Οδεύουμε στην πιο κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση από την εποχή του εμφυλίου πολέμου. Ο «ξένος παράγοντας» και οι εγχώριοι εντολοδόχοι του έχουν επιβάλει τέτοια «σιωπή των αμνών» στο δημόσιο διάλογο, που άλλες φορές θα χρειάζονταν τανκς, στρατοδίκες και λογοκριτές. Σήμερα αρκεί η διακομματική συναίνεση κι ένα από τα πιο ανελεύθερα συστήματα αμόρφωτης δημοσιογραφίας παγκόσμια.
Καμιά από τις ηγεσίες της συμπολίτευσης και της αντιπολίτευσης
δεν θέλει τον ανοιχτό διάλογο με την κοινωνία και τους πολίτες. Προτιμά τον
κομματικό μονόλογο γιατί, βεβαίως, ελλείψει πατριωτισμού και στοιχειώδους
δημοκρατικής ευαισθησίας, ανθεί η καλλιέργεια του κομματικού πατριωτισμού, του
κομματικά αγελαίου εθνισμού, ο οποίος για να παραφράσουμε τον Σάμιουελ Τζόνσον,
«δεν είναι παρά το τελευταίο καταφύγιο των παλιανθρώπων».
Να γιατί κανένα από τα κόμματα της βουλής, μηδενός
εξαιρουμένου, δεν θέτει την ανάγκη ανοιχτού, δημόσιου διαλόγου για τα μεγάλα
ζητήματα που στοιχειώνουν τη χώρα. Αρκούνται να καταγγέλλουν τα μέσα μαζικής
εξαπάτησης, όχι για την διεξαγωγή ψυχολογικού πολέμου σε βάρος της κοινωνίας
και φίμωσης κάθε «αιρετικής» φωνής, αλλά αποκλειστικά για να διεκδικήσουν περισσότερο
χρόνο όχι περί πάτρης, αλλά περί πάρτης. Περισσότερο χρόνο για κομματικούς
μονόλογους.
Όλοι βολεύονται με την «σιωπή των αμνών» γιατί έτσι δεν συζητιέται
επί της ουσίας κανένα από τα κορυφαία θέματα που μαστίζουν τους πολίτες και την
κοινωνία, ώστε να αναμετρηθούν επιχειρήματα και πολιτικές. Άλλωστε δεν έχουν να
πουν απολύτως τίποτε, δεν έχουν να προσφέρουν καμιά άμεση εναλλακτική λύση προς
όφελος των πολλών.
Κι έτσι προτιμούν τη μάχη των εντυπώσεων και την αναμέτρηση του φαίνεσθαι. Μακριά από την ουσία.
Ένα από τα πιο απαγορευμένα θέματα είναι αυτό του αποκαλούμενου
δημοσίου χρέους. Το λέμε έτσι γιατί έχει πάψει να είναι «δημόσιο χρέος» από την
εποχή της επιβολής του πρώτου μνημονίου. Μετατράπηκε σε κρατικό χρέος, διότι
μέσω του κράτους χρησιμοποιείται ως μηχανισμός επιβολής συνθηκών πεονίας,
δηλαδή δουλοπαροικίας του χρέους για ολόκληρο το λαό.
Όποιος γνωρίζει απλή αριθμητική μπορεί εύκολα να αντιληφθεί
ότι το κρατικό χρέος δεν είναι «βιώσιμο», ή, πιο σωστά, δεν είναι εξυπηρετήσιμο.
Κι επομένως αν δεν απαλλαγούμε από δαύτο, μαζί με όλα τα συνεπακόλουθα που έφερε
το μνημονιακό καθεστώς, τότε πολύ απλά η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να βγει με
κανένα τρόπο από το φαύλο κύκλο της χρεοκοπίας, στον οποίο έχει καταδικαστεί
εσαεί. Ούτε φυσικά θα μπορέσει ποτέ να ανακάμψει για να ανοικοδομηθεί προς όφελος
του λαού της.
Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία των χρεοκοπιών της Ελλάδας, που
η χώρα τελεί υπό τον απόλυτο έλεγχο των δανειστών και οι κυβερνήσεις συνεχίζουν
να εξυπηρετούν το χρέος με ότι σημαίνει αυτό για την κοινωνία και την
οικονομία. Κι αυτό συμβαίνει γιατί για πρώτη φορά οι κυβερνήσεις που οδήγησαν
στην χρεοκοπία την Ελλάδα αρνήθηκαν να προχωρήσουν σε προσωρινή έστω παύση
πληρωμών προς τους δανειστές.
Κάτι που έγινε το 1827 όταν η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας και
λίγο αργότερα ο κυβερνήτης Καποδίστριας κήρυξαν μονομερώς παύση πληρωμών προς τα
αποκαλούμενα ανοήτως και ψευδώς «δάνεια της ανεξαρτησίας». Ο Όθωνας και οι
Βαυαροί αντιβασιλείς αργότερα συνέχισαν να μην αναγνωρίζουν τα δάνεια αυτά και δεν
δέχονται να τα εξυπηρετούν. Έστω κι αν οδήγησαν τη χώρα σε νέα χρεοκοπία το
1844, δηλώνοντας αδυναμία να εξυπηρετήσουν το δάνειο των «Μεγάλων Δυνάμεων», το
οποίο συνόδευσε τον Όθωνα στην ανάληψη του θρόνου της Ελλάδας.
Και μπορεί το 1855-56 η χώρα να τέθηκε υπό κατοχή από τους αγγλογάλλους
πεζοναύτες προκειμένου να αναγνωρίσει κυβέρνηση και θρόνος, τα χρέη της Ελλάδας
– συμπεριλαμβανομένων και των «δανείων της ανεξαρτησίας» – αλλά ουσιαστικά η
επανάληψη της τακτικής εξυπηρέτησης τους άρχισε μετά το 1865. Κι αυτό γιατί τότε με την ένταξη της χώρας στη
λεγόμενη Λατινική Νομισματική Ένωση, όπου κυριαρχούσε το Γαλλικό χρυσό φράγκο, άρχισε
να βρίσκει νέα δάνεια για να πληρώνει τα παλιά.
Κι ενώ ο συνδυασμός αυτός της επιβολής του «κοινού νομίσματος»
της Λατινικής Ένωσης και η εκτίναξη του δανεισμού, οδήγησε στη χρεοκοπία του «δυστυχώς
επτωχεύσαμεν» του 1894, οι κυβερνήσεις της Ελλάδας κήρυξαν ξανά μονομερή παύση
πληρωμών προς τους ξένους δανειστές και αρνήθηκαν να εκχωρήσουν την κυριαρχία της
χώρας. Χρειάστηκε ο άτιμος πόλεμος του 1897, μεθοδευμένος από την ξένη
διπλωματία και το Παλάτι, προκειμένου η χώρα – μετά την προδοσία της – να οδηγηθεί
στην εξυπηρέτηση του χρέους υπό καθεστώς ασφυκτικού Διεθνούς Οικονομικού
Ελέγχου (1898-1909).
Με την επανάσταση του «στρατόλαου» το 1909, ο Διεθνής
Οικονομικός Έλεγχος ενώ δεν έπαψε να υπάρχει, κρύφτηκε στο παρασκήνιο και οι αποικιοκρατικές
παρεμβάσεις του στην καθημερινότητα της κρατικής διοίκησης, περιορίστηκαν στα
διπλωματικά τελεσίγραφα των πρεσβευτών. Έτσι κατόρθωσε η χώρα μας να
προετοιμαστεί για τους Βαλκανικούς πολέμους και την απελευθέρωση των υπόδουλων
αδελφών από τους Οθωμανούς το 1912. Και τους διεξήγαγε σε συμμαχία με τους άλλους
Βαλκάνιους, αρνούμενη να εξυπηρετήσει το βασικό όγκο των εξωτερικών της χρεών, προκειμένου
να χρηματοδοτήσει την πολεμική προσπάθεια, αλλά και χωρίς να ακολουθήσει τις προσταγές
των βασικών δανειστών της, που δεν ήθελαν με τίποτε το διαμελισμό του
Οθωμανικού κράτους.
Ο εθνικός διχασμός που ακολούθησε, καθώς και η συμμετοχή σ’
έναν ακόμη άτιμο πόλεμο, όπως αντιλαμβανόταν μέγα μέρος του ελληνικού λαού τον
πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, φόρτωσαν με καινούργια χρέη την Ελλάδα. Η Ελλάδα του
μεσοπολέμου οδηγήθηκε πολύ γρήγορα στη χρεοκοπία, η οποία επήλθε λόγω της «νομισματικής
σταθερότητας» με τη χρυσή δραχμή. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος αρνήθηκε να ακούσει τους
σημαντικότερους οικονομολόγους της εποχής – ανάμεσά τους και τον πρώτο διοικητή
της Τραπέζης της Ελλάδος Αλέξανδρο Διομήδη – που του συνιστούσαν τουλάχιστον
από το 1928 να εγκαταλείψει τη χρυσή δραχμή και να κηρύξει μονομερώς παύση
πληρωμών προς τους ξένους δανειστές.
Τελικά, ο Βενιζέλος υποχρεώθηκε να το κάνει το 1932 όταν τα χρυσά αποθέματα της χώρας εξανεμίστηκαν και η κυβέρνησή του αδυνατούσε να βρει νέα δάνεια στο εξωτερικό για να εξυπηρετήσει τα παλιά. Είχε επέλθει το κραχ του 1929, η Βρετανία ήταν από τους πρώτους που εγκατέλειψε το χρυσό κανόνα και δεν βρισκόταν κανένας – ούτε η Κοινωνία των Εθνών – να δανείσει εκ νέου την Ελλάδα.
Τότε ο Βενιζέλος είπε το περίφημο «χρεωκοπώμεν, αλλά δεν θα χαθώμεν». Προχώρησε μονομερώς στην
κήρυξη πενταετούς μορατόριουμ στην εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους της Ελλάδας.
Εγκατέλειψε τη χρυσή δραχμή και εξέδωσε τη χάρτινη. Περιόρισε στο μισό τις εισαγωγές
της χώρας, διευκολύνοντας την εγχώρια παραγωγή να ακολουθήσει πολιτική αντικατάστασης
των εισαγωγών σε βασικά είδη.
Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας που μετατρέπεται σε παλλαϊκό-πανεθνικό
αίτημα το «ούτε δραχμή στους ξένους τοκογλύφους». Το αίτημα αυτό διαπερνά
οριζόντια τόσο τη δεξιά της εποχής – μοναρχική και φιλελεύθερη – όπως και την
επαναστατική αριστερά. Το γεγονός αυτό δεν επέτρεψε έως το 1936 σε καμιά
ελληνική κυβέρνηση να αποδεχθεί τα αιτήματα των ξένων δανειστών. Κι έτσι οι
συναντήσεις διαπραγμάτευσης με τους ξένους ομολογιούχους κατέληγαν άκαρπες.
Χρειάστηκε η δικτατορία του Μεταξά τον Αύγουστο του 1936, που
την επέβαλε ο βασιλιάς με τις πλάτες των Βρετανών, προκειμένου να ηττηθεί –
έστω προσωρινά – το λαϊκό αίτημα. Όμως, ακόμη και η δικτατορία της 4ης
Αυγούστου δεν τόλμησε να επαναφέρει την πλήρη εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους.
Συμφώνησε μόνο να καταβάλει το 45% των προβλεπόμενων τοκοχρεολυσίων κατ’ έτος.
Κάτι που στοίχισε στην αμυντική και παραγωγική θωράκιση της χώρας μπροστά στον
επερχόμενο νέο παγκόσμιο πόλεμο.
Μετά τον πόλεμο, η κυβέρνηση της Εθνικής Ενότητας που
δημιουργήθηκε στη βάση της συμφωνίας του Λιβάνου το 1944, θεώρησε αδιανόητο να
επιβαρυνθεί η κατεστραμμένη Ελλάδα με το προπολεμικό χρέος. Ήταν τόσο πάνδημη
απαίτηση, που αρχικά οι Βρετανοί υποχώρησαν και υποσχέθηκαν ότι η Ελλάδα δεν θα
επιστρέψει στην εξυπηρέτηση του προπολεμικού χρέους.
Παρά την υπόσχεσή της η Βρετανία, ποτέ δεν δέχθηκε να
αποσυρθεί από τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο και να διαγράψει τις απαιτήσεις της έναντι
της Ελλάδας. Μόνο η Γαλλία του Ντε Γκολ το 1945 μονομερώς απεμπόλησε οριστικά τις
απαιτήσεις της από το ελληνικό προπολεμικό χρέος. Η Ρωσία το είχε κάνει ήδη για
το σύνολο των τσαρικών απαιτήσεων έναντι της Ελλάδας ήδη από το 1918, όταν την
εξουσία κατέλαβαν οι μπολσεβίκοι.
Τα Δεκεμβριανά και ο εμφύλιος έγιναν – εκτός όλων των άλλων –
προκειμένου οι Βρετανοί πρώτα και οι Αμερικανοί λίγο αργότερα να κρατήσουν τον
έλεγχο των δημοσιονομικών της χώρας, επιβάλλοντας εκ νέου καθεστώς εξάρτησης
από το ξένο κεφάλαιο. Κι έτσι καμιά μεταβαρκιαζινή κυβέρνηση δεν τόλμησε να
απαιτήσει τη διαγραφή του προπολεμικού χρέους της Ελλάδας, στο οποίο γρήγορα προστέθηκαν
τα χρέη από το Σχέδιο Μάρσαλ και την «Αμερικανική Βοήθεια».
Παρ’ όλα αυτά καμιά κυβέρνηση πριν, κατά τη διάρκεια και μετά
τον εμφύλιο δεν τόλμησε να αναλάβει εκ νέου την εξυπηρέτηση του προπολεμικού
χρέους. Ο αγώνας για εθνική ανεξαρτησία εκείνη την εποχή κορυφωνόταν
αγκαλιάζοντας την πλειοψηφία του ελληνικού λαού, τέμνοντας οριζόντια τις πολιτικές
παρατάξεις της μετεμφυλιακής Ελλάδας.
Η κυβέρνηση που τόλμησε πρώτη να επαναφέρει τις προπολεμικές
οφειλές ήταν εκείνη της ΕΡΕ (Καραμανλής πρωθυπουργός). Το 1961 και με άλλοθι τη
σύνδεση της Ελλάδας με τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες – εναντίον της οποίας τότε
στεκόταν η μεγάλη πλειοψηφία του πολιτικού κόσμου σε δεξιά, κέντρο και
αριστερά, αλλά και του παραγωγικού κόσμου, ιδίως οι σύνδεσμοι της βιοτεχνίας
και της βιομηχανίας – η κυβέρνηση Καραμανλή αναγνωρίζει το προπολεμικό χρέος
στο σύνολό του. Ακόμη κι εκείνο των χωρών που είχαν διαγράψει τις απαιτήσεις τους
έναντι της Ελλάδας, όπως π.χ. της Γαλλίας.
Η τότε κυβέρνηση Καραμανλή προχώρησε σε ρύθμιση του αναγνωρισμένου
προπολεμικού χρέους σε χρυσά δολάρια. Τη σύμβαση με τους κατόχους ομολογιών
ελληνικού χρέους την κύρωσε στη βουλή, παρά τη θυελλώδη αντίδραση του συνόλου της
αντιπολίτευσης. Όμως δεν κατόρθωσε να τη θέσει σε εφαρμογή λόγω της παλλαϊκής
αντίδρασης.
Η πράξη αυτή ήταν και η ταφόπλακά της ΕΡΕ. Η επικράτηση της Ένωσης
Κέντρου το 1964 με το παλιό εαμικό σύνθημα «λαοκρατία», που συνεπήρε την
απόλυτη πλειοψηφία του εκλογικού σώματος, εμπεριείχε και το αίτημα της κατάργησης
της επονείδιστης σύμβασης αναγνώρισης του προπολεμικού χρέους.
Ωστόσο, ο πατήρ Μητσοτάκης υπουργός οικονομικών της νέας κυβέρνησης
και κάτοχος ομολόγων του προπολεμικού χρέους, μαζί με το Παλάτι και μια μερικές
άλλες δυναστείες ολιγαρχών, που όλοι μαζί κατείχαν το 30% του συνόλου των ξένων
ομολογιών, τι έκανε; Αντί να καταγγείλει την σύμβαση αναγνώρισης του Καραμανλή,
όπως προέβλεπε η προεκλογική δέσμευση της Ένωσης Κέντρου, την επαναδιαπραγματεύθηκε
και την έκανε πολύ χειρότερη. Με γνώμονα πάντα το ιδιωτικό συμφέρον.
Η νέα σύμβαση αναγνώρισης του προπολεμικού χρέους προέβλεπε την
ονομαστική του αξία σε χρυσές λίρες στερλίνες, επιβαρύνοντας ακόμη περισσότερο
την εξυπηρέτησή του, αλλά και 70% επιπλέον της ονομαστικής του αξίας ως
αποζημίωση «πιστωτικού κινδύνου» στους κατόχους των ομολόγων. Η συγκεκριμένη
σύμβαση αν και πέρασε με ισχνή πλειοψηφία από τη Βουλή – μιας και την
καταψήφισαν ακόμη και κυβερνητικοί βουλευτές – αλλά ποτέ δεν εφαρμόστηκε γιατί
την πρόλαβαν τα Ιουλιανά του 1965 και ο ξεσηκωμός του λαού.
Ο Μητσοτάκης είχε πολλούς λόγους να προσχωρήσει στο βασιλικό
πραξικόπημα και στην αποστασία του 1965. Ένας απ’ αυτούς ήταν η επικερδής για
τον ίδιο, το Παλάτι, τους ολιγάρχες και τον ξένο παράγοντα νέα σύμβαση
αναγνώρισης του προπολεμικού χρέους.
Παρ’ όλα αυτά, χρειάστηκε η επιβολή της χούντας για να
ξεκινήσει η εξυπηρέτηση του προπολεμικού χρέους. Πράγμα που συνεχίστηκε ακάθεκτα
και κατά την μεταπολίτευση, θέτοντας ουσιαστικά – μαζί με όλα τα άλλα χρέη – το
θεμέλιο λίθο της χρεοκοπίας του 2009.
Τι παρατηρούμε από αυτή τη σύντομη περιγραφή της ιστορίας των χρεωκοπιών
της Ελλάδας;
Πρώτο: το κρατικό χρέος δεν είναι ένα απλό δημοσιονομικό
μέγεθος δούναι-λαβείν του κρατικού προϋπολογισμού. Αντίθετα είναι πρωτίστως ένα
πολιτικό μέγεθος. Εξαρτάται δηλαδή καθοριστικά από τις πολιτικές αποφάσεις και
τον τρόπο διακυβέρνησης της χώρας. Δεν υπάρχουν μονόδρομοι, εκτός από εκείνους
που εξυπηρετούν εχθρικά για την πατρίδα και τον λαό συμφέροντα.
Δεύτερο: Οι κυβερνήσεις που οδηγούσαν κάθε φορά σε χρεοκοπία την
Ελλάδα, αναγνώριζαν τουλάχιστον το προφανές. Ότι είναι αδύνατο να βγει από τη
χρεοκοπία, ακόμη και τύποις, μια χώρα – ειδικά όταν πρόκειται για μια χώρα
χωρίς ισχυρές παραγωγικές δομές, σαν την Ελλάδα – χωρίς μονομερή παύση πληρωμών
προς τους δανειστές για ένα έστω περιορισμένο χρονικό διάστημα.
Τρίτο: Οι εκχωρήσεις κυριαρχίας προς όφελος των ξένων
δανειστών, ιδίως των αποκαλούμενων φίλων, εταίρων και συμμάχων μας, δεν
επιβλήθηκαν χωρίς πολέμους και ανοικτές δικτατορίες.
Μόνο σ’ αυτήν την 5η και χειρότερη χρεοκοπία το
πολιτικό προσωπικό της χώρας αρνήθηκε και αρνείται πεισματικά να προχωρήσει σε
μονομερή παύση πληρωμών προς τους δανειστές. Εκχωρώντας την εθνική κυριαρχία και
το συνταγματικά κατοχυρωμένο δημοκρατικό πολίτευμα χωρίς να πέσει ντουφεκιά,
χωρίς την παραμικρή αντίσταση. Έστω για την τιμή των όπλων.
Αντίθετα, προσπαθούν να μας πείσουν πώς ότι ίσχυε επί δυο
σχεδόν αιώνες για την φτωχή Ελλάδα και οι κυβερνήσεις της – ακόμη και οι πιο αδύναμες,
φοβικές και εθελόδουλες θεωρούσαν ως προφανές – έπρατταν ως προφανές, δεν ισχύει
σήμερα. Για κάποιον περίεργο και τερατώδη λόγο η Ελλάδα σήμερα και πρωτίστως ο
λαός της, οφείλει να αποδεχθεί ότι έχει πολύ λιγότερες επιλογές, δικαιώματα και
εναλλακτικές απ’ ότι σ’ όλα τα προηγούμενα 200 χρόνια της ιστορίας της.
Κι αυτοί που τα ισχυρίζονται όλα αυτά, ζητούν τη ψήφο μας γιατί
κατόρθωσαν να επιβάλουν στο λαό και την πατρίδα μας πράγματα, που μόνο ξένοι
καταχτητές και στυγεροί δικτάτορες κατόρθωσαν στο παρελθόν. Κι αυτό το
κατάφεραν μόνο για λίγα χρόνια. Πολύ λιγότερα απ’ όσο διαρκεί η σημερινή
τραγωδία και η ελεγχόμενη από τους ξένους δανειστές χρεωκοπία της χώρας μας.
Τι θα χρειαστεί για να ανοίξουμε τα μάτια μας και να τους τελειώσουμε,
πριν μας τελειώσουν;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου