν να εργαστεί κατά 25% περισσότερο από τον μέσο εργαζόμενο της ευρωζώνης. Κι αυτό οφείλεται στον εξαιρετικά χαμηλό δείκτη παραγωγικού εκσυγχρονισμού και επενδύσεων που επιτρέπει στην εργοδοσία και το κεφάλαιο να καλύπτει τις διαφορές παραγωγικότητας με τον μέσο όρο της ευρωζώνης μέσα από την υπερεργασία του εργαζόμενου. Την ίδια ώρα που οι μέσες αμοιβές των εργαζομένων στην Ελλάδα κινούνται πολύ πιο χαμηλά όλων των δεικτών της παραγωγικότητας, μόλις λίγο πάνω από το 50% του μέσου όρου της ευρωζώνης. Για ποια σύνδεση αμοιβής και παραγωγικότητας μπορεί να γίνει λόγος;
Η κατάσταση αυτή δεν οδήγησε μόνο στην αποσύνθεση της όποιας παραγωγικής βάσης του ελληνικού καπιταλισμού, αλλά και σε μια τεχνητή διόγκωση της εσωτερικής ζήτησης που δεν βασίστηκε σε πραγματική άνοδο της αγοραστικής δύναμης των λαϊκών στρωμάτων. Χαρακτηριστικός από αυτή την άποψη είναι ο πίνακας 3. Την δεκαετία του ευρώ τα λαϊκά στρώματα στην Ελλάδα γνώρισαν μια πρωτόγνωρη κατάσταση κοινωνικής εξαθλίωσης. Για πρώτη φορά το καθαρό διαθέσιμο εισόδημα ανά κάτοικο δεν ήταν αρκετό για να καλύψει την αντίστοιχη μέση καταναλωτική δαπάνη ανά κάτοικο. Τι σημαίνει αυτό; Τα λαϊκά νοικοκυριά και οι εργαζόμενοι για πρώτη φορά έφθασαν στο σημείο να μην μπορούν να καλύψουν με τις μέσες αποδοχές τους τις βασικές καταναλωτικές τους δαπάνες. Αυτό σημαίνει ότι πάνω από το 60 με 70% του πληθυσμού που διαθέτει εισοδήματα μέχρι το μέσο καθαρό διαθέσιμο εθνικό εισόδημα είναι κάτω από το όριο φυσιολογικής επιβίωσης, δηλαδή δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα με ίδια μέσα. Επομένως το να μιλά κανείς αυτή την περίοδο μόνο για 20% κάτω από όριο φτώχειας στην Ελλάδα, είναι εντελώς πλασματικό γιατί υπολογίζει μόνο το πόσοι διαθέτουν εισόδημα κάτω από το 50% του μέσου επιπέδου. Όταν ακόμη και με το μέσο εισόδημα δεν μπορείς να τα βγάλεις πέρα, δεν μπορείς να χρηματοδοτήσεις τις βασικές κοινωνικές σου ανάγκες, τότε η έννοια της απόλυτης φτώχειας και εξαθλίωσης αλλάζει δραματικά και αποκτά πολύ ευρύτερα χαρακτηριστικά.  
Πίνακας 3: Δαπάνη, εισόδημα, δανεισμός και αποταμίευση ανά κάτοικο (σε ευρώ)


2001
2002
2003
2004
2005
2006
2007
2008
2009
Τελική δαπάνη κατανάλωσης
Ευρώ
17.400
17.900
18.500
19.000
19.700
20.400
21.100
21.700
21.700
Ελλάδα
12.000
13.000
13.700
14.700
15.700
16.900
18.100
19.300
19.500
Καθαρό διαθέσιμο εθνικό εισόδημα
Ευρώ
20.400
21.000
21.200
22.200
22.800
23.900
25.000
24.600
23.000
Ελλάδα
12.100
12.700
13.700
14.600
15.100
16.100
17.000
17.600
17.100
Καθαρός δανεισμός
Ευρώ
-
-
-
-
-
-
-
-100
-100
Ελλάδα
-1.400
-1.700
-1.700
-1.500
-1.700
-2.000
-2.700
-3.100
-2.700
Καθαρή αποταμίευση
Ευρώ
1.600
1.500
1.500
1.700
1.600
1.900
2.200
1.800
700
Ελλάδα
0
-300
0
0
-600
-800
-1.200
-1.700
-2.400
Πηγή: Eurostat
Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης ήταν η έξαρση του ιδιωτικού δανεισμού, όπως άλλωστε φαίνεται και στον πίνακα. Το εισοδηματικό έλλειμμα που δημιούργησαν οι περιοριστικές πολιτικές καλύφθηκε από την προσφυγή στο δανεισμό. Εκτός από αίσθημα πλασματικής ευφορίας που δημιούργησε σε ορισμένα στρώματα, οδήγησε σχεδόν το σύνολο των εργαζομένων σε ένα νέο είδος σύγχρονης δουλοπαροικίας μέσα ένα ιδιότυπο σύστημα πεονίας. Ο μέσος εργαζόμενος στην Ελλάδα δεν δουλεύει πια για να ζήσει ο ίδιος και η οικογένειά του, αλλά για πληρώνει τα δάνειά του. Μπορεί σ’ αυτές τις συνθήκες να μιλάμε στα σοβαρά για αυξήσεις του μισθού, για καλύτερες δουλειές και για αντιμετώπιση της ανεργίας αν πρώτα και πάνω απ’ όλα δεν γλυτώσει ο εργαζόμενος από αυτό το σύστημα πεονίας; Αν δεν απαλλαγεί εδώ και τώρα από τα χρέη του;
Μια ακόμη πολύ βασική συνέπεια αυτής της κατάστασης είναι η πλήρης αδυναμία του λαϊκού νοικοκυριού και του εργαζόμενου να αποταμιεύσει. Και χωρίς ροπή προς καθαρή αποταμίευση από τα λαϊκά στρώματα δεν είναι δυνατόν να υπάρξει επαρκής ροή πόρων για επενδύσεις και ανάπτυξη κάτω από οποιοδήποτε καθεστώς. Ολόκληρη την δεκαετία του ευρώ η ροπή προς καθαρή αποταμίευση ήταν αρνητική για την Ελλάδα. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι ολόκληρη η εργαζόμενη Ελλάδα έτρωγε όλα αυτά τα χρόνια από τα έτοιμα, από αυτά που είχε βάλει στην άκρη για ώρα ανάγκης, από αυτά που υποτίθεται ότι θα εξασφάλιζαν το μέλλον το δικό της και των παιδιών της. Και τα έτρωγε όχι μόνο για να καλύψει τις τρέχουσες ανάγκες της, για τις οποίες το μέσο εισόδημά της δεν επαρκούσε, αλλά όλο και περισσότερο για να πληρώνει τα δανεικά της.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat[9] η Ελλάδα είναι μία από τρεις χώρες με το χαμηλότερο ποσοστό του πληθυσμού της με τραπεζικές καταθέσεις. Το ποσοστό των κατοίκων που διαμένουν σε νοικοκυριά με ιδιόκτητους τραπεζικούς λογαριασμούς ήταν για όλες τις χώρες της Ε.Ε. των 27 πάνω από 80%, με τρεις εξαιρέσεις: την Βουλγαρία (17,1%), την Ρουμανία (24,6%) και την Ελλάδα (29,9%). Ενώ το ποσοστό των νοικοκυριών με ιδιόκτητους τραπεζικούς λογαριασμούς υπερβαίνει το 95% σε 15 από τις 27 χώρες της Ε.Ε.. Παρ’ όλα αυτά η Ελλάδα είναι η τρίτη χώρα στην Ε.Ε. σε ποσοστό υπερχρεωμένων νοικοκυριών ειδικά όσον αφορά τις πιστωτικές κάρτες και της καθυστέρησης πληρωμής δόσεων για δάνεια κατοικίας. Με άλλα λόγια η Ελλάδα από άποψη εισοδηματικών δεδομένων βρίσκεται ήδη στο επίπεδο των πιο φτωχών και διαλυμένων οικονομιών της Ε.Ε., ενώ από την άποψη της υπερχρέωσης βρίσκεται στο επίπεδο των ανεπτυγμένων οικονομιών της Ε.Ε.. 
Πίνακας 4: Μερίδια κερδών και μισθών στο ΑΕΠ (%)

2000
2001
2002
2003
2004
2005
2006
2007
2008
2009
Μερίδιο των κερδών στο ΑΕΠ
ΕΕ-27
37,9
38,1
38,3
38,5
39,0
39,1
39,4
39,6
39,8
38,9
Ευρωζώνη
38,7
39,4
39,4
39,5
40,0
40,0
40,2
40,5
40,5
39,6
Ελλάδα
54,8
55,2
53,4
54,7
55,0
55,0
55,0
54,5
54,0
54,2
Μερίδιο των μισθών στο ΑΕΠ
ΕΕ-27
49,9
50,0
49,9
49,6
49,0
48,8
48,3
48,0
48,5
49,8
Ευρωζώνη
49,4
49,0
49,0
48,9
48,3
48,0
47,6
47,3
48,0
49,3
Ελλάδα
33,2
32,7
35,4
34,8
34,7
34,2
34,5
34,6
36,2
35,1
Βαθμός εκμετάλλευσης (%)
ΕΕ-27
76,0
76,2
76,7
77,6
79,6
80,1
81,6
82,5
82,0
78,1
Ευρωζώνη
78,3
80,4
80,4
80,8
82,8
83,3
84,4
85,6
84,4
80,3
Ελλάδα
165,0
169,0
151,0
157,2
158,5
160,8
159,4
157,5
149,2
154,4
Πηγή: National Accounts, Eurostat
Κάτι που οφείλεται πρώτα και κύρια σε μια εντελώς αντιπαραγωγική, αντικοινωνική και παρασιτική σχέση ανάμεσα στους μισθούς και τα κέρδη στην ελληνική οικονομία. Αυτό φαίνεται και από τα στοιχεία του πίνακα 4. Στην Ελλάδα το ποσοστό των κερδών στο ΑΕΠ της χώρας είναι σημαντικά υψηλότερο τόσο από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, αλλά και της Ε.Ε. Κατά μέσο όρο την δεκαετία του ευρώ κυμάνθηκε άνω του 50%, ενώ ο μέσος όρος της ευρωζώνης κυμάνθηκε άνω του 38%, ενώ της Ε.Ε. άνω του 37%. Σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα για ολόκληρη την δεκαετία του ευρώ είχε ρεκόρ ποσοστού κερδών στο ΑΕΠ σε σύγκριση με όλες τις χώρες της ευρωζώνης και της Ε.Ε..
Αυτό είχε ως συνέπεια την καθήλωση αφενός των αμοιβών, αλλά και την συγκριτική εκτόξευση του βαθμού εκμετάλλευσης των εργαζομένων στην Ελλάδα. Έτσι για κάθε 100 ευρώ που πληρώνεται ο εργαζόμενος στην Ελλάδα το κεφάλαιο αποκομίζει κατά μέσο 158 ευρώ σε κέρδη, ενώ στο επίπεδο της Ε.Ε. γύρω στα 79 ευρώ και στην ευρωζώνη 82 ευρώ κατά μέσο όρο σ’ ολόκληρη την δεκαετία. Με άλλα λόγια ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης στην Ελλάδα είναι σχεδόν διπλάσιος από τον μέσο όρο της Ε.Ε. και της ευρωζώνης. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι από τα κέρδη στην Ελλάδα επενδύονται λιγότερα από το 1/3 σε σύγκριση με τον μέσο όρο των επενδυόμενων κερδών στην Ε.Ε. και στην ευρωζώνη.
Αυτός ο τρόπος εξαρτημένης και παρασιτικής ανόδου της οικονομίας μπήκε σε κρίση και έφτασε στο τέλος του με την χρεοκοπία που ζει η χώρα και ο λαός της. Δεν μπορεί να συνεχίσει άλλο. Οι τράπεζες και οι κεφαλαιαγορές δεν μπορούν να δανείσουν όπως δάνειζαν, ενώ τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να δανειστούν άλλο. Το ίδιο και το κράτος. Τι μπορεί να γίνει; Μπορεί να υπάρξει μια άνοδος της ελληνικής οικονομίας στη βάση που υπήρξε μέχρι σήμερα; Όχι. Οι επιλογές μπροστά στην ελληνική κοινωνία είναι δύο: Ή διαγράφουμε τα χρέη αυτού του τρόπου ανάπτυξης, αντιστρέφουμε την σχέση κερδών-αμοιβών υπέρ των εργαζομένων και αναλαμβάνει το κράτος την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, ή η οικονομία της χώρας τίθεται στην απόλυτη διάθεση των εξωτερικών αγορών χωρίς καμιά δυνατότητα εσωτερικής ανάπτυξης ακόμη και στην βάση που υπήρξε μέχρι σήμερα. Αυτό το δεύτερο είναι το μοντελάκι που ράβει πάνω στη χώρα και στους εργαζόμενους το ΔΝΤ και η ΕΕ.
Η λογική του απλή. Εφόσον δεν μπορούν να υπάρξουν εσωτερικές πηγές συσσώρευσης, μιας και οι αποταμιεύσεις εξανεμίστηκαν, τα εισοδήματα συμπιέζονται και τα δάνεια έφτασαν στο όριό τους, τότε αυτό που μένει είναι η ενίσχυση της «εξωστρέφειας» της ελληνικής οικονομίας. Εφόσον δηλαδή δεν μπορεί να επιβιώσει ολόκληρη η χώρα και η οικονομία της, ας επιβιώσει μόνο εκείνο το κομμάτι που εξυπηρετεί απευθείας τις εξωτερικές αγορές και μπορεί να επιβιώσει μέσα από τις εξαγωγές. Με δεδομένη όμως την ουσιαστική ανυπαρξία παραγωγικής βάσης στην ελληνική οικονομία, οι εξαγωγές για τις οποίες μιλάνε είναι κατά κύριο λόγο υπηρεσίες μεταφορών και εμπορίου, καθώς και μεταπρατικές δραστηριότητες ορισμένων επιχειρήσεων σε συνδυασμό με ξένους πολυεθνικούς ομίλους.
Την ενίσχυση αυτού του τύπου των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων είχε σαν στόχο το πολυνομοσχέδιο για τα εργασιακά και γενικά οι «διαρθρωτικές αλλαγές» στην εργασία. Μόνο επιχειρήσεις που εξαρτώνται από πολυεθνικές, ή δραστηριοποιούνται κατά κύριο λόγο στο εξωτερικό, ωφελούνται από μια τέτοια ρευστοποίηση της εργασία και των αμοιβών της. Όποιες επιχειρήσεις εξαρτώνται από την εσωτερική αγορά είναι σίγουρο ότι τα μέτρα αυτά θα αποτελέσουν την χαριστική βολή γι’ αυτές. Κι αυτό γιατί θα οδηγήσουν τους ήδη αρνητικούς τζίρους στο ναδίρ.
Όμως μια τέτοια ανάπτυξη είναι ζήτημα αν θα μπορέσει να απασχολήσει το 50% του υπάρχοντος κυκλώματος της οικονομίας και με βία το 60% της υπάρχουσας απασχόλησης. Τα υπόλοιπα τι θα γίνουν. Πώς θα επιβιώσει το υπόλοιπο 50% της οικονομίας που αφορά την συντριπτική πλειοψηφία των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων στην Ελλάδα; Πως θα επιβιώσει το 40% της απασχόλησης που περισσεύει; Γι’ αυτό και λέμε ότι η ελληνική οικονομία ως τέτοια δεν έχει ούτε παρών, ούτε μέλλον. Μόνο θύλακες απόλυτα εξαρτημένη από την ζήτηση στο εξωτερικό έχουν κάποια προοπτική μέσα σε μια κατάσταση γενικευμένης χρεοκοπίας επ’ αόριστον.
Η κατάσταση αυτή οδηγεί σε μια συστηματική αποσύνθεση των σχέσεων στην οικογένεια και την κοινωνία, καταρρακώνει την προσωπικότητα, τα δικαιώματα και τις ανάγκες του ατόμου. Ταυτόχρονα, το καθεστώς φτηνής «ευλύγιστης» εργασίας, το οποίο βασίζεται στην εντατική υπερεκμετάλλευση της εργατικής δύναμης μέσα από τη διαρκή συμπίεση του «εργατικού κόστους», την εντατικοποίηση της εργασίας και την επιμήκυνση του εργάσιμου χρόνου, ιδίως στις θέσεις εργασίας όπου απαιτείται υψηλή εξειδίκευση, αποτελεί βασικό αντικίνητρό για την πραγματική άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας, την είσοδο της καινοτομίας, της επιστήμης και της τεχνολογίας στην παραγωγή, καθώς και την βελτίωση της οργάνωσης, ώστε να πάψει ο βαθμός αξιοποίησης των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας να παραμένει ιδιαίτερα χαμηλός. Αυτή η υπερεκμετάλλευση του εργαζόμενου αποτελεί την κύρια αιτία που ο βαθμός αξιοποίησης των παραγωγικών δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας είναι από τους χαμηλότερους στην Ευρώπη και διεθνώς και κινείται μόλις στο 70%. Όσο το κεφάλαιο βρίσκει φτηνή και βολική τη μετατροπή του εργαζόμενου σε «λάστιχο», τόσο πιο δαπανηρή και ασύμφορη του φαντάζει η αναγκαία βελτίωση της τεχνικής και οργανωτικής υποδομής της παραγωγής.
Κατά συνέπεια σήμερα ειδικά δεν μπορεί να μιλά κανείς για αντιμετώπιση της ανεργίας, για σταμάτημα των απολύσεων, για σημαντική αύξηση των μισθών, χωρίς να απαντά πολύ συγκεκριμένα στο αναπτυξιακό πρόβλημα της χώρας. Τι είδους κοινωνία και οικονομία θέλουμε; Όποιος δεν απαντά άμεσα και συγκεκριμένα σ’ αυτό το ερώτημα βάζει ουσιαστικά πλάτες στις πολιτικές που κατά άλλα φαίνεται να καταδικάζει.
Επομένως, η άμεση και πρακτική ανάγκη για κλιμάκωση του αγώνα πρέπει να γίνει υπόθεση της μεγάλης πλειοψηφίας των εργαζομένων. Αυτός πρέπει να είναι ο άμεσος στόχος και το κεντρικό καθήκον για μια συνδικαλιστική πρωτοβουλία που επιδιώκει στ’ αλήθεια να διαδραματίσει θετικό ρόλο στην προσπάθεια συντονισμού των συνδικαλιστικών δυνάμεων και των σωματείων. Πώς μπορεί να γίνει αυτό;
1.               Η πάλη της εργατική τάξης και των συνδικάτων δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στη ανατροπή του μνημονίου και των κυβερνητικών πολιτικών. Η καρδιά του προβλήματος δεν βρίσκεται στα επιμέρους μέτρα και τις πολιτικές που εξαγγέλλονται και θα εξαγγέλλονται διαρκώς, αλλά σ’ αυτό καθαυτό το καθεστώς πτώχευσης που επιβάλλεται στη χώρα μας από την ΕΕ, το ΔΝΤ και τις διεθνείς αγορές. Πρέπει να ενδιαφέρει το εργατικό κίνημα η αποικιοκρατική κηδεμονία της χώρας ή του αρκεί απλώς να αντιτίθεται στις πολιτικές που εκπορεύονται από αυτήν; Η απάντηση σ’ αυτό το δίλημμα διαχωρίζει σήμερα καθαρά τις αυθεντικά ταξικές δυνάμεις του εργατικού κινήματος από όλες εκείνες που αυτοϊκανοποιούνται με το να μιλούν στο όνομά του. Εκτός κι αν θεωρεί κανείς στα σοβαρά ότι η χώρα είτε αποικία είτε όχι είναι το ίδιο και το αυτό. Μόνο που η εργατική τάξη δεν υπήρξε ποτέ τόσο κοντόφθαλμη ώστε να μην ενδιαφέρεται για τη χώρα της. Κι αυτό γιατί γνωρίζει πολύ καλά ότι η ίδια η ύπαρξή της δεν έχει νόημα ούτε αντίκρισμα σε μια χώρα που τίθεται υπό καθεστώς κατοχής και σε διαδικασία ξεπουλήματος. Συνεπώς τα αιτήματα του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος σήμερα πρέπει να ξεκινούν με την ανάγκη να σταματήσει άμεσα και να αποτραπεί κάθε απόπειρα, κάθε επιχείρηση επιβολής καθεστώτος επίσημης πτώχευσης και κηδεμονίας από την ΕΕ και το ΔΝΤ.
2.               Τι σημαίνει «ανυπακοή» απέναντι στις επιταγές της ΟΝΕ, της ΕΕ, του ΔΝΤ; Τι ακριβώς ζητά από τον εργάτη, από τον εργαζόμενο να κάνει η «ανυπακοή»; Τι ακριβώς πρέπει να παλέψει; Στην πράξη το κάλεσμα σε «ανυπακοή» είναι ένα καθαρά δημαγωγικό σύνθημα, το οποίο θεωρεί ως δεδομένο το καθεστώς που επιβάλλουν η ΟΝΕ, η ΕΕ και το ΔΝΤ, ενώ αρκείται απλώς να αντιπαρατίθεται στις εκάστοτε εντολές τους. Ταυτόχρονα δημιουργεί αυταπάτες στις μάζες, διότι αρνείται να δει ότι πίσω από τις διάφορες εντολές και τις ντιρεκτίβες υφίσταται ένα αδυσώπητο καθεστώς επικυριαρχίας, που θεμελιώνεται στις οικονομικές και πολιτικές σχέσεις της χώρας με την ΟΝΕ, την ΕΕ και το ΔΝΤ. Με αυτόν τον τρόπο οδηγείται στην απολογητική αυτών των μηχανισμών του ιμπεριαλισμού, μιας και αντιλαμβάνεται το όλο πρόβλημα μόνο στο επίπεδο των εντολών και των ντιρεκτίβων και όχι σ’ αυτό καθαυτό το καθεστώς της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης που επιβάλλουν στη χώρα και στον λαό της. Πολύ περισσότερο σήμερα που η υποταγή στο ευρώ, στην ΕΕ και στο ΔΝΤ αποδεικνύεται καταστροφική για τη χώρα και τους εργαζόμενους. Αντί λοιπόν για «ανυπακοή» οι εργαζόμενοι και το εργατικό κίνημα πρέπει να θέσουν ως άμεσο στόχο την απαλλαγή από το ευρώ και την ΟΝΕ στην προοπτική της αποδέσμευσης από την ΕΕ, όχι για να συρθεί η χώρα στο ΔΝΤ, αλλά για να αποτραπεί η πτώχευση και το ξεπούλημά της.
3.               Η προσπάθεια για την κλιμάκωση των κινητοποιήσεων εδώ και τώρα με κάθε μορφή αγωνιστικής δράσης, τόσο σε επίπεδο πρωτοβάθμιων σωματείων όσο και δευτεροβάθμιων και τριτοβάθμιων συνδικάτων, είναι απαραίτητη. Ωστόσο βασικό μέλημα αυτής της κλιμάκωσης πρέπει να είναι η εξασφάλιση της μεγαλύτερης δυνατής συμμετοχής και κινητοποίησης των εργαζομένων. Δίχως την αυξημένη συμμετοχή οι κινητοποιήσεις και οι απεργίες δεν συντελούν στην κλιμάκωση αλλά στην αποκλιμάκωση των αγώνων και στην αποθάρρυνση των πιο πλατιών μαζών. Γι’ αυτό τον λόγο θα πρέπει να βρίσκονται κάθε φορά οι πιο κατάλληλες μορφές πάλης που επιτρέπουν σε όλους, αν αυτό είναι δυνατό, τους εργαζομένους την ενεργό συμμετοχή τους στην κλιμάκωση του αγώνα. Δεν υπάρχουν περισσότερο ή λιγότερο «επαναστατικές» μορφές πάλης. Δεν υπάρχουν περισσότερο ή λιγότερο «ριζοσπαστικές» δράσεις. Ο ριζοσπαστισμός κάθε μορφής κινητοποίησης εξαρτάται πρώτα και κύρια από το μέγεθος και τον παλμό της συμμετοχής των πιο πλατιών μαζών.
4.               Ο αγώνας που βρίσκεται μπροστά στην εργατική τάξη και το κίνημά της είναι πολύ δύσκολος και απαιτητικός. Από την προσπάθεια για κοινή δράση όλων των εργαζομένων κανείς δεν περισσεύει. Η μαζική απεργιακή κινητοποίηση όλων των εργαζομένων δεν μπορεί να γίνει χωρίς ή πολύ περισσότερο ενάντια στη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ. Πρέπει να εξαντλήσουμε κάθε δυνατότητα για να συνεχίσει η ηγεσία της ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ να βρίσκεται στους δρόμους. Δεν πρέπει να διευκολύνουμε την προσπάθεια της άρχουσας τάξης να οικοδομήσει το δικό της ενιαίο μέτωπο κυβέρνησης και κοινωνικών εταίρων. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να υποστείλουμε έστω και στο ελάχιστο την κριτική μας προς αυτές τις ηγεσίες ή να την κάνουμε πιο ήπια.  Όμως, το να σνομπάρει κανείς τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ αλλά και γενικότερα τα τριτοβάθμια σωματεία ή να τα ανταγωνίζεται στο όνομα της καταλυτικής κριτικής που πρέπει να ασκεί στις ηγεσίες τους οδηγούν αναγκαστικά στην υπονόμευση της κλιμάκωσης των αγώνων. Η ιστορία δείχνει ότι η οργάνωση της πάλης της εργατικής τάξης μπορεί να ξεκινά από τα πρωτοβάθμια σωματεία, αλλά δεν μπορεί να κλιμακωθεί παρά μόνο με τη συμμετοχή της πανεθνικής οργάνωσης της τάξης μέσα από τα τριτοβάθμια συνδικάτα. Μόνο έτσι μπορεί να εξασφαλιστεί η συμμετοχή και η κοινή πάλη όλων των εργαζομένων. Κλιμάκωση των αγώνων χωρίς την ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ δεν μπορεί να υπάρξει, τουλάχιστον όσον αφορά στο σύνολο της εργατικής τάξης. Διαφορετικά η όποια συνδικαλιστική πρωτοβουλία θα καταλήξει να είναι ένα ακόμη ΠΑΜΕ, που συμβάλλει όχι στην κλιμάκωση αλλά στην αποκλιμάκωση, στη διάσπαση και τον κατακερματισμό των δυνάμεων της εργατικής τάξης.
5.               Η ανάγκη κινητοποίησης των ευρύτερων δυνατών μαζών και περιφρούρησης του αγώνα έτσι ώστε να γίνει υπόθεση όλων των εργαζομένων επιβάλλει να απαιτήσουμε την άμεση αποβολή των κομματικών μπλοκ από τα συνδικάτα. Τα κόμματα και οι διάφορες πολιτικές συνιστώσες έχουν κάθε δικαίωμα να οργανώνουν τις δικές τους πορείες και κινητοποιήσεις. Όμως δεν έχουν κανένα δικαίωμα να διασπούν με τα δικά τους μπλοκ τις κινητοποιήσεις και τις πορείες των συνδικάτων. Αυτή η μόδα που καθιερώθηκε στη δεκαετία του ’90 και ενθαρρύνθηκε από την ίδια την ηγεσία της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, προκειμένου να ανταγωνιστεί τις κομματικές συναθροίσεις του ΠΑΜΕ, πρέπει επιτέλους να εκλείψει. Οι δυνάμεις των κομμάτων πρέπει να συμμετέχουν στα συνδικάτα με τον ίδιο τρόπο που συμμετέχουν όλοι οι υπόλοιποι εργαζόμενοι. Όσο διαρκεί αυτή η τραγωδία, στην οποία οι διάφορες πολιτικές και κομματικές παρατάξεις ανταγωνίζονται με τα μπλοκ τους για να κερδίσουν τις εντυπώσεις μέσα στις κινητοποιήσεις των συνδικάτων, τόσο μεγαλύτερη αποστροφή θα γεννούν στις πλατύτερες μάζες των εργαζομένων.
6.               Σε μια περίοδο όπου κυριαρχούν οι αναίτιες απολύσεις και οι διαρκείς διώξεις εργαζομένων και συνδικαλιστών, αυτό που κύρια θα κρίνει τις σχέσεις εμπιστοσύνης μιας συνδικαλιστικής πρωτοβουλίας, ενός συνδικάτου με τις μάζες των εργαζομένων είναι οι εκδηλώσεις αλληλεγγύης μ’ εκείνους που κάθε φορά την έχουν μεγαλύτερη ανάγκη. Ο αδικημένος εργαζόμενος, ο απολυμένος, ο διωκόμενος μπορεί και πρέπει να βρει στήριγμα σ’ ένα ενιαίο μέτωπο δράσης και αλληλεγγύης, ανεξάρτητα από το ποιος είναι αυτός ή σε τι πιστεύει. Ανεξάρτητα, δηλαδή, από το αν είναι «δικός μας» ή όχι. Το πώς στέκεται κανείς απέναντι σ’ αυτά τα «μικρά» καθημερινά προβλήματα των εργαζόμενων κρίνει τις σχέσεις εμπιστοσύνης και εγκαρδιότητας που οικοδομεί στην πράξη μια συνδικαλιστική πρωτοβουλία, ένα συνδικάτο. Διαφορετικά, ο συνδικαλιστής που αδιαφορεί ή κινητοποιείται μόνο για τους «δικούς του» ή τον απασχολούν μόνο τα «μεγάλα» ζητήματα της πολιτικής δεν διαφέρει σε τίποτε από έναν γραφειοκράτη εργατοπατέρα. Κι ας τονίζει όσο θέλει την ταξική του αναφορά.

27/12/2010
Δημήτρης Καζάκης

Δημοσιεύτηκε σε δυο μέρη στο inprecor.gr, 7 και 10 Ιανουαρίου 2011


[1] William Petty, Political Economy of Ireland, London, 1672, σ. 64.
[2] Turgot, Anne Robert Jacques, Baron De L’ Aulne, Reflections on the Formation and the Distribution of Riches (1770), 1898, σ. 8.
[3] Κάρλ Μάρξ, Το Κεφάλαιο, τομ. πρώτος (Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1978), σελ. 189
[4] W. Petty, ο.π.
[5] M. Beer, A History of British Socialism, vol. I, (London: G. Bell & Sons, 1929), p. 342.
[6] Joseph Townsend, A Dissertation on the Poor Laws by a well-wisher to Mankind, 1786, σ. 35.
[7] Oswald Spengler, The Decline of the West, vol. two, p. 401.
[8] IMF Survey Magazine,17/12
[9] Eurostat, Over-indebtedness of European households in 2008, issue 61/2010.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου