Η πολιτική οικονομία της νέας περιόδου αποσταθεροποίησης, κρίσης και πολέμου
Πρόσφατα ο επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, κ. Γκρίνσπαν, δήλωνε ότι παρομοιάζει τον εαυτό του με εκείνους τους παλιούς αστρολόγους που παρατηρώντας τις κινήσεις των άστρων προσπαθούσαν να μαντέψουν το τι θα συμβεί στο μέλλον. Αν παρακολουθήσει κανείς τις οικονομικές αναλύσεις των πιο επιφανών διεθνών κέντρων, θα νιώσει ότι πράγματι έχει να κάνει με αστρολόγους, οι οποίοι εναγωνίως προσπαθούν να «ερμηνεύσουν» τις κινήσεις των μακροοικονομικών δεικτών – που για την οικονομία είναι ότι οι φαινομενικές κινήσεις των άστρων στο στερέωμα – ώστε να προβλέψουν πότε επιτέλους θα επέλθει αυτή η περιβόητη ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας. Κι έτσι από μέρα σε μέρα, από εβδομάδα σε εβδομάδα, την περιορισμένη αισιοδοξία διαδέχεται η πιο μαύρη απαισιοδοξία.
Το ειδικό χαρακτηριστικό της κρίσης
Το δυστύχημα με όλους αυτούς τους αστρολόγους είναι το γεγονός ότι οι γνωστοί μακροοικονομικοί δείκτες, ειδικά στις σημερινές συνθήκες έκρηξης του πλασματικού κεφαλαίου και της παγκόσμιας κυριαρχίας των πολυεθνικών, έχουν να πουν ελάχιστα σχετικά με την πραγματική κατάσταση της οικονομίας και τις προοπτικές της. Έχουμε ήδη επισημάνει απ’ τις στήλες του Εμπρός ότι η πρόσφατη κρίση που ξέσπασε πρώτα στις ΗΠΑ απ’ τα τέλη του 2000 και φαίνεται σήμερα να αγκαλιάζει όλο και πιο καθολικά τις ισχυρές οικονομίες της ΕΕ, δεν είναι ένας ακόμη «οικονομικός κύκλος», ούτε πρόσκειται για μια «διορθωτική προσαρμογή μιας διαρκώς επεκτεινόμενης οικονομίας», ούτε απλά μια ακόμη εκδήλωση της γνωστής «ανίατης ασθένειας του καπιταλισμού». Το ειδικό χαρακτηριστικό αυτής της κρίσης βρίσκεται στο γεγονός ότι οι μέσες αποδόσεις του κεφαλαίου παρουσιάζουν έντονες πτωτικές τάσεις μετά από μια δεκαπενταετία και πλέον διαρκούς ανόδου. Οι τάσεις αυτές εκδηλώθηκαν πρώτα στην οικονομία των ΗΠΑ, ήδη απ’ τα τέλη του 2000 και επιμένουν ακόμη. Ενώ απ’ τα τέλη του προηγούμενου χρόνου οι πτωτικές τάσεις αυτές άρχισαν να γίνονται αισθητές και για τις ισχυρές οικονομίες της ΕΕ.
Τι σημαίνει, όμως, το πέρασμα σε μια νέα περίοδο πτωτικής τάσης της μέσης κερδοφορίας του κεφαλαίου; Σημαίνει ότι ολόκληρο το σύστημα αναδιαρθρώσεων της τελευταίας δεκαετίας και πλέον, που συνήθως αποκαλείται ως «παγκοσμιοποίηση των αγορών», εξάντλησε την δυναμική του, έπαψε να στηρίζει την άνοδο της μέσης απόδοσης του κεφαλαίου στις ανεπτυγμένες χώρες. Δεν αρκεί πια, χρειάζεται να αναδομηθεί ολόκληρη η αρχιτεκτονική του παγκόσμιου συστήματος. Χρειάζεται ν’ αναπτυχθούν νέες αντίρροπες δυνάμεις για την αναστροφή της πτωτικής τάσης της μέσης κερδοφορίας. Ακριβώς γι αυτό τον λόγο δεν αρκεί να αποκτήσουν δυναμική ανόδου το ΑΕΠ, η παραγωγή, το εμπόριο και οι χρηματαγορές για να αντιμετωπιστεί η κρίση.
Το ιδιαίτερο γνώρισμα της κατάστασης είναι ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός και ιδιαίτερα οι πιο ισχυρές οικονομίες του, έχουν εξαντλήσει τα μέσα και τους τρόπους «στήριξης» της κερδοφορίας του κεφαλαίου και αναζήτησης πρόσθετου κέρδους. Η επέκταση της παγκόσμιας αγοράς δεν επαρκεί πλέον για να απορροφήσει προϊόντα και υπηρεσίες, δεν επαρκεί για να «αξιοποιηθεί» το κεφάλαιο που συσσωρεύεται. Η χρηματοπιστωτική σφαίρα έχει επικίνδυνα διογκωθεί. Η επέκταση του πλασματικού κεφαλαίου έχει πλέον φτάσει στα όριά της. Επείγει μια γενικευμένη «δημιουργική καταστροφή» επιχειρήσεων, κεφαλαίων και αγορών, μόνο που αυτή τη φορά δεν είναι καθόλου εύκολο να περιοριστεί στις εξαρτημένες οικονομίες, αλλά θα πρέπει να αγκαλιάσει και τις ίδιες τις ισχυρές οικονομίες.
Στο πρώτο τρίμηνο του 2002 συνεχίζεται η ραγδαία πτώση της συνολικής αξίας εξαγορών και συγχωνεύσεων κατά 20% περίπου. Ήδη τον προηγούμενο χρόνο η αξία τους σημείωσε την μεγαλύτερη κάμψη (γύρω στο 45%) των τελευταίων δυό δεκαετιών. Με δεδομένο ότι οι εξαγορές και οι συγχωνεύσεις έφθασαν να αποτελούν γύρω στο 90% των ξένων άμεσων επενδύσεων σε παγκόσμιο επίπεδο, τότε η συνεχιζόμενη πτώση τους σημαίνει σοβαρή εμπλοκή στο βασικό μηχανισμό επέκτασης της παγκόσμιας οικονομίας με μακροπρόθεσμες επιπτώσεις.
Κύμα απανωτών χρεοκοπιών
Η αδυναμία του πολυεθνικού κεφαλαίου να αναπροσαρμοστεί και να αξιοποιήσει «έτοιμα μερίδια αγοράς», όπως έκανε μέχρις σήμερα μέσα από συνεχείς εξαγορές και συγχωνεύσεις, αναγκαστικά θα οδηγήσει στην ένταση του κύματος των χρεοκοπιών ακόμη και στις κορυφές των πολυεθνικών. Τα φαινόμενα τύπου Enron ήδη αρχίζουν και πληθαίνουν στις δυό όχθες του Ατλαντικού. Στις ΗΠΑ έως το τέλος του 2001 κηρύχτηκαν σε πτώχευση 250 και πλέον μεγάλες εταιρείες, 100 περισσότερες απ’ ότι τον προηγούμενο χρόνο και 150 περισσότερες απ’ ότι το 1991. Ο ρυθμός αυτός βαίνει αμείωτος και κατά το πρώτο τρίμηνο του νέου χρόνου. Με δεδομένο ότι ανάλογο κύμα χρεοκοπιών αρχίζει να πλήττει μαζικά και τις μεγάλες εταιρείες της ΕΕ, το περιοδικό Economist (23/3/2002) θεωρεί ότι «ο καλύτερος τρόπος για να βοηθηθούν οι Ευρωπαϊκές εταιρείες είναι να γίνει πιο εύκολο γι αυτές να χρεοκοπούν».
Απ’ ότι φαίνεται οι απανωτές χρεοκοπίες είτε «πρωταθλητών» της αγοράς, είτε ολόκληρων κρατών, είτε χρηματοπιστωτικών κολοσσών, θα σφραγίσουν την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας επί μακρόν. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι με αφορμή την κατάσταση στην Αργεντινή, το ΔΝΤ συζητά πλέον ανοικτά να επιτρέπει σε κράτη-μέλη του να κηρύσσουν επίσημα πτώχευση. Να επιτρέψει, δηλαδή, να συμβεί αυτό που η δημιουργία του θέλησε να αποτρέψει. Φυσικά μια τέτοια κίνηση θα έθετε σε κίνδυνο ολόκληρο το διεθνές τραπεζικό σύστημα, γι αυτό και βρίσκεται ακόμη στο στάδιο της «μελέτης εφαρμογής».
Ταυτόχρονα η κατάσταση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι τόσο εύθραυστη που ανάγκασε την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, να υιοθετήσει ένα ογκώδες και πολύπλοκο σύστημα κανόνων το οποίο υποτίθεται ότι με την εφαρμογή του θα μειώσει για τις μεγάλες τράπεζες τα ρίσκα του χρέους. Ωστόσο, σε μια περίοδο όπου επιχειρήσεις και κράτη κρατούνται στην επιφάνεια χάρις κυρίως στη διαρκή επέκταση του πιστωτικού χρήματος, η εφαρμογή αυτών των κανόνων θα αυξήσει αποφασιστικά τις πιθανότητες χρεοκοπίας ακόμη και ισχυρών οικονομιών. Γι αυτό και η οργισμένη αντίδραση του Γερμανού Καγκελάριου Σρέντερ, ο οποίος δήλωσε ότι δεν πρόκειται η χώρα του να δεχθεί να εφαρμοστούν οι κανόνες αυτοί διότι θα κάνουν την ύφεση ακόμη πιο οξεία. Ειδικά στις συνθήκες δημοσιονομικής ασφυξίας που έχει επιβληθεί προς χάριν της «νομισματικής σταθερότητας».
Ο κίνδυνος μιας παγκόσμιας πολεμικής ανάφλεξης
Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν οι πιο αισιόδοξες προβλέψεις «ανάκαμψης» επιβεβαιωθούν στο αμέσως επόμενο διάστημα, όλα τα παραπάνω υποδηλώνουν ότι θα είναι εξαιρετικά βραχύβια και ασθενική. Είναι χαρακτηριστικό ότι αναλυτές του ΔΝΤ μιλούν πλέον για εξάμηνες, οκτάμηνες και ετήσιες διαδοχικές περιόδους ανάκαμψης και ύφεσης. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο καπιταλισμός ξεκίνησε τον οικονομικό του βίο με δεκαετείς «οικονομικούς κύκλους» για να καταλήξει σήμερα σε εξάμηνους ή ετήσιους. Αυτό δείχνει και το ιστορικό μέγεθος της γενικευμένης αστάθειας που χαρακτηρίζει την περίοδο στην οποία έχει εισέλθει η παγκόσμια οικονομία.
Η κατάσταση αυτή έχει αναδείξει την ανάγκη να τεθούν οι πιο ζωτικοί τομείς της παγκόσμιας οικονομίας υπό τον άμεσο έλεγχο των διεθνών συλλογικών μηχανισμών του ιμπεριαλισμού. Πράγμα που επιδιώκεται όχι μόνο με οικονομικά μέσα, αλλά και με στρατιωτικο-πολιτικά. Η ανάγκη «προστασίας» κρίσιμων περιφερειακών αγορών και σφαιρών τοποθέτησης κεφαλαίων, ενεργειακών πηγών, εμπορικών δικτύων, έχει πυροδοτήσει τις ανοικτές στρατιωτικές επεμβάσεις των ΗΠΑ, της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, την επίσημη δημιουργία προτεκτοράτων, καθώς και την προσπάθεια συγκρότησης μιας «παγκόσμιας διακυβέρνησης» από τα διεθνή επιτελεία της Ουάσινγκτον και των Βρυξελλών, όπου γίνεται προσπάθεια να συγκεντρωθούν όλες οι ζωτικές λειτουργίες της οικονομίας και της πολιτικής του πλανήτη. Ο συνεχιζόμενος πόλεμος στο Αφγανιστάν, η κλιμάκωση του πολέμου στην Κολομβία και το παρανάλωμα του πυρός στη Παλαιστίνη, πέρα απ’ όλα τα άλλα, αποτελούν απτά δείγματα γραφής της νέας περιόδου.
Όσο πιο δύσκολο γίνεται για το πολυεθνικό κεφάλαιο να ελέγξει με οικονομικούς όρους αυτή τη γενικευμένη κρίση, να περιφρουρήσει τον «ισχυρό πυρήνα» της οικονομίας του, να περάσει σε μια περίοδο σχετικής σταθερότητας, τόσο περισσότερο θα αναγκάζεται να καταφεύγει σε πολιτικο-στρατιωτικά μέσα. Έτσι οι επενδύσεις του, η τόνωση της κερδοφορίας του, η αξιοποίηση αγορών, ενεργειακών πηγών, κοκ, συνδέονται οργανικά με ακόμη περισσότερες εστίες περιφερειακών συγκρούσεων, με ευρύτερη αποσταθεροποίηση κρατών αλλά και ολόκληρων περιφερειών, με πολιτικο-στρατιωτικές επιχειρήσεις μεγάλης εμβέλειας και βάθους χρόνου. Οι δυνάμεις ταχείας επέμβασης, αλλά και ολόκληρος ο σοφιστικέ πολεμικός εξοπλισμός, που συσσωρεύει εναγωνίως το Πεντάγωνο και οι ισχυροί της ΕΕ, αποτελούν σήμερα βασικό οργανικό στοιχείο της γενικής επενδυτικής στρατηγικής του πολυεθνικού κεφαλαίου.
Απ’ αυτή την άποψη, η κατάσταση που διαμορφώνεται, έχει σοβαρές αναλογίες με την γενικευμένη αστάθεια που πυροδότησε η κρίση του 1929 και η οποία μπόρεσε τελικά να εκτονωθεί μόνο μέσα απ’ τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο. Εκείνη την εποχή η αδυναμία να δοθεί οικονομική διέξοδος στα συσσωρευμένα ιστορικά αδιέξοδα της παγκόσμιας οικονομίας του κεφαλαίου, οδήγησε τις ισχυρές χώρες του ιμπεριαλισμού να αναζητήσουν τη «λύση» με τα όπλα, μέσα από μια παγκόσμια πολεμική αναμέτρηση. Έτσι και σήμερα το γενικό ξεχαρβάλωμα της παγκόσμιας οικονομίας με επίκεντρο της ισχυρές οικονομίας του ιμπεριαλισμού, φαίνεται να συσσωρεύει εκείνο το εύφλεκτο υλικό, που αντικειμενικά αποτελεί προνομιακό έδαφος για εκτόνωση μέσα από έναν γενικευμένο παγκόσμιο πόλεμο. Μόνο που αυτή τη φορά είναι πιθανό να διεξαχθεί όχι απαραίτητα στο πεδίο συγκροτημένων εχθρικών ιμπεριαλιστικών συνασπισμών, αλλά ως ένας γενικευμένος παγκόσμιος «πόλεμος των περιφερειών». Ο κίνδυνος της απόλυτης βαρβαρότητας προβάλει όλο και πιο απειλητικά για το σύνολο της ανθρωπότητας.
Δημήτρης Καζάκης
ΕΜΠΡΟΣ, ΤΧ. 4Ο, 2003
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου