Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

ΚΡΙΣΗ


Πάτρα, 4/5/2010.
Όταν μιλάμε για κρίση σήμερα στην Ελλάδα, είτε το θέλουμε, είτε όχι, είμαστε υποχρεωμένοι να μιλήσουμε πρώτα απ’ όλα για το δημόσιο χρέος.
Γιατί αυτό;
Πρώτα και κύρια γιατί συνοψίζει την κρίση και τη χρεωκοπία του ελληνικού εξαρτημένου καπιταλισμού σήμερα. Ολόκληρο το σύστημα οικονομίας και πολιτικής σήμερα στην Ελλάδα έχει οδηγηθεί σε πλήρες αδιέξοδο και έχει αφεθεί κυριολεκτικά στις ορέξεις των διεθνών αγορών, των μεγάλων κερδοσκόπων και τοκογλύφων που ξέρουν πάντα πώς να εκμεταλλεύονται παρόμοιες καταστάσεις.

Δεύτερο, με το δημόσιο χρέος έχει επιβληθεί η χειρότερη αναδιανομή πλούτου που έχει γίνει ποτέ σε βάρος του λαού και της χώρας. Ενώ με την εξυπηρέτησή του έχει μετατραπεί σε βασικό μοχλό ανατροπής του συνόλου των ιστορικών κατακτήσεων της εργαζόμενης κοινωνίας στο επίπεδο των εργασιακών σχέσεων, των κοινωνικών δικαιωμάτων και της δημοκρατίας.
Τρίτο, στη βάση του χρέους επιχειρείται να παγιωθεί ένα πρωτόγνωρο καθεστώς γενικευμένης εκποίησης υπό την πολιτική εποπτεία της ΕΕ και την αποικιοκρατική κηδεμονία του ΔΝΤ. Η ίδια η χώρα έχει βγει στο σφυρί σε τιμή ευκαιρίας.
Η χώρα βρίσκεται ήδη από τις αρχές του 2009 υπό καθεστώς de facto χρεωκοπίας. Κι αυτό γιατί μαζί με την κορύφωση της παγκόσμιας κρίσης με το κραχ του φθινόπωρου του 2008 αποκαλύφθηκε η πλήρης αδυναμία του ελληνικού κράτους να αναχρηματοδοτήσει το χρέος του χωρίς να προσφύγει στη διεθνή αγορά ομολόγων.
Έτσι τον Ιανουάριο του 2009 η κυβέρνηση Καραμανλή αντιμετωπίζει έντονο πρόβλημα κάλυψης των νέων ομολόγων που εκδίδει για νέο δανεισμό. Οι διεθνείς αγορές μετά το κραχ δεν έδειχναν ενδιαφέρον για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα. Και πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι οι διεθνείς αγορές, κυρίως οι ευρωπαϊκές τράπεζες, κατέχουν πάνω από το 82% των ελληνικών ομολόγων.
Τότε ήταν που για πρώτη φορά η κυβέρνηση Καραμανλή πετά στα σκουπίδια το δόγμα της «ισχυρής Ελλάδας» που κληρονόμησε από τις κυβερνήσεις Σημίτη και άρχισε ξαφνικά να μιλά για «σοβαρή κρίση», για την «παγκόσμια κρίση που αρχίζει να πλήττει την Ελλάδα», κοκ.
Η αλήθεια, όμως, ήταν ότι η ελληνική οικονομία βρισκόταν ήδη στην τελευταία πράξη του δράματός της. Η κρίση που συντρίβει κυριολεκτικά την ελληνική οικονομία δεν ήρθε ξαφνικά από το εξωτερικό, δεν είναι εισαγόμενη, έστω κι αν έχει πια συνυφανθεί με την κρίση που πλήττει την παγκόσμια οικονομία του κεφαλαίου.
Η χώρα οδηγήθηκε συστηματικά στη χρεωκοπία όχι μέσα από κάποια σκοτεινή συνωμοσία, αλλά ως λογικό και αναπόφευκτο αποτέλεσμα ενός πολύ συγκεκριμένου τρόπου εξαρτημένης καπιταλιστικής ανάπτυξης. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 επιβλήθηκε στη χώρα ένα καταστροφικό μοντέλο «εξωστρεφούς» ανάπτυξης, ανοιχτό στις πιο ασύδοτες και μονοπωλιακές δυνάμεις των διεθνών αγορών. Ανοχύρωτη η χώρα και κλειδωμένη στον αυτόματο πιλότο της ΕΕ, οικοδόμησε μια παρασιτική οικονομία υπηρεσιών που αποτέλεσε και αποτελεί παράδεισο κερδοφορίας για το μεγάλο κεφάλαιο.
Η Ελλάδα ενώ αποτελεί το 2,7% του ΑΕΠ της ευρωζώνης, διαθέτει το χαμηλότερο δείκτη επενδύσεων, μόλις στο 0,3% των συνολικών επενδύσεων στην ευρωζώνης. Αντίθετα τα ιδιωτικά κέρδη που παράγει η οικονομία της Ελλάδας  υπερβαίνουν τα 5 % του συνόλου των ιδιωτικών κερδών που παράγει η ευρωζώνη ως σύνολο.
Για να στηριχθεί λοιπόν η κερδοφορία του μεγάλου κεφαλαίου και να διατηρήσει αυτά τα εξωφρενικά επίπεδα μέσα σε μια χειμαζόμενη οικονομία, στην οποία η αγοραστική δύναμη και η παραγωγική ικανότητα της οικονομίας συμπιέζονταν διαρκώς, χρειάστηκε η εκρηκτική επέκταση του δανεισμού. Και μάλιστα σ’ όλα τα επίπεδα.
Έτσι φτάσαμε σήμερα το μέσο νοικοκυριό να χρωστά το 70% του διαθέσιμου εισοδήματός του, οι τράπεζες να έχουν εξωτερικό χρέος που ξεπερνά το 52% του ΑΕΠ της χώρας και το δημόσιο χρέος να βρίσκεται στο 125% του ΑΕΠ της χώρας για το 2009. Όλα αυτά ήταν το αναγκαίο αποτέλεσμα ενός ολόκληρου τρόπου ανάπτυξης, που υπέταξε τη χώρα σε μια πλασματική (κυρίως δανειακή) επέκταση της εσωτερικής ζήτησης, η οποία στηρίχθηκε κυρίως στα εξής:
Πρώτο, στην αναγωγή ενός ολόκληρου συστήματος αγυρτείας και απάτης σε βασικό μοχλό της οικονομίας, μέσα από την προνομιακή ενίσχυση της κερδοσκοπίας στις χρηματαγορές, στην πιστωτική και χρηματιστική αγορά.
Δεύτερο, στη ραγδαία καταναλωτική επέκταση του κράτους μέσα από την πολιτική προμηθειών, την εκποίηση δημόσιας περιουσίας, τις ιδιωτικοποιήσεις, τα «μεγάλα έργα» και τα γνωστά «κοινοτικά πλαίσια στήριξης».
Τρίτο, στην υπερδιόγκωση του τομέα μη παραγωγικών υπηρεσιών, ιδιαίτερα του εμπορίου και της χρηματοπιστωτικής αγοράς, εις βάρος της παραγωγικής βάσης της οικονομίας.
Την τραγική εικόνα της ελληνικής οικονομίας ήρθε να συμπληρώσει η είσοδος στην ΟΝΕ και η επιβολή του ευρώ. Μπορεί η ΟΝΕ και το ευρώ να μην αποτελούν τις αιτίες των προβλημάτων και των αδιεξόδων της χώρας, αλλά είναι πλέον πασιφανές ότι λειτούργησαν καταλυτικά στη δραματική επιδείνωση της συνολικής κατάστασης. Λειτούργησαν σαν ασφυκτικός «κορσές», που προκαλεί ασφυξία στην οικονομία και την κοινωνία, σαν θανάσιμος «βρόγχος» στο λαιμό μιας ήδη προβληματικής και εντελώς εξασθενημένης οικονομίας.
Η έλευση του ευρώ μαζί με τις πολιτικές που εφαρμόστηκαν και συνεχίζουν να εφαρμόζονται μετέτρεψαν τη χώρα σε παράδεισο χρηματοπιστωτικής αγυρτείας κυρίως από διεθνείς θεσμικούς επενδυτές και τράπεζες. Ενώ σε συνδυασμό με την απευθείας κρατική τόνωση της πιο απροκάλυπτης κερδοσκοπίας μέσα από την προώθηση επενδύσεων «κοινοτικής επιχορήγησης» και τις γνωστές εργολαβίες των «μεγάλων έργων», η οικονομία της χώρας έχει μεταβληθεί σε προνομιακή σφαίρα τοποθέτησης των πιο κερδοσκοπικών, των πιο παρασιτικών κεφαλαίων διεθνώς.
Ποιος ήταν ο κερδισμένος από την είσοδό μας στην ΟΝΕ; Μια μικρή οικονομική και πολιτική ολιγαρχία που είναι στενότατα συνδεδεμένη με διεθνείς κύκλους τραπεζικής και χρηματιστικής κερδοσκοπίας, η οποία με το ευρώ μπορούσε πια ελεύθερα να μεταφέρει στο εξωτερικό τον πλούτο που λεηλατούσε από τη χώρα και το λαό της.
Έτσι στα τέλη του 2009 το σύνολο των κεφαλαίων από κατοίκους της Ελλάδας που βρισκόταν σε κερδοσκοπικές τοποθετήσεις στο εξωτερικό (μετοχές, ομόλογα, παράγωγα, κλπ.) ανερχόταν στα 200 δις ευρώ, όταν το συνολικό δημόσιο χρέος της χώρας για την ίδια χρονιά ανήλθε σχεδόν στα 300 δις ευρώ. Κι όλα αυτά χωρίς να υπολογίζουμε τις καταθέσεις του εξωτερικού, ή τις λεγόμενες άμεσες επενδύσεις Ελλήνων στο εξωτερικό, ούτε φυσικά τον πλούτο που βρίσκεται κρυμμένος στις αρκετές χιλιάδες υπεράκτιες εταιρείες (offshore), κλπ., Ελληνικών συμφερόντων.
Όλα αυτά οδήγησαν μεν μια πλασματική, εικονική άνοδο του ΑΕΠ, αλλά συνέτριψαν κυριολεκτικά την παραγωγική βάση της χώρας και την αγοραστική δύναμη των λαϊκών στρωμάτων. Πράγμα που οδήγησε την ελληνική οικονομία σε μια βαθιά κρίση που την έχει αγκαλιάσει ήδη από το 2001.
Όμως ο πιο κερδισμένος απ’ όλους ήταν φυσικά το διεθνές και κυρίως το ευρωπαϊκό χρηματιστικό κεφάλαιο, το οποίο χάρις στο ευρώ μπόρεσε να μετατρέψει το δημόσιο χρέος της χώρας από πρωτίστως εγχώριο και εκφρασμένο σε δραχμές, σε κυρίαρχα εξωτερικό και εκφρασμένο στο «ισχυρό ευρώ», δηλαδή στο νόμισμα των ευρωπαϊκών τραπεζών.
Με τον τρόπο αυτό οι διεθνείς κερδοσκόποι επενδυτές και τραπεζίτες κυρίως της ευρωζώνης μπόρεσαν κυριολεκτικά να απομυζούν κάθε χρόνο από την ελληνική οικονομία τεράστια κέρδη. Την τελευταία δεκαετία (2000-2009) το ελληνικό δημόσιο πλήρωσε στους δανειστές του, κυρίως του εξωτερικού, πάνω από 450 δις ευρώ. Σε μια εποχή που το δημόσιο δανειζόταν με τα επιτόκια της Γερμανίας. Παρ’ όλα αυτά το δημόσιο χρέος της χώρας όχι μόνο δεν συγκρατήθηκε, αλλά αυξήθηκε την ίδια δεκαετία κατά 155 δις ευρώ, φτάνοντας τα 298 δις ευρώ στα τέλη του 2009! Έχουμε φτάσει στο σημείο να πληρώνουμε το 35% του ΑΕΠ σε εξυπηρέτηση δανείων.
Η επιβάρυνση αυτή αναγκαστικά θα επιδεινωθεί ραγδαία τα επόμενα χρόνια πρώτα απ’ όλα λόγω των αυξημένων επιτοκίων. Η κατάσταση αυτή αποτελεί τον ορισμό της χρεωκοπίας.
Κι όχι μόνο αυτό. Η δυναμική του δημόσιου χρέους σήμερα είναι τέτοια που δεν μπορεί πια να αποπληρωθεί με κανέναν τρόπο. Αργά η γρήγορα οι ίδιοι οι δανειστές της χώρας με τα διεθνή τους όργανα, το ΔΝΤ, την ΕΚΤ και την ΕΕ, θα οδηγήσουν την χώρα στην επίσημη πτώχευση. Όχι όμως πριν την ξεζουμίσουν όσο δεν παίρνει άλλο, πριν κερδοσκοπήσουν σε βάρος της, πριν την πουλήσουν και την αγοράσουν αμέτρητες φορές.
Η πολιτική της κυβέρνησης του κ. Παπανδρέου ξεκινά από τη βασική παραδοχή ότι οφείλουμε να πληρώσουμε τα χρέη, που έτσι ή αλλιώς δεν μπορούν να αποπληρωθούν. Με όλη την τακτική της οδήγησε την χώρα να είναι κυριολεκτικά έρμαιο των αγορών και των κερδοσκόπων.
Από την πρώτη στιγμή φρόντισε να εξασφαλίσει όχι μόνο το φόρο αίματος προς τους δανειστές τοκογλύφους συνθλίβοντας εργατικά και λαϊκά εισοδήματα, δικαιώματα και κατακτήσεις, αλλά να υποθηκεύσει κυριολεκτικά ολόκληρη την χώρα στην ΕΕ και το ΔΝΤ, προκειμένου η διεθνής χρηματιστική ολιγαρχία να είναι σίγουρη ότι θα συνεχιστεί η απομύζηση της Ελλάδας.
Έτσι οδηγηθήκαμε στον «μηχανισμό στήριξης», ο οποίος το μόνο σίγουρο που υπόσχεται είναι, αφενός, συνθήκες κατοχής για το λαό και τη χώρα και, αφετέρου, νέα ακόμη μεγαλύτερα δημόσια χρέη. Είναι χαρακτηριστικό ότι με βάση τις επίσημες εκτιμήσεις από το ΔΝΤ, την ΕΚΤ και την Κομισιόν, η Ελλάδα μετά την τριετή «στήριξή» της θα βγει με ακόμη μεγαλύτερο δημόσιο χρέος, που από το 125% του ΑΕΠ, που είναι σήμερα θα έχει ξεπεράσει το 167% το 2013. Κι αυτό γιατί η χώρα θα πρέπει να βρει μέσα στην τριετία για να πληρώσει του δανειστές της πάνω από 400 δις ευρώ.
Σε αυτές τις συνθήκες και μάλιστα υπό καθεστώς κατοχής από την ΕΕ, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ κάθε προσπάθεια επαναδιαπραγμάτευσης του χρέους αν δεν είναι ουτοπική, είναι σίγουρα καταστροφική γιατί παραδίδει τη χώρα στους δανειστές της.
Όπως είμαστε σήμερα κάθε επιχείρηση διαπραγμάτευσης του χρέους θα οδηγήσει αναγκαστικά σε όλο και ακόμη μεγαλύτερες πιέσεις, σε χειρότερους εκβιασμούς από τις αγορές και κυρίως από εκείνους τους κερδοσκόπους που ξέρουν πώς να εκμεταλλεύονται χώρα υπό χρεωκοπία και στη διεθνή ορολογία ονομάζονται επενδυτικά κεφάλαια γύπες. Διαπραγμάτευση του χρέους υπό αυτές τις συνθήκες σημαίνει οικιοθελή παράδοση στους γύπες των διεθνών αγορών.
Σ’ αυτήν άλλωστε την αναδιαπραγμάτευση του χρέους σέρνεται και η κυβέρνηση, αφού τσακιστεί κάθε αντίσταση ή αντίρρηση μέσα από το ξεπούλημα της χώρας.
Αν λοιπόν δεν είναι αυτή η λύση, τότε τι μπορούμε να κάνουμε;
Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο να αλλάξει το οτιδήποτε, δεν μπορεί να υπάρξει άλλη πολιτική, αν δεν αντιμετωπιστεί πρώτα απ’ όλα ο βρόγχος του δημόσιου δανεισμού, αν δεν ξεφύγει η χώρα από τη θανάσιμη λαβή των δανειστών της. Όποιος το αγνοεί αυτό απλά ονειροβατεί, εκτός κι αν είναι αβανταδόρος των τραπεζών και των κερδοσκόπων στην προσπάθειά τους να αποπροσανατολίσουν τον απλό κόσμο.
Μια ριζικά διαφορετική πολιτική που ξεκινά στη βάση των αληθινών συμφερόντων του λαού και της χώρας οφείλει να ξεκαθαρίζει ευθύς εξαρχής τα στοιχειώδη: Το χρέος δεν το δημιούργησε ο λαός.
Τα δανεικά δεν χρησιμοποιήθηκαν προς όφελος του λαού και της χώρας.
Ο δανεισμός χρηματοδότησε τη λεηλασία του τόπου και μια οικονομική και πολιτική ολιγαρχία που σήμερα ρίχνει τη χώρα και τον λαό της στον Καιάδα του ΔΝΤ.
Ο λαός δεν χρωστά, του χρωστάνε. Δεν μπορεί λοιπόν να του ζητιέται να πληρώσει τον «λογαριασμό του χρέους» που άλλοι δημιούργησαν και επωφελήθηκαν από αυτό.
     ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ;
     ΜΟΝΟ ΜΙΑ:
Άρνηση της πληρωμής του χρέους εδώ και τώρα, άμεση παύση πληρωμών προς τους δανειστές, ώστε να σταματήσει ο φόρος αίματος τον οποίο καταβάλλουν η χώρα και ο λαός στους διεθνείς τοκογλύφους και κερδοσκόπους.
Αυτή είναι η μόνη λύση για να σωθεί η χώρα από την καταστροφή και να διασώσουν οι εργαζόμενοι τα εισοδήματά τους, τη δουλειά τους, τις συντάξεις και τα δικαιώματά τους. Είναι ο μόνος τρόπος για να υπάρξει προοπτική για τους νέους, τους αγρότες, τους μικρομεσαίους.
Η στάση απέναντι σε αυτό το ζήτημα κρίνει ποιος είναι με ποιον, ποιος πραγματικά παλεύει για τη διάσωση της χώρας και του λαού.
Είναι η στάση που πρώτες το 1776 υιοθέτησαν οι νεοσύστατές τότε ΗΠΑ απέναντι στην Μεγάλη Βρετανία, η στάση  που  το 1914 υιοθέτησε ο  μεγάλος επαναστάτης  Ζαπάτα για το Μεξικό, η στάση  των μπολσεβίκων όταν κλήθηκαν να πληρώσουν τα τσαρικά δάνεια, η στάση  την οποία το 1985 πρότεινε ο Κάστρο να ακολουθήσουν οι υπερχρεωμένες χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής, η στάση που επέβαλαν οι λαοί με τον αγώνα τους και συχνά με το αίμα τους σε χώρες όπως η Αργεντινή το 2003, η Βολιβία το 2004, το Εκουαδόρ το 2008, κ.α. Είναι η στάση που θεωρούσε το ΕΑΜ ως βασική αφετηρία για μια λαοδημοκρατική ανασυγκρότηση της Ελλάδας μετά το τέλος του πολέμου.
Όμως η άρνηση πληρωμής του χρέους είναι μόνο η αρχή, η αφετηρία για μια άλλη ριζικά διαφορετική πορεία που απαιτεί:

1.     Την έξοδο από τη ζώνη του ευρώ. Όσο η χώρα βρίσκεται μέσα στην ΟΝΕ είναι εκτεθειμένη σε κάθε είδους πιέσεις, στους εκβιασμούς και στις επιδρομές της διεθνούς κερδοσκοπίας και λειτουργεί ως αναλώσιμο είδος για τα διευθυντήρια της ευρωζώνης.
2.     Την εθνικοποίηση των μεγάλων πιστωτικών ιδρυμάτων για τον έλεγχο της οικονομίας και τον έλεγχο της κίνησης κεφαλαίων.
3.     Την ανάδειξη του κράτους σε βασικό μοχλό της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης της χώρας με πρώτη την εθνικοποίηση των πάλαι ποτέ δημόσιων επιχειρήσεων και υπηρεσιών που ιδιωτικοποιήθηκαν.
4.     Την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, η οποία δεν θα στηρίζεται σε ξένους και ντόπιους κερδοσκόπους επενδυτές, κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες και μονοπώλια, αλλά στις ανάγκες και στο εισόδημα των εργαζομένων.
5.     Την αλλαγή του μονομερούς προσανατολισμού της χώρας και την απαλλαγή της από τα δεσμά των μονοπωλιακών και ιμπεριαλιστικών συμφερόντων. Άνοιγμα του διεθνούς ορίζοντα της χώρας στην αναζήτηση νέων ερεισμάτων, νέων επαφών και σχέσεων με όλους τους λαούς και τις χώρες της Ευρώπης και του κόσμου.
Η διάσωση της χώρας δεν μπορεί να επιτευχθεί με τον λαό στον «γύψο» ούτε με «εθνικές» ή «υπερκομματικές» κυβερνήσεις εκφασισμού της πολιτικής ζωής. Η διέξοδος από την κρίση απαιτεί περισσότερη και όχι λιγότερη δημοκρατία.
Απαιτεί τον λαό στο προσκήνιο, όχι θεατή και θύμα των εξελίξεων.
Απαιτεί μια νέα εξουσία με τον λαό στα κέντρα των αποφάσεων και όχι ένα διεφθαρμένο σύστημα κυβερνητικής απολυταρχίας.
Απαιτεί την κατάκτηση της δημοκρατίας μέσα από την αυθεντική κατοχύρωση της λαϊκής κυριαρχίας και της εθνικής ανεξαρτησίας.
Ποιος μπορεί να το κάνει αυτό;
Μόνο με τη δημιουργία ενός μεγάλου κοινωνικοπολιτικού μετώπου ολόκληρου του λαού για τη διάσωση της χώρας μπορούμε να ξεφύγουμε από το καταθλιπτικό μονόδρομο της καταστροφής, της λεηλασίας και της υπερχρέωσης.
Ένα τέτοιο μέτωπο δεν είναι υπόθεση απλώς και μόνο ορισμένων οργανώσεων, αλλά αφορά όλες τις δυνάμεις της αριστεράς, το σύνολο του λαού πέρα και έξω από κομματικές τοποθετήσεις και εξαρτήσεις.
Είναι το μέτωπο των εργαζομένων, των νέων, των μικρομεσαίων, των αγροτών, του συνόλου του παραγωγικού δυναμικού του λαού για μια ριζικά διαφορετική πορεία.
Είναι μέτωπο για την εθνική κυριαρχία και ανεξαρτησία ενάντια στην αποικιοποίηση της χώρας από το διεθνές χρηματιστικό κερδοσκοπικό κεφάλαιο και τους οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΔΝΤ.
Ένα τέτοιο μέτωπο για τη σωτηρία της χώρας και την ανασυγκρότησή της μπορεί να υπολογίζει στη συνδρομή των δοκιμαζόμενων λαών των υπολοίπων χωρών της Ευρώπης αλλά και του κόσμου.
Ένα τέτοιο μέτωπο μπορεί να αποτελέσει αφετηρία για την αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων και απαρχή προοδευτικών εξελίξεων στην Ευρώπη αλλά και διεθνώς.
Χρέος των δυνάμεων της αριστεράς είναι να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και να ανταποκριθούν στις διαθέσεις των εργαζομένων και των λαϊκών μαζών για την προώθηση ενός τέτοιου μετώπου για τη σωτηρία του λαού και της χώρας.



Ευχαριστώ
Δημήτρης Καζάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου