Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

Το δικαίωμα στον ελεύθερο χρόνο



Το δικαίωμα των Ελλήνων εργαζομένων στην ανάπαυση, την ψυχαγωγία, τον πολιτισμό, την επικοινωνία, περνά πρώτα και κύρια μέσα από την εξασφάλιση του αναγκαίου ελεύθερου χρόνου. Πραγματικός ελεύθερος χρόνος είναι το διάστημα που διαθέτει το άτομο εκτός της εργασίας του, των υποχρεώσεων του νοικοκυριού του και της προσωπικής του συντήρησης (φαγητό, ύπνος, καθαριότητα, κοκ). Η ευημερία ενός λαού δεν εξαρτάται απλά από μια καλή δουλειά και ένα καλό εισόδημα, αλλά αποτελεί ένα συνδυασμό όπου οι συνθήκες, τα ωράρια και οι απολαβές της εργασίας εξασφαλίζουν τον αναγκαίο διαθέσιμο ελεύθερο χρόνο για τη δημιουργική ανάπτυξη της προσωπικότητας, τη σύσφιξη των δεσμών της οικογένειας, την καλλιέργεια των κοινωνικών σχέσεων και της δραστήριας ενασχόλησης με τα «κοινά».

Ωστόσο, το κυνήγι του μεροκάματου, η δεύτερη δουλειά, τα ατελείωτα ωράρια, οι διαρκώς αυξανόμενες υποχρεώσεις, δεν αφήνουν περιθώρια για αυθεντικό ελεύθερο χρόνο. Σήμερα, τουλάχιστον 7 στους 10 Έλληνες δεν διαθέτουν καθόλου ελεύθερο χρόνο για τον εαυτό τους και για την οικογένειά τους. Η ζωή τους εκτός εργάσιμου ωραρίου είτε είναι προέκταση της δουλειάς, είτε είναι τόσο λίγη όπου μόλις και μετά βίας μπορούν να ανταπεξέλθουν στις βασικές υποχρεώσεις του νοικοκυριού τους και να ξεκουραστούν. Για το σημερινό εργαζόμενο το 24ωρο γίνεται όλο και πιο στενό για να τα βγάλει πέρα με τις υποχρεώσεις του. Ταυτόχρονα όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι αναγκάζονται να εργάζονται στις άδειές τους, μιας και οι διακοπές αποτελούν ένα ολοένα και πιο μακρινό όνειρο, ιδίως για την εργατική οικογένεια. Η πλειοψηφία των Ελλήνων εργαζομένων σήμερα πηγαίνει διακοπές λιγότερο τακτικά και για μικρότερο διάστημα, απ’ ότι συνέβαινε μια γενιά πριν. 
Ο ελεύθερος χρόνος δεν είναι μόνο ανύπαρκτος, αλλά δέχεται και μια ανοιχτή επίθεση συκοφάντησης. Ο χρόνος μακριά από τη δουλειά, έξω από τον εξαναγκασμό του βιοπορισμού, θεωρείται πολυτέλεια, ή στην καλύτερη περίπτωση ένα αναγκαίο κακό για την αναπλήρωση των χαμένων δυνάμεων του εργαζόμενου. Η διεκδίκηση του ελεύθερου χρόνου αντιμετωπίζεται περίπου ως συνώνυμο της τεμπελιάς. Στον εργαζόμενο σήμερα δεν αναγνωρίζονται παρά μόνο δυο βασικές ανάγκες, η ανάγκη για δουλειά και η ανάγκη για επιβίωση. Με αυτόν τον τρόπο ο εργαζόμενος χάνει την ανθρώπινη υπόστασή του και υποβαθμίζεται σε κατάσταση υποζυγίου. Την ίδια ώρα οι ανάγκες για ψυχαγωγία, πολιτισμό και επικοινωνία γίνονται αντικείμενα της πιο αισχρής διαστροφής και εκμετάλλευσης προς όφελος του κέρδους.
Η κατάσταση αυτή οδηγεί σε μια συστηματική αποσύνθεση των σχέσεων στην οικογένεια και την κοινωνία, καταρρακώνει την προσωπικότητα, τα δικαιώματα και τις ανάγκες του ατόμου. Ταυτόχρονα, το καθεστώς φτηνής «ευλύγιστης» εργασίας, το οποίο βασίζεται στην εντατική υπερεκμετάλλευση της εργατικής δύναμης μέσα από τη διαρκή συμπίεση του «εργατικού κόστους», την εντατικοποίηση της εργασίας και την επιμήκυνση του εργάσιμου χρόνου, ιδίως στις θέσεις εργασίας όπου απαιτείται υψηλή εξειδίκευση, αποτελεί βασικό αντικίνητρό για την πραγματική άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας, την είσοδο της καινοτομίας, της επιστήμης και της τεχνολογίας στην παραγωγή, καθώς και την βελτίωση της οργάνωσης, ώστε να πάψει ο βαθμός αξιοποίησης των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας να παραμένει ιδιαίτερα χαμηλός. Αυτή η υπερεκμετάλλευση του εργαζόμενου αποτελεί την κύρια αιτία που ο βαθμός αξιοποίησης των παραγωγικών δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας είναι από τους χαμηλότερους στην Ευρώπη και διεθνώς και κινείται μόλις στο 70%. Όσο το κεφάλαιο βρίσκει φτηνή και βολική τη μετατροπή του εργαζόμενου σε «λάστιχο», τόσο πιο δαπανηρή και ασύμφορη του φαντάζει η αναγκαία βελτίωση της τεχνικής και οργανωτικής υποδομής της παραγωγής.
Το επίπεδο ευημερίας και πολιτισμού μιας κοινωνίας εξαρτάται άμεσα από την αύξηση του πραγματικού διαθέσιμου ελεύθερου χρόνου και της ποιότητάς του. Ωστόσο η ανάγκη για διαρκή μείωση του εργάσιμου χρόνου και αντίστοιχη αύξηση του ελεύθερου χρόνου, δεν είναι μόνο ένα από τα πιο βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, μια θεμελιώδης απαίτηση η οποία κρίνει το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων, αλλά και μια από τις πιο θεμελιώδεις προϋποθέσεις για την παραγωγική ανασυγκρότηση, για την επένδυση στην επιστημονική και τεχνολογική ανανέωση της οικονομίας, για την πραγματική αναβάθμιση της παραγωγής και την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας προς όφελος των εργαζομένων και της κοινωνίας.
Η διεύρυνση του ελεύθερου χρόνου, για να είναι πραγματική και επωφελής για τον εργαζόμενο πρέπει να διέπεται από συγκεκριμένες αρχές:
·         Όλοι πρέπει να έχουν δικαίωμα στον ελεύθερο χρόνο, στη σχόλη, στην ανάπαυλα, στην ολόπλευρη αναψυχή, καθώς και δικαίωμα να τον αξιοποιήσουν ελεύθερα για προσωπική, πνευματική, πολιτιστική και κοινωνική ωφέλεια. Ο ελεύθερος χρόνος αποτελεί το λίκνο του συνειδητού πολίτη που αναπτύσσει έντονη κοινωνική και πολιτική δράση. Το κράτος είναι υποχρεωμένο να εγγυάται και να προστατεύει αυτό το δικαίωμα, να διευκολύνει την υλοποίησή του και να μεριμνά για την διεύρυνσή του.
·         Οι αναγκαίες υποδομές για έναν ποιοτικό ελεύθερο χρόνο έχουν την ίδια σημασία με τις αντίστοιχες υποδομές για την υγεία και την παιδεία. Το κράτος πρέπει να εξασφαλίσει τις απαραίτητες υποδομές για μια ποικιλία διαθέσιμων ευκαιριών για ανάπαυση και αναψυχή, για δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου του πιο υψηλού επιπέδου.
·         Βασική προϋπόθεση για τη δημιουργική ανάπτυξη του ελεύθερου χρόνου όχι μόνο για τις τωρινές γενιές, αλλά και για τις μελλοντικές, αποτελεί η διαφύλαξη από το κράτος και η αποτελεσματική προστασία του φυσικού, κοινωνικού, ιστορικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος της χώρας.
·         Το κράτος πρέπει να εξασφαλίσει την εκπαίδευση επαγγελματιών, που μπορούν να βοηθούν τα άτομα και τις οικογένειες να αποκτούν τις απαραίτητες ικανότητες, να ανακαλύπτουν και να αναπτύσσουν τα ταλέντα τους, καθώς και να πλαταίνουν τον ορίζοντα των ευκαιριών τους για δημιουργική αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου.
·         Το εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να προωθεί τη σημασία του ελεύθερου χρόνου και του τρόπου που η δημιουργική αξιοποίησή του μπορεί να ενσωματωθεί στον προσωπικό τρόπο ζωής ενός ατόμου. Το κράτος οφείλει να αναπτύξει ένα σύστημα παιδείας όπου ο ελεύθερος χρόνος είναι το ίδιο ζωτικός και πολύτιμος με τη διαδικασία μάθησης και γνώσης.
·         Το κράτος οφείλει όχι μόνο να εξασφαλίζει μέσα από την πραγματική ανάπτυξη της παραγωγής και της παραγωγικότητας της εργασίας, τη μείωση του εργάσιμου χρόνου, αλλά και να παρέχει πρόσθετες ευκαιρίες για ανάπαυλα μακριά από τη δουλειά. Σ’ αυτά τα πλαίσια πρέπει να αυξηθούν οι δημόσιες αργίες και εορτές, καθώς και ο χρόνος της αμειβόμενης άδειας που δικαιούται κάθε εργαζόμενος από την πρώτη ημέρα που προσλαμβάνεται. Επιπλέον πρέπει να αυξηθεί η αμοιβή της εργασίας για όσους αναγκάζονται να δουλεύουν τις αργίες και τις άδειές τους, έτσι ώστε να φτάσει τουλάχιστον στο 4πλάσιο της προβλεπόμενης αποζημίωσης.
Η ανάγκη για έναν ποιοτικό και αληθινά διαθέσιμο ελεύθερο χρόνο αποτελεί το πρωτεύον κριτήριο με βάση το οποίο πρέπει να προσεγγίζονται δραστηριότητες όπως ο αθλητισμός, ο τουρισμός και ο πολιτισμός. Οι δραστηριότητες αυτές δεν είναι και ούτε μπορούν να αντιμετωπίζονται ως «βιομηχανίες», ως απλοί κλάδοι ή τομείς της οικονομίας, που απλά συνεισφέρουν στο παραγόμενο προϊόν της χώρας. Αντίθετα η σημασία τους πρέπει να καθορίζεται από το κατά πόσο συμβάλουν πραγματικά στην κοινωνικά ορθολογική ικανοποίηση των πιο άμεσων αναγκών για αναψυχή και καλλιέργεια της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού. Πιο συγκεκριμένα:

Αθλητισμός
Ο αθλητισμός αποτελεί ζωτική συνθήκη για την πολιτιστική και τη γενικότερη ανάπτυξη κάθε λαού. Ενδιαφέρει και αφορά τους εργαζόμενους, ολόκληρο το λαό και τη νεολαία του. Συνεισφέρει στην ολοκληρωμένη ανάπτυξη της προσωπικότητας, τη σωματική και πνευματική ευεξία, την υγεία, την ποιοτική αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου.
Ωστόσο ο κοινωνικός ρόλος του αθλητισμού σήμερα έχει εντελώς παραμορφωθεί. Ο αθλητισμός σήμερα έχει μετατραπεί σε βιομηχανία και ο αθλητής σε βιοχημικό προϊόν και εμπόρευμα των πολυεθνικών. Ολόκληρο το αθλητικό οικοδόμημα στήνεται για να εξυπηρετεί το αέναο κυνήγι των επιδόσεων και τον πρωταθλητισμό, όπου επενδύουν τα μεγάλα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα. Η λατρεία των πρωταθλητών, η σκανδαλώδης προνομιακή μεταχείριση των «μεγάλων αθλητών», η προβολή της νόθας, παρωχημένης και εκποιημένης «ολυμπιακής ιδέας», κοκ, γίνεται με σκοπό την αποβλάκωση των μαζών και τον εθισμό τους στην ιδέα ότι όλα είναι προς εκποίηση ακόμη και οι πιο «μεγάλες ιδέες». Τα ινδάλματα για τις λαϊκές μάζες αποφέρουν μόνο όταν αποτελούν εμπόρευμα και αντικείμενο χειραγώγησης.
Η μόνη αναγνωρισμένη μορφή αθλητικής δραστηριότητας στη χώρα ήταν από παλιά ο σωματειακός αθλητισμός. Όμως το αθλητικό σωματείο απομονώθηκε. Αποκλείστηκε η πρόσβαση των πλατιών μαζών και παραδόθηκε στην ολιγαρχία των «οικονομικά εύρωστων παραγόντων» για να μετατραπεί σε ένα ακόμη όχημα για προνομιακές μπίζνες. Πίσω από τη λάμψη των σκορ, των ρεκόρ και των μεγάλων αθλητών, κρύβονται ασύδοτες και σκοτεινές επιχειρηματικές πρακτικές, κρύβεται μια ιδιότυπη οικονομική και πολιτική μαφία που λυμαίνεται ανεξέλεγκτα το χώρο του αθλητισμού.
Τα αθλητικά σωματεία πρέπει να ανοίξουν τις πόρτες τους σ’ όλο το λαό και τη νεολαία. Για το σκοπό αυτό χρειάζεται η καθιέρωση της ελεύθερης εγγραφής στα αθλητικά σωματεία. Η ανάδειξη διοικήσεων με αληθινά δημοκρατικές διαδικασίες από τους εργαζόμενους και τους αθλητές των σωματείων. Η χρηματοδότηση με βάση αντικειμενικά κριτήρια και με την προϋπόθεση ότι τα σωματεία υπάρχουν για να εξυπηρετούν πρώτα τις ανάγκες άθλησης του πληθυσμού και κυρίως την ελεύθερη χρήση των αθλητικών εγκαταστάσεων από όλους.
Ο αθλητισμός πρέπει να αποτελέσει ουσιαστικό δικαίωμα της νεολαίας, των εργαζομένων, όλου του λαού. Να δίνει τη δυνατότητα σ’ όλους τους ανθρώπους, κάθε ηλικίας και φύλου, να αθληθούν και να συνδυάζει αρμονικά τη μαζική άθληση με τον αθλητισμό επιδόσεων, ο οποίος πρέπει να απελευθερωθεί από τα δεσμά του πρωταθλητισμού και της βιομηχανίας κατασκευής υπεραθλητών που τον υποστηρίζει. Αυτό απαιτεί τη ριζική αλλαγή ολόκληρου του νομοθετικού πλαισίου που διέπει τον αθλητισμό για να τον απαλλάξει από τη δικτατορία των «παραγόντων» και των επιχειρηματιών του χώρου, να εξασφαλίσει τη διαφάνεια και την εξυγίανσή του, τον πλήρη εκδημοκρατισμό του, το άνοιγμά του στη μαζική-λαϊκή άθληση. Απαιτεί επαρκή χρηματοδότηση του αθλητισμού απευθείας από τον κρατικό προϋπολογισμό κι όχι από τον κρατικό τζόγο. Τέλος απαιτεί επέκταση της αθλητικής υποδομής με σκοπό την οικιστική αποσυμφόρηση, τη δημιουργία χώρων αναψυχής, τη δυνατότητα ανάπτυξης μαζικών αθλητικών εκδηλώσεων δίχως να επιβαρύνεται η ζωή των πόλεων, τη μετατροπή του σχολείου και της τοπικής αυτοδιοίκησης σε βασικό φορέα ανάπτυξης του αθλητισμού.

Τουρισμός
Ο τουρισμός αποτελεί μια αναγκαία και σημαντική παράμετρος της συνολικής κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης της χώρας σήμερα και στο μέλλον. Απαντά σε ζωτικές ανάγκες του λαού, αλλά και της κοινωνικής ζωής. Η σημασία της εξαρτάται άμεσα από τις διαρκώς μεγαλύτερες ανάγκες των εργαζομένων για επικοινωνία, ανάπαυση και αναψυχή, αλλά και από την αυξανόμενη διεθνοποίηση της οικονομικής ζωής, της διεθνούς επαφής, επικοινωνίας και αλληλεξάρτησης των λαών.
Ωστόσο, ο τουρισμός σήμερα έχει μετατραπεί σε «ατμομηχανή» της χώρας, ένα είδος «μονοκαλλιέργειας» για πολλές περιοχές. Προβάλλεται ως διέξοδος στα μεγάλα προβλήματα ανάπτυξης ιδίως της επαρχίας και της υπαίθρου. Ενώ ως ανώτερη αξία  της τουριστικής πολιτικής έχει αναχθεί η είσπραξη τουριστικού συναλλάγματος. Ο τρόπος αυτός ανάπτυξης του τουρισμού επιφέρει σοβαρές και δυσμενείς ανατροπές στις οικονομικές και κοινωνικές δομές ιδίως στις περιοχές που καταδικάζονται να ζουν κυρίως απ’ αυτόν, επιδρά καταστροφικά στην κοινωνική συνείδηση, στην πολιτιστική ταυτότητα, τη νοοτροπία και τις συμπεριφορές. Έρχεται να ενισχύσει το σημερινό καθεστώς ασυδοσίας, εξάρτησης, ληστρικών παρεμβάσεων στο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, βίαιης αλλοτρίωσης της πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου και των κατοίκων του, σπατάλης του δημόσιου χρήματος, σκανδαλώδους ενίσχυσης των πιο ισχυρών επιχειρηματικών συμφερόντων. Το αποτέλεσμα είναι ο τουρισμός να λειτουργεί διαλυτικά και να οδηγεί σε μεγαλύτερα αναπτυξιακά αδιέξοδα. Η μεταστροφή της χώρας σε «τουριστικό παράδεισο» για ιδιώτες επενδυτές και για την παγκόσμια βιομηχανία τουρισμού, οδηγεί υποχρεωτικά στη ραγδαία υποβάθμισή της με όλες τις πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές και περιβαντολογικές συνέπειες.
Απαιτείται μια ριζικά διαφορετική τουριστική πολιτική σε νέες βάσεις που πρέπει ν’ απαντά πρωταρχικά στις εσωτερικές ανάγκες του τουρισμού. Βασικός στόχος είναι η εξασφάλιση του δικαιώματος όλων των Ελλήνων εργαζομένων στην ανάπαυση, την ψυχαγωγία, τον πολιτισμό, την ανθρώπινη επικοινωνία. Ο τουρισμός έχει ανάγκη από υποδομές, καθαρό περιβάλλον και ισόρροπη ανάπτυξη των επιμέρους περιοχών αλλά και της χώρας συνολικά. Χρειάζεται πρόβλεψη, έρευνα και σχεδιασμό. Απαιτεί παραγωγικές διασυνδέσεις με τους άλλους τομείς της οικονομίας και κυρίως με την εγχώρια παραγωγή. Προπάντων όμως έχει ανάγκη από μια σταθερή και διευρυνόμενη εσωτερική βάση με την κατά προτεραιότητα ανάπτυξη του εγχώριου τουρισμού και την ενίσχυση εναλλακτικών μορφών του.
Ο τουρισμός δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι η «ατμομηχανή» της οικονομίας, δεν μπορεί να είναι ο άξονας γύρω από τον οποίο οργανώνεται ολόκληρη η οικονομία είτε κατά τόπους, είτε σ’ ολόκληρη τη χώρα. Η τουριστική οικονομία είναι εκ φύσεως ασταθής και εξαιρετικά ευπαθής σε εξωγενείς παράγοντες, σε κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές ανακατατάξεις. Μια ορθολογική και υγιής ανάπτυξη του τουρισμού προς όφελος της χώρας, των αναγκών του λαού και των εργαζομένων στο τουριστικό κύκλωμα, έχει ως βασική προϋπόθεση τη συνολική παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας. Έχει ως θεμελιώδη προαπαίτηση την προνομιακή ανάπτυξη της έρευνας, της βιομηχανίας, της αγροτικής οικονομίας και γενικότερα της παραγωγής με βασικό μοχλό το κράτος. Υποστηρίζουμε συνεπώς την ανάπτυξη του τουρισμού μέσα σ’ ένα συνολικό πλαίσιο προγραμματισμένης ανάπτυξης που θα προωθεί την εκβιομηχάνιση με το σύγχρονο περιεχόμενό της, τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας και γενικά θα ενισχύει την παραγωγική-τεχνική βάση της οικονομίας. Μόνο σ’ αυτή τη βάση μπορεί να υπάρξει ένας τουρισμός με μεγιστοποιημένα οφέλη για τη χώρα και τους εργαζόμενους.
Χρειαζόμαστε έναν τουρισμό που:
·         Να βασίζεται σε μια σχεδιοποιημένη τουριστική ανάπτυξη με βασικό μοχλό το κράτος, η οποία να στραφεί αποφασιστικά στις ανάγκες των εργαζομένων και στην κατά προτεραιότητα οργάνωση του εγχώριου τουρισμού.
·         Να μεγιστοποιεί τα συναλλαγματικά οφέλη και τις πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις στην εγχώρια παραγωγή, αλλά και να ενισχύει τις παραγωγικές διασυνδέσεις με την υπόλοιπη οικονομία.
·         Να συνδυάζεται μ’ ένα ολοκληρωμένο σχέδιο περιφερειακής και τοπικής ανάπτυξης ώστε ο τουρισμός να εντάσσεται αρμονικά στη συνολική αναπτυξιακή διαδικασία μιας περιοχής για να γίνει πιο επωφελής και αποδοτικός σε όλους όσους σχετίζονται μ’ αυτόν.
·         Να εντάσσεται σ’ ένα ευρύ χωροταξικό σχέδιο, το οποίο θα προωθεί πολιτικές αποφασιστικής προστασίας του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος, όπως και του πολιτισμού και της λαϊκής παράδοσης.
·         Να βασίζεται στην ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου δικτύου έργων υποδομής, τόσο γενικής υποδομής, όσο και ειδικής τουριστικής υποδομής, καθώς και τουριστικής έρευνας και παιδείας, με βάση τις ανάγκες και τις προτεραιότητες ενός συνολικού δημοκρατικού προγράμματος ανάπτυξης της χώρας.
·         Να ενισχύει τις εναλλακτικές μορφές τουρισμού κυρίως μέσα από την τοπική αυτοδιοίκηση, τα συνδικάτα και τους άλλους κοινωνικούς φορείς.
·         Να προωθεί την ορθολογική και σε συνεταιριστική βάση οργάνωση των τουριστικών καταλυμάτων και των άλλων μικροεπιχειρήσεων του τομέα, ώστε να περιοριστούν δραστικά τα φαινόμενα ασυδοσίας, να αντιμετωπιστεί ο ανταγωνισμός με τα μεγάλα συγκροτήματα και η εξάρτηση από τους μεγάλους τουρ οπερέϊτορ, ιδίως του εξωτερικού.
·         Να συνδυάζεται με μια πολιτική ειρήνης και διεθνούς συνεργασίας, που να προωθεί την αλληλογνωριμία, την επικοινωνία και την φιλία των λαών.
·         Να σέβεται και να ανταμείβει τους βασικούς συντελεστές του τουρισμού, που πριν απ’ όλους είναι οι εργαζόμενοι σ’ αυτόν τον τομέα.

Πολιτισμός
Ο πολιτισμός εκφράζει κοινωνικές ανάγκες ζωτικής σημασίας και πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ενιαίο σύνολο που διαπερνά και συνενώνει ευρύτερες πτυχές της κοινωνικής ζωής: Τις αξίες, τις διανοητικές δραστηριότητες, την καλλιτεχνική έκφραση, τα πολιτιστικά πρότυπα, τον τρόπο ζωής των ανθρώπων, την ποιότητα και την αισθητική της καθημερινότητας, την αρχιτεκτονική, το περιβάλλον, την πολιτική πρακτική. Γι’ αυτό και η χειραγώγηση του πολιτισμού από οικονομικά συμφέροντα και την εξουσία αποτελεί τον πιο αποτελεσματικό τρόπο επίδρασης στη ζωή και τη συνείδηση των ανθρώπων. Η διαστροφή των αξιών και της αισθητικής προς όφελος της εμπορευματοποίησης των πάντων, ο κατακλυσμός με πολιτιστικά σκουπίδια και υποκουλτούρα, η διαρκής υποβάθμιση της καθημερινότητας, αποτελούν το κύριο μέσο όχι μόνο για εύκολο χρήμα για τα επιχειρηματικά κυκλώματα που νέμονται το χώρο του πολιτισμού, αλλά και για τον ιδεολογικό πειθαναγκασμό και υποταγής της μεγάλης μάζας του λαού.
Η ελληνική κοινωνία χρειάζεται μια αληθινή πολιτιστική αναγέννηση η οποία θα εκφράζεται με μεγάλα πολιτιστικά, κοινωνικά κινήματα, ρεύματα και αναζητήσεις, που θα αγκαλιάζουν όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής. Μια αναγέννηση που θα εξυψώνει τα αισθητικά κριτήρια του λαού και την ανθρώπινη προσωπικότητα. Θα καλλιεργεί τον οραματισμό που εμπνέει τα μεγάλα έργα. Θα δίνει πνοή στα ζωντανά πολιτιστικά κύτταρα της κοινωνίας στις τέχνες και τα γράμματα, την εκπαίδευση, τις επιστήμες και την έρευνα, στη γλώσσα, στον πλούτο της λαϊκής παράδοσης, στην πολυφωνία στα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Αυτή η πολιτιστική αναγέννηση χρειάζεται:
·         Ένα μεγάλο επενδυτικό πρόγραμμα του κράτους στην πολιτιστική υποδομή, που δεν θα περιορίζεται μόνο στον κτηριακό και άλλο εξοπλισμό, αλλά θα αγκαλιάζει την έρευνα, τις λειτουργικές ανάγκες, την καλλιτεχνική παιδεία, την εκπαίδευση του προσωπικού στον πολιτιστικό τομέα, το σχεδιασμό μιας ολοκληρωμένης εφαρμογής των νέων τεχνολογιών στην παραγωγή, διανομή και κατανάλωση των πολιτιστικών προϊόντων και υπηρεσιών.
·         Τη ριζική μεταλλαγή του χαρακτήρα των δημόσιων φορέων στον πολιτισμό και η ενεργοποίησή τους για τη διευκόλυνση της πολιτιστικής παραγωγής χωρίς κρατική χειραγώγηση, ισοπέδωση, γραφειοκρατικές στρεβλώσεις και χαριστικές ή προνομιακές παροχές.
·         Τη δημιουργία μιας σύγχρονης εθνικής πολιτιστικής και ψυχαγωγικής βιομηχανίας για όλα τα πολιτιστικά προϊόντα με υψηλές ποιοτικές προδιαγραφές, η οποία θα απαντά στις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας και θα μπορεί να προβάλλεται με αξιώσεις στην παγκόσμια πολιτιστική επικοινωνία.
·         Την ενθάρρυνση και τη προστασία της ατομικής καλλιτεχνικής δημιουργίας και τη διευκόλυνσή της να συναντήσει το μεγάλο κοινό με σκοπό την αναβάθμιση της καλλιτεχνικής παραγωγής.
·         Τη διατύπωση ενός καταστατικού χάρτη δικαιωμάτων των καλλιτεχνών και τη στήριξη των νέων δημιουργών σε συνδυασμό με τη ριζική αναθεώρηση της πρακτικής περί πνευματικών δικαιωμάτων που μετατρέπει το δημιουργό σε υποχείριο των χορηγών, των πολυεθνικών και των μονοπωλίων του πολιτισμού.
Όμως, πολιτιστική αναγέννηση σημαίνει πρώτα και κύρια δημοκρατία. Σημαίνει ελευθερία σκέψης, δημιουργίας, πολιτιστικής και καλλιτεχνικής έκφρασης. Σημαίνει ελευθερία παραγωγής ενάντια στους καταναγκασμούς και την εμπορευματοποίηση με σκοπό το κέρδος. Σημαίνει ελεύθερη αντιπαράθεση ρευμάτων, σχολών, αντιλήψεων. Σημαίνει ελεύθερο πολιτιστικό περιβάλλον, όπου η τέχνη, η δημιουργία και τα έργα του πολιτισμού θα πάψουν να είναι υπόθεση ενός κλειστού κυκλώματος εμπόρων, συλλεκτών, επενδυτών και χορηγών, ώστε ο κάθε πολίτης, ο κάθε εργαζόμενος να έχει ελεύθερη πρόσβαση, να απολαμβάνει και να κάνει κτήμα του τα προϊόντα του πολιτισμού, χωρίς να τον εκμεταλλεύονται ή να τον χειραγωγούν.
Τέλος, πολιτιστική αναγέννηση σημαίνει ενεργή συμμετοχή στη διεθνοποίηση της πολιτιστικής ζωής, που επιταχύνεται ιδιαίτερα με τα νέα μέσα επικοινωνίας. Αυτό δεν σημαίνει καθόλου εγκατάλειψη της εθνικής πολιτιστικής ταυτότητας και ισοπέδωση στα πρότυπα της εμπορευματικής κουλτούρας του ιμπεριαλισμού. Αντίθετα σημαίνει την αναβάθμιση και στήριξη της εθνικής πολιτιστικής παραγωγής, την προβολή σε διεθνή κλίματα των έργων του εθνικού πολιτισμού, την αποτελεσματική προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς και παράδοσης, την καλλιέργεια της εθνικής γλώσσας, το γόνιμο και δημιουργικό αλληλοεμπλουτισμό του εθνικού πολιτισμού με τα διεθνή καλλιτεχνικά ρεύματα και την παγκόσμια πολιτιστική κίνηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου