Ο ιστορικός και αγωνιστής της παλιγγενεσίας Κωνσταντίνος Κούμας περιέγραφε την κατάσταση του έθνους των Ελλήνων υπό την τυραννία του Σουλτάνου ως εξής: «Το Ελληνικόν έθνος, με όλας τας δυστυχίας, τας οποίας υπέφερνεν από τον κύριόν του , έμενε πάντοτε ήσυχον, και απέδιδε την παρούσαν του τύχην εις τας ανερμηνεύτους βουλάς της θείας προνοίας. Επεμελείτο την εμπορίαν και τα εργόχειρά του δια να αντιπαλαίη με το αργύριον τας νομίμους και παρανόμους αργυρολογήσεις των κρατούντων, και έχαιρεν οσάκις ηδύνατο να εορτάζη ησύχως τας λαμπροτέρας των εορτών του… Ουδέ ίχνος επαναστατικής εννοίας δεν ευρίσκετο εις καμμίαν φρονίμην κεφαλήν… Ήσαν και πολλοί θρησκευτικοί, οίτινες εκ ζήλου εκκλησιαστικού εδίδασκαν, ότι η θεία πρόνοια μας υπέβαλεν εις το Οθωμανικόν σκήπτρον δια να μας φυλάξη δι' αυτού από τας αιρέσεις και από την είς χριστιανικάς τινας χώρας εμφιλοχωρήσασαν αδιαφορίαν περί τα θεία.»1
Ποιος στ’ αλήθεια είναι τόσο αδιάφορος, ή ανόητος που δεν θα
δει στην περιγραφή αυτή την κατάσταση του έθνους των Ελλήνων σήμερα; Δεν
χρειάζεται Σουλτάνος για να είμαστε και να λειτουργούμε ως ραγιάδες. Αρκεί να
προσκυνάμε τους εκάστοτε κρατούντες. Αρκεί να κοιτάμε τη δουλίτσα μας, το
μεροδούλι-μεροφάι μας, ή πώς να την βολέψουμε, παρ’ όλες τις απανωτές
δυστυχίες, τραγωδίες και παθήματα από τις κυρίαρχες επιλογές της εξουσίας.
Άλλωστε ο ραγιαδισμός θεμελιωνόταν ανέκαθεν στην πεποίθηση ότι οι βουλές των κρατούντων, οι επιλογές τους, η κατάσταση που επιβάλουν, όσο θανάσιμη κι αν είναι για τους υπεξούσιούς τους, δεν είναι παρά μονόδρομος. Είναι το ίδιο αναπόδραστη, όσο και η θεία πρόνοια.
Το έθνος μας δεν απέκτησε υπόσταση και ιστορική προοπτική,
παρά μόνο όταν ξεσηκώθηκε ενάντια στο ραγιαδισμό. «Βασίλη, κάτσε φρόνιμα, να
γένεις νοικοκύρης,» έλεγε το γνωστό δημοτικό άσμα που τραγουδούσαν οι υποτελείς
του Σουλτανάτου πολλά χρόνια πριν την επανάσταση του 1821, για να απαντήσει ο
Βασίλης: «Μάνα μου εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης, να κάμω αμπελοχώραφα,
κοπέλια να δουλεύουν, και να ‘μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι στους γερόντους.»
Έτσι αναγεννήθηκε ο παλιός ηρωισμός των Ελλήνων. Ο ίδιος που
τους διέκρινε κατά τους αρχαίους χρόνους όπου η γενναιότητά τους ήταν ξακουστή
και οφειλόταν, καθώς έλεγε ο Ιπποκράτης, στο γεγονός ότι δεν δεσπόζονταν,
δηλαδή, δεν ανέχονταν να είναι υποτελείς σε δεσπότες, βασιλείς και κάθε λογής κρατούντες.
Και ναι, είναι αλήθεια, δεν λευτερωθήκαμε όπως ονειρεύονταν
και θέλανε οι πρόγονοί μας τότε. Ναι, δεν κατορθώσαμε να αποκτήσουμε μια
λεύτερη και αληθινά δημοκρατική πολιτεία, όπου αφεντικό θα είναι ο λαός μας,
δηλαδή εμείς οι ίδιοι. Όχι στα λόγια, όχι δια της αναθέσεως, όχι υποτελείς του
πιο διεφθαρμένου και επιτήδειου πολιτικού προσωπικού που έχει υπάρξει ποτέ
ιστορικά διεθνώς. Αλλά απευθείας στην πράξη όπου ο πολίτης ατομικά και
συλλογικά έχει τη δυνατότητα να συμμετέχει αποφασιστικά στα κέντρα λήψης των
αποφάσεων, τόσο για τα μεγάλα, όσο και για τα μικρά ζητήματα της ζωής του. Όπου
υπέρτατος νόμος είναι το συμφέρον, τα δικαιώματα και η ευημερία των πολλών και
κυρίως των πιο αδύναμων.
Ναι λοιπόν δεν κατορθώσαμε να λευτερωθούμε, γιατί
ανταλλάξαμε του παλιούς κρατούντες με καινούργιους. Το ίδιο αδίστακτους όπως
και τότε. Μόνο που σήμερα έχουμε το δικαίωμα να αισθανόμαστε συνένοχοί τους,
γιατί τους ψηφίζουμε, γιατί – όπως θεωρούν οι μαλθακοί των πνεύματι – μας
παρέχουν τη δυνατότητα να τους επιλέγουμε. Είμαστε δηλαδή ραγιάδες από επιλογή.
Ή έτσι μας λένε.
Κι επειδή όλοι ίδιοι είναι, ή έτσι πρέπει να πιστεύουμε, δεν
έχουμε παρά να επιλέξουμε από τον ίδιο οπωρώνα, τα ίδια σκουληκιασμένα φρούτα
από τα ίδια άθλια καλάθια που αναδύουν την ίδια σαπίλα. Δεν υπάρχει άλλη
επιλογή.
Così è, se vi pare, δηλαδή, έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε!
Κι αν όλοι λένε ψέματα, όλοι είναι απατεώνες, όλοι άλλα λένε,
κι άλλα κάνουν όταν εκλεγούν, όλοι τα παίρνουν, ή θέλουν να τα πάρουν, όλοι
βλέπουν το κράτος ως φέουδο και την πολιτική με όρους βουλιμικής μανίας, ή
πλουτισμού, τότε γιατί να μην ψηφίσουμε τους ίδιους που είναι δοκιμασμένοι και
ξέρουν τη δουλειά; Άλλωστε έχουμε με πιο σοβαρά πράγματα να ασχοληθούμε από το
ποιος θα μας κυβερνά!
Στο κάτω-κάτω της γραφής «πολιτική χωρίς χρήμα δεν γίνεται»,
όπως μου εκμυστηρεύτηκε λίαν προσφάτως βουλευτής της αριστεράς, η οποία
αποχώρησε από κόμμα της ελάσσονος αντιπολίτευσης, για να επανενταχθεί τελικά στο
κόμμα του κ. Τσίπρα. Πρόκειται για μια κλασσική υποτροπή της ενδημικής
ασθένειας του κοινοβουλευτικού κρετινισμού, από την οποία κανείς – εξ όσων
γνωρίζω – αναδειχθείς έστω και μια φορά σε κοινοβουλευτικό θώκο δεν απέφυγε.
Και να φανταστεί κανείς ότι η ιστορία έχει αποδείξει το
ακριβώς αντίθετο. Δεν υπάρχει ίχνος προοδευτική εξέλιξης στον τόπο μας, αλλά
και διεθνώς. Δεν υπάρχει ούτε ένα βήμα προς τα μπρος που να επιτεύχθηκε, ή να
οφείλεται στην από καθέδρας πολιτική. Όλες οι πρόοδοι του λαού και της
ανθρωπότητας οφείλονται είτε έστω εδράζονται στην «πολιτική του πεζοδρομίου»,
στην πολιτική που ασκείται όχι απλά για τον λαό, αλλά από τον ίδιο τον λαό
πρωτογενώς και με την άμεση συνδρομή του ίδιου του λαού. Όχι όποτε του επιτρέπουν
οι επαγγελματίες της πολιτικής αγυρτείας να εκφραστεί δια της ψήφου, αλλά μέσα
από τη δική του μαζική κινητοποίηση.
Όχι υπό τη δικτατορία, ή έστω τον έλεγχο του όποιου κόμματος,
αλλά πρωτογενώς, από τα κάτω, μέσα από την ελεύθερη ζύμωση όλων με όλους μέσα
στις ίδιες τις τάξεις του λαού. Μόνο έτσι μπορεί να αναδειχθεί το κύριο, αυτό
που μπορεί να ενώσει ως άμεσο αίτημα την μεγάλη πλειοψηφία του λαού απέναντι
στην εκάστοτε εξουσία, υπερβαίνοντας υπαρκτές διαιρέσεις και δίνοντας δύναμη
στους αδύναμους για να επιβάλουν το δίκιο τους. Και τότε δεν υπάρχει τίποτε που
να μην μπορεί να γίνει. Τίποτε απολύτως.
Όμως για να γίνει αυτό, θα πρέπει αναγκαστικά να υπάρχουν
εκείνοι που επενδύουν την ίδια τη ζωή τους στην πολιτική χωρίς χρήμα, στην
πολιτική όχι του κοινοβουλίου, αλλά του πεζοδρομίου. Εκείνη δηλαδή που δεν
συμβιβάζεται με ένα ολόκληρο σύστημα διαπλοκής με μεγάλα συμφέροντα της
αλλοδαπής και της ημεδαπής, μέσω των οποίων τα κόμματα και οι ηγεσίες τους
συντηρούν ολόκληρες κλίκες, αν όχι συμμορίες, αργόμισθων μέσω χρηματοδοτήσεων
με δανεικά κι αγύριστα και κάθε λογής εξαρτήσεις.
1.
Κ. Μ. Κούμα, Ιστορίαι
των Ανθρωπίνων Πράξεων, τόμος Δωδέκατος. Εν Βιέννη της Αυστρίας, 1832, σ.
599-600
*Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στην Πένα τεύχος Φεβρουαρίου 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου