Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

Παρατηρήσεις σχετικά με την Απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ της 15ης/9/2001.






Περιεχόμενα

Σε ποια συγκυρία έρχεται η απόφαση της ΚΕ;........................................................ 1
Η νέα μονοπωλιακή διάρθρωση του παγκόσμιου καπιταλισμού............................... 2
Ο νέος χαρακτήρας του ιμπεριαλισμού...................................................................... 4
Ιμπεριαλισμός και πόλεμος στις νέες συνθήκες......................................................... 6
Πως κατανοεί η ΚΕ τις πρόσφατες εξελίξεις;......................................................... 11
Τρομοκρατικό πλήγμα ή πολιτικό έγκλημα;............................................................. 12
Γεωπολιτικές ανάγκες ή κάτι πολύ βαθύτερο;.......................................................... 15
Τι συμβαίνει με τον ελληνικό καπιταλισμό;............................................................. 19
Τι φανερώνει ο συγκεκριμένος «απολογισμός» της ΚΕ;....................................... 26
Περί απαιτητικών και σύγχρονων αιτημάτων........................................................... 27
Περί μαζικού κινήματος και «ταξικής παρέμβασης»................................................ 34


Η απόφαση αυτή της ΚΕ έρχεται σε μια απ’ τις πιο κρίσιμες περιόδους όχι μόνο για την χώρα, αλλά και παγκόσμια. Οι κατακλυσμιαίες εξελίξεις μετά απ’ το χτύπημα αποσταθεροποίησης στις ΗΠΑ, είναι τέτοιας σημασίας που ανατρέπουν de facto τους προηγούμενους «ομαλούς» ρυθμούς δουλειάς και δράσης. Με άλλα λόγια έρχονται ν’ απαιτήσουν από μας τους κομμουνιστές μια συνολική στροφή στο τρόπο σκέψης και δράσης του κόμματος, στην ετοιμότητά του ν’ αντιμετωπίζει επείγουσες καταστάσεις, στην δυνατότητά του όχι μόνο να μην «σέρνεται» πίσω από τις εξελίξεις, αλλά να επαγρυπνεί, ν’ αναλύει και να κατανοεί σε βάθος, μ’ επάρκεια, νηφαλιότητα και θάρρος τα νέα φαινόμενα κι αντιθέσεις, που από πολλές απόψεις διακρίνονται όχι μόνο για τον εκρηκτικό κι άκρως επικίνδυνο χαρακτήρα τους, αλλά και για την ιστορική τους πρωτοτυπία.

Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, η περίοδος που έχει ήδη ανοίξει δεν συνιστά απλά και μόνο μια νέα εκρηκτική εποχή συσσωρευμένων απειλών και κινδύνων για την εργατική τάξη και τους εργαζόμενους παγκόσμια, απ’ τον τρόπο που συγκροτείται και δρα σήμερα ο ιμπεριαλισμός, αλλά συνιστά ταυτόχρονα και μια νέα περίοδο μεγάλης δοκιμασίας για όσους επιμένουν να στρατεύονται στην υπόθεση της ταξικής πάλης, της επανάστασης και του σοσιαλισμού. Η νέα αυτή περίοδος δοκιμασίας κι ανελέητης πίεσης σ’ όλα τα μέτωπα, είναι ιδιαίτερα κρίσιμη – περισσότερο κρίσιμη ακόμη κι απ’ την εποχή της ανατροπής του υπαρκτού σοσιαλισμού – γιατί θέτει επί τάπητος πια, ανοικτά και καθαρά, όχι απλά το παρόν και το μέλλον, τον χαρακτήρα, τις κοινωνικές αναφορές και την προοπτική των κάθε είδους αντικαπιταλιστικών κινημάτων, αλλά πρώτα και κύρια την ίδια την μοίρα ολόκληρης της ανθρωπότητας μιας και βασίζεται στην συστηματική κατεδάφιση κάθε έννοιας ανθρωπισμού, δημοκρατίας και δικαίου, που έχει κατακτηθεί απ’ την εποχή του Διαφωτισμού.

Η νέα μονοπωλιακή διάρθρωση του παγκόσμιου καπιταλισμού

Αν ο ιμπεριαλισμός για να «λύσει» τις εσωτερικές του αντιθέσεις με τον 1ο και 2ο παγκόσμιο πόλεμο, χρειάστηκε να «εκτραπεί» απ’ την τυπική αστική δημοκρατία με την αυτοκρατορική αυθαιρεσία στην πρώτη περίπτωση και με τον φασισμό-ναζισμό στην δεύτερη περίπτωση, σήμερα προχωρά ακόμη πιο πέρα με την συνολική αντιδραστική «απονέκρωσή» της σ’ εθνικό κι υπερεθνικό επίπεδο. Δεν πρόκειται πλέον απλά για συγκυριακές αντιδραστικές «εκτροπές», όπως είχαμε συνηθίσει με τα φασιστικά πραξικοπήματα, αλλά για μια συνολική αντιδραστική αναθεώρηση ακόμη και των πιο στοιχειωδών κανόνων, των πιο τυπικών προϋποθέσεων της παραδοσιακής αστικής δημοκρατίας. Κι αυτό δεν απηχεί μόνο τις «πολιτικές επιλογές» των πιο αντιδραστικών κι επιθετικών κύκλων του ιμπεριαλισμού, αλλά κυρίως τις γενικότερες ανάγκες ανασυγκρότησης της κοινωνικο-οικονομικής διάρθρωσης του παγκόσμιου μονοπωλιακού καπιταλισμού, όπως αυτή συντελείται ιδίως τις τελευταίες δυο δεκαετίες.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι με την είσοδο στην εποχή του ιμπεριαλισμού στα τέλη του 19ου αιώνα δεν τελείωσε, ούτε ολοκληρώθηκε η λειτουργία αυτού που ο Λένιν αποκαλούσε «γενικό και βασικό νόμο» του καπιταλισμού, δηλαδή της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης της παραγωγής και του κεφαλαίου. Αντίθετα, το καπιταλιστικό μονοπώλιο – που αποτελεί και την κοινωνικο-οικονομική ουσία του ιμπεριαλισμού – δεν ήταν απλά και μόνο το αναγκαίο προϊόν, αλλά ταυτόχρονα κι η αποφασιστική κινητήρια δύναμη της παραπέρα συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης της παραγωγής και του κεφαλαίου παγκόσμια. Έτσι, συνεχίζει και σήμερα να αποτελεί το «μυστικό» πίσω από την έκρηξη των χρηματιστηρίων, τις κινήσεις των επιτοκίων, την ταραχώδη παγκόσμια κυκλοφορία του κεφαλαίου, τα ιερογλυφικά των χρηματαγορών και του παγκόσμιου εμπορίου. Ένα καπιταλιστικό μονοπώλιο που σήμερα, όμως, δεν μπορεί να εννοηθεί – όπως γινόταν την εποχή του Λένιν – απλά και μόνο ως το αποκορύφωμα της κυριαρχίας του ανεπτυγμένου βιομηχανικού καπιταλισμού στην παγκόσμια αγορά, αλλά ούτε κι απλά ως η «κινητήρια δύναμη» μετατροπής των παραδοσιακών αποικιακών αυτοκρατοριών, σε καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό. Το σημερινό επίπεδο υπερσυσσώρευσης έχει μετατρέψει πλέον το καπιταλιστικό μονοπώλιο σε ένα παγκόσμιο σύστημα κυριαρχίας, ελέγχου κι ανταγωνισμού, πάνω στο οποίο γίνεται προσπάθεια να εγκαθιδρυθεί ένα «παγκόσμιο κρατικομονοπωλιακό τραστ» με ενιαίο τρόπο διεύθυνσης, ρύθμισης και κανονισμού της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά και των διεθνών σχέσεων.
Πρόκειται για την διαλεκτική πραγμάτωση μιας παλιάς τάσης, μιας εσωτερικής «αφηρημένης οικονομικής δυνατότητας» – όπως την αποκαλούσαν οι μαρξιστές θεωρητικοί του ιμπεριαλισμού – αυτής του «παγκόσμιου τραστ», που ενυπήρχε στη δυναμική του μονοπωλιακού καπιταλισμού απ’ τα πρώτα του κιόλας βήματα και τη διαπίστωναν ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα, σχεδόν όλοι οι θεωρητικοί του επαναστατικού μαρξισμού. Μόνο που αυτή η γενική θεωρητική δυνατότητα των αρχών του αιώνα, καθώς πραγματώνεται όλο και περισσότερο σήμερα, δεν φέρνει μαζί της – όπως βόλευε να πιστεύουν και να διακηρύττουν σ’ όλους τους τόνους οι θεωρητικοί της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας – κάποιον «οργανωμένο καπιταλισμό» απαλλαγμένο από κρίσεις, ούτε έναν «υπεριμπεριαλισμό» απαλλαγμένο από την αγριότητα και την προκλητική βαρβαρότητα του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού. Αντίθετα, βρισκόμαστε μπροστά σε μια περίοδο, όπου αυτός ο ιδιαίτερος υπό διαμόρφωση «υπεριμπεριαλισμός», έχει αναπόφευκτα και αναγκαία οδηγήσει σε μια άνευ προηγουμένου όξυνση του ανταγωνισμού των συμφερόντων σε κάθε επίπεδο, καθώς και σε μια περίοδο γενικευμένης και μακροχρόνιας διαρθρωτικής αστάθειας, με βίαιες περιοδικές εκρήξεις βαθύτατης κρίσης, που από πολλές απόψεις είναι πρωτοφανείς για ολόκληρη την ιστορία του καπιταλισμού.
Η ανασυγκρότηση που επεχείρησε ο παγκόσμιος μονοπωλιακός καπιταλισμός τις δυο τελευταίες δεκαετίες, οδήγησε – κυρίως μετά την ανατροπή του αντίπαλου συστήματος – στη δημιουργία μιας νέας παγκόσμιας αγοράς κεφαλαίου και εμπορευμάτων. Το βασικό χαρακτηριστικό αυτής της νέας παγκόσμιας αγοράς είναι η ιστορικά πρωτοφανής υπερσυγκέντρωση, τόσο πραγματικού, όσο και χρηματικού κεφαλαίου, που ξεπερνά κατά πολύ τα όρια των εθνικών οικονομιών, αλλά ακόμη και τα όρια συγκεκριμένων τομέων και κλάδων της παγκόσμιας οικονομίας. Μ’ αυτόν τον τρόπο οι διαδικασίες συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, οι διαδικασίες συσσώρευσης και υπερσυσσώρευσης, δεν επικεντρώνονται πια σε κλαδικό ή ακόμη και σ’ εθνικό επίπεδο, ούτε καν αποτελούν «προέκταση» των «εθνικών οικονομιών» των πιο ανεπτυγμένων χωρών, αλλά έχουν σε μεγάλο βαθμό απεξαρτηθεί απ’ αυτές κι έχουν πλέον αποκτήσει περιφερειακή και διεθνή διάσταση.
Το κεφάλαιο δεν εξορμά πλέον με ορμητήριο τις μονοπωλιακές εθνικές αγορές των ισχυρών κρατών, για να κατακτήσει την παγκόσμια αγορά με όπλο την τεχνολογία, τις φτηνές τιμές των εμπορευμάτων και το πλεονάζον χρήμα. Αντίθετα σήμερα παρατηρούμε μια κατεξοχήν αντίστροφη κίνηση. Το κεφάλαιο – αφού μετατράπηκε σε πολυεθνικό μονοπωλιακό κεφάλαιο μ’ εξαιρετικά ανεπτυγμένο πολυκλαδικό χαρακτήρα – με βάση πια την ίδια την παγκόσμια αγορά κεφαλαίου και εμπορευμάτων, εξορμά να αναδιανείμει και να καρπωθεί τα οφέλη από τα νέα «συγκριτικά πλεονεκτήματα» και τα «φιλέτα» των εθνικών και περιφερειακών οικονομιών, ιδίως εκεί όπου συγκεντρώνονται οι πιο απαραίτητες κι έτοιμες προϋποθέσεις για την παραγωγή και την πραγματοποίηση της μεγαλύτερης δυνατής προστιθέμενης αξίας.
Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι με στόχο να αντιμετωπιστούν τα χρόνια παραγωγικά πλεονάσματα, η χρόνια υπερπαραγωγή και η χρόνια χαμηλή αξιοποίηση του παραγωγικού δυναμικού, οι πολυεθνικές μετατρέπονται σ’ όλο και περισσότερο ευέλικτα επιχειρηματικά πολυκλαδικά συγκροτήματα σε παγκόσμιο επίπεδο, ώστε να εξασφαλίζουν υψηλά περιθώρια κέρδους ακόμη κι όταν ο βαθμός αξιοποίησης του παραγωγικού δυναμικού βυθίζεται στο 70%. Για να επιτευχθεί αυτό η πολυεθνική επιχείρηση όλο και περισσότερο έπαψε να είναι Αμερικάνικη, Βρετανική, Γερμανική, Γαλλική ή Ιαπωνική και διαμορφώνεται σαν ένα τεράστιο δίκτυο θυγατρικών, συνεργαζόμενων, συμμαχικών, υπεργολαβικών, κοκ. επιχειρήσεων με πραγματικά διεθνοποιημένη παραγωγή.
Για πρώτη φορά σ’ ολόκληρη την ιστορία του καπιταλιστικού μονοπωλίου, στα τέλη της δεκαετίας του ’80 οι ετήσιες πωλήσεις των ξένων θυγατρικών των πολυεθνικών ισοφαρίζουν τον τζίρο του παγκόσμιου εμπορίου. Για πρώτη στην ιστορία του καπιταλισμού οι ανάγκες της παγκόσμιας αγοράς σε εμπορεύματα και υπηρεσίες ικανοποιούνται πλέον όχι κυρίως μέσα απ’ το παγκόσμιο εμπόριο, αλλά όλο και περισσότερο απευθείας απ’ την διεθνοποιημένη παραγωγή των θυγατρικών των πολυεθνικών. Το 1998 ενώ το παγκόσμιο εμπόριο εμπορευμάτων και υπηρεσιών έφτασε τα 6,57 τρισεκ. δολάρια, οι ετήσιες πωλήσεις των ξένων θυγατρικών των πολυεθνικών ξεπέρασαν τα 11,4 τρισεκ. δολάρια. Για το 1999 η διαφορά υπερβαίνει τη σχέση 1:2.
Αυτή η ευέλικτη διεθνής παραγωγική δικτύωση επιτρέπει με το μικρότερο δυνατό κόστος να μετακυλίσει η παραγωγή από το ένα έθνος στο άλλο, από την μια περιοχή στην άλλη, απ’ την μια ήπειρο στην άλλη, μεγιστοποιώντας τα περιθώρια κέρδους, αξιοποιώντας συνεχώς τα καλύτερα «συγκριτικά πλεονεκτήματα» που προσφέρει η κάθε αγορά, με όρους ζήτησης, τιμών, κόστους κεφαλαίου και εργασίας, γενικότερης κοινωνικο-πολιτικής κατάστασης. Η λειτουργία αυτή σε παγκόσμιο επίπεδο επιβάλλεται από την ανάγκη οι πολυεθνικές να βρίσκονται σε συνεχή ετοιμότητα να θυσιάσουν, να «ακρωτηριάσουν» εάν χρειαστεί ακόμη και σημαντικούς τομείς της συνολικής τους επιχειρηματικής δράσης, ακόμη και την χώρα όπου έχουν την έδρα τους, έστω προσωρινά, για να αντιμετωπίσουν τον οξυμένο διεθνή μονοπωλιακό ανταγωνισμό, αλλά και τα κύματα γενικευμένης αστάθειας των αγορών, δίχως να επηρεαστούν σοβαρά τα περιθώρια κέρδους.

Ο νέος χαρακτήρας του ιμπεριαλισμού

Μια τέτοια μονοπωλιακή διάρθρωση του σύγχρονου παγκόσμιου καπιταλισμού έχει επιφέρει σοβαρές τροποποιήσεις στον τρόπο που εκδηλώνεται και συγκροτείται ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός.
Καταρχήν, έχουν σοβαρά τροποποιηθεί οι σχέσεις μονοπωλίων και κράτους.            Η αποδιάρθρωση των εθνικών συστημάτων κρατικομονοπωλιακής ρύθμισης, μέσα από τις ιδιωτικοποιήσεις, τις πολιτικές απορύθμισης, κλπ. δεν σήμανε καθόλου την υποχώρηση του ρόλου του κράτους. Αντίθετα, ο οικονομικός ρόλος του κράτους έχει ενισχυθεί, έχει περισσότερο διεθνοποιηθεί μέσα από μηχανισμούς διεθνούς ρύθμισης και διεύθυνσης της παγκόσμιας οικονομίας, οι οποίοι αποτελούν σήμερα κι ένα προνομιακό πεδίο συνάρθρωσης ιμπεριαλιστικών κι εξαρτημένων κρατών με το πολυεθνικό κεφάλαιο.
Τόσο το μέγεθος των σύγχρονων πολυεθνικών μονοπωλίων, όσο κι ο ρόλος τους σήμερα στην παγκόσμια αγορά, επιτρέπουν μια νέου τύπου – άκρως πιο αντιδραστική – συγχώνευσή τους με το κράτος. Σήμερα η τρομακτική «οικονομική επιφάνεια» του πολυεθνικού κεφαλαίου επιτρέπει ν’ «αποσπάσει» για κερδοσκοπικό όφελος πολλούς απ’ τους παραδοσιακούς τομείς οικονομικής δραστηριοποίησης του κράτους, να «επωμιστεί» απευθείας πολλές απ’ τις καθαυτό οικονομικές λειτουργίες του κράτους. Έτσι, το σύγχρονο αστικό κράτος χάνει όλο και περισσότερο τα παραδοσιακά του «κοινωνικά ερείσματα», μιας και πλέον αδυνατεί να παράσχει ακόμη και στοιχειώδεις κοινωνικές υπηρεσίες στήριξης, όπως χάνει και τον κλασσικό συλλογικό οργανωτικό και παραγωγικό του ρόλο στην οικονομία, μιας και αφυδατώνεται αυτό που παραδοσιακά ονομαζόταν ως «κρατική επιχειρηματική δραστηριότητα».
Μ’ αυτόν τον τρόπο το κράτος μετατρέπεται ραγδαία σ’ ένα άνευ προηγουμένου παρασιτικό απόστημα στο σώμα της εργαζόμενης κοινωνίας, που επιβιώνει απ’ την φορολογική λεηλασία και την υπερχρέωση. Κι ενώ εξανεμίζονται ακόμη κι οι τελευταίες κοινωνικο-παραγωγικές ωφέλειές του, το κράτος μετατρέπεται άμεσα πια, απ’ την μια, σε μια όλο και μεγαλύτερη καταναλωτική αγορά προς όφελος του μεγάλου κεφαλαίου. Κι απ’ την άλλη, σ’ έναν άνευ προηγούμενου διογκωμένο πολιτικο-στρατιωτικό γραφειοκρατικό μηχανισμό διαχείρισης, διευθέτησης και καταστολής κοινωνικών ή άλλων κρίσεων, εντός κι εκτός συνόρων. Αυτή ακριβώς η μετατροπή του σύγχρονου αστικού κράτους, σ’ έναν μηχανισμό άκρατου παρασιτισμού κι ασυδοσίας, επιβάλει και την μεταλλαγή του σε κράτος-χωροφύλακα, σ’ ένα κράτος όπου ακόμη κι αυτή η τυπική παραδοσιακή αστική δημοκρατία πνέει τα λοίσθια.
Μια δεύτερη πολύ σημαντική εξέλιξη είναι η αλλαγή των όρων και των συνθηκών πάλης για νέες αγορές και σφαίρες τοποθέτησης κεφαλαίων. Στις συνθήκες μιας διεθνοποιημένης παραγωγής υπό τον άμεσο έλεγχο του πολυεθνικού κεφαλαίου, η πάλη για την αναδιανομή παλιών και νέων αγορών έχει μετατραπεί σε μια διαρκή προσπάθεια όχι μονοπωλιακής «προσάρτησης» συγκεκριμένων αγορών, αλλά εξασφαλισμένης «πρόσβασης» στις αγορές παγκόσμια. Αυτό που ενδιαφέρει το πολυεθνικό κεφάλαιο σήμερα δεν είναι η «αποκλειστική σχέση» με μια αγορά, όπως συνέβαινε την εποχή της αποικιοκρατίας, αλλά η όσο το δυνατόν πιο απρόσκοπτη δυνατότητα εισόδου κι εξόδου από μια αγορά.            
Οι εποχές που το μονοπωλιακό κεφάλαιο αναζητούσε κυρίως απ’ τις εξαρτημένες χώρες φτηνές πρώτες ή ενδιάμεσες ύλες, φτηνό εργατικό δυναμικό κι αγοραστική ζήτηση για την παραγωγή του, έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Σήμερα πια δεν του αρκεί αυτό. Αυτό που επιδιώκει είναι, αφενός, η όσο το δυνατόν πιο άμεση, ολόπλευρη κι επί τόπου αξιοποίηση των πιο αξιόλογων κι έτοιμων μεριδίων της ντόπιας αγοράς. Κι αφετέρου, η δυνατότητα εύκολης μετακύλισης της παραγωγής και του κεφαλαίου σ’ άλλες αγορές ή επιχειρηματικούς τομείς ανά τον κόσμο, με το μικρότερο δυνατό κόστος.
Όπως είναι φυσικό, τις καλύτερες απ’ αυτές τις συνθήκες το πολυεθνικό κεφάλαιο τις βρίσκει κυρίως στις ανεπτυγμένες οικονομίες του καπιταλισμού. Γι αυτό κι απ’ τα μέσα της δεκαετίας του ’80 έχει παρουσιαστεί μια συνολική στροφή στην διεθνή κίνηση κεφαλαίου, όπου ο κύριος όγκος – γύρω στο 70% – των ξένων παγίων επενδύσεων παγκόσμια δεν κατευθύνεται πια στις εξαρτημένες χώρες, όπως γινόταν παλιότερα έως την δεκαετία του ’70, αλλά στις πιο ανεπτυγμένες οικονομίες του καπιταλισμού, με πρώτη και κύρια τις ΗΠΑ. Η ανάγκη, λοιπόν, να παραμένουν πάση θυσία «ανοικτές» και «διαθέσιμες» – με, όσο το δυνατόν, ενιαία συμπιεσμένο κόστος κεφαλαίου κι εργασίας – οι αγορές κι οι οικονομίες πρωταρχικά του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, αλλά και παγκόσμια, είναι άνευ προηγουμένου ζωτικής σημασίας για το πολυεθνικό κεφάλαιο.
Γι αυτό κι ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός δεν βασίζεται στην δημιουργία «κλειστών αγορών» και «κλειστών οικονομιών», όπως γινόταν παλιά μέσα από αποικιοκρατικές αυτοκρατορίες ή εχθρικά ιμπεριαλιστικά μπλοκ, αλλά στην συλλογική εξασφάλιση, με κάθε μέσο και τρόπο, «ανοιχτών θυρών» σ’ όλες τις αγορές κι όλες τις οικονομίες. Έτσι, το ζητούμενο σήμερα του ιμπεριαλισμού δεν είναι η εξασφάλιση ξεχωριστών «προνομιακών αγορών» για το μονοπωλιακό κεφάλαιο κάθε ισχυρού ιμπεριαλιστικού κράτους, αλλά η δημιουργία «ανοιχτών οικονομιών και κοινωνιών» παντού μέσα από την δυναστική επικυριαρχία συλλογικών ιμπεριαλιστικών οργανισμών, που έχουν ως κύρια αποστολή την επιβολή κοινών πλαισίων, κανόνων κι όρων λειτουργίας για όλες τις αγορές, τις οικονομίες, τις κοινωνίες και τα κράτη. Απ’ αυτήν ακριβώς την βαθύτερη ανάγκη πηγάζει η τρομακτική ισχύς, η διόγκωση κι η διάρκεια των συλλογικών ιμπεριαλιστικών μορφών, τόσο πολιτικο-στρατιωτικής ρύθμισης των διεθνών σχέσεων, όπως είναι το ΝΑΤΟ, αλλά όπως εξελίχθηκε κι ο σημερινός ΟΗΕ, όσο και παγκόσμιας οικονομικο-αναπτυξιακής «παρέμβασης», όπως είναι το ΔΝΤ, ο ΠΟΕ, η Παγκόσμια Τράπεζα και η ΕΕ.
Ταυτόχρονα, όμως, παρά την εκρηκτική διεθνοποίηση της παραγωγής, μέσω του πολυεθνικού κεφαλαίου, οι αγορές παραμένουν κατακερματισμένες σε περιφερειακή, εθνική και τοπική βάση. Και θα παραμείνουν κατακερματισμένες στο προβλεπτό  μέλλον, διότι η καθεμιά απηχεί εξαιρετικά άνισες καταστάσεις στο επίπεδο της οικονομίας και της κοινωνίας κι επομένως διακρίνεται για την εκ βάθρων διαφορετική της σύνθεση, εσωτερική δυναμική κι αγοραστική ικανότητα. Με δεδομένη μάλιστα την νέα στρατηγική του πολυεθνικού κεφαλαίου για αξιοποίηση «έτοιμων μεριδίων» αγοράς, ο κατακερματισμός κι η ανισότητα εντείνεται και βαθαίνει συνεχώς. Όχι μόνο ανάμεσα σ’ ανεπτυγμένες και λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές, ούτε μόνο ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικές κι εξαρτημένες χώρες, αλλά ακόμη και στο εσωτερικό των πιο ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών. Γι αυτό και σήμερα παρατηρούμε έντονες περιφερειακές εντάσεις, ακόμη και με την μορφή ιδιόμορφων «αποσχιστικών κινημάτων», όπως και πραγματικές «τριτοκοσμικές καταστάσεις», στην ίδια τη καρδιά του ανεπτυγμένου καπιταλισμού.
Σ’ αυτά τα πλαίσια, έχουν τροποποιηθεί ουσιαστικά οι εκδηλώσεις, οι μορφές κι ο χαρακτήρας των ενδοιμπεριαλιστικών αντιθέσεων, δηλαδή των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Δεν πρόκειται πλέον για συγκρούσεις κι ανταγωνισμούς ανάμεσα σε διαφορετικά ιμπεριαλιστικά κράτη, κέντρα και συνασπισμούς. Το πεδίο εκδήλωσής τους δεν βρίσκεται πια στις σχέσεις ανάμεσα στα ισχυρά κράτη, αλλά πρωταρχικά στο εσωτερικό των κρατών, κυρίως των ιμπεριαλιστικών, αλλά και των εξαρτημένων. Πρόκειται στην ουσία για την συγκρότηση ιδιαίτερων κρατικομονοπωλιακών ομίλων και συνασπισμών εξουσίας, που δεν διακρίνονται τόσο για την κοινή τους εθνική καταγωγή, αλλά παλεύουν για την κατάκτηση των κορυφών της οικονομίας και της πολιτικής, τόσο στο εσωτερικό των κρατών, όσο και στα πλαίσια των συλλογικών ιμπεριαλιστικών οργανισμών.
Οι ανταγωνισμοί πλέον ανάμεσα σε κράτη, σε πολιτικές στρατηγικές κι επιλογές δεν αντλούν τις ταξικές τους ρίζες σε ξεχωριστά εθνικά μονοπωλιακά συγκροτήματα συμφερόντων, αλλά σε διαφορετικούς διεθνικούς, πολυεθνικούς ή υπερεθνικούς κρατικομονοπωλιακούς συνασπισμούς εξουσίας. Επίκεντρο, όπως είναι φυσικό, είναι η πάλη εξουσίας στις ίδιες τις ΗΠΑ, μιας και δεν αποτελεί μόνο το σύγχρονο «εργαστήρι του κόσμου», απ’ την άποψη της μονοπώλησης των νέων παραγωγικών δυνάμεων, της νέας τεχνολογίας και της κίνησης του κεφαλαίου, αλλά κι απ’ την άποψη της επεξεργασίας στρατηγικών προσαρμογής κι αναπροσαρμογής για τον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό παγκόσμια.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η τελευταία πολιτική αλλαγή στις ΗΠΑ με την γνωστή πραξικοπηματική εκλογή του Μπούς. Η άνοδος της γνωστής από παλιά κλίκας της «οικογένειας Μπούς» και των ιδιαίτερα αντιδραστικών οικονομικο-πολιτικών συμφερόντων που εκφράζει, άσκησε ισχυρότατες πιέσεις για αντίστοιχες αλλαγές κι «ευθυγραμμίσεις» σχεδόν σ’ όλες τις χώρες του ιμπεριαλισμού. Έτσι, μέσα σε λίγους μόνο μήνες απ’ την «εκλογή» Μπούς, είδαμε την αντιδραστική ευθυγράμμιση της πολιτικής Μπλαιρ, την βολική εκλογή Μπερλουσκόνι στην Ιταλία, του Σαρόν στο Ισραήλ, κοκ.

Ιμπεριαλισμός και πόλεμος στις νέες συνθήκες

Οι εξελίξεις αυτές μπορεί να έχουν περιορίσει σε σημαντικό βαθμό μια πιθανή κλιμάκωση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών σε γενικευμένες πολεμικές αναμετρήσεις ανάμεσα σ’ ισχυρά κράτη, όπως εκείνες που υπήρξαν στο παρελθόν κι οδήγησαν στην έκρηξη των δυο παγκοσμίων πολέμων. Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να τις αποκλείσει εντελώς και για πάντα. Η απειλή ενός παγκόσμιου ολοκληρωτικού πολέμου ενυπάρχει πάντα στην ίδια την οργανική συγκρότηση του ιμπεριαλισμού, έστω κι αν δεν πάρει αναγκαστικά, τουλάχιστον στην αρχή, την μορφή μιας απευθείας, ανοικτής πολεμικής αναμέτρησης ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικά κράτη ή συνασπισμούς.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, την τελευταία δεκαετία καταβλήθηκε συστηματική προσπάθεια να εξοικειωθεί ολόκληρη η ανθρωπότητα με τον πόλεμο ως αποδεκτό μέσο άσκησης διεθνούς πολιτικής, στο όνομα ανώτερων αρχών κι ιδανικών. Μια προσπάθεια που δεν έμεινε μόνο στα λόγια, μόνο στο επίπεδο της προπαγάνδας, αλλά βρήκε πεδίο πρακτικής εφαρμογής πολλές φορές. Μ’ αυτή την έννοια, δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι, ειδικά την τελευταία δεκαετία, γνωρίσαμε μια εντυπωσιακή έξαρση συλλογικών ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων απανταχού γης, όχι προς όφελος συγκεκριμένων ιμπεριαλιστικών κρατών, ή για την αναδιάταξη των «διεθνών ισορροπιών» ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικά κέντρα. Κι αυτό γιατί οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις δεν έχουν πλέον ως βασικό στόχο την δημιουργία «ζωτικών χώρων» για κάθε ξεχωριστό ιμπεριαλιστικό κράτος, κέντρο, ή συνασπισμό, αλλά τον εκβιασμό βίαιων κοινωνικο-πολιτικών κι οικονομικών αναπροσαρμογών. Σύμφωνα όχι με τα ιδιαίτερα συμφέροντα κάποιου ιμπεριαλιστικού κράτους, αλλά με τις εκάστοτε συλλογικές ανάγκες του πολυεθνικού κεφαλαίου και τις στρατηγικές συγκεκριμένων διεθνών κρατικομονοπωλιακών ομίλων. Αυτό που πρυτανεύει πια είναι πρωταρχικά οι γενικότερες ανάγκες μιας «ανοιχτής οικονομίας της αγοράς», ως το κατάλληλο πατρόν για να κοπούν και να ραφτούν στα μέτρα της όλες οι περιοχές του πλανήτη. Αυτή αποτελεί άλλωστε και την κοινωνικο-οικονομική πεμπτουσία του σύγχρονου επίσημου ανθρωπισμού, που στο όνομά του κυριολεκτικά ισοπεδώνονται χώρες, λιμοκτονούν λαοί και αστυνομεύονται με πολεμικά μέσα ολόκληρες περιοχές του πλανήτη.
Αυτός είναι ο λόγος που επικράτησε κι επικρατεί μια εντυπωσιακή συλλογική ομοψυχία ανάμεσα στους δράστες αυτών των επεμβάσεων, όχι γιατί ο Λευκός Οίκος «πειθαναγκάζει» τους Ευρωπαίους ηγέτες, αλλά γιατί απηχούν κυρίαρχα συλλογικά συμφέροντα του ιμπεριαλισμού γενικά. Κι έτσι είδαμε να ξεφυτρώνουν ξανά, για πρώτη φορά μετά τον μεσοπόλεμο, επίσημα προτεκτοράτα κι «εθνικά κράτη» υπό επίσημη κηδεμονία, όχι όμως αυτή τη φορά υπέρ συγκεκριμένων ιμπεριαλιστικών κρατών ή συνασπισμών, αλλά στο όνομα της «διεθνούς κοινότητας» κι υπό την ανοιχτή πλέον κηδεμονία των συλλογικών ιμπεριαλιστικών οργανισμών.
Σ’ αυτό ακριβώς το ιμπεριαλιστικό περιβάλλον προέκυψε η 11η του Σεπτέμβρη.
Ο ολοκληρωτικός πόλεμος ενάντια στην συνολική κατάσταση της εργατικής τάξης, που διεξάγεται ανελλιπώς την τελευταία δεκαετία, εξάντλησε κάθε μέσο και τρόπο ειρηνικής διευθέτησης των αντιθέσεων του παγκόσμιου καπιταλισμού. Το πέρασμα σε μια νέα φάση ολοκληρωτικού πολέμου ενάντια στην εργαζόμενη κοινωνία, έγινε αναγκαίο όχι λόγω μιας πολιτικής συνωμοσίας του ιμπεριαλισμού, αλλά λόγω συσσωρευμένων θεμελιακών διαρθρωτικών αδιεξόδων, που εκδηλώθηκαν την τελευταία ιδιαίτερα περίοδο. Ποια ήταν αυτά;
Καταρχήν, τόσο η αμερικανική, όσο και η παγκόσμια οικονομία αντιμετωπίζει ήδη απ’ τα μέσα του προηγούμενου χρόνου μια σοβαρή κλιμακούμενη κρίση. Το βασικό γνώρισμα αυτής της κρίσης είναι η έξαρση των παραγωγικών πλεονασμάτων ιδιαίτερα στους τομείς τεχνολογικής αιχμής, που συνιστούν τις «ατμομηχανές» της παγκόσμιας οικονομίας την τελευταία δεκαετία. Αυτό εκφράστηκε με μια σοβαρή επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης, όπου για τις ΗΠΑ υπήρχαν εκτιμήσεις ήδη απ’ την άνοιξη του 2001, ότι θα «διολισθήσει» απ’ το συνηθισμένο ετήσιο 4-5% των τελευταίων ετών, κοντά στο 1%. Αυτήν ακριβώς την εκρηκτική παραγωγική υπερσυσσώρευση στους κλάδους της «νέας οικονομίας» φανερώνει και το γεγονός ότι ο δείκτης νέας τεχνολογίας του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης (NASDAQ) – ο οποίος, παρεμπιπτόντως, αποκαλείται στους χρηματιστικούς κύκλους κι ως «ατμομηχανή» της κεφαλαιαγοράς – έχασε μέσα σε λίγους μήνες το 75% της αξίας του σε σχέση μ’ ότι είχε κερδίσει απ’ το 1991. Κι όλα αυτά πριν το χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου.
Αυτό, λοιπόν, που κατατρόμαξε την κρατικομονοπωλιακή ολιγαρχία στις ΗΠΑ, αλλά και διεθνώς, είναι ότι η κρίση αυτή την φορά δεν αφορούσε κυρίως αυτό που παραπειστικά αποκαλούν «παλιά οικονομία», ούτε ξεκίνησε από κάποιον «αδύνατο κρίκο» της παγκόσμιας αγοράς, όπως έγινε στα 1999 με την κατάρρευση των «ασιατικών τίγρεων». Αυτή τη φορά πυροδοτήθηκε απ’ την ίδια την «νέα οικονομία» και βασικός της φορέας είναι η «ραχοκοκαλιά» της παγκόσμιας αγοράς, οι ΗΠΑ. Μην ξεχνάμε ότι οι ΗΠΑ συνιστούν κοντά στο 60% της παγκόσμιας κίνησης κεφαλαίου σε αξίες, αλλά και σε ξένες πάγιες επενδύσεις στο σύνολο των ανεπτυγμένων χωρών, όπως και πάνω απ’ το 50% του παγκόσμιου εμπορίου εμπορευμάτων και υπηρεσιών τεχνολογικής αιχμής. Επομένως, αυτή τη φορά η ύφεση χτύπησε τα ίδια τα θεμέλια της παγκόσμιας οικονομίας του καπιταλισμού, πάνω στα οποία έχει οικοδομηθεί την τελευταία δεκαετία.
Το γεγονός ότι αυτή η ύφεση προήλθε απ’ τον ίδιο τον «σκληρό πυρήνα» της σύγχρονης παγκόσμιας οικονομίας του καπιταλισμού, εκ των πραγμάτων, περιόρισε δραστικά την απόδοση των όποιων «αντίμετρων» κι αναπροσαρμογών επιχείρησε το πολυεθνικό κεφάλαιο για την διευθέτησή της. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι δραστικές περικοπές κόστους των πολυεθνικών στις ΗΠΑ και την Δυτ. Ευρώπη – που οδήγησαν την άνοιξη και το καλοκαίρι που πέρασε τις μαζικές απολύσεις σε  ύψος ρεκόρ για ολόκληρη την μεταπολεμική ιστορία του ανεπτυγμένου καπιταλισμού – δεν στάθηκαν ικανές να βελτιώσουν στο ελάχιστο τις άσχημες προοπτικές. Το ίδιο συνέβη και με το νέο κύμα εξαγορών-συγχωνεύσεων, οι οποίες ήδη έφτασαν ν’ απορροφούν περίπου το 90% – ποσοστό ρεκόρ για ολόκληρη την ιστορία του καπιταλισμού – των παγκόσμιων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου. Απ’ την άλλη, το γνωστό μονεταριστικό «κόλπο» της ραγδαίας διεύρυνσης της χρηματοπιστωτικής ρευστότητας σε συνθήκες χαμηλών επιτοκίων και νομισματικής σταθερότητας, φαίνεται ότι αυτή την φορά δεν έπιασε, για μια σειρά σοβαρούς διαρθρωτικούς λόγους.
Όλα αυτά μετέτρεψαν την κρίση αυτή, από μια περιοδική κρίση υπερπαραγωγής, σε μια βαθύτατη γενικευμένη «κρίση ρύθμισης» της παγκόσμιας οικονομίας, ενώ για πρώτη φορά μετά τα τέλη της δεκαετίας του ’80, τα μέσα ποσοστά απόδοσης κεφαλαίου στις ανεπτυγμένες οικονομίες του καπιταλισμού, παρουσιάζουν σημάδια σοβαρής υποχώρησης. Απ’ ότι φαίνεται, όλα εκείνα τα μέσα, οι συνθήκες και τα μέτρα που εξασφάλισαν την συνεχή άνοδο της μέσης απόδοσης κεφαλαίου για περίπου μια δεκαπενταετία, δεν είναι πλέον επαρκή και ικανά για ν’ αντιδράσουν σε μια επικείμενη πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους στις ΗΠΑ, αλλά και στις άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες.
Επομένως, το πολυεθνικό κεφάλαιο και οι εκπρόσωποί του στην πολιτική, βρέθηκαν ξαφνικά να τους στοιχειώνει μια εξαιρετικά δυσάρεστη και δυσοίωνη προοπτική: Η κρίση αυτή δεν ήταν απλά μια συγκυριακή ύφεση, μια περιοδική «αυτόματη αναπροσαρμογή» μιας διαρκώς διαστελόμενης οικονομίας, όπως είχαν θεωρήσει στην αρχή. Αντίθετα, αντίκριζαν μια νέα, πιθανά μακρόχρονη, περίοδο πτωτικής τάσης των μέσων αποδόσεων κεφαλαίου, δηλαδή του μέσου ποσοστού κέρδους. Και μάλιστα, ειδικά σ’ εκείνους τους τομείς που συνιστούν εδώ και μια δεκαετία την «ατμομηχανή» των ισχυρών οικονομιών του παγκόσμιου καπιταλισμού, με πρώτη και καλύτερη εκείνη των ΗΠΑ
Πώς θα έπρεπε ν’ αντιδράσουν; Μήπως αρκούμενοι στους παλιότερους ρυθμούς αναπροσαρμογών του πολυεθνικού κεφαλαίου και τις δοσμένες «κοινωνικο-πολιτικές ισορροπίες»; Προφανώς, όχι. Χρειάζονταν επειγόντως νέα πιο δραστικά, πιο άμεσα και πιο καθολικά μέτρα αναπροσαρμογής. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο κι ως «μάνα εξ ουρανού» ήρθε η 11η του Σεπτέμβρη.
Επομένως, ανεξάρτητα απ’ το ποιος συνέλαβε, σχεδίασε και διέπραξε την μαζική πολιτική δολοφονία της 11ης του Σεπτέμβρη, αυτό το ειδεχθές πολιτικό έγκλημα αποτέλεσε μια «ιδανική ευκαιρία» στην πιο κατάλληλη στιγμή για ν’ απαλλαγεί το πολυεθνικό κεφάλαιο κι οι πολιτικοί του εκπρόσωποι από κάθε κοινωνικο-πολιτικό περιορισμό ή όριο, από κάθε κοινωνικο-πολιτική αναστολή ή δέσμευση για την άμεση και δραστική αντιμετώπιση αυτής της ιδιότυπης κλιμακούμενης ύφεσης. Κι αυτό μπορεί να γίνει μόνο καταφεύγοντας σε μέσα και μεθόδους μιας πολεμικής οικονομίας και πολιτικής. Η ανεπάρκεια των διαθέσιμων μέσων και όρων στήριξης της κερδοφορίας του πολυεθνικού κεφαλαίου, οδηγεί αναγκαστικά τον διεθνή νεοφιλελευθερισμό σε νέα μονοπάτια και πιο συγκεκριμένα στο μονοπάτι του πολέμου. Εξ ου και η, πρωτοφανής σε ομοθυμία, κήρυξη του αποκαλούμενου «3ου παγκοσμίου πολέμου» απ’ τα επιτελεία του Λευκού Οίκου του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.
Ωστόσο, δεν είναι σωστό να θεωρείται ότι ο πόλεμος είναι απάντηση στην κρίση και μάλιστα «κλασσική». Για παράδειγμα, ο 1ος παγκόσμιος πόλεμος δεν γεννήθηκε ως απάντηση στην κρίση, αλλά ως απαρχή μιας γενικευμένης διαρθρωτικής κρίσης, της οποίας ο 2ος παγκόσμιος αποτέλεσε την ολοκλήρωση. Αν κι εδώ δεν είναι ο χώρος για ν’ αναπτυχθεί το θέμα, θα πρέπει πάντα να ‘χουμε υπόψη μας το εξής: Ο πόλεμος αποτελεί την πιο εκρηκτική εκδήλωση των εσωτερικών αδιεξόδων του συγκεκριμένου οικοδομήματος κοινωνικο-οικονομικών και πολιτικών σχέσεων του παγκόσμιου καπιταλισμού σε μια ιστορική εποχή. Μόνο μ’ αυτή την έννοια σχετίζεται όχι με τις κρίσεις γενικά, αλλά ειδικά με ιστορικά ιδιότυπες κρίσεις, ως απαρχή ή απάντηση σ’ αυτές.
Η ιστορία διδάσκει ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός, ειδικά στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, οδηγήθηκε δυο φορές ν’ αναμετρηθεί με τα εσωτερικά του αδιέξοδα μέσα από γενικευμένες πολεμικές συγκρούσεις ανάμεσα σε συγκροτημένα ιμπεριαλιστικά μπλοκ. Σήμερα, όμως, η ανάπτυξη των πολυεθνικών-πολυκλαδικών μονοπωλιακών ομίλων έχει μετατρέψει πλέον το καπιταλιστικό μονοπώλιο σ’ ένα παγκόσμιο σύστημα κυριαρχίας, ελέγχου κι ανταγωνισμού, πάνω στο οποίο επιχειρείται να οικοδομηθεί ένα «διεθνές κρατικομονοπωλιακό τραστ» με ενιαίο τρόπο διεύθυνσης, ρύθμισης και κανονισμού της παγκόσμιας οικονομίας και των διεθνών σχέσεων.
Σ’ αυτές τις συνθήκες ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός έρχεται ν’ αναμετρηθεί με τα συσσωρευμένα του αδιέξοδα, ν’ αντιμετωπίσει τις εσωτερικές του αντιθέσεις, όχι μέσα από την πολεμική σύγκρουση ιμπεριαλιστικών συνασπισμών, αλλά μέσα απ’ την κήρυξη του πολέμου στον ίδιο τον εαυτό του. Αυτό που αντιλαμβάνεται ως «αόρατο εχθρό», δεν είναι φυσικά η όποια «τρομοκρατία», αλλά οι αντιθέσεις και τα αδιέξοδα που ο ίδιος συσσωρεύει κι αδυνατούν πλέον ν’ αποτυπωθούν στο πρόσωπο ενός συγκεκριμένου κι ορατού εχθρού, όπως έχει συμβεί στο παρελθόν.
Αυτό που οδήγησε στην κήρυξη αυτού του ιδιότυπου παγκόσμιου πολέμου, είναι η βαθύτερη ανεπάρκεια του σύγχρονου παγκόσμιου συστήματος διευθέτησης και ρύθμισης των κρισιακών φαινομένων. Αυτό που επιδιώκει ο ιμπεριαλισμός δεν είναι η άμεση εμπλοκή ισχυρών και λιγότερο ισχυρών χωρών σ’ ένα κυκεώνα γενικευμένης πολεμικής αναμέτρησης – αν και θα ‘ταν ανόητο κανείς ν’ αποκλείσει κάθε τέτοιο ενδεχόμενο, μιας κι ο πόλεμος έχει πάντα την δική του, μη ελεγχόμενη, δυναμική. Ούτε αναγκαστικά την μετατροπή της πολεμικής βιομηχανίας και των εξοπλισμών σ’ «ατμομηχανή» της οικονομίας και της ανάπτυξης του παγκόσμιου καπιταλισμού.
Τι έχει ανάγκη άμεσα ο ιμπεριαλισμός;
Πρώτο, μια άμεση τεχνητή διεύρυνση της αγοράς γενικά, μέσα απ’ την διόγκωση της κρατικής καταναλωτικής δαπάνης. Κι αυτό δεν αφορά μόνο τις δαπάνες για εξοπλισμούς, αλλά το σύνολο των κρατικών προμηθειών, οι οποίες κινητοποιούνται ανοιχτά πλέον για να τονώσουν την αγορά. Σ’ αυτό οφείλεται και η έντονη φιλολογία γύρω απ’ την ανάγκη επανεξέτασης του οικονομικού ρόλου του κράτους, καθώς και οι φωνές για την ανάγκη όχι μιας οικονομικά «ουδέτερης κυβέρνησης», όπως συνιστούσε έως σήμερα ο νεοφιλελευθερισμός, αλλά μιας ανοικτά παρεμβατικής, μιας «ακτιβίστικης κυβέρνησης», όπου ενεργά θα επεμβαίνει στην οικονομία με όπλο τις αυξημένες κρατικές δαπάνες.
Δεύτερο, την απευθείας στήριξη της κερδοφορίας του πολυεθνικού κεφαλαίου, μέσα απ’ έναν συνολικό αναπροσανατολισμό της κρατικής οικονομικής διαχείρισης. Αυτές τις μέρες περνούν απ’ το Κογκρέσο απανωτά προκλητικά μέτρα φορολογικής ασυλίας των κεφαλαιακών αποδόσεων, που μια ολόκληρη δεκαετία αδυνατούσαν να προωθηθούν λόγω πολλών αντιδράσεων.
Τρίτο, την οικονομικο-πολιτική θωράκιση των κεφαλαιαγορών μέσα απ’ την επιτάχυνση των διαδικασιών ενοποίησης των «οικονομικών χώρων» πρωταρχικά σε Ευρωατλαντικό επίπεδο (NAFTA+ONE). Ήδη ένα απ’ τα κύρια θέματα στην ατζέντα των συζητήσεων ανάμεσα σε ΗΠΑ κι ΕΕ είναι η ταχύτατη προώθηση αυτού που έχει ονομαστεί «ενιαίος ευρω-ατλαντικός χώρος» οικονομίας κι άμυνας.
Τέταρτο, το άμεσο «ξεσκαρτάρισμα» της αγοράς, από «προβληματικά» χαρτιά, επιχειρήσεις και λειτουργίες, έστω κι αν κάτι τέτοιο θα σημάνει την ερήμωση ολόκληρων τομέων της οικονομίας. Πρόκειται γι αυτό που οι χρηματιστικοί κύκλοι ονομάζουν χαριτωμένα «δημιουργική καταστροφή» και κανείς δεν αρνείται πλέον ότι θα συνοδευτεί, τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στην ΕΕ, από ένα νέο κύμα μαζικής ανεργίας και συμπίεσης του «εργατικού κόστους». 
Πέμπτο, την βίαιη αναδιανομή των διαθέσιμων κοινωνικών πόρων. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτές τις μέρες η κυβέρνηση των ΗΠΑ κατόρθωσε επιτέλους να βάλει στο χέρι το «χρηματοκιβώτιο» – όπως αποκαλείται – του ταμείου κοινωνικής ασφάλισης, για να «πληρωθεί» ο νέος πόλεμος. Το «χρηματοκιβώτιο» αυτό τροφοδοτείται από το 1935 με ειδικό κρατικό κονδύλι για να πληρώνονται συντάξεις κι απαγορεύεται ρητά να χρησιμοποιηθεί για οποιονδήποτε άλλο σκοπό. Πολλές κυβερνήσεις λιγουρεύτηκαν τα παχυλά αποθέματα του «χρηματοκιβωτίου», αλλά καμμιά δεν μπόρεσε να το βάλει στο χέρι, ακόμη κι επί Ρέιγκαν, λόγω ισχυρών κοινωνικών αντιστάσεων. Με την κήρυξη, όμως, της νέας παγκόσμιας πολεμικής σταυροφορίας, το πολύτιμο «χρηματοκιβώτιο» πήγε «υπέρ πίστεως και πατρίδος».
Δίχως τους όρους και τις συνθήκες μιας πολεμικής οικονομίας και πολιτικής, θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να επιχειρηθούν άμεσα αυτές οι συνολικές αναπροσαρμογές. Η κήρυξη του πολέμου, λοιπόν, είναι κάτι πολύ περισσότερο και πολύ βαθύτερο από μια απλή πολιτική συνωμοσία του ιμπεριαλισμού. Στην ουσία πρόκειται για την ορμητική είσοδο σε μια νέα εποχή όπου ο παγκόσμιος καπιταλισμός δεν μπορεί πλέον ν’ «αυτορυθμιστεί», παρά μόνο στα πλαίσια ενός διαρκούς, αδιόρατου κι ανορθόδοξου, αλλά καθ’ όλα υπαρκτού κι ολοκληρωτικού, παγκόσμιου πολέμου.  
Ο νέος πόλεμος έχει ουσιαστικά ξεκινήσει και διεκδικεί ήδη τα πρώτα θύματά του. Ίσως όχι ακόμη στο πεδίο της μάχης, αλλά στο πεδίο της εργαζόμενης κοινωνίας. Στις πρώτες 15 ημέρες μετά την «κήρυξη του πολέμου», οι απολύσεις στις ΗΠΑ ανέρχονται σε πάνω από 150 χιλιάδες και αγκαλιάζουν όχι μόνο τις αεροπορικές εταιρείες, αλλά ουσιαστικά όλους του τομείς της οικονομίας. Κι ο ρυθμός αυτός αναμένεται ότι μάλλον θα ενταθεί. Η κατάσταση αυτή δεν οφείλεται απλά και μόνο σε συγκυριακούς λόγους, όπως είναι το χτύπημα της 11ης του Σεπτέμβρη, αλλά αποτελεί συνέχεια του κύματος μαζικών απολύσεων, που ‘χει ουσιαστικά κλιμακωθεί απ’ την φετινή άνοιξη. Οι εξελίξεις αυτές υποδηλώνουν το πέρασμα ακόμη και της οικονομίας των ΗΠΑ σε μια νέα περίοδο έξαρσης της μαζικής ανεργίας.
Ταυτόχρονα, ο ιμπεριαλισμός γίνεται ακόμη πιο επικίνδυνος γιατί για πρώτη φορά δεν έχει την δυνατότητα να εξαγοράσει μαζικά τμήματα της εργατικής τάξης. Συνεπώς οι γενικευμένες τυχοδιωκτικές πολεμικές ενέργειες, είτε με την μορφή «τρομοκρατικών ενεργειών» του τύπου της 11ης του Σεπτέμβρη, είτε με την μορφή στρατιωτικών ενεργειών σε διάφορες περιοχές του πλανήτη, έχουν μπει πλέον στην ημερήσια διάταξη. Άλλωστε πως αλλιώς θα διατηρήσουν οι κυρίαρχοι κύκλοι τον φόβο, την υστερία και την γενικευμένη ανασφάλεια στα πλατύτερα στρώμματα της εργαζόμενης κοινωνίας, ώστε να συντηρήσουν μια αδιόρατη πολεμική απειλή να επικρέμεται επί «δικαίων κι αδίκων»;
Ο νέος αυτός πόλεμος δεν ήταν αποτέλεσμα μιας τρομερής πολιτικής συνωμοσίας του Λευκού Οίκου με στόχο απλά και μόνο την κυριαρχία σε κάποιες περιοχές και τον έλεγχο αγωγών πετρελαίου ή φυσικού αερίου. Μια τέτοια ερμηνεία πέρα απ’ ότι βυθίζει την σκέψη και την νοημοσύνη στο τέλμα μιας άκρατης συνωμοσιολογίας, οδηγεί ταυτόχρονα και σε μια απλοϊκή «αριστερή» απολογητική του ιμπεριαλισμού. Μιας και το πρόβλημα του πολέμου δεν απορρέει πια απ’ τις εσωτερικές, οργανικές ανάγκες της διευρυμένης αναπαραγωγής του πολυεθνικού κεφαλαίου και της εξουσίας του σήμερα, αλλά απ’ τις συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές ορισμένων μόνο κύκλων του.
Στην πραγματικότητα, οι τελευταίες εξελίξεις αποδεικνύουν ότι δεν υπήρξε ποτέ άλλοτε εποχή που η οικονομία να μην προπορευόταν τόσο πολύ και τόσο ανοιχτά της πολιτικής του ιμπεριαλισμού και μάλιστα στο ζήτημα του πολέμου. Απ’ την εποχή του, ο Λένιν θεωρούσε ότι ο χαρακτηρισμός του ιμπεριαλισμού δεν μπορούσε να ξεκινά απ’ τις πολιτικές επεκτατισμού, αλλά απ’ τον παγκόσμιο ανταγωνισμό για αγορές και σφαίρες επιρροής, που για πρώτη φορά στην ιστορία των κοινωνικών συστημάτων, διεξαγόταν βασικά στο οικονομικό πεδίο από τεράστιες συγκεντρώσεις οικονομικής δύναμης, τα καπιταλιστικά μονοπώλια. Ακριβώς αυτή η δημιουργία των καπιταλιστικών μονοπωλίων, επιτρέπει για πρώτη φορά στο κεφάλαιο να κατεβάσει άμεσα και πρακτικά τους διεθνείς ανταγωνισμούς απ’ το επίπεδο των κρατών και των πολιτικών τους, στο επίπεδο της οικονομίας και των άμεσων οικονομικών συμφερόντων σε παγκόσμια κλίμακα. Κι έτσι να μετατρέψει αυτούς τους διεθνείς ανταγωνισμούς σ’ ακόμη πιο ξεδιάντροπους, ανοικτούς, συνεχείς και εξαιρετικά πιο καταστροφικούς. Η κατάσταση αυτή αντικειμενικά αναιρεί όλο και περισσότερο την επιφανειακή  «ουδετερότητα» του αστικού κράτους, ως φαινομενικής πραγμάτωσης της «εθνικής ενότητας». Αντίθετα, γίνεται ακόμη πιο ανοικτή και πρόδηλη η «διαμεσολάβηση» του αστικού κράτους υπέρ των μονοπωλιακών συμφερόντων.    
Για πρώτη φορά στην ιστορία της ξεπεσμένης ανθρωπότητας του περιουσιακού και ταξικού διαχωρισμού, οι πολεμικές επιχειρήσεις σε παγκόσμια κλίμακα, οι στρατιωτικές επεμβάσεις και η διεθνής μαζική τρομοκρατική δράση των ισχυρών κρατών, δεν είναι πλέον απλά μια προέκταση της πολιτικής μ’ άλλα μέσα, αλλά συνιστούν οργανικά στοιχεία ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Ποτέ άλλοτε στην ιστορία των ταξικών κοινωνιών δεν ασκήθηκε «μεγάλη πολιτική», που να δικαιολογείται τόσο ανοικτά από γεωπολιτικές οικονομικές επιδιώξεις και συμφέροντα.
Σ’ αυτές τις συνθήκες το Κόμμα μας έρχεται ν’ αντιμετωπίσει, ανεξάρτητα απ’ την θέλησή του, πιθανόν μια απ’ τις πιο δύσκολες περιόδους στην ιστορία του. Και το τονίζουμε αυτό, όχι γιατί είναι η πρώτη φορά που το ΚΚΕ έρχεται αντιμέτωπο με μια εξαιρετικά αντιδραστική τροπή στις εξελίξεις, αλλά γιατί είναι η πρώτη φορά που καλείται να το κάνει σε συνθήκες ουσιαστικής ανυπαρξίας διεθνούς επαναστατικού κινήματος. Κι όχι μόνο αυτό. Καλείται ν’ αναμετρηθεί με μια νέα περίοδο εξαιρετικά ραγδαίων, σύνθετων κι αντιφατικών καταστάσεων της ταξικής πάλης, την ίδια στιγμή που η επαναστατική θεωρία και πρακτική, ο Μαρξισμός-Λενινισμός, μέσα στο Κόμμα δεν έχει συνέλθει ακόμη απ’ τα πλήγματα που υπέστη με την ήττα του ’90 και δεν έχει αποτινάξει το παχύ στρώμα σκουριάς, που ‘χει συσσωρεύσει ο γενικευμένος πρακτικισμός, η συνήθης προσφυγή στον χειροτεχνισμό, η απίστευτη προχειρότητα σ’ όλους τους τομείς δράσης και το εξαιρετικά μέτριο συλλογικό ιδεολογικο-πολιτικό επίπεδο. 
Δυστυχώς, όμως, η απόφαση της ΚΕ δεν φαίνεται ν’ αντιλαμβάνεται τα νέα δεδομένα, ενώ αντιμετωπίζει τις εξελίξεις γενικά ως μια απλή, φυσιολογική συνέχεια της προηγούμενης περιόδου, όπου η εντεινόμενη επιθετικότητα του ιμπεριαλισμού, είναι το μόνο αξιόλογο γνώρισμα, που χρειάζεται να επισημανθεί. Δεν γίνεται καμμιά προσπάθεια ν’ αναλυθεί η νέα κατάσταση σε βάθος, να προσδιοριστούν οι νέες εκρηκτικές αντιθέσεις του παγκόσμιου μονοπωλιακού καπιταλισμού και κατά συνέπεια να κατανοηθεί ο τρόπος που αυτές επιδρούν στους όρους, τις εκδηλώσεις και την εξέλιξη της ταξικής πάλης, τόσο στην χώρα μας, όσο και διεθνώς. Μ’ αυτή την έννοια η απόφαση της ΚΕ, οφείλουμε να πούμε ότι είναι πολύ κατώτερη των περιστάσεων και των αναγκών, ενώ αφήνει το Κόμμα δίχως σαφή προσανατολισμό στο ύψος των καθηκόντων που εξ αντικειμένου μπαίνουν απ’ την νέα τροπή στις εξελίξεις.   

Τρομοκρατικό πλήγμα, ή πολιτικό έγκλημα;

Καταρχήν, η απόφαση της ΚΕ επιμένει να μιλά για «τρομοκρατικό πλήγμα» στις ΗΠΑ κι έτσι να υιοθετεί απ’ το παράθυρο, αυτό που επίσημα αρνείται, δηλαδή την επίσημη εκδοχή των γεγονότων. Από πού προκύπτει ότι το χτύπημα της 11ης του Σεπτέμβρη αποτελεί «τρομοκρατικό πλήγμα» ή «τρομοκρατική ενέργεια»; Ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που μας πείθουν ότι πρέπει να μιλάμε για δράση «τρομοκρατίας» εναντίον των ΗΠΑ; Τα μόνα στοιχεία που είναι διαθέσιμα είναι οι επίσημες δηλώσεις των επιτελών του Λευκού Οίκου. Εκτός κι αν η ηγεσία του Κόμματος διαθέτει κάποια άλλα στοιχεία, κάποια άλλη ειδική πληροφόρηση, που δεν είναι διαθέσιμη σ’ όλους.
Μ’ αυτόν τον τρόπο ο κεντρικός πολιτικός λόγος του Κόμματος διολισθαίνει στην υιοθέτηση του πλασματικού σχήματος που οικοδομεί η ιμπεριαλιστική προπαγάνδα: Απ’ την μια, οι «πληττόμενες» ΗΠΑ. Κι απ’ την άλλη η τρομοκρατία, φανταστική ή πραγματική. Η διολίσθηση αυτή δεν επιτρέπει να οικοδομηθούν τα αναγκαία ιδεολογικο-πολιτικά μέτωπα απέναντι στην επίθεση του ιμπεριαλισμού, την ιδεολογία και την πολιτική της. Κι όχι μόνο αυτό. Ευνοεί επιπλέον την προσφυγή σε θεωρίες ή σενάρια πολιτικής συνωμοσιολογίας, για να «εξηγηθούν» γεγονότα, αντιδράσεις κι ανακατατάξεις.   
Επομένως, το πρώτο βασικό ερώτημα που προκύπτει είναι: Μας αρκούν οι όποιες δηλώσεις του Λευκού Οίκου για να διαμορφώσουμε άποψη; Αν όχι, γιατί τρέξαμε να υιοθετήσουμε τα ερμηνευτικά σχήματα των ιμπεριαλιστών για να κατανοήσουμε το γεγονός, έστω κι αν το δώσαμε με την δική μας πολιτική εκδοχή;
Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι απ’ την πρώτη στιγμή η επίσημη προπαγάνδα των ΗΠΑ καταβάλει μια τεράστια προσπάθεια να οικοδομήσει την εντύπωση ότι η χώρα κι ο λαός της βρίσκεται υπό το καθεστώς μιας άμεσης τρομακτικής απειλής, μιας «παγκόσμιας απειλής», η οποία προέρχεται από έναν αόρατο εχθρό, αυτόν της τρομοκρατίας. Ωστόσο, καμμιά προσπάθεια δεν έγινε να προσδιοριστεί το τι είναι  και τι σημαίνει τρομοκρατία. Αντίθετα, τόσο ο Λευκός Οίκος, το ΝΑΤΟ, όσο και τα διαβούλια της ΕΕ, αποφάνθηκαν ότι είναι πολύ δύσκολο να προσδιοριστεί η έννοια της τρομοκρατίας, γι αυτό κι πρέπει ν’ αρκεστούν μόνο στην εντελώς αφηρημένη έννοια των «τρομοκρατικών ενεργειών».
Η ΚΕ αποδέχεται αυτή την προβληματική; Κι αν όχι, γιατί ασμένως υιοθέτησε τα περί «τρομοκρατικού πλήγματος», χωρίς να ξεκαθαρίζει απολύτως και με σαφήνεια το τι είναι και τι δεν είναι τρομοκρατία;
Οι έμπειροι αγωνιστές του εργατικού και λαϊκού κινήματος γνωρίζουν πολύ καλά τι σημαίνει τρομοκρατία, εδώ και πάνω από δυο αιώνες: Πρόκειται για την σκόπιμη άσκηση τρόμου για έναν πολύ συγκεκριμένο πολιτικό σκοπό. Μια σκόπιμη άσκηση τρόμου, η οποία μπορεί να προέρχεται είτε «απ’ τα πάνω», δηλαδή απ’ την ίδια την κυρίαρχη εξουσία, απ’ τους επίσημους ή ανεπίσημους μηχανισμούς της, είτε «απ’ τα κάτω», δηλαδή από οργανώσεις και μορφές δράσεις, που αντλούν ή επιδιώκουν ν’ αντλήσουν νομιμοποίηση απ’ τα βάσανα, την απόγνωση και τα αδιέξοδα κατώτερων τάξεων, καταπιεσμένων λαών κι απελευθερωτικών κινημάτων.
Αν, λοιπόν, θέλει κάποιος ειλικρινά ν’ απαλλαγεί απ’ την τρομοκρατία δεν έχει παρά να διεκδικήσει το σπάσιμο όλων των στεγανών της εξουσίας, την υπέρβαση της αποξένωσης των μηχανισμών της απ’ τον εργαζόμενο λαό, μέσα απ’ το συνολικό βάθεμα της πραγματικής δημοκρατίας και την άσκηση πολιτικών με βασικό κριτήριο την ευημερία και το συμφέρον των ανθρώπων του μόχθου. Δεν έχει, δηλαδή, παρά να περιορίσει δραστικά την κοινωνικο-πολιτική βάση της τρομοκρατίας. Στην αντίθετη περίπτωση, δεν έχουμε παρά προφάσεις εκ του πονηρού με στόχο την ένταση της τρομοκρατίας «απ’ τα πάνω», η οποία ήταν ανέκαθεν και παραμένει η χειρότερη μορφή τρομοκρατίας διότι δεν περιορίζεται σε μερικά μόνο θύματα, αλλά θέτει σ’ αναγκαστική ομηρία ολόκληρη την κοινωνία. Ενώ στο έδαφός της άνθησαν ιστορικά τα πιο βρωμερά «άνθη του κακού», οι πιο αντιδραστικές μορφές καταπίεσης, όπως ήταν ο φασισμός κι ο ναζισμός.  
Τι γνωρίζουμε με βεβαιότητα για τα αιματηρά γεγονότα της 11ης του Σεπτέμβρη; Στην πραγματικότητα ούτε τον δράστη, ούτε τον σκοπό, ούτε το πολιτικό κίνητρο μιας τέτοιας ενέργειας. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι, απ’ την μια, τον αποτρόπαιο χαρακτήρα αυτού του πολιτικού εγκλήματος κι απ’ την άλλη τις εικασίες του Λευκού Οίκου, τους ισχυρισμούς της επίσημης προπαγάνδας και την κολοσσιαία προσπάθεια αξιοποίησής του για να συρθεί ολόκληρη η υφήλιος στο μονοπάτι του πολέμου και της μαύρης αντίδρασης.
Επομένως, ανεξάρτητα απ’ το ποιος σχεδίασε κι εκτέλεσε αυτό το ειδεχθές πολιτικό έγκλημα με τα χιλιάδες αθώα θύματα, ένα είναι απολύτως σίγουρο: αποτέλεσε την απαρχή για μια ανελέητη επιχείρηση επίσημης τρομοκρατίας και τρομοκρατικής υστερίας με θύματα όχι μόνο τον λαό των ΗΠΑ, αλλά ολόκληρη την ανθρωπότητα, με πρωταγωνιστές τους όλο και πιο ανεξέλεγκτους, καταπιεστικούς μηχανισμούς εξουσίας του ΝΑΤΟ, της ΕΕ και των δορυφορικών τους κρατών. Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι οι δράστες είναι όντως αυτοί που υποδεικνύει η Ουάσινγκτον, τότε και πάλι έχουμε μια ελεεινή προσπάθεια να αξιοποιηθούν καθαρά εγκληματικές οργανώσεις, όπως είναι η αλ κάιντα του Μπιν Λάντεν κι οι ταλιμπάν – τερατογενέσεις του παλαιόθεν γάμου των μυστικών υπηρεσιών του ιμπεριαλισμού με το οργανωμένο έγκλημα και τον θρησκευτικό φανατισμό – για να χρεωθεί αυτό το πολύνεκρο έγκλημα στη δικαιολογημένη οργή και τα όποια αντιιμπεριαλιστικά αισθήματα των καταπιεσμένων κι εξαθλιωμένων λαών του κόσμου.  
Η προσπάθεια του ιμπεριαλισμού να μιλά γενικά για «τρομοκρατικές ενέργειες» έχει σαν στόχο να συσκοτίσει τις κοινωνικο-πολιτικές αιτίες της τρομοκρατίας, να της προσδώσει αποκλειστικά ψυχολογικά, ηθικά και ποινικά γνωρίσματα και να την αποδώσει συλλήβδην στις αποκαλούμενες «ιδεολογίες του μίσους», δηλαδή σε ιδεολογίες, που υποτίθεται ότι προπαγανδίζουν, ή προωθούν το (θρησκευτικό ή ταξικό) μίσος κι αντιστρατεύονται τη δημοκρατία. Η προσπάθεια αυτή δεν έχει απλά προπαγανδιστικές εφαρμογές, αλλά εξυπηρετεί και πολύ άμεσες σκοπιμότητες άγριας καταστολής κι αστυνόμευσης ιδεολογιών.
Σ’ αυτό έχει ήδη πρωτοστατήσει η ΕΕ, όταν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο πριν σχεδόν δυο μήνες εξέδωσε απόφαση υπέρ της τουρκικής κυβέρνησης, μετά από προσφυγή εναντίον της απόφασής της για την απαγόρευση του ισλαμικού κόμματος. Άκρως ενδιαφέρουσα είναι η αιτιολογία αυτής της κατάπτυστης απόφασης. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, αυτός ο «ναός της δικαιοσύνης», προφανώς για να μην φέρει σε δύσκολη θέση το τουρκικό τρομοκρατικό καθεστώς, ακριβώς την στιγμή που αποκτά «ευρωπαϊκό πρόσωπο», απεφάνθη ότι ορθώς απαγορεύτηκε το ισλαμικό κόμμα, διότι διακατέχεται από ιδεολογία του μίσους κι ανατροπής της δημοκρατίας!    
Δεν είναι καθόλου τυχαία η συστηματική εμφάνιση απ’ τις αρχές των ΗΠΑ και της ΕΕ, των υπόπτων δραστών της 11ης του Σεπτέμβρη, ως απόλυτα καθημερινών «φυσιολογικών ανθρώπων», οι οποίοι ξαφνικά με μια άνωθεν εντολή – πατώντας κάποιος ένα κουμπί – μετατράπηκαν σε καμικάζι, σε ειδεχθείς δολοφόνους, σ’ αιμοβόρους τρομοκράτες. Αυτή η μεσαιωνική κοινωνικο-δαρβινική αντίληψη του εγκλήματος, που αναζητά τις αιτίες της εγκληματικής συμπεριφοράς όχι σε βαθύτερες κοινωνικές συνθήκες, αλλά στα «εσώψυχα» των ατόμων, λίγο απέχει απ’ το ν’ «ανακαλύψει» και το γονίδιο της εγκληματικότητας. Κι όλα αυτά για να θεωρηθεί κάθε «φυσιολογικός άνθρωπος», κάθε απλός πολίτης, ως εν δυνάμει τρομοκράτης, εγκληματίας κι άρα δικαιολογημένα ύποπτος για τις αρχές. Εξ ου, λοιπόν, τα απανωτά μέτρα περιορισμού των προσωπικών ελευθεριών, που σχεδιάζονται και υιοθετούνται απ’ τις ΗΠΑ, την ΕΕ και τα υπόλοιπα σύγχρονα «λίκνα της δημοκρατίας».
Το ίδιο τυχαία δεν είναι και η φιλολογία περί «ιδεολογιών του μίσους». Το ποια είναι η σκοπιμότητα πίσω απ’ την εμφάνιση αυτής της φιλολογίας, την γνωρίζουν πολύ καλά όσοι αντιμετώπισαν παλιότερα το επίσημο αντικομμουνιστικό κράτος, όπου με μόνη κατηγορία την «συμπάθεια προς την ιδεολογία του κομμουνισμού» – η οποία εμφανιζόταν ως «ιδεολογία προωθούσα το μίσος ανάμεσα στους ανθρώπους και την ανατροπή της δημοκρατίας» – στέλνονταν στις φυλακές, τις εξορίες, το θάνατο και στιγματιζόταν εφόρου ζωής το «πιστοποιητικό φρονημάτων» ολόκληρων οικογενειών. Αυτό το καθεστώς νοσταλγούν όσοι ανακαλύπτουν σήμερα πίσω από την τρομοκρατία, σκοτεινές και δόλιες «ιδεολογίες του μίσους».
Αναγκαίο συμπλήρωμα όλων αυτών των ιδεολόγων του μίσους είναι η περιβόητη «σύγκρουση των πολιτισμών», που τόσο αρέσει στα επιτελεία του ιμπεριαλισμού να την επικαλούνται, μιας και συμφέρει ν’ αποδίδουν τις συγκρούσεις όχι ως προϊόν υλικών κινήτρων κι αντιτιθέμενων συμφερόντων, αλλά πρωταρχικά ως αντιπαράθεση διαφορετικών «πολιτισμών» στο επίπεδο ψυχολογίας, ηθικής και ιδεολογίας.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ένα απ’ τα θεμελιώδη γνωρίσματα του ιμπεριαλισμού ήταν εξαρχής οι «επιχειρήσεις εκπολιτισμού» των εκάστοτε «βαρβάρων». Κάθε φορά που προετοιμαζόταν μια νέα εγκληματική εξόρμηση του ιμπεριαλισμού, οι ιδεολόγοι του ανακάλυπταν πάντα και μια νέα «αντιπαράθεση πολιτισμών». Η αποικιοκρατία παρουσίαζε τον αιματηρό επεκτατισμό της ως «ύψιστο καθήκον φιλανθρωπίας» προς τους υπόδουλους λαούς. Κι αυτό γιατί με την εδραίωση του «δυτικού πολιτισμού», έστω και με τη χρήση του βούρδουλα και της ξιφολόγχης, τους διέσωζε απ’ τον δικό τους «βάρβαρο πολιτισμό», που για τους αποικιοκράτες ήταν πάντα συνώνυμος με την αναρχία, την αποχαύνωση και την απόλυτη κυριαρχία άνομων παθών. Ακόμη κι αυτό το δουλεμπόριο των νεώτερων χρόνων δικαιολογήθηκε με την «κατάσταση βαρβαρότητας» των ιθαγενών της «μαύρης ηπείρου» και των ινδιάνων του «νέου κόσμου».
Κάθε φορά που ο επεκτατισμός του ιμπεριαλισμού αποκτούσε συγκεκριμένους γεωγραφικούς προσανατολισμούς, οι ιδεολόγοι του ανακάλυπταν νέες «παγκόσμιες απειλές». Την εποχή του αιματηρού αγώνα δρόμου ανάμεσα στους αποικιοκράτες για το μοίρασμα της Αφρικής, οι Ευρωπαϊκές κοινωνίες είχαν τρομοκρατηθεί απ’ την τρομερή «απειλή», που υποτίθεται ότι συνιστούσε η «μαύρη ράτσα». Την εποχή που οι μεγάλες δυνάμεις κι απ’ τις δυο πλευρές του Ατλαντικού επέβαλλαν με την δύναμη των όπλων και της μαζικής σφαγής το καθεστώς των «ανοιχτών θυρών» στην Κίνα, ο αστικός τύπος πλημμύριζε με φρικαλέες ιστορίες για την νέα τρομερή «απειλή της κίτρινης ράτσας». Όταν κυρίως στον μεσοπόλεμο η προσοχή των ιμπεριαλιστών εστιάζεται στην μέση κι εγγύς ανατολή, τότε ακριβώς είναι που ανακύπτει για πρώτη φορά μια νέα τρομερή απειλή, η «απειλή του πανισλαμισμού»!
Στην ουσία της, αυτή η παμπάλαια ανακάλυψη των ιδεολόγων του ιμπεριαλισμού για την «σύγκρουση των πολιτισμών» συνιστά, εκτός όλων των άλλων, μια τερατώδη μετατόπιση ευθύνης για την εξαθλίωση, την καθυστέρηση και την περιθωριοποίηση της πλειοψηφίας των λαών του πλανήτη. Μια μετατόπιση ευθύνης απ’ την μονοπωλιακή συγκέντρωση πλούτου και την ιμπεριαλιστική λεηλασία του πλανήτη, στα ίδια τα θύματά της, λόγω του περίεργου, ιδιόρρυθμου και εν τέλει «βάρβαρου πολιτισμού» τους. Έτσι και σήμερα, μέσα απ’ το πρόσωπο σεσημασμένων εγκληματιών, γέννημα θρέμμα της πολιτικής των ΗΠΑ, όπως είναι ο Μπιν Λάντεν κι οι ταλιμπάν – γίνεται προσπάθεια ν’ αποδοθεί το επίπεδο πολιτισμού του Ισλάμ, εκείνου ειδικά που δεν θέλει να συμβιβαστεί με τα ιμπεριαλιστικά κελεύσματα του «δυτικού πολιτισμού». Μ’ αυτόν τον τρόπο ετοιμάζεται μια ακόμη εγκληματική σταυροφορία «εκπολιτισμού των βαρβάρων» απ’ τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.

Γεωπολιτικές ανάγκες, ή κάτι πολύ βαθύτερο;

Κάνει εντύπωση το γεγονός ότι η απόφαση της ΚΕ, σχετικά μ’ ένα τόσο κορυφαίο πολιτικό γεγονός, όπως αυτό της 11ης του Σεπτέμβρη, παραμένει στις εκτιμήσεις και τις κατευθύνσεις, που περιέχονται στην ξεχωριστή ανακοίνωση που επεξεργάστηκε αρχικά η ΚΕ. Αρκούν απλά οι πρώτες εκτιμήσεις και σκέψεις εκείνης της ανακοίνωσης, που εκ των πραγμάτων δεν μπορεί παρά να ‘ταν πρωτόλειες; Η ΚΕ δεν έχει να προσθέσει τίποτε παραπάνω; Ούτε να εξειδικεύσει συγκεκριμένα μέτωπα; Ούτε να κωδικοποιήσει πιο αναλυτικά και σε μεγαλύτερο βάθος, τις «κινητήριες δυνάμεις» πίσω απ’ αυτές τις κατακλυσμιαίες εξελίξεις; Γιατί αυτή η αίσθηση επάρκειας, όταν στον κεντρικό πολιτικό λόγο του Κόμματος, στον τρόπο που αναλύονται κι ερμηνεύονται οι εξελίξεις, είναι αισθητές οι ανεπάρκειες;
Η κεντρική πολιτική εκτίμηση που διαφαίνεται από την απόφαση της ΚΕ, αλλά κι απ’ τις δημόσιες τοποθετήσεις της ΓΓ και των στελεχών του Κόμματος είναι η παρακάτω: Έχουμε ένα «τρομοκρατικό πλήγμα» στις ΗΠΑ, που ο ιμπεριαλισμός το αξιοποιεί ασύστολα για να επιβάλει ακόμη πιο αντιδραστικές ρυθμίσεις και μέτρα. Η θέση αυτή από μόνη της είναι επιεικώς ανεπαρκής, μιας και δεν απαντά στο βασικό ερώτημα, γιατί αυτή η αντιδραστική στροφή τώρα και μ’ αυτόν τον συγκεκριμένο τρόπο; Μάλιστα η ανεπάρκεια αυτή γίνεται ακόμη πιο σοβαρή, όταν στον κομματικό τύπο, αλλά και σε δημόσιες τοποθετήσεις στελεχών του Κόμματος πλανάται και η εκδοχή της προβοκάτσιας.
Όταν, λοιπόν, το ερώτημα έρχεται στο «γιατί» – γιατί, δηλαδή, γίνονται τώρα όλα αυτά; – οι συγχύσεις γίνονται ακόμη πιο έντονες. Έτσι, η συνηθισμένη «απάντηση» έγκειται είτε σε γενικές αναφορές στην «φύση» του ιμπεριαλισμού συνολικά – λες κι ο ιμπεριαλισμός μένει ίδιος κι απαράλλαχτος απ’ τον 19ο αιώνα έως σήμερα – είτε σ’ αστυνομικά σενάρια γύρω απ’ τις προθέσεις και τις επιδιώξεις των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, είτε σε σενάρια γεωπολιτικής στρατηγικής σχετικά με αγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου. Ενώ τώρα τελευταία, δειλά-δειλά, εμφανίζεται και η εκδοχή του πολέμου ως «κλασσική απάντηση» στην οικονομική κρίση.
Καταρχήν θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ορισμένα πολύ στοιχειώδη:
Πρώτο, το να μάθει κανείς να κλείνει σ’ όλες τις πτώσεις κι αριθμούς τον ιμπεριαλισμό, τον καπιταλισμό και τα μονοπώλια, δεν σημαίνει τίποτε απολύτως. Δεν αντιπροσωπεύει ούτε καν μια αξιοπρεπή αντικαπιταλιστική κριτική. Αντίθετα, αυτό που φανερώνει είναι ότι εκλαμβάνει τον ταξικό εχθρό, με τον ίδιο περίπου τρόπο που εκλαμβάνει η ιμπεριαλιστική προπαγάνδα σήμερα, την τρομοκρατία. Πολύ περισσότερο φανερώνει την πλήρη αδυναμία να κατανοηθεί ο ιδιαίτερος τρόπος που «δένουν» οι συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές με το τι συμβαίνει σήμερα στην οικονομική βάση του παγκόσμιου καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού. Έτσι, οι διαρκείς αναφορές στον πολεμοχαρή χαρακτήρα του ιμπεριαλισμού, στον έμφυτο επεκτατισμό του, στο αντιδραστικό του περιεχόμενο και γενικά σε γνωρίσματα και χαρακτηριστικά που αν δεν προσδιορίζουν τον ιμπεριαλισμό απ’ την εποχή της αρχαίας Ρώμης, τουλάχιστον χαρακτηρίζουν τον καπιταλισμό απ’ την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης – δεν είναι προσπάθεια σοβαρής «ανάλυσης» της συγκεκριμένης πραγματικότητας, αλλά υποκατάστασή της με κοινοτυπίες.
Δεύτερο, η προσφυγή στην γεωπολιτική του πετρελαίου, για το από πού πιθανόν προτιμά ο ιμπεριαλισμός να περάσουν οι αγωγοί πετρελαίου και φυσικού αερίου, είναι επίσης ατυχής. Στην καλύτερη περίπτωση, στο μόνο που μπορεί να βοηθήσει είναι να κατανοηθεί μόνο μια πλευρά του ειδικού ενδιαφέροντος του ιμπεριαλισμού για μια συγκεκριμένη περιοχή. Τίποτε περισσότερο απ’ αυτό. Μάλιστα, στην συγκεκριμένη περίπτωση του Αφγανιστάν η πλευρά της γεωπολιτικής του πετρελαίου δεν είναι ούτε καν πρωτεύουσας σημασίας για τον ιμπεριαλισμό αυτή την στιγμή. Πόσο μάλλον για την κήρυξη ενός «3ου παγκόσμιου πολέμου».
Η επιλογή του Αφγανιστάν ως πρωτεύοντος στόχου για τον ιμπεριαλισμό σ’ αυτόν τον νέο πόλεμο, εξυπηρετεί πρωταρχικά δυο άμεσες τακτικές επιδιώξεις, μια συγκυριακή και μια μακροπρόθεσμη:
Αφενός, γιατί προσφέρεται για την αναζήτηση εύκολων ενόχων με στόχο να «κλείσει» όσο το δυνατόν πιο γρήγορα η υπόθεση του χτυπήματος της 11ης του Σεπτέμβρη, με την θεαματική προσαγωγή, ή την «εξαφάνιση» του Μπιν Λάντεν και πιθανά την ανατροπή των ταλιμπάν. Έτσι θα καθησυχαστεί η «κοινή γνώμη» στις ΗΠΑ, θα πάψουν οι όποιες απαιτήσεις για σε βάθος διερεύνηση της όλης υπόθεσης, ώστε να κουκουλωθεί εύκολα και βολικά. Κι αυτό ανεξάρτητα απ’ το αν αυτό το πολιτικό έγκλημα έγινε είτε με την στήριξη, την κάλυψη, ή την ανοχή μηχανισμών εξουσίας του ιμπεριαλισμού, είτε όχι.
Όσο η όλη υπόθεση παραμένει ανοιχτή, τόσο πιο δύσκολο θα ‘ναι για την κυβέρνηση των ΗΠΑ ν’ αποκρούει μια δικαστική έρευνα, που είναι πιθανόν – όπως π.χ. συνέβη στην περίπτωση της δολοφονίας του προέδρου Κένεντυ – ν’ αποκαλύψει ανατριχιαστικές πλευρές των σχέσεων των μυστικών υπηρεσιών και του πολιτικού κατεστημένου των ΗΠΑ με τον υπόκοσμο της αλ κάιντα, του Μπιν Λάντεν, των ταλιμπάν, κοκ. Πράγμα, που πιθανόν να δημιουργήσει σοβαρά προσκόμματα στην συνέχιση ενός «παγκόσμιου πολέμου εναντίον της τρομοκρατίας».
Όσο η υπόθεση δεν κλείνει με βολικό τρόπο για το σύστημα εξουσίας των ΗΠΑ, παραμένει ως εξαιρετικά επικίνδυνη θρυαλλίδα για την πυροδότηση μιας εν δυνάμει βαθύτατης πολιτικής κρίσης, έστω κι αν ο λαός της χώρας εμφανίζεται σήμερα ντοπαρισμένος από πολεμική υστερία. Η ιστορία έχει δείξει πολλές φορές πως η πολεμική υστερία μπορεί εύκολα να μεταστραφεί σε μένος ενάντια σ’ αυτούς που την τροφοδοτούν και την κατευθύνουν. Κι αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά οι επιτελείς του ιμπεριαλισμού.
Αφετέρου, γιατί ολόκληρη η ευρύτερη περιοχή προσφέρεται για πολεμικές και μη επιχειρήσεις «ελεγχόμενης αστάθειας», ώστε να συντηρηθεί επί μακρόν το κλίμα πολέμου, που τόσο έχει ανάγκη ο ιμπεριαλισμός. Bασική επιδίωξη του ιμπεριαλισμού είναι να προξενήσει μια ελεγχόμενη, όσο κάτι τέτοιο είναι δυνατό, αλυσιδωτή αντίδραση αστάθειας κι ανατροπών στην ευρύτερη περιοχή των αποκαλούμενων «ευρασιατικών Βαλκανίων» – όπως χαρακτηρίζουν οι επιτελείς του Λευκού Οίκου την περιοχή που εκτείνεται απ’ τον Καύκασο έως τα σύνορα του Πακιστάν – παρόμοια μ’ εκείνη που παρατηρούμε εδώ και πολλά χρόνια στην περιοχή των Βαλκανίων. Το πρόβλημα δεν είναι ο έλεγχος της περιοχής, που έτσι κι αλλιώς υπάρχει, αλλά η άμεση, ή έμμεση υπαγωγή της στην στρατιωτικο-πολιτική ομπρέλα του ΝΑΤΟ, μέσω της δημιουργίας νέων ή της αναβίωσης ιστορικά παρωχημένων «εθνικών κρατών», «διεθνών προτεκτοράτων», τοπικών «αμυντικών συνασπισμών», κοκ.
Η επιχείρηση αυτή, φαίνεται να ξεκινά απ’ το Αφγανιστάν γιατί ο ιμπεριαλισμός γνωρίζει πολύ καλά δυο πράγματα: Απ’ την μια, ότι η αντιαμερικανική φλυαρία των ταλιμπάν είναι μόνο για τα προσχήματα, μόνο για το θεαθήναι, ενώ η έως τα σήμερα «παντοκρατορία» τους οφείλεται όχι βέβαια σε κάποια «λαϊκά ερείσματα», τα οποία είναι ανύπαρκτα, αλλά κυρίως στην άμεση οικονομική και πολιτική στήριξη των ΗΠΑ. Επομένως οι ταλιμπάν είναι ένας εύκολος και βολικός αντίπαλος στα μέτρα των άμεσων επιδιώξεων του ιμπεριαλισμού. Ενώ το πρόσωπό τους παρέχει επιπλέον την δυνατότητα να τιμωρηθεί συμβολικά κάθε έννοια «αντίστασης» στην «διεθνή νομιμότητα» του ιμπεριαλισμού.
Κι απ’ την άλλη, ότι η «διάδοχη κατάσταση» που προετοιμάζεται με τον βασιλιά και τους φυλάρχους της λεγόμενης «βόρειας συμμαχίας», μαζί με κάποια ενδεχόμενη αναδιάταξη στους ταλιμπάν, δεν μπορεί ν’ αποτελέσει «λύση σταθερότητας», αλλά πέρασμα σε μια νέα φάση αστάθειας, φυλετικών ανταγωνισμών και θρησκευτικών πολέμων. Όσο η περιοχή σπαράσσεται από διαρκείς φυλετικούς ανταγωνισμούς και συρράξεις, τόσο περισσότερο θα επιτρέπει την άνωθεν ανοικτή στρατιωτικο-πολιτική επέμβαση του ΝΑΤΟ. Τόσο περισσότερο θα «δικαιολογεί» την ανοιχτή επιβολή προτεκτοράτων, αλλά και «δυτικόφρονων» καθεστώτων «σιδερένιας πυγμής», όπως αυτό του Μουσαράφ στο Πακιστάν, ή αυτό που ετοιμάζεται για το Αφγανιστάν.
Ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός δεν κάνει πλέον πόλεμο απλά για πρώτες ύλες ή για γεωπολιτικά οφέλη σε μια περιοχή, αλλά πρωταρχικά για να επιβάλλει αναγκαστικές «διαρθρωτικές αλλαγές», για να προωθήσει διαδικασίες απορύθμισης, ανατροπών κι αναπροσαρμογών σύμφωνα με τις γενικότερες ανάγκες της παγκόσμιας αγοράς. Κι αυτό τον κάνει ακόμη πιο επικίνδυνο, ακόμη πιο αντιδραστικό, ακόμη πιο ασυμβίβαστο με οποιαδήποτε έννοια γενικής, σχετικής ή μερικής σταθερότητας σ’ οποιοδήποτε επίπεδο. Όχι γιατί είναι πολιτική του επιλογή, αλλά γιατί δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά, μιας και του το επιβάλλει η ανάγκη διευθέτησης και γρήγορης ανταπόκρισης στις τακτικές εξάρσεις των βαθύτερων κι ανίατων ανισορροπιών της σύγχρονης παγκόσμιας οικονομίας του πολυεθνικού κεφαλαίου.  
Τρίτο, η προσφυγή σε δίκη προθέσεων, επιλογών κι επιδιώξεων των ηγετικών κύκλων των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, δίχως να προσδιορίζονται κάθε φορά οι συγκεκριμένες εσωτερικές κοινωνικο-οικονομικές ανάγκες του συστήματος – που αποτελούν και το πραγματικό «μυστικό» της πολιτικής του ιμπεριαλισμού – οδηγεί αναγκαστικά τις πολιτικές μας αναλύσεις να μετασχηματίζονται σε πολιτικά θρίλερ, σε χείμαρρους πολιτικής συνωμοσιολογίας. Κι είναι σ’ αυτό που χωλαίνει πιότερο, αυτή την στιγμή, ο πολιτικός λόγος του Κόμματος. Αποτελεί, αυτή την στιγμή, τον πιο μεγάλο κίνδυνο απογύμνωσης, απαξίωσης της ορθής πολιτικής θέσης, που υιοθέτησε το Κόμμα απέναντι στις πρόσφατες εξελίξεις.
Κι είναι σ’ αυτό ακριβώς το σημείο που η ΚΕ έχει πάρει τα λιγότερα μέτρα, έχει βοηθήσει ελάχιστα το Κόμμα, ώστε οι τοποθετήσεις του να μην διολισθαίνουν σε θεωρίες πολιτικής συνωμοσίας. Είναι ενδεικτικό ότι η απόφαση της ΚΕ αναφέρει ως κεντρικό καθήκον όλου του Κόμματος «να προσανατολιστεί και ενεργοποιηθεί άμεσα, εύστοχα κι αποτελεσματικά για να αντιμετωπιστούν οι άμεσες συνέπειες που προκύπτουν από το τρομοκρατικό πλήγμα που δέχτηκαν οι ΗΠΑ στις 11/9/2001». Αφήνουμε στην άκρη το γεγονός ότι η απόφαση της ΚΕ δεν ξεκαθαρίζει με σαφή και συγκεκριμένο τρόπο τι σημαίνει για την δράση όλου του Κόμματος αυτό το «άμεσα», το «εύστοχα» και το «αποτελεσματικά», μιας και η γενικολογία, η έλλειψη κριτηρίων αποτελεσματικότητας κι υλοποίησης καθηκόντων, είναι μια γενικευμένη ασθένεια των κομματικών ντοκουμέντων, ειδικά της τελευταίας περιόδου. Μένουμε απλά στην αναφορά για την «αντιμετώπιση των άμεσων συνεπειών».
Ωστόσο, όπως γνωρίζει καλά κάθε έμπειρος αγωνιστής της εργατικής τάξης η «αντιμετώπιση των άμεσων συνεπειών», δεν είναι παρά μόνο μια απ’ τις συνιστώσες των αναγκαίου προσανατολισμού δράσης του κινήματος, η οποία πρέπει απαραίτητα να συνδέεται οργανικά και με τα εξής εξίσου άμεσα κι επείγοντα:
1)      Με την συστηματική προσπάθεια να αξιοποιηθεί προς όφελος της δημιουργίας ενός ευρύτατου μετώπου αντίστασης, κάθε πιθανό ρήγμα, κάθε αντίθεση, κάθε διαφοροποίηση απ’ την επίσημη πολιτική του ιμπεριαλισμού, ακόμη κι όταν κάτι τέτοιο προέρχεται απ’ τον ίδιο τον δικομματισμό.
2)      Με την μάχη για την βαθύτερη κατανόηση των ραγδαίων εξελίξεων, πρωταρχικά απ’ εμάς του ίδιους, αλλά κι απ’ τις ευρύτερες μάζες. Κάτι που δεν έχει καμμιά σχέση με την συνήθη σεναριογραφία γύρω από προθέσεις, πιθανές επιλογές κι επιδιώξεις του ιμπεριαλισμού, ούτε μ’ απλές κι εύκολες καταγγελίες.
3)      Με την οργάνωση της πάλης ενάντια στον ιδεολογικο-πολιτικό εκμαυλισμό της «κοινής γνώμης», της μαζικής συνείδησης. Ειδικά σε μια εποχή μαύρης αντίδρασης, πρέπει ν’ αποτελέσει προνομιακό πεδίο για το Κόμμα και την εργατική τάξη, η ίδια η έννοια της δημοκρατίας και της κατάκτησή της. Κάτι που υπερβαίνει κατά πολύ την απλή υπεράσπιση των επαπειλούμενων δημοκρατικών και προσωπικών ελευθεριών.
4)      Με την μαχητική ανάδειξη κοινών ζωτικών αιτημάτων ικανών να συσπειρώσουν την μεγάλη πλειοψηφία της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζομένων. Κοινά αιτήματα όχι μόνο αποτροπής των πιο δυσμενών εξελίξεων, αλλά προπαντός άμεσης διεξόδου απ’ τα διογκούμενα αδιέξοδα.
5)      Με τον αναγκαίο διεθνή συντονισμό και κοινή δράση όχι γενικά με φερόμενα ως «αντιιμπεριαλιστικά κινήματα», ή με «κινήματα κατά της παγκοσμιοποίησης», αλλά ειδικά με πρωτοβουλίες, κινήσεις και φορείς του οργανωμένου μαζικού κινήματος της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζομένων, που αντιπαλεύουν έμπρακτα την συγκεκριμένη πολιτική του ιμπεριαλισμού.
Προσανατολισμός στην «αντιμετώπιση των άμεσων συνεπειών» δίχως όσα αναφέραμε, καταδικάζει αναπόφευκτα το Κόμμα, αλλά και το κίνημα, να σέρνεται πίσω απ’ τις εξελίξεις και να καταναλώνεται σε μάχες οπισθοφυλακών. Παρόλα αυτά η απόφαση της ΚΕ δεν περιλαμβάνει κανέναν συγκεκριμένο προβληματισμό σχετικά με τα παραπάνω. Το μόνο που κάνει είναι να επαναδιατυπώνει συμπληρωματικά τους γενικούς πολιτικούς στόχους του Κόμματος, χωρίς καμμιά εξειδίκευση, που ν’ ανταποκρίνεται στην νέα κατάσταση. Μ’ αυτή την επαναδιατύπωση θ’ ασχοληθούμε πιο κάτω, αλλά εδώ θα περιοριστούμε απλά να επισημάνουμε ότι ο τρόπος αυτός φανερώνει μια ανησυχία όχι για το πώς θα εξειδικευθούν και θα προσαρμοστούν οι γενικοί πολιτικοί στόχοι του Κόμματος στην νέα κατάσταση και τα προβλήματά της, αλλά ακριβώς τ’ αντίστροφο. Για το πώς, δηλαδή, θα προσαρμοστεί η νέα κατάσταση στους γενικούς πολιτικούς στόχους, που έχουν προκαθοριστεί.
Η μόνη συγκεκριμένη προσαρμογή της πολιτικής του Κόμματος στην νέα κατάσταση, που αναφέρει η απόφαση της ΚΕ, είναι η γνωστή «μάχη ενάντια στις συνέπειες». Γιατί αυτό; Μήπως γιατί εκτιμά ότι αρκεί η στράτευση όλου του Κόμματος στην «αντιμετώπιση των άμεσων συνεπειών»; Ή μήπως γιατί πηγάζει από μια συνολικότερη οπτική των ξαφνικών στροφών στην ταξική πάλη, όπως αυτής που υπήρξε με το χτύπημα της 11ης του Σεπτέμβρη, η οποία περιορίζεται να προσεγγίζει  τις εξελίξεις με όρους άνωθεν επιλογών κι άσχημων συνεπειών; Πολύ φοβόμαστε ότι αυτή η οπτική διακατέχει ολόκληρη την απόφαση της ΚΕ.
Δυστυχώς, είναι τόσο έντονη η προσέγγιση των εξελίξεων ως απόρροια κυρίως κυβερνητικών επιλογών και καθαρής πολιτικής θέλησης, που η απόφαση της ΚΕ φτάνει στο σημείο να θεωρεί ότι σ’ αυτή «τη φάση η κυβέρνηση δίνει έμφαση στις συγχωνεύσεις-εξαγορές, στο όλο και μεγαλύτερο άνοιγμα του ελληνικού κεφαλαίου στις διεθνείς επιχειρηματικές δραστηριότητες». Μ’ άλλα λόγια, δεν είναι το μονοπωλιακό κεφάλαιο που δίνει έμφαση στις συγχωνεύσεις-εξαγορές και την διεθνοποίησή του, με την κυβέρνηση να διευκολύνει, αλλά ακριβώς τ’ ανάποδο. Προφανώς, ο συντάκτης θεωρεί ότι οι συγχωνεύσεις-εξαγορές και η διεθνοποίηση, δεν είναι αναγκαίες κι αντικειμενικές εκδηλώσεις της συσσώρευσης του κεφαλαίου, ειδικά στην σημερινή περίοδο, αλλά προϊόν κύρια της κυβερνητικής πολιτικής.
Μια τέτοια, όμως, οπτική είναι καταδικασμένη ν’ αφαιρεί το αντικειμενικό υπόβαθρο των όποιων κυβερνητικών ή πολιτικών επιλογών, να τις αντιμετωπίζει λίγο ή πολύ ως απόρροια μιας σκοτεινής πολιτικής συνωμοσίας με στόχο γεωπολιτικά οφέλη. Μόνο που έτσι και παρ’ όλες τις κορώνες ενάντια στον καπιταλισμό, στην ουσία ξεπέφτει σε μια «αριστερή» απολογητική του ιμπεριαλισμού. Κι αυτό γιατί αντιλαμβάνεται την πολιτική του όχι ως αναγκαστική απόρροια βαθύτερων αναγκών του μονοπωλιακού κεφαλαίου, αλλά απλά ως ιδιοτελή επιλογή ορισμένων ηγετικών του κύκλων.
Η προσέγγιση αυτή όχι μόνο δεν επιτρέπει να κατανοηθούν τα βαθύτερα κίνητρα των γεωπολιτικών επιδιώξεων, αλλά εύκολα εκθέτει το κίνημα στον εφησυχασμό και σε λογικές «λιγότερου κακού». Βασισμένο σ’ αυτήν ακριβώς την προσέγγιση, το ΚΚΗΠΑ σήμερα αυτοσυγχαίρει τον εαυτό του, που στις τελευταίες προεδρικές εκλογές υποστήριξε τον Αλ Γκορ ενάντια στον Μπους, λες και η αντιδραστική στροφή μετά την 11η του Σεπτέμβρη οφείλεται κυρίως στις ιδιοτελείς επιλογές του τωρινού προέδρου και της κλίκας του.

Τι συμβαίνει με τον ελληνικό καπιταλισμό;

Μέσα στα πλαίσια των βίαιων ανακατατάξεων της τελευταίας περιόδου, ποιος είναι και πως φαίνεται να διαμορφώνεται ο ρόλος της Ελλάδας; Πως επιδρούν οι εξελίξεις αυτές στον χαρακτήρα και την κατάσταση του ελληνικού καπιταλισμού; Ενδιαφέρει την πολιτική του Κόμματος ν’ απαντηθούν αυτές οι ερωτήσεις ή είναι άνευ αντικειμένου; Η ΚΕ εκτιμά μάλλον ότι ισχύει το δεύτερο, μιας και στην απόφασή της δεν περιλαμβάνεται καμμιά έστω αρχική προσέγγιση στα ερωτήματα αυτά.
Το μόνο που υπάρχει είναι ορισμένες περίεργες και σκόρπιες αναφορές για την πολιτική της κυβέρνησης και τους προσανατολισμούς του ελληνικού κεφαλαίου. Και λέμε περίεργες διότι στην απόφαση της ΚΕ διαβάζουμε τα εξής καταπληκτικά: «Σ’ αυτή την φάση η κυβέρνηση δίνει έμφαση στις συγχωνεύεις-εξαγορές, στο όλο και μεγαλύτερο άνοιγμα του ελληνικού κεφαλαίου στις διεθνείς επιχειρηματικές δραστηριότητες, προκειμένου η άρχουσα τάξη, από καλύτερες θέσεις, να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες του μονοπωλιακού ανταγωνισμού». Δεν θ’ ασχοληθούμε άλλο με την πολιτική ερμηνεία της διαδικασίας συσσώρευσης του κεφαλαίου, μιας κι αναφερθήκαμε πιο πάνω. Αυτό που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση είναι αυτές καθαυτές οι εκτιμήσεις. Από πού προκύπτει ότι έχουμε ένα «όλο και μεγαλύτερο άνοιγμα του ελληνικού κεφαλαίου στις διεθνείς επιχειρηματικές δραστηριότητες»; Μήπως γιατί το λεει η κυβέρνηση και τα πρωτοσέλιδα του αστικού οικονομικού τύπου; Ποιες τέλος πάντων είναι αυτές οι «διεθνείς επιχειρηματικές δραστηριότητες»; Μήπως οι τραπεζικο-μεταπρατικές δραστηριότητες κυρίως στην γύρω ευρύτερη περιοχή; Και για ποιες «καλύτερες θέσεις» στον μονοπωλιακό ανταγωνισμό γίνεται λόγος; Απέναντι σε ποιον αγωνίζεται να κατακτήσει «καλύτερες θέσεις» το ελληνικό κεφάλαιο; Όσο και να ψάχνει κανείς στην απόφαση της ΚΕ για απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα, είναι άδικος ο κόπος. 
Ωστόσο, αν κάποιος δεν γνωρίζει τα πραγματικά στοιχεία και πάρει στα σοβαρά τις εκτιμήσεις αυτές, τότε μοιραία του δημιουργείται η εικόνα ενός ιμπεριαλιστικού ελληνικού καπιταλισμού, όπου το ελληνικό μονοπωλιακό κεφάλαιο ασκείται στον δικό του ιδιαίτερο επεκτατισμό και μάλιστα προσπαθώντας να ενισχύσει τις θέσεις του στον μονοπωλιακό ανταγωνισμό προφανώς απέναντι στις άλλες ιμπεριαλιστικές χώρες. Δεν υπάρχει τίποτε πιο ανακριβές απ’ αυτό.
Καταρχήν, η Ελλάδα ήταν και παραμένει χώρα εισαγωγής, υποδοχής ξένου κεφαλαίου, έστω κι αν έχει υποστηριχθεί παλιότερα, χωρίς καμμιά τεκμηρίωση, ότι έχει τάχα μεταβληθεί σε χώρα εξαγωγής κεφαλαίου. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, για κάθε 100 δολ. εισαγόμενων ξένων άμεσων επενδύσεων στην χώρα, εξάγονται απ’ αυτήν λιγότερο από 9 δολ. με την μορφή ξένων άμεσων επενδύσεων! Μια δυσαναλογία που συνεχώς μεγαλώνει απ’ την δεκαετία του ’80 έως σήμερα. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα όλο και περισσότερο γίνεται χώρα προσέλκυσης όχι ξένων άμεσων επενδύσεων, αλλά ξένων καθαρά κερδοσκοπικών επενδύσεων στην χρηματαγορά (ομόλογα, μετοχές, νόμισμα, κλπ.). Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ το 1992 σε κάθε 100 δολάρια ξένων ιδιωτικών κεφαλαίων που εισέρεαν ετήσια στην ελληνική οικονομία, τα 59 δολάρια αφορούσαν σε επιχειρηματικά κεφάλαια, τα 31 πήγαιναν για αγορά ακινήτων και μόλις τα 10 στην αγορά χρήματος και χαρτιών (μετοχές, ομόλογα, κλπ.). Το 1995, τα 33 δολάρια ήταν επιχειρηματικά κεφάλαια, τα 7 πήγαιναν στην αγορά ακινήτων και τα 60 στην αγορά χρήματος και χαρτιών. Σήμερα, αισίως μόλις τα 10 δολάρια αφορούν σε επιχειρηματικά κεφάλαια, 1 δολάριο πηγαίνει στην αγορά ακινήτων και τα υπόλοιπα 89 δολάρια πηγαίνουν στην αγορά χρήματος και χαρτιών!
Δεύτερο, ακόμη κι αυτή η περίφημη εισβολή του ελληνικού κεφαλαίου στα Βαλκάνια, έχει πάρει διαστάσεις φτηνού φωτορομάντζου κι όχι συγκεκριμένης οικονομικής ανάλυσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν τις περισσότερες σ’ αριθμό οικονομικές συμφωνίες στα Βαλκάνια, το συνολικό ύψος τους κινείται μόλις γύρω στα 2 δις δολ.! Το ποσό αυτό κατατάσσει το ελληνικό κεφάλαιο στον πάτο της κλίμακας των ξένων οικονομικών συμφερόντων στην περιοχή. Μάλιστα το ποσό αυτό είναι μόλις το μισό της συνολικής αξίας των παγίων επενδύσεων των ελληνικών τεχνικών εταιρειών στη μέση ανατολή στις αρχές της δεκαετίας του ’80!
Τρίτο, δεν υπάρχει ούτε μία μεγάλη ελληνική επένδυση στα Βαλκάνια ή αλλού, που να μην εντάσσεται οργανικά σε κάποια «ομπρέλα» συμφερόντων συγκεκριμένων πολυεθνικών ομίλων. Ο ρόλος του ελληνικού κεφαλαίου ήταν και παραμένει εκείνος του προσκόπου για τα μεγάλα πολυεθνικά συμφέροντα. Σε συνδυασμό και με την άμεση ενίσχυση μεγάλων πολυεθνικών, κυρίως των ΗΠΑ, ανοίγει δρόμο σ’ αγορές υψηλού ρίσκου, ή λειτουργεί ως βολική «βιτρίνα» για ξένα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα. Σ’ αυτή την δεύτερη περίπτωση εντάσσεται κι ο εφοπλιστής-φαντομάς Παναγόπουλος, του οποίου η εντυπωσιακή είσοδος στην ακτοπλοΐα της βόρειας θάλασσας, της Αδριατικής και του εσωτερικού, οφείλεται κυρίως στην πρακτόρευση εκ μέρους του ξένων ισχυρών κεφαλαίων.                   
Τέταρτο, ειδικά την τελευταία δεκαετία είχαμε ένα τρομακτικό βάθεμα της ολόπλευρης εξάρτησης απ’ το ξένο κεφαλαίο. Για παράδειγμα, σύμφωνα πάντα με τα επίσημα στοιχεία, ο ετήσιος σχηματισμός ξένων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου στην Ελλάδα κινείται γύρω στο 16% του ΑΕΠ της χώρας, ενώ ο συνολικός ετήσιος σχηματισμός επενδύσεων παγίου κεφαλαίου μόλις που ξεπερνά το 25% του ΑΕΠ. Με άλλα λόγια, γύρω στο 64% των συνολικών επενδύσεων παγίου κεφαλαίου στην Ελληνική οικονομία εξαρτώνται άμεσα απ’ την εισροή ξένου παγίου κεφαλαίου! Ανεξάρτητα, μάλιστα, απ’ το αν αυτές οι επενδύσεις είναι ιδιωτικές, ή κρατικές. Τα ποσοστά αυτά όχι μόνο συνιστούν ιστορικά ρεκόρ εξάρτησης από το ξένο κεφάλαιο, ειδικά στην μεταπολεμική ιστορία του ελληνικού καπιταλισμού, αλλά προσιδιάζουν περισσότερο με επίπεδο αποικίας.
Όμως αυτή είναι η «ομορφιά» για το πολυεθνικό κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό σήμερα. Είναι για πρώτη φορά σε θέση να δημιουργεί τέτοιες συνθήκες καθολικής ιμπεριαλιστικής εξάρτησης επιπέδου αποικίας, ή ημιαποικίας, ακόμη και για χώρες μέσου επιπέδου ανάπτυξης, όπως είναι η Ελλάδα. Χωρίς, ταυτόχρονα, να ‘χει ανάγκη να επιβάλλει την απεμπόληση της τυπικής εθνικής ανεξαρτησίας μιας εξαρτημένης χώρας, όπως συνέβαινε παλιά με τις αποικίες και ημιαποικίες.
Επομένως, η ιμπεριαλιστική εξάρτηση του ελληνικού καπιταλισμού όχι μόνο παραμένει ένα θεμελιακό οργανικό του γνώρισμα, αλλά έχει βαθύνει κι έχει καθολικοποιηθεί σ’ απίστευτο βαθμό ακόμη και σε σχέση με προηγούμενες περιόδους. Έτσι, η ιμπεριαλιστική εξάρτηση δεν αποτελεί πλέον απλά και μόνο μια εσωτερική διαλεχτική δύναμη ανάπτυξης, αλλά και καθυστέρησης του ελληνικού καπιταλισμού, όπως υπήρξε απ’ την εποχή της ιστορικής του γένεσης. Σήμερα έχει μετατραπεί και σε μια ανελέητη δύναμη καταστροφής, παραγωγικής υποβάθμισης και γενικής αποσάθρωσης του ελληνικού καπιταλισμού.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι επιδόσεις ανάπτυξης της τελευταίας ιδίως δεκαετίας του ελληνικού καπιταλισμού, είναι απ’ τις σαθρότερες της ιστορίας του. Κι αυτό ανεξάρτητα απ’ τους φαινομενικά υψηλούς ρυθμούς του ΑΕΠ. Έτσι σε συνθήκες χρόνιων φαινομένων υπερπαραγωγής, μαζικής ανεργίας και σχετικά χαμηλού βαθμού αξιοποίησης του παραγωγικού δυναμικού, η ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού βασίστηκε:
Πρώτο, στην έξωθεν επιδότηση απ’ τα «διαρθρωτικά ταμεία» της ΕΕ, η οποία ανέρχεται στο 6-7% του ΑΕΠ της χώρας. Πρόκειται για την πιο πρωτόγονη μορφή ιμπεριαλιστικής εξάρτησης που ΄χει γνωρίσει η χώρα μετά τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο του 1897 και το δόγμα Τρούμαν.
Δεύτερο, στην διαρκή εξωτερική υπερχρέωση, η οποία συνεχίζει ν’ αυξάνει με αλματώδεις ρυθμούς κάθε χρόνο, έστω κι αν η κυβέρνηση έχει καταφέρει κυρίως με λογιστικές αλχημείες να εμφανίσει μια μικρή σχετική μείωση του εξωτερικού χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ. Παρόλα αυτά το εξωτερικό χρέος κινείται γύρω στο 109% του ΑΕΠ της χώρας.
Τρίτο, στις τρομακτικά υψηλές άμεσα καταναλωτικές δαπάνες του κράτους στην Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η χώρα μπορεί να βρίσκεται στον πάτο της ΕΕ όσον αφορά τις συνολικές της κοινωνικές δαπάνες, αλλά όσον αφορά κρατικές λειτουργικές δαπάνες και κρατικές προμήθειες, βρίσκεται στην κορυφή. Σ’ αυτό βέβαια παίζουν σοβαρό ρόλο και τα διάφορα «μεγάλα έργα», οι κρατικές εργολαβίες κάθε είδους, που αποτελούν μια άμεση επιδότηση της κερδοφορίας του ιδιωτικού κεφαλαίου, ντόπιου και ξένου.
Τέταρτο, στην έξαρση της εσωτερικής υπερχρέωσης, ειδικά της τρομακτικής καταναλωτικής υπερχρέωσης του μέσου νοικοκυριού στην Ελλάδα. Πράγμα εντελώς πρωτοφανές για την ελληνική κοινωνία. Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, για κάθε χιλιάρικο διαθέσιμου εισοδήματος, το μέσο νοικοκυριό στην χώρα χρειαζόταν να δανείζεται για καταναλωτικούς λόγους, για να ικανοποιεί τις καταναλωτικές του ανάγκες, μόλις 10 δρχ. το 1991. Ενώ σήμερα έχει καταντήσει να δανείζεται πάνω από 600 δρχ., μέσα από πιστωτικές κάρτες, καταναλωτικά δάνεια, κοκ.! Μ’ αυτόν τον τρόπο, κατορθώθηκε μια σχετική αύξηση της γενικής ζήτησης σε συνθήκες άγριας μονόπλευρης λιτότητας. Με τραγικά, όμως, αδιέξοδα για το τωρινό, αλλά και για το μελλοντικό διαθέσιμο εισόδημα του μέσου νοικοκυριού στην Ελλάδα.
Πέμπτο, στην ανάπτυξη κατεξοχήν παρασιτικών τομέων της οικονομίας, όπως είναι ο τομέας των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και το εμπόριο. Έτσι η οικονομία του ελληνικού καπιταλισμού όχι μόνο δεν απαλλάχθηκε, αλλά βάθυνε περισσότερο ο μεταπρατικός και «συμπληρωματικός» της χαρακτήρας σε σχέση με την παγκόσμια οικονομία. Πράγμα που έχει οδηγήσει σ’ εκρηκτικά επίπεδα την παραγωγική και τεχνολογική της εξάρτηση απ’ το πολυεθνικό κεφάλαιο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η εισαγωγική διείσδυση σε βιομηχανικά προϊόντα και προϊόντα τεχνολογικής αιχμής από 35% που ήταν στα μέσα της δεκαετίας του ’80, σήμερα έχει εκτιναχθεί στο 56%! Τέτοια επίπεδα εισαγωγικής διείσδυσης έχει να γνωρίσει η ελληνική οικονομία απ’ τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.
Κατά συνέπεια, παρά τους σχετικά υψηλούς ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ, δεν είναι καθόλου παράξενο γιατί η οικονομία της χώρας υποχώρησε στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, υποβαθμίστηκε παραγωγικά ακόμη περισσότερο. Την εποχή όπου η βιομηχανία κατακτά πλέον έναν απόλυτα καθοριστικό ρόλο στο παγκόσμιο εμπόριο –  απ’ το 35% των αρχών του αιώνα, στο 50% της δεκαετίας του ’70 και στο 75% σήμερα – δεν είναι καθόλου παράξενο το γεγονός ότι το ειδικό βάρος της Ελλάδας υποχωρεί απ’ το 0,4% του παγκόσμιου εμπορίου στην δεκαετία του ’80, στο 0,3% σήμερα. Και μάλιστα ακριβώς την περίοδο που επιβάλλεται άνωθεν κι ο «εξαγωγικός προσανατολισμός» της ελληνικής οικονομίας.
Τι σημαίνουν όλα αυτά για την συνολική κατάσταση και τις προοπτικές του ελληνικού καπιταλισμού; Όλα αυτά σημαίνουν ότι ο ελληνικός καπιταλισμός όχι μόνο δεν κατόρθωσε να μπει στο «κλαμπ των ισχυρών», αλλά η απόστασή που τον χωρίζει απ’ τον «σκληρό πυρήνα» του ιμπεριαλισμού, μεγάλωσε ακόμη πιο πολύ, με ακόμη πιο δυσοίωνες προοπτικές. Η έξωθεν επιδοτούμενη κι άκρως κερδοσκοπική οικονομία-φούσκα, πάνω στην οποία βασίστηκε η μεγέθυνσή του ελληνικού καπιταλισμού τα τελευταία χρόνια, δεν έχει καμμιά απολύτως προοπτική. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που όλες οι πολιτικές της κυβέρνησης, όλα τα «μεγάλα έργα», όλες οι μεγάλες επενδύσεις, όλοι οι μεγαλεπήβολοι επιχειρηματικοί σχεδιασμοί, σταματούν στην Ολυμπιάδα του 2004. Αυτή είναι κι η τελευταία μεγάλη ευκαιρία κερδοσκοπικής λεηλασίας της χώρας. Απ’ εκεί και πέρα, το χάος.
Αυτός είναι κι ο βαθύτερος λόγος της σημερινής διεθνοποίησης του ελληνικού κεφαλαίου. Το ντόπιο μονοπωλιακό κεφάλαιο αφού πρώτα προσεταιριστεί ξένα μονοπωλιακά συμφέροντα, δεν εξορμά μ’ ιμπεριαλιστικό ορμητήριο την χώρα, αλλά βιάζεται να συμμετάσχει στην κερδοσκοπική λεηλασία τόσο της χώρας του, όσο και της γύρω περιοχής, όπου έτσι κι αλλιώς πρωταγωνιστής είναι το πολυεθνικό κεφάλαιο. Η διεθνοποίησή του ντόπιου μονοπωλιακού κεφαλαίου επιχειρείται όχι «αυτόβουλα», ούτε κύρια πάνω στην δική του «αυτοτελή» βάση συμφερόντων, αλλά κάτω απ’ την ασφυκτική πίεση της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και την ραγδαία «απορρόφηση» των δικών του μεριδίων αγοράς στο εσωτερικό της χώρας απ’ το πολυεθνικό κεφάλαιο. Το ντόπιο μονοπωλιακό κεφάλαιο αναζητά μέσα απ’ την συνάρθρωση του με το πολυεθνικό κεφάλαιο, όχι να διεκδικήσει την δική του προνομιακή ένταξη στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, ούτε «καλύτερη θέση» στον μονοπωλιακό ανταγωνισμό, αλλά την μακροπρόθεσμη κερδοσκοπική του επιβίωση σε συνθήκες όπου ο ελληνικός καπιταλισμός στο σύνολο του αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα προοπτικής.    
Σ’ αυτήν ακριβώς την ασφυκτική ιμπεριαλιστική εξάρτηση οφείλεται κι η πλήρης ταύτιση της κυβέρνησης και γενικά του δικομματισμού, με τους «ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς». Κι είναι σ’ αυτήν ακριβώς που στηρίζεται κι η καταστροφική εμπλοκή της χώρας στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς. Επομένως, η ακόμη πιο ενεργητική ένταξη της κυβέρνησης σε ιμπεριαλιστικούς τυχοδιωκτισμούς, συμβαίνει όχι γιατί η άρχουσα τάξη της χώρας είναι ένα είδος «συνεταίρου» του ιμπεριαλισμού, αλλά γιατί διακρίνεται για την οργανική της εξάρτηση, την εθελοδουλία κι υποτέλειά της. Μια εθελοδουλία κι υποτέλεια που αποκτά πλέον ακόμη και ιστορικά παρωχημένες μορφές, όπως φαίνεται κι απ’ την συστηματική κατεδάφιση της εθνικής κυριαρχίας, τόσο μέσα στα πλαίσια της ΕΕ, όσο κι απέναντι στους υπόλοιπους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς.
Κατά συνέπεια, τι σημαίνει για την χώρα η αντιδραστική στροφή στις παγκόσμιες εξελίξεις μετά την 11η του Σεπτέμβρη; Το ερώτημα απασχόλησε την απόφαση της ΚΕ μόνο επιφανειακά, δηλαδή μόνο όσον αφορά τις επιλογές της άρχουσας τάξης. Πέραν τούτου ουδέν. Είναι κι αυτό ένα ακόμη σύμπτωμα της επιδερμικής «πολιτικής ερμηνείας» των εξελίξεων, που έχουμε αναφέρει πιο πάνω.
Ωστόσο, οι ραγδαίες εξελίξεις θέτουν την χώρα μπροστά σ’ ορισμένα πολύ άμεσα και καταπιεστικά προβλήματα:
Αφενός, στενεύουν πλέον απελπιστικά τα περιθώρια ακόμη κι αυτής της παραγωγικά σαθρής οικονομικής μεγέθυνσης, που είχε επιτευχθεί έως σήμερα. Μάλιστα, η διαφαινόμενη προοπτική σοβαρών μακροπρόθεσμων διαρθρωτικών αναταραχών της παγκόσμιας οικονομίας, θ’ ασκήσει στο αμέσως επόμενο διάστημα ακόμη πιο καταθλιπτικές πιέσεις στον κοινωνικο-οικονομικό ιστό της χώρας, σε τέτοιο βαθμό που ίσως να μην αρκεί πια κανένα ΚΠΣ, κανένας δανεισμός, καμμιά αφαίμαξη του εργαζόμενου λαού, για να αντιμετωπιστεί η δραματική κλιμάκωση της κρίσης.
Όπως και να ‘χει, η ικανότητα της ελληνικής οικονομίας ν’ αντεπεξέρχεται – ακόμη και με κλασσικούς καπιταλιστικούς όρους – οικονομικές κρίσεις, ακόμη και υφέσεις, έχει πλέον υπονομευθεί ανεπανόρθωτα. Οι σαθρές βάσεις πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η οικονομική μεγέθυνση της προηγούμενης περιόδου εξασφαλίζουν ότι χωρίς σοβαρή «εξωτερική βοήθεια», ο ελληνικός καπιταλισμός δεν είναι σε θέση όχι μόνο ν’ αντέξει τους κλυδωνισμούς της κρίσης, αλλά και ν’ ανακάμψει, έστω μερικά. Με άλλα λόγια, οι «οικονομικές επιτυχίες» της κυβέρνησης έχουν αφήσει δίχως οικονομικές εφεδρείες τον ελληνικό καπιταλισμό, ο οποίος στο μόνο που μπορεί να προσδοκά είναι οι γνωστοί ζουρλομανδύες του ΔΝΤ, τα γνωστά «προγράμματα διαρθρωτικής προσαρμογής», για την αντιμετώπιση της κρίσης. Το τι σημαίνουν αυτά δεν έχει κανείς παρά να κοιτάξει το δράμα της γειτονικής Βουλγαρίας, όπου πριν λίγα χρόνια εφαρμόστηκε επίσημα ένα τέτοιο «πρόγραμμα», αλλά και την άθλια κατάσταση της γειτονικής Τουρκίας, του περίφημου «οικονομικού θαύματος», κατά το ΔΝΤ και την ΕΕ, της δεκαετίας του ’90.
Κι αφετέρου, μπαίνουμε σε μια περίοδο όπου, εκ των πραγμάτων, θα ενταθούν στο έπακρο οι οικονομικές και πολιτικές σχέσεις ανάμεσα στην χώρα, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Ειδικά καθώς θα προωθείται η «ενιαία ευρωατλαντική ζώνη» οικονομίας κι άμυνας, της οποίας η δημιουργία της ευρωζώνης και της ΟΝΕ είναι μόνο το πρώτο βήμα. Πολύ περισσότερο απ’ την στιγμή που η πορεία δημιουργίας αυτής της «ευρωατλαντικής ζώνης» δεν θα είναι ούτε ειρηνική, ούτε ομαλή.
Τα δεδομένα αυτά αναγκαστικά θέτουν επί τάπητος το πρόβλημα της εθνικής ανεξαρτησίας, τόσο με την οικονομική, όσο και με την πολιτική του διάσταση. Αν το πρόβλημα αυτό δεν μετατραπεί σε προνομιακό πεδίο για την εργατική τάξη και το Κόμμα της, τότε θα βρεθούμε μπροστά στην ισχυρή πιθανότητα να αξιοποιηθεί για να ενισχυθούν εθνικιστικές και σοβινιστικές τάσεις στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Κάτι άλλωστε που παρατηρούμε ήδη από τώρα.
Παρόλα αυτά η απόφαση της ΚΕ δεν έχει να πει τίποτε για τις άμεσες αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας, ενώ έχει εξαφανιστεί παντελώς κάθε αναφορά στην ιμπεριαλιστική εξάρτηση, ακριβώς την εποχή που αυτή αποκτά ακόμη και πρωτόγονες μορφές. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην πρόσφατη έκδοση του «τμήματος οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ» (Ιούνης, 2001) σχετικά με την «κριτική παρουσίαση των στόχων, επιλογών και της κατανομής των πόρων» του Γ΄ ΚΠΣ, διαβάζουμε περιγραφές γενικώς κι αορίστως ως «συγκέντρωση υπεραξίας των εργαζομένων» κι ως «κεφάλαιο που χρησιμοποιείται με βάση κεντρικό σχεδιασμό (sic!)… για την αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου». Λες και υπάρχει κρατικό ή μη κονδύλι, δαπάνη, κεφαλαιακή εισροή, που δεν είναι «συγκέντρωση υπεραξίας» και δεν αξιοποιείται για την «αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου», που αν πάρουμε στα σοβαρά τον Μαρξ σ’ αυτή την τελευταία κατηγορία εντάσσονται ακόμη και οι μισθοί των εργατών, ως μεταβλητό κοινωνικό κεφάλαιο. Πέρα, όμως, απ’ αυτές τις κοινοτυπίες, που δυστυχώς εμφανίζονται ως εξειδικευμένες εκτιμήσεις, ούτε λέξη δεν υπάρχει για την κατεξοχήν λειτουργία του ΚΠΣ, που δεν είναι βέβαια η «βαθύτερη ενσωμάτωση στην ευρωενωσιακή διαδικασία», αλλά το βάθεμα της ολόπλευρης εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας και η ένταση της κερδοσκοπικής λεηλασίας της χώρας, κυρίως απ’ το ξένο κεφάλαιο και τους ντόπιους συνεργάτες του.
Το μόνο που υπάρχει είναι αμφίβολης αξίας συγκρίσεις με το σχέδιο Μάρσαλ, που ακόμη κι αυτό δεν αποδίδεται όπως ήταν πραγματικά, δηλαδή ως οργανωμένη επιχείρηση οικονομικής εξάρτησης ολόκληρης της, κατεστραμμένης απ’ τον πόλεμο, Ευρώπης απ’ το αμερικάνικο μονοπωλιακό κεφάλαιο, αλλά πάλι με κοινότυπες γενικότητες ως «φαινόμενο εισροής κεφαλαίων για την εξυπηρέτηση συνολικότερων στόχων του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος»! Με άλλα λόγια, τρέχα γύρευε. Όσο για τις δραματικές αναπτυξιακές και παραγωγικές επιπτώσεις του Γ΄ ΚΠΣ, την άμεση υπονόμευση ακόμη κι αυτών των ελάχιστων αναπτυξιακών δυνατοτήτων του ελληνικού καπιταλισμού, ούτε λέξη. Ίσως γιατί οι συντάκτες του συγκεκριμένου κειμένου βιάστηκαν να πιστέψουν τον κ. Παπαντωνίου και την κυβέρνηση, που διατυμπανίζουν σ’ όλους τους τόνους ότι τα ΚΠΣ αποτελούν «σπουδαία αναπτυξιακή ευκαιρία» για την χώρα.         
Γιατί, όμως, όλα αυτά; Μήπως γιατί η ΚΕ πιστεύει ότι τα κρίσιμα προβλήματα της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης είναι ανάξια λόγου; Ή μήπως γιατί πιστεύει ότι είναι ανύπαρκτα, ή εντελώς δευτερεύοντα;
Αν ισχύει το πρώτο, τότε η ΚΕ πάσχει από σοβαρό πρόβλημα πολιτικής μυωπίας. Αν ισχύει το δεύτερο, τότε γιατί δεν βγαίνει ανοικτά και ξεκάθαρα να θέσει την άποψή της και ν’ αναπτύξει την τεκμηρίωση μιας τέτοιας εντυπωσιακής εκτίμησης. Ιδίως όταν από καθαρά επιστημονική, μαρξιστική-λενινιστική άποψη, η εκτίμηση αυτή είναι πραγματικά «καινοτομική». Κι αυτό γιατί ιστορικά δεν έχει υπάρξει ξανά χώρα, που στην εποχή μάλιστα του ιμπεριαλισμού, έχει κατορθώσει ν’ αποβάλλει εντελώς, ή να περιορίσει δραστικά την ιμπεριαλιστική της εξάρτηση. Εκτός κι αν το Κόμμα είχε κάνει λάθος ευθύς εξαρχής, όταν μιλούσε για τον οργανικά εξαρτημένο χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού ως ένα απ’ τα καθοριστικά του γνωρίσματα. 
Αντίθετα, έχουμε διαπιστώσει να διεξάγεται ένα είδος «κλεφτοπόλεμου» ενάντια στην παλιότερη επιστημονικά τεκμηριωμένη – με πλήθος κομματικών μελετών –  εκτίμηση του Κόμματος, που αντιμετώπιζε τον ελληνικό καπιταλισμό ως «οργανικά εξαρτημένο ΚΜΚ, μέσου επιπέδου ανάπτυξης». Ο «κλεφτοπόλεμος» αυτός ξεκίνησε με την εφεύρεση, σωστότερα με τον δανεισμό απ’ την αστική πολιτική επιστήμη, ενός άγνωστου για τον Μαρξισμό-Λενινισμό όρου, του «διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος» – που μάλιστα ποτέ δεν ξεκαθαρίστηκε σε τι συνίσταται – κι όπου ο ελληνικός καπιταλισμός εμφανίζεται κάτι σαν «συνεταίρος» αν και σε «ενδιάμεση, υποδεέστερη θέση», ότι κι αν σημαίνει αυτό! Έτσι, εν ριπή οφθαλμού και με τον πιο πρόχειρο τρόπο, ανατράπηκε μια απ’ τις πιο σημαντικές, τις πιο θεμελιώδεις και πιο πλούσια τεκμηριωμένες θέσεις της ιδεολογίας και της πολιτικής του Κόμματος, απ’ την εποχή του μεσοπολέμου.
Φυσικά, έως σήμερα καμμιά μελέτη δεν έχει παραχθεί που να ξεκαθαρίζει και να τεκμηριώνει την νέα θέση. Απλά άρχισε το αναμάσημα της, εν είδη θέσφατου, για να δικαιολογηθούν κατόπιν απόψεις που φτάνουν στο σημείο ν’ αποδίδουν γνωρίσματα δυναμισμού, που ποτέ δεν είχε και δεν έχει πολύ περισσότερο σήμερα, ο ελληνικός καπιταλισμός. Έτσι, είδαμε, π.χ. στις θέσεις της ΚΕ για το 16ο συνέδριο, αλλά κι αλλού, να προβάλλεται ακόμη κι η απίθανη εκτίμηση ότι ο ελληνικός καπιταλισμός έχει υπερβεί την κρίση υπερπαραγωγής!
Πως, όμως, συμβαίνει κι ο ελληνικός καπιταλισμός «υπερβαίνει την κρίση υπερπαραγωγής», σε συνθήκες χρόνιας μαζικής ανεργίας – κλασσικό σύμπτωμα υπερπαραγωγής απ’ την εποχή του Κ. Μάρξ – χαμηλού βαθμού αξιοποίησης του παραγωγικού του δυναμικού (κινείται λίγο πάνω απ’ το 70%, ενώ τη δεκαετία του ’70 πλησίαζε το 90%) και στα πλαίσια μιας παγκόσμιας οικονομίας του καπιταλισμού, που μαστίζεται από χρόνια παραγωγικά πλεονάσματα; Πραγματικά αποτελεί επιστημονικό «μυστήριο», τουλάχιστον για όποιον πάρει μια τέτοια εκτίμηση στα σοβαρά.
Αλήθεια, η ΚΕ επιμένει σ’ αυτήν την εκτίμηση ακόμη; Μάλλον ναι, μιας και στην απόφασή της δεν διαπιστώνει κανένα σοβαρό πρόβλημα με τις αναπτυξιακές δυνατότητες και προοπτικές του ελληνικού καπιταλισμού. Εκτός κι αν μπορεί να θεωρηθεί σοβαρή εκτίμηση η περαστική αναφορά: «Βέβαιο είναι ότι θα οξυνθούν οι αντιθέσεις στην Ελλάδα…». Η αναφορά, μάλιστα, αυτή εντάσσεται στα πλαίσια ορισμένων «προβλέψεων» της ΚΕ, που αφορούν επιπλέον το δυνάμωμα της κρατικής βίας και καταστολής, καθώς και την ισχυρή πιθανότητα πολεμικής εμπλοκής της χώρας. Βέβαια αυτές οι «προβλέψεις» έχουν τόση αξία στην σημερινή περίοδο, όση αξία έχει η «πρόβλεψη» από κάποιον που παρατηρεί τη δύση του ηλίου, ότι σε λίγο νυχτώνει. 
Στην πραγματικότητα αυτό που διαφαίνεται στην απόφαση της ΚΕ είναι ότι έχει βαθύτατα επηρεαστεί απ’ τους ισχυρισμούς του Σημίτη και της κυβέρνησής του, ότι η χώρα ζει ένα «οικονομικό θαύμα», ότι η Ελλάδα πλέον ανήκει στο «κλαμπ των ισχυρών» κι άλλα τέτοια φαιδρά. Κι απ’ ότι φαίνεται κάποιοι μέσα στο κόμμα βιάζονται να μεταφράσουν με «αντικαπιταλιστικούς» κι επιφανειακά «μαρξιστικούς» όρους, τους διατροφικούς ισχυρισμούς της κυβερνητικής προπαγάνδας.
Γι αυτό άλλωστε και η απόφαση της ΚΕ μένει μόνο στο να θέτει ως άμεσο στόχο του αναγκαίου αντιπολεμικού κινήματος, την απόκρουση κάθε πιθανότητας εμπλοκής της χώρας σε πολεμικές επιχειρήσεις, χωρίς την παραμικρή νύξη ή σύνδεση αυτής της ανάγκης με το φλέγον πρόβλημα της εθνικής ανεξαρτησίας. Κι αυτό σε μια εποχή που προσφέρεται ιδιαίτερα για να κατανοηθεί από ευρύτερα στρώμματα του λαού, η ανάγκη άμεσου απεγκλωβισμού, απεμπλοκής κι αποδέσμευσης της χώρας απ’ τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, όπως είναι το ΝΑΤΟ και η ΕΕ.
Είναι ηλίου φαεινότερο ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για να αρκούμαστε σε κατά συνθήκη δηλώσεις αυτοϊκανοποίησης για «ικανοποιητική ετοιμότητα παρέμβασης στις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις», δίχως μια σοβαρή κι εμπεριστατωμένη ανάλυση δεδομένων, ενεργειών κι αποτελεσμάτων. Κι αυτό είναι που, δυστυχώς, λείπει παντελώς απ’ τον «απολογισμό» της ΚΕ.
Αυτό που φαίνεται να ενδιαφέρει την απόφαση της ΚΕ δεν είναι ένας γενναίος, νηφάλιος και διεξοδικός απολογισμός δράσης, αλλά η αυτοεπιβεβαίωση της δοθείσας γραμμής. Τίποτε περισσότερο απ’ αυτό. Το αν, όμως, μια πολιτική γραμμή έχει επιβεβαιωθεί στην πράξη ή όχι, απαιτεί μια πολύ συγκεκριμένη ανάλυση. Κι αυτή δεν υπάρχει στην απόφαση της ΚΕ. Γιατί; Μήπως γιατί πρέπει το μέλος του Κόμματος ν’ αρκεστεί στην διαβεβαίωση της ΚΕ ότι ήταν η ορθή; Από πότε, όμως, το Κόμμα βασίζεται σε λογικές «πίστευε και μη ερεύνα»;
Όπως και να ‘χει, η ίδια η απόφαση της ΚΕ αναφέρει τα κριτήρια για να κριθεί η απόδοσή της το προηγούμενο διάστημα, καθώς και η ορθότητα της πολιτικής που ακολουθήθηκε. Ποια είναι αυτά; Τα θέτει η ίδια η απόφαση: «Η αύξηση της κυκλοφορίας του ‘Ριζοσπάστη’, η αύξηση στρατολογιών και η συγκρότηση νέων Κομματικών Οργανώσεων Βάσης, η αύξηση των θέσεών μας στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, το στέριωμα και η διεύρυνση των συσπειρώσεων που υπάρχουν, όσο εξαρτάται από εμάς, σε τελευταία ανάλυση η πιο έντονη δράση για την συγκρότηση του Μετώπου». Το παράξενο, όμως, είναι ότι τα θέτει, όχι για να κριθεί η ήδη υπάρχουσα απόδοση της ΚΕ και του Κόμματος, αλλά για να κριθεί η πολιτική πορεία της επόμενης περιόδου.
Από πού, λοιπόν, προκύπτουν οι δηλώσεις ικανοποίησης στην απόφαση της ΚΕ; Μήπως από στοιχεία που δείχνουν ανεβασμένη την κυκλοφορία του «Ριζοσπάστη», αυξημένες τις οργανωμένες δυνάμεις του Κόμματος, αυξημένες τις θέσεις μας στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, αλλά και πιο έντονη την δράση για συγκρότηση του Μετώπου; Υπάρχουν τέτοια στοιχεία; Κι αν ναι, γιατί κρατιούνται μυστικά και δεν αναφέρονται συγκεκριμένα στην απόφαση της ΚΕ;
Μπορεί να υπάρξει υπευθυνότητα και σοβαρότητα στο Κόμμα όταν το κορυφαίο καθοδηγητικό του όργανο διατυπώνει εκτιμήσεις, δίχως καμμιά σοβαρή τεκμηρίωση. Κι ειδικά όταν αναφέρεται σε «διαπιστωμένη άνοδο του κύρους και της επιρροής» του Κόμματος. Από πού προκύπτει αυτό; Εκτός κι αν είναι η «άνοδος του κύρους και της επιρροής» του Κόμματος είναι κάτι νομοτελειακό, ανεξάρτητα απ’ την γενικά χαμηλή ποιότητα της κομματικής δουλειάς και την καθοδική πορεία των βασικών της δεικτών.
Στην πραγματικότητα αυτό που μετρά για το Κόμμα και την εργατική τάξη, δεν είναι τόσο η «ικανοποιητική ετοιμότητα παρέμβασης στις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις», όσο κυρίως η ανεβασμένη της ποιότητά, το υψηλό της επίπεδό, η ταξική της συνέπεια και τα πολιτικά της αποτελέσματα. Όποιος εξετάσει απ’ αυτή την σκοπιά την συνολική δράση της ΚΕ και του Κόμματος το προηγούμενο διάστημα, θα διαπιστώσει πολλές και σοβαρές ανεπάρκειες.
Κι ενώ δεν υπάρχει καμμιά εμπεριστατωμένη και τεκμηριωμένη προσπάθεια απολογισμού της ΚΕ, η απόφαση καταφεύγει κι σ’ ένα ακόμη ατόπημα: Μιλά αποκλειστικά για προβλήματα στην «εκλαίκευση των θέσεών μας», υστερήσεις στην «αξιοποίηση του ‘Ριζοσπάστη’, αλλά και της ΚΟΜΕΠ, άλλων εκδόσεων», κλπ., αδυναμίες «στην πιο ζωντανή και δημιουργική καθοδήγηση των οργανώσεων και των αντίστοιχων τομέων δουλειάς», καθώς και ελλείψεις στο «βασικό καθήκον να βοηθηθούν οι Κομματικές Οργανώσεις Βάσης να αποκτήσουν μεγαλύτερη ικανότητα στην εκλαίκευση της πολιτικής μας πρότασης για το Μέτωπο, για την προοπτική της λαϊκής οικονομίας». Κι όλα αυτά στο «πνεύμα των αποφάσεων του 16ου Συνεδρίου, της εισήγησης της ΚΕ, η οποία φώτισε πιο ολοκληρωμένα ζητήματα της καθοδηγητικής δουλειάς, της εσωκομματικής ζωής, σχετικά με τους δεσμούς του Κόμματος με την εργατική τάξη, τη νεολαία». Με άλλα λόγια έχουμε ως Κόμμα μια άψογη παραγωγή πολιτικής και ιδεολογίας, που «φωτίζει» και μάλιστα «ολοκληρωμένα» όλα τα προβλήματα, αλλά πάσχουμε στην υλοποίηση και την αξιοποίησή της.
Μια τέτοια προβληματική θα μπορούσε να την πάρει κανείς στα σοβαρά, μόνο αν απαντούσε στο «γιατί» υπάρχουν αυτά τα προβλήματα υλοποίησης κι αξιοποίησης. Υποκειμενικές ελλείψεις ατόμων ή αντικειμενική αδυναμία της συνολικής πολιτικής και ιδεολογικής μας δουλειάς να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει τις κομματικές  δυνάμεις; Το γεγονός ότι η απόφαση δεν απαντά στο ποιο απ’ τα δυο ισχύει, δείχνει ότι αυτό που την ενδιαφέρει είναι να υποβάλει στο Κόμμα την άποψη ότι για τα όποια προβλήματα υπάρχουν δεν πρέπει να χρεωθεί την ευθύνη το περιεχόμενο της τρέχουσας ιδεολογίας και πολιτικής, το επίπεδο και η ποιότητα του κεντρικού πολιτικού λόγου του Κόμματος, αλλά οι υποκειμενικές αδυναμίες των επιμέρους σ/φων στην υλοποίηση των καθηκόντων και στην αξιοποίηση του υλικού. Κι αυτό, αν μη τι άλλο, είναι ολέθριο ολίσθημα για την ηγεσία ενός αληθινού Κομμουνιστικού Κόμματος, διότι υιοθετεί την παραδοσιακή συνταγή όλων των απανταχού αστών και μικροαστών πολιτικών, όταν εναγωνίως επιχειρούν να δικαιολογήσουν μια αποτυχημένη πολιτική: Δεν φταιει, βρε παιδιά, η πολιτική, αλλά η προβληματική της εφαρμογή!        

Περί απαιτητικών και σύγχρονων αιτημάτων

Στην απόφασή της, η ΚΕ αυτοσυγχαίρεται για το ότι κατάφερε σ’ «αρκετά ικανοποιητικό βαθμό» να επεξεργαστεί θέσεις κι αιτήματα «που δεν περιορίζονται στη διατήρηση των λεγόμενων κεκτημένων, αλλά προβάλουν απαιτητικά και τις σύγχρονες ανάγκες σε συνδυασμό με την κερδοφορία του μεγάλου κεφαλαίου… [δίνουν] προοπτική, καθώς καλλιεργούν το έδαφος για ανάπτυξη της πολιτικής συνείδησης υπέρ αλλαγών στο επίπεδο της εξουσίας». Μάλιστα, το παράδειγμα που κυρίως αναφέρεται ως επιβεβαίωση αυτής της εκτίμησης είναι το ζήτημα της κοινωνικής ασφάλισης.
Το δυστύχημα είναι ότι το ζήτημα της κοινωνικής ασφάλισης προσφέρεται για τ’ ακριβώς αντίθετα συμπεράσματα, σχετικά με τον τρόπο που επεξεργάζεται η ΚΕ θέσεις κι αιτήματα, αλλά και για το πώς τα παλεύει στην εργατική τάξη. Ας το δούμε, όμως, πιο συγκεκριμένα.
Η απόφαση της ΚΕ αναφέρει ότι είναι ικανοποιημένη γιατί επεξεργάζεται θέσεις  που συνδυάζουν: (α) την υπεράσπιση κεκτημένων με τις σύγχρονες ανάγκες και (β) τα άμεσα αιτήματα με την προοπτική. Για να δούμε, λοιπόν, πως τα κατάφερε στην περίπτωση της κοινωνικής ασφάλισης.
Η διεκδίκηση της κοινωνικής ασφάλισης δεν είναι ένα οποιοδήποτε αίτημα για την εργατική τάξη. Είναι εκείνο το κομβικό αίτημα που η πάλη για την υλοποίησή του έδωσε ιστορικά την δυνατότητα να κατανοήσουν για πρώτη φορά οι εργάτες ότι πρέπει ν’ αποτελούν συγκροτημένη τάξη κι ότι πρέπει να επεκτείνουν την πάλη τους όχι μόνο ενάντια στην εργοδοσία, αλλά κι ενάντια στην ίδια την αγορά. Μιας και είναι η αγορά που αναπαράγει συνεχώς την ανασφάλεια και την ανέχεια για τους ανθρώπους του μόχθου. Γι αυτό και οι πιο συνειδητοί εκπρόσωποι της εργατικής τάξης, απ’ τον Μαρξ έως τον Λένιν και τους μπολσεβίκους, έδιναν ιδιαίτερη σημασία στον τρόπο που πρέπει να διεκδικείται η κοινωνική ασφάλιση.
Ποιες πρέπει να ‘ναι οι βασικές αρχές στην διεκδίκηση της κοινωνικής ασφάλισης από την εργατική τάξη; Συνοπτικά τις έχει αποδώσει ο ίδιος ο Λένιν: «Η καλύτερη μορφή ασφάλισης των εργατών είναι οι κρατικές ασφαλίσεις, οργανωμένες στις παρακάτω βάσεις: (α) πρέπει να εξασφαλίζουν τους εργάτες σε όλες τις περιπτώσεις απώλειας της ικανότητάς τους για δουλειά (εργατικό ατύχημα, αρρώστια, γηρατειά, αναπηρία, στις εργάτριες, επιπλέον, εγκυμοσύνη και γέννα, σύνταξη στις χήρες και τα ορφανά ύστερα από τον θάνατο του προστάτη τους) ή στην περίπτωση απώλειας του μεροκάματου εξαιτίας της ανεργίας. (β) οι ασφαλίσεις πρέπει να περιλαμβάνουν όλους τους μισθωτούς εργάτες και τις οικογένειές τους. (γ) όλοι οι ασφαλισμένοι πρέπει να αποζημιώνονται με βάση την αρχή της αναπλήρωσης ολόκληρου του μεροκάματου, συνάμα όλα τα έξοδα των ασφαλίσεων πρέπει να βαρύνουν τους επιχειρηματίες και το κράτος. (δ) όλες οι κατηγορίες ασφαλίσεων πρέπει να βρίσκονται κάτω από τη δικαιοδοσία ενιαίων ασφαλιστικών οργανώσεων, που να συγκροτούνται κατά περιοχές και με βάση την αρχή της απόλυτης αυτοδιοίκησης των ασφαλισμένων» (Άπαντα, τ. 21ος, σελ. 153-154).
Όποιος έχει κάνει τον κόπο να φυλλομετρήσει την εμπειρία της ταξικής πάλης γύρω απ’ την κοινωνική ασφάλιση, γνωρίζει πολύ καλά ότι οι γενικές κατευθύνσεις που περιγράφει ο Λένιν, αποτελούσαν «κοινό τόπο» για το εργατικό κίνημα ήδη απ’ τις αρχές του 19ου αιώνα. Όταν, ο απλός εργάτης λυτρώθηκε απ’ την προσωπική του εξάρτηση στον συγκεκριμένο εργοδότη, βγήκε απ’ τα γκέτο και γλίτωσε απ’ τα άσυλα για τους φτωχούς, αντιμετώπισε την ανελέητη πραγματικότητα της «ελεύθερης αγοράς». Τότε βρέθηκε μπροστά στην ανάγκη ν’ αντιδράσει στα μεγάλα ρίσκα και τους συντριπτικούς κινδύνους, που αντιμετωπίζει όποιος κινείται στην αγορά κι ιδίως όποιος «φέρνει στην αγορά για να πουλήσει το ίδιο το δικό του τομάρι, ξέροντας ότι το μόνο που τον περιμένει είναι το – γδάρσιμο» (Κ. Μαρξ). Να βρει, δηλαδή, τρόπους να συνυπολογιστεί στην «τιμή της εργασίας» του, ο κίνδυνος να μείνει ανήμπορος από εργατικό ατύχημα, ο κίνδυνος να μείνει άνεργος για μεγάλο χρονικό διάστημα, ο κίνδυνος ν’ αρρωστήσει και να μείνει χωρίς δουλειά κι ο κίνδυνος της απόλυτης εξαθλίωσης όταν γέρος κι ανήμπορος δεν θα μπορεί πλέον να συντηρεί τον εαυτό του.
Έτσι γεννήθηκε το αίτημα της κοινωνικής ασφάλισης, ως αναγκαία αμυντική διεκδίκηση όχι απλά του μεμονωμένου εργάτη, αλλά του συνόλου της εργατικής τάξης. Αν με τα αιτήματα για καλύτερο μεροκάματο, λιγότερες ώρες δουλειάς και καλύτερες συνθήκες εργασίας, η εργατική τάξη στράφηκε ενάντια στο κεφάλαιο ως εργοδοσία, με το αίτημα της κοινωνικής ασφάλισης στράφηκε ενάντια στην ίδια τη βάση ολόκληρου του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, την αγορά. Μόνο έτσι η αξία της «εργατικής δύναμης», τα όρια αναπαραγωγής της «ικανότητας προς εργασία», λυτρώθηκαν απ’ το επίπεδο των φυσικών αναγκών επιβίωσης του μεμονωμένου εργάτη και τέθηκαν σε νέα βάση, σε συλλογική κοινωνική βάση, δηλαδή στην βάση των συλλογικών κοινωνικών αναγκών της εργατικής τάξης.
Γιατί, όμως, το εργατικό κίνημα επέμενε στις βασικές αρχές, που αναφέραμε; Για τον λόγο ότι η εφαρμογή της κοινωνικής ασφάλισης απ’ το αστικό κράτος, ακόμη και στις περιπτώσεις των πιο ανεπτυγμένων συστημάτων, δεν ήταν καθόλου διατεθειμένη να «καλύψει» το σύνολο των αναγκών ασφάλισης των εργατών. Επιπλέον, η εργατική τάξη αντιμετώπιζε, δικαιολογημένα, το σύνολο των εισφορών – είτε προέρχονταν απευθείας απ’ την ίδια, είτε απ’ το κράτος και την εργοδοσία – όπως και το σύνολο των αποδόσεων της κοινωνικής ασφάλισης, ως μέρος της ιστορικά διαμορφωμένης αξίας της εργατικής της δύναμης, δηλαδή ως αναπόσπαστο τμήμα της «τιμής της εργασίας» της, ως οργανικό κομμάτι του μισθού της. Γι αυτό και διεκδικούσε την κοινωνική ασφάλιση για όλους τους εργάτες κι όχι μόνο για τους αναξιοπαθούντες, ενώ θεωρούσε εκ των ουκ άνευ την αποκλειστική διαχείριση ολόκληρου του συστήματος απ’ την ίδια και τις οργανώσεις της, τα συνδικάτα. Αντίθετα, το αστικό κράτος θεωρούσε πάντα την κοινωνική ασφάλιση ως μέρος της συνολικής του κοινωνικής πολιτικής, ως τμήμα του «κράτους πρόνοιας», δηλαδή ως παροχή, ως βοήθημα προς τους εργάτες, κι έτσι κρατούσε ζηλότυπα για τον εαυτό του την συνολική διαχείριση του συστήματος στο όνομα των «εθνικών συμφερόντων», που τάχα αντιπροσωπεύει.
Τα πήρε όλα αυτά υπόψη της η ΚΕ στην επεξεργασία θέσεων για την κοινωνική ασφάλιση; Μάλλον όχι, ή, ακόμη χειρότερα, αν τα πήρε υπόψη της, το ‘κανε μόνο για να τα πετάξει στο καλάθι των αχρήστων. Κι αυτό γιατί οι θέσεις που δημοσιοποίησε η ΚΕ, όχι μόνο δεν πληρούν τις βασικές κατευθύνσεις και κριτήρια που περιγράψαμε, αλλά υιοθετούν ανοικτά αρχές και λογικές εντελώς ξένες με το πώς διεκδικούσε την κοινωνική ασφάλιση ανέκαθεν η εργατική τάξη. 
Σύμφωνα με τις θέσεις της ΚΕ για το ασφαλιστικό (3 Φεβρουαρίου, 2001) «το ΚΚΕ παλεύει για δημόσια, καθολική, υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση, για την οικοδόμηση ενιαίου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, που περιλαμβάνει τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, τις υπηρεσίες πρόληψης και αποκατάστασης της υγείας, τις παροχές και υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας». Με άλλα λόγια, σύμφωνα μ’ αυτή την λογική, η κοινωνική ασφάλιση αναλύεται τελικά στις συντάξεις, την πρόνοια και την υγεία. Έτσι αναφέρεται και στην τωρινή απόφαση της ΚΕ. Μάλιστα, το σημαντικότερο τμήμα των «θέσεων για την κοινωνική ασφάλιση», δεν αφορά αυτό καθαυτό το αναγκαίο σύστημα ασφάλισης, αλλά προτάσεις για το σύστημα υγείας και πρόνοιας.
Καταρχήν, από πού προκύπτει ότι ειδικά η πρόνοια, αλλά και η υγεία αποτελούν μέρος της κοινωνικής ασφάλισης; Η κοινωνική ασφάλιση σχετίζεται εν μέρει με την υγεία, όσον αφορά την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, αλλά σε καμμιά περίπτωση δεν ταυτίζεται μ’ αυτήν. Πολύ περισσότερο δεν μπορεί σε καμμιά περίπτωση να περιλαμβάνει τον τομέα της πρόνοιας. Η υγεία και η πρόνοια αποτελούν οργανικές συνιστώσες της κοινωνικής πολιτικής του κράτους και η εργατική τάξη τις διεκδικεί σαν τέτοιες. Διεκδικεί, δηλαδή, να παρέχονται απ’ το κράτος σ’ όλο τον πληθυσμό, δίχως διακρίσεις επαγγελματικές, ταξικές, ή άλλες. Με άλλα λόγια, η εργατική τάξη παλεύει για υγεία, πρόνοια, όπως και για παιδεία, ως βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, που πρέπει να εγγυάται δωρεάν σ’ όλους το κράτος με την πολιτική του.
Αντίθετα, η κοινωνική ασφάλιση δεν είναι ούτε κρατική παροχή, ούτε στοιχείο της κοινωνικής πολιτικής του κράτους, αλλά θεμελιακό εργατικό δικαίωμα, αναγκαίο συμπλήρωμα των εργατικών αποδοχών, τωρινών και μελλοντικών. Και μ’ αυτή την έννοια την διεκδικεί η εργατική τάξη. Αυτή η εντυπωσιακή σύγχυση της κοινωνικής ασφάλισης με την πρόνοια και την υγεία, υπονομεύει αντικειμενικά την αυτοτέλεια της διεκδίκησης ενός συστήματος ασφάλισης σύμφωνα με τις πραγματικές ανάγκες της εργατικής τάξης. Την ίδια ώρα υποτάσσεται – έστω κι αν διεκδικεί να την καλυτερεύσει – στην βασική λογική παροχής κοινωνικής ασφάλισης απ’ το αστικό κράτος. Για δεκαετίες τώρα, οι κυβερνήσεις «αξιοποιούν» τα αποθεματικά και τις υπάρχουσες υποδομές της κοινωνικής ασφάλισης για την άσκηση γενικής κοινωνικής πολιτικής και ειδικά για την άσκηση προνοιακής πολιτικής. Έτσι «καλύπτουν» τα τρομερά κενά άσκησης κοινωνικής πολιτικής με τους πόρους και τα μέσα της κοινωνικής ασφάλισης. Κι αντί το Κόμμα με τις θέσεις του να ξεκαθαρίσει ευθύς εξαρχής την σχέση κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικής πολιτικής, να δηλώσει με σαφήνεια ότι δεν μπορεί ν’ ασκείται η δεύτερη σε βάρος της πρώτης, γιατί έτσι δεν μπορούμε να ‘χουμε ούτε αληθινά φιλολαϊκή κοινωνική πολιτική, ούτε πραγματική κοινωνική ασφάλιση, τι κάνει; Αποδέχεται πλήρως την ταξικά σκόπιμη σύγχυση ανάμεσα στις δυο, που καλλιεργεί εδώ και δεκαετίες το αστικό κράτος!
Επιπλέον, η αντίληψη αυτή με βάση το τρίπτυχο της σύγχυσης, συντάξεις-υγεία-πρόνοια, εγκαταλείπει παντελώς ορισμένα πολύ σοβαρά ταξικά μέτωπα, που εξαρχής συνδέονται οργανικά με την κοινωνική ασφάλιση. Ποια είναι αυτά;
Η κοινωνική ασφάλιση, απ’ την σκοπιά της εργατικής τάξης, αποτελεί ένα σύστημα διεκδικήσεων που περιλαμβάνει απαραίτητα, μαζί με τις συντάξεις και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, την ασφάλιση έναντι της ανεργίας και την ασφάλιση από εργατικό ατύχημα κι επαγγελματική ασθένεια. Έτσι οριοθετείται η κοινωνική ασφάλιση κι απ’ τις διεθνείς συμβάσεις εργασίας, ήδη απ’ τον μεσοπόλεμο. Η πάλη για ένα ενιαίο κι υποχρεωτικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, που θα περιλαμβάνει την ασφάλιση απ’ την ανεργία, την ασθένεια, το εργατικό ατύχημα και τα γηρατειά, ήταν ότι διεκδικούσε ανέκαθεν το διεθνές εργατικό κίνημα. Και σ’ ορισμένες χώρες, όπως στην Γαλλία, Βρετανία, Γερμανία κι αλλού, κατόρθωσε, αν και εν μέρει ή με σοβαρές ανεπάρκειες, να το πετύχει.
Η τιμή μαχητικής ανάδειξης, για πρώτη φορά στη χώρα, αυτού του αναγκαίου και θεμελιακού τετράπτυχου της κοινωνικής ασφάλισης, ανήκει στο Κόμμα μας, απ’ την εποχή ακόμη του μεσοπολέμου. Από τότε αποτέλεσε βασικό αίτημα διεκδίκησης και πάλης της εργατικής τάξης στην Ελλάδα. Παρόλα αυτά, το εργατικό κίνημα της χώρας δεν κατόρθωσε να κατακτήσει, ότι πρόβλεπε η διεθνής εργατική νομοθεσία κι είχε κατακτήσει – λίγο ως πολύ – το εργατικό κίνημα άλλων καπιταλιστικών χωρών. Έτσι η εργατική τάξη έμεινε να πληρώνει τον ΟΑΕΔ, όχι ως ασφάλιση έναντι της ανεργίας, αλλά προς όφελος της εκάστοτε κυβέρνησης, που ασκεί με τα χρήματα των εργαζομένων «πολιτική για την απασχόληση».
Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η διεθνής εργατική νομοθεσία, αλλά και η πρακτική της ασφάλισης έναντι της ανεργίας στις χώρες όπου εφαρμόστηκε, προβλέπει την άντληση πόρων από κυβέρνηση-εργοδοσία, ή αποκλειστικά απ’ την εργοδοσία με βάση τον συνολικό αριθμό απασχόλησης ανά επιχείρηση. Κι αυτό γιατί αναγνωρίζει ότι στα πλαίσια της «σύμβασης εργασίας», το ρίσκο της ανεργίας το αναλαμβάνει αποκλειστικά ο εργαζόμενος, γι αυτό και δικαιούται προκαταβολικής αποζημίωσης απ’ τον εργοδότη, ανεξάρτητα απ’ την περίπτωση που μείνει άνεργος, ή όχι. Αυτή η αποζημίωση κατατίθεται σ’ ένα ειδικό ταμείο, που με την πάλη της η εργατική τάξη κατόρθωσε σ’ ορισμένες περιπτώσεις να το διαχειρίζονται πλήρως τα συνδικάτα (Βρετανία, πριν την Θάτσερ) ή σ’ άλλες περιπτώσεις «κοινές επιτροπές» εργοδοσίας και συνδικάτων (Γαλλία, πριν τον Ζοσπέν), μ’ αποκλειστικό σκοπό την υποστήριξη των ανέργων.
Αυτή ακριβώς η ασφάλιση έναντι της ανεργίας, ως οργανικό κομμάτι της κοινωνικής ασφάλισης, αποτελούσε ήδη απ’ τον μεσοπόλεμο ένα απ’ τα πιο ζωτικά μέτωπα πάλης για την εργατική τάξη στην Ελλάδα. Τι συνέβη και το Κόμμα σήμερα την «ξέχασε»; Πως γίνεται και σήμερα, το Κόμμα που είχε την τιμή να την αναδείξει για πρώτη φορά σε ιστορικό αίτημα του εργατικού κινήματος, να την εγκαταλείπει; Αυτό εννοεί η απόφαση της ΚΕ όταν λεει ότι «καταφέραμε σε αρκετά ικανοποιητικό βαθμό να επεξεργαστούμε τις θέσεις μας για την κοινωνική πολιτική, διατυπώσαμε στόχους και αιτήματα που μπορούν να κινητοποιήσουν και να ενώσουν στη δράση σήμερα τις εργατικές, λαϊκές μάζες»; Απ’ ότι φαίνεται η ΚΕ όχι μόνο διατελεί εν πλήρη συγχύσει, μιας κι έχει εκλάβει το πρόβλημα της κοινωνικής ασφάλισης, ως πρόβλημα της κοινωνικής πολιτικής, αλλά αποδέχεται και το πλαίσιο διατύπωσης αιτημάτων που ‘χει επιβληθεί άνωθεν, απ’ το αστικό κράτος και την πολιτική του. Το αστικό κράτος στην Ελλάδα, ποτέ δεν αναγνώρισε την ανάγκη ασφάλισης έναντι της ανεργίας και γι αυτό, καθώς φαίνεται, ούτε που πέρασε απ’ το μυαλό της ΚΕ να την συμπεριλάβει οργανικά στις διεκδικήσεις του Κόμματος για την κοινωνική ασφάλιση.       
Ακόμη χειρότερη είναι η περίπτωση της ασφάλισης από εργατικό ατύχημα κι επαγγελματική ασθένεια. Η Ελλάδα διακρίνεται όχι μόνο όσον αφορά την ανυπαρξία ασφάλισης των εργατών για την περίπτωση εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας, αλλά κι απ’ τον πρωτογονισμό της εργατικής νομοθεσίας, όπου ακόμη και σήμερα δεν έχει ορισθεί ούτε καν η έννοια του «επαγγελματικού κινδύνου». Κατά συνέπεια, στην περίπτωση εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας ο εργαζόμενος κι η οικογένειά του, είναι αναγκασμένοι να προσφύγουν στα δικαστήρια και να περάσουν τον εξευτελισμό ν’ αποδείξουν ότι δεν υπάρχει ευθύνη του ίδιου του εργαζόμενου, ώστε να μπορέσει τελικά να αιτηθεί αποζημίωσης. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι εκείνη της δίκης των θυμάτων της Ρικομέξ, όπου παρά το γεγονός ότι έχουμε μια κλασσική περίπτωση εργατικού ατυχήματος και μάλιστα θανατηφόρου, οι οικογένειες των θυμάτων έπρεπε να προσφύγουν στα δικαστήρια για ν’ αποδείξουν υπαιτιότητα της εργοδοσίας και να αιτηθούν αποζημιώσεις!
Τι σημαίνει, όμως, ασφάλιση εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας; Σύμφωνα με τις διεκδικήσεις και τις κατακτήσεις του εργατικού κινήματος διεθνώς, σημαίνει ότι ο εργαζόμενος στην περίπτωση εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας δικαιούται, αυτοδίκαια και αυτομάτως, αποζημίωση απ’ τον εργοδότη, ανεξαρτήτως ευθύνης. Μια αποζημίωση που αφορά την πλήρη κάλυψη όχι μόνο των χαμένων αποδοχών λόγω του ατυχήματος ή της ασθένειας – στην περίπτωση θανάτου μια εφάπαξ αποζημίωση στην οικογένεια του θύματος, η οποία σ’ αρκετές χώρες (Γερμανία, Βρετανία, ΗΠΑ, κ.ά.) προβλέπεται να ισούται με τις συνολικές μικτές αμοιβές του συγκεκριμένου εργαζόμενου για τρία χρόνια – αλλά και των εξόδων που συνδέονται με την περίθαλψη και την ανάρρωση του εργαζόμενου, όπως και των χαμένων εισφορών στο σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης.
Στην βάση της διεκδίκησης ασφάλισης εργατικού ατυχήματος, ως οργανική πλευρά της κοινωνικής ασφάλισης, το εργατικό κίνημα διεκδίκησε επίσης ήδη απ’ τον 19ο αιώνα και πέτυχε σ’ ορισμένες περιπτώσεις, την δημιουργία «εργατικών επιθεωρήσεων», ειδικά για την πιστοποίηση των εργατικών ατυχημάτων. Αυτές οι «εργατικές επιθεωρήσεις» δεν ήταν κρατικά-διοικητικά όργανα «διαμεσολάβησης στις εργατικές διαφορές», αλλά μάχιμες οργανώσεις, νομοθετικά κατοχυρωμένες, που συγκροτούσαν κατά περιοχή οι εκπρόσωποι των συνδικάτων και της τοπικής αυτοδιοίκησης. Τα όργανα αυτά διέθεταν νομικά κατοχυρωμένα πλήρη δικαιώματα ελέγχου συνθηκών εργασίας κι υγιεινής στις επιχειρήσεις του τομέα τους, όπως και πιστοποίησης εργατικών ατυχημάτων.  
Την ανυπαρξία ασφάλισης εργατικού ατυχήματος κι επαγγελματικής ασθένειας την έχει πληρώσει κι εξακολουθεί να την πληρώνει η εργατική τάξη και οι υπόλοιποι εργαζόμενοι της χώρας, κυριολεκτικά με ποταμούς αίματος. Αν σκεφτούμε ότι το 60-70% των εργατικών ατυχημάτων που καταγράφονται, θεωρούνται πως συνέβησαν με «υπαιτιότητα» των ίδιων των εργαζομένων, καταλαβαίνουμε ότι ακόμη και η λογική της καταγγελίας δεν έχει ουσιαστικά κανένα νόημα. Γι αυτό και η συντριπτική πλειοψηφία των εργατικών ατυχημάτων, ούτε καν δηλώνεται. Ενώ οι εργαζόμενοι προσπαθούν ν’ αντιμετωπίσουν τα έξοδα μιας περίπτωσης εργατικού ατυχήματος, ή επαγγελματικής ασθένειας, μέσα απ’ τα λιγοστά περιθώρια της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, που παρέχει το υπάρχον σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Κι έτσι το εργατικό ατύχημα και κυρίως η επαγγελματική ασθένεια μεταβάλλεται σ’ αληθινά αιμορραγούσα πληγή για ολόκληρο το σύστημα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης της κοινωνικής ασφάλισης.
Τι απ’ όλα αυτά περιλαμβάνεται στις «θέσεις για την κοινωνική ασφάλιση» της ΚΕ; Δυστυχώς, τίποτε απολύτως. Φαίνεται ότι και στην περίπτωση της ασφάλισης εργατικού ατυχήματος λειτούργησαν τα «ανυπέρβλητα πλαίσια», που ‘χει ορίσει άνωθεν το αστικό κράτος και η πολιτική του. Έστω κι αν το ΚΚΕ υπήρξε το πρώτο κόμμα στην Ελλάδα, που ανέδειξε την ανάγκη για ασφάλιση εργατικού ατυχήματος, στα πλαίσια της κοινωνικής ασφάλισης. Είναι κι αυτό ένα ακόμη σημάδι «προόδου» στην επεξεργασία των θέσεων του Κόμματος μας, για την οποία, απ’ ότι φαίνεται, δικαιολογημένα η απόφαση της ΚΕ αισθάνεται «ικανοποίηση».
Κατόπιν όλων αυτών, θα ήταν πραγματικά υπερβολικό να περίμενε κανείς απ’ τις θέσεις της ΚΕ να προβάλουν ένα ακόμη κλασικό αίτημα του διεθνούς εργατικού κινήματος σχετικά με την κοινωνική ασφάλιση: την πλήρη κι ενιαία αυτοδιοίκησή της, την πλήρη υπαγωγή ολόκληρου του συστήματος στην αποκλειστική διαχείριση των εργατικών συνδικάτων. Το αίτημα αυτό υπάρχει στις διεκδικήσεις της εργατικής τάξης και των επαναστατικών της κομμάτων απ’ τον 19ο αιώνα. Κι αυτό γιατί δίκαια θεωρούσαν ότι η κοινωνική ασφάλιση αφορά άμεσα τους ίδιους τους εργαζόμενους κι επομένως οι ίδιοι θα πρέπει να την διαχειρίζονται. Αντίθετα, το αστικό κράτος, επειδή ακριβώς την θεωρεί ως «κοινωνική παροχή» του ίδιου, ως οργανικό κομμάτι του «κράτους πρόνοιας», αρνήθηκε συστηματικά κάθε αίτημα αυτοτέλειας κι εργατικής αυτοδιοίκησης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, στο όνομα της προφύλαξης απ’ τις «συντεχνίες». Κι έτσι επιχειρούσε πάντα να «στερεί – όπως έγραφε κι ο Λένιν – τα ασφαλιστικά ιδρύματα από κάθε αυτοτέλεια, παραδίνοντάς τα στη διασταυρούμενη εποπτεία των [κρατικών] υπαλλήλων(…), της χωροφυλακής, της αστυνομίας (…), των αφεντικών…» (ο.π., σελ. 154-155).
Η εγκατάλειψη της διεκδίκησης για αυτοτέλεια απ’ την κρατική διοίκηση και πλήρη εργατική αυτοδιοίκηση, δεν αποτελεί μια απλή παράλειψη. Κι αυτό γιατί αφοπλίζει το εργατικό κίνημα απ’ ένα κρίσιμο αίτημα απέναντι στην σημερινή διοικητική διαφθορά, κακοδαιμονία, κακοδιαχείριση και ρουσφετολογία, που έχουν επιβάλλει το αστικό κράτος κι οι κυβερνήσεις του στο υπάρχον σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Ενώ αποτελεί έμμεση αποδοχή ότι η κοινωνική ασφάλιση δεν είναι ένα θεμελιακό εργατικό δικαίωμα, συνυφασμένο με την εργατική αμοιβή, τον εργατικό μισθό, αλλά μια ακόμη «κοινωνική παροχή» στην διακριτική ευχέρεια του κράτους.  
Αυτήν ακριβώς την φιλοσοφία αποτυπώνει και η εξαιρετικά εύκολη και πρόχειρη απόρριψη της τριμερούς χρηματοδότησης, που μάλιστα εμφανίστηκε απ’ ορισμένους σ/φους κι ως «μεγάλη κατάκτηση» των θέσεων του Κόμματος. Κι εδώ βέβαια η «πρωτοτυπία» είναι μάλλον αρνητική, διότι πρόκειται για την εγκατάλειψη ενός ακόμη κλασικού αιτήματος του εργατικού κινήματος, που πρώτο το Κόμμα μας είχε και πάλι αναδείξει.
Στην πραγματικότητα, η αντίληψη που κρύβεται κάτω απ’ αυτή την δήθεν «ριζοσπαστική πρόταση» του σταδιακού περάσματος στην διμερή χρηματοδότηση κράτους-εργοδοσίας, είναι η ταύτιση σε σημασία και χαρακτήρα των εργατικών εισφορών για την κοινωνική ασφάλιση, με την έμμεση φορολογία. Κι έτσι είναι πραγματικά, όσο η κοινωνική ασφάλιση παραμένει «κολοβή» και βρίσκεται στην διακριτική ευχέρεια, διαχείριση και παροχή του αστικού κράτους. Αντί, λοιπόν, οι θέσεις μας να επικεντρώσουν στην καθαυτό αμφισβήτηση του συνολικού καθεστώτος της υπάρχουσας κοινωνικής ασφάλισης, ανακαλύπτουμε «νέα μέτωπα» με βάση τα συντηρητικά αντανακλαστικά του μεμονωμένου εργαζόμενου.
Εδώ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι λεγόμενες εργοδοτικές εισφορές, είναι τύποις εργοδοτικές, ενώ στην πραγματικότητα αποτελούν παρακρατήσεις απ’ τον εργατικό μισθό, στην διακριτική ευχέρεια του εργοδότη. Αν θα θέλαμε στα σοβαρά να αναδείξουμε αληθινά ριζοσπαστικές προτάσεις σχετικά με τους πόρους της κοινωνικής ασφάλισης, θα μπορούσαμε να προτείνουμε συγκεκριμένους τρόπους άντλησης πραγματικών εργοδοτικών εισφορών. Όπως, π.χ., είναι η επιβολή ενός κλιμακωτού ειδικού «κοινωνικού φόρου» στα κέρδη των επιχειρήσεων, στην εισροή και εκροή κεφαλαίου – ειδικά εκείνου που επενδύεται σε χαρτιά και χρήμα – αλλά και στην άντληση επιχειρηματικών κεφαλαίων απ’ το χρηματιστήριο. Αυτός ο ειδικός «κοινωνικός φόρος», που μπορεί να μην ξεπερνά το 5% κατά περίπτωση, θα προορίζεται αποκλειστικά για το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και με πρόχειρες εκτιμήσεις μπορεί ν’ αποδώσει κάτι ανάμεσα σε 500 δις και 1 τρις, σ’ ετήσια βάση.
Μια τέτοια προβληματική για τους πόρους, αντί να μπλέκεται με τα συντηρητικά αντανακλαστικά του μεμονωμένου εργαζόμενου, θα έδινε ακόμη πιο σαφή ταξική αιχμή στα αιτήματα της κοινωνικής ασφάλισης. Αντί, όμως, γι όλα αυτά αρκούμαστε να διατυπώνουμε θέσεις όπως η παρακάτω: «Το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης είναι κρατικό εντάσσεται στον κεντρικό, εθνικό σχεδιασμό, λειτουργεί με λαϊκή συμμετοχή και λαϊκό έλεγχο» (θέσεις της ΚΕ για την κοινωνική ασφάλιση, 3/2/’01). Τι λέμε μ’ αυτό στους εργαζόμενους; Ότι δεν μπορεί να υπάρξει σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, όπως το θέλουν, αν δεν εντάσσεται σ’ έναν κεντρικό, εθνικό σχεδιασμό, όπου κι είναι δυνατό να λειτουργεί με «λαϊκή συμμετοχή» και «λαϊκό έλεγχο». Με άλλα λόγια τους λέμε, ότι δεν μπορούν να παλέψουν και να κατακτήσουν πραγματικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, όπως το διεκδικούσε ανέκαθεν το εργατικό κίνημα και το περιγράψαμε αδρά πιο πάνω, παρά μόνο στην πορεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Κι αυτό υποτίθεται ότι έχει σαν στόχο το δέσιμο του άμεσου με την προοπτική.  
Έτσι εννοεί η απόφαση της ΚΕ ότι οι θέσεις μας «δίνουν προοπτική, καθώς καλλιεργούν το έδαφος για την ανάπτυξη της πολιτικής συνείδησης υπέρ αλλαγών στο επίπεδο εξουσίας»; Αν αυτό είναι που εννοεί, τότε έχουμε σοβαρό πρόβλημα ως Κόμμα. Κι αυτό γιατί την σχέση του άμεσου με την προοπτική την κατανοούμε μέσα απ’ την ανάθεση της υλοποίησης ακόμη και των πιο άμεσων αιτημάτων του εργατικού κινήματος, στην προοπτική, δηλαδή στην πορεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού.
Τι θέλουμε να πούμε μ’ αυτό; Μήπως ότι θεωρούμε αδύνατο σήμερα να ‘χει κατακτήσεις το εργατικό κίνημα, παρά μόνο στην προοπτική του σοσιαλισμού; Αν είναι αυτό που πραγματικά υπονοούμε, τότε όχι μόνο παίρνουμε σοβαρές αποστάσεις απ’ τον διαλεχτικό υλισμό, τον Μαρξισμό-Λενινισμό, που διδάσκει ότι δεν υπάρχει περίοδος στην ταξική πάλη, που να μην υπάρχει δυνατότητα για κατακτήσεις απ’ το εργατικό κίνημα, αλλά προχωρούμε ακόμη πιο πέρα. Σπέρνουμε την πλήρη σύγχυση, την απογοήτευση και την ηττοπάθεια στους εργαζόμενους, αφού τους λέμε κι εμείς αυτό που προσπαθεί να τους πείσει και το κεφάλαιο, ότι δηλαδή δεν «υπάρχουν περιθώρια» για ικανοποίηση αιτημάτων.
Μόνο που έτσι δεν καταδικάζουμε μόνο το εργατικό κίνημα σε αδιέξοδες μάχες οπισθοφυλακών, απλά για να μην περάσουν, ή να εμποδιστούν όσο μπορούν κάποια μέτρα, αλλά μετατρέπουμε και την ίδια την προοπτική σε «μαγικό εικόνισμα» για την ανακούφιση των αναξιοπαθούντων. Χάνουμε την ποιοτική διαφορά στην δυνατότητα υλοποίησης ενός κοινωνικού αιτήματος της εργατικής τάξης στον καπιταλισμό και στον σοσιαλισμό. Για παράδειγμα, η διεκδίκηση της κοινωνικής ασφάλισης έχει διαφορετικό χαρακτήρα για την εργατική τάξη στον καπιταλισμό και θεμελιακή ποιοτική διαφορά στον σοσιαλισμό. Στον μεν καπιταλισμό αποτελεί, όπως είπαμε, μια αναγκαία αμυντική διεκδίκηση όχι απλά του μεμονωμένου εργάτη, αλλά του συνόλου της εργατικής τάξης, που δίχως αυτήν είναι εξαιρετικά δύσκολο να διατηρηθεί ως συγκροτημένη τάξη, να υπερασπίσει έστω και στοιχειωδώς κάποιο βιώσιμο επίπεδο αμοιβών και ζωής. Πρόκειται, δηλαδή, για μια διεκδίκηση που προκύπτει απευθείας απ’ τον τρόπο που εντάσσεται η εργατική τάξη στην «αγορά εργασίας».
Αντίθετα, στον σοσιαλισμό η ίδια η έννοια της κοινωνικής ασφάλειας γενικεύεται και γίνεται καθολική. Δεν είναι απλά ένα θεμελιακό εργατικό δικαίωμα, αλλά ένα βασικό ανθρώπινο δικαίωμα, που πρέπει να παρέχεται σ’ όλους, ανεξάρτητα από εργασιακή κι επαγγελματική κατάσταση, απ’ την στιγμή που κάποιος έρχεται στην ζωή, έως την ύστατη ώρα. Κι αυτό γίνεται δυνατό μόνο μέσα απ’ την σχεδιοποιημένη αναδιανομή του παραγόμενου κοινωνικού υπερπροϊόντος, που διαχειρίζεται το σοσιαλιστικό κράτος, κάτω απ’ τον άμεσο αποφασιστικό έλεγχο της κοινωνίας σ’ όλα τα επίπεδα. Σ’ αυτού του τύπου την κοινωνική ασφάλεια στοχεύει το πέρασμα και η οικοδόμηση του σοσιαλισμού.
Επομένως, η αναγωγή ενός άμεσου ζωτικού αιτήματος για την εργατική τάξη, όπως είναι αυτό της κοινωνικής ασφάλισης, σε υπόθεση της προοπτικής, δεν αφοπλίζει μόνο το εργατικό κίνημα, αλλά υπονομεύει και την ίδια την σοσιαλιστική προοπτική. Κι αυτό γιατί χάνεται παντελώς η ουσιαστική διαφορά, το μέτρο υλοποίησης κι ο ορίζοντας της πάλης στις δυο περιπτώσεις, απ’ την μια στα πλαίσια του καπιταλισμού κι απ’ την άλλη, στα πλαίσια του σοσιαλισμού. Πέρα απ’ αυτό, ειδικά στο ζήτημα της κοινωνικής ασφάλισης, είναι και παντελώς ψέμα. Μιας και η ύπαρξη πραγματικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, όπως το διεκδικούσε και πρέπει να το διεκδικεί η εργατική τάξη, δεν απαιτεί κεντρικό, εθνικό σχεδιασμό, ούτε υπέρβαση του καπιταλισμού γενικά. Ωστόσο, η πάλη γι αυτό πείθει έμπρακτα την εργατική τάξη ότι δεν πρέπει ν’ αρκείται σ’ αυτό, αλλά για να γλιτώσει μια και καλή απ’ την ανασφάλεια και την ανέχεια, θα πρέπει ν’ απελευθερωθεί συνολικά απ’ την κυριαρχία της καπιταλιστικής αγοράς.      
Αυτό που διαπιστώσαμε, επομένως, με τις «θέσεις για την κοινωνική ασφάλιση», είναι ότι η συνολική επεξεργασία και παραγωγή θέσεων νοσεί βαθύτατα. Κι αυτό δεν οφείλεται απλά και μόνο στην ανεπαρκή σύνθεση, συγκρότηση και καθοδήγηση των τμημάτων της ΚΕ, αλλά κυρίως στο ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο απαιτήσεων συνολικά της ηγεσίας του Κόμματος. Είναι αυτό που διαπιστώσαμε και στην αρχή, η βασιλεία της προχειρότητας, του χειροτεχνισμού, της μετριότητας και της εντυπωσιακής – για κομμουνιστές – αποστροφής στη σοβαρή μελέτη κι έρευνα. Γι αυτό κι αντί να αυτοσυγχαίρουμε τον εαυτό μας για προβληματικές επεξεργασίες κι ανύπαρκτες επιτυχίες, καλό θα ‘ταν η ΚΕ ν’ ασχοληθεί πιο σοβαρά, πιο απαιτητικά με την παραγωγή ιδεολογίας και πολιτικής, που να μην εκθέτει το Κόμμα, την ιστορία του και τον ταξικό του χαρακτήρα.

Περί μαζικού κινήματος και «ταξικής παρέμβασης»

Η περίοδος που πέρασε ήταν πλούσια σε παρεμβάσεις του Κόμματος ειδικά στο διεθνές επίπεδο. Μια απ’ τις πλέον εντυπωσιακές ήταν η πρωτοφανής συνεύρεση του ΚΚΕ, του ΣΥΝ, αλλά ακόμη και του ΠΑΣΟΚ, σ’ ένα κοινό μέτωπο, εκείνο «κατά της παγκοσμιοποίησης». Είδαμε τις ηγεσίες όλων αυτών των κομμάτων, μαζί και της ΝΔ, να «μάχονται» απ’ το ίδιο «οδόφραγμα» της Γένοβα. Για ποιον σκοπό και προς το συμφέρον τίνος; Θα δούμε πιο κάτω.
Ωστόσο, αυτό που ήταν ακόμη πιο εντυπωσιακό ήταν το γεγονός ότι το Κόμμα, για πρώτη φορά στην ιστορία του, φαίνεται ν’ απαρνείται ανοικτά τη πατροπαράδοτη πολεμική του ενάντια στις αντιλήψεις της «πληθυντικής αριστεράς» στο ζήτημα των «κοινωνικών κινημάτων», αλλά κι να εγκαταλείπει τις απόψεις του για το τι είναι, τι σημαίνει και τι απαιτεί ένα πραγματικό κίνημα μαζών. Μάλιστα όχι μόνο άρχισε να υιοθετεί καθυστερημένα λογικές και πρακτικές, που ιστορικά κατάγονται απ’ την αλήστου μνήμης «νέα αριστερά» της δεκαετίας του ’60, απ’ τις γνωστές αντιλήψεις του «Μάη του ’68», αλλά είδαμε την ηγεσία του Κόμματος να υπερθεματίζει και να υπερβάλει σε τέτοιο βαθμό, που αναγκαστικά μας θύμισε τον κλασσικό ενθουσιασμό του «νεοφώτιστου».
Έτσι προέκυψε μια πλούσια «διεθνιστική» δράση του Κόμματος, που ξεκίνησε με την διαδήλωση στην Γενεύη, μπροστά απ’ τα κλειστά γραφεία της ΔΟΕ, και συνεχίστηκε με την συμμετοχή του στο γνωστό πολύχρωμο καρναβάλι «κατά της παγκοσμιοποίησης» στην Γένοβα Μόνο που όλα αυτά έχουν μια πολύ σκοτεινή πλευρά, που έχει να κάνει και με τις συνθήκες κάτω απ’ τις οποίες έγιναν αυτές οι παρεμβάσεις, αλλά προπαντός με την ιδεολογία και πολιτική που αποπνέουν.
Ωστόσο, στην απόφαση της ΚΕ δεν γίνεται καμμιά προσπάθεια να «γίνει ταμείο» απ’ τις παρεμβάσεις αυτές, να βγουν βασικά ιδεολογικο-πολιτικά συμπεράσματα για το μέλλον, ν’ αναλυθούν τυχόν αδυναμίες κι αστοχίες. Τίποτε απ’ όλα αυτά. Στο μόνο που αναφέρεται η απόφαση της ΚΕ είναι στις «κινητοποιήσεις της Γένοβα», όχι για να τις αναλύσει, ν’ αναδείξει μέτωπα και τρόπους πιθανής παρέμβασης, αλλά για να θέσει ως έναν απ’ τους κύριους στόχους της επόμενης περιόδου, να «συνεχίζουμε» και να «δυναμώνουμε την παρέμβασή μας για την άνοδο του διεθνιστικού αντιιμπεριαλιστικού κινήματος, με βάση τη συζήτηση που άνοιξαν οι κινητοποιήσεις της Γένοβας». Με άλλα λόγια, η απόφαση της ΚΕ, θεωρεί εξυπαρχής ότι το αυτό που προβλήθηκε ως «κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης», είναι ένα «διεθνιστικό αντιιμπεριαλιστικό κίνημα» και θέτει ως καθήκον στο Κόμμα την συμμετοχή του σ’ αυτό.       
Το μόνο σίγουρο είναι ότι αυτές οι παρεμβάσεις του Κόμματος, σηματοδοτούν την ολοκλήρωση μιας ολόκληρης στροφής, που επιχειρείται τα τελευταία χρόνια, στον τρόπο που ιστορικά, ιδεολογικά και πολιτικά κατανοεί το κομμουνιστικό κίνημα τα μαζικά κινήματα και την παρέμβασή του σ’ αυτά. Για να γίνει κατανοητό αυτό, χρειάζεται ν’ αναφερθούμε πιο αναλυτικά στις συγκεκριμένες παρεμβάσεις.
Η πρώτη «ταξική, διεθνιστική» εξόρμηση, ήταν εκείνη του ΠΑΜΕ στην Γενεύη για διαδήλωση μπροστά απ’ τα κλειστά γραφεία της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας την Κυριακή, 17 Ιουνίου 2001. Σύμφωνα με την διακήρυξη του ΠΑΜΕ, η επιλογή αυτή έγινε για τους εξής λόγους: «Επιλέξαμε να διαδηλώσουμε μπροστά απ’ τα Γραφεία του ΟΗΕ στην Γενεύη, γιατί, αυτός ο Οργανισμός χάνει χρόνο με τον χρόνο τον λόγο για τον οποίο ιδρύθηκε και σήμερα εξυπηρετεί και νομιμοποιεί αντεργατικές πολιτικές, τις ιδεολογίες του κεφαλαίου μαζί με τις επιδιώξεις των πολυεθνικών. Η ΔΟΕ επεξεργάζεται και παίρνει αποφάσεις σύμφωνα με τις ανάγκες και τις απαιτήσεις των κυβερνήσεων και των εργοδοτών και μόνο μερικά συμβιβασμένα συνδικάτα έχουν την ψευδαίσθηση ότι παίρνουν μέρος στην διαδικασία αποφάσεων».
Η διαδήλωση τελικά είχε – πάντα σύμφωνα με την διακήρυξη – τους παρακάτω στόχους:
ü  Ενάντια στην Παγκοσμιοποίηση του Κεφαλαίου και την Νέα Τάξη.
ü  Ενάντια στην βάρβαρη νεοφιλελεύθερη πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
ü  Ενάντια στον Ιμπεριαλισμό και το ΝΑΤΟ.
Κι υπέρ:
ü  Νέων δικαιωμάτων για τους εργάτες, σύμφωνα με τις πραγματικές τους ανάγκες.
ü  Της εξάλειψης των διεθνών Ιμπεριαλιστικών Οργανισμών και σταματήματος της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.
Ακόμη κι αν δεχτούμε την συλλογιστική αυτή και πάλι μένει κενό του γιατί αυτή η εκδήλωση του ΠΑΜΕ ειδικά φέτος; Που συγκεκριμένα αποσκοπούσε; Ποιοι ήταν οι απώτεροι στόχοι της; Καμμιά εξήγηση δεν δόθηκε. Τίποτε δεν αναφέρθηκε σαν αφορμή. Κάποιοι μόνο είπαν ότι η εκδήλωση αυτή ήταν ένα είδος «προετοιμασίας» για την διαδήλωση της Γένοβα. Τίποτε άλλο πέραν αυτού.
Στην πραγματικότητα, όμως, υπήρχε σκοπιμότητα, η οποία δεν αφορούσε απλά στην καταγγελία των αποφάσεων και του ρόλου της ΔΟΕ. Τις μέρες που προχώρησε το ΠΑΜΕ στην εκδήλωσή του, διεξαγόταν στην Γενεύη η 89η Τακτική Ετήσια Σύνοδος της ΔΟΕ (5-22 Ιουνίου). Σ’ αυτή την Σύνοδο συμμετείχαν – όπως ακριβώς προβλέπει το καταστατικό της ΔΟΕ – οι κυβερνήσεις, οι εργοδοτικές και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, όλων των χωρών-μελών, συμπεριλαμβανομένης και της ΓΣΕΕ. Μαζί τους συμμετείχαν επίσης και οι μεγάλες διεθνείς συνδικαλιστικές οργανώσεις. Ανάμεσά τους συμμετείχε και η ΠΣΟ, με το Γενικό της Γραμματέα Ουίλλιαμ Τις, της οποίας είναι μέλος και το ΠΑΜΕ. Επομένως συμμετείχαν όχι «μόνο μερικά συμβιβασμένα συνδικάτα», όπως αναφέρει η διακήρυξη του ΠΑΜΕ, αλλά το σύνολο του παγκόσμιου συνδικαλιστικού κινήματος, όλων των αποχρώσεων.
Ακριβώς αυτός ο χαρακτήρας των Συνόδων της ΔΟΕ, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι – τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα – αποτελούσε φορέα παραγωγής υποχρεωτικής διεθνούς εργατικής νομοθεσίας (κοντά 200 Διεθνείς Συμβάσεις) για όλα τα κράτη-μέλη, επέβαλε τόσο στο Κόμμα μας, όσο και στο κομμουνιστικό κίνημα διεθνώς να δίνει ιδιαίτερη προσοχή στην παρέμβασή του στις διαδικασίες της. Πρώτα και κύρια γιατί οι ίδιες οι διαδικασίες της ΔΟΕ αποτελούσαν ένα ιδανικό πεδίο ζύμωσης με το σύνολο των συνδικαλιστικών δυνάμεων του πλανήτη. Κι αυτή η ευκαιρία δεν θα μπορούσε ποτέ να διαφύγει απ’ έναν κομμουνιστή. Πολύ περισσότερο που η ανάγκη επικύρωσης των Διεθνών Συμβάσεων απ’ το ελληνικό κράτος, αποτελούσε ένα μόνιμο αίτημα του συνδικαλιστικού κινήματος απ’ την εποχή του πολέμου.
Αυτά, βέβαια, στο παρελθόν, διότι σήμερα κυριαρχούν άλλα ήθη κι έθιμα. Έτσι στην δεκαετία του ’90 κι ενώ η ΔΟΕ προχωρούσε σε μια συνολική συντηρητική στροφή, η δική μας παρέμβαση ήταν ανύπαρκτη. Κι ενώ οι αντιπροσωπείες της ΓΣΕΕ, όπου πάντα τυπικά «συμμετείχαν» και δικοί μας συνδικαλιστές, πήγαινε στην Γενεύη και συστηματικά επικύρωνε, χωρίς δεύτερη κουβέντα, τις πιο αντιδραστικές προτάσεις, εμείς παραμέναμε άφαντοι. Καμμιά παρέμβαση, καμμιά προσπάθεια συσπείρωσης όσων δυνάμεων αντιδρούσαν, καμμιά δημοσιοποίηση της στάσης της ΓΣΕΕ, έστω και λόγους μιας απλής καταγγελίας. Απλά οι δικοί μας συνδικαλιστές είτε δεν ακολουθούσαν την αντιπροσωπεία της ΓΣΕΕ στην Γενεύη – ίσως γιατί είχαν πιο «σοβαρά» πράγματα να κάνουν – είτε πήγαιναν κι απλά προτιμούσαν να το βουλώνουν στην διάρκεια των εργασιών, ή να πηγαίνουν για ψώνια, όπως συνηθίζουν και άλλα μέλη της αντιπροσωπείας.
Στα τελευταία χρόνια, λοιπόν, και με την δική μας ανύπαρκτη παρέμβαση στις Συνόδου πέρασε – με την σύμφωνη ψήφο της ΓΣΕΕ – η μετατροπή της ΔΟΕ από οργανισμό παραγωγής υποχρεωτικής εργατικής νομοθεσίας, σε «συμβουλευτικό οργανισμό» για τα κράτη-μέλη. Η τροποποίηση αυτή των καταστατικών αρχών της ΔΟΕ, άνοιξε διάπλατα τις πόρτες όχι μόνο για την συντηρητική αναθεώρηση όλων των Διεθνών Συμβάσεων, αλλά υπονόμευσε και τον υποχρεωτικό τους χαρακτήρα για όλα τα κράτη-μέλη. Έτσι επέτρεψε σε χώρες, όπως είναι η Ελλάδα, που μαζί με τις ΗΠΑ έχουν υιοθετήσει επίσημα τις λιγότερες Διεθνείς Συμβάσεις της ΔΟΕ, να αποδεσμευτούν απ’ την υποχρέωση να τις κάνουν νόμο του κράτους.
Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια είδαμε ακόμη και την Διεθνή Σύμβαση για την «προστασία της μητρότητας» ν’ αναθεωρείται, ώστε η προστασία της μητρότητας να μετατραπεί από υποχρεωτική, σε «προαιρετική» για τον εργοδότη. Και πάλι με την σύμφωνη γνώμη της ΓΣΕΕ, αλλά και την δίκη μας ανυπαρξία παρέμβασης.
Φέτος, λοιπόν, είχε έρθει η σειρά της Κοινωνικής Ασφάλισης, ως ένα απ’ τα βασικά θέματα της Συνόδου της ΔΟΕ. Η επίσημη εισήγηση του Γραφείου της ΔΟΕ έθετε επί τάπητος την ανάγκη «να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα των συστημάτων Κοινωνικής Ασφάλισης και να προσαρμοστούν στις νέες ανάγκες του πληθυσμού και της αγοράς». Με άλλα λόγια, έμπαινε επί τάπητος η συντηρητική «προσαρμογή» των συστημάτων Κοινωνική Ασφάλισης. Μάλιστα, πιο συγκεκριμένα προτεινόταν η καταγγελία των 13 Διεθνών Συμβάσεων, πάνω στις οποίες στηρίζεται το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση.
Ωστόσο, ειδικά φέτος, οι αντιδράσεις ενάντια στο επιχειρούμενο συντριπτικό πλήγμα ενάντια στο ίδιο το δικαίωμα της κοινωνικής ασφάλισης, δεν ήταν όπως συνήθως μια μειοψηφία. Αντίθετα, η αντίθεση αγκάλιασε ευρύτατες συνδικαλιστικές δυνάμεις και κυβερνήσεις, ειδικά φτωχών κρατών. Ακόμη και η τοποθέτηση του εκπροσώπου της ΓΣΕΕ ήταν απορριπτική. Ακόμη κι ο εκπρόσωπος της εγκάθετης ΤΟΥΡΚΙΣ, αντέδρασε. Στους ελάχιστους που δεν αντέδρασαν, απ’ την πλευρά των συνδικαλιστών, ήταν ο εκπρόσωπος της CGT κι ο εκπρόσωπος της ΠΣΟ, που στις τοποθετήσεις τους ούτε καν ασχολήθηκαν με το θέμα. Η στάση αυτή ειδικά του εκπροσώπου της ΠΣΟ δεν είναι ιδιαίτερα περίεργη, ούτε πρωτότυπη, μιας και στην διεθνή συνδιάσκεψη συνδικάτων και συνδικαλιστών, που έγινε στο Σαν Φρασίσκο, τον Φεβρουάριο του 2000 – με οικοδεσπότες τα αμερικάνικα συνδικάτα και θέμα την αντιμετώπιση των νεοσυντηρητικών πολιτικών – είχε εμφανιστεί μ’ ανοιχτά δεξιές απόψεις για ανάγκη «εκδημοκρατισμού» του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου!
Ήταν τέτοια η αντίδραση ενάντια στην εισήγηση, που το Γραφείο της ΔΟΕ, αναγκάστηκε ν’ αποσύρει το αντιδραστικό σχέδιο απόφασης που είχε καταρτίσει και να προτείνει την «αναβολή» των αποφάσεων για την επόμενη τακτική σύνοδο, του χρόνου. Μέσα σ’ όλα αυτά, που ήταν το ΠΑΜΕ; Έξω απ’ τα κλειστά γραφεία της ΔΟΕ, την μοναδική μέρα που οι εργασίες της συνόδου δεν διεξάγονταν και διαδήλωνε ενάντια στη ΔΟΕ. Στην εκδήλωση αυτή συμμετείχε κι ο κ. Τις, γ.γ. της ΠΣΟ, προφανώς ως άλλοθι της τακτικής που ακολουθούσε εντός της συνόδου.
Γιατί το ΠΑΜΕ δεν φρόντισε να παρέμβει συγκεκριμένα στα τεκταινόμενα; Γιατί δεν φρόντισε ν’ αξιοποιήσει την σύνοδο, σε μια εποχή που στην Ελλάδα είχαν ξεσπάσει οι μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις ενάντια στις κυβερνητικές προθέσεις σχετικά με το ασφαλιστικό; Γιατί ο «Ριζοσπάστης» δεν φρόντισε – ούτε στο ελάχιστο – να ενημερώσει τους αναγνώστες του σχετικά με το τι παίζεται συγκεκριμένα σ’ αυτή τη σύνοδο της ΔΟΕ; Γιατί δεν αξιοποιήθηκαν οι γενικευμένες αντιδράσεις των συνδικάτων, ώστε να υπάρξουν πρωτοβουλίες συγκεκριμένων διεθνών μετώπων για την υπεράσπιση της κοινωνικής ασφάλισης;
Την ημέρα ακριβώς της εκδήλωσης του ΠΑΜΕ στην Γενεύη, λίγα τετράγωνα πιο πέρα είχε συγκληθεί ανοιχτή σύσκεψη συνδικάτων και συνδικαλιστών απ’ όλο τον κόσμο, που συμμετείχαν στην σύνοδο, για τον συντονισμό της στάσης τους ενάντια στις προτάσεις της ΔΟΕ; Γιατί το ΠΑΜΕ αρνήθηκε οποιαδήποτε συμμετοχή σ’ αυτή την σύσκεψη; Μάλιστα, στην πρόταση για συμμετοχή του ΠΑΜΕ στην σύσκεψη αυτή, που έγινε από μέλος της γραμματείας του, υπήρξαν οργισμένες αντιδράσεις εκ μέρους των δικών μας σ/φων, που χαρακτήρισαν τέτοιες πρωτοβουλίες «ανοησίες»!
Τι θα γινόταν, όμως, αν τυχόν κι άλλες συνδικαλιστικές δυνάμεις ακολουθούσαν το παράδειγμα του ΠΑΜΕ; Απλά το Γραφείο της ΔΟΕ δεν θα χρειαζόταν ν’ αναβάλει την απόφαση καταγγελίας του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση, γιατί θα την είχε περάσει, με τις «ταξικές δυνάμεις» να βρίσκονται εκτός και να διαδηλώνουν ενάντια στην παγκοσμιοποίηση και την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Ποιος, λοιπόν, στην συγκεκριμένη περίπτωση αποδείχτηκε ότι υπεράσπισε μ’ έμπρακτα αποτελεσματικό τρόπο, τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Δυστυχώς, οι «πουλημένες ηγεσίες», που έδωσαν την μάχη τους, όπως μπορούσαν κι όπως νόμιζαν και τελικά εμπόδισαν την καταγγελία του δικαιώματος της κοινωνικής ασφάλισης.
Στην ανακοίνωση αυτής της σύσκεψης συνδικάτων και συνδικαλιστών από 40 περίπου χώρες, αποφασίστηκε η κλιμάκωση του διεθνούς συντονισμού ενάντια στις πολιτικές της απορύθμισης με την συμμετοχή στην Διεθνή Συνδιάσκεψη κατά της Απορύθμισης και για τα Εργατικά Δικαιώματα, που θα γίνει στο Βερολίνο στις 22-23 Φεβρουαρίου 2002. Σ’ αυτήν έχουν δηλώσει συμμετοχή σχεδόν όλα τ’ αμερικανικά συνδικάτα, όχι μόνο απ’ τις ΗΠΑ, αλλά κι απ’ τις περισσότερες χώρες της Αμερικής, μαζί και της Κούβας, πολλά συνδικάτα απ’ την Αφρική, την Ασία, την Κεντρική κι Ανατολική Ευρώπη, καθώς και συνδικαλιστικές δυνάμεις απ’ την υπόλοιπη Ευρώπη. Παρόλα αυτά, η ηγεσία του ΠΑΜΕ, ούτε καν θέλει να εξετάσει την δυνατότητα συμμετοχής σ’ αυτήν την Συνδιάσκεψη, για λόγους που δεν έχει ξεκαθαρίσει. Φαίνεται πως σε μια πραγματικά εργατική, πραγματικά διεθνή συνδιάσκεψη, με ξεκάθαρο στόχο την πάλη ενάντια στις πολιτικές των ιμπεριαλιστικών οργανισμών, το ΠΑΜΕ φαίνεται να εκτιμά ότι δεν έχει θέση.
Την ίδια, όμως, ώρα με την μεγαλύτερη δυνατή ευκολία αποφασίστηκε η συμμετοχή σ’ αυτό που η ηγεσία του Κόμματος βάφτισε «διεθνές αντιιμπεριαλιστικό κίνημα», δηλαδή στο καρναβάλι της Γένοβα. Και μάλιστα εκτίμησε με τόσο θετικό τρόπο την συμμετοχή του Κόμματος σ’ αυτό, που στην απόφαση της ΚΕ αναφέρεται όχι μόνο η διάθεση να συνεχιστεί η «παρέμβαση» σ’ αυτό το «κίνημα», αλλά ορίζει και με ποιον τρόπο:
1ο, «με τα σημερινά δεδομένα δεν είναι δυνατόν να υπάρχει ενιαία οργάνωση των κινημάτων και των δραστηριοτήτων που κινούνται ενάντια στις αποφάσεις των διεθνών ή περιφερειακών καπιταλιστικών ενώσεων».
2ο, «αυτό που μπορεί να επιτευχθεί είναι η συνεύρεση, η συνάντηση σε διεθνείς κινητοποιήσεις με τα συνθήματα που η κάθε οργάνωση ή κίνηση επιλέγει».
3ο, «είναι αναγκαία και απαραίτητη η κριτική και η διαπάλη, με θέσεις και επιχειρήματα, σε θέματα στρατηγικής και προσανατολισμού μέσα στις γραμμές αυτού του κινήματος υπό διαμόρφωση».
Καταρχήν το εύλογο ερώτημα που προκύπτει απ’ τα παραπάνω, είναι γιατί αυτά να ισχύουν μόνο κι επιλεκτικά για την «παρέμβαση» στο «κίνημα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση»; Γιατί να μην ισχύουν και για άλλα κινήματα, πραγματικά ή μη; Γιατί δεν ίσχυσε για την ανάγκη «παρέμβασης» στην συνδιάσκεψη των συνδικάτων του Σαν Φρανσίσκο πέρυσι, όπου συμμετείχαν και «αδελφές δυνάμεις»; Μήπως γιατί δεν είχε τη δημοσιότητα, που είχε η Γένοβα; Γιατί να μην ισχύει και για την ανάγκη «παρέμβασης» στην διεθνή συνδιάσκεψη συνδικάτων του Βερολίνου; Μήπως γιατί και εδώ η «κάλυψη» απ’ τα ΜΜΕ, θα είναι εκ προοιμίου ασήμαντη;
Γιατί τέτοια πρεμούρα για «παρέμβαση» σ’ ένα «κίνημα», που πάσχει, όπως αφήνει να εννοηθεί κι η ίδια η απόφαση, σ’ επίπεδο πλαισίου, συνθημάτων και προσανατολισμού; Κι αυτό την ίδια ώρα που ούτε καν συζητάμε την συμμετοχή ή «παρέμβαση» σε πραγματικά κινήματα της εργατικής τάξης, εκτός κι αν έχουμε εμείς τον πρώτο λόγο. Γιατί τα κριτήρια που θέτει η απόφαση ισχύουν μόνο για το «κίνημα» της Γένοβα, αλλά δεν ίσχυσαν, για παράδειγμα, στην περίπτωση ενός ενωτικού εορτασμού της πρωτομαγιάς φέτος με αιχμή το κοινωνικο-ασφαλιστικό; Γιατί ότι ισχύει για την «παρέμβαση» του Κόμματος στο «κίνημα» της Γένοβα, δεν ισχύει για την συμμετοχή μας στο συνδικαλιστικό κίνημα της χώρας και διεθνώς, δεν ισχύει για την παρέμβασή μας στην ΓΣΕΕ;
Μήπως λόγω του «αντιιμπεριαλιστικού χαρακτήρα» του καρναβαλιού της Γένοβα; Ή λόγω της ανυπαρξίας «ενιαίας οργάνωσης» του γνωστού παρδαλού «κινήματος»; Και οι δυο ισχυρισμοί απέχουν παρασάγγας απ’ την αλήθεια.
Καταρχήν, από πού γεννήθηκε αυτό το παρδαλό «κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης»; Οι εμπνευστές του ισχυρίζονται ότι αποτελούν συνέχεια των κινητοποιήσεων του Σιάτλ. Αυτό είναι εν μέρει μόνο αλήθεια. Στην πραγματικότητα, οι κινητοποιήσεις του Σιάτλ, είχαν δυο όψεις, εμπεριείχαν δυο αντιφατικές τάσεις. Απ’ την μια, αντιπροσώπευαν μια έκρηξη αγανάκτησης και κοινωνικής απόγνωσης των εργαζόμενων τάξεων στις ΗΠΑ κι απ’ την άλλη, συνιστούσαν μια εντυπωσιακή εκδήλωση του ανεβασμένου κύρους και ρόλου του συνδικαλιστικού κινήματος στην «μητρόπολη» του ιμπεριαλισμού. Την μια όψη των κινητοποιήσεων την εξέφραζαν οι διάφορες ποικιλώνυμες οργανώσεις «ακτιβιστών», ένα τεράστιο παρδαλό μωσαϊκό «κινημάτων» δίχως μαζική κοινωνική βάση, με τόσο διαφορετικά «πεδία δράσης», αιτήματα και προτάσεις, που είναι ουσιαστικά αδύνατη η όποια πρακτική συμφωνία πέρα από τα πολύ-πολύ γενικά. Ενώ την άλλη όψη εξέφραζε η μαχητική παρουσία των συνδικάτων, όπου πρωτοστατούσαν τα συνδικάτα της Δυτικής Ακτής – τα πιο ριζοσπαστικά συνδικάτα του συνδικαλιστικού κινήματος των ΗΠΑ, όπου συγκριτικά ακόμη κι οι κομμουνιστές διαθέτουν κάποια σημαντική επιρροή – που αποτελούσαν και την μαζική «ραχοκοκαλιά» των κινητοποιήσεων, συσπειρωμένα γύρω από συγκεκριμένα εργατικά αιτήματα.
Παρά το γεγονός ότι τα ΜΜΕ είχαν επικεντρώσει – για ευνόητους λόγους – στην προβολή των διαφόρων «χάπενινγκς» απ’ τις «ακτιβίστικες» οργανώσεις, αλλά και στην καταστροφική μανία που ‘χε καταλάβει ορισμένους εκ των «ακτιβιστών», ο αληθινός τρόμος για την ολιγαρχία προήλθε απ’ αλλού. Προήλθε ουσιαστικά απ’ την εντυπωσιακή μαζικότητα, την μαχητικότητα, την επιμονή – ακόμη και μπροστά στην ανελέητη αστυνομική καταστολή – το ιδιαίτερα συγκροτημένο και συγκεκριμένο των αιτημάτων των εργατικών συνδικάτων κι ειδικότερα εκείνων απ’ τους τομείς της «νέας οικονομίας», όπως είναι οι τηλεπικοινωνίες κι η πληροφορική, που έως τότε θεωρούνταν «απρόσβλητοι» απ’ το σαράκι του συνδικαλισμού. Εδώ οφείλεται το σοκ που υπέστη η ολιγαρχία, που αντιμετώπιζε για πρώτη φορά μετά από πολλές δεκαετίες μια τόσο μαζική και μαχητική κινητοποίηση όπου πρωτοστατούσαν συνδικάτα. Γι αυτό και πολλοί επίσημοι αναλυτές σύγκριναν, καθόλου τυχαία, την κινητοποίηση αυτή με τις κινητοποιήσεις των εργατών στο Σικάγο κι αλλού στα τέλη του 19ου αιώνα με αιτήματα συνδικαλιστικές ελευθερίες και οκτάωρο.
Πως σκέφτηκε ν’ αντιμετωπίσει η ολιγαρχία αυτήν την εν δυνάμει δυσοίωνη προοπτική να βρεθεί μπροστά σε μια σειρά ογκούμενες εργατικές-συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις. Υπήρξαν πολλές φωνές που τόνιζαν την ανάγκη για άμεση ενίσχυση των μέτρων καταστολής. Υπήρξαν όμως κι αρκετοί που τόνιζαν ότι το παγκόσμιο σύστημα θα έπρεπε να «υιοθετήσει» την αμφισβήτηση έναντι στην παγκοσμιοποίηση, πριν γίνει ανεξέλεγκτη κι άκρως επικίνδυνη. Ποια, όμως, αμφισβήτηση έπρεπε να υιοθετήσει; Αυτήν των συνδικάτων, που απαιτούσε πολύ συγκεκριμένες πολιτικές υλοποίησης των εργατικών αιτημάτων, ή εκείνη των «ακτιβιστών» που αρκούνταν σε καταγγελίες εναντίον της παγκοσμιοποίησης; Η απάντηση είναι μάλλον προφανής.
Σ’ αυτά τα πλαίσια, άρχισε μια συγκεκριμένη πολιτική ενίσχυσης της μιας όψης των κινητοποιήσεων του Σιάτλ, εκείνης των «ακτιβίστικων» οργανώσεων, που στις περισσότερες περιπτώσεις έχουν καθεστώς Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ). Έτσι, αυτές οι ΜΚΟ δεν έτυχαν μόνο ευνοϊκής προβολής μέσω των ΜΜΕ διεθνώς, αλλά και ευνοϊκής χρηματοδότησης στα πλαίσια «κοινωνικών προγραμμάτων» απ’ την Παγκόσμια Τράπεζα, τον ΟΗΕ, την Γερουσία των ΗΠΑ, το Ευρωκοινοβούλιο, την Κομμισιόν, κοκ. Κορύφωση αυτής της εντυπωσιακής προσπάθειας ενίσχυσης αυτών των ποικιλώνυμων «ακτιβίστικων» ΜΚΟ, ήταν και η προκλητική υποστήριξη του λεγόμενου «Κοινωνικού Φόρουμ» του Πόρτο Αλέγκρε πέρυσι, που η παγκόσμια συνδιάσκεψη της κρατικομονοπωλιακής ολιγαρχίας στο Νταβός, το ανέδειξε σε προνομιακό «συνομιλητή» της, σε Αντι-Νταβός.
Ωστόσο, δεν ήταν μόνο αυτή η «παρενέργεια» των κινητοποιήσεων του Σιάτλ. Αν και μακριά απ’ τα έντονα φώτα της επίσημης δημοσιότητας – για προφανείς λόγους σκοπιμότητας – τα εργατικά συνδικάτα δεν έμειναν με σταυρωμένα χέρια. Μετά από μια σειρά, λιγότερο ή περισσότερο, πετυχημένων απεργιακών μαχών σε συγκεκριμένους κλάδους, τα αμερικανικά συνδικάτα και μάλιστα εκείνα που πρωτοστάτησαν στις κινητοποιήσεις του Σιάτλ, πήραν την πρωτοβουλία μιας διεθνούς συνδιάσκεψης στο Σαν Φρανσίσκο, το Φεβρουάριο πέρυσι, με άμεσο στόχο τον διεθνή συντονισμό των εργατικών συνδικάτων ενάντια στις πολιτικές του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας, του ΠΟΕ, αλλά και των κυβερνήσεων τους. Στην συνδιάσκεψη αυτή που συμμετείχε μια πλειάδα συνδικάτων και συνδικαλιστικών δυνάμεων παγκόσμια, τονίστηκε η επείγουσα ανάγκη αγωνιστικού συντονισμού σε διεθνές επίπεδο, η ανάπτυξη ταξικής-συνδικαλιστικής αλληλεγγύης, η μεταφορά πείρας και αγωνιστικής εμπειρίας, καθώς και η συγκρότηση διεθνών μετώπων για την αντιμετώπιση των πολιτικών της απορύθμισης και την υπεράσπιση των εργατικών κατακτήσεων και δικαιωμάτων. Απ’ αυτή την συνδιάσκεψη προέκυψε και η ανάγκη για την νέα συνδιάσκεψη του Βερολίνου, που αναφέραμε πιο πάνω.
Άμεση απάντηση σ’ αυτές τις κινήσεις των συνδικάτων ήταν η συγκρότηση του «Κοινωνικού Φόρουμ» στο Πόρτο Αλέγκρε. Και παρά το γεγονός ότι από άποψη μαζικής κοινωνικής αναφοράς, οργανωμένων δυνάμεων, αλλά κι αντιπροσώπευσης, η συνδιάσκεψη του Σαν Φρανσίσκο, ούτε καν μπορεί να συγκριθεί με την μάζωξη του Πόρτο Αλέγκρε, η ολιγαρχία ούτε που διανοήθηκε να την αναδείξει σε «συνομιλητή» της, έστω και μη προνομιακό.
 Μόνο που σ’ αυτό το «φεστιβάλ της λάϊτ αριστεράς», όπως εύστοχα ονόμασε ο διεθνής τύπος την μάζωξη του Πόρτο Αλέγκρε, φάνηκε ακόμη και σ’ ορισμένους κύκλους που είχαν αρχικά ξεγελαστεί απ’ την κεραυνοβολούσα ρητορεία της ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, ότι κάτι μυρίζει άσχημα. Απ’ την μια, ήταν η εντυπωσιακή συμφωνία ανάμεσα στους κύριους εκπροσώπους της ότι δεν «πρόκειται για κίνημα που διεκδικεί βαθιές πολιτικές αλλαγές, αλλά κατεξοχήν αλλαγή των νοοτροπιών», ότι αποτελεί την «μόνη ασφαλιστική δικλείδα για να μην ξαναβρεθεί η ανθρωπότητα μπροστά στο χείλος της αβύσσου, από καταστάσεις που γέννησαν την παρισινή κομμούνα και την οκτωβριανή επανάσταση». Κι απ’ την άλλη, ήταν η υιοθέτηση, με περίσσεια «κοινωνική ευαισθησία», περίεργων κι άκρως επικίνδυνων «εναλλακτικών προτάσεων», όπως ο «συμμετοχικός προϋπολογισμός», η «αειφόρος ανάπτυξη», ο φόρος Τόμπιν, κοκ., που έχει υιοθετήσει και η ίδια η Παγκόσμια Τράπεζα.
Όλα αυτά δημιούργησαν έντονη αμηχανία σε πολλούς έντιμους θιασώτες αυτού του περίεργου και παρδαλού «κινήματος». Γι αυτό και χρειαζόταν επειγόντως ένας αντιπερισπασμός, μια «αγωνιστική» τόνωση του προφίλ του «κοινωνικού φόρουμ». Κι αυτή ήταν η κινητοποίηση της Γένοβας. Η ιδέα αυτής της κινητοποίησης ξεκίνησε απ’ την Ουάσινγκτον Ποστ κι ορισμένους «ακτιβιστές», που συνδέονται μ’ αυτήν. Αμέσως υιοθετήθηκε απ’ το «κοινωνικό φόρουμ» κι όλα τα σφυριά των ΜΜΕ διεθνώς άρχισαν να βαρούν για την προβολή της. Το πλαίσιο της αρκετά συνηθισμένο και εξαρχής γνωστό: γενική αντικαπιταλιστική ρητορεία εναντίον της παγκοσμιοποίησης, περίεργες αναφορές για πάλη ενάντια στον Διαφωτισμό «που γέννησε τα δυο μεγαλύτερα κακά της ανθρωπότητας, τον καπιταλισμό και τον κομμουνισμό», ώστε να ξαναγεννηθούν αγνά κινήματα, όπως τ’ αγροτικά κινήματα της Γαλλίας και της Γερμανίας του 15ου και 16ου αιώνα, καθώς και αιτήματα που ζητούν στον «εκδημοκρατισμό» των ιμπεριαλιστικών οργανισμών, την «υποστήριξη» των φτωχών απ’ τους πλούσιους, όπως και την «αναγνώριση» της διαφορετικότητας των λαών.
Αυτό ήταν το πλαίσιο κι η «ενιαία οργάνωση» της κινητοποίησης της Γένοβας, έστω κι αν η απόφαση της ΚΕ, ισχυρίζεται ότι δεν υπήρχαν. Έτσι, κυριολεκτικά στήθηκε μια κινητοποίηση με πολλαπλούς στόχους: Πρώτο, την σκανδαλώδη προβολή ενός «κινήματος», χωρίς μαζική κοινωνική βάση και σ’ ευθεία αντίπραξη με το εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα, τις πρωτοβουλίες, τους στόχους και την πάλη του. Δεύτερο, τον αποπροσανατολισμό της αγανάκτησης και της διαμαρτυρίας της εργαζόμενης κοινωνίας, μακριά απ’ τα μονοπάτια της οργανωμένης πάλης του μαζικού κινήματος γύρω από συγκεκριμένα ζωτικά αιτήματα της εργατικής τάξης. Τρίτο, την κατοχύρωση στην συνείδηση των καταπιεσμένων ενός «κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης» με γνωρίσματα αντιδραστικά, ή τουλάχιστον δοτά απ’ τον ιμπεριαλισμό. Τέταρτο, την μετατροπή της διαμαρτυρίας και της κινητοποίησης σε συνώνυμο ενός «κοινωνικού λόμπι», που ξέρει μόνο να κινείται σαν τυπική «ομάδα πίεσης» ενάντια σ’ αποφάσεις «συνόδων κορυφής» κι άλλων κέντρων εξουσίας. Πέμπτο, να προσφέρει την ευκαιρία στους μηχανισμούς αστυνόμευσης ν’ ασκηθούν εκ του ασφαλούς σε τερατώδη καταστολή, που έγινε δυνατή μόνο χάρις στην απουσία της εργατικής τάξης και του οργανωμένου της κινήματος στην Ιταλία.
Αυτά ακριβώς ήταν τα χαρακτηριστικά που επέτρεψαν σε Κωνσταντόπουλους, Παπαγιανάκηδες, Καραμανλήδες, κοκ, να «συνευρεθούν» στον «κοινό αγώνα» της Γένοβα. Το ερώτημα είναι, το Κόμμα μας τι δουλειά είχε εκεί; Πως επιβεβαιώνει τον χαρακτήρα του ως κόμμα της εργατικής τάξης με την συμμετοχή του σε τέτοιες στημένες παράτες και «κινήματα». Και μάλιστα την ίδια ώρα που αγνοεί επιδεικτικά τις πραγματικές διεθνείς πρωτοβουλίες και τα υπό διαμόρφωση μέτωπα του οργανωμένου εργατικού κινήματος; Πως είναι δυνατόν η απόφαση της ΚΕ να βρίσκει «αντιιμπεριαλιστικές συγγένειες» με αυτό το συνοθύλευμα της Γένοβας, αλλά καμμιά ταξική, πολιτική ή άλλη συγγένεια με τις πρωτοβουλίες των συνδικάτων; Πως είναι δυνατόν να υποστηρίζει στα σοβαρά ότι είναι «υπό διαμόρφωση» ένα «κίνημα», που στήθηκε και υπάρχει με την βοήθεια των μηχανισμών του ιμπεριαλισμού και πολύ γνωστών λακέδων του, όπως είναι οι διάφοροι κκ. Μποβέ, Αγκιτόν, Γκριβίν και οι διάφοροι επί μισθώσει «ιεραπόστολοι» των ΜΚΟ;   
Απέναντι σ’ ένα τέτοιο «κίνημα» η πρέπουσα στάση ενός κόμματος της εργατικής τάξης, σαν το ΚΚΕ, δεν είναι η συμμετοχή του, έστω και με τα δικά του συνθήματα, τις δικές του παντιέρες, αλλά η ανοικτή κι ολοκληρωμένη ιδεολογικο-πολιτική πάλη εναντίον του. Η πρέπουσα πολιτική που επιβάλλεται απ’ τον ταξικό χαρακτήρα του Κόμματός μας, δεν είναι να τρέφει για τον εαυτό του και να καλλιεργεί σ’ άλλους ψευδαισθήσεις για κάποιο δήθεν υπό διαμόρφωση «διεθνές αντιιμπεριαλιστικό κίνημα», αλλά η συστηματική αποκάλυψη του πραγματικού του χαρακτήρα, των ταξικών του κινήτρων, της αντιδραστικής ιδεολογίας και πολιτικής του, αλλά και η  προσπάθεια ν’ αποσπαστούν απ’ αυτό όσοι έντιμοι κι αξιόλογοι αγωνιστές έχουν μπλεχτεί στα πλοκάμια του.                             
Κι επειδή σε τέτοιες περιπτώσεις δεν χωρούν επιχειρήματα όπως δεν ξέραμε, δεν είδαμε έγκαιρα και τα λοιπά, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι για τον Μαρξισμό-Λενινισμό, κίνημα σημαίνει τρία πράγματα: Μαζικότητα, ν’ αγκαλιάζει όσο τον δυνατόν ευρύτερα στρώματα του εργαζόμενου πληθυσμού, όχι απλά με την έννοια της αριθμητικής καταγραφής μιας συγκέντρωσης, αλλά με την έννοια της δυναμικής κινητοποίησης ολόκληρων στρωμάτων της εργατικής τάξης κι άλλων εργαζομένων. Οργάνωση, να συμβάλει άμεσα στην ολόπλευρη ανάπτυξη των οργανώσεων του μαζικού κινήματος εργαζομένων, πρώτα και κύρια των συνδικάτων. Αιτήματα, να συσπειρώνει με βάση συγκεκριμένα ζωτικά αιτήματα για την ζωή και την δουλειά της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζομένων, ευρύτερες μάζες ανεξάρτητα από ιδιαίτερες ιδεολογικο-πολιτικές συγχύσεις κι εξαρτήσεις.
Μ’ αυτή την έννοια το περίφημο «κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης», δεν αποτελεί ούτε καν κίνημα με την μαρξιστικο-λενινιστική έννοια του όρου. Η μαζική του αναφορά είναι ανύπαρκτη και βασίζεται κυρίως στην προνομιακή του προβολή απ’ τα ΜΜΕ. Η οργάνωση του είναι τέτοια ώστε να αποκλείεται ακόμη και η απλή συμμετοχή του οργανωμένου μαζικού κινήματος, εξόν ως κολαούζος των διαφόρων «ηρώων» και «αστέρων» του εν λόγω «κινήματος». Τα αιτήματά του αποτελούν παραφράσεις των λογικών της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ, πασπαλισμένα με μπόλικη αντικαπιταλιστική ρητορεία. Επομένως, αποτελεί ουσιαστικά «κίνημα» όχι για πάλη ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, αλλά ουσιαστικά για την υποκατάσταση του μαζικού κινήματος εναντίον των καπιταλιστικών ανασυγκροτήσεων και της πολιτικής του μεγάλου κεφαλαίου.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που στις σημερινές συνθήκες η στάση των επίσημων εκπροσώπων αυτού του «κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης», πήρε θέση ίσων αποστάσεων στην κήρυξη απ’ τον ιμπεριαλισμό του «3ου παγκόσμιου πολέμου», όχι στην τρομοκρατία, όχι στον πόλεμο. Πράγμα, άλλωστε αναμενόμενο. Σ’ αντίθεση με τα συνδικάτα στις ΗΠΑ, αλλά κι αλλού, που όλο και πιο μαζικά βγαίνουν ανοικτά και στιγματίζουν τις εξελίξεις σαν μια «νέα μορφή ολοκληρωτικού πολέμου ενάντια στις κατακτήσεις και τα δικαιώματα των εργαζομένων» (διακήρυξη της AFL-CIO δυτικής ακτής, 15/9/2001). Ποιον θ’ αφήσουμε και με ποιον θα πάμε; Ή μήπως ούτε αυτή η στάση απέναντι στον πόλεμο του «κοινωνικού φόρουμ» και του «κινήματος» της Γένοβα, δεν είναι ικανή να μας οδηγήσει σ’ αλλαγή πλεύσης; Μήπως κι αυτή η στάση εντάσσεται στο «υπό διαμόρφωση» χαρακτήρα του «κινήματος»; Κι αν ναι, τότε το ίδιο ισχύει και για την ηγεσία του ΣΥΝ κι όλο το υπόλοιπο συνοθύλευμα στην πατρίδα μας που προσπαθεί να καλύψει την συνοδοιπορία με τον ιμπεριαλισμό κάτω απ’ το ίδιο πρόσχημα: όχι τρομοκρατία, όχι πόλεμος.
Όποιος σέβεται τον εαυτό του και πολύ περισσότερο θέλει να τιμά την ιδιότητα του κομμουνιστή, οφείλει να τον διακρίνει η ευθύνη των επιλογών του και η σοβαρότητα της ανάλυσής του. Επομένως όσοι θεωρούν καλό, χρήσιμο κι επιθυμητό οτιδήποτε «κινείται», αρκεί να φαντάζει ως «κίνημα» και να φαίνεται στην ρητορεία του ότι «αντιστρατεύεται» τις επιλογές του κεφαλαίου, τους διακρίνει – αν μη τι άλλο – μια εντυπωσιακή ανευθυνότητα κι έλλειψη σοβαρότητας. Απ’ την εποχή που η επιδίωξη του σοσιαλισμού ξέφυγε απ’ τα ασφυκτικά δεσμά του συναισθήματος, της ηθικής αγανάκτησης και της τυφλής ταξικής οργής, για να μεταβληθεί – με τον μαρξισμό – σ’ επιστήμη της ταξικής πάλης, αρνείται συστηματικά να συχνωτίζεται μ’ οτιδήποτε «κινείται», ή φαντάζει ως «κίνημα». Αρνείται να υποκαταστήσει την ανάλυση του πραγματικού χαρακτήρα, των κινήτρων και των προοπτικών ενός «κινήματος», με ίδιες προθέσεις και φαντασιοπληξίες. Φαίνεται, όμως, ότι η απόφαση της ΚΕ διολισθαίνει σε κινηματικές λογικές κι αναλύσεις, που οδηγούν πολύ πίσω, σ’ εποχές παρωχημένες, όπου κάθε ακτιβίστικη ομαδούλα, μπορούσε να αυτοπροβάλλεται ως φορέας κινήματος και μάλιστα ανατρεπτικού, την στιγμή που στην καλύτερη περίπτωση δεν αντιπροσώπευε παρά μόνο μια σέκτα.


30/9/2001

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου