Η θεατρική παράσταση Άγριος Σπόρος στο θέατρο Επί Κολονώ ήταν για μένα μια ιδιαίτερα ευχάριστη έκπληξη. Επιτέλους ένα θεατρικό που μιλά για το σύγχρονο Έλληνα και την ζοφερή πραγματικότητα που βιώνει. Επιτέλους κάτι που δεν ανακυκλώνει χιλιοειπωμένα κλισέ άλλων εποχών, ούτε καταναλώνεται απλά στη διασκέδαση της ανίας του θεατή, όπως κάνει σχεδόν ολόκληρο το σινάφι των δήθεν προοδευτικών καλλιτεχνών της εποχής μας.
Το έργο του Γιάννη Τσίρου αναβιώνει, κατά τη γνώμη μου, με τον πιο έξοχο και σύγχρονο τρόπο την εν πολλοίς ξεχασμένη μεγάλη παράδοση της ελληνικής ηθογραφίας και του κριτικού ρεαλισμού, που γεννήθηκε με το Θάνο Βλέκα του Παύλου Καλλιγά το 1855. Είναι αυτή η ηθογραφία και ο κριτικός ρεαλισμός που γέννησε τη μεγάλη γενιά της λογοτεχνίας του μεσοπολέμου, στην ποίηση, το μυθιστόρημα, αλλά και το θέατρο.
Μια γενιά που ενέπνευσε έναν ολόκληρο λαό, κατοχύρωσε τη γλώσσα του, υπεράσπισε τα ήθη του και εξύψωσε τον αγνό πατριωτισμό του ως αντίδοτο σε μια εποχή εθνικού διχασμού, υποτέλειας και μεγάλων απειλών για την ίδια την επιβίωσή του. Μια γενιά που επιβίωσε όλων των ταραχών και των τραγωδιών, για να χαθεί κυριολεκτικά στην μεταπολίτευση. Την αντικατέστησε ο δυτικότροπος πιθηκισμός, η λεβαντίνικη πρόζα, ο χαβαλές ως σάτιρα ή δήθεν κωμωδία ηθών, μαζί με τη διατεταγμένη περιφρόνηση του ανατολίτη Έλληνα.
Ο Γιάννης Τσίρος έκανε την τομή. Έγραψε ένα θεατρικό που εδράζεται απόλυτα στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, αποφεύγοντας πολύ επιδέξια την παγίδα της φτηνής γελοιοποίησης του αρχέτυπου που χρησιμοποιεί. Ακροβατεί επιδέξια μεταξύ κωμωδίας και δράματος για να σκιαγραφήσει μια αρχετυπική μορφή του σύγχρονου Έλληνα, ο οποίος με μια αυθαίρετη καντίνα σε μια παραλία αγωνιά για τον καθημερινό αγώνα της επιβίωσης.
Ο Σταύρος έχει χοιροστάσιο και η μόνη επιλογή που του έχει απομείνει είναι να διαθέτει τα χοιρινά που ο ίδιος σφάζει ως souvlaki στους Ευρωπαίους τουρίστες της παραλίας του. Η μόνη άλλη επιλογή που είχε ήταν να φύγει για Αυστραλία ως σφαγέας, αλλά έμεινε να πολεμήσει για την επιβίωσή του μ' ένα αδίστακτο κράτος που δεν τον θέλει και δεν του αφήνει κανένα περιθώριο εναλλακτικής.
Η παράσταση ξεκινά με την περιγραφή της παραδοσιακής σφαγής του χοίρου, που γνωρίζουν όλοι όσοι έχουν ακόμη αναμνήσεις από τα παιδικά τους χρόνια στην επαρχία. Ένας τρόπος σφαγής που φυσικά δεν ταιριάζει στα εξευγενισμένα ήθη των Ευρωπαίων, οι οποίοι έχουν εθιστεί στα υποκατάστατα όλων των ειδών. Μέχρι το τέλος της παράστασης ο θεατής αναπόφευτκα θα αναρωτηθεί τελικά ποιός είναι ο σφαγέας και ποιός το σφακτό, ποιός είναι ο χοίρος;
Ο Σταύρος, ο κεντρικός ήρωας του έργου, δεν είναι παρά ένας σύγχρονος Θάνος Βλέκας. Η ίδια η επιβίωσή του βρίσκεται υπό την απόλυτη δικτατορία μιας απρόσιτης και παντελώς ξένης εξουσίας. Του δημάρχου, που παρά τα αναρίθμητα πεσκέσια αρνείται να του δώσει την άδεια της καντίνας. Της αστυνομικής αρχής, που σαν τον μοίραρχο του Βλέκα "εἶχεν ἴδιον σύστημα ἄξιον νὰ ἐμπνεύσῃ γενικὸν τρόμον". Και του Νόμου, από τον οποίο "δυστυχῶς τὰ δεινὰ τέρατα διέσχιζον τοὺς ἀραχναίους ἱστούς του, ἐν οἷς περιεπλέκοντο τὰ μικροσκοπικὰ ἔντομα, τὰ ὁποῖα δι' ἀφανοῦς καὶ συχνάκις κοπτομένου νήματος ἰσχνοτάτης κατηγορίας ἠγωνίζετο νὰ σύρῃ ἐντὸς τοῦ δρυφράκτου".
Μα πάνω απ' όλα η ζωή και η επιβίωση του Σταύρου εξαρτάται από τους πολιτισμένους Ευρωπαίους. Εκείνους δηλαδή που τον αντιμετωπίζουν σαν κάτι παρά φύση στον τόπο που αρέσκονται να παραθερίζουν κι εκείνος με την καντίνα και την ανάγκη του για επιβίωση, τους χαλά το ειδυλλιακό τοπίο.
Ο Σταύρος δεν έχει απλά μια αυθαίρετη καντίνα. Ολόκληρη η ζωή του είναι αυθαίρετη. Όπως των περισσότερων Ελλήνων σήμερα. Επιβιώνουν από τύχη και πανουργία στην ίδια την πατρίδα τους, στον ίδιο τον τόπο τους. Σ' έναν τόπο που οι Ευρωπαίοι θεωρούν ιδανικό μόνο για παραθερισμό. Αρκεί και οι Έλληνες να ξέρουν να συμβιώνουν με το ωραίο τοπίο, να γίνουν ένα μ' αυτό, να ταυτιστούν με την πανίδα και τη χλωρίδα του τόπου τους, ώστε να μην τους στεναχωρούν με τον αγώνα τους για επιβίωση.
Το έργο αποδίδει τον εσωτερικό διχασμό που βιώνουμε ιδίως σήμερα. Για τον Σταύρο και την κόρη του δεν είναι παρά ο τόπος τους. Εκεί όπου έζησαν ολόκληρη τη ζωή τους και έμαθαν να επιβιώνουν με όλα τα στραβά και τα καλά. Από την άλλη πρέπει να μάθουν να είναι αρεστοί στους Ευρωπαίους επισκέπτες, γιατί - όπως τους λέει σαφώς το όργανον της τάξεως - απ' αυτούς ζούμε. Η ιδεολογία του επαίτη, του λεβαντινοραγιά σ' όλο της το μεγαλείο.
Κι έτσι εκτυλίσσεται μια σύγκρουση που παίρνει - και είναι απολύτως λογικό να παίρνει - διαστάσεις μιας αναμέτρησης ολόκληρων πολιτισμών. Από τη μια ο πολιτισμός του βιοπαλαιστή Έλληνα, που παλεύει να διατηρήσει τον τρόπο ζωής που του αρέσει και του ταιριάζει στον τόπο που γεννήθηκε κι ανήκει. Να κρατήσει τις αρετές και τις αξίες του, το συναίσθημα και το ανοιχτόκαρδο της ζωής του μέσα από έναν κυκεώνα μαστροπείας, που του επιβάλλει το ίδιο το κράτος του.
Κι από την άλλη ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός των απόλυτων κλισέ και της βιομηχανικής ισοπέδωσης, που θεωρεί, από την προκάτ διατροφή του έως τα προκάτ συναισθήματά του, απόγειο της ανθρώπινης προόδου. Κι έτσι αντιμετωπίζει οτιδήποτε του είναι ξένο, χωρίς καμιά ανοχή, χωρίς κανενός είδους κατανόηση. Ούτε καν την κατανόηση με την οποία αντιμετωπίζουν οι φιλοζωικές οργανώσεις την μονάχους-μονάχους, ή την καρέτα-καρέτα.
Ο ιθαγενής οφείλει να εκπολιτιστεί σύμφωνα με τα πρότυπα των αποικιοκρατών Ευρωπαίων που από πολύ παλιά έχουν λάβει εντολή εξ Υψίστου να μας εκπολιτίσουν. Έστω και με όρους αληθινής γενοκτονίας. Αυτή τη σύγχρονη μορφή πολιτιστικής και κοινωνικής γενοκτονίας αντιμετωπίζει ο Σταύρος. Με τη βοήθεια ενός κράτους, που είναι φτιαγμένο κατ' εικόνα και ομοίωση των αποικιοκρατών.
Είναι αδύνατον για την πλειοψηφία των θεατών να μη διακρίνουν στις καταστάσεις που αντιμετωπίζει ο Σταύρος, στον τρόπο που αντιδρά και σκέφτεται, κάτι από δική τους προσωπική εμπειρία. Κάτι από την ίδια τη ζωή τους. Μόνο όποιος είναι ἀφρήτωρ ἀθέμιστος και ἀνέστιος - όπως έλεγε ο Όμηρος - δεν βρίσκει κάτι που να του θυμίζει τη δική του ζωή, τα δικά του σημερινά αδιέξοδα.
Το πόσο καλά δεμένη είναι η εξαίρετη σκηνοθεσία της Ελ. Σκότη με τις επίσης εξαίρετες ερμηνείες των τριών ηθοποιών της παράστασης και το ίδιο το έργο, φαίνεται από τη συγκίνηση που αποπνέει στο κοινό ο ίδιος ο Σταύρος. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Σταύρος είναι το αρχέτυπο του Έλληνα, που μας έχουν μάθει να λοιδορούμε. Έστω κι αν είναι ο άνθρωπος της διπλανής μας πόρτας. Έστω κι αν ενίοτε είναι ένα από τα προσφιλή μας πρόσωπα.
Μας έμαθαν να τον θεωρούμε απολίτιστο, χαμερπή και αντικείμενο γελοιοποίησης, μέσα από μια τέχνη που δεν ξέρει τίποτε άλλο εκτός από ευρωπαϊκά κονδύλια και αρπακτές. Κι αυτό ήταν κάτι που με ανησυχούσε πριν δω την παράσταση. Φοβήθηκα μήπως το έργο διολισθήσει στην πεπατημένη της γελοιοποίησης του Σταύρου με σκοπό να βγάλει εύκολο γέλιο. Συνταγή που την είδαμε να επαναλαμβάνεται δεκαετίες τώρα.
Το έργο δεν χαρίζεται στον Σταύρο, ούτε τον ηρωοποιεί. Δείχνει απλά τι πόνο και τι αδιέξοδο βιώνει ένας τέτοιος Έλληνας βιοπαλαιστής. Κι έτσι καταφέρνει να βγάλει συμπάθεια γι' αυτόν τον τυχοδιώκτη της βιοπάλης, να φέρει συγκίνηση στους θεατές, μόνο και μόνο αποτυπώνοντας με απαράμιλλη μαεστρία την αλήθεια της ζωής του.
Κι όπως είπαμε είναι αδύνατον να μην ταυτιστείς μαζί του. Είναι αδύνατον να μην θέλεις να φωνάξεις μαζί του κι εσύ στο τέλος της παράστασης ότι "είμαστε άγριος σπόρος, με άνθη, αλλά και με αγκάθια." Δεν θα τα καταφέρουν να μας ξεριζώσουν από τη γη μας, από τις παραλίες μας.
Η παράσταση με έπεισε ότι δεν έχει πεθάνει η αληθινά λαϊκή καλλιτεχνική δημιουργία. Το έργο του Γιάννη Τσίρου παραδίδει μαθήματα σ' όποιον θέλει να μάθει και να ξεφύγει από τον ευρωπαϊκό πιθηκισμό, του τι σημαίνει σύγχρονη γηγενής ηθογραφία και κριτικός ρεαλισμός. Ολόκληρη η δυναμική της παράστασης μιλά στην καρδιά και το νου του σύγχρονου Έλληνα που αναζητά την ταυτότητά του.
Ένα μεγάλο επίσης ατού της παράστασης είναι οι ερμηνείες των ηθοποιών. Επιχείρησα να δω την παράσταση όταν πρωταγωνιστούσε ο Τάκης Σπυριδάκης. Όταν κατόρθωσα επιτέλους να κλείσω εισιτήρια, με ειδοποίησαν ότι ο κ. Σπυριδάκης αρρώστησε και δεν μπορεί να συνεχίσει τις παραστάσεις. Με ρώτησαν αν εξακολουθούσα να θέλω τις κρατήσεις και με βαριά καρδιά είπα, ναι.
Πίστευα, ότι ο Τάκης Σπυριδάκης θα ήταν αναντικατάστατος στο συγκεκριμένο ρόλο. Ο κ. Σπυριδάκης έχει αναπτύξει έναν ιδιαίτερο τρόπο να υποδύεται το μέσο Έλληνα σήμερα κι αυτός θεωρούσα ότι ήταν ότι έπρεπε για τον συγκεκριμένο ρόλο. Πόσο έξω έπεσα.
Ο Στάθης Σταμουλακάτος που υποδύεται τον Σταύρο στη θέση του κ. Σπυριδάκη με εντυπωσίασε. Δεν έτυχε να τον γνωρίζω ως ηθοποιό και αυτό με έκανε να εντυπωσιαστώ ακόμη περισσότερο με την τέχνη του. Όχι μόνο δεν μιμήθηκε στο ελάχιστο τον προκάτοχό του, αλλά υποστήριξε τον ρόλο με έναν δικό του ξεχωριστό τρόπο που μιλάει κατευθείαν στη ψυχή του θεατή.
Όλη την ώρα της παράστασης ένιωθα πώς παρακολουθούσα σκηνές που είχα ζήσει στο προσφιλές μου περιβάλλον. Ανεξάρτητα από αυτά καθαυτά τα γεγονότα που συνιστούν την πλοκή του έργου.
Εξαίρετοι βέβαια είναι και οι άλλοι δυο ηθοποιοί. Στην κόρη του Σταύρου που ερμηνεύει η Ντ. Γιαννακοπούλου, είναι αδύνατον σαν γονιός να μην δεις στο πρόσωπό της το παιδί σου σήμερα. Όπως επίσης και ο Ηλ. Βαλάσης που υποδύεται τον μπάτσο με όλη τη κακόφημη σημασία της λέξης, που της έχει αποδώσει ο λαός μας. Η ερμηνεία όλων τους ήταν τόσο φυσική, ώστε σου έδινε την εντύπωση ότι απλά έπαιζαν τον εαυτό τους.
Σε όλα αυτά προφανώς οφείλεται και η εντυπωσιακή επιτυχία της παράστασης. Σε όλες τις ηλικίες. Μακάρι την παράσταση να τη δουν όλοι οι Έλληνες. Μακάρι να βρεθεί τρόπος ώστε η παράσταση αφού ολοκληρώσει τον κύκλος της στην Αθήνα, να γυρίσει όλη την Ελλάδα. Να πάει μέχρι και το τελευταίο χωριό. Είναι μια τονωτική ένεση που την χρειάζεται ο σύγχρονος Έλληνας όπου πατρίς, για να γλυτώσει από την κατάθλιψη και να το βάλει πείσμα ότι δεν θα παραδοθεί, ούτε θα ξαπλώσει σαν κοπρόσκυλο για να περιμένει το μοιραίο. Ούτε βέβαια θα επιτρέψει να γίνει οικόσιτος χοίρος των πολιτισμένων Γερμανών και Ευρωπαίων, έτοιμος για το σφαγείο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου