Περιεχόμενα
Στο Ίδρυμα
Κακογιάννη ανέβηκε μια ιδιαίτερη παράσταση. Αφορούσε στο Νίκο Ζαχαριάδη, Γενικό
Γραμματέα του πάλαι ποτέ ΚΚΕ. Του ΚΚΕ της ηρωικής περιόδου. Του ΚΚΕ των
ιστορικών αγώνων του λαού μας για εθνική ανεξαρτησία και λαοκρατία, δηλαδή για
λαϊκή κυριαρχία και δημοκρατία στην προοπτική του σοσιαλισμού. Τον μόνο Γενικό
Γραμματέα, που τόσο τα μέλη, όσο και οι φίλοι του κόμματος τίμησαν με το να τον
αποκαλούν αρχηγό σε μια εποχή – τη μοναδική ιστορική περίοδο – όπου το ΚΚΕ ήταν
ταυτισμένο με τον λαό κι ο λαός με το ΚΚΕ.[1]
H παράσταση είναι
σε κείμενο και σκηνοθεσία του Γιώργου Κοτανίδη. Ο τίτλος Ομπίντα του έργου,
σημαίνει στα ρωσικά βαθιά θλίψη ή κακοκάρδισμα, όπως λέει ο ίδιος ο δημιουργός
του. Σκηνοθετικά το έργο είναι λιτό γατί στηρίζεται σε μια αφηγηματική πλοκή μεταξύ
τριών ηθοποιών. Ο Γ. Κοτανίδης υποδύεται το Νίκο Ζαχαριάδη λίγες μέρες πριν την
αυτοκτονία του στο Σουργκούτ της Σιβηρίας την 1η Αυγούστου 1973. Οι
άλλοι δυο ηθοποιοί, η Δώρα Χρυσικού και ο Σπύρος Περδίου, λειτουργούν έξοχα ως
αντιπαραθετικοί ρόλοι σ’ έναν διαρκή διάλογο με τον πρωταγωνιστή, όπου
διευκρινίζεται το πώς αντιλαμβανόταν ο ίδιος ο Ν. Ζαχαριάδης τα πιο σοβαρά
περιστατικά της κομματικής του πορείας, που τελικά τον οδήγησαν να επιλέξει την
αυτοκτονία.
Το έργο δεν
χαρίζεται στο Ν. Ζαχαριάδη, ο οποίος σαν πρόσωπο διχάζει ακόμη και σήμερα κυρίως
όσους πέρασαν, ή δηλώνουν ότι ανήκουν στην κομμουνιστική αριστερά. Αποδίδει με
απόλυτη ειλικρίνεια και θεατρική οξυδέρκεια τον τρόπο που αντιλαμβανόταν ο
ίδιος ο Νίκος τα βασικά γεγονότα που στιγμάτισαν τον ίδιο και το ΚΚΕ από την
εποχή της απελευθέρωσης έως την αυτοκτονία του. Και μέσα απ’ αυτόν τον τρόπο
αναδεικνύεται το πρόσωπο και η προσωπικότητα του Νίκου όπως ήταν στην πραγματικότητα,
χωρίς ηρωοποιήσεις, ή απορρίψεις που γέννησε η πίκρα της ήττας και η
απογοήτευση.
Προσωπικά δεν μπορώ
να βρω κάποιο ψεγάδι στην όλη παράσταση. Ούτε από πλευράς ιστορικής ακρίβειας, ούτε
καλλιτεχνικής. Στο μέτρο τουλάχιστον που με αφορά ως απλό θεατή. Το μόνο που μ’
έκανε να αναρωτηθώ είναι το νόημα που θα είχε μια τέτοια παράσταση για έναν
κόσμο ευρύτερα. Δηλαδή για τον κόσμο που δεν πέρασε, ούτε είχε σχέση ποτέ με το
ΚΚΕ, ή το κομμουνιστικό κίνημα. Τι θα του πρόσφερε; Τι του προσφέρει;
Πού κρύβεται η
τραγωδία;
Ο ίδιος ο
δημιουργός της παράστασης ομολογεί ότι σαν αφετηρία έχει τα προσωπικά του
βιώματα. Δηλαδή τα βιώματα της πορείας του μέσα από την κομμουνιστική αριστερά.
Κι εκεί νομίζω ότι έχει εγκλωβιστεί η έξοχη αυτή παράσταση. Κάθε φορά που προσπαθούσα
να πάρω αποστάσεις από τα δικά μου βιώματα, από τη δική μου διαδρομή στο ΚΚΕ
και τα κατάλοιπά της, αισθανόμουν έκπληκτος. Σαν να παρακολουθούσα μια λιτανεία
πιστών, πρώην και νυν, που μόνο αυτοί μπορούσαν να κατανοήσουν σε βάθος την
πλοκή του έργου.
Ακόμη και το
προλογικό σημείωμα του κ. Πετρόπουλου γράφει: «Τραγωδίες σαν αυτή του Ν.
Ζαχαριάδη συνέβησαν και θα συνεχίσουν να συμβαίνουν όποτε η σκοπιμότητα –
πολιτική ή άλλη – υποκαθιστά την ουσία της δράσης για την επίτευξη ενός αγνού,
πανανθρώπινου σκοπού, περνώντας από πάνω του ως οδοστρωτήρας.»
Στο σημείο αυτό ο
κ. Πετρόπουλος υιοθετεί την κλασικιστική οπτική της τραγωδίας, που είναι ίδιον
της αστικής διανόησης, όπως την αποτυπώνει ένας γνωστός μελετητής του θέματος:
«Το ιουδαϊκό όραμα βλέπει στην καταστροφή ένα συγκεκριμένο ηθικό σφάλμα ή μια
αποτυχία της κατανόησης. Οι Έλληνες τραγικοί ποιητές ισχυρίζονται ότι οι
δυνάμεις που διαμορφώνουν ή καταστρέφουν τη ζωή μας βρίσκονται έξω από τη
διακυβέρνηση του λογικού ή του δίκαιου. Το χειρότερο από αυτό είναι ότι γύρω
μας υπάρχουν δαιμονικές ενέργειες που κυνηγούν την ψυχή και την μετατρέπουν σε
τρέλα ή που δηλητηριάζουν τη θέλησή μας, ώστε να προκαλέσουμε ανεπανόρθωτη
αγανάκτηση στους εαυτούς μας και στους ανθρώπους που αγαπάμε.»[2]
Με τον τρόπο αυτό
αντιμετωπίζεται κι ο Νίκος Ζαχαριάδης, δηλαδή ως θύμα σκληρών και ανελέητων
επιλογών. «Σκληρές και ανελέητες δυνάμεις κυριαρχούν στη ζωή μας. Οι θεοί
παίζουν με τους ανθρώπους όπως τα άκαρδα παιδιά παίζουν με τα παιχνίδια τους.»[3]
Κι έτσι η παράσταση
είναι σαν να επαναλαμβάνει τα λόγια του Ζαν Κοκτό προς τον θεατή του δικού του
Οιδίποδα: «Παρακολούθησε τώρα, θεατή. Μπροστά σου βρίσκεται ένας πλήρως
καλοκουρδισμένος μηχανισμός. Σιγά-σιγά το ελατήριό του θα ξεδιπλωθεί στην
διάρκεια μιας ολόκληρης ανθρώπινης ζωής. Είναι μια από τις πιο τέλειες μηχανές
επινοημένες από τους καταχθόνιους θεούς για τη μαθηματική εξόντωση του θνητού.»[4]
Η αληθινή τραγωδία
δεν είναι η κατάληξη του Ν. Ζαχαριάδη, ούτε οι σκοπιμότητες που τον οδήγησαν
στην αυτοκτονία, αλλά ο ίδιος ο «αγνός, πανανθρώπινος σκοπός». Όσο πιο αγνός,
πανανθρώπινος είναι ο σκοπός, τόσο πιο μεγάλη είναι η απόστασή του από την αληθινή
ζωή και τις αντιφάσεις της, τόσο πιο καταπιεστικός γίνεται για τις επιταγές της
πραγματικότητας και την κοινωνία.
Είτε μιλήσει κανείς
για αγνά ιδανικά στην ιδεολογία, είτε στην θρησκεία, είναι το ίδιο και το αυτό.
Τουλάχιστον στην πράξη και πρωτίστως από την σκοπιά της ταξικής πάλης. Η εποχή
που οι επαναστάσεις είχαν ανάγκη – αν είχαν ποτέ – από «αδιάφθορους» σε επίπεδο
ιδανικών έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Πάνω από ενάμιση αιώνα πριν την εποχή του
Ν. Ζαχαριάδη και του κομμουνιστικού κόμματος, ο Ροβεσπιέρος, ο Σαιν Ζιστ και οι
σύντροφοί τους νόμιζαν πώς ήταν «αδιάφθοροι» γιατί υπερηφανεύονταν για το
γεγονός ότι δεν κάνουν πίσω ούτε ίντσα από τα πιο αγνά ιδανικά τους. Ακόμη κι
αν το απαιτούσε η ίδια η πραγματικότητα. Τα αγνά ιδανικά τους ήταν αγνά και
ακέραια γιατί είχαν στοιχειοθετηθεί αποκλειστικά στον κόσμο των ιδεών. Ήταν η
ολοκληρωτική άρνηση της πραγματικότητας στον κόσμο των ιδεών.
Κι αυτό ακριβώς
έκανε τα αγνά αυτά ιδανικά τελείως ανεφάρμοστα, διότι δεν πήγαζαν από τις
κυρίαρχες αντιθέσεις της αληθινής ζωής της εποχής τους. Όσο οι «αδιάφθοροι» πάσχιζαν
να κρατήσουν τα ιδανικά τους αγνά, τόσο οι πράξεις τους «διαφθείρονταν» και
μετατρέπονταν στο ακριβώς αντίθετο των προθέσεών τους. Κι αυτή ακριβώς η
εσωτερική ασυμφιλίωτη αντίθεση γέννησε, υπό τη σκέπη της πιο ιδανικής σε
διακηρύξεις και Σύνταγμα δημοκρατίας των Ιακωβίνων, τους ποταμούς αίματος και
την ανεξέλεγκτη δικτατορία - στο όνομα επίσης των πιο αγνών ιδανικών - πού
έφεραν τελικά στην εξουσία το απόλυτα διεφθαρμένο Θερμιδοριανό Διευθυντήριο.
«Κι έτσι,» όπως
εύστοχα σημείωνε μια από τις πιο σημαντικές φιλοσόφους της μεταπολεμικής
Ουγγαρίας, η Éva Ancsel, «ακόμη κι αυτοί, οι πιο «Αδιάφθοροι» από τους
επαναστάτες, μπορούσαν να μπουν σε πειρασμό και να «διαφθαρούν», αν από τίποτε
άλλο, τουλάχιστον από ψευδαισθήσεις.»[5]
Το τραγικό
δίλημμα
Ο Νίκος Ζαχαριάδης
ήταν ένας τραγικός ήρωας. Όχι γιατί τον πέταξαν όπως τον πέταξαν από την ηγεσία
του ΚΚΕ, ούτε γιατί τα κομματικά ήθη της εποχής τον οδήγησαν στην εξορία και
τελικά στην αυτοκτονία, αλλά γιατί στην προσωπικότητα και τη δράση του συμπυκνώθηκε
η ιστορική κορύφωση του αγώνα ενός ολόκληρου λαού. Στο πρόσωπό του το κίνημα
κλήθηκε να απαντήσει άμεσα και πρακτικά στα μεγάλα διλλήματα που καθορίζουν την
πορεία και την επικράτηση μιας επανάστασης.
Ο Νίκος Ζαχαριάδης κλήθηκε να απαντήσει σε τραγικά διλήμματα ανάλογα μ’ εκείνα ενός Οιδίποδα. Μόνο που κλήθηκε να τα απαντήσει με όρους πρακτικής δράσης για εκατομμύρια. Και να τα βάλει όχι με τις υποχθόνιες δυνάμεις των Θεών, ούτε με τις τυφλές δυνάμεις της φύσης, αλλά με κάτι πολύ χειρότερο και πολύ πιο απρόβλεπτο. Κλήθηκε να κατανοήσει και να τιθασεύσει τις αδίστακτες δυνάμεις της ιστορίας, οι οποίες είχαν τεθεί σε κίνηση ανεξάρτητα από τη βούληση του ίδιου και των συντρόφων του. Καθώς αυτές έσπρωχναν με τη βία έναν ολόκληρο λαό να σπάσει τα εθνικά, κοινωνικά και πολιτικά του δεσμά και να διεκδικήσει το δικό του μέλλον ο ίδιος, με τις δικές του δυνάμεις.
Θεωρητικά και από
απόσταση μπορεί κάτι τέτοιο να μοιάζει με την ιστορική δικαίωση για έναν
επαναστάτη. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι πρόκειται για την πιο τραγική στιγμή του.
Διότι τότε καλείται να δοκιμάσει στην πράξη τις δοξασίες του, να βγει από το
καβούκι του «αγνού και πανανθρώπινου σκοπού», που λειτουργεί πάντα ως προσωπικό
και συλλογικό καταφύγιο απέναντι στις προκλήσεις της ζοφερής πραγματικότητας,
να πάψει να είναι «αδιάφθορος» μακριά από τη ζωή των μαζών και να «διαφθαρεί»
από την πράξη, όχι των λίγων συντρόφων του, του δικού του κόμματος, αλλά του
κοινωνικού υποκειμένου που βρίσκεται πλέον σε επαναστατική έγερση.
Νομίζω ότι το τραγικό δίλημμα που αντιμετώπισε ο Νίκος Ζαχαριάδης το συμπυκνώνει έξοχα ο ίδιος ο Ένγκελς: «Το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί σ’ έναν ηγέτη ενός ακραίου κόμματος είναι να αναγκαστεί να αναλάβει τη διακυβέρνηση σε μια εποχή που το κίνημα δεν είναι ακόμα ώριμο για την κυριαρχία της τάξης που αντιπροσωπεύει και για την υλοποίηση των μέτρων που η κυριαρχία αυτή υπονοεί. Αυτό που μπορεί να κάνει δεν εξαρτάται από το θέλημά του αλλά από την οξύτητα της σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ των διαφόρων τάξεων και από το βαθμό ανάπτυξης των υλικών μέσων ύπαρξης, των σχέσεων παραγωγής και των μέσων επικοινωνίας επί των οποίων η σύγκρουση συμφερόντων των τάξεων βασίζεται κάθε φορά. Αυτό που πρέπει να κάνει, ό, τι απαιτεί απ’ αυτόν το κόμμα του, δεν εξαρτάται και πάλι από αυτόν ούτε από τον βαθμό ανάπτυξης του ταξικού αγώνα και των συνθηκών του. Δεσμεύεται από τα δόγματά του και από τα αιτήματα που μέχρι τώρα προτείνονταν, τα οποία δεν προέρχονται από τις αλληλεπιδράσεις των κοινωνικών τάξεων σε μια δεδομένη στιγμή ή από το περισσότερο ή λιγότερο τυχαίο επίπεδο των σχέσεων παραγωγής και των μέσων επικοινωνίας, αλλά από την περισσότερο ή λιγότερο διεισδυτική ματιά στο γενικό αποτέλεσμα του κοινωνικού και πολιτικού κινήματος. Έτσι, αναγκαστικά βρίσκεται σε ένα δίλημμα. Αυτό που μπορεί να κάνει είναι σε αντίθεση με όλες τις ενέργειές του μέχρι εκείνη τη στιγμή, με όλες τις αρχές του, αλλά και με τα σημερινά συμφέροντα του κόμματός του. Αυτό που πρέπει να κάνει δεν μπορεί να επιτευχθεί. Με μια λέξη, αναγκάζεται να εκπροσωπεί όχι το κόμμα του, ή την τάξη του, αλλά την τάξη για την οποία οι συνθήκες είναι ώριμες για κυριαρχία. Προς το συμφέρον του ίδιου του κινήματος, αναγκάζεται να υπερασπιστεί τα συμφέροντα μιας ξένης τάξης και να τροφοδοτήσει τη δική του τάξη με φράσεις και υποσχέσεις, υποστηρίζοντας ότι τα συμφέροντα αυτής της ξένης τάξης είναι τα δικά της συμφέροντα.»[6]
Το δράμα για το
Νίκο Ζαχαριάδη ήταν πολύ χειρότερο απ’ αυτό που περιγράφει ο Ένγκελς. Τέθηκε
επικεφαλής ενός παλλαϊκού κινήματος σε μια στιγμή όπου η ηγεσία και το ίδιο το
κόμμα της είχαν δοκιμάσει τα δόγματά τους στην πράξη και είχαν εισπράξει τη
πρώτη σοβαρή ήττα, την πρώτη μακάβρια για το κίνημα υποχώρηση. Ολόκληρο το
ιδεολογικό οπλοστάσιο του ΚΚΕ της περιόδου του μεσοπολέμου, αποδεικνυόταν
παντελώς άχρηστο για να επιτελέσει το ρόλο του την εποχή μετά την απελευθέρωση.
Όχι μόνο άχρηστο, αλλά και άκρως επικίνδυνο πια για το λαό και τη χώρα.
Η ηγεσία του δεν είχε καν αντιληφθεί τι είχε συμβεί. Λειτουργούσε ακόμη με τους όρους μιας κλασσικής «αστικοδημοκρατικής» επανάστασης με βάση τα εγχειρίδια του Μαρξισμού-Λενινισμού της εποχής. Δεν μπορούσε να καταλάβει ότι βρέθηκε να ηγείται ενός ολόκληρου έθνους όπου ηγέτιδα δύναμη πια ήταν η εργατική τάξη και η διανόηση. Ενώ το χωριό και η αγροτιά έχοντας γνωρίσει στην πράξη τι σημαίνει ελευθερία, πρόοδος, δημοκρατία μέσα από την Λαϊκή Αυτοδιοίκηση και την Λαϊκή Δικαιοσύνη στην Ελεύθερη Ελλάδα των Βουνών – όπου πριν τον πόλεμο φώλιαζε η χειρότερη κοινωνική και πολιτική καθυστέρηση, προκειμένου το φαύλο και ξενόδουλο πολιτικό σύστημα της χώρας να αντλεί κοινωνικά ερείσματα – τους κατέτασσε σ’ έναν από τους πιο ισχυρούς μοχλούς του παλλαϊκού κινήματος εθνικής απελευθέρωσης.
Κι όμως η ηγεσία
του ΚΚΕ πίστευε πώς όλα τούτα ήταν προσωρινά. Το κυρίως ζητούμενο ήταν για το
κόμμα να κερδίσει τη νόμιμη εκπροσώπησή του στην μεταπολεμική πολιτική
κατάσταση της Ελλάδας σε συνθήκες όσο το δυνατόν μεγαλύτερης ελευθερίας και
δημοκρατίας. Έτσι θεωρούσε ότι μπορούσε να επιτελέσει τον «ταξικό» του
προορισμό. Κι κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει παρά μόνο μετά από συνεννόηση
με την έκπτωτη τάξη, δηλαδή με την αστική τάξη – όπως τουλάχιστον την
καταλάβαινε τότε η κομματική ηγεσία.
Το ΚΚΕ εκείνης της
εποχής έπασχε από μια τραγική διχοτόμηση, τελείως άσχετη με την πραγματικότητα
κάθε επανάστασης. Τη διχοτόμηση ανάμεσα στις «αστικοδημοκρατικές λύσεις των
εκκρεμών προβλημάτων»[7] και τον σοσιαλισμό. Κι ενώ στη θεωρία η ηγεσία
του ΚΚΕ αναγνώριζε ότι η «αστική τάξη, πού κυβερνούσε ως τώρα τη χώρα, δεν
κατόρθωσε να λύσει τα αστικοδημοκρατικά προβλήματα» και επομένως «τώρα αυτή
έγινε αντιδραστική», δεν μπορούσε να αντιληφθεί ότι την εξουσία οφείλει να την
πάρει ο ίδιος ο λαός, δηλαδή οι ζωντανές κοινωνικές δυνάμεις του
εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, ακόμη κι αν «αυτή η αντικειμενική κατάσταση δεν
σηκώνει σοσιαλισμό».[8]
Η επινόηση του
σοσιαλισμού.
Τι σημαίνει όμως
σοσιαλισμός; Τι είναι σοσιαλισμός, αν όχι αυτό που έλεγε ο Λένιν: «Ο σοσιαλισμός δεν είναι ένα έτοιμο σύστημα
που θα δοθεί σαν ευεργεσία στην ανθρωπότητα. Ο σοσιαλισμός είναι η ταξική πάλη
του σημερινού προλεταριάτου, που βαδίζει από ένα σκοπό σήμερα σ’ έναν άλλο
αύριο στο όνομα του βασικού του σκοπού, προς τον οποίο πλησιάζει κάθε μέρα.»[9]
Ποιος είναι ο
βασικός σκοπός; Ο σοσιαλισμός; Όχι! Η εξάλειψη της εκμετάλλευσης ανθρώπου από
άνθρωπο. Η εξάλειψη κάθε μορφής κοινωνικής αδικίας και καταπίεσης. Αυτός είναι
ο βασικός σκοπός. Κι αυτό δεν αφορά διόλου την εφαρμογή μιας έτοιμης συνταγής
με τη μορφή «συστήματος». Δηλαδή μια σειρά υπόθετα για την ίδια την κοινωνία με
την γενική επωνυμία σοσιαλισμός.
Αν λοιπόν είναι
έτσι, τότε προς τι όλη αυτή η φασαρία για τη διαπίστωση του «αστικοδημοκρατικού»
ή «σοσιαλιστικού» χαρακτήρα της επανάστασης; Προς τι ο διαχωρισμός σε
«αστικοδημοκρατική» και «σοσιαλιστική» φάση ή στάδιο της επανάστασης, όπως
δυστυχώς επέβαλλε ο μαρξισμός των επιγόνων και κυρίως η σοσιαλδημοκρατία με τα
«μίνιμουμ» και «μάξιμουμ» κομματικά προγράμματα; Τι νόημα έχει να θέτεις ως
κομματική σου επιδίωξη, ως πρόγραμμα του κόμματος, κάτι άλλο πέρα από τα πιο
κρίσιμα και ζωτικά αιτήματα της εργατικής τάξης σε κάθε συγκεκριμένη ιστορική περίοδο
και φυσικά σε κάθε χώρα;
Η επινόηση του
σοσιαλισμού ως προγραμματική επιδίωξη του «κόμματος της εργατικής τάξης»,
παλιότερα με τη μορφή της σοσιαλδημοκρατίας και αργότερα με τη μορφή των
κομμουνιστικών κομμάτων, αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες διαστροφές που
επιβλήθηκαν στην ιδεολογία και στην πράξη του κινήματος στο όνομα του Μαρξ. Ο
σοσιαλισμός ως προγραμματικό καταφύγιο των μαρξιστών της εποχής της
σοσιαλδημοκρατίας, όπως και αργότερα την εποχή των κομμουνιστών, δεν ήταν παρά
συνθηκολόγηση με την ιστορική ήττα της επαναστατικής δημοκρατίας.
«Μετά το 1871, μόνο
η Ελβετία μεταξύ όλων των χωρών της ευρωπαϊκής ηπείρου βρισκόταν στην
ευτυχισμένη κατάσταση να είναι σε θέση να εκτιμήσει σκοπίμως τις διάφορες
μορφές της αστικής δημοκρατίας. Σε όλες τις άλλες χώρες οι ευρείες μάζες
περιορίστηκαν στην ελευθερία έκφρασής τους, αποθαρρημένες από ήττες και
καταπιεσμένες από ισχυρές στρατιωτικές ή γραφειοκρατικές δυνάμεις. Η ήττα της
εργατικής τάξης στην Ευρώπη έγινε βαθύτερη από το γεγονός ότι οι μάζες έχασαν
ακόμη και τα συνθήματα και τους στόχους για τους οποίους είχαν παλέψει οι προηγούμενες
γενιές. Η φύση της επαναστατικής δημοκρατίας δεν ήταν πλέον γνωστή και η
σημασία του «λαού» για το δημοκρατικό κίνημα είχε ξεχαστεί. Ο ευρωπαίος
εργαζόμενος πριν από το 1848 έμοιαζε με έναν αναλφάβητο, ο οποίος γνώριζε ότι
δεν μπορούσε να διαβάσει ούτε να γράψει, αλλά τουλάχιστον ήθελε να εξαλείψει
αυτά τα ελαττώματα. Μετά το 1871, όμως, οι μάζες μπορούσαν να συγκριθούν μόνο
με ένα άτομο που δεν μπορεί ούτε να γράψει ούτε να διαβάσει, αλλά δεν έχει καν
την παραμικρή ιδέα ότι τέτοιες τέχνες υπάρχουν.»[10]
Η κατάσταση αυτή
βρήκε την έκφρασή της στη μαρξιστική σοσιαλδημοκρατία όπου η δημοκρατία
ταυτίστηκε με τον αστικό κοινοβουλευτισμό και γενικά με την «αστική
δημοκρατία», δηλαδή με την κυριαρχία της αστικής τάξης. Η άποψη αυτή γέννησε δυο
βασικές τάσεις. Αφενός, την σεχταριστική απαξίωση του αγώνα για δημοκρατία ως
προνομιακού πεδίου ανάπτυξης της πάλης των τάξεων. Τη θέση της δημοκρατίας για
τις μάζες την πήρε ο σοσιαλισμός ως «ανώτερος» προγραμματικός στόχος του
κινήματος. Αφετέρου, την ταύτιση του αγώνα για τη δημοκρατία με την αξιοποίηση
του κοινοβουλευτισμού και των πιο στοιχειωδών πολιτικών ελευθεριών. Η παλιά
προσήλωση των Μαρξ και Ένγκελς στη δημοκρατία, μετατράπηκε σε υποταγή στην
κοινοβουλευτική νομιμότητα υπό την κυριαρχία του εκάστοτε αστικού καθεστώτος.
Μίνιμουμ και
μάξιμουμ πρόγραμμα.
Με το τρόπο αυτό
γεννήθηκε ο εσωτερικός διχασμός του «κόμματος της εργατικής τάξης» την εποχή
της μαρξιστικής σοσιαλδημοκρατίας. Στο «μίνιμουμ πρόγραμμα» μπορούσε άνετα το
κόμμα αυτό να είναι απόλυτα νομοταγές και να διεκδικεί απλά ότι ήταν υποφερτό
και αποδεχτό από την κρατούσα τάξη. Ενώ στο «μάξιμουμ πρόγραμμα» μπορούσε να
εξιλεώνεται με την σεχταριστική προσμονή ενός άλλου συστήματος, του
σοσιαλισμού, που θα έλυνε κάποια στιγμή στο απώτερο ιστορικό μέλλον όλα τα
προβλήματα των μαζών.
Κι έτσι γεννήθηκε ο
μεταφυσικός διαχωρισμός των αιτημάτων σε «αστικοδημοκρατικά» και σε
«σοσιαλιστικά». Και μάλιστα σε προγραμματικό επίπεδο. Σε αιτήματα δηλαδή που
αφορούσαν σχεδόν αποκλειστικά, ή προϋπέθεταν την κυριαρχία της αστικής τάξης.
Και κάποια άλλα που αφορούσαν αποκλειστικά στο προλεταριάτο, ή την εργατική
τάξη.
Κάτι αδιανόητο για
την προγραμματική συλλογιστική των Μαρξ και Ένγκελς. Ξεχάστηκε παντελώς ότι «οι
κοινωνικές μεταρρυθμίσεις ποτέ δεν οφείλονται στην αδυναμία των ισχυρών, οφείλονται
και προκαλούνται από την ισχύ των αδυνάτων»[11]. Κι επομένως κανένα αίτημα προόδου και
βελτίωσης της θέσης των εργαζόμενων τάξεων μέσα στην αστική κοινωνία δεν μπορεί
να είναι «αστικοδημοκρατικό», δηλαδή παραχώρηση της κρατούσας τάξης, αλλά
κατάκτηση των αδυνάτων και δραστικός περιορισμός της κυριαρχίας της απρόσιτης
σ’ αυτές εξουσίας.
Ότι μπορεί να
ενισχύσει έστω και οιονεί τη θέση της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζόμενων
τάξεων, είναι και οφείλει να αποτελεί προνομιακό πεδίο διεκδικήσεων και αγώνων
γι’ αυτές. Κι ένα από τα πιο προνομιακά πεδία είναι οι διεκδικήσεις της
δημοκρατίας. Όχι μόνο ή απλά οι επιμέρους ελευθερίες, αλλά η κατάκτηση της πιο
ανεπτυγμένης μορφής της πάνω σε καπιταλιστικό έδαφος.
Κι αυτό ακριβώς
είχε χαθεί από την οπτική της μαρξιστικής σοσιαλδημοκρατίας. Χάθηκε παντελώς
από την προβληματική του κινήματος η προσταγή του Ένγκελς: «Αν ένα πράγμα είναι
σίγουρο τότε πρόκειται για το γεγονός ότι το Κόμμα μας και η εργατική τάξη
μπορεί να έρθει στην εξουσία μόνο υπό τη μορφή της λαοκρατικής δημοκρατίας.
Αυτή αποτελεί ακόμη και τη συγκεκριμένη μορφή της δικτατορίας του
προλεταριάτου, όπως έχει ήδη δείξει η Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση»[12]
Και οφείλουμε να
ξεκαθαρίσουμε ότι από την εποχή της Μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης η ουσία της
δημοκρατίας αναλύεται σε τέσσερεις θεμελιώδεις αρχές:
Πρώτο: Την
ουσιαστική κατοχύρωση και διεύρυνση της λαϊκής κυριαρχίας, που σημαίνει ότι
όλες οι εξουσίες πρέπει να πηγάζουν και να ασκούνται από τον ίδιο τον λαό.
Δεύτερο: Την
εξασφάλιση του ενιαίου και αδιαίρετου της δημοκρατίας, όχι μόνο από εδαφική και
διοικητική άποψη, αλλά πρώτα και κύρια από άποψη πολιτικών και κοινωνικών
δικαιωμάτων.
Τρίτο: Την
κατοχύρωση των ελευθεριών, των ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων του πολίτη
απέναντι στην εξουσία.
Τέταρτο: Την
θεμελίωση της εθνικής κυριαρχίας, του σεβασμού της εθνικής αυτοδιάθεσης και
ανεξαρτησίας.
Γι’ αυτό και πάλη
για τη δημοκρατία δεν σημαίνει απλά πάλη για δικαιώματα. Αντίθετα, θεμελιώδες
ζήτημα της δημοκρατίας είναι το πρόβλημα της κυριαρχίας, δηλαδή από πού
πηγάζει, ποιος την ασκεί και με ποιον τρόπο ασκείται η εξουσία. Όσο η εξουσία
δεν ανήκει, ούτε ασκείται από τον ίδιο τον λαό, με τρόπο που κατοχυρώνει την
κυριαρχία και τα δικαιώματά του, τόσο η δημοκρατία αποτελεί μια φενάκη, μια
ψευδαίσθηση, μια απάτη ολκής για να συγκαλύπτει την αληθινή απολυταρχία της
άρχουσας τάξης και των εξ επαγγέλματος εκπροσώπων της.
Αυτή λοιπόν η
δημοκρατία οφείλει να είναι η πεμπτουσία του προγράμματος της εργατικής τάξης.
Δηλαδή το πώς θα κατακτηθεί – ακόμη και σε καπιταλιστικό έδαφος – η πιο
ανεπτυγμένη και πιο ελεύθερη μορφή της δημοκρατίας, η λαοκρατική δημοκρατία (demokratische
Republik, democratic republic, République démocratique), όπου ο πολίτης είναι
κυρίαρχος κι όχι οι αντιπρόσωποί του. Όχι στα λόγια, αλλά στην καθημερινή πράξη
διοίκησης του κράτους και της κοινωνίας. Κι αυτή ακριβώς οφείλει να είναι το
μέσο και ο σκοπός του προγράμματος της εργατικής τάξης σε κάθε ιστορική
συγκυρία. Όχι ο σοσιαλισμός.
Χωρίς να δοκιμαστεί
άμεσα και πρακτικά η εργατική τάξη και το κόμμα της στον αγώνα για την
κατάκτηση της δημοκρατίας για τις μάζες στην πιο ανεπτυγμένη της μορφή πάνω σε
καπιταλιστικό έδαφος, δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει ούτε η τάξη, ούτε το κόμμα
της την ανάγκη να προχωρήσει παραπέρα. Δεν μπορεί ούτε καν να αντιληφθούν στην
πράξη την έννοια της κοινωνικής απελευθέρωσης.
Επομένως κάθε τι
που αφορά στην ελευθερία, τα δικαιώματα των πολλών, τη βελτίωση της ζωής και
της ευημερίας των εργαζόμενων τάξεων συνιστούν προνομιακό πεδίο για την
εργατική τάξη και το κόμμα της. Ακόμη κι αν δεν την βγάζουν από τα πλαίσια του
καπιταλισμού. Κάθε απαξίωση της πάλης για τα δημοκρατικά δικαιώματα του λαού
δεν είναι παρά συνθηκολόγηση με την κρατούσα τάξη, με την ολιγαρχία.
Κι ο καλύτερος
τρόπος για να συνθηκολογήσει ένα κόμμα που αναφέρεται στην εργατική τάξη και
γενικά στους εργαζόμενους δεν είναι άλλος, παρά να εναποθέσει τη δικαίωση των
σημερινών αιτημάτων στο απώτερο μέλλον ενός ιδεατού σοσιαλισμού. Κι αυτή
ακριβώς τη χρησιμότητα είχε το «μάξιμουμ πρόγραμμα», αλλά και οι προγραμματικές
αναφορές στο σοσιαλισμό, που επινόησε η μαρξιστική σοσιαλδημοκρατία και
στοίχειωσε όσο τίποτε άλλο το πάλαι ποτέ κομμουνιστικό κίνημα.
Η αποθέωση του
κόμματος.
Αυτός ο
προγραμματικός διχασμός επέτρεψε να κυριαρχήσει ήδη από την εποχή της
μαρξιστικής σοσιαλδημοκρατίας και μια συγκεκριμένη άποψη για το κόμμα. Ποιο
κόμμα; Το κόμμα της εργατικής τάξης. Για τον Μαρξ και τον Ένγκελς το κόμμα της
εργατικής τάξης γεννιέται από την ίδια την συγκροτημένη τάξη, όταν η ίδια
αντιλαμβάνεται την ανάγκη του. Γι’ αυτό και δεν ασχολήθηκαν ποτέ τους με
«σχέδια» για την ίδρυση εκ μέρους τους κομμάτων της εργατικής τάξης, ούτε θα
βρει κανείς στα κείμενά τους συγκροτημένη θεωρία για το κόμμα.
Πίστευαν ακράδαντα
στον ιστορικό ρόλο του κόμματος της εργατικής τάξης, το οποίο θα μπορούσε να
πάρει πολλές διαφορετικές μορφές. Θα μπορούσε να διαμορφωθεί όπως οι Χαρτιστές
στη Βρετανία, τους οποίους θαύμαζαν ιδιαίτερα οι Μαρξ-Ένγκελς και από τους
οποίους διδάχθηκαν πολλά. Θα μπορούσε να διαμορφωθεί με τη μορφή της
επαναστατικής δημοκρατίας, όπως στις επαναστάσεις του 1848. Ή με τη μορφή των εθνικών
κομμάτων.
Σε κάθε περίπτωση
οι Μαρξ-Ένγκελς θεωρούσαν κόμματα της εργατικής τάξης εκείνα που εξέφραζαν
κινηματικά την πλειοψηφία της οργανωμένης τάξης συσπειρωμένη γύρω από τα
κορυφαία δημοκρατικά αιτήματα της εποχής, τα οποία επέτρεπαν την ανάδειξη των
κατώτερων τάξεων σε κυρίαρχη κοινωνικοπολιτική δύναμη, ανεξάρτητη από την
χειραγώγηση της κρατούσας τάξης. Χωρίς λοιπόν τουλάχιστον τις μάζες της
εργατικής τάξης, κόμμα της εργατικής τάξης δεν μπορεί να υπάρξει.
Οι κομμουνιστές του
Κομμουνιστικού Μανιφέστου μπορεί να αυτοχαρακτηρίζονταν ως κόμμα, αλλά όχι ξεχωριστό
κόμμα της εργατικής τάξης. Αντίθετα το Μανιφέστο ήταν σαφές: «Οι κομμουνιστές δεν
αποτελούν ένα ξεχωριστό κόμμα, πού αντιτίθεται στ' άλλα εργατικά κόμματα. Δεν
έχουν συμφέροντα πού ξεχωρίζουν από τα συμφέροντα του προλεταριάτου στο σύνολό
του. Δε διακηρύσσουν ξεχωριστές (αιρετικές)1 αρχές,
πού σύμφωνα μ' αυτές θα θέλαν να πλάσουν το εργατικό κίνημα.»[13]
Όταν ο Μαρξ απευθύνθηκε
το 1860 στον Φέρντιναντ Φρέϊλιγκραθ, παλιό σύντροφο από την Ένωση Κομμουνιστών
του Μανιφέστου και επιφανή ποιητή της εποχής, να συμπαρασταθεί στον αγώνα κατά
της συκοφάντησης της Ένωσης, ο δεύτερος του απάντησε: «Ο χαρακτήρας μου κι
αυτός του κάθε ποιητή, χρειάζεται ελευθερία! Το Κόμμα είναι ένα κλουβί, και το
πουλί που κελαηδά, έστω για χάρι του κόμματος, μπορεί να το κάνει καλύτερα έξω
απ’ το κλουβί, παρά μέσα απ’ αυτό.» Ο Μαρξ απάντησε με έντονο τρόπο: «Αν εσείς
είστε ποιητής, εγώ είμαι κριτικός και για μένα οι εμπειρίες της περιόδου
1849-52 ήταν υπεραρκετές. Η ‘Ένωση’, όπως και η société des saisons στο Παρίσι[14] και εκατοντάδες άλλες οργανώσεις, ήταν απλά
ένα επεισόδιο στην ιστορία του κόμματος, το οποίο ξεφυτρώνει παντού με φυσικό
τρόπο πάνω στο έδαφος της σύγχρονης κοινωνίας.»[15] Κι ο Μαρξ έκλεινε το γράμμα του με τον εξής
πολύ χαρακτηριστικό τρόπο: «Με το κόμμα, εννοούσα το κόμμα με την ευρύτερη
ιστορική έννοια.»[16]
Τι σχέση έχουν όλα
αυτά με τη θεοποίηση του κόμματος που ξεκινά με τη μαρξιστική σοσιαλδημοκρατία;
Τι σχέση έχουν όλα αυτά με τις θεωρίες που πρώτος απ’ όλους ανέπτυξε ο Καρλ
Κάουτσκι περί του κόμματος, το οποίο συνιστά την «ανώτερη μορφή οργάνωσης της
εργατικής τάξης», μόνο και μόνο γιατί διακήρυσσε τον μαρξιστικό του χαρακτήρα
και τον σοσιαλισμό ως προγραμματικό του στόχο; Τι σχέση έχουν όλα αυτά με τις
λογικές πειθαναγκασμού της εργατικής τάξης και των συνδικάτων της από το κόμμα;
Η μαρξιστική
σοσιαλδημοκρατία μετέτρεψε την ιστορική έννοια του κόμματος, όπως την εννοούσε
και την υπηρετούσε ο Μαρξ – ως μέσο χειραφέτησης της εργατικής τάξης με τις
δικές της δυνάμεις – σε έννοια ενός ιδιόρρυθμου πολιτικού προτεσταντισμού, όπου
η πίστη στο Κόμμα και η διδασκαλία του δόγματος έπαιζαν κεντρικό ρόλο. Κι η
αποθέωσή του ήταν το γόνιμο πεδίο του εκφυλισμού του.
Μια αποθέωση που η σοσιαλδημοκρατία κληρονόμησε και στο κομμουνιστικό κίνημα, το οποίο εμφανίστηκε ορμητικά στο ιστορικό προσκήνιο με τους ίδιους περίπου όρους που ο πουριτανισμός γεννήθηκε από τον προτεσταντισμό. Τι σχέση έχει με όλα όσα έλεγε κι έπραττε ο Μαρξ το λογύδριο του Τρότσκι στο 13ο Συνέδριο του Κόμματός του το 1924: «Κανείς από εμάς δεν επιθυμεί ή είναι σε θέση να αμφισβητήσει τη βούληση του Κόμματος. Είναι σαφές ότι το Κόμμα έχει πάντα δίκιο... Μπορούμε να είμαστε σωστοί μόνο με το Κόμμα και στο πλευρό του, γιατί η ιστορία δεν έχει δώσει άλλο τρόπο για να είναι κανείς σωστός. Οι Άγγλοι έχουν ένα ρητό "Η χώρα μου, σωστή ή λάθος", είτε είναι σωστή είτε λάθος, είναι η χώρα μου. Έχουμε πολύ καλύτερη ιστορική αιτιολόγηση λέγοντας ότι είναι σωστό ή λάθος σε συγκεκριμένες ιδιαίτερες περιπτώσεις, είναι το κόμμα μου... Και αν το κόμμα εκδώσει μια απόφαση που ο ένας ή ο άλλος από εμάς θεωρεί άδικη, θα πει, δίκαια ή άδικη, είναι το κόμμα μου και θα υποστηρίξω τις συνέπειες της απόφασης έως το τέλος.»[17]
Η ρήση αυτή του Τρότσκι, που παραφράζει τη γνωστή σοβινιστική επιταγή των αγγλοσαξόνων «my country, right or wrong» (η πατρίδα μου, σωστή ή λάθος), κυριαρχούσε στις λογικές όλων των συντρόφων του τότε από κάθε μεριά της εσωκομματικής αντιπαράθεσης. Αποτελούσε την πεμπτουσία ενός μεταφυσικού, ουσιαστικά μυστικιστικού κομματικού πατριωτισμού, πού αντικαθιστούσε την αφοσίωσή στην ίδια την τάξη, στη ζωντανή τάξη – κι όχι σ’ εκείνη του κομματικού εγχειριδίου – και την κοινωνία με την πίστη στο Κόμμα. Με το «κ» πάντα κεφαλαίο, όπως στα θεολογικά κείμενα. Γι’ αυτό και οι διασπάσεις στο κόμμα έπαιρναν πάντα τον μοιραίο χαρακτήρα θρησκευτικών πολέμων ανάμεσα σε αιρέσεις, όπου η κάθε μια διεκδικούσε για τον εαυτό της την πιο απόλυτη «καθαρότητα» της διδασκαλίας και του προγράμματος.
Το αποτέλεσμα; Ο
πιο απόλυτος εκφυλισμός. Η χρεοκοπία της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας στην πρώτη
δεκαετία του 20ου αιώνα, επαναλήφθηκε με τη χρεοκοπία του
κομμουνιστικού κινήματος στα τέλη του ίδιου αιώνα, με όρους ταξικά και πολιτικά
ανάλογους. Και στις δυο περιπτώσεις είχαμε την ίδια πηγή απόλυτου εκφυλισμού,
δηλαδή την αποθέωση του κόμματος. Όχι με την ιστορική έννοια του όρου, αλλά ως «ένα στρώμα κοινοβουλευτικών αντιπροσώπων,
εργατικών γραφειοκρατών και διοικητικών υπαλλήλων, που κάθονταν στις
συνδικαλιστικές οργανώσεις, στα σωματεία και τις γραμματείες του κόμματος, στη
σύνταξη του κομματικού τύπου ή σαν αντιπρόσωποι στη Βουλή, που δεν ζούσαν μόνο για
το κίνημα, αλλά από το κίνημα. Όπως όλοι οι γραφειοκράτες ήταν κι αυτοί
περήφανοι γι’ αυτό που έκαναν, και μάλιστα για κάθε μικροεπιτυχία που είχαν
μέσα στα συνηθισμένα πλαίσια της από καιρό δοκιμασμένης ρουτίνας. Έτσι η
οργάνωση του κινήματος είχε μεταβληθεί γι’ αυτούς, από κίνητρο για δράση, σε
αυτοσκοπό. Ασυναίσθητα είχαν κάνει σύγχυση του σκοπού με τα μέσα. Η κάστα αυτή
εμφανιζόταν κάθε φορά επιφυλακτική για κάθε δραστηριοποίηση των μαζών, που
ξέφευγε από τα «νόμιμα πλαίσια» και έθετε σε κίνδυνο τη νομιμότητα του
κινήματος, ή έστω αμφισβητούσε τη δοκιμασμένη ρουτίνα. Μ’ αυτόν τον τρόπο υποχρεώνονταν
οι γραφειοκράτες να δεχτούν και να ανεχτούν το γεγονός το κόμμα να ελπίζει για
καιρό ακόμα ότι μια μέρα θα νικιόταν ο καπιταλισμός και το εργατικό κίνημα θα
τον διαδεχόταν. Γιατί μια τέτοια ελπίδα ήταν ακόμα ένα σπουδαίο μέσο για τον
προσεταιρισμό νέων στρωμάτων της εργατικής τάξης στο κόμμα και άρα αύξησης του
αριθμού των μελών και των εκλογέων της οργάνωσης».[18]
Η μόνη διαφορά
βρισκόταν στο γεγονός ότι η κομματική γραφειοκρατία της σοσιαλδημοκρατίας
στηριζόταν ευθύς εξαρχής στο αστικό πολιτικό σύστημα, μέσα από τη θεοποίηση της
θεσμικής κοινοβουλευτικής εξάρτησης, ενώ η αντίστοιχη κομματική γραφειοκρατία
των κομμουνιστών αναπαραγόταν ως τέτοια σύμφωνα κατά τα πρότυπα της σοβιετικής
κρατικής και κομματικής γραφειοκρατίας. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός
ότι ακόμη και μετά την κατάρρευση καμιά αίρεση δεν μπόρεσε να αναβιώσει αυτό
που ιστορικά πέθανε. Απολύτως καμιά. Όσο «καθαρή» κι αν εμφανιζόταν με όρους
ιδεολογίας και προγράμματος. Όσο ψηλά κι αν σήκωνε το κόκκινο λάβαρο, το οποίο
όταν δεν λέει τίποτε στις μάζες, ή όταν τους δημιουργεί αποστροφή, τότε
λειτουργεί μόνο ως όπιο για την αποβλάκωση των πιστών.
Κι αυτό συμβαίνει
και θα συμβαίνει εσαεί γιατί όλοι αυτοί οι επίδοξοι επιβήτορες της εργατικής
τάξης – στο όνομα του δικού τους σοσιαλισμού και κομμουνισμού τον οποίο έχουν
αναδείξει ως το απόλυτο μέτρο των πάντων με την ίδια διαστροφή που διακατέχει
την πίστη ενός θρησκόληπτου – αδυνατούν να αντιληφθούν τη θεμελιώδη αρχή: η
τάξη γεννά το κόμμα της, όταν θεωρήσει η ίδια ότι το έχει ανάγκη. Και μάλιστα
με τη μορφή που της είναι πιο οικεία σε κάθε ιστορική περίοδο. Κόμμα της
εργατικής τάξης, χωρίς τις μάζες της τάξης και των υπόλοιπων εργαζόμενων τάξεων
δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο ως σέχτα, μοχλός εκφυλισμού, ήττας και
συνθηκολόγησης. Εκτός κι αν κρατά τα σύμβολα για να υπηρετεί ως κρατικοδίαιτο
μόρφωμα την κρατούσα τάξη. Όπως συμβαίνει σήμερα με όλα τα μορφώματα της κομμουνιστικής
και μη αριστεράς. Μηδενός εξαιρουμένου.
Οι μεγάλοι άνδρες
της ιστορίας.
Ο Νίκος Ζαχαριάδης
και η γενιά του αντιμετώπισε κατά πρόσωπο τα αδιέξοδα που περιγράψαμε. Τόσο στη
θεωρία, όσο και στην πρακτική. Και απέδειξαν στην πράξη ότι ο δρόμος που
υποδεικνύει η κατεστημένη θεωρία και οργάνωση του κομμουνιστικού κινήματος της
εποχής εκείνης, ήταν παντελώς αδιέξοδη, ανίκανη να οδηγήσει τις μάζες των
κατατρεγμένων και του λαού στον τελικό σκοπό. Κι αυτός δεν είναι και δεν ήταν
ποτέ ο σοσιαλισμός, αλλά «ότι η χειραφέτηση των εργατικών τάξεων πρέπει να
κατακτηθεί από τις ίδιες τις εργατικές τάξεις, ότι ο αγώνας για την χειραφέτηση
των εργατικών τάξεων δεν σημαίνει αγώνα για ταξικά προνόμια και μονοπώλια αλλά
για ίσα δικαιώματα και καθήκοντα, όπως και για την κατάργηση κάθε ταξικής
εξουσίας,» όπως τον διατύπωνε ο ίδιος ο Μαρξ στο καταστατικό της Πρώτης
Εργατικής Διεθνούς το 1867.[19]
Οι τραγικοί ήρωες
δεν προσφέρουν στην ιστορία μόνο ή κυρίως με τις επιτυχίες και τις νίκες τους,
αλλά και με τις ήττες τους, με το να δείχνουν ποιος δρόμος συλλογικής δράσης
δεν θα έπρεπε ποτέ να ακολουθηθεί. Αρκεί οι επόμενες γενιές να ξέρουν να διδαχτούν
από αυτούς. Να έχουν το θάρρος και την παρρησία να αναμορφώνουν εκ βάθρων τα
μέσα και τους όρους της συλλογικής δράσης, ώστε να μην επαναληφθούν τα ίδια
αδιέξοδα και οι ίδιες ήττες.
Αυτό δεν συνέβη
ποτέ με τον Ζαχαριάδη. Προκειμένου να διασωθεί το δόγμα και παραγόμενα απ’ αυτό
αδιέξοδα για την δράση των μαζών, έπρεπε απλούστατα να βρεθεί ο εξιλαστήριος
τράγος. Κι αυτός δεν ήταν άλλος από τον Νίκο Ζαχαριάδη. Για όλα έφταιγε αυτός
και μόνο αυτός.
Δυστυχώς, αυτή
είναι και η ιστορική οπτική του έργου. Εγκλωβισμένη με μια κλασικιστική εκδοχή
της τραγωδίας, που πρώτοι εισήγαγαν οι Γάλλοι διανοητές του 18ου
αιώνα, επικεντρώνεται στο να παρουσιάσει τον Νίκο Ζαχαριάδη σαν έναν απλό
άνθρωπο, σαν έναν έντιμο και ειλικρινή ιδεολόγο με όλα τα καλά και τα στραβά
του, με όλα τα σωστά και τα λάθη του. Έτσι φαντάστηκαν οι δημιουργοί της
παράστασης ότι μπορούν να αντιμετωπίσουν, αφενός, την τερατολογία γύρω από το
όνομα και την δράση του Νίκου Ζαχαριάδη, αλλά και, αφετέρου, τη θεοποίηση του
μεγάλου αρχηγού.
Κι έτσι οι δημιουργοί
της παράστασης – παρά τις προθέσεις τους – κατόρθωσαν να τον υποβαθμίσουν σαν
προσωπικότητα, να τον μειώσουν. Να τον αντιμετωπίσουν «όπως ο μικροαστός
αντικρύζει τους μεγάλους άνδρες της ιστορίας: Ο Ναπολέων είναι μεγάλος άνδρας.
Έκαμε πολλά καλά, έκαμε το ίδιο και πολλά κακά.»[20]
Η καλή και η κακή
πλευρά. Το σωστό και το λάθος. Τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα παρμένα
μαζί συνθέτουν την προσωπικότητα του Νίκου Ζαχαριάδη, σύμφωνα με τους
δημιουργούς του έργου. Κι επομένως η προσωπική του τραγωδία δεν αντιμετωπίζεται
ως κορύφωση της ιστορικής δράσης, όπως αντιλαμβάνονταν την τραγωδία οι
καλύτεροι των αρχαίων τραγωδών, ούτε ως «μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας»,
όπως την όριζε ο Αριστοτέλης, αλλά ως αποτέλεσμα προσωπικών επιλογών. Έστω κι
αν αυτές επιβλήθηκαν εν πολλοίς από τις εξωτερικές συνθήκες.
Ο Νίκος Ζαχαριάδης
της παράστασης μοιάζει σε πολλά με τον ήρωα της τραγωδίας του Γκέοργκ Μπύχνερ με
τίτλο «Ο θάνατος του Δαντών», η οποία εκδόθηκε το 1835. Λίγο πριν τον θάνατό
του ο Δαντών δεν ήταν πια ο εκείνος που με τις ομιλίες του ξεσήκωνε τα πλήθη για
επανάσταση. Δεν μπορείς πια να αναγνωρίσεις στο πρόσωπό του τον χθεσινό λαϊκό
ηγέτη. Δεν είναι παρά ένα «ζωντανό πτώμα», που λέει για τον εαυτό του: «Δεν
είμαι παρά ένα λείψανο και τα λείψανα πετιούνται έξω στο δρόμο.»[21]
Με ανάλογο τρόπο
αντιμετωπίζεται και ο Ζαχαριάδης. Ένα «ζωντανό πτώμα» σε απομόνωση στο
Σουργκούτ της Σιβηρίας. Γιατί όμως; Τι τον έφερε σε μια τέτοια κατάσταση; Η
παράσταση δεν προσφέρεται για τέτοιου είδους ερωτήματα και κυρίως για
απαντήσεις. Μάλλον είναι συνειδητή επιλογή, για να φανεί πόσο υποταγμένος ήταν
ο ίδιος ο Ζαχαριάδης στους δαίμονές του, σ’ εκείνες τις δαιμονικές δυνάμεις που
τον κατέτρεχαν και τελικά τον οδήγησαν στην αυτοκτονία.
Ο Ζαχαριάδης, όπως
κι ο Δαντών, έπεσε θύμα των ιδεών του, του «αγνού, πανανθρώπινου σκοπού», που
αδυνατούσε να δει με ποιόν τρόπο μπορεί να μετατραπεί σε ανυπέρβλητη υλική
δύναμη για την πρόοδο. Κι έτσι, όπως ακριβώς και οι επαναστάτες του
παρελθόντος, όπως οι Δαντών και Ροβεσπιέρος, κατέφυγε σε υποκατάστατα της
επαναστατικής κίνησης των ίδιων των μαζών.
Ο Δαντών, όπως κι ο Ροβεσπιέρος, είχαν νεκραναστήσει τον πολίτη της αρχαίας εξιδανικευμένης δημοκρατίας, για να πολεμήσει εναντίον των αφόρητων προνομίων της αριστοκρατίας και της μοναρχίας. Δεν ήξεραν πώς να δώσουν τη μάχη κινητοποιώντας τις ζωντανές επαναστατικές δυνάμεις της εποχής τους. Κι έτσι επινόησαν τον φανταστικό πολίτη της δικής τους εξιδανικευμένης ιδέας. Κι όπως ήταν φυσικό ηττήθηκαν.
Το ίδιο και ο
Ζαχαριάδης. Νόμιζε ότι αυτό που χρειαζόταν για τη νίκη ήταν ένας κομμουνιστής,
έτοιμος ακόμη και για την υπέρτατη θυσία. Νόμιζε ότι αρκούσε αυτός ο κομμουνιστής
να είναι πιστός στο κόμμα για να κερδίσει. Το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο
αναπόφευκτο. Ηττήθηκε, όπως και ο ιδεατός πολίτης της αρχαίας δημοκρατίας.
Σ’ αυτό ακριβώς
έγκειται το δράμα του Ν. Ζαχαριάδη. Αυτό ακριβώς τον κάνει τραγικό ήρωα.
Τραγικό όχι γι’ αυτά που έπαθε, ούτε για την ήττα που υπέστη το κίνημα υπό την
ηγεσία του, αλλά για το ρόλο που κλήθηκε να παίξει στην ιστορία ενός ολόκληρου
λαού και τελικά δεν μπόρεσε να τον παίξει. Και το χειρότερο απ’ όλα, μέχρι το
άδοξο τέλος του, δεν μπόρεσε να καταλάβει τι ήταν εκείνο που η ιστορία τον
καλούσε να είχε κάνει προκειμένου να ανταποκριθεί στις προσδοκίες για την
λύτρωση ενός ολόκληρου έθνους. Αυτοκτόνησε γιατί «οι ιδέες που έχουν κατακτήσει
τη νοημοσύνη μας και έχουν κατακλύσει το νου μας, οι ιδέες με τις οποίες η
λογική έχει αλυσοδέσει τη συνείδηση μας, είναι δεσμά από τα οποία δεν μπορεί
κανείς να απελευθερωθεί δίχως να ραγίσει την καρδιά του, είναι δαίμονες που οι
ανθρώπινες υπάρξεις μπορούν να εξευμενίσουν μόνο με το να υποκύψουν σ’ αυτές.»[22]
Η κομματική
ιστορία ως απολογητική.
Δυστυχώς η
παράσταση είναι φτιαγμένη υπό το στενό πρίσμα της στενής κομματικής ιστορίας, η
οποία καταντά μια απλοϊκή ιστορία ηθών μιας κλειστής ομάδας και των
προβληματικών της σχέσεων. Κομματικής όχι με την έννοια που της έδιναν οι
ιδρυτές του επιστημονικού σοσιαλισμού, δηλαδή της συνειδητής αναμέτρησης τάξεων
σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, αλλά με την απλοϊκή και στενή έννοιά της,
ως ιστορία της εκάστοτε «γραμμής» και της ηγεσίας του κόμματος. Δηλαδή των
ολομελειών του και των συμβάντων στο εσωτερικό του. Κυρίως στις κορυφές του.
Όλα αυτά βέβαια δεν συνιστούν κανενός είδους μομφή για την παράσταση. Φοβάμαι ότι δεν θα μπορούσε να ήταν αλλιώς. Ο Νίκος Ζαχαριάδης ήταν ιστορικά ο μόνος που θα μπορούσε να μετατραπεί από ηγέτης του ΚΚΕ σε ηγέτη ολόκληρου του λαού, ολόκληρου του έθνους μετά την απελευθέρωση. Να αναδειχθεί σε ηγέτη μιας νέας αναγεννημένης Ελλάδας κυριολεκτικά μέσα από τα κόκκαλα των Ελλήνων τα ιερά, όπως λέει κι ο εθνικός ποιητής. Αλλά δυστυχώς με πολιτική ευθύνη δική του, αλλά και συνολικά του κόμματος, ο Νίκος Ζαχαριάδης δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τα κομματικά δεσμά κι έτσι καταδικάστηκε να είναι απλά ένα κεφάλαιο – ίσως το πιο σπουδαίο – της κομματικής ιστορίας του ΚΚΕ.
Κανείς άλλος
σύγχρονός του, ή μετά απ’ αυτόν, δεν είχε τα προσόντα να παίξει έναν τέτοιο
ηγετικό ρόλο, όπως θα τον ήθελε ο λαός μας. Και οφείλουμε να πούμε ότι δόθηκαν
τέτοιες ιστορικές ευκαιρίες και μετά τον εμφύλιο. Η τραγωδία ήταν ότι οι
εκάστοτε κομματικές ηγεσίες ούτε που τις αντιλήφθηκαν ως δικές τους ιστορικές
ευκαιρίες. Έμειναν να αναλώνουν την μετριότητά τους, ή την ανυπαρξία τους μέσα από
εσωκομματικές αντιθέσεις ενός κινήματος καταδικασμένου να φθίνει ταξικά και
πολιτικά. Όλο και πιο πολύ στο περιθώριο των εκάστοτε ιστορικών αναμετρήσεων
και των απαιτήσεων ενός ολόκληρου λαού.
Κι επομένως, όπως
ήταν φυσικό, έμειναν να ευλογούν, ή να καταριόνται τον μόνο που είχε τα
προσόντα να αναδειχθεί σε κάτι πολύ περισσότερο από αρχηγός του ΚΚΕ. Για τον
Νίκο Ζαχαριάδη ισχύει – φυσικά σε πολύ μικρότερη ιστορική κλίμακα – αυτό που
λένε ορισμένοι μελετητές του Αλεξάνδρου για την αποτυχία του μεγάλου στρατηλάτη:
Ο Αλέξανδρος απέτυχε να πραγματοποιήσει το όραμά του. Αυτό είναι αλήθεια. Αλλά
τι αποτυχία! Μια αποτυχία που υπερτερεί από άποψης μεγαλείου ακόμη και της πιο
εντυπωσιακής επιτυχίας των περισσότερων από τους κατοπινούς του![23]
Το ίδιο ισχύει για
το Νίκο Ζαχαριάδη. Η μόνη διαφορά βρίσκεται στο γεγονός ότι ο Αλέξανδρος πέθανε
νωρίς, τυλιγμένος στις δάφνες του, ενώ ο Ζαχαριάδης έζησε για να δει να τον
ταπεινώνουν με το χειρότερο δυνατό τρόπο και να το οδηγούν στην αυτοκτονία, όχι
οι εχθροί του, αλλά οι ίδιοι οι σύντροφοί του. Έζησε για να δει πώς
καταβροχθίζει τα παιδιά του ο θεός Κρόνος, δηλαδή το Κόμμα.
Καμιά κομματική
ηγεσία δεν κατέκτησε ποτέ το ηθικό, πολιτικό και ιστορικό ανάστημα για να
κρίνει τον πάλαι ποτέ αρχηγό του ΚΚΕ. Και γι’ αυτό τον άφησε να αυτοκτονήσει.
Κι αφού αυτοκτόνησε, έκρυψε την τραγωδία για σχεδόν 2 δεκαετίες. Τόσο πολύ
έτρεμε τον Ζαχαριάδη. Όχι αυτόν τον ίδιο, αλλά αυτό πού αντιπροσώπευε. Ένα ΚΚΕ
κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του ελληνικού λαού. Ένα νικηφόρο ΚΚΕ. Ένα ΚΚΕ
ηγέτη ενός λεύτερου και αδάμαστου λαού.
Μόνο ένα κόμμα
ανάλογο μ’ αυτό που ηγήθηκε ο ίδιος ο Ζαχαριάδης, θα ήταν σε θέση να κρίνει, να
επικρίνει και να απορρίψει, ή να αποκαταστήσει μια τέτοια ηγετική προσωπικότητα
της ιστορίας του. Και τέτοιο ΚΚΕ μετά τον εμφύλιο δεν υπήρξε ποτέ ξανά. Ούτε
ηγέτες υπήρξαν που να πλησιάζουν έστω κι ελάχιστα τα προσόντα του Νίκου
Ζαχαριάδη. Κι αυτό είναι αδιαμφισβήτητο ιστορικό γεγονός.
Ο Μπρεχτ έγραφε:
Ξέφυγα από τους καρχαρίες. Νίκησα τους τίγρεις. Μ’ έφαγαν όμως οι κοριοί. Έτσι
ήταν κι ο Ζαχαριάδης. Ξέφυγε από τους καρχαρίες. Νίκησε τους τίγρεις της ζωής
του, αλλά έπεσε θύμα των κοριών. Η προσωπική τραγωδία του Νίκου Ζαχαριάδη ήταν
το γεγονός ότι είχε μόνο πιστούς οπαδούς ανίκανους να αναγεννήσουν τη δύναμη
και το λαοπρόβλητο του κόμματος που αποτέλεσε το νόημα της ύπαρξής του. Και φυσικά
ορκισμένους εχθρούς μέσα στο ίδιο το κίνημα και το κόμμα στο οποίο αφιέρωσε
ολόκληρη τη ζωή του. Κι έτσι οι κοριοί νίκησαν. Τον οδήγησαν στην αυτοκτονία.
Αφού πρώτα τον
κατασπάραξαν ψυχή τε και σώματι. Κατόπιν, συνέχισαν να κατασπαράσσουν την υστεροφημία
του, μόνο και μόνο για να αναδειχθεί η αναξιότητά τους σε τιμητή του μεγάλου
αρχηγού. Μόνο και μόνο γιατί δήλωναν και δηλώνουν πιστοί οπαδοί ενός δικού τους
επινοημένου και βολικού αλάθητου, ή εμφανιζόμενοι ως σοβαρή ηγεσία ενός
κόμματος, το οποίο είχε πάψει προ πολλού να αποτελεί το κόμμα που υπηρέτησε και
εξέφρασε ο Ν. Ζαχαριάδης. Και είχε πάψει να είναι τέτοιο πολύ πριν την περίφημη
6η ολομέλεια του 1956, όπου με επέμβαση έξη «αδελφών κομμάτων» (ΚΚΣΕ,
Εργατικό Κόμμα Ρουμανίας, ΚΚ Βουλγαρίας, Κόμμα Ούγγρων Εργαζομένων, Ενοποιημένο
Εργατικό Κόμμα Πολωνίας και ΚΚ Τσεχοσλοβακίας) καθαιρέθηκε ο Νίκος Ζαχαριάδης
από τη θέση του Γενικού Γραμματέα και του φορτώθηκαν τα πάντα.
Αλήθεια, τι ντροπή!
Όσοι θέλησαν να δικαιολογήσουν τη δική τους παραίτηση και ανικανότητα, τη δική
τους συνθηκολόγηση και ήττα, όπως και την απόλυτη μιζέρια που διακρίνει την
πράξη και τη θεωρία τους, βρήκαν καταφύγιο στο πρόσωπο του Νίκου Ζαχαριάδη. Άλλοι
για να τον εξυψώσουν στα ουράνια ως τη μόνη και απόλυτη αλήθεια, το μόνο
φωτεινό μονοπάτι μέσα στη χαμένη τους ζωή και άλλοι για να τον μισήσουν
θανάσιμα. Να τον μισήσουν για όλα όσα οι ίδιοι δεν ήταν, για όσα οι ίδιοι δεν
υπήρξαν ποτέ, για όλα όσα δεν τόλμησαν να κάνουν, για όλες τις ήττες που έχουν εγγραφεί ανεξίτηλα στην ιδεολογία και την
πολιτική τους πράξη μέχρι σήμερα.
Δεν υπάρχει τίποτε
πιο ατιμωτικό για τις μεγάλες προσωπικότητες που ανέδειξαν στην κορύφωσή τους
οι αγώνες του λαού, όπως π.χ. ήταν ο Νίκος Ζαχαριάδης, ο Άρης Βελουχιώτης, ο
Νίκος Μπελογιάννης και οι υπόλοιποι της γενιάς τους, από την επιχείρηση
αποκατάστασής τους με όρους κομματικής ιδιοκτησίας. Οι προσωπικότητες αυτές δεν
είναι περιουσιακό στοιχείο του ΚΚΕ, ώστε η εκάστοτε ηγεσία να διεκδικεί τίτλους
ιδιοκτησίας πάνω τους για να τους μεταχειριστεί κατά το δοκούν. Και κυρίως για να
καπηλευτεί αγώνες που ποτέ της όχι μόνο δεν τίμησε στην πράξη, αλλά ούτε καν
υπερασπίστηκε ως προς την ουσία και τα ανεκπλήρωτα αιτήματά τους.
Δεν ανήκαν και δεν
ανήκουν στο ΚΚΕ, όπως ο Χριστός και οι πιο άδολοι μάρτυρές του δεν ανήκαν ποτέ και
δεν ανήκουν σήμερα στην επίσημη εκκλησία. Ανήκουν μόνο στο Χριστεπώνυμο Πλήρωμα.
Έστω κι αν ενίοτε δεν έχει τη δύναμη να εμπνευστεί από το λόγο και τα έργα
τους, ώστε να τους διεκδικήσει, επιτρέποντας έτσι στο καθεστώς της
δεσποτοκρατίας να τους μεταχειρίζεται ως άλλοθι, ή καταφύγιο κάθε είδους θρησκοληψίας,
δεισιδαιμονίας, παλιανθρωπιάς και αγυρτείας. Όπως άλλωστε συμβαίνει σήμερα και
στην επίσημα αυτοκαλούμενη κομμουνιστική αριστερά, όλων των τάσεων και
αποχρώσεων.
Ούτε οι ήρωες
αυτοί, μιας άλλης εποχής, αποτελούν ιδιοκτησία των κομμουνιστών γενικά, ή όσων αυτοπροσδιορίζονται
ως Μαρξιστές-Λενινιστές κάθε λογής, είδους, ομοταξίας και συνομοταξίας. Έστω κι
αν οι παλιοί σύντροφοι έφεραν περήφανα τους ίδιους τίτλους. Αν ο Λένιν είχε
δίκιο – και είχε δίκιο - πώς η θεωρία δεν είναι δόγμα, αλλά καθοδήγηση για
δράση,[24] τότε οφείλει οποιοσδήποτε ξεκινά από αυτή
την αρχή να ξεκαθαρίζει ότι αυτό που οφείλει να τον διακρίνει δεν είναι αυτό
που δηλώνει ότι είναι, ούτε τόσο η καθαρή θεωρία που επικαλείται, όσο η δράση του
μέσα στις μάζες, η δράση του ως μοχλός ή καταλύτης για την κίνηση των μαζών και
την ανάδειξη τους σε συγκροτημένη και ανεξάρτητη δύναμη κοινωνικής και
πολιτικής ανατροπής.
Και το μεγαλείο του
Νίκου Ζαχαριάδη, όπως και του Άρη Βελουχιώτη, του Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων
τους, δεν ήταν το γεγονός ότι ήταν κομμουνιστές, Μαρξιστές-Λενινιστές και
πιστοί στο ΚΚΕ. Αυτό ήταν το επιφαινόμενο. Αυτό που τους ξεχωρίζει είναι το
γεγονός ότι ήταν κομμουνιστές γιατί δεν ξεχώριζαν από το λαό μας, γιατί ήταν
γέννημα-θρέμμα του, μιλούσαν τη γλώσσα του, σέβονταν τις επιθυμίες του, ζούσαν
όπως κι αυτός, συμμερίζονταν τους πόθους του και πονούσαν όσο κανένας άλλος με
τα πάθη του. Αποτέλεσαν στην πράξη κι όχι στα λόγια σύμβολα της δύναμης και του
μεγαλείου του. Με όλα τα αδιέξοδά τους, που οδήγησαν τελικά στην ήττα ένα από
τα πιο ισχυρά παλλαϊκά κινήματα εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης στην
Ευρώπη στα τέλη και αμέσως μετά τη λήξη του παγκόσμιου πολέμου.
Ανήκουν σ’ ένα άλλο
είδος κομμουνιστών. Μιας διαφορετικής ράτσας απ’ όσες πέρασαν από τον δύσμοιρο τούτο
τόπο κυρίως μεταπολιτευτικά. Ο Ζαχαριάδης και οι σύντροφοί του, όσο αυστηρά κι
αν τους κρίνει κανείς, ήταν κομμουνιστές διαφορετικής κοπής. Όχι σαν εκείνους
που αναλίσκονται στις στείρες ερμηνείες των γραφών του κόμματος, ή της θεωρίας
των μεγάλων δασκάλων ή προφητών - κατά το συνήθειο των θεολόγων του μεσαίωνα – αλλά
εκείνων που πάσχιζαν να μετατρέψουν τη θεωρία τους σε καθοδήγηση για δράση μέσα
στις μάζες, μέσα στον ίδιο τον λαό, έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στο ταξικό του
αισθητήριο.
Γι’ αυτό οι
επιτυχίες τους, αλλά και οι ήττες, οι αποτυχίες, οι διαψεύσεις και οι θυσίες τους
δεν μπορούν να συγκριθούν με την ευτελή θεωρία και πράξη των κομμουνιστών της
κομματικής καθαρότητας, της περιχαράκωσης και του περιθωρίου. Στέκουν απείρως
ψηλότερα, κτήμα όχι ενός ξεπεσμένου στη θεωρία και την πράξη κόμματος, ή ενός
δήθεν κινήματος που φυτοζωεί στο περιθώριο μακριά από τις μάζες και τα κορυφαία
μέτωπα αναμέτρησης της εποχής μας. Μίζερο αντικείμενο διαπληκτισμών ανάμεσα σε
καλαμαράδες της κακιάς συμφοράς, σε προφέσορες του εγχειριδίου και της διδασκαλίας
του δόγματος, αλλά και σε αφιονισμένους οπαδούς της ορθής πίστης.
Δεν υπάρχει πιο
ταπεινωτική κατάληξη για ένα κίνημα, για ένα κόμμα σαν το ΚΚΕ του Ζαχαριάδη,
του Βελουχιώτη, του Μπελογιάννη και των συντρόφων τους, από το να τους θεωρούν
«δικούς τους», να τους ονομάζουν «συντρόφους» και να τους ευλογούν σε τελετές
ιλουστρασιόν και θρησκευτικής ανίας όσοι δεν έχουν να επιδείξουν τίποτε άλλο
εκτός από την παταγώδη ανικανότητά τους να λειτουργήσουν ως καταλύτες στην
εποχή μας, ως πρωτεργάτες του σημερινού εθνικού και κοινωνικού απελευθερωτικού
αγώνα. Και προκειμένου να κρύψουν την απόλυτη ανυπαρξία τους, την τρομερή
ανημπόρια τους να αντιληφθούν ακόμη και την άλφα-βήτα, αγωνίζονται να
αφαιρέσουν το δικαίωμα να είναι τόσο οι μεγάλες αυτές προσωπικότητες, όσο και
το κίνημα στο οποίο ηγήθηκαν, κτήμα πρώτα και κύρια των πιο εμπνευσμένων
εθνικών και κοινωνικών αγώνων της Ελλάδας.
Αγωνίζονται δηλαδή να καταφέρουν ότι δεν κατόρθωσαν εκατοντάδες στρατοδικεία και εκτελεστικά αποσπάσματα, δεκαετίες εξορίας και βασανισμού. Αντί να αποτελέσουν κτήμα πρώτα και κύρια του ίδιου του λαού μας, γιατί από το σπλάχνα του βγήκαν κι όχι από κάποιον κομματικό σωλήνα, επιχειρούν να περάσουν στη λήθη της ιστορίας, να μετατραπούν σε νεκρά σύμβολα του περιθωρίου και έρμαια των παθών του. Τέτοια ταπείνωση είναι σίγουρο ότι δεν θα την ευχόταν κανείς έντιμος άνθρωπος ακόμη και στον μεγαλύτερο εχθρό του.
Το κόμμα τους,
δηλαδή το ΚΚΕ εκείνης της εποχής, δεν είχε καμιά σχέση με αυτό που γνωρίσαμε
μεταπολιτευτικά. Και πολύ περισσότερο δεν έχει καμιά σχέση με αυτό το εξάμβλωμα
που σήμερα υφίσταται με έδρα τον Περισσό και με αποστολή – κρατικά
επιδοτούμενη, παρακαλώ! - να ξευτελίσει και να ταπεινώσει τα σύμβολα και την
πορεία του ιστορικού ΚΚΕ, σε τέτοιο βαθμό ώστε να δημιουργούν μια άνευ
προηγουμένου δυσανεξία σ’ ότι ζωντανό και σκεπτόμενο έχει απομείνει στην
ελληνική κοινωνία.
Πού έγκειται η
ιστορική ήττα;
Ποια ήταν η μεγάλη
ήττα του Νίκου Ζαχαριάδη; Το γεγονός ότι δεν μπόρεσε να αποτελέσει στην πράξη
αυτό που αποζητούσε όχι μόνο το κόμμα, αλλά κι ο λαός μετά τη λήξη του πολέμου.
Δεν μπόρεσε να αναδειχθεί σε εθνικό και λαϊκό ηγέτη. Έμεινε προσκολλημένος στα
ήθη ενός κόμματος, που είχε ήδη υπερβεί τον εαυτό του και εναγωνίως αναζητούσε
την ηγεσία που χρειαζόταν για να οδηγήσει το λαό στην Ελλάδα της απελευθέρωσης
και της λαοκρατίας.
Είχε τα προσόντα
για να παίξει έναν τέτοιο ρόλο ο Ζαχαριάδης; Νομίζω ναι. Ήταν επίσης προσόν το
γεγονός ότι ερχόταν άφθαρτος από το Νταχάου μετά την τραγωδία των Δεκεμβριανών
(1944) και την συμφωνία της Βάρκιζας (12 Φεβρουαρίου 1945). Ερχόταν ακριβώς σε
μια στιγμή που εναγωνίως τόσο το κόμμα, όσο και το κίνημα χρειαζόταν ηγέτη,
αρχηγό. Χρειαζόταν ένα νέο Λένιν που θα αναλάβει την πρωτοβουλία αναδημιουργίας
εκ βάθρων του κόμματος ως ραχοκοκαλιά του ΕΑΜ.
Χρειαζόταν έναν αληθινό αρχηγό κι όχι κομματικούς ινστρούχτορες, όπως ήταν η ομάδα Σιάντου, που εξαρτούσαν το κύρος τους από τη θεοσέβεια προς το κόμμα και τα καθοδηγητικά του όργανα.
Χρειαζόταν έναν αληθινό αρχηγό κι όχι κομματικούς ινστρούχτορες, όπως ήταν η ομάδα Σιάντου, που εξαρτούσαν το κύρος τους από τη θεοσέβεια προς το κόμμα και τα καθοδηγητικά του όργανα.
Χρειαζόταν λοιπόν αληθινό στρατηγό, στρατηλάτη με όρους ενός κινήματος που αριθμούσε πλέον εκατομμύρια. Κι ο Ζαχαριάδης ενώ λάτρευε τον Λένιν, ήξερε απ’ έξω όλες τις βασικές του θέσεις, δεν είχε ωστόσο τη δύναμη να έρθει σε κόντρα με το ίδιο του το κόμμα. Ούτε διέθετε τα απαραίτητα θεωρητικά εργαλεία. Όχι γενικά και αφηρημένα σε επίπεδο εγχειριδίου, αλλά με βάση τις πιο ζωτικές απαιτήσεις της στιγμής.
Δυστυχώς ο Νίκος
Ζαχαριάδης δεν είχε τη στόφα ενός Λένιν, ούτε την ανεξαρτησία της σκέψης, που
δίνει σ’ έναν επαναστάτη η ορθή κατανόηση της συγκυρίας. Παρά το γεγονός ότι
διέθετε την απαραίτητη αποφασιστικότητα και το θάρρος της γνώμης του. Στοιχεία
απολύτως απαραίτητα για έναν λαϊκό ηγέτη.
Στις 30 Μαΐου 1945 ο
Ριζοσπάστης με έκτακτη έκδοση ανακοινώνει ότι «ο ήρωας αρχηγός του ΚΚΕ
βρίσκεται από σήμερα το πρωί στην Αθήνα.» Την αμέσως επόμενη ημέρα ο
Ριζοσπάστης φιλοξενεί τις απόψεις του Νίκου Ζαχαριάδη για την κατάσταση. Σ’
αυτές ξεχωρίζει ο τρόπος που θέτει το κυρίαρχο δίλημμα μπροστά στο κίνημα:
«Η μόνη λύση. Και
εδώ τα πράγματα είναι πεντακάθαρα: Κανένας και ο πιο έξυπνος πολιτικός, είτε ο
πιο καπάτσος αλχημιστής, δεν μπορεί να φανταστεί ή να σκαρώσει ή να εφεύρει
καμιά άλλη λύση, γιατί απλούστατα ΑΛΛΗ ΛΥΣΗ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ: Είτε θα ξαναγυρίσουμε,
έτσι ή αλλιώς, στο καθεστώς της μοναρχοφασιστικής δικτατορίας της 4ης
Αυγούστου, αυξημένης στον κύβο. Είτε ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας του ΕΑΜ θα
βρει την ολοκλήρωσή του στην πραγματοποίηση μιας Λαϊκής Δημοκρατίας στην Ελλάδα,
που αυτή μόνη μπορεί, με την υποστήριξη απ’ όλο τον λαό, να λύσει τα κοινωνικά,
οικονομικά και εθνικά μας προβλήματα. Είτε η Ελλάδα θα μείνει η παλιά, και αυτό
δεν το θέλει ο λαός. Είτε θα γίνει καινούργια κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά,
εθνικά. Και αυτό μπορεί να το πραγματοποιήσει μονάχα ο συνασπισμένος
δημοκρατικός κόσμος στη χώρα μας, ο μόνος που αντιπροσωπεύει αυτό που η Ελλάδα
έχει τίμιο, προοδευτικό, λαϊκό, ΕΘΝΙΚΟ. Αυτό το τελευταίο να υπογραμμιστεί
ξεχωριστά. Γιατί στην αντίδραση αρνιόμαστε το δικαίωμα να μιλά και να
ισχυρίζεται ότι κρύβει μέσα της κάτι το ελληνικά εθνικό. Και αυτό είναι απλό:
Όποιος είχε εθνικό παλμό πολέμησε το χιτλερικό κατακτητή και τους συμμάχους
του. Αυτή, η αντίδραση, συνεργάστηκε μαζύ του και σήμερα δολοφονεί τους αγωνιστές
του λαού με τα ίδια όργανα που τους δολοφονούσαν οι χιτλερικοί κατακτητές. Η
πατριδοκαπηλεία έχει ανοίξει στην ψωροκώσταινα της φαυλοκρατίας αγιάτρευτες
εθνικές πληγές και καταστροφές, ώστε να μην μπορεί να την ανεχθεί η Ελληνική
Λαϊκή Δημοκρατία. Μονάχα αυτή η απάντηση μπορεί να δοθεί σ’ όλους τους
μαυραγορίτες και τους λαθρέμπορους της Νεοελληνικής Εθνικής Ιδέας, που
οργιάζουν τις τελευταίες βδομάδες και μέρες.»[25]
Είχε απόλυτα δίκιο.
Ακριβώς αυτό ήταν το κυρίαρχο δίλημμα. Είτε δημοκρατία για τον λαό με όρους
ΕΑΜ, είτε πισωγύρισμα στον μοναρχοφασισμό με όρους πρωτοφανούς αιματηρής
καταστολής.
Πώς όμως μπορούσε
να επικρατήσει η «μόνη λύση» υπέρ του λαού και του έθνους; Πώς θα μπορούσε να
αποτραπεί ο εμφύλιος σπαραγμός και το πισωγύρισμα; Εκλιπαρώντας την μαύρη
αντίδραση και τον δοσιλογισμό για πολιτική συμφιλίωση; Διεκδικώντας τη
νομιμότητα και τη δημοκρατική ομαλότητα από εκείνους, που ήξεραν μόνο να
υπηρετούν ξένα αφεντικά – πριν τον πόλεμο τους Βρετανούς, μετά τους χιτλερικούς
και ύστερα πάλι τους βρετανούς – και γνώριζαν επίσης πολύ καλά ότι χωρίς να
αιματοκυλίσουν τον τόπο ήταν αδύνατο να κρατηθούν την εξουσία;
Πώς είναι δυνατό με την μετριοπάθεια, τα παρακάλια και τον συμβιβασμό να αποτρέψεις την προαποφασισμένη δολοφονία του λαού και της πατρίδας; Μαζί και των συντρόφων σου;
Πώς είναι δυνατό με την μετριοπάθεια, τα παρακάλια και τον συμβιβασμό να αποτρέψεις την προαποφασισμένη δολοφονία του λαού και της πατρίδας; Μαζί και των συντρόφων σου;
Ο Νίκος Ζαχαριάδης
υιοθέτησε την πολιτική των προκατόχων του, δηλαδή της ηγετικής ομάδας Σιάντου.
Προτίμησε να ακολουθήσει την πολιτική κατευνασμού, διεκδικώντας απλά τη νόμιμη
παρουσία του ΚΚΕ στα πολιτικά πράγματα της μεταπολεμικής Ελλάδας. Και ήταν αυτή
η πολιτική κατευνασμού που οδήγησε τελικά στον εμφύλιο σπαραγμό του 1947-49.
Ο Νίκος Ζαχαριάδης
δεν έζησε την κοσμογονία της εθνικής αντίστασης και του εθνικοαπελευθερωτικού
αγώνα κατά τη διάρκεια της κατοχής. Αν την βίωνε ο ίδιος, ίσως – λέμε ίσως,
γιατί ποτέ δεν ξέρεις – να ήταν διαφορετικά. Πάντως, ένα είναι σίγουρο: δεν
είχε πάρει ούτε καν μυρουδιά από την εποποιία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και τις
παρακαταθήκες που είχε δημιουργήσει για μια ελεύθερη, δημοκρατική και
ανεξάρτητη Ελλάδα.
Το γεγονός αυτό
φάνηκε περίτρανα όταν στις 12 Ιουνίου του 1945, ο Ριζοσπάστης δημοσιεύει στη 2η
σελίδα του ένα μικρό μονόστηλο με τίτλο, «Το ΚΚΕ καταγγέλλει ανοιχτά τον Άρη
Βελουχιώτη.» Στο κείμενο έγραφε τα εξής:
«Ο σ. Ζαχαριάδης μας ανακοίνωσε
ότι η Κ.Ε. του ΚΚΕ αφού συζήτησε πάνω σε εκθέσεις που ήλθαν από διάφορες
κομματικές οργανώσεις, αποφάσισε να καταγγείλει ανοιχτά την ύποπτη και
τυχοδιωκτική δράση του Άρη Βελουχιώτη, (Θανάση Κλάρα, ή Μιζέρια). Ο Βελουχιώτης
και ύστερα από τη σύναψη της συμφωνίας της Βάρκιζας συνέχισε τη δράση του. Η
δράση αυτή, που μονάχα την αντίδραση μπορούσε να εξυπηρετήσει, γιατί της έδινε
όπλα για να κτυπά το ΚΚΕ, να παραβιάζει τη συμφωνία της Βάρκιζας και να
δικαιολογεί τα εγκλήματά της, δεν επιτρέπει πια καμμιά καθυστέρηση για την
ανοιχτή καταγγελία του Άρη Βελουχιώτη. Όπως είνε γνωστό ο Βελουχιώτης (Θανάσης
Κλάρας) στον καιρό της δικτατορίας του Μεταξά είχε πιαστεί και είχε κάνει
δήλωση μετάνοιας και αποκήρυξης του ΚΚΕ.»[26]
Εδώ συμπυκνώνεται ολόκληρη η τραγωδία του Ζαχαριάδη εκείνη
την εποχή. Δεν είχε την παραμικρή ιδέα για ποιόν μίλαγε όταν αποκήρυττε τον Άρη
Βελουχιώτη. Στα μάτια του ο Άρης δεν ήταν παρά ένας κομμουνιστής, ένα κομματικό
μέλος, που δεν πειθαρχεί στις αποφάσεις του κόμματος. Κι επομένως έπρεπε να
καταδικαστεί, ακόμη κι αν κάτι τέτοιο τον οδηγούσε στο θάνατο.
Δεν είχε πάρει καν χαμπάρι ότι ο Άρης δεν ήταν πια ένα
απλό μέλος του κόμματος, αλλά είχε αναδειχθεί σε σύμβολο του ένοπλου
εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Κι αυτό χάρις όχι στο κόμμα, αλλά πρωτίστως στις
δικές του αρετές, που του επέτρεψαν να υψωθεί πάνω από την κομματική του
ιδιότητα και να καθιερωθεί ως οργανωτής και φυσικός ηγέτης του ΕΛΑΣ στα μάτια
του ίδιου του λαού. Κι έτσι καταδικάζοντας τον Άρη, στην ουσία καταδικαζόταν
ολόκληρη η οργανωτική, πολιτική και στρατιωτική εμπειρία του
εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Σε μια στιγμή, μάλιστα, που το κίνημα την
χρειαζόταν περισσότερο από ποτέ.
Το μένος εναντίον του απείθαρχου Βελουχιώτη φαίνεται
και από την προσπάθεια να «λερωθεί» η φήμη του στα μέλη του κόμματος με την
αναφορά στη δήλωση μετάνοιας τον καιρό της δικτατορίας του Μεταξά. Έτσι ο Άρης
καταδικαζόταν εσαεί στο πυρ το εξώτερο ως δηλωσίας. Όχι για κάποιες δήθεν
λανθασμένες επιλογές του, αλλά ως ανάξιο μέλος του κόμματος κι επικίνδυνο για
το ίδιο το κόμμα. Για τους θεοσεβούμενους του κόμματος, οι οποίοι πίστευαν το
κόμμα ως αυτοσκοπό κι όχι ως το πιο πρόσφορο μέσο για την πάλη του λαού, αυτή η
καταδίκη ισοδυναμούσε με αφορισμό του Πάπα επί εποχής Ιερής Εξέτασης.
Τι θα έπρεπε να είχε κάνει ο Βελουχιώτης μετά τη Βάρκιζα;
Θα έπρεπε να είχε σκύψει το κεφάλι στην ηγεσία του κόμματος, να παραδώσει τα
όπλα του και να πάει σπίτι του ατιμασμένος με την φρούδα ελπίδα ότι πάλι με
χρόνια με καιρούς η ηγεσία του κόμματος θα αναγνωρίσει το τραγικό λάθος της.
Εκεί θα τον έβρισκαν οι δωσίλογοι και θα έπαιρναν την εκδίκησή τους από τον
αρχικαπετάνιο του ΕΛΑΣ, ο οποίος επί κατοχής δεν τους άφησε σε χλωρό κλαρί.
Υπάρχει καλύτερος τρόπος για να ξεφορτωθεί η ομάδα Σιάντου, ως ηγεσία του ΚΚΕ,
έναν από τους μεγαλύτερους πονοκεφάλους της;
Αντί γι’ αυτό ο Βελουχιώτης έκανε κάτι που είναι
αυτονόητο για όποιον θέτει το κίνημα, την πατρίδα, τον ίδιο το λαό πάνω κι απ’
το κόμμα του. Αντί να αφήσει να τον δολοφονήσουν ήσυχα και ωραία ως πιστό μέλος
του κόμματος, πήρε τοματιών του και ανέβηκε ξανά στα βουνά. Κι αυτό τον
ανέδειξε σε ανώτερο κομμουνιστή από την ηγεσία του Σιάντου και του Ζαχαριάδη,
αλλά και όλων των άλλων πιστών οπαδών του κόμματος, για τους οποίους η
πειθαρχία στο κόμμα ήταν πάντα η πιο βολική δικαιολογία για την απραξία τους
και την συνθηκολόγησή τους. Κι αυτό γιατί ο κομμουνιστής, ο αληθινός
κομμουνιστής της επιστήμης της ταξικής πάλης, οφείλει να αποδεικνύει την
αφοσίωσή του όχι στο κόμμα, αλλά πρωτίστως στην τάξη και τον λαό για τον οποίο
αγωνίζεται. Όλα τ’ άλλα είναι εκ του πονηρού.
Το πρόβλημα με τον Βελουχιώτη δεν ήταν η απόφασή του,
απόλυτα δικαιολογημένη και απόλυτα συνυφασμένη με το ρόλο που έπαιξε στον
εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, αλλά το γεγονός ότι ήρθε πολύ αργά. Ήταν πια μια
απέλπιδα επιλογή. Κι ίσως γι’ αυτό την πήρε, αναγνωρίζοντας ότι όταν είχε τη
δυνατότητα να αποτρέψει τα χειρότερα δεν το έκανε. Μένοντας πιστός στην ηγεσία
του κόμματος. Αυτή η πίστη στο κόμμα τον είχε πλέον οδηγήσει στη βαθύτερη ρήξη
με δαύτο.
Κι αυτός ήταν ο λόγος που ο λαός μας τίμησε και διατήρησε
στη μνήμη του τον Βελουχιώτη ως σύμβολο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα παρά
τον άδικο θάνατό του, όσο δεν τον τίμησε ποτέ το κόμμα του. Ο λαός με το
αλάνθαστο αισθητήριο που έχει, τοποθέτησε τον κομματικά απείθαρχο Βελουχιώτη
ψηλότερα από οποιονδήποτε άλλο πιστό κομματικό. Ακόμη κι απ’ τον αρχηγό του ΚΚΕ
εκείνης της εποχής, Νίκο Ζαχαριάδη. Κι αυτό οι ηγεσίες του ΚΚΕ δεν το
συγχώρησαν ποτέ ούτε στον Βελουχιώτη, ούτε στο λαό μας. Γι’ αυτό και ποτέ δεν
τον αποκατέστησαν κομματικά. Μόνο πολιτικά. Κι ορθώς το έπραξαν, διότι το ΚΚΕ
του εμφυλίου και κατόπιν δεν υπήρξε ποτέ αντάξιο ενός Βελουχιώτη.
Στην αρχή ο Βελουχιώτης πίστευε ότι ο Ζαχαριάδης θα
διόρθωνε τα πράγματα, αλλά αυτό αποδείχθηκε φρούδα ελπίδα. Όπως ο ίδιος δεν
είχε το ψυχικό σθένος να προχωρήσει άμεσα σε στρατιωτικό έλεγχο της πρωτεύουσας
από τον ΕΛΑΣ αμέσως μετά την απελευθέρωση, ακόμη κι αν χρειαζόταν να
συγκρουστεί με το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ. Ακόμη και αναλαμβάνοντας το ρίσκο
μιας μεγάλης διάσπασης του κόμματος. Έτσι κι ο Ζαχαριάδης. Δεν είχε το σθένος
να τα βάλει με την ηγεσία του Σιάντου και το καθεστώς που είχε δημιουργήσει για
τον ασφυκτικό έλεγχο του κινήματος.
Ο άμεσος κίνδυνος να διασπαστεί το κόμμα, βάραινε όσο τίποτε άλλο στους ώμους του Ζαχαριάδη. Ήταν κάτι πέρα και πάνω από τις δυνάμεις του. Κι έτσι παρ’ όλη την κριτική που άσκησε ο Ζαχαριάδης στις «λανθασμένες επιλογές» του Σιάντου και της ομάδας του, τελικά υιοθέτησε την πολιτική του. Την πολιτική του κατευνασμού.
Στο κείμενο αποκήρυξης του Βελουχιώτη φαίνεται επίσης καθαρά
η ουσία αυτής της πολιτικής κατευνασμού. Δεν ήταν η ίδια η συμφωνία της
Βάρκιζας, που επέτρεπε το ξεδίπλωμα της λευκής τρομοκρατίας, αλλά οι
παραβιάσεις της. Παραβιάσεις είτε από την αντίδραση, είτε από μεριάς του
κινήματος. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τη λογική του κειμένου, θα μπορούσαμε να
είχαμε μια διακυβέρνηση από την αντίδραση χωρίς «παραβιάσεις» της Βάρκιζας.
Αρκεί το ΚΚΕ και το κίνημα να μην έκανε κι αυτό παραβιάσεις! Ο παραλογισμός στη
νιοστή δύναμη.
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι η Συμφωνία της Βάρκιζας παρέδωσε
τα κλειδιά της Ελλάδας στην αντίδραση και τους Βρετανούς, στις δυνάμεις δηλαδή που
ήθελαν να οδηγήσουν την Ελλάδα σε εμφύλια σφαγή. Αφού πρώτα κατόρθωναν να
αναγνωριστούν ως νόμιμη εξουσία προκειμένου να έχουν το μονοπώλιο στην άσκηση
«νόμιμης βίας». Κι αυτό ήταν που πέτυχαν με την υπογραφή του Σιάντου,
Τσιριμώκου και Παρτσαλίδη στη Συμφωνία της Βάρκιζας.
Με άλλα λόγια η Συμφωνία της Βάρκιζας νομιμοποιούσε το
ξέσπασμα της λευκής τρομοκρατίας σε βάρος του κινήματος και με βάση το άρθρο 3
περί «αμνηστίας» νομιμοποιούσε τον διωγμό των αγωνιστών με αποφάσεις και
κατηγορητήρια που προέρχονταν ακόμη και από την εποχή της ναζιστικής κατοχής. Δηλαδή,
να διωχθούν ως κοινοί εγκληματίες και τρομοκράτες, όπως τους είχαν βαφτίσει οι
δυνάμεις κατοχής των ναζί και οι συνεργάτες τους.
Κι ενώ προβλεπόταν η παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ, της
Εθνικής Πολιτοφυλακής και του ΕΛΑΝ, δεν υπάρχει κανενός είδους πρόνοια για τον
άμεσο αφοπλισμό των στρατιωτικών και παραστρατιωτικών οργανώσεων κάθε λογής και
είδους που δρούσαν ασύδοτα καθ’ όλη την επικράτεια εκείνη την εποχή. Ούτε
φυσικά προβλεπόταν αφοπλισμός για τα σώματα που ενεπλάκησαν ευθέως στα
Δεκεμβριανά, όπως π.χ. ήταν η χωροφυλακή.
Με απλά λόγια η ηγεσία Σιάντου αναγνώριζε ότι η εξουσία
στην Ελλάδα ανήκε αποκλειστικά στους Βρετανούς και τους συνεργάτες τους και
παρέδωσε επί πίνακι τα κεφάλια των συντρόφων της στους αιμοσταγείς δημίους του
ελληνικού λαού. Με μόνο αντάλλαγμα να αφήσουν ήσυχο το ΚΚΕ στην νομιμότητά του,
όπως και τα άλλα κόμματα του ΕΑΜ. Αυτό ήταν το αλισβερίσι της Βάρκιζας. Γι’
αυτό και δίκαια θεωρείται ως η απαρχή της πορείας καθόδου προς τον εμφύλιο με
ευθύνη και της τότε ηγεσίας του ΚΚΕ.
Κι όντως. Όσο η λευκή τρομοκρατία δεν πείραζε τον
ηγετικό μηχανισμό του ΚΚΕ και των άλλων κομμάτων του ΕΑΜ, η ηγεσία υπό τον
Ζαχαριάδη κυνηγούσε αμείλικτα κάθε εκδήλωση απειθαρχίας στο κόμμα, που θεωρούσε
ότι «παραβίαζε» την Βάρκιζα και υπονόμευε την πολιτική κατευνασμού. Ουσιαστικά
μόνο μετά τη δολοφονία στις 20 Μαρτίου 1947 του Γιάννη Ζεύγου – ιστορικού
ανώτατου στελέχους της ηγεσίας του ΚΚΕ, αναπληρωματικού μέλους του Πολιτικού
Γραφείου, πρώην υπουργού της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας και εκπροσώπου του ΕΑΜ
στην Μακεδονία στην επιτροπή ειρήνευσης – συνειδητοποίησε η ηγεσία ότι η λευκή
τρομοκρατία δεν πρόκειται να αφήσει τον ηγετικό μηχανισμό του κόμματος ανέπαφο.
Έτσι άρχισε σιγά-σιγά να ετοιμάζεται να ανέβει στο βουνό με τους χειρότερους
δυνατούς όρους, δηλαδή με τους όρους και τους συσχετισμούς που είχε επιβάλλει ο
εχθρός.
Από κει και πέρα το αποτέλεσμα ήταν προκαθορισμένο. Το
ΚΚΕ απομονωμένο από τους συμμάχους του, ξεκομμένο από τα κοινωνικά και ταξικά
του ερείσματα, αποκλεισμένο από τις πόλεις και τα κέντρα όπου κατά τη ναζιστική
κατοχή άνθησε το παλλαϊκό κίνημα αντίστασης, βρέθηκε στη δίνη ενός εμφυλίου
σπαραγμού να δίνει μια εκ προοιμίου χαμένη μάχη για την τιμή των όπλων. Ο ΔΣΕ
με όλο τον ηρωισμό του, δεν υπήρξε ποτέ κάτι καλύτερο από μια υποτονική σκιά
του ΕΛΑΣ. Όσο για την ηγεσία του υπό τον Μάρκο Βαφειάδη, δεν μπορούσε ούτε καν
να συγκριθεί μ’ εκείνην του ΕΛΑΣ σε στρατιωτική και οργανωτική επάρκεια. Η
πίστη στο κόμμα, είχε αντικαταστήσει τον ενθουσιασμό και την αυταπάρνηση του
αντάρτη του ΕΛΑΣ, που ξεσήκωνε με την ορμή του πόλεις και χωριά, βουνά και
λαγκάδια για την λευτεριά της πατρίδας.
Ολόκληρη η τακτική της ηγεσίας του κόμματος εκείνη την
εποχή δεν ήταν παρά μια «ένοπλη διαπραγμάτευση» προκειμένου να επέλθει μια νέα
συμφωνία τύπου Βάρκιζας με τους καλύτερους δυνατούς όρους προκειμένου να
εξασφαλιστεί η νόμιμη δράση του ΚΚΕ. Κι όλα αυτά σε μια Αγγλοκρατούμενη και μετά
το 1947 με το δόγμα Τρούμαν μια Αμερικανοκρατούμενη Ελλάδα.
Μόνο η εξέγερση μπορούσε να αποτρέψει τον εμφύλιο.
Τι θα μπορούσε να είχε γίνει; Η πολυτέλεια της
ιστορικής απόστασης, μας δίνει τη δυνατότητα να πούμε ότι ίσως ο μόνος τρόπος
για να αποφευχθεί το κατρακύλισμα στον εμφύλιο ήταν η οργανωμένη εξέγερση του
ελληνικού λαού. Το δίλημμα της συγκυρίας, που ορθά εντόπιζε ο Νίκος Ζαχαριάδης,
δεν μπορούσε να λυθεί υπέρ του λαού και της πατρίδας με διαφορετικό τρόπο.
Μόνο που φορέας αυτής της εξέγερσης δεν ήταν και δεν
θα μπορούσε να ήταν το ΚΚΕ, αλλά μόνο το ΕΑΜ. Η ηγεσία του ΚΚΕ είτε υπό τον
Σιάντο, είτε υπό τον Ζαχαριάδη, δεν αντιλήφθηκε ποτέ ότι το ΚΚΕ μπορεί να
σταθεί, να ασκεί επιρροή στη μεγάλη πλειοψηφία του λαού μόνο σαν ηγέτιδα
δύναμη, σαν ραχοκοκαλιά του ΕΑΜ. Χωρίς το ΕΑΜ το ΚΚΕ δεν θα μπορούσε να είναι
τίποτε περισσότερο από ένα κόμμα μειοψηφίας και περιορισμένης κοινωνικής
απήχησης.
Το ΚΚΕ από μόνο του ήταν αδύνατο να κερδίσει την
πλειοψηφία του λαού με οιονδήποτε τρόπο. Κι αυτό αποδείχθηκε στην πράξη. Οι
Βρετανοί και οι ντόπιοι συνεργάτες τους ακολούθησαν ακριβώς αυτή την τακτική.
Δηλαδή της απομόνωσης του ΚΚΕ μέσα από την εξασθένιση και τελικά την διάλυση
του ΕΑΜ. Γνώριζαν πολύ καλά αυτό που αρνιόταν να αντιληφθεί η ηγεσία του ΚΚΕ. Ο
πραγματικός εχθρός δεν ήταν το κόμμα, αλλά το ΕΑΜ. Κι ο εφιάλτης της αναβίωσης
ενός νέου ΕΑΜ στοίχειωσε την πολιτική της άρχουσας τάξης μέχρι τις μέρες μας.
Όμως, ποιο ΕΑΜ; Όχι το ΕΑΜ της συμμαχίας κορυφής
ανάμεσα σε πολιτικούς σχηματισμούς και προσωπικότητες. Αλλά το ΕΑΜ του ίδιου
του οργανωμένου λαού. Κι αυτό το ΕΑΜ, που είχε συγκροτηθεί εκ των πραγμάτων
κατά τη διάρκεια της κατοχής, δεν το ήθελε η ηγεσία του ΚΚΕ. Ο λόγος είναι
απλός. Ένιωθε – και δικαίως το ένιωθε – πώς δεν θα μπορούσε να το ελέγξει. Έτσι
είχαν μάθει να λειτουργούν τα κομμουνιστικά κόμματα μέχρι το πέρας των ημερών
τους. Να θεωρούν δηλαδή οι ηγεσίες τους ότι έχουν το δικαίωμα να ελέγξουν κάθε
μορφή οργάνωσης των μαζών, προκειμένου να επιτευχθεί η ιστορική αποστολή του
κόμματος.
Το αποτέλεσμα είναι γνωστό. Ένα Μέτωπο σαν το ΕΑΜ που
στην απελευθέρωση διέθετε γύρω στα 2 εκατομμύρια μέλη μέσα σε 6 εκατομμύρια πληθυσμό
της Ελλάδας, αφέθηκε στην τύχη του να μαραζώνει και να χάνει την κοινωνική
επιρροή του. Η ηγεσία του ΚΚΕ, αν ήθελε να κερδίσει ο λαός την εξουσία στον τόπο
του, αντί να αναλωνόταν στην αυτοδύναμη παρουσία του κόμματος και στην
αναδιοργάνωση των δικών του οργανώσεων, θα έπρεπε να είχε αφιερωθεί στην
οργανωτική ανάπτυξη του ΕΑΜ από τα κάτω.
Η κύρια προσπάθεια όφειλε να κατευθυνθεί στην οργάνωση
των εκατοντάδων χιλιάδων μελών του ΕΑΜ σε κάθε γειτονιά, σε κάθε χωριό και
πόλη, σε κάθε χώρο δουλειάς, σε κάθε σύλλογο ή σωματείο. Η οργάνωση αυτή θα
έπρεπε να ήταν παντελώς αυτόνομη από την δράση των συνεργαζόμενων κομμάτων.
Όπως επίσης και τα όργανα του Μετώπου, που θα έπρεπε να αναδεικνύονται πλέον
απευθείας από τα μέλη του σε κάθε τοπική οργάνωση. Κανένα κόμμα δεν θα έπρεπε
να είχε προνομιακή μεταχείριση εντός του ΕΑΜ, αλλά και στα όργανά του.
Η αναδιοργάνωση αυτή του ΕΑΜ έγινε ακόμη πιο
επιτακτική μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Το πρώτο μέλημα του Νίκου Ζαχαριάδη
θα έπρεπε να ήταν ο «αποκεφαλισμός» της ηγεσίας Σιάντου και ο αναπροσανατολισμός
του κόμματος στην άμεση προετοιμασία της ένοπλης εξέγερσης του λαού. Κι αυτό
δεν θα μπορούσε να γίνει παρά μόνο μέσα από ένα πλατύτατα οργανωμένο από τα κάτω
ΕΑΜ. Το ΚΚΕ έπρεπε να κάνει πολλά βήματα πίσω προκειμένου να βγουν στην πρώτη
γραμμή οι οργανωμένες δυνάμεις του ΕΑΜ.
Στα πλαίσιά του θα έπρεπε να είχε επανιδρυθεί το
Γενικό Επιτελείο του ΕΛΑΣ – έστω και με άλλη μορφή – ώστε να αξιοποιηθεί όλο το
διαθέσιμο δυναμικό του με έμπειρους αξιωματικούς και στελέχη, που ασκούσαν έως
τα μέσα του 1946 πλειοψηφική επιρροή ακόμη και στις τάξεις του λεγόμενου
«εθνικού στρατού». Σ’ αυτό το έργο η συνεισφορά του Βελουχιώτη θα ήταν
ανεκτίμητη, αλλά και του στρατηγού Οθωναίου εμβληματική μορφή για την μεγάλη
πλειοψηφία των μονίμων αξιωματικών από την εποχή των Βαλκανικών πολέμων. Μαζί
και του Σαράφη, αλλά και της πλειάδας των εμπειροπόλεμων στελεχών που διέθετε
το κίνημα.
Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν έγιναν. Ήταν αδύνατο να
αντιληφθεί ακόμη και ο Νίκος Ζαχαριάδης ότι την επανάσταση δεν την κάνει το
κόμμα, αλλά ο λαός. Ο ίδιος ο λαός με τις δικές του οργανωμένες δυνάμεις. Όχι
παπαγαλίζοντας τα κομματικά συνθήματα, ή κραδαίνοντας τα κομματικά λάβαρα, αλλά
υπερασπιζόμενος τα δικά του πολύ ζωτικά συμφέροντα, όπως ο ίδιος τα
αντιλαμβάνεται στην κρίσιμη στιγμή.
Η θεοσέβεια στο κόμμα οδήγησε τελικά στη μεγαλύτερη τραγωδία το πιο μαζικό και ελπιδοφόρο κίνημα του ελληνικού λαού για την εθνική και κοινωνική του απελευθέρωση. Αλλά το χειρότερο
δεν είναι αυτό. Ακόμη και μετά την ήττα, κανείς δεν μπόρεσε να αντιληφθεί το προφανές.
Ότι αν κάτι θετικό απέδειξε η όλη περίοδο του εμφυλίου και της ήττας είναι ότι η
λύτρωση της τάξης και του λαού δεν μπορεί να είναι έργο ενός κόμματος. Όσο δημοφιλές
κι αν είναι. Δεν μπορεί να είναι υπόθεση παρά μόνο του ίδιου του λαού, που συσπειρώνεται
γύρω από τις οικείες σ’ αυτόν πλατιές, ανοιχτές και μετωπικές οργανώσεις.
Κι αυτή ακριβώς είναι η τελική πράξη που οδηγεί και τον
Ζαχαριάδη στη λύση της αυτοκτονίας. Η πίστη σ’ ένα κόμμα που λειτουργεί ως υποκατάστατο
της τάξης και του λαού. Το αδιέξοδο ενός τέτοιου κόμματος να επιτελέσει την ιστορική
του αποστολή, καταλήγοντας να γεννά τέρατα κάθε μορφής και είδους.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ο Γ. Παπανδρέου, ο
πρωθυπουργός-ανδρείκελο των Εγγλέζων στα Δεκεμβριανά, σε ομιλία του στην πρώτη
επέτειο της απελευθέρωσης το 1945 έγραφε χαρακτηριστικά: «Εις τον λόγον μας
της σημερινής επετείου δεν κατειχόμεθα από καμμίαν παραίσθησιν ότι, τάχα, η
Ελλάς – η «ωργανωμένη» Ελλάς – μας ανήκεν. Εγνωρίζομεν ότι ημείς ήμεθα η ιδέα της Ελλάδος, και εκείνοι η υλική δύναμις.» (Γεωργίου Παπανδρέου, Κείμενα, τόμος δεύτερος, σ.276).
«Εκείνοι» ήταν το κίνημα του ΕΑΜ όπου ηγέτιδα δύναμη ήταν το ΚΚΕ. Ένα κίνημα
ταυτισμένο με το έθνος, με την «υλική δύναμη του έθνους», όπως ομολογεί ο Γ. Παπανδρέου,
δηλαδή με τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού. Ποτέ άλλοτε στην ιστορία της Ελλάδας –
ούτε καν την εποχή της επανάστασης του 1821 – δεν κατόρθωσε ένα συγκροτημένο
εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα να εκφράσει τόσο μαζικά και τόσο οργανωμένα τη
μεγάλη πλειοψηφία του λαού. Ακόμη και οι Φιλικοί μέσα στον πρώτο χρόνο της
επανάστασης του 1821 ηττήθηκαν από τις δυνάμεις του καιροσκοπισμού και της
εθελοδουλίας. Πρόκειται για έναν από τους θεμελιώδεις λόγους που δεν
καταχτήθηκε η εθνική ανεξαρτησία μετά την ήττα των Οθωμανών και την ίδρυση του
νεοελληνικού κράτους. Τώρα είχαμε ένα εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, ανάλογο της
Φιλικής – με τις διαρκείς αναφορές στην παλιγγενεσία να εκφράζουν τα
ανεκπλήρωτα εθνικά οράματα ενός λαού που ποτέ του δεν είχε κατακτήσει αληθινά την
εθνική του αυτοδιάθεση – το οποίο όχι μόνο συσπείρωσε τη μεγάλη πλειοψηφία του
ελληνικού λαού, αλλά ερχόταν με την απελευθέρωση να ολοκληρώνει την εθνική
συγκρότηση σε μια Ελλάδα λεύτερη, ανεξάρτητη και αληθινά δημοκρατική. Και σ’
αυτό το κίνημα επικεφαλής βρισκόταν το ΚΚΕ, ταυτισμένο σχεδόν απόλυτα με την
υλική δύναμη του έθνους, δηλαδή με έναν ανυπόταχτο και μαχόμενο λαό.
[7] Ομιλία Σιάντου στη συνεδρίαση της
ΠΕΕΑ της 27ης Ιουλίου 1944. Αρχείο
της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (Π.Ε.Ε.Α), Πρακτικά Συνεδριάσεων,
Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1990, σ. 157.
[10] Arthur Rosenberg, Democracy and Socialism, A Contribution to
the Political History of the Past 150 Years, London: G. Bell & Son,
1939, σ.
214-15.
[11] Καρλ Μαρξ, «Οι οπαδοί του
προστατευτισμού, του ελεύθερου εμπορίου και η εργατική τάξη», Collected Works, τ. 6, σελ. 281. Επίσης Β. Ι. Λένιν,
Άπαντα, τομ. 33, σελ. 167.
[12] Φ. Ένγκελς, Κριτική του σχεδίου
σοσιαλδημοκρατικού προγράμματος του 1891. Selected Works, τ. 3, σ. 435.
[13] Κ. Μαρξ & Φρ. Ένγκελς, Μανιφέστο
του Κομμουνιστικού Κόμματος, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1978, σ. 36.
[14] Η La Société des Saisons, η οποία
δραστηριοποιήθηκε στο Παρίσι μεταξύ 1837 και 1839, ήταν μια μυστική δημοκρατική
σοσιαλιστική οργάνωση με επικεφαλής τον Auguste Blanqui και τον Armand Barbes.
[15] Μαρξ στον Φερντινάντ Φρέιλιγκραθ, 29
Φεβρουαρίου 1860. K. Marx & F. Engels, Collected Works, vol.
41, σ.
82.
[17] Boris Souvarine, Stalin, London: Secker
& Warburg, 1939, σ. 362-3. Μετά από αρκετά χρόνια και αρκετές απογοητεύσεις ο Τρότσκι
άλλαξε άποψη: «Αποστειρωμένοι και παράλογοι είναι οι Σισύφειοι κόποι
εκείνων που προσπαθούν να μειώσουν όλες τις μεταγενέστερες εξελίξεις σε μερικές
φερόμενες αρχικές ιδιότητες του Μπολσεβίκικου Κόμματος, σαν ένα πολιτικό κόμμα
να είναι μια ομοιογενής οντότητα και ένας παντοδύναμος παράγοντας της ιστορίας.
Ένα πολιτικό κόμμα είναι μόνο ένα προσωρινό ιστορικό όργανο, ένα από τα πολλά
όργανα και τα σχολεία της ιστορίας. Το μπολσεβίκικο κόμμα έθεσε για τον εαυτό
του τον στόχο της κατάκτησης της εξουσίας από την εργατική τάξη. Στο βαθμό που
το κόμμα αυτό εκπλήρωσε για πρώτη φορά στην ιστορία το σκοπό αυτό και
εμπλούτισε την ανθρώπινη εμπειρία με αυτή την κατάκτηση, εκπλήρωσε έναν
τεράστιο ιστορικό ρόλο. Μόνο ο μπερδεμένος με μια αγάπη για συγκεχυμένη
συζήτηση μπορεί να ζητήσει από ένα πολιτικό κόμμα ότι θα πρέπει να υποτάξει και
να εξαλείψει τους πολύ πιο καθοριστικούς παράγοντες της μάζας και της τάξης που
είναι εχθρικές σε αυτό. Ο περιορισμός του κόμματος ως ιστορικού μέσου
εκφράζεται στο γεγονός ότι σε ένα συγκεκριμένο σημείο, σε μια δεδομένη στιγμή,
αρχίζει να αποσυντίθεται. Κάτω από την ένταση των εξωτερικών και εσωτερικών
πιέσεων, εμφανίζονται ρωγμές, αναπτύσσονται σχισμές, τα όργανα αρχίζουν να
ατροφούν.» (Leon Trotsky, Stalin, an appraisal of the man and his
influence, New York: Grosset & Dunlap, 1941, σ. 403.) Αυτή η τοποθέτηση του Τρότσκι είναι
απολύτως σωστή. Κι όμως ο ίδιος και πολύ περισσότερο όσοι πήραν το όνομά του ως
προσδιοριστικό τους, ποτέ δεν αντιλήφθηκαν ότι η μορφή και η συγκρότηση του
κόμματος των μπολσεβίκων είχε ιστορικά ξεπεραστεί πολύ πριν ο Στάλιν το πάρει
στα χέρια του. Έμειναν να πρεσβεύουν την «καθαρή» εκδοχή του μπολσεβικισμού για
να αναγεννούν στις ίδιες τις γραμμές τους τον «σταλινισμό», που οι ίδιοι
κατάγγελλαν, με τους χειρότερους δυνατούς όρους. Μακριά από τις μάζες και ενάντια σ’
αυτές.
[18] Βόλφγκανγκ Αμπεντρότ, Κοινωνική Ιστορία του Ευρωπαϊκού Εργατικού
Κινήματος, Αθήνα: Οδυσσέας, 1976, σ. 62.
[19] The
General Council of the First International 1866-1868. Minutes; Moscow: Progress Publishers, 1969,
σ. 265.
[22] Καρλ Μαρξ, «Ο Κομμουνισμός της Augsburg Allgemeine Zeitung». K. Marx
& F. Engels, Collected Works, v. 1, Moscow: Progress Publishers, 1975, σ. 221.
[23] O ιστορικός Ταρν έγραφε για τον
Αλέξανδρο κάτι που ισχύει λιγότερο ή περισσότερο για όλους τους μεγάλους άνδρες
της ιστορίας: «Κανένας δεν είχε σκεφθεί κάτι τέτοιο πριν, κανένας ζωντανός δεν
μπορούσε ακόμη να αντιληφθεί τι σήμαινε, ούτε καν ο Αριστοτέλης, ο οποίος έχανε
την επαφή μαζί του τώρα που κατά κάποιο τρόπο ο Αλέξανδρος είχε αρχίσει να
περνά πέρα από τον ορίζοντά του. Εδώ ξεκινά η τραγωδία του Αλέξανδρου. Η
τραγωδία μιας αυξανόμενης μοναξιάς, μιας όλο και μεγαλύτερης ανυπομονησίας γι’
αυτούς που δεν μπορούσαν να καταλάβουν, μιας αποτυχίας η οποία παρ’ όλα αυτά
γέννησε πολύ περισσότερα απ’ ότι οι επιτυχίες των περισσοτέρων.» W.W.
Tarn, Alexander the Great, Narrative,
vol. I, Cambridge University Press, 1948, σ. 55.
[24] Ο Λένιν έγραφε: ««Η διδασκαλία μας
δεν είναι δόγμα, μα καθοδήγηση για δράση» - έτσι έλεγαν πάντα ο Μαρξ και ο
Ένγκελς, που δίκαια ειρωνεύονταν την αποστήθιση και την απλή επανάληψη
«διατυπώσεων», ικανών στην καλύτερη περίπτωση μόνο να προδιαγράφουν τα γενικά
καθήκοντα, που τροποποιούνται αναπόφευκτα από τη συγκεκριμένη οικονομική και
πολιτική κατάσταση της κάθε ιδιαίτερης περιόδου του ιστορικού προτσές.»
(Άπαντα, τομ. 31ος, σελ. 132). Ο Λένιν έχει υπόψη του κυρίως μια
επιστολή του Ένγκελς προς τον Ζόργκε στις 29 Νοεμβρίου 1886, όπου ο πρώτος
απαντά στην αγωνία του δεύτερου για την αδυναμία των Γερμανών επαναστατών
εμιγκρέδων στις ΗΠΑ να παίξουν καταλυτικό ρόλο στις αντιπαραθέσεις της
Αμερικανικής κοινωνίας. Οι Γερμανοί σύντροφοι του Μαρξ και του Ένγκελς
επικαλούνταν την ανέκαθεν εύκολη δικαιολογία για όσους αδυνατούν να καταλάβουν
γιατί βρίσκονται στο περιθώριο της κοινωνίας: Φταίνε οι συνθήκες που δεν είναι
ώριμες και φυσικά οι μάζες που είναι πολύ συντηρητικές για να καταλάβουν τους
μεγάλους επαναστάτες. Μεγάλοι βέβαια με μέτρο τη δική τους σκιά. Ο Ένγκελς έβλεπε διαφορετικά τα πράγματα: «Οι
Γερμανοί απλά δεν έχουν αντιληφθεί πώς να χρησιμοποιήσουν τη θεωρία τους ως
μοχλό που θέτει τις μάζες των Αμερικανών σε κίνηση. Οι ίδιοι στο μεγαλύτερο
μέρος τους δεν κατανοούν τη θεωρία και τη μεταχειρίζονται με απόλυτο και
δογματικό τρόπο σαν κάτι που, αφού την μάθουν από συνήθεια, είναι επαρκής ως
έχει για κάθε τι και για όλες τις ανάγκες. Γι’ αυτούς είναι πίστη κι όχι οδηγός
για δράση.» (Collected Works, vol. 47, 531-32)
[26] Ριζοσπάστης, 12 Ιουνίου 1945.
Ενα υπέροχο, διδακτικό κείμενο, για μια μεγάλη μορφή και ταυτόχρονα τραγική, τον Νίκο Ζαχαριάδη. Νόμιζω ότι αυτό το κείμενο θα πρεπει να το διαβάσουν όλοι οι Έλληνες, κυρίως αυτοί που αυτοπροσδιορίζονται, ευρύτερα, ως αριστεροί (μηπως και καταλαβουν καποια πράγματα μερικοι απο αυτους τους αριστερούς). Μια παρατήρηση-ερώτηση θα ήθελα να κάνω. Στο τέλος, στο "Μόνο η εξεγερση μπορουσε να αποτρέψει τον εμφύλιο", γράφεις: " Το πρώτο μέλημα του Νίκου Ζαχαριάδη θα έπρεπε να ήταν ο «αποκεφαλισμός» της ηγεσίας Σιάντου και ο αναπροσανατολισμός του κόμματος στην άμεση προετοιμασία της ένοπλης εξέγερσης του λαού." Η ένοπλη εξεγερση του λαου δεν θα μπορουσε να πυροδοτησει εμφύλιο. ή να θεωρηθει και ξεκαθαρα εμφύλιος; Ποια είναι η διαφορά, θα μπορουσε να πει κανείς; Η προσωπικη μου άποψη είναι ότι η μεγάλη ευκαιρία για μια σχεδον αναιμακτη επικρατηση του ελληνικου λαού χαθηκε τον Σεπτεμβριο και Οκτωβριο του 1944. Πριν τα Δεκεμβριανα, και σιγουρα πριν την Βαρκιζα. Πριν πατήσει αγγλικη μποτα για τα καλα στην χώρα. Είναι αυτό που λες κι εσύ συχνα Δημητρη -κάνω έναν παραλληλισμό - για την τωρινη κατάσταση, ότι το θέμα είναι να μη πατησει ξένη μποτα στη χώρα, γιατι μετά τα δεδομένα αλλαζουν, δεν θα είναι αναιμακτη η απελευθέρωση της χώρας. Να είσαι καλά, και πάλι συγχαρητήρια για το κείμενο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαταπληκτικά,όσα γράφει εδώ ο Δημήτρης Καζάκης.Αλλά δεν μπορώ να δεχτώ τη λογική του τύπου "είχε τα προσόντα να γίνη ένας μεγάλος ηγέτης,μόνο που... δεν έγινε". Αφού δεν έγινε,άρα λοιπόν δεν είχε τα προσόντα (ή εν πάσει περιπτώσει,όλα τα προσόντα).Τώρα,το ποια κ ποια προσόντα λείπουνε σε τέτοιες περιπτώσεις,αυτό φυσικά σηκώνει συζήτηση.Όσο για το Μεγα Αλέξαντρο,ήταν αναντήρητα μια συναρπαστική προσωπικότητα,η ίδια η ενσάρκωση του πάθους του ανθρώπου για την κατάκτηση του κόσμου.Γι' αυτό μιλεί στις καρδιές.Απέτυχε όμως στο όραμά του.Και πώς να γινότανε αλλιώς,αφού αυτό το "όραμα" στην πραγματικότητα ήτανε "προφάσεις εν αμαρτίαις" για την αληθεινή του επιδίωξη,να γίνη ηγεμόνας μιας μεγάλης κ πλούσιας αυτοκρατορίας,όπως το επιθυμήσανε κι άλλοι.Οι άνθρωποι,ως γνωστόν,συνηθίζουν να περιτυλίγουν τα πάθη τους με ευγενικά κίνητρα,για να ικανοποιούν το υπερ-εγώ τους,καθώς μας έχει πει κ ο Φρόιντ.Γιατί όμως πέτυχαν άλλοι,πχ. ο Λένιν,ο Μάο,ο Κάστρο;Καθαρή σύμπτωση,λένε αυτοί που θέλουν να καλύψουν τις δικές τους αδυναμίες.Έτσι τους συμφέρει να λένε.Εγώ λέω,πως τέτοιους πρέπει να έχη πρότυπα η ανθρωπότητα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι κάτι σχετικά με την αυτοκτονία: Θεωρείται,ότι είναι γενικά μια ηθική συντριβή,δηλ. μια ηθική χρεωκοπία.Μ' αυτό δε θέλω να απαξιώσω όσους την επιλέγουν, "άνθρωποι είμαστε κ σφάλματα κάνομε". Μπορεί κι εγώ κάποια στιγμή να βρεθώ σ' αυτή τη θέση.Ούτε θέλω να αγνοήσω τις ευθύνες του κοινωνικού συνόλου σε τέτοιες περιπτώσεις.Τα ιδεολογικά συστήματα με προσανατολισμό στην αλήθεια (κ τέτοια είναι οι αποκαλυπτικές λεγόμενες θρησκείες αλλά κ ο μαρξισμός) στέκονται πάντως,για το λόγο που προανέφερα,με σκεπτικισμό απέναντι στην αυτοκτονία.Ο Τσε αναφέρει μια τέτοια περίπτωση στο βιβλίο του για τον επαναστατικό πόλεμο της Κούβας.Προσωπικά εγώ νομίζω,ότι ο προσανατολισμός στην αλήθεια,που είναι το αίτημα αυτών των συστημάτων,δεν είναι η επιλογή όλων των ανθρώπων.Πιστεύω,πως πρέπει να παραδεχτούμε,ότι πολλοί επιλέγουν "να το κάψουν" κ ό,τι γίνη.Ο κόσμος αυτός μας χωρεί (κ προφανώς μας χρειάζεται) όλους.Σε κάθε περίπτωση κ οι δυο επιλογές έχουν τα υπέρ κ τα κατά τους.Ακόμα,σχετικά με το "ιουδαϊκό όραμα" θέλω να τονίσω κάτι πολύ σημαντικό,που δυστυχώς παραβλέπεται: Ότι θεμελιώνει τα "αγνά ιδανικά" ακριβώς πάνω στην πραγματικότητα,το περίφημο Είναι (Γιαχβέ).
ΑπάντησηΔιαγραφήΕπειδή δεν είχα ακόμα διαβάσει το τελευταίο κομμάτι,να προσθέσω τα εξής: Έχω την εντύπωση,ότι ο Ζαχαριάδης ήταν χαρισματικός ακριβώς στο "ρόλο" του μεγάλου ηγέτη.Αρκετοί πολιτικοί διαπρέπουν σ' αυτό το ρόλο με ανάλογη επιτυχία,κοινωνική κ οικονομική.Μόνο που ένα ιδεολογικό σύστημα σαν το μαρξισμό δε σηκώνει ρόλους.Η αλήθεια είναι σαν τη φωτιά.Δεν παίζει κανείς μ' αυτήν,αλλιώς θα καή.Εκεί την πάτησε κ ο Βελουχιώτης,γιατί δε στάθηκε να απαντήση,να ξεπεράση την αντίφαση ανάμεσα στην ιδεολογία του κ την ιστορική αναγκαιότητα (σ' αντίθεση με το Λένιν στις θέσεις του Απρίλη).Σέ τέτοιες περιπτώσεις τόσο η δύναμη,όσο κ τα θεωρητικά εργαλεία,η ορθή σκέψη κ η κατανόηση της συγκυρίας είναι βασικά ζήτημα ήθους.Και το ήθος είναι θέμα πίστης πέρα κ πάνω απ' όλα σε αξίες κ αρχές.Με απόλυτη συνέπεια,χωρίς εκπτώσεις κ χωρίς αυταπάτες.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι γραφεις ρε ιδεοληπτικκε με τι θρασσος τα γραφεις αυτα
ΑπάντησηΔιαγραφήΜηπως νομιζεις πως σε διαβαζουν μονον οιγλυφτες και οι χαζοι
Δεν υπηρξαν στην Ελληνικη ιστορια μεγαλυτεροι προδοτες και τσαμπα μαγκες απο τον Βελουχιοτη και τον Ζαχαριαδη τον οποιο οι συντροφοι δεν τον προσφωνουσαν τιμητικα σαν αρχηγο αλλα για αυτους ηταν ο τρελλος
Δεν νομιζω να εχεις τα κοτσια να ανοιξουμε συζητηση σχετικα με αυτα
Το πολυ πολυ να μην δημοσιευσεις τα σχολια μου οπως εχεις κανει και στο παρελθον
Ηκατασταση σου μονον σαν ιδεοπαθεια εκφρασμενη με αοριστη μπουρδολογια μπορει να χαρακτηριστει
Μάθε πρώτα να υπογράφεις ορθά και κοφτά με το αληθινό όνοματεπώνυμό σου και ύστερα να διεκδικείς "διάλογο" με μένα ή με οιονδήποτε άλλο γράφει επώνυμα. Και ναι πάσχω από την ιδεοληψία της ιστορικής αλήθειας, που θέλει τους ταγματαλήτες αυτό που ήταν, δηλαδή ένοπλοι συνεργάτες των ναζί που δυστυχώς δεν τους πέρασε από μαχαίρι ο λαός και μας επανήλθαν ως χίτες, μπυραντάδες, σουρλαίοι, παπαδογγοναίοι και λοιποί συγγενείς για να συνεχίσουν μέχρι σήμερα να κυβερνάνε την Ελλάδα οι δοσίλογοι και τα γιουσουφάκια των Βρετανών, των Γερμανών και των Αμερικανών. Κατά τ' άλλα, μια συμβουλή, μάθε να διαφωνείς με επιχειρήματα και χωρίς να παίρνεις ληγμένα. Πάντως σε κάθε περίπτωση προσπάθησε να απαλλαγείς από τη νοοτροπία των δικών σου. Ήταν προφανές ότι ήταν κουκουλοφόροι στη ναζιστική κατοχή και συνεχίζεις κι εσύ την τέχνη τους στην σημερινή κατοχή. Βλέπεις σήμερα να είσαι κουκουλοφόρος βολεύει ιδιαίτερα το διαδίκτυο. Με κουκουλοφόρους δεν κάνω διάλογο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌχι άλλο ΕΑΜ Ναζί κατοχή ΚΚΕ και Ταγματασφαλίτες Οχι άλλο εμφύλιο τα πάθη δεν ξεχάστηκαν ακόμη ας περάσουν άλλα 50 χρόνια και τότε τα λέμε αυτά! Τώρα έχουμε πολλά προβλήματα να λύσουμε!
ΑπάντησηΔιαγραφήΌλβιος όστις της ιστορίας έσχε μάθησιν, (Ευρ.Απόσπ.902.περί γεωμετρίας,Πυθαγ.παρ’ Ιαμβλ.εν Βίω Πυθ.89)
Διαγραφήκ. Καζάκη,
ΑπάντησηΔιαγραφήπαρατήρησα ότι στο κείμενό σας δέν υπάρχει αναφορά στο «Συνέδριο του Λιβάνου» (17--20 Μαϊου 1944) όπου, κατά τη γνώμη μου, το ΕΑΜ παραδόθηκε στην Αγγλική κυριαρχία μέσω του Γ. Παπανδρέου. Βλέπε :
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CF%85%CE%BD%CE%AD%CE%B4%CF%81%CE%B9%CE%BF_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%9B%CE%B9%CE%B2%CE%AC%CE%BD%CE%BF%CF%85
Συμφωνώ γενικά με το κείμενο .Μεγάλη θεωρητική συμβολή του Δ Καζάκη (που ακόμα δεν του εχει αναγνωριστεί) είναι οτι ξεπερνάει το παραλυτικό δίλημα ρεφορμισμός ή επανάσταση / θεωρία σταδίων ή σοσιαλισμός όχι μόνο με διαλεκτικό τρόπο αλλά και με απλότητα που θυμίζει το κόψιμο του γόρδιου δεσμού.Για τον Νίκο Ζαχαριάδη υα προσέθετα ότι παραμένει ο ηγέτης της τελευταίας χρονικά επανάστασης στην Ευρώπη .Ηταν επίσης ενας εθνικός ηγέτης ο οποίος έγραψε στα παλιά του τα παπούτσια το σύμφωνο ρίμεντροπ -μολότωφ , την συμφωνία της Γιάλτας και( εδώ θα διαφωνήσω με τον Δ Καζάκη) και αυτή της Βάρκιζας την οποία όμως πήγε με αργές διαδικασίες και το πλήρωσε.Σε αυτό το σημείο το κείμενο δεν αναφέρει τπ άρθρο του Ζαχαριάδη για την μαζική λαική αυτοάμυνα τον Νοεμβριο του 45 το οποίο είναι σκληρό και φανερώνει τις προθέσεις του Ν Ζαχαριάδη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτά για το κείμενο και έχω να διατυπώσω τρεις ερωτήσεις σε σένα Δ Καζάκη.Μου απαντάς όποιες νομίζεις.
- Πιστεύεις οτι η θεωρία των δύο αξόνων που διατύπωσε ο Ζαχαριάδης ήταν απλά τακτικός ελιγμός ή αποψή του;
-Υπήρχαν αστοί πολιτικοί που θα μπορούσαν να πάρουν το μέρος του Εαμ αν αυτό ήταν αποφασιστικότερο στην κατάληψη της εξουσίας; Το λέω γιατι οι Καρτάλης, Σοφιανόπουλος και Πυρομάγλου προσέγγισαν μετέπειτα τον ηττημένο εαμικό κόσμο με προσωπικό ρίσκο.Ποια ή γνώμη σου για αυτούς;
-Ποιο είναι κατά την γνώμη σου το καλύτερο βιβλίο για την εθνική αντίσταση και την απελευθερωση στην Μεσσηνία; Το ψάχνω και ως απόγονος εαμικού στελέχους του νομού.
Αυτά και συγνώμη αν κούρασα...
Τις προθέσεις του Νίκου Ζαχαριάδη δεν τις αμφισβητώ καθόλου. Προθέσεις είχε, αλλά έλειπε η θέληση να τραβήξει μπρος ακόμη κι ενάντια στο κόμμα του. Να υπερβεί δηλαδή τα εσκαμμένα της κομματικής περιχαράκωσης όπως την είχε ο ίδιος διδαχθεί. Ότι έκανε ο Λένιν τον Απρίλη 1917. Αυτό χαντάκωσε και τον Ζαχαριάδη και το κίνημα.
ΔιαγραφήΤώρα ως προς τα ερωτήματα:
- Η θεωρία των δύο πόλων ήταν μια εξαιρετική ιδέα που όμως δεν βρήκε έδαφος να αναδειχθεί σε στρατηγική επιλογή μιας νικηφόρας επανάστασης στην Ελλάδα. Αν - όσο κι αν είναι δύσκολο να κάνουμε υποθέσεις εκ των υστέρων - αν η επανάσταση κέρδιζε και το ΕΑΜ έπαιρνε την εξουσία, τότε η λαοκρατική Ελλάδα θα μπορούσε να ηγηθεί ενός διεθνούς κινήματος απελεύθερων χωρών με βάση αυτή την θεωρία. Ένα διαφορετικό κίνημα αδεσμεύτων με μεγαλύτερη συνοχή, ικανό να μεταμορφώσει τις διεθνείς σχέσεις και προς τους δυο πόλους. Η θεωρία αυτή - προσαρμοσμένη στα σημερινά δεδομένα - κρατά ακόμη την επικαιρότητά της. Όχι σαν τακτική κίνηση, αλλά ως στρατηγική επιλογή.
- Πιστεύω πώς ναι. Ο αστός δημοκράτης πολιτικός του είδους που συνεργάστηκε με το ΕΑΜ διακρινόταν πάντα για την αστάθεια και την ασυνέπειά του. Τον τραβά πάντα - εκ φύσεως - η δύναμη. Αυτή δίνει νόημα και έρεισμα στις ιδέες και τις προτάσεις του. Όσο το ΕΑΜ ακολουθούσε πολιτική κατευνασμού, οι αστοί δημοκράτες λειτουργούσαν ως διαπασών της ασυνέπειας και της ηττοπάθειας. Αν το ΕΑΜ επιβεβαίωνε τη δύναμή του μέσα στον λαό και έδινε χώρο πολιτικής δράσης και σ' αυτά τα στοιχεία από τον αστικοδημοκρατικό χώρο, τότε θα του είχε κερδίσει και μάλιστα με όρους μπετόν αρμέ.
- Στο τελευταίο ερώτημα δεν μπορώ να απαντήσω γιατί δεν έχω ασχοληθεί επισταμένα με το ζήτημα. Επομένως δεν μπορώ να έχω αξιόπιστη γνώμη.
Εγώ θέλω να τονίσω ιδιέτερα-γιατί το θεωρώ σημαντικό-τη διαφορά ανάμεσα στον τρόπο που έκανε ο Λένιν την υπέρβαση του κόμματος και τον τρόπο που την έκαμε ο Άρης Βελουχιώτης,χωρίς να προβληματιστεί πάνω στη θεωρία,πάνω στο δημοκρατικό συγκεντρωτισμό.Βέβαια ο Λένιν ποτέ δεν αμφισβήτησε το συγκεντρωτισμό,αλλά κατάφερε να πείσει,παραμένοντας συνεπής με τα πιστεύω και με τις αρχές του και όχι σε αντίφαση με τον εαυτό του.
ΑπάντησηΔιαγραφήH επιλογή του Άρη ήταν επιλογή απελπισίας με την ελπίδα ότι ο Ζαχαριάδης θα τα διορθώσει όλα. Από την άλλη ο Λένιν έμεινε στα μισά του δρόμου. Κέρδισε τη μάχη απευθυνόμενος διαρκώς στους εργάτες, στη βάση του κινήματος, που με τη σειρά του απειλούσε με συμμόρφωση ή αποβολή τα ηγετικά στελέχη που διαφωνούσαν. Κοιτώντας πίσω θεωρώ ότι Λένιν έκανε τραγικό λάθος που δεν ανέδειξε στη θέση των παλιών, νέα, φρέσκα πρόσωπα από τα κάτω. Πίστεψε λανθασμένα, οι παλιοί σύντροφοι είχαν την ιδεολογική επάρκεια να αντιληφθούν το λάθος τους καταμεσής της μάχης. Κι έπεσε έξω. Μόλις κέρδισαν την εξουσία οι παλιές αντιθέσεις ανέκυψαν πάλι στην επιφάνεια. Κι αυτή την φορά ο ίδιος ο Λένιν αιχμαλωτίστηκε από τις συνθήκες και δεν μπόρεσε να επαναλάβει αυτό που έκανε τον Απρίλη. Κι έτσι άνοιξε ο δρόμος του εκφυλισμού της σοβιετικής εξουσίας μέσα από τον εκφυλισμό του κόμματος των μπολσεβίκων.
ΔιαγραφήΣίγουρα η επιλογή του Άρη ήταν πράξη απελπισίας.Και κατανοώ την ψυχολογία του,όταν αντίκρισε το γκρεμό,όπου τραβούσε γραμμή ο λαός και η χώρα,ύστερα από τόσους αγώνες,τόσες θυσίες.Δυστυχώς ο πόλεμος δε χαρίζεται σε ανθρώπινες αδυναμίες.Ακριβώς στις πιο δύσκολες στιγμές απαιτει ατσάλινη ψυχραιμία.Όσο για το Λένιν,δεν ήταν ο πολιτικάντης που λέει στο λαό ωραία λόγια και κατά τα άλλα βλέπει την πολιτική σαν εμπορική εταιρία,όπου ο προϊστάμενος προσλαμβάνει και προωθεί προσωπικό της επιλογής του.Είχε ένα όραμα και εννοούσε όσα έλεγε.Τον Απρίλη έδωσε νικηφόρα τη μάχη απέναντι στους πολιτικούς του αντιπάλους και προχώρησε στην επανάσταση.Η επιτυχία επιβραβεύει την ταχτική του κι από κει και πέρα ο καθένας αναδείχνεται με τη δράση και την αξία του.Το πρόβλημα έπρεπε να αντιμετωπιστεί,τότε που προέκυψε,δηλ. μετά την κατάληψη της εξουσίας,μέσα από την πάλη των ιδεών και των γραμμών,για το προχώρημα και της θεωρίας.Αλλά ο Λένιν χάθηκε τόσο πρόωρα και η αρώστια καταβάλλει τον άθρωπο σωματικά και ψυχικά.Όμως έκανε ήδη πάρα πολλά.Όπως είπε και ο ίδιος άνοιξε ένα δρόμο,για να πάνε άλλοι παραπέρα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤον Άρη, τον Μπελογιάννη και τον Πλουμπίδη τους μπορούν και αξίζει να αναφέρουν ως σύμβολα θάρρους, ανυποχώρητης στάσης και συνέπειας οι πραγματικοί αγωνιστές, οι άνθρωποι που είναι όρθιοι. Όχι οι προσκυνημένοι και τα γιουσουφάκια, μην τρελλαθούμε κιόλας
ΑπάντησηΔιαγραφή