Μια μάχη για την τόνωση του ηθικού!
Η ξαφνική μερική βελτίωση ορισμένων μακροοικονομικών δεικτών της παγκόσμιας οικονομίας, όπως η οριακή μεγέθυνση του παγκόσμιου ΑΕΠ και η άνοδος του παγκόσμιου εμπορίου, έδωσε την ευκαιρία για εκδηλώσεις μετρημένης αισιοδοξίας στους διεθνείς χρηματιστικούς κύκλους. Το χειρότερο πέρασε, λένε οι αναλυτές. Το σύστημα άντεξε, παρά τους τρομερούς κλυδωνισμούς του τελευταίου ενάμιση χρόνου.
Ωστόσο, αν κάνει τον κόπο κάποιος και προσεγγίσει την πραγματικότητα πέρα από τη σχολαστική ενασχόληση με τις οριακές μεταβολές των γενικών μακροοικονομικών δεικτών, θα ανακαλύψει με έκπληξη ότι η κρίση όχι μόνο δεν έχει αποσοβηθεί, αλλά είναι πιθανό το κύριο καταστροφικό της δυναμικό να είναι ακόμη μπροστά. Σε κάθε περίπτωση η σχετική μακροοικονομική νηνεμία, που διαπιστώνουν οι αναλυτές του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου, αποτελεί μια προσωρινή, εξαιρετικά παροδική – ίσως να μην ξεπεράσει σε διάρκεια ούτε καν του επομένου εξάμηνου ή οκτάμηνου – ανάπαυλα μιας νέας έξαρσης των διαρθρωτικών χαρακτηριστικών που βρίσκονται στη βάση της κρίσης.
Ευτυχώς, γιατί υπάρχουν και χειρότερα!
Το γνωστό περιοδικό της διεθνούς χρηματιστικής ολιγαρχίας, Economist, στην τελευταία του έρευνα (18/5/02) για την κατάσταση του διεθνούς χρηματιστικού συστήματος, έγραφε: «Ο καπιταλισμός είχε τελευταία μια πολύ άσχημη περίοδο. Όχι τόσο άσχημη όσο το 1917, όταν εκείνοι οι επαναστατικοί πυροβολισμοί στην Αγ. Πετρούπολη ξεκίνησαν μια μορφή αντικαπιταλισμού που τελείωσε (εκτός από την Κούβα και τη Βόρεια Κορέα) μόλις μια δεκαετία πριν. Ούτε, ευτυχώς, τόσο άσχημη όσο το 1929, όταν το κραχ του χρηματιστηρίου της Ουόλ Στρήτ πυροδότησε την παγκόσμια Μεγάλη Ύφεση. Παρόλα αυτά ήταν άσχημη. Κανένας δεν γνωρίζει ακόμη στα σίγουρα, αλλά είναι πιθανόν το 2001 να μείνει στην ιστορία σαν η χρονιά που δυο δεκαετίες μιας σχεδόν αδιάκοπής προόδου για τον καπιταλισμό έδωσαν τη θέση τους σε μια περίοδο περισσότερο ασαφή και αβέβαιη».
Όταν οι κονδυλοφόροι του κεφαλαίου νιώθουν την ανάγκη να διαπιστώσουν ότι η κατάσταση μάλλον είναι καλή, γιατί θα μπορούσε να ήταν πολύ χειρότερη, σημαίνει ότι αφενός τα έχουν χαμένα κι αφετέρου δεν έχουν την παραμικρή ιδέα για το τι συμβαίνει ή τι θα συμβεί την επομένη. Το μόνο που τους μένει είναι να προσεύχονται στο Μαμωνά να μην τους βρουν χειρότερα, όπως μια νέα Οκτωβριανή ή ένα νέο μεγάλο κραχ, που αποτέλεσε το οικονομικό πρελούδιο του 2ου παγκοσμίου πολέμου και έδωσε τη χαριστική βολή στην αποικιοκρατία.
Το αστείο της όλης υπόθεσης είναι το γεγονός ότι σε κάθε περίοδο ανεξάρτητα του πόσο άσχημα ήταν τα πράγματα, πάντα οι πιο πιστοί θιασώτες του καπιταλισμού προσπαθούσαν να τονώσουν το ηθικό τους, καταφεύγοντας στο ίδιο μοτίβο: ευτυχώς, γιατί υπάρχουν και χειρότερα! Είναι χαρακτηριστικό ότι καταμεσής του μεγάλου κραχ που πυροδοτήθηκε το 1929, ένας από τους πιο πιστούς θιασώτες του καπιταλισμού, ο Τζον Μέυναρντ Κέυνς, ανακάλυπτε ότι παρόλη την τρομερή κρίση υπάρχει «εξαιρετικό έδαφος για αγαλλίαση» διότι «το σύστημα έχει επιδείξει ήδη την ικανότητά του να αντέχει μια σχεδόν ασύλληπτη πίεση»[1]. Παρόλα αυτά για να ξεφύγει ο παγκόσμιος καπιταλισμός από αυτή την κρίση και τους διαρθρωτικούς της κραδασμούς χρειάστηκε έναν παγκόσμιο πόλεμο και έναν μεταπολεμικό αγώνα ζωής και θανάτου με το «αντίπαλο δέος» που γέννησε ο πόλεμος, δηλαδή με τον υπαρκτό σοσιαλισμό και τα επαναστατικά αντιαποικιακά καθεστώτα.
Μια κρίση κερδοφορίας
Το ΔΝΤ στην τελευταία του έκθεση για τη σταθερότητα του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος ενώ σημειώνει ότι η «βραχυπρόθεσμη προοπτική φαίνεται εν πολλοίς χωρίς άμεσες απειλές στη παγκόσμια χρηματοπιστωτική σταθερότητα» τονίζει επίσης ότι «μια σπουδαία πηγή αβεβαιότητας παραμένει: η ανάκαμψη και η ποιότητα των επιχειρηματικών κερδών στις ώριμες αγορές… Στην περίοδο μπροστά μας, το επίπεδο της επιχειρηματικής κερδοφορίας θα επιδράσει σημαντικά στις κεφαλαιακές δαπάνες, οι οποίες έως τώρα είναι το στοιχείο που λείπει από την τωρινή ανάκαμψη»[2]. Εδώ ακριβώς βρίσκεται το «κουμπί» της κρίσης που ξέσπασε απ’ τα τέλη του 2000, δηλαδή το γεγονός ότι δεν πρόκειται για μια διορθωτική «συστολή» των αγορών, ούτε μια τυπική κυκλική «σύσπαση» της παγκόσμιας οικονομίας, που εκφράζεται κατά κύριο μέσα από τη διακύμανση των βασικών μακροοικονομικών δεικτών. Αντίθετα πρόκειται για την έκρηξη μιας νέας περιόδου διαρθρωτικής κρίσης, που εκδηλώνεται κυρίως στις έντονες πτωτικές τάσεις της μέσης απόδοσης του κεφαλαίου.
Η ανησυχία του ΔΝΤ είναι απολύτως δικαιολογημένη μιας και η μέση απόδοση κεφαλαίου τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στην ΕΕ, κατά το πρώτο εξάμηνο του 2002, όχι μόνο δεν παρουσιάζει ενδείξεις ανάκαμψης, αλλά είτε συνεχίζει την πτωτική της πορεία, είτε παραμένει στάσιμη. Η δραματική χρηματοπιστωτική επέκταση πάνω στην οποία στηρίχθηκε τόσο η «ενεργή ζήτηση» στην παγκόσμια αγορά, όσο και οι παγκόσμιες επενδύσεις του πολυεθνικού κεφαλαίου, έχει μπλοκάρει. Τα τεράστια χρέη που δημιουργήθηκαν σε χώρες, επιχειρήσεις και νοικοκυριά, καθώς και οι χρηματιστικές φούσκες, απειλούν πλέον άμεσα τη βιωσιμότητα του ίδιου του διεθνούς χρηματοπιστωτκού συστήματος.
Στη βάση αυτή το πολυεθνικό κεφάλαιο αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα στην άντληση «καταναλωτικής ορμής», πρώτα και κύρια στις ανεπτυγμένες χώρες, για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες του, με αποτέλεσμα τα φαινόμενα υπερπαραγωγής να απειλούν ακόμη και επιχειρηματικούς γίγαντες. Ταυτόχρονα η δημοσιονομική επέκταση, που αποτελούσε μια κλασσική απάντηση του κράτους στις «στενότητες» της αγοράς, σήμερα προσκρούει στην αναγκαία για τις χρηματαγορές δημοσιονομική και νομισματική ισορροπία. Η ανάγκη του πολυεθνικού κεφαλαίου για ένα άκρως διεθνοποιημένο χρηματοπιστωτικό σύστημα, που βασίζεται σε σταθερά, ισχυρά παγκόσμια νομίσματα, με πρώτο και κύριο το δολάριο, αποδεικνύεται πολύ στενός κορσές ακόμη και για τις ισχυρές οικονομίες. Δεν επιτρέπει την άσκηση ακόμη και στοιχειώδους «αντικυκλικής πολιτικής».
Έτσι, η επιστροφή στην ελλειμματική δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης των ΗΠΑ, μαζί με τα διευρυνόμενα εμπορικά ελλείμματα, τροφοδότησε σε μεγάλο βαθμό την πτωτική πορεία του δολαρίου. Ενώ η επίπονη προσπάθεια διατήρησης του ευρώ ως «ισχυρού νομίσματος», υποκατάστατο του καταπονημένου δολαρίου, αλλά και καταφύγιο για πανικόβλητους κερδοσκόπους, ασκεί δραματικές δημοσιονομικές πιέσεις στις ισχυρές οικονομίες της ΕΕ. Πρόσφατα και η Γαλλία, μαζί με τη Γερμανία, την Ιταλία και την Πορτογαλία προστέθηκε στον κατάλογο των χωρών που ενδεχομένως έως το τέλος του έτους το δημοσιονομικό τους έλλειμμα να υπερβεί το κατώφλι του 3%, που ορίζει το Σύμφωνο Σταθερότητας.
Κερδοσκοπικός πανικός
Η κατάσταση αυτή, αλλά και οι όχι και τόσο ευοίωνες προοπτικές γενικότερα, έχει δημιουργήσει μια κατάσταση πανικού ανάμεσα στους μεγαλοεπενδυτές, θεσμικούς και μη. Εγκαταλείπονται ταχύτατα οι περισσότερες «αναδυόμενες αγορές» σε τέτοιο βαθμό ώστε μερικοί αναλυτές προβλέπουν ότι οι αγορές αυτές σύντομα θα εξαφανιστούν λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος, έστω κι αν προσωρινά εμφανιστεί κάποια άνοδος σ’ αυτές[3]. Η εφιαλτική εξέλιξη τύπου Αργεντινής, που στοιχειώνει τις περισσότερες απ’ αυτές, ακόμη και τις πιο σημαντικές όπως π.χ. η Βραζιλία, αρκεί για να πανικοβάλει το «διεθνές επενδυτικό κύκλωμα».
Ταυτόχρονα λιγοστεύουν σημαντικά οι «ασφαλείς» τοποθετήσεις και στις «ώριμες αγορές». Έτσι ο πανικός των κερδοσκόπων στην προσπάθειά τους να βρουν ασφαλή καταφύγια για τα κεφάλαιά τους έχει δημιουργήσει μια έξαρση της αγοράς ακινήτων, που απ’ ότι φαίνεται θα είναι η νέα φούσκα που ετοιμάζεται να εκραγεί. Επίσης «ουδέτερα νομίσματα», όπως το Ελβετικό φράγκο, γνωρίζουν την περίοδο αυτή σημαντικές ανόδους, ως καταφύγια ανάγκης για κερδοσκόπους συναλλάγματος. Τέλος ένα απ’ τα πιο εντυπωσιακά φαινόμενα αυτού του κερδοσκοπικού πανικού είναι η ανάσταση της αγοράς χρυσού και πολύτιμων μετάλλων. Από τις αρχές του χρόνου ο χρυσός έχει κερδίσει 15% και οι μετοχές χρυσού 70% περίπου (έναντι 40-50% πέρυσι καθόλη τη διάρκεια του έτους). Μετά από 18 χρόνια σχεδόν σταθερής υποχώρησης της τιμής του χρυσού και 7 δεκαετίες μετά την επίσημη κατάργηση του «χρυσού κανόνα», ο διεθνής κερδοσκοπικός πανικός αναζητά ξανά την «ασφάλεια» στις τοποθετήσεις σε χρυσό.
Χαρακτηριστική ένδειξη αυτού του πανικού είναι και τα φαινόμενα τύπου Enron, που ακολούθησαν εταιρείες όπως Global Crossing, η Qwest και τελευταία η World Com, η Xerox, η Vinendi, κ.α. Εδώ δεν πρόκειται για μια κλασσική περίπτωση φούσκας, ούτε απλά για κάποια διαχειριστική απάτη, αλλά για την ταχύτατη διεύρυνση του πανικού στις κορυφές του κεφαλαίου. Μπροστά στη διαφαινόμενη προοπτική μιας σχετικά μακροπρόθεσμης πτωτικής τάσης της μέσης κερδοφορίας, το κεφάλαιο επιδιώκει να λεηλατήσει και να ξεφορτωθεί ακόμη και τις πιο ισχυρές επιχειρηματικές του μορφές. Πίσω στα 1929 μια από τις πιο δραματικές εκδηλώσεις του κερδοσκοπικού πανικού στις χρηματαγορές ήταν η αυτοκτονία των χρηματιστών. Σήμερα μια από τις πιο δραματικές εκδηλώσεις του νέου κερδοσκοπικού πανικού είναι η αυτοκτονία ακόμη και επιχειρηματικών μεγαθηρίων. Έστω κι αν μαζί τους υπάρχει ο κίνδυνος να αυτοκτονήσουν και οι ίδιες οι χρηματαγορές.
Ωστόσο, όσοι ανησυχούν για μια επικείμενη κατάρρευση (ή ελπίζουν σ’ αυτήν) του παγκόσμιου καπιταλισμού, μπορούμε να τους διαβεβαιώσουμε ότι η ιστορία της οικονομίας και της κοινωνίας από αρχαιοτάτων χρόνων έως σήμερα δεν γνωρίζει από καταρρεύσεις συστημάτων. Ο παγκόσμιος καπιταλισμός θα συνεχίσει να αναζητά διεξόδους στα αδιέξοδά του μέσα από ακόμη πιο βάρβαρες και αδυσώπητες για την εργαζόμενη κοινωνία ανασυγκροτήσεις, έως ότου η προοπτική ενός ριζικά διαφορετικού κοινωνικο-οικονομικού συστήματος μεταβληθεί σε υλική δύναμη επαναστατικής ανατροπής, μέσα από τους μαζικούς αγώνες και την κοινωνικο-πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης. Είναι τέτοιος ο χαρακτήρας της κρίσης, είναι τέτοια η όξυνση της ταξικής πάλης, που πυροδοτεί η αναγκαία διαρθρωτική ανασυγκρότηση του παγκόσμιου καπιταλισμού, που δίκαια τρομάζει το κεφάλαιο μια πιθανή αναγέννηση του αντικαπιταλισμού της Οκτωβριανής του 1917 και της κρίσης του 1929. Όσο όμως υπάρχει και μεσουρανεί ο αντικαπιταλισμός των περιοδευόντων θιάσων της «κοινωνίας των πολιτών», των «κοινωνικών φόρουμ», των ποικίλων συνοδοιπόρων και μιμητών τους στην αριστερά, ο παγκόσμιος καπιταλισμός μπορεί να κοιμάται ήσυχος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου