Συνάδελφοι,
Δεν θα ξαφνιάσουμε κανέναν αν πούμε ότι και η εργατική τάξη στην Ελλάδα, το σύνολο των εργαζομένων της χώρας, βρίσκεται στον αστερισμό της ζοφερής πραγματικότητας που όλοι περιγράφουν όταν μιλούν για παγκοσμιοποίηση, για απορύθμιση, για «απελευθέρωση των αγορών», για ιδιωτικοποιήσεις, κοκ.
Όπως συμβαίνει παγκόσμια, έτσι και στην Ελλάδα η εργατική τάξη έχει βρεθεί μπροστά στην ανάγκη να επιβεβαιώσει με σκληρούς αγώνες ακόμη και τα πιο αυτονόητα: δουλειά για όλους, αξιοπρεπείς αμοιβές, ωράρια και συνθήκες εργασίας που δεν μετατρέπουν τους εργαζόμενους σε ανθρώπινα υποζύγια, εξασφάλιση από τα αδιέξοδα της αγοράς.
Δεν είναι καθόλου λίγοι εκείνοι σήμερα που πλημμυρίζουν με δέος και τρόμο μπροστά στις φαινομενικά ακατάβλητες δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου. Τι άλλο μπορεί να κάνει η εργατική τάξη εκτός απ’ το να βρει έναν τρόπο να «προσαρμοστεί» πιο ανώδυνα, πιο ομαλά στις νέες απαιτήσεις των μεγάλων αφεντικών; Μπορεί να τα βάλει με την παγκόσμια αγορά, με τις πολυεθνικές, με το ΔΝΤ, τον ΠΟΕ, την Παγκόσμια Τράπεζα, την Ευρωπαϊκή Ένωση; Ας αρκεστεί σ’ ότι μπορεί να περισώσει απ’ την λαίλαπα και ας καθίσει ήσυχα μέχρις ότου περάσει η μπόρα.
Όσοι σκέφτονται έτσι αναζητούν άλλοθι είτε σε αντιλήψεις που αντιλαμβάνονται ότι συμβαίνει ως «τετελεσμένο γεγονός», ως «αντικειμενική διαδικασία» εκ Θεού, είτε καταφεύγουν σε μια γενική αντικαπιταλιστική ρητορική, δίχως αντίκρισμα στα μέτωπα πάλης του εργατικού κινήματος.
Στη χώρα μας συνδικαλιστικές και πολιτικές δυνάμεις που αντλούν την καταγωγή τους από διαφορετικά ρεύματα του εργατικού κινήματος, συναντήθηκαν σε μια κοινή προσπάθεια ανασυγκρότησης του οργανωμένου κινήματος της εργατικής τάξης. Εκ μέρους αυτής της κοινής προσπάθειας συμμετέχουμε και εμείς στη Διεθνή Συνδιάσκεψη κατά της απορύθμισης και για τα εργατικά δικαιώματα.
Κοινή διαπίστωση μας είναι ότι βρισκόμαστε πλέον σε μια εποχή όπου το φάσμα της διαρκούς ανέχειας, της καταθλιπτικής αβεβαιότητας, της κοινωνικής περιθωριοποίησης, ακόμη και της εξαθλίωσης δεν αναγνωρίζει «άσπρα» και «μπλε» κολάρα, δεν ξεχωρίζει ανειδίκευτους, ειδικευμένους και υψηλά ειδικευμένους εργαζόμενους. Μπροστά στον οδοστρωτήρα της «απελευθέρωσης των αγορών», δεν υπάρχει πλέον καμμιά ατομική εξασφάλιση, κανένα ιδιαίτερο καθεστώς για κανένα ειδικό κοινωνικό ή επαγγελματικό στρώμα της εργατικής τάξης και των υπολοίπων εργαζομένων. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που ακόμη και τα πιο υποτυπώδη κοινωνικά προγράμματα του άλλοτε γνωστού «κράτους πρόνοιας», σήμερα το ένα μετά το άλλο κρίνονται «ασύμφορα» και εξανεμίζονται.
Κι όλα αυτά συμβαίνουν με τις εργαζόμενες τάξεις να έχουν ακόμη vωπές τις αvαμvήσεις απo τις βαρύγδoυπες υπoσχέσεις της πρώτης μεταπoλεμικής περιόδoυ για «πλήρη απασχόληση», για διαρκή άvoδo του βιοτικού επιπέδου, για αvελαστικά εργατικά δικαιώματα και συvθήκες εργασίας, για «κoιvωvικό κράτoς» και «κράτoς πρόvoιας», για «κoιvωvία της ευημερίας», κοκ. Αρκούσε μόνο ο εργάτης, ο εργαζόμενος γενικά, να κοιτάζει τη δουλειά του, να κάθεται ήσυχος και πειθαρχικός, να αφήνει την «υψηλή πολιτική» στις εντεταλμένες ηγεσίες του στο συνδικάτο, στο κόμμα και την κυβέρνηση και να επιλέγει, όποτε του δίνουν την ευκαιρία, το «φως» απ’ το «σκότος», τους «καλούς» απ’ τους «κακούς» που θα τον κυβερνήσουν.
Ωστόσο, μετά την χρεοκοπία και την ανατροπή του «αντίπαλου δέους», δηλ. του υπαρκτού σοσιαλισμού, η παγκοσμιοποίηση εξέφρασε με τον πιο ολοκληρωμένο τρόπο την προσπάθεια της κυρίαρχης τάξης να κατοχυρώσει μια πλασματική εικόνα καταθλιπτικής παντοδυναμίας του παγκόσμιου συστήματος του καπιταλισμού, από το οποίο όπως και να το κατανοεί κανείς – σαν παράδεισο, σαν κόλαση ή σαν καθαρτήριο – δεν υπάρχει καμμιά πιθανότητα διαφυγής.
Η επίθεση των «διαρθρωτικών αλλαγών» δεν έχει σαν στόχο απλά και μόνο μια τερατώδη αναδιανομή ωφελειών, πλούτου και εισοδήματος σε βάρος των εργαζομένων. Αντίθετα επιδιώκει τη συνολική αποδιάρθρωση της ίδιας της εργατικής τάξης, του τρόπου που εντάσσεται στην «αγορά εργασίας», αλλά και του τρόπου που έως σήμερα εκφραζόταν και δρούσε ως οργανωμένη τάξη. Σ’ αυτή την αντιδραστική επιχείρηση τίποτε δεν μένει αλώβητο, τίποτε δεν παραμένει στο απυρόβλητο. Κάθε στήριγμα της κοινωνικής υπόστασης της εργατικής τάξης και των υπολοίπων εργαζομένων έχει μπει στο στόχαστρο της «απορύθμισης» και της «απελευθέρωσης των αγορών».
Όλα από μηδενική βάση, αυτή είναι η νέα πολεμική κραυγή διευθυντηρίων, κυβερνήσεων και καθεστωτικών πολιτικών της δεξιάς και της αριστεράς.
Πράγματι, σε μια εποχή που η εργατική τάξη αντιμετωπίζει την αναίρεση ακόμη και των πιο θεμελιωδών εγγυήσεων μιας υποφερτής διαβίωσης, δεν μπορεί παρά να επαναπροσδιορίζεται «από μηδενική βάση» απέναντι σ’ ολόκληρη την αναγκαιότητα ύπαρξης του σημερινού συστήματος σχέσεων οικονομίας και πολιτικής. Κανένα πλαίσιο δεν μπορεί να θεωρείται ανυπέρβλητο, καμμιά κατάσταση δεδομένη και ακλόνητη, τίποτε πιο ιερό και όσιο απ’ την ικανοποίηση των πιο ζωτικών αιτημάτων των εργαζομένων.
Ιστορικά η εργατική τάξη αναδύθηκε μέσα από ένα μίζερο συνοθύλευμα από διαφορετικά κοινωνικο-επαγγελματικά στρώματα, έρμαια των δυνάμεων της αγοράς, σε διαρκή εξατομικευμένο ανταγωνισμό μεταξύ τους, αλλά και με ολόκληρη την κοινωνία σαν σύνολο. Η εργατική τάξη ξέφυγε από αυτή την μίζερη κατάσταση μόνο όταν κατέκτησε την ανεξάρτητη οργάνωσή της. Κι αυτή η ανεξάρτητη οργάνωση της τάξης εκδηλώθηκε με δυο κύριες ιστορικές μορφές:
Αφενός, τη συγκρότηση των συνδικάτων, ως πρωτογενή μορφή άμεσης πρακτικής οργάνωσης του συνόλου της τάξης σ’ ένα διαρκή αγώνα για τη διεκδίκηση καλύτερων ζωής και εργασίας.
Αφετέρου, την ανάδειξη του ανεξάρτητου πολιτικού κόμματος της εργατικής τάξης, προνομιακού φορέα και πεδίου ζύμωσης της δικής της ανεξάρτητης ιδεολογίας και πολιτικής.
Η ιστορική πορεία γέννησης και άνδρωσης των δύο μορφών οργάνωσης της εργατικής τάξης υπήρξε παράλληλη, αλληλοτροφοδοτούμενη και εσωτερικά αντιφατική διαδικασία. Σε κάθε περίπτωση, όμως, δίχως την οργάνωση και τις κατακτήσεις που απορρέουν απ’ αυτή, τόσο στο επίπεδο της καθημερινής πάλης – όπως συλλογικές συμβάσεις, κοινωνικά δικαιώματα, εργατική νομοθεσία – όσο και στο επίπεδο της ιδεολογίας και της πολιτικής, η εργατική τάξη κινδυνεύει να αποσυντεθεί, να διαλυθεί, να μεταβληθεί σε έρμαιο της καθολική απόγνωσης και απογοήτευσης.
Σ’ αυτήν ακριβώς
Οι παραγωγικές ικανότητες της κοινωνίας δεν συγκρίνονται με καμμιά περίοδο της ιστορίας της. Μ’ αυτή την έννοια ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, η ανέχεια, η φτώχεια, η μιζέρια, η περιθωριοποίηση χάνει και τα τελευταία ερείσματα «ανεπάρκειας πόρων». Βρισκόμαστε σε μια εποχή υπερπληθώρας πόρων, και την ίδια ώρα τρομακτικών «κοινωνικών ελλειμμάτων».
Λείπει Δημητρη κείμενο στο τέλος. Για δεστο...
ΑπάντησηΔιαγραφή