Τούτη η ξυλογραφία του Βασιλείου με τα λόγια του Σικελιανού τυπώθηκε παράνομα και κυκλοφόρησε χέρι-χέρι το Πάσχα του 1943. Ήταν σημαδιακή χρονιά το 1943. Ο λαός μας άρχισε να πιστεύει ότι η "νέα κανονικότητα" της ναζιστικής κατοχής έχει φάει τα ψωμιά της. Κι έτσι άρχισε να οργανώνεται μαζικά στις οργανώσεις εθνικής αντίστασης. Πρώτα και κύρια στο ΕΑΜ.
Ήταν η χρονιά που όλες οι οργανώσεις αντίστασης με πρώτη και κύρια το ΕΑΜ, έπαψαν να είναι για λίγους ασυμβίβαστους αγνωιστές κι άρχισαν να γίνονται υπόθεση ορανωμένων μαζών. Ήταν η χρονιά που βρόντηξε το αντάρτικο ντουφέκι στα ελληνικά βουνά, όσο ποτέ πριν. Η Ελεύθερη Ελλάδα στα άπαρτα βουνά της Ρούμελης, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά.
Η χρονιά λοιπόν εκείνη, το 1943, για τους μαχόμενους Έλληνες, ήταν ξεχωριστή. Κι έτσι η Ανάσταση, το Πάσχα εκείνο, πήρε τις αναγκαίες διαστάσεις της παλλαϊκότητας, που απαιτούσε ένας αληθινός αγώνας για την λευτεριά της πατρίδας, για την αναγέννηση της Ελλάδας όπου ο λαός κι όχι οι ποικιλόμορφοι δυνάστες του θα γινόταν επιτέλους αφέντης στον τόπο του.
Στη δεκαετία του '80 ένας παλιός αντάρντης, απ' εκείνους που πλήρωσαν το αίμα που έχυσε για την λευτεριά της πατρίδας με 3 δεκατίες φυλακές κι εξορίες, μας διηγόταν ότι την χρονιά εκείνη κατάλαβε για πρώτη φορά τη βαθύτερη σημασία της Ανάστασης. Κι από τότε, κάθε χρονιά, όπου κι αν βρισκόταν αυτός και οι σύντροφοί του, γιόρταζαν τη Λαμπρή - την πιο περίλαμπρη γιορτή της Ρωμιοσύνης, όπως την αποκαλεί ο ποιητής της - με την ίδια πάντα κατάνυξη και προσδοκία.
Όμως πουθενά αλλού δεν γιόρταζαν την Ανάσταση με πιο περίλαμπρο τρόπο, απ' ότι στις φυλακές και τις εξορίες. Έτριβαν, γυάλιζαν και καθάριζαν το κάτεργό τους, ολόκληρη τη μεγαλοβδομάδα. Τη μεγαλύτερη ζέση έδειχαν οι πρωτοκαπετάνιοι. Το θεωρούσαν ιερή υποχρεώση κι ατιμία για όποιον λούφαζε.