Σάββατο 4 Μαΐου 2013

Σχετικά με ορισμένους μύθους για την Επανάσταση του 1821*


Ο ρόλος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού[1] στην επανάσταση του 1821 αποτελεί αντικείμενο διαφορετικών προσεγγίσεων. Αφενός υπάρχει η άποψη ότι η ελληνική επανάσταση του 1821 ήταν καθαρά δημιούργημα των διανοουμένων-διαφωτιστών και όχι της λαϊκής αγανάκτησης από τον οθωμανικό ζυγό.[2] Αφετέρου υποστηρίζεται, κυρίως από εκπροσώπους της Ελληνικής Εκκλησίας, ότι η επανάσταση του 1821 αποτελεί προϊόν του διαφωτισμού για να εξυπηρετηθούν – συνειδητά ή ασυνείδητα – τα σχέδια Δυτικών και Φράγκων με στόχο να πληγεί η «οικουμενική Ρωμιοσύνη» την οποία εξέφραζε η «ελληνοορθόδοξη παράδοση» από την εποχή του Βυζαντίου.[3]

Ο νεοελληνικός διαφωτισμός επέδρασε σημαντικά στην προετοιμασία της ελληνικής επανάστασης του 1821, αλλά δεν αποτελεί την αιτία, ούτε την κινητήρια δύναμη του ξεσηκωμού. Η εργασία θα δείξει αφενός την επίδραση των ιδεών του νεοελληνικού διαφωτισμού στην επανάσταση του ’21 και αφετέρου το πώς η κοινωνική δυναμική της επανάστασης διαμόρφωσε την πολιτική οργάνωση των απελευθερωμένων περιοχών.

1. Το ιδεολογικό υπόβαθρο της Επανάστασης του 1821

Ο Βολνέ, αντιπρόσωπος στην Εθνοσυνέλευση του 1789 της επαναστατημένης Γαλλίας, ταξιδεύοντας τον 18ο αιώνα στην Οθωμανική Ανατολή έγραφε: «Τυφλή Μοιρολατρία. Αυτή είναι μια καθολική και βαθιά ριζωμένη προκατάληψη της Ανατολής. ‘Ήταν γραφτό’, είναι πάντα η απάντηση σε κάθε τι. Αποτέλεσμα είναι η αδιαφορία και η απάθεια, τα δυο πιο ισχυρά εμπόδια στη μόρφωση και τον πολιτισμό.»[4] Εγγυητής αυτής της «τυφλής μοιρολατρίας» στο Οθωμανικό καθεστώς ήταν η οργανωμένη θρησκεία. Βάση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν το Ισλάμ. Οι σουλτάνοι δεν ισχυρίστηκαν ποτέ ότι ήταν ηγεμόνες μια τουρκικής αυτοκρατορίας, αν και οι ίδιοι ήταν Τούρκοι, η αυτοκρατορία τους θεμελιώθηκε με τούρκικα όπλα, η κρατική γλώσσα ήταν η τουρκική και οι σουλτάνοι αντλούσαν την καταγωγή τους από την κεντρική Ασία. Αντίθετα, η αυτοκρατορία τους υπήρξε πάντα μουσουλμανική και ο σουλτάνος υπέρτατος υπερασπιστής του Ισλάμ.  Η απόλυτη εξουσία του πήγαζε από το γεγονός ότι οτιδήποτε υπήρχε στο βασίλειό του (γη, περιουσίες, υπήκοοι), του ανήκε δικαιωματικά.
Ήδη από τον 16ο αιώνα οι Ευρωπαίοι διανοητές είχαν εντοπίσει αυτόν το ιδιαίτερο χαρακτήρα της οθωμανικής μοναρχίας. Ο Τζιοβάνι Μπότερο (1544-1617) έγραφε στα τέλη του 16ου αι.: «Η κυβέρνηση των Οθωμανών είναι παντελώς δεσποτική: μιας και ο Μέγας Τούρκος είναι τόσο πολύ αφέντης όλων των πραγμάτων μέσα στα όρια της επικράτειάς του, ώστε οι κάτοικοι θεωρούνται δούλοι του και όχι υπήκοοί του.»[5]  Αυτό που έκανε την οθωμανική δουλεία τόσο παράξενη στα μάτια της υπόλοιπης Ευρώπης δεν ήταν το γεγονός ότι οι «εκλεκτοί» της κοινωνίας διέθεταν δούλους, αλλά το γεγονός ότι και οι ίδιοι ήταν δούλοι. «Τα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας είχαν νόμιμα στην ιδιοκτησία τους όλους τους βεζίρηδες και πασάδες που διοικούσαν το βασίλειο.»[6]  Οι Γάλλοι διαφωτιστές του 18ου αι. συμφωνούσαν ότι «δεν ήταν όλες οι μοναρχίες δεσποτικές, μόνο η Τουρκική είναι αυτού του είδους.»[7] Για το διαφωτισμό ο δεσποτισμός συμπύκνωνε τις χειρότερες μορφές απολυταρχίας, πολιτικής αυθαιρεσίας και πνευματικού σκοταδισμού. Σύμφωνα με τον Μοντεσκιέ «αρχή του δεσποτικού πολιτεύματος είναι ο φόβος»[8]. Από τους διαφωτιστές προήλθε και ο όρος ανατολικός ή ασιατικός δεσποτισμός, που χρησιμοποιήθηκε σε αντιδιαστολή με τη μοναρχία της Ευρώπης, η οποία θεμελιωνόταν στη φεουδαρχική αριστοκρατία.[9]
Οι Έλληνες διαφωτιστές υιοθέτησαν τη στάση του διαφωτισμού απέναντι στον ανατολικό δεσποτισμό.[10] Έτσι κεντρικό τους αίτημα έγινε η απαλλαγή τους από τα δεσμά της δουλείας, η κατάκτηση της προσωπικής ασφάλειας, η κατοχύρωση μιας έννομης τάξης που θα επιτρέπει στο άτομο να είναι κύριος του εαυτού του, της οικογένειας του και της περιουσίας του. Η άνθηση των ελληνικών γραμμάτων και των σχολείων[11], ειδικά στον πλούσιο παροικιακό ελληνισμό, έφεραν τη διάδοση των ιδεών του διαφωτισμού. Έως την έκρηξη της γαλλικής επανάστασης ο νεοελληνικός διαφωτισμός επικεντρώθηκε κυρίως στην ανάπτυξη της ελληνικής γραμματολογίας, των επιστημών και της παιδείας. Κύριος σκοπός του ήταν να μορφώσει το «υπόδουλο γένος», να το βγάλει από το «βασίλειον του σκότους» του οθωμανικού δεσποτισμού.

2. Ο ρόλος της γαλλικής επανάστασης στην αφύπνιση των Ελλήνων.

Η έκρηξη της γαλλικής επανάστασης του 1789 έπαιξε καθοριστικό ρόλο όχι μόνο στη ριζοσπαστικοποίηση του νεοελληνικού διαφωτισμού, αλλά και στον επαναστατικό αναβρασμό των υπόδουλων. Ο Θ. Κολοκοτρώνης αναφέρει: «Η γαλλική επανάστασις και ο Ναπολέων έκαμε, κατά την γνώμη μου, να ανοίξουν τα μάτια του κόσμου. Πρωτήτερα τα έθνη δεν εγνωρίζοντο, τους βασιλείς τους ενόμιζον ως θεούς της γης, και ότι και αν έκαμναν, το έλεγαν καλά καμωμένο. Δια αυτό και είναι δυσκολώτερο να διοικήσης τώρα λαόν.»[12] Την ίδια γνώμη είχε και ο Α. Κοραής ο οποίος έγραφε: «Εξ εκείνης της ώρας [της γαλλικής επανάστασης, σημ. Β.Κ.] αποθεμένοι οι Έλληνες την ματαιοφροσύνην προέλαβον σχήμα κι στάσιν λαού όπως καταστή έθνος.»[13]
Ο σουλτάνος ανησύχησε σοβαρά όχι μόνο με το αυξανόμενο ενδιαφέρον του ραγιά για τις νέες ιδέες, αλλά κυρίως με το ότι έδειχνε όλο και περισσότερο ενδιαφέρον για τις υποθέσεις του κράτους.[14] Την οργανωμένη αντίδραση ενάντια στον επαναστατικό πυρετό ανέλαβε το ορθόδοξο πατριαρχείο, το οποίο διέθετε εξαρχής μεγάλα προνόμια μόνο και μόνο για να εγγυάται την υποταγή των χριστιανών υποτελών.[15] Έτσι, ο θεολόγος Αθανάσιος Πάριος κήρυττε πάνω από όλα την άρνηση κάθε αντίστασης στο ζυγό. Το πρώτο του σχετικό πόνημα ήταν ένας λίβελος κατά του Ρήγα Φεραίου («Ο Νέος Ραψάκης») που έμεινε ανέκδοτο, ενώ σε άλλο βιβλίο του («Απολογία Χριστιανική») επιτέθηκε στο διαφωτισμό από τη σκοπιά της ορθόδοξης θεολογίας[16]. Την εποχή του επαναστατικού βρασμού, που προκάλεσε η γαλλική επανάσταση και η κάθοδος του Ναπολέοντα στα Επτάνησα ο Άγιος Ιεροσολύμων Άνθιμος εξέδωσε το δικό του ανάθεμα με την «Πατερική Διδασκαλία»[17]. Το ίδιο ανάθεμα έριξε και ο πατριάρχης Γρηγόριος με εγκύκλιο του 1797[18], ενώ αργότερα πρωτοστάτησε στην εκστρατεία εξόντωσης των κλεφτών της Πελοποννήσου (1806). Με αυτόν τον τρόπο η ορθόδοξη εκκλησία επιβεβαίωνε τον αφορισμό του Ρώσου επαναστάτη δημοκράτη Μπελίνσκι, ότι «πάντα αυτή στάθηκε το στήριγμα του κνούτου κι η πιστή υπηρέτρια του δεσποτισμού.»[19]
Ο νεοελληνικός διαφωτισμός μπορούσε να μιλήσει για την «ελευθερία του γένους» μόνο σε αντιπαράθεση με τον ανώτερο κλήρο. Η ελληνική εθνική συνείδηση καθώς γεννιόταν μέσα στα σχολεία, τα συγγράμματα και τις παροικίες των μορφωμένων Ελλήνων ένιωσε την ανάγκη πριν σπάσει τα δεσμά του Οθωμανικού ζυγού, να απαλλαγεί από τα πνευματικά δεσμά που της είχε επιβάλλει η ορθόδοξη εκκλησία. Η έννοια της ελευθερίας για τους Έλληνες διαφωτιστές ξεκινούσε από την «ελευθερία του συλλογίζεσθαι» και την «άδεια του αναγινώσκειν τα βιβλία»[20] και έφτανε έως την απελευθέρωση από κάθε είδους άρχοντες, Οθωμανούς και «τουρκοχριστιανούς»[21], όπως φαίνεται χαρακτηριστικά από τον «Ανώνυμο του 1789» και τον Ρωσσαγγλογάλλο.[22] Ο Έλληνας δεν ήταν ανάγκη να μορφωθεί πρώτα, να «καλλωπισθή», όπως γράφει ο Ανώνυμος Έλληνας της Ελληνικής Νομαρχίας, για να ελευθερωθεί: «Το να ελευθερωθή και να καλλωπισθή είναι το αυτό, και θέλει ακολουθήσει εις τον ίδιον καιρόν.»[23]
Ωστόσο, ο νεοελληνικός διαφωτισμός δεν ήταν ενιαίο κίνημα. Στις δυο κορυφαίες μορφές του, τον Κοραή και το Ρήγα, βλέπουμε να εκφράζονται τα δυο κύρια ρεύματά του. Ο Αδαμάντιος Κοραής, γιος Σμυρνιού εμπόρου, ο οποίος έζησε σχεδόν όλη τη ζωή του στο Παρίσι, πίστευε ότι πρωτίστως η παιδεία και η μόρφωση των Ελλήνων θα έφερναν την απελευθέρωση. Αν και έως το τέλος της ζωής του ήταν οπαδός της δημοκρατίας, δεν υπήρξε ποτέ επαναστάτης. Ενώ ήταν ακραιφνής οπαδός των ιδεών της γαλλικής επανάστασης, δεν έβλεπε με καλό μάτι το φυσικό φορέα της, δηλαδή τις εξεγερμένες λαϊκές μάζες, που τις αποκαλούσε «ψωρομανώληδες» και «μπλατηριτζιμπλάκιδες».[24] Το «γένος των Γραικών» κατά τον Κοραή δεν ήταν συνώνυμο της φυλετικής καταγωγής, ή της ράτσας, αλλά ιστορικός κληρονόμος του κλασσικού αρχαιοελληνικού πνεύματος. Γι’ αυτό και όταν έτρεφε την ελπίδα ότι με τα όπλα του Ναπολέοντα θα ερχόταν η λύτρωση για τους υπόδουλους Έλληνες δεν δίστασε να μιλήσει για «εν’ έθνος», τους Γραικογάλλους.[25]
Αντίθετα ο Ρήγας Βελεστινλής (1757-1798) δεν ήταν μόνο οπαδός των ιδεών της γαλλικής επανάστασης, αλλά και επαναστάτης ο ίδιος. Θεωρούσε ότι έπρεπε να οργανωθεί η εξέγερση όλων των καταπιεσμένων εναντίον του σουλτανικού ζυγού. Πίστευε πως η απελευθέρωση θα προέλθει όχι από κάποια ξένη μεγάλη δύναμη, ούτε μόνο από τους λίγους μορφωμένους, αλλά από τον ίδιο το λαό. Για το λόγο αυτό συγκρότησε μυστική οργάνωση, την Εταιρεία, με σκοπό την προετοιμασία της εξέγερσης. Τύπωσε προκηρύξεις και σύνθεσε επαναστατικά τραγούδια, όπως ήταν ο Θούριος, με σκοπό να αφυπνίσουν στον αγράμματο χωρικό, ναύτη και τεχνίτη το αίσθημα της ελευθερίας. Πρότεινε ένα πολίτευμα που θα βασίζεται στα «φυσικά δίκαια» του ανθρώπου[26]. Ο Ρήγας οραματιζόταν μια Ελληνική Δημοκρατία ενιαία και αδιαίρετη, «με όλον οπού συμπεριλαμβάνει εις τον κόλπον της διάφορα γένη και θρησκείας», να καταλαμβάνει ολόκληρη την υπόδουλη Βαλκανική και όπου «ο αυτοκράτωρ λαός είναι όλοι οι κάτοικοι του βασιλείου χωρίς εξαίρεση θρησκείας και διαλέκτου, Έλληνες, Βούλγαροι, Αλβανοί, Βλάχοι, Αρμένηδες, Τούρκοι και κάθε άλλο είδος γενεάς».[27] Δεν ταύτιζε το έθνος με την εθνότητα, αλλά με τη συγκρότηση του κυρίαρχου λαού, του «αυτοκράτωρος λαού», όπως έλεγε ο ίδιος. Για τον Ρήγα αυτό που ενώνει και συγκροτεί το έθνος δεν είναι το γένος, η γλώσσα ή η θρησκεία, αλλά η κοινή πάλη ενάντια στο σουλτανικό ζυγό. Γι’ αυτό και σ’ αυτό το έθνος υπήρχε χώρος για όλους τους υπόδουλους, ανεξάρτητα από τις εθνολογικές τους διαφορές. Οι θέσεις αυτές του Ρήγα, που απηχούν με τον πιο γνήσιο τρόπο τις ιδέες της γαλλικής επανάστασης και των συνταγμάτων της, ιδίως εκείνου του 1793, τον έκαναν επικίνδυνο όχι μόνο για την Πύλη, αλλά και για την Ιερή Συμμαχία. Συλλαμβάνεται στη Βιέννη από την αυστριακή μυστική αστυνομία και παραδίδεται στους Οθωμανούς για να δολοφονηθεί.
Χωρίς όμως τη Φιλική Εταιρεία, που ιδρύθηκε το 1814 στην Οδησσό της Ρωσίας, οι η ιδέα της απελευθέρωσης δεν θα μπορούσε να μετατραπεί σε επαναστατική πράξη. Η Φιλική Εταιρεία συγκροτήθηκε κατά το πρότυπο των μυστικών εταιρειών των καρμπονάρων και των «ελεύθερων μασόνων»[28]. Η στρατολογία στην εταιρία γινόταν με αυστηρά ατομικό σύστημα και η διάδοσή της γινόταν μέσα από «αποστόλους». Στα 1820 η μυστική εταιρεία των Φιλικών, μετατράπηκε σε οργάνωση εντελώς ετερογενή στην κοινωνική της σύνθεση. Ενώ αρχικά στη σύνθεση κυριαρχούσαν έμποροι, λόγιοι και τεχνίτες, σταδιακά πλαισιώθηκε με προύχοντες (κοτζαμπάσηδες), κληρικούς και φαναριώτες. Αυτή η γενική αποδοχή της οργάνωσης από τόσο διαφορετικά κοινωνικά στρώματα με συγκρουόμενα συμφέροντα οφειλόταν αφενός στην ταχύτατη ωρίμανση σε πολύ πλατιά στρώματα της ιδέας του αναπόφευκτου της επανάστασης και αφετέρου στο γεγονός ότι η οργάνωση δεν διέθετε συγκεκριμένο σχέδιο για την πολιτική ανοικοδόμηση της Ελλάδας μετά την απελευθέρωση και επομένως επέτρεπε σ’ όλους να συντηρούν τις δικές τους ξεχωριστές και συχνά αντιφατικές επιδιώξεις για το μέλλον.[29]

3. Η πολιτική οργάνωση των επαναστατημένων Ελλήνων.

Η ελληνική επανάσταση στο Μωριά και τα νησιά ξεκίνησε ως ένας ιδιότυπος «πόλεμος των χωρικών»[30]. Κινητήρια δύναμη ήταν η μαζική κινητοποίηση των πλατιών λαϊκών στρωμάτων[31] η οποία εξασφάλισε και την γρήγορη επικράτησή της. «Η φτωχολογιά, που δεν αποτελούσε μια ομοιόμορφη μάζα, δεν είχε δικούς της αρχηγούς, και ούτε εμφανίστηκαν διανοούμενοι ή πολιτικοί να την καθοδηγήσουν σαν κοινωνική τάξη.»[32] Πολιτικό πρόγραμμα ή αιτήματα δεν υπήρχαν εκτός από την πολύ γενική επιδίωξη για απελευθέρωση, η οποία για κάθε κοινωνικό στρώμα σήμαινε και διαφορετικά πράγματα. Το γεγονός αυτό έπεισε πολλούς επαναστάτες δημοκράτες της Ευρώπης, αλλά και τις αντιδραστικές δυνάμεις της Ιερής Συμμαχίας, ότι ο χαρακτήρας της ελληνικής επανάστασης δεν ήταν απλά εθνικός, αλλά πρωτίστως κοινωνικός[33]. Στις 24 Φεβρουαρίου 1821, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης πέρασε στη Μολδοβλαχία και κήρυξε την επανάσταση απευθύνοντας  την επαναστατική του προκήρυξη στους υπόδουλους Έλληνες και στους Ευρωπαϊκούς λαούς: «Η ώρα ήλθεν, ω άνδρες Έλληνες! Προ πολλού οι λαοί της Ευρώπης, πολεμούντες υπέρ των ιδίων δικαιωμάτων και της ελευθερίας αυτών μας επροσκάλουν εις μίμησιν…»[34] Με την προκήρυξη αυτή ο Υψηλάντης απευθύνεται στους λαούς της Ευρώπης με την ελπίδα «πολύ εκ τούτων φιλελεύθεροι θέλουν έλθει, δια να συναγωνιστούν με ημάς» και ταυτόχρονα να πιέσουν τις κυβερνήσεις τους να βοηθήσουν στον αγώνα των Ελλήνων. Με τον τρόπο αυτό ο Υψηλάντης ενέτασσε την εξέγερση των Ελλήνων στο σύνολο των απελευθερωτικών αγώνων των Ευρωπαϊκών λαών, που είχε πυροδοτήσει η Γαλλική επανάσταση.
Αντίθετα, η διακήρυξη του Αχαϊκού Διευθυντηρίου «προς τους εν Πάτραις προξένους των ξένων επικρατειών» στις 26/3/1821  που έστειλαν στις μεγάλες δυνάμεις οι πρόκριτοι της επαναστατημένης Πάτρας αναφέρει: «Ημείς το Ελληνικόν έθνος των χριστιανών, βλέποντες ότι μας καταφρονεί το οθωμανικόν γένος και σκοπεύιε όλεθρον εναντίον μας,… αποφασίσαμεν σταθερώς ή να αποθάνωμεν όλοι ή να ελευθερωθώμεν»[35]. Η διακήρυξη αυτή απευθύνεται στις κυβερνήσεις των μεγάλων δυνάμεων της Ιερής Συμμαχίας, που τις καλεί να θέσουν το Ελληνικόν έθνος «υπό την εύνοιαν και προστασίαν» τους. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει καμμιά αναφορά στους αγώνες των λαών για τα δικαιώματά τους, ενώ την αντιπαράθεση με τους Οθωμανούς την ερμηνεύει ως αντίθεση ανάμεσα σε χριστιανούς υπόδουλους και μουσουλμάνους αφέντες, σε Ευρωπαίους και Ασιάτες.[36] Η διακήρυξη δεν υιοθετεί τη γλώσσα του Υψηλάντη και των φιλελεύθερων ιδεών, τη γλώσσα των δικαιωμάτων των λαών, αλλά τη γλώσσα της Ιερής Συμμαχίας. Αυτό το ιδιαίτερο γνώρισμα υπάρχει και στη διακήρυξη που υπογράφει ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης από την απελευθερωμένη Καλαμάτα στις 23/3/1821.
Οι πρόκριτοι (κοτζαμπάσηδες) που αμέσως μετά τις πρώτες επιτυχίες φρόντισαν να πάρουν στα χέρια τους τα ινία του αγώνα, δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να σχετιστεί η εξέγερση ενάντια στον Οθωμανικό ζυγό με τα «φυσικά δικαιώματα» του ανθρώπου και του λαού, όπως και με τα επαναστατικά ιδανικά των καρμπονάρων[37]. Δεν ήθελαν να δώσουν κανένα περιθώριο στα φτωχά στρώματα των υπόδουλων να διεκδικήσουν δικαιώματα. «Μόλις έφυγε από τη μέση ο σουλτάνος, ο κοτζαμπάσης κάθε χωριού νόμισε τον εαυτό του για σουλτάνο και άρχισε ν’ αντιποιείται τα προνόμιά του.»[38] Οι τοπικές γερουσίες που ιδρύθηκαν, όπως η Μεσσηνιακή, η Αχαϊκή και λίγο αργότερα ο Οργανισμός της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, ήταν μορφές ολιγαρχίας των προκρίτων κάθε περιοχής.[39] Όπου συνέβη και οι «ξεβράκωτοι» πήραν στα χέρια τους τα πράγματα η αντίδραση των προκρίτων υπήρξε άμεση.[40]
Στις 26 Μαΐου 1821 στη μονή των Καλτεζών συγκροτήθηκε η Πελοποννησιακή Γερουσία η οποία αποτελούνταν από 6 μέλη υπό την αρχιστρατηγία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη με σκοπό να διοικήσουν τον αγώνα «καθ’ οποίον τρόπον η θεία πρόνοια τους φωτίση».[41] Με τον τρόπο αυτό οι πρόκριτοι επιδίωκαν να θεμελιώσουν μια ελέω θεού απολυταρχία προς όφελός τους. Η κατάσταση αυτή ήταν φυσικό να οδηγήσει σε σύγκρουση με τους Φιλικούς, οι οποίοι συσπειρώνονται γύρω από τον Δ. Υψηλάντη.[42] Στη σύγκρουση αυτή οι ιδέες του διαφωτισμού αναμετρήθηκαν με τον φεουδαρχικό απολυταρχισμό. Ο Δ. Υψηλάντης καταγγέλλει τους κοτζαμπάσηδες ότι πάνω από τις ανάγκες της πατρίδας και της επανάστασης τοποθετούν τα δικά τους ιδιοτελή συμφέροντα. Σ’ αυτό βρίσκει συμμάχους τους απλούς αγωνιστές και τα φτωχά λαϊκά στρώματα οι οποίοι ξεσηκώνονται ενάντια στους προκρίτους με αίτημα τη συγκρότηση εθνοσυνέλευσης για την υιοθέτηση «συστήματος» (σύνταγμα).[43] Στην προκήρυξη που κυκλοφορεί στις 6 Οκτωβρίου 1821 και στην οποία καλεί τους εκπροσώπους των Πελοποννησίων να παρουσιαστούν στις 30 του ίδιου μήνα στην Τριπολιτσά για συγκρότηση εθνοσυνέλευσης, δηλώνει ξεκάθαρα την αντίθεσή του με τους ολιγαρχικούς: «Πρέπει πλέον η τυραννία να παύση όχι μόνο των Τούρκων αλλά και εκείνων, οπού έχουν τυραννικά φρονήματα και θέλουν να αδικούν και να κατατυραννούν τον λαόν.»[44]
Οι ολιγαρχικοί δεν ήθελαν με τίποτε να πάνε σε εθνοσυνέλευση με όρους εκλογής από το λαό, γιατί δεν ήθελαν δημοκρατικό «σύστημα». Ο Α. Μαυροκορδάτος προσπαθούσε επίμονα να πείσει τον Δ. Υψηλάντη να εγκαταλείψει κάθε σχέδιο δημοκρατικής οργάνωσης της εξουσίας την οποία πρότεινε να «συγκεντρώσωμεν εις ολίγας χείρας» και «να αφήσωμεν ότι μας κάνει υπόπτους εις τα ευρωπαϊκάς δυνάμεις, ως μετέχοντας των Ιακωβινικών φρονημάτων».[45] Τελικά συνέρχεται η Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (20 Δεκεμβρίου 1821) από την οποία απουσίαζαν ο Δ. Υψηλάντης και ο Θ. Κολοκοτρώνης. Η εθνοσυνέλευση αυτή αποτέλεσε το πεδίο ολοκληρωτικής ήττας των Φιλικών, αλλά και των ιδεών της Γαλλικής επανάστασης.
Παρά το γεγονός ότι η βιβλιογραφία χαρακτηρίζει συνήθως το «προσωρινόν πολίτευμα» της Επιδαύρου (1 Ιανουαρίου 1822) ως δημοκρατικό και σύμφωνο με τα Γαλλικά επαναστατικά συντάγματα, η αλήθεια είναι διαφορετική. Σε αντίθεση με την παράδοση των Γαλλικών συνταγμάτων όπου ταύτιζαν το έθνος με την «τρίτη τάξη» ή με το «λαό» (σύνταγμα του 1793), το «προσωρινό πολίτευμα» της Επιδαύρου προσδιορίζει το έθνος στη βάση της θρησκείας, με το να θεωρεί ως Έλληνες εκείνους που πιστεύουν στον Χριστό και είναι «αυτόχθονες κάτοικοι».[46] Έστω κι αν δεν ταυτίζει κράτος και εκκλησία, αλλά αναφέρεται στην Ανατολική Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας ως «επικρατούσας θρησκείας» χωρίς να θέτει κανέναν περιορισμό σε τελετές και ιεροπραγίες άλλων θρησκευτικών δογμάτων.[47]
Το «προσωρινό πολίτευμα» της Επιδαύρου δεν κατοχύρωνε ούτε καν την κυριαρχία του Έθνους, αλλά μένει μόνο «στην Πολιτικήν αυτού ύπαρξην και ανεξαρτησίαν». Μάλιστα σε διακήρυξη της Εθνοσυνέλευσης (15 Ιανουαρίου 1821) ο αγώνας για πολιτική ύπαρξη και ανεξαρτησία εμφανιζόταν «μακράν του να στηρίζεται εις αρχάς τινας δημαγωγικάς και στασιώδεις ή ιδιωφελής μερίδος τινος του σύμπαντος ελληνικού έθνους»[48],  δηλαδή δεν είχε καμιά σχέση με τις αρχές της Γαλλικής επανάστασης ή με την αναγωγή της «ιδιωφελούς μερίδος» της «τρίτης τάξης» ή του «λαού» σε κυρίαρχη μερίδα του Έθνους. Μόνο το σύνταγμα της Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας (27 Μαρτίου 1827) δηλώνεται καθαρά ότι «η κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος, πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού, και υπάρχει υπέρ αυτού».[49] Και πάλι όμως δεν αναφέρεται η λαϊκή κυριαρχία, η οποία είναι η μόνη πάνω στην οποία μπορεί να θεμελιωθεί δημοκρατικό πολίτευμα.[50]
Το «προσωρινό πολίτευμα» της Επιδαύρου διαχωρίζει τη διοίκηση σε Εκτελεστικό και Βουλευτικό. Ωστόσο το Βουλευτικό δεν αποτελεί αντιπροσωπεία του λαού, αλλά «σύγκειται εκ πληρεξουσίων εκλελεγμένων Παραστατών των διαφόρων μερών της Ελλάδος.»[51] Η Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου όχι μόνο δεν κατάργησε τις τοπικές ολιγαρχικές γερουσίες, αλλά δεν κατοχύρωσε ούτε καν την αρχή της εκλογικής αντιπροσωπευτικότητας όλου του λαού. Αφήνει στη διάθεση της Διοίκησης τα περί εκλογής των Παραστατών, με την προϋπόθεση να είναι Έλληνες και να «έχωσιν ηλικίας τριάκοντα πλήρη έτη.»[52] Με αυτόν τον τρόπο το Βουλευτικό γινόταν ένα αυθαίρετο ολιγαρχικό όργανο στη διάθεση όσων είχαν την εξουσία. Παρά το γεγονός ότι η προϋπόθεση των 30 ετών καταργείται με τις τροπολογίες της Εθνοσυνελεύσεως του Άργους, καθώς και οι τοπικές γερουσίες, ωστόσο παραμένει ο διαχωρισμός της Διοίκησης σε Βουλευτική και Εκτελεστική, με «τας δυο αυτάς δυνάμεις εις δυο χωριστά σώματα εμπιστεύεται το Έθνος».[53] Με άλλα λόγια το Έθνος δεν ασκεί κυριαρχία μέσω της εκλογής αντιπροσώπων, αλλά παραδίδει την εμπιστοσύνη του εν λευκώ σε δυο σώματα ισότιμα, στα οποία απλά καταμερίζεται το έργο της Διοίκησης. Ενώ το πώς και ποιος θα αντιπροσωπευθεί επαφίεται στη Διοίκηση και τις Επαρχίες, δηλαδή τους τοπικούς άρχοντες.
Τέλος το σύνταγμα της Επιδαύρου ορίζει ότι το Δικαστικόν, «είναι ανεξάρτητον από τας άλλας δύο δυνάμεις, την Εκτελεστικήν και Βουλευτικήν», έστω κι αν τα μέλη που το απαρτίζουν εκλέγονται από τη Διοίκηση.[54] Ταυτόχρονα όριζε ως θεμέλιο της δικαιοσύνης την επιστροφή στο μεσαιωνικό δίκαιο του Βυζαντίου «βάσιν έχουσι τους Νόμους των Αειμνήστων Χριστιανών ημών Αυτοκρατόρων».[55] Ενώ η Εθνοσυνέλευση του Άστρους όριζε ακόμη πιο αυστηρά ότι για «τα Εγκληματικά και Πολιτικά ισχύουσιν οι Νόμοι των ημετέρων αειμνήστων χριστιανών Αυτοκρατόρων της Κωνσταντινουπόλεως».[56]
Συνοψίζοντας πρέπει να πούμε ότι η πολιτική οργάνωση που προήλθε από τη Α΄ και Β΄ Εθνοσύνελευση ήταν απολύτως ολιγαρχική, μακριά από τις «στασιαστικές» αρχές των επαναστατικών Γαλλικών συνταγμάτων και ακόμη μακρύτερα από τις αρχές του Ρήγα, που οι Φιλικοί θεωρούσαν ως οδηγό τους. Ορθά ο ιστορικός Βερναρδάκης έγραφε ότι «…εν ονόματι του Ελληνικού Έθνους λόγω μεν εγκαθιδρύθη πολιτεία συνταγματική, πράγματι δε καθιερώθη και εστερεώθη επί θεμελίων εδραιοτάτων ολιγαρχία φοβερά, ήτοι αυτός ο επί Τουρκοκρατίας κοτσαμπασισμός επιχρισθείς μόνον δια του νωπού της Δύσεως ψιμυθίου.»[57]
Μόνο στο σύνταγμα της Τροιζήνας κατοχυρώνεται ότι «η Ελληνική Επικράτεια είναι μία και αδιαίρετος», ότι «η κυριαρχία του Έθνους διαιρείται εις τρεις εξουσίας∙ Νομοθετικήν, Νομοτελεστικήν και Δικαστικήν» και ότι η «Νομοθετική εξουσία ανήκει ιδιαιτέρως εις το σώμα των Αντιπροσώπων του λαού, το οποίον ονομάζεται Βουλή.»[58] Από αυτή την άποψη το Σύνταγμα της Τροιζήνας δικαίως θεωρείται ως το κατεξοχήν δημοκρατικό σύνταγμα της Ελληνικής επανάστασης, και κατά πολύ ανώτερο των ισχυόντων συνταγμάτων της υπόλοιπης Ευρώπης και Αμερικής. Ωστόσο δεν έμελλε να εφαρμοσθεί μιας και στις 18 Ιανουαρίου 1828 με ψήφισμα της νεοσύστατης Βουλής, ύστερα από εισήγηση του κυβερνήτη Καποδίστρια, ανεστάλη με την αιτιολογία ότι «η σωτηρία του έθνους είναι ο υπέρτατος πάντων νόμος».[59]

* Ομιλία σε επέτειο της 25ης Μαρτίου το 2011.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


[1] Ο όρος Νεοελληνικός Διαφωτισμός οφείλεται κυρίως στον ιστορικό Κ. Θ. Δημαρά, με τον οποίο χαρακτήριζε την αντίστοιχη με τον Γαλλικό Διαφωτισμό πνευματική και πολιτική κίνηση για την απελευθέρωση του Ελληνισμού από τον Οθωμανικό ζυγό. Σύμφωνα με τον ιστορικό ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός αναπτύχθηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα και τις αρχές του 19ου, πιο συγκεκριμένα κατά την πενηντακοενταετία 1774-1821. Ο Κ. Θ. Δημαράς ονομάζει διαφωτισμό «το σύνολο των πνευματικών εκείνων και συνειδησιακών φαινομένων της νέας ελληνικής ιστορίας, όσα συμβαδίζουν με τη γενική προαγωγή του Ελληνισμού, και πριν από τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, αλλά και, ιδίως, μετά, και των οποίων φυσική απόληξη πρέπει να θεωρήσουμε την Ελληνική Επανάσταση.» (Κ. Θ. Δημαράς, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Αθήνα: Ερμής, 2007, σ. 23)
[2] Ο κ. Πιζάνιας, καθηγητής της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, έχει την εξής άποψη: «Το ΄21 δεν είναι αποτέλεσμα της αγανάκτησης του λαού, αλλά η εφαρμογή ενός προαποφασισμένου σχεδίου – αποτέλεσμα της ανθρώπινης βούλησης και της δράσης που συνεπάγεται. Προαποφασισμένου εν πολλοίς από τους διανοούμενους διαφωτιστές που συγκρότησαν και ανέπτυξαν την κατ’ εξοχήν επαναστατική οργάνωση των Ελλήνων, τη Φιλική Εταιρεία, υπό την επιρροή του γαλλικού Ιακωβινισμού.» Πέτρος Πιζάνιας, «Καταγωγικοί Μύθοι και Πολιτικό Σχέδιο του ’21», Καθημερινή, 04/04/’04.Το κείμενο είναι ο πανηγυρικός λόγος που εκφωνήθηκε στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών στις 24 Μαρτίου 2004.
[3] Σεβ. Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου, Γέννημα και Θρέμμα Ρωμιοί, Ι. Μ. Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας), 2005, σ. 125-227. Πατήρ Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Περί Διαφωτισμού & Ορθόδοξης Παράδοσης, ομιλία στην εκκλησία του Αγ. Αντύπα στο Γουδί της Αττικής, 03/11/’05.
[4] Μ. Volney, The Ruins: A Survey of the Revolutions of Empires, London: J. Johnson, 1796, σ. 328.
[5] Giovanni Botero, Relationi universali. Παρατίθεται από τον Lucette Valensi, The birth of the despot: Venice and the Sublime Porte, Ithaca/London: Cornell University Press, 1993, σ. 95
[6] Daniel Goffman, The Ottoman Empire and early modern Europe, Cambridge: Cambridge University Press, 2002, σ. 65.
[7] Αναφέρεται από τον Robert Derathé, “Les philosophes et le despotisme,” Pierre Francastel, Utopie et institutions au xviiie siècle; le pragmatisme des lumières, Paris, 1963, σ. 61.
[8] Μοντεσκιέ, Το Πνεύμα των Νόμων, Αθήνα: Γνώση, 2006, σ. 167.
[9] Αυτή η πραγματική διαφορά ανάμεσα στην απολυταρχία όπως αναπτύχθηκε στη Δυτική κυρίως Ευρώπη και στον ανατολικό δεσποτισμό, έχει οδηγήσει ορισμένους μελετητές στο να αμφισβητήσουν το φεουδαρχικό χαρακτήρα του Οθωμανικού κράτους και να το συσχετίσουν περισσότερο με την εξέλιξη των μη δουλοκτητικών μοναρχιών της αρχαίας ανατολής, ιδίως της Μεσοποταμίας, που ο Κ. Μαρξ είχε χαρακτηρίσει ως «ασιατικό τρόπο παραγωγής». Βλέπε σχετικά Perry Anderson, Το Απολυταρχικό Κράτος, Αθήνα: Οδυσσέας, 1986, σ. 362-296.
[10] Ωστόσο θα ήταν σωστό να επισημάνουμε ότι οι πιο επιφανείς Έλληνες διανοητές δεν υιοθέτησαν την άποψη πολλών διαφωτιστών που αναζητούσε τα αίτια του ανατολικού δεσποτισμού στη «φύση» της Ανατολής, ή των ανθρώπων της Ανατολής. Για παράδειγμα ο Μοντεσκιέ θεωρούσε ότι η επικράτηση του δεσποτισμού στην Ανατολή οφείλεται στο θερμότερο κλίμα και την επίδρασή του στον χαρακτήρα των ανθρώπων της (Μοντεσκιέ, ο.π., σ.171-173). Αντίθετα, για τους περισσότερους Έλληνες διανοητές το πρόβλημα του ανατολικού δεσποτισμού εντοπιζόταν στην έλλειψη παιδείας και στον τρόπο διακυβέρνησης. Ο Ι. Σούτσος έγραφε εναντίον όσων Ευρωπαίων διαφωτιστών θεωρούσαν ότι υπάρχουν «φύσει» δούλοι και «φύσει» ελεύθεροι λαοί ότι «εκ της κατακτήσεως θέλει προκύψει η δεσποτεία∙ εκ δε της δεσποτείας… η αρχή “πάσα η γη βασιλική”. Επικρατούσης δε της αρχής, “πάσα η γη βασιλική”, εννοείται, ότι αδύνατον να μορφωθή εν κράτει μάλιστα απολιτεύτω, ενδεεί τέχνης και διανοίας, εν κράτει, εν ω ο κινητός πλούτος δεν ανεπτύχθη εισέτι, οιαδήποτε τάξις, δυνάμενη ν’ αντισταθμίση την παμβασιλείαν.» (Ι. Α. Σούτσου, Πραγματεία περί Παραγωγής και Διανομής του Πλούτου, Εν Αθήναις, Εκ της τυπογραφείας Ανδρέα Κορομηλά, 1851, σ. 133). Η οπτική που αναζητούσε στη «φύση» και όχι σε ιστορικές, κοινωνικές και πολιτικές αιτίες την καθυστέρηση της Ανατολής χρησιμοποιήθηκε από πολλούς Ευρωπαίους για να αρνηθούν στους λαούς της Ανατολής τη δυνατότητα αυτοτελούς ιστορικής πορείας. Υποστήριζαν ότι μόνο μέσα από την υιοθέτηση των «δυτικών θεσμών» και αξιών, ή την άμεση επιβολή των δυτικών δυνάμεων μπορούσε να έλθει η πρόοδος στην Ανατολή. Επομένως οι επεμβάσεις των μεγάλων δυνάμεων, η υποτέλεια σ’ αυτές, η επιβολή προτεκτοράτων και η αποικιοκρατία της Δύσης, αντιμετωπίζεται «αντικειμενικά» ως δύναμη προόδου για τους λαούς και τα κράτη της Ανατολής. Δικαίως λοιπόν η οπτική αυτή έχει κατηγορηθεί ως απολογητική της δυτικής αποικιοκρατίας.
[11] Ο λόρδος Βύρων παρατηρούσε το 1811 ότι «είναι αδύνατο να ανακαλύψουμε άλλο έθνος με τόση μεγάλη αναλογία βιβλίων και συγγραφέων, όπως οι Έλληνες αυτού του αιώνα.» (Αναφέρεται από τον C. M. Woodhouse, The Phihellenes, London: hodder & Stoughton, 1969, σ. 43.)
[12] «Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη» στο Θ. Κολοκοτρώνη, Άπαντα, Αθήνα: Μέρμηγκας, 1977, σ. 275.
[13] Αναφέρεται από τον Α. Ε. Βακαλόπουλο, Ιστορία του νέου Ελληνισμού, τ. 4ος, Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 1979, σ. 591.
[14] Ζοέλ Νταλέγκρ, Έλληνες και Οθωμανοί, 1453-1923, Αθήνα: Ζαχαρόπουλος, 2006, σ. 246-247.
[15] Ο Πιπινέλης έγραφε χαρακτηριστικά: «Ο πασσάς και ο δεσπότης είχον κοινά συμφέροντα και ο μεν εβοήθει τον δε εις τας εισπράξεις του και την περιστολήν παντός κινήματος δυασαρεσκείας ενώ ο δεσπότης εχρησιμοποίει την ηθικήν του επιβολήν δια να συγκρατή εν γαλήνη τους υπηκόους της Πύλης.» (Τ. Ν. Πιπινέλη, Πολιτική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Εν Παρισίοις: Αγών, 1928, σ. 43)
[16] Ο Πάριος υποστήριζε ότι οι άνθρωποι «ούτε γεννώνται ούτε είναι ελεύθεροι» στην κοινωνία, ενώ θεωρούσε ότι η κοσμική ελευθερία είναι απαράδεκτη, εφόσον αναγκαία προϋπόθεσή της είναι η αθεΐα. Μάλιστα ο Άγιος εκφράζει τη λύπη του επειδή «ο νόμος της χάριτος δεν συγχωρεί θάνατον την σήμερον» σε όσους κήρυτταν την «πολυθρύλητον και πολυτάραχον ελευθερίαν των δημοκρατικών» και σε όσους «εις τα σημαίας υψηλά επιγράφουσιν ελευθερία, ισότης προς στασιασμούς και δημεγερσίας κατά των κρειττόνων». Ωστόσο, τον παρηγορούσε η δυνατότητα ότι «ημπορεί η ποινή να γίνηται εις τα μιαρά εκείνων συγγράμματα, ήτοι να κατακρίνονται, στηλιτεύωνται και να καίωνται» (Βλέπε Π. Κιτρομηλίδη, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Αθήνα: ΜΙΕΤ, 1996, σ. 440)
[17] Ο Γερβίνος έγραφε σχετικά: «Η Πύλη ηναγκάσθη καταρχάς να ζητήσει κατά των επαναστατών τη συνδρομή του ανωτάτου κλήρου και εν μέσω του μεγαλειτέρου βρασμού επέπεσεν (1798) ως αποθαρρυντική ψύχρανσης η ‘πατρική παραίνεσις’ του Πατριάρχου Ανθίμου, δι’ ης προσεκάλη τους Έλληνας εις ειρήνην και ησυχίαν, προσθέτων ότι η Θεία Πρόνοια προώρισε την Τουρκικήν εξουσίαν, ίνα, αντικαθιστώσα την ασταθή εις την Ορθοδοξίαν βυζαντινήν αυτοκρατορίαν, προστατεύση την εκκλησίαν κατά των αιρετικών της εσπερίας Ευρώπης.» (Γ. Γ. Γερβίνος, Ιστορία της Επαναστάσεως και Αναγεννήσεως της Ελλάδος, Τόμος Α, Αθήνησι: Εκ του τυπογραφείου Χ. Ν. Φιλαδελφέως, 1865, σ. 97)
[18] Παρατίθεται από τον Γ. Κορδάτο, Νεοελληνική Πολιτική Ιστορία, τόμος πρώτος, Αθήναι: Γ. Ι. Βασιλείου, 1925, σ.165-168
[19] Μπελίνσκι, Ανάλεκτα, Αθήνα: Κάλβος, 1970, σ. 287.
[20] Γιώργος Διζικιρίκης, Ο νεοελληνικός διαφωτισμός και το ευρωπαϊκό πνεύμα, 1750-1821, Αθήνα: Φιλιππότης, 1984, σ. 48.
[22] Συλλογικό, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΑ, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1971, σ. 335-336.
[23] Ανωνύμου του Έλληνος, Ελληνική Νομαρχία Ήτοι Λόγος περί Ελευθερίας, Αθήνα: Κάλβος, 1980, σ. 179.
[24] Αδαμάντιου Κοραή, Επιστολαί προς τον Πρωτοψάλτην (κατ’ εκλογήν), Εν Αθήναις: Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, χ.χ., σ. 65.
[25] Α. Κοραή, Εκλεκτές Σελίδες, Αθήναι: Γ. Παπαδημητρίου, 1951, σ. 38-40.
[26] Σύμφωνα με τον ίδιο το Ρήγα τα «Φυσικά Δίκαια είναι: πρώτον, το να είμεθα όλοι ίσοι και όχι ο ένας ανώτερος από τον άλλον, δεύτερον, να είμεθα ελεύθεροι και όχι ο ένας σκλάβος του αλλουνού, τρίτον, να είμεθα σίγουροι εις την ζωήν μας, και κανένας να μην ημπορή να μας την πάρη αδίκως και κατά την φαντασίαν, και τέταρτον, τα κτήματα οπού έχομεν κανένας να μην ημπορεί να μας εγγίζη, αλλά είναι ιδικά μας και των κληρονόμων μας.» (Ρήγα Βελεστινλή, Τα Επαναστατικά, Αθήνα: Επιστημονική Εταιρεία Μελέτης ‘Φερών-Βελεστίνου-Ρήγα’, 1994, σ. 21)
[27] Στο ίδιο, σ. 38.
[28] Γ. Λ. Αρς, Η Μυστική Οργάνωση «Φιλική Εταιρεία», Αθήνα: Το Λαϊκό Βιβλίο, 1966, σ. 60-73.
[29] Ο Ρώσος συνταγματάρχης Πέστελ και δεκεμβριστής επαναστάτης εναντίον του Τσάρου σημείωνε ως μοιραίο ελάττωμα της Φιλικής Εταιρείας ότι «δεν είχε επεξεργαστεί από τα πριν σχέδιο μελλοντικής πολιτικής συγκρότησης της Ελλάδας μετά την απελευθέρωση και σχέδιο μέτρων που θα εξασφάλιζε το πέρασμα στο νέο καθεστώς.» (Αναφέρεται στον Μπ. Σιροετσκόφσκι, Το βαλκανικό πρόβλημα στα πολιτικά σχέδια των δεκεμβριστών, Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, 1956, σ. 27) Το γεγονός αυτό έκρινε και την τύχη της Φιλικής Εταιρείας μετά την έκρηξη της επανάστασης και οδήγησε γρήγορα τους Φιλικούς να χάσουν κάθε επιρροή στις εξελίξεις.
[30] Ο όρος «πόλεμος των χωρικών» προέρχεται από τη γερμανική έκφραση Bauernkrieg με την οποία αποδόθηκαν οι εξεγέρσεις των αγροτών στα Γερμανικά πριγκιπάτα του 16ου αιώνα, όπου «οι απλοί χωρικοί επικαλούμενοι το ευαγγέλιο για να δικαιωθούν, ξεσηκώθηκαν ενάντια στους άρχοντες τους για να διαμαρτυρηθούν ενάντια στις αδικίες, τους φόρους, τα βάρη και τη γενική καταπίεση κάτω από την οποία ήταν υποχρεωμένοι να ζουν.» (Gerald Strauss, Manifestations of Discontent in Germany on the Eve of the Revolution, Bloomington/London: Indiana University Press, 1971, σ. 166.)
[31] Ο Κόκκινος γράφει για την απαρχή της επανάστασης: «Ολόκληρος η χώρα είχε αναστατωθεί δια μιας… η ύπαιθρος εγέμισε από επαναστατικά σώματα, πορευόμενα προς τα φρούρια, όπου είχαν εγκλειστεί οι Τούρκοι. Οι αρχηγοί ευρέθησαν δια μιας. Ήταν οι έως χθες κλέφτες. Η χώρα εφλέγετο ολόκληρος… Στα ένοπλα τμήματα συμπαραστάθηκε όλος ο λαός.» (Δ. Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασης, Τόμος Πρώτος, Αθήναι: Μέλισσα, 1956, σ. 285-286)
[32] Douglas Dakin, Ο Αγώνας των Ελλήνων για την Ανεξαρτησία 1821-1833, Αθήνα: ΜΙΕΤ, 1989, σ. 107.
[33] Σε ανταπόκρισή του για την γερμανική εφημερίδα Αλγκεμάινε Τσάιτουγκ (17/8/1821) από τον επαναστατημένο Μοριά, ο δημοκράτης Δρ. Κρίστιαν Μύλλερ αναφέρει: «Αλλά πλανάται οικτρά εκείνος που νομίζει ότι ο πόλεμος αυτών των Ελλήνων εναντίον των Τούρκων είναι πόλεμος εθνικός… Οι ανώτερες τάξεις δεν έλαβαν καθόλου μέρος μέχρι τώρα, εξαιρέσει κανα-δυο πριγκίπων, οι οποίοι ίσως ελπίζουν να πάρουν κανένα θρόνο. Οι πιο ευκατάστατοι και οι πιο πλούσιοι Έλληνες δεν υπεστήριξαν τον πόλεμο αυτόν ούτε άμεσα ούτε έμμεσα, υπάρχουν μάλιστα πολλοί απ’ αυτούς, οι οποίοι τον αποδοκιμάζουν. Με μελαγχολικό μειδίαμα εδιάβασαν μερικοί στις εφημερίδες για τις πατριωτικές θυσίες, για τις γενναίες συνεισφορές κλπ.» (Παρατίθεται από τον Τάσο Βουρνά, «Εντυπώσεις Γερμανού δημοσιογράφου από τον επαναστατημένο Μοριά – 1821» Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά, τ. Ε΄, Αθήνα, 1961, σ. 260 κ.ε..)
[34] Συλλογικό, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1975, σ. 22
[35] Στο ίδιο, σ. 86.
[36] Στέφανος Π. Παπαγεωργίου, Από το Γένος στο Έθνος, Αθήνα: Παπαζήσης, 2005, σ. 119-120.
[37] Οι καρμπονάροι (carbonari, που σημαίνει καβουρνιάριδες) ήταν μέλη μυστικής εταιρείας που ιδρύθηκε στην Ιταλία το 1808-1810, με σκοπό την εθνική απελευθέρωση της ιταλικής χερσονήσου από την αυστριακή κυριαρχία και την ανατροπή των αποφάσεων του συνεδρίου της Βιέννης (1815). Κατά το πρώτο μισό του 19ου αι. ιδρύθηκαν στην Ευρώπη πολλές οργανώσεις καρμποναρικού τύπου. Η Φιλική Εταιρεία ήταν μια από αυτές.
[38] Μέντελσον-Μπαρτόλδυ, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήνα: Μορφωτική Εταιρεία, 1955, σ. 95.
[39] Ο αγωνιστής Ν. Σπηλιάδης θυμόταν ότι «οι πλήστοι των αρχηγών της Πελοπονήσσου, άμα, λαβόντες τα όπλα εφαντάσθησαν να στήσουν τιμαριωτισμόν εις την Ελλάδα αμειβόμενοι με την εξουσία και τη δύναμιν των Τούρκων Τοπαρχών…» (Ν. Σπηλιάδη, Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τομ. 1ος, Αθήνα, 1970, σ. 209)
[40] Αυτό συνέβη στην Ύδρα με τον ναύκληρο Αντώνη Οικονόμου που ηγήθηκε της εξέγερσης των Υδραίων (Μάιος 1821) και κυνηγημένος από τους ντόπιους προεστούς με επικεφαλής τον Σαχτούρη βρήκε καταφύγιο στο Μοριά όπου τελικά δολοφονήθηκε. Στην εξέγερση της Πάτρας (Μάρτιος 1821) ηγήθηκε αρχικά ο τσαγκάρης Παναγιώτης Καρατζάς, ο οποίος τελικά δολοφονείται από άνδρες του μεγαλοκοτζαμπάση Α. Ζαΐμη γιατί αρνήθηκε να υποταχτεί στην εξουσία του. Στην Αθήνα και την Αττική ηγέτης της εξέγερσης (Απρίλης 1821) ήταν ο αγρότης και Φιλικός Μελέτης Βασιλείου, ο οποίος κυνηγήθηκε τελικά από τους ντόπιους κοτζαμπάσηδες και δολοφονήθηκε τελικά στην Εύβοια. Ανάλογες εξελίξεις είχαμε με τους «καρμανιόλους» στη Σάμο υπό την ηγεσία του Λυκούργου Λογοθέτη, στην Άνδρο με το «λαϊκούς» υπό την ηγεσία του αγρότη Μπαλή, κ.ά.
[41] Τα Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τ. 1ος, Αθήνα: Βουλή των Ελλήνων, 2002, σ. 441.
[42] Ο υπασπιστής του Δ. Υψηλάντη και δημοκράτης φιλέλληνας αξιωματικός Chevalier, έγραφε σε γράμμα του από την Καλαμάτα (21/7/1821) τα εξής: «Μόλις εφτάσαμε στο Μοριά εβρήκαμε θρονιασμένη μια ανωτάτη γερουσία, που αποτελείται από οκτώ άτομα. Πιστεύεις πως γενίκανε εκλογές; Κάθε άλλο φίλε μου! Αυτοί οι κύριοι έχουν μιμηθεί εκείνον τον Καρδινάλιο, που στις εκλογές για τον Ποντίφικα ανέκραξε: “εγώ είμαι ο Πάπας!” Αυτοί είναι οι τύραννοι, που θέλουν να καταπιέζουν το λαό, που πήραν δύναμη από τα πλούτη των Τούρκων, που κάνουν τους πολιορκητές να λιμοκτονούν, με λίγα λόγια, κτήνη…» (Περιλαμβάνεται στο Α. Ε. Βακαλόπουλος, Επίλεκτες Βασικές Πηγές της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Α, Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 2000, σ. 235.)
[43] Ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη, Φωτάκος σημείωνε: «Ο Υψηλάντης δεν είχε καμίαν πλεονεξίαν, ούτε επιθυμίαν εις υλικά συμφέροντα και δι’ αυτό τούτο εκέρδισεν την αγάπη του απλού λαού, και διηγείρε την αντίπραξιν των αρχόντων εις τα επιχειρήματα αυτού, και διότι άλλως έδιδεν ελευθερίαν εις τους λαούς να έχωσι ψήφον και χωρίς της ψήφου των να μη έρχωνται αντιπρόσωποι αυτοχειροτόνητοι… Αλλά ταύτα δεν ήρεσαν εις τους κοτζαμπάσηδες, διότι ούτω πως ο λαός εφωτίζετο» (Φ. Χρυσανθόπουλου ή Φωτάκου, Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Α, Αθήνα: Χ. Μπούρας, χ.χ., σ. 191-192)
[44] Περιλαμβανεται στο Α. Ε. Βακαλόπουλος, Επίλεκτες Βασικές Πηγές της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Β, Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 2000, σ. 365.
[45] Συλλογικό, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1975, σ. 198.
[46] Τα Ελληνικά Συντάγματα 1822-1975/1986, Αθήνα: Στοχαστής, 1998, σ. 107-120.
[47] Κανένα από τα συντάγματα της Ελληνικής επανάστασης δεν προέβλεπε τη σύνδεση κράτους και εκκλησίας. Όλα αναφέρονταν στην «επικρατούσα θρησκεία» και κατοχύρωναν την ανεξιθρησκία δίχως περιορισμούς. Για πρώτη φορά η σύνδεση κράτους-εκκλησίας εμφανίστηκε στο σύνταγμα του 1844, όπου για πρώτη φορά επίσης προβλεπόταν η ανεξιθρησκία υπό περιορισμούς, που αφορούσε κυρίως την απαγόρευση προσηλυτισμού από τα αντίπαλα δόγματα της Ορθόδοξης εκκλησίας.
[48] Τα Ελληνικά Συντάγματα, ο.π., σ. 65.
[49] Ο.π., σ. 136.
[50] Για τη διαφορά της εθνικής κυριαρχίας και της λαϊκής κυριαρχίας ως προς τη συγκρότηση ενός δημοκρατικού πολιτεύματος βλέπε Α. Ι. Μάνεσης, Αι Εγγυήσεις Τηρήσεως του Συντάγματος, τ. ΙΙ, Αθήνα: Σάκκουλας, 1991, σ. 52-77.
[51] Τα Ελληνικά Συντάγματα ο.π., σ. 109.
[52] Ο.π.
[53] Ο.π., σ.123.
[54] Ο.π., σ.117.
[55] Ο.π., σ.119.
[56] Ο.π., σ.131.
[57] Αναφέρεται στο Γ. Κατσούλη, Μ. Νικολινάκου, Β. Φίλια, Οικονομική Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, τ. Α, Αθήνα: Παπαζήσης, 1985, σ. 171
[58] Τα Ελληνικά Συντάγματα Ο.π., σ. 135-140.
[59] Ο.π., σ. 70.

1 σχόλιο:

  1. Η Ελληνική Επανάσταση δεν είναι γνήσιο τέκνο της Γαλλικής, όπως ισχυρίζεται το σχολικό βιβλίο της Γ ΄Γυμνασίου. Το κλασσικό κείμενο, το οποίο δίνει σαφή απάντηση ως προς την επίδραση του Δυτικού Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επαναστάσεως στον Ελληνισμό, είναι η ακόλουθη συνομιλία του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη με το Άγγλο Ναύαρχο Χάμιλτον:

    « Η επανάστασις η εδική μας δεν ομοιάζει με καμμιάν απ’ όσαις γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην. Της Ευρώπης αι επαναστάσεις εναντίον της διοικήσεώς των είναι εμφύλιοςπ όλεμος. Ο εδικός μας πόλεμος ήτον ο πλέον δίκαιος, ήτον έθνος με άλλο έθνος, ήτον με ένα λαόν όπου ποτέ δεν ηθέλησε να αναγνωρισθή ως τοιούτος, ούτε να ορκισθή παρά μόνον ό,τι έκαμνεν η βία. Ούτε ο Σουλτάνος ηθέλησε να θεωρήσει τον Ελληνικόν λαόν ως λαόν, αλλ΄ ως σκλάβους. Μίαν φοράν όταν επήραμεν το Ναύπλιον ήλθε ο Άμιλτον να με ιδή. Μου είπε ότι πρέπει οι Έλληνες να ζητήσουν συμβιβασμόν, και η Αγγλία να μεσιτεύση. Εγώ τού αποκρίθηκα, ότι αυτό δεν γίνεται ποτέ, ελευθερία ή θάνατος. Εμείς Καπετάν Άμιλτον ποτέ συμβιβασμόν δεν εκάμαμεν με τους Τούρκους. Άλλους έκοψε, άλλους σκλάβωσε με το σπαθί και άλλοι, καθώς εμείς, εζούσαμεν ελεύθεροι από γεννεά εις γεννεά. Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δεν έκαμε. Η φρουρά του είχε παντοτεινό πόλεμον με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήτον πάντοτε ανυπότακτα. – Με είπε, ποία είναι η βασιλική φρουρά του, ποία είναι τα φρούρια.- Η φρουρά του Βασιλέως μας είναι οι λεγόμενοι Κλέφται, τα φρούρια η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά. Έτζι δεν με ωμίλησε πλέον». Πραγματικά λυπάμαι που ένα τόσο λαμπρό μυαλό όπως του κυρίου Καζάκη κάνει τόσες δολιχοδρομήσεις για να βεβηλώσει την ιερή μνήμη του Κολοκοτρώνη και να πλαστογραφήσει το νήμα των κειμένων του αγώνα. Με δύο του φράσεις μόνο ο σεμνός ήρωας διαλύει όλα τα σκότη κάθε μαρξιστικής ιδεοληψίας...Που πήγε το Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος του Υψηλάντη κύριε Καζάκη; Περιοριστείτε λοιπόν στον Ανώνυμο που σας εκφράζει και αφήστε τους ήρωες να αναπαυθούν. Μαζί με τους Μπογιόπουλους αρμόζει ως φαίνεται το ¨όταν η ιστορία δεν συμφωνεί με τον Κομουνισμό τόσο το χειρότερο για την Ιστορία¨!

    ΑπάντησηΔιαγραφή