Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

Είναι η Ελλάδα χώρα ιμπεριαλιστική;


 

 

Για την Επιτροπή του Προσυνεδριακού Διαλόγου

 

19/1/2005




Στις Θέσεις της ΚΕ αναφέρεται ότι ο «ελληνικός καπιταλισμός,... βρίσκεται στο ανώτατο, τελευταίο στάδιο της ανάπτυξής του, στην κρατικομονοπωλιακή βαθμίδα, και παραμένει σε ενδιάμεση και εξαρτημένη θέση στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα... Έχει πολιτικοστρατιωτικές εξαρτήσεις από τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ, την ΕΕ, οι οποίες διαμορφώθηκαν σε μακροχρόνια βάση». Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα είναι χώρα ιμπεριαλιστική, έστω και σε «ενδιάμεση και εξαρτημένη θέση», όπου η μόνη ουσιαστική εξάρτηση που της αναγνωρίζεται δεν είναι η οικονομική, αλλά η πολιτικοστρατιωτική.
Κάνει εντύπωση το γεγονός ότι οι Θέσεις δεν επιχειρούν να τεκμηριώσουν την εκτίμηση αυτή ούτε θεωρητικά, ούτε εμπειρικά. Αντίθετα, αρκούνται σε ισχυρισμούς και σε μια απλή αναφορά στα «βασικά γνωρίσματα του ιμπεριαλιστικού σταδίου του ελληνικού καπιταλισμού», όπως είναι η «εξαγωγή κεφαλαίων», η «συμμετοχή σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους και επεμβάσεις», καθώς και «η συμμετοχή στο σχεδιασμό και προώθηση αντεργατικών και αντιλαϊκών κατευθύνσεων και μέτρων» από ΕΕ και ΝΑΤΟ. Ειδικά η αναφορά περί «συμμετοχής στο σχεδιασμό» των πολιτικών της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, μόνο θυμηδία μπορεί να προκαλέσει.

Αρκεί η «εξαγωγή κεφαλαίου», η «συμμετοχή» σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους και η «συμμετοχή» στις πολιτικές των ΕΕ και ΝΑΤΟ για να γίνει η εκτίμηση ότι η Ελλάδα είναι χώρα ιμπεριαλιστική, ή ότι βρίσκεται στο «ιμπεριαλιστικό της στάδιο»; Είναι στα αλήθεια νέα φαινόμενα; Πρώτη φορά στην ιστορία του ο ελληνικός καπιταλισμός «εξάγει κεφάλαιο» στη παγκόσμια αγορά, «συμμετέχει σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους» και σε ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς; Η αλήθεια είναι ότι η έντονη εξαγωγή κεφαλαίου, η συμμετοχή σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους – ακόμη και η έναρξη ιμπεριαλιστικών πολέμων με δική του πρωτοβουλία, όπως π.χ. ήταν η μικρασιατική εκστρατεία (1921) – αλλά και η συμμετοχή σε ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς, αποτελούσαν τυπικά γνωρίσματα ολόκληρης της ιστορικής πορείας του ελληνικού καπιταλισμού. Μήπως τότε θα πρέπει να πούμε ότι η Ελλάδα ήταν ανέκαθεν χώρα ιμπεριαλιστική; 
Ορισμένοι θεωρητικο-πολιτικοί όροι χρησιμοποιούνται καταχρηστικά και με περιεχόμενο ριζικά διαφορετικό απ’ εκείνο που τους αποδίδει ο Μ-Λ. Πρώτα-πρώτα, η έννοια του «παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού συστήματος» είναι παντελώς ξένη με το Μ-Λ και ιδίως με τη θεωρία του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό, όπως επίσης και η αντίληψη που θέλει κάθε μεμονωμένη χώρα να περνά από «στάδια» καπιταλιστικής ανάπτυξης. Και τα δυο αποτελούν καθαρή επινόηση του «νεομαρξισμού» της δεκαετίας του ’50 και ’60 (βλ. Μπαράν, Σουήζι, Σαμίρ Αμίν, κ.ά.) αλλά και κάποιων επιγόνων του τροτσκισμού στο δρόμο τους προς τη σοσιαλδημοκρατία (π.χ. Μαντέλ). Στους «νεομαρξιστές» και «νεοτροτσκιστές» δεν άρεσε καθόλου η θέση του Μαρξ ότι η παγκόσμια αγορά «γενικά αποτελεί τη βάση και τη ζωτική ατμόσφαιρα του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής»(Μάρξ, Κεφάλαιο, τ. 3, 143) κι επομένως η ανάπτυξη του καπιταλισμού, τα στάδιά του, η δυναμική και οι προοπτικές του κρίνονται πρώτα και κύρια στο επίπεδο του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Γι αυτούς η ανάπτυξη του καπιταλισμού ήταν σχεδόν αποκλειστικά υπόθεση του «εθνικού κοινωνικού σχηματισμού» κι επομένως η παγκόσμια οικονομία δεν ήταν παρά οι εξωτερικές σχέσεις των «εθνικών καπιταλισμών». Έτσι αντικατέστησαν την κεντρική για το Μ-Λ έννοια του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, με το «παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα», ή την «παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα», που φαντάζονταν σαν ένα είδος συμμετοχικής εταιρείας, όπου υπάρχουν απλά μικροί και μεγάλοι εταίροι. Έτσι, ιμπεριαλισμός δεν ήταν παρά η επεκτατική πολιτική και η εξαγωγή κεφαλαίου γενικά. Κάθε κράτος, κάθε «εθνικός καπιταλισμός», που ασκείται σε επεκτατική πολιτική και εξαγωγή κεφαλαίου δεν είναι παρά κι αυτός ιμπεριαλισμός, ενώ η άρχουσα τάξη αυτής της χώρας δεν είναι τίποτε άλλο παρά τμήμα μιας εικονικής ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, ενός συλλογικού ιμπεριαλιστικού συστήματος. Για τους οπαδούς αυτής της πολιτικής ερμηνείας του ιμπεριαλισμού, ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ, της Βρετανίας, της Γερμανίας, κοκ, δεν διέφερε σε τίποτε απ’ τον ιμπεριαλισμό της Τουρκίας, ή της Ελλάδας, παρά μόνο ως προς τα διαθέσιμα μέσα, το εύρος και το πεδίο εφαρμογής. Γι αυτό και μιλούσαν για χώρες «ιμπεριαλιστικές» και «υποιμπεριαλιστικές», κατά το λοχαγός, υπολοχαγός!
Αντίθετα, ο Μαρξ απέδειξε ότι ο επεκτατισμός και η ανάγκη για εξαγωγή, αποτελεί εσωτερικό οργανικό γνώρισμα του κεφαλαίου εξυπαρχής, ανεξάρτητα από την οικονομική κατάσταση και το επίπεδο ανάπτυξης της «χώρας καταγωγής». Γι αυτό και δεν υπάρχει καπιταλιστική χώρα, όσο ανεπτυγμένη, ή λιγότερο ανεπτυγμένη κι αν είναι, σ’ ολόκληρη την ιστορία της παγκόσμιας αγοράς, που να μην ασκείται στον επεκτατισμό και την εξαγωγή κεφαλαίου.  Κι αυτό όχι γιατί το κεφάλαιο που εξάγεται «περισσεύει» από την εγχώρια αγορά, αλλά γιατί επιδιώκει να εξασφαλίσει μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους αλλού, σ’ άλλες χώρες, σ’ άλλες αγορές. «Αν στέλνεται κεφάλαιο στο εξωτερικό – έλεγε ο Μάρξ – αυτό γίνεται όχι γιατί δεν θα μπορούσε απολύτως καθόλου να χρησιμοποιηθεί στο εσωτερικό. Αυτό γίνεται γιατί μπορεί να απασχοληθεί στο εξωτερικό με μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους» (Μαρξ, Κεφάλαιο, τ. 3, 324). Έτσι, η εκμετάλλευση μιας χώρας από μια άλλη είναι εσωτερικό οργανικό στοιχείο της ανάπτυξης της παγκόσμιας αγοράς του κεφαλαίου απ’ τις απαρχές του καπιταλισμού. Το κυνήγι του πρόσθετου κέρδους στην παγκόσμια αγορά ήταν εκείνο που, αφενός, μετέτρεπε ακόμη και «πολιτισμένες χώρες» σε αντικείμενο εκμετάλλευσης, από εκείνες που κάθε φορά κατείχαν το μονοπώλιο των πιο ανεπτυγμένων παραγωγικών δυνάμεων κι αφετέρου, πυροδοτούσε τον ανταγωνισμό ανάμεσα σε κεφάλαια και κράτη για την απόσπαση νέου πρόσθετου κέρδους απ’ την εκμετάλλευση των άλλων λιγότερο, ή περισσότερο ανεπτυγμένων χωρών.  
Γι αυτό και για το Λένιν, ο χαρακτηρισμός του ιμπεριαλισμού δεν ξεκινά απ’ τις πολιτικές επεκτατισμού, ή εξαγωγής κεφαλαίου γενικά, αλλά απ’ τον παγκόσμιο ανταγωνισμό για αγορές και σφαίρες επιρροής, που για πρώτη φορά στην ιστορία των κοινωνικών συστημάτων, διεξαγόταν βασικά στο οικονομικό πεδίο από τεράστιες συγκεντρώσεις οικονομικής δύναμης, τα καπιταλιστικά μονοπώλια. Ο ιμπεριαλισμός που αναδείχθηκε στη βάση του καπιταλιστικού μονοπωλίου δεν χαρακτηριζόταν από την άσκηση επεκτατικής πολιτικής γενικά, ούτε απλά από πολιτικές προσάρτησης – κάτι που υπήρχε ανέκαθεν στη συμπεριφορά των κρατών, τόσο απ’ τα πρώτα βήματα του καπιταλισμού, όσο και σε παλιότερες εποχές – αλλά από μια πρωτοφανή ένταση της διεθνούς πάλης για νέες τοποθετήσεις κεφαλαίου στην παγκόσμια αγορά. Φορέας του ιμπεριαλισμού δεν ήταν το «εθνικό κράτος», αλλά το μονοπωλιακό κεφάλαιο. Οι προσαρτήσεις δεν γίνονταν από τα ισχυρά κράτη, με όπλο τις ισχυρές επιχειρήσεις, αλλά απ’ τις ισχυρές μονοπωλιακές επιχειρήσεις με όπλο τα ισχυρά κράτη. Αυτός ήταν κι ο λόγος που η «αναζήτηση νέων αγορών» δεν επρόκειτο να σταματήσει με την διανομή των διαθέσιμων αγορών, εδαφών και σφαιρών επιρροής. Αντίθετα, η συνεχής προσπάθεια αναδιανομής, η διαρκής πάλη κι ο ανελέητος ανταγωνισμός για την απόκτηση των αγορών του αντιπάλου, αποτελούσε την εκκίνηση του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού.
Συνεκτικός ιστός της παγκόσμιας οικονομίας του καπιταλισμού δεν είναι πλέον η διάδοση των συνθηκών και των αποτελεσμάτων της βιομηχανίας μέσω του εμπορίου, αλλά η διευρυμένη αναπαραγωγή και κίνηση του χρηματιστικού κεφαλαίου, μέσω της εξαγωγής του στην παγκόσμια οικονομία. Έτσι, το κεφάλαιο την εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού δεν αφομοιώνει χώρες και εθνικές οικονομίες με όπλο τα φτηνά βιομηχανικά προϊόντα – όπως την εποχή του «ελεύθερου ανταγωνισμού» – αλλά μέσα κι απ’ τον μονοπωλιακό έλεγχο των αγορών, της οικονομίας των πρώτων υλών, της ντόπιας παραγωγής, την κυρίαρχη διαμόρφωση της εγχώριας οικονομίας, κλπ. Ακριβώς αυτό το βάθεμα του ανισότιμου χαρακτήρα της αφομοίωσης ιδίως των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών, τις μετατρέπει σε προνομιακό πεδίο μονοπωλιακής εκμετάλλευσης του συνόλου των ανθρώπινων και φυσικών πόρων τους. Κι έτσι τις καταδικάζει να βρίσκονται στο «περιθώριο» της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας, απ’ το οποίο δεν είναι δυνατόν πια να ξεφύγουν, όσο βρίσκονται στα πλαίσια του καπιταλισμού. Είναι έρμαιο των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, αλλά και της μονοπωλιακής συγκέντρωσης στην παγκόσμια αγορά.
Δεν μπορεί πια να υπάρξει πολιτικο-στρατιωτική εξάρτηση, που δεν θεμελιώνεται σχεδόν απόλυτα στην οικονομική εξάρτηση και υποδούλωση. «Το μεγάλο χρηματιστικό κεφάλαιο μιας χώρας», έγραφε ο Λένιν, «μπορεί πάντα να εξαγοράσει τις επιχειρήσεις των ανταγωνιστών και μιας ξένης, πολιτικά ανεξάρτητης, χώρας και πάντα το κάνει αυτό. Οικονομικά τούτο είναι πέρα για πέρα πραγματοποιήσιμο. Η οικονομική ‘προσάρτηση’ είναι πέρα για πέρα ‘πραγματοποιήσιμη’ χωρίς την πολιτική και συναντιέται συνεχώς»(Λένιν, Άπαντα, τ. 30, 95).
Το γεγονός ότι όλες οι καπιταλιστικές χώρες ήταν πάντα ικανές για επεκτατισμό, εξαγωγή κεφαλαίου, προσαρτήσεις και γενικά για άσκηση ιμπεριαλιστικής πολιτικής, δεν σημαίνει ότι είναι και ιμπεριαλιστικές. Για τον Λένιν η κατάταξη κάποιου καπιταλιστικού κράτους στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις είχε να κάνει με τρία πολύ βασικά κριτήρια (Λένιν, Ιμπεριαλισμός, ΣΕ, 1980, σ. 90-91, 108-109, κα.):
(α) Την μονοπωλιακή θέση που κατέχει στην παγκόσμια αγορά μέσω των τραστ, των καρτέλ, του χρηματιστικού κεφαλαίου, τις σχέσεις πιστωτή προς οφειλέτη.
(β) Το ρόλο της χώρας όχι απλά στην πάλη για προσαρτήσεις, αλλά στον διαρκή ανταγωνισμό για την παγκόσμια ηγεμονία.
(γ) Το αποικιακό μονοπώλιο. Με άλλα λόγια το μερίδιο που η συγκεκριμένη χώρα διαθέτει απ’ τα εδάφη που προσαρτήθηκαν ως αποικίες.
Γι αυτό κι ο Λένιν μιλούσε για 6-7 μεγάλες δυνάμεις, ιμπεριαλιστικά κράτη, που συγκρούονται ανελέητα για την παγκόσμια κυριαρχία. Απέναντι σ’ αυτές υπήρχε μια μεγάλη ποικιλία χωρών σε καθεστώς εξάρτησης, όπου άλλες ήταν αποικίες, ή μισο-αποικίες, ενώ άλλες, παρά την πολιτική τους ανεξαρτησία, είχαν μεταβληθεί σε οικονομική αποικία του χρηματιστικού κεφαλαίου των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Στο σύνολό τους, όμως, αποτελούσαν το παγκόσμιο σύστημα του μονοπωλιακού καπιταλισμού, δηλαδή του παγκόσμιου καπιταλισμού στο τελευταίο του στάδιο πριν τις προλεταριακές επαναστάσεις.  Μόνο μ’ αυτή την έννοια ο Λένιν αναφερόταν στον ιμπεριαλισμό ως «τελευταίο στάδιο του καπιταλισμού» κι όχι με την οικονομίστικη λογική μιας «σταδιολογίας» ανάπτυξης των επιμέρους καπιταλιστικών χωρών.
Γιατί, λοιπόν, οι Θέσεις επιλέγουν να κρίνουν το χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού με τα σχήματα του «νεομαρξισμού» και του «νεοτροτσκισμού» κι όχι με τα επιστημονικά κριτήρια του Μ-Λ; Αποτελεί, ή δεν αποτελεί κυρίαρχο γνώρισμα του ελληνικού καπιταλισμού η οικονομική εξάρτηση από τον ιμπεριαλισμό και την παγκόσμια μονοπωλιακή αγορά; Ο κρατικομονοπωλιακός χαρακτήρας του ελληνικού καπιταλισμού είναι απόδειξη του «ιμπεριαλιστικού σταδίου» του, ή ιστορικό προϊόν του βαθέματος του καθεστώτος εξάρτησης, όπως άλλωστε ανέλυε παλιότερα το κόμμα;
Η οικονομική εξάρτηση εκφράζεται ιστορικά:
Πρώτο: Από την εισαγωγική διείσδυση ξένων προϊόντων και υπηρεσιών. Αναφέρουμε μόνο ότι αυτή, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, ενώ τη δεκαετία του ’80 δεν ξεπερνούσε το 40% της συνολικής εγχώριας ζήτησης, σήμερα ξεπερνά το 56%. Αντίθετα η εξαγωγική επίδοση της ελληνικής οικονομίας και παρά τον «εξαγωγικό προσανατολισμό» της, κατρακυλά διαρκώς από το 29% των αρχών του ’90 στο 25% σήμερα.
Δεύτερο: Από το αν η χώρα είναι κυρίαρχα χώρα εξαγωγής κεφαλαίου, ή χώρα υποδοχής ξένου επενδυτικού κεφαλαίου. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΗΕ οι συνολικές άμεσες επενδύσεις που έχουν εισρεύσει στην Ελλάδα καθόλη τη προηγούμενη δεκαετία ανέρχονται στο 17% του ΑΕΠ της χώρας, ενώ εκείνες που εξήχθησαν κινούνται γύρω στο 1% του ΑΕΠ. Να ποια είναι η περίφημη εξαγωγή κεφαλαίου από τη χώρα με τη μορφή άμεσων επενδύσεων. Όμως ακόμη χειρότερο είναι το συνολικό ισοζύγιο εισαγωγής και εξαγωγής κεφαλαίου. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος κάθε χρόνο τη τελευταία δεκαετία για κάθε 10 δολ. που εξάγονται ως κεφάλαιο από τη χώρα, εισρέουν στην ελληνική οικονομία περί τα 650 δολ., εκ των οποίων το 80% αφορά κερδοσκοπικές επενδύσεις στην εγχώρια χρηματαγορά.
Τρίτο: Από το εξωτερικό χρέος της χώρας. Ο ξένος δανεισμός υπήρξε εξυπαρχής ιδρύσεως του ελληνικού κράτους ένας από τους κύριους και κατά εποχές ο κυριότερος μοχλός εξάρτησης της χώρας. Σήμερα το δημόσιο χρέος αν και επισήμως κινείται γύρω στο 110% του ΑΕΠ της χώρας, στην πραγματικότητα αν προστεθούν και τα «κρυφά χρέη» ξεπερνά το 170%. Όμως το κυριότερο είναι το γεγονός ότι ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των τοκοχρεολυσίων ξεπερνά ήδη κατά πολύ, πάνω από το διπλάσιο, τον ετήσιο ρυθμό ανόδου του ΑΕΠ. Ειδικά μετά την έλευση του «ευρώ» η διόγκωση του δημόσιου χρέους έχει γίνει ένα από τα πρωτεύοντα κίνητρα εισροής ξένου κεφαλαίου με στόχο την κερδοσκοπία με τα κρατικά έντοκα γραμμάτια και ομόλογα.
Το συμπέρασμα είναι ότι η οικονομική εξάρτηση ήταν και παραμένει το κυρίαρχο γνώρισμα του ελληνικού καπιταλισμού. Μάλιστα το βάθεμα της εξάρτησης σήμερα έχει πάρει χαρακτηριστικά, κυρίως μετά την ένταξη στην ΟΝΕ και την αποδοχή του «ευρώ», που σε άλλες εποχές χαρακτήριζαν ημιαποικίες και αποικίες. Η χώρα σήμερα δεν έχει δικό της νόμισμα, ούτε καν είναι σε θέση να διαχειριστεί με τους δικούς της όρους και προτεραιότητες τα δημοσιονομικά της. Πόσο μάλλον να σχεδιάσει και να ασκήσει δική της αυτόβουλη ιμπεριαλιστική πολιτική. Αυτό που ελπίζει είναι να γίνει ο αγαπημένος υπεργολάβος και «σέμπρος», που αξιοποιεί για τις βρομοδουλειές του στην ευρύτερη περιοχή ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ και το «διευθυντήριο» της ΕΕ. Ανάλογη περίοδος υποτέλειας δύσκολα θα βρεθεί σ’ ολόκληρη την περίοδο του ελληνικού κράτους από την εποχή της «πράξης υποταγής» του Κωλλέτη (1826).
Μπορεί να πει κανείς, τι σημασία έχουν όλα αυτά; Η παραγνώριση της εξάρτησης οδηγεί στην εγκατάλειψη προνομιακών πεδίων συσπείρωσης και μετώπων πάλης του κινήματος. Εγκαταλείπεται το μέτωπο της εθνικής ανεξαρτησίας, που ιστορικά έχει συνδεθεί με τις πιο ένδοξες σελίδες της ταξικής πάλης στην Ελλάδα. Το ίδιο και η λαϊκή κυριαρχία, όπως επίσης και το συνολικό αναπτυξιακό πρόβλημα της χώρας, δηλαδή η ανάγκη να αναδειχθεί άμεσα το κράτος σε βασικό μοχλό μιας νέου τύπου ανάπτυξης προς όφελος των εργαζομένων. Δίχως όλα αυτά η πολιτική συμμαχιών δεν μπορεί να έχει κοινωνική απήχηση, ούτε πολιτικό αντίκρισμα. Είναι καταδικασμένη να φυτοζωεί σε ημιθανείς συσπειρώσεις κορυφής.


Δημήτρης Καζάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου